ΠΑΣΟΚ: Προς νέο πολιτικό μόρφωμα

Σπάρτακος 74, Μάης 2004


του Δημήτρη Α. Κατσορίδα

1. Ξανά, ορισμένα ερωτήματα σχετικά με την διαδοχή στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ

Είναι γεγονός ότι η παραίτηση του Κ. Σημίτη από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και η ανάληψή της από τον Γ. Παπανδρέου δημιούργησαν μια «νέα» κατάσταση, η οποία επιχείρησε να μετατρέψει την κρίση σε δυναμική και να εμφανισθεί το ΠΑΣΟΚ ως φορέας της «Δημοκρατικής Παράταξης» και της «αλλαγής».

Ο τρόπος, όμως, που έγινε η εκλογή του Γ. Παπανδρέου, εξακολουθεί να εγείρει μια σειρά από ζητήματα, τα οποία έχουν να κάνουν με τις δημοκρατικές διαδικασίες. Τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι τα εξής: Είναι δημοκρατικός ο τρόπος ανάδειξης του Γ. Παπανδρέου στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ, όταν έγινε μέσω παρασκηνιακών διαβουλεύσεων και της σκανδαλώδους τηλεοπτικής προβολής του; Είναι δημοκρατική διαδικασία τα μέλη και τα στελέχη του ΠΑΣΟΚ να μαθαίνουν από τις τηλεοράσεις τον επόμενο Πρόεδρό τους; Είναι δημοκρατική διαδικασία η μία μόνο υποψηφιότητα; Κι αν ναι, τότε ποιος ο λόγος να προσέλθουν τα μέλη και οι φίλοι να ψηφίσουν, εφόσον κανείς δεν είχε την πρόθεση να ανταγωνιστεί τον Γ. Παπανδρέου; Τι πραγματικά ήθελαν να ψηφίσουν; Αν θα εκλεγόταν ο Παπανδρέου με 60% ή με 99,9%; Η συμμετοχική δημοκρατία προϋποθέτει ή όχι πολλές και διαφορετικές απόψεις και πολιτικές πλατφόρμες, ώστε η κομματική βάση να έχει δυνατότητα επιλογής; Επιπρόσθετα, είναι δημοκρατική θέση το γεγονός της εκλογής του νέου Προέδρου του ΠΑΣΟΚ από τη βάση; Κι αν ναι, τότε θα μπορούσε και κάποιος άλλος πολίτης να κατέλθει ως υποψήφιος; Ή αυτό δεν το επιτρέπει το καταστατικό του ΠΑΣΟΚ; Διότι, αν απαγορεύεται, τότε για ποια συμμετοχική δημοκρατία μιλάμε;(1)Επίσης, είναι δημοκρατική διαδικασία να γίνει Συνέδριο με μοναδικό σκοπό την αλλαγή μιας παραγράφου του καταστατικού, χωρίς να εκλεγούν αντιπρόσωποι από τη βάση, χωρίς απολογισμούς και χωρίς ουσιαστικά να υπάρξουν τοποθετήσεις των μελών; Αλήθεια, που θα λογοδοτεί ο νεοεκλεγείς Πρόεδρος; Σε ποια όργανα; Από ποιες κομματικές διαδικασίες θα δεσμεύεται; Από τους φίλους; Διότι, ακόμη και μια τέτοιου τύπου εκλογή, με δημοψήφισμα, θα πρέπει να έχει μια σταθερή και αναγνωρισμένη οργανωμένη κομματική βάση. Γιατί, άραγε, δεν ρώτησε, ο νέος Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, όλο αυτό τον κόσμο που τον ψήφισε, για την επιλογή συνεργασίας με τους δύο εκπροσώπους του νεοφιλελευθερισμού, Μάνο και Ανδριανόπουλο; Θα ρωτήσει, άραγε, στο μέλλον ο νέος Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, τους φίλους και τα μέλη για τις επιλογές του κόμματός του για το ασφαλιστικό σύστημα, την καθιέρωση του 35ωρου, τις αυξήσεις στους μισθούς και τη μη συμμετοχή της Ελλάδας στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις;

Ας πούμε, όμως, τα πράγματα με το όνομά τους.

Ο τρόπος που ο Γ. Παπανδρέου επιβλήθηκε στην ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν είναι απλά ένα διαδικαστικό ζήτημα, αλλά ζήτημα ουσίας. Στην πραγματικότητα, ο Γ. Παπανδρέου, με το πρόσχημα της λεγόμενης «συμμετοχικής δημοκρατίας» και της «δημοκρατικής παράταξης» θέλει να εξαφανίσει τα όποια ίχνη λαϊκής πίεσης εξακολουθούν να υπάρχουν από την κομματική βάση προς την ηγεσία, ώστε να μην δεσμεύεται από τις κομματικές διαδικασίες. Τα όρια ανάμεσα σε μέλος και σε υποστηρικτή-ψηφοφόρο του κόμματος καταργούνται με αποτέλεσμα το μέλος του κόμματος να αντιμετωπίζεται πλέον ως οπαδός, χωρίς περιθώρια πολιτικής παρέμβασης στις εσωκομματικές διαδικασίες και το μόνο δικαίωμα που θα έχει θα είναι να επικυρώνει τις αποφάσεις της εκάστοτε ηγεσίας.(2)Έτσι, με τις τροποποιήσεις αυτές περνάμε, όπως παρατηρούν οι Σ. Σακελλαρόπουλος και Π. Σωτήρης, «…από το κομματικό μέλος στον εξατομικευμένο καταναλωτή προϊόντων. Όπως κανείς μπορεί να αγοράσει πορτοκάλια τη μια μέρα από το ένα σούπερ μάρκετ και την άλλη μέρα από ένα άλλο, έτσι θα μπορεί να συμμετέχει πότε στην εκλογή του αρχηγού ενός κόμματος και πότε κάποιου άλλου. Παύει η έννοια της πολιτικής δέσμευσης και πολιτικής ταυτότητας -έννοιες που είχαν να κάνουν με σχέσεις ταξικής εκπροσώπησης- και υπερισχύει η μεταμοντέρνα φιγούρα (αλλά και ιδεολογία) του απομονωμένου ιδιώτη χωρίς συγκεκριμένες πολιτικές και ταξικές αναφορές, αλλά και χωρίς αντίστοιχες πρακτικές»Ž3. Το κόμμα αυτοδιαλύεται ως χώρος λήψης αποφάσεων και ο τρόπος με τον οποίο έγινε το «Συνέδριο» επικύρωσε την αυτοκατάργηση του ΠΑΣΟΚ ως οργανωμένου κομματικού φορέα. Ούτε ακόμη και στην πρώην Σοβιετική Ένωση, επί παντοκρατορίας Στάλιν, δεν γινόταν Συνέδριο, στο οποίο να μιλούν μόνο τρεις: ο απερχόμενος Πρόεδρος, ο υποψήφιος Πρόεδρος και ο γραμματέας του κόμματος και οι «από κάτω» 4.500 μη εκλεγέντες «σύνεδροι» να μην έχουν το δικαίωμα λόγου.

Κατά συνέπεια, όταν αυτοϋπονομεύεται η υπέρτατη κομματική διαδικασία, που είναι το Συνέδριο, τότε ποιο κύρος μπορεί να έχει η Κεντρική Επιτροπή ή το Εκτελεστικό Γραφείο; Αλήθεια, όλες αυτές οι εξελίξεις δεν παραξένεψαν κανέναν από την ηγεσία ή τη βάση του ΠΑΣΟΚ να αντιδράσει παραιτούμενος ή έστω απλά να διαμαρτυρηθεί δημοσίως για την εξαθλίωση της πολιτικής ζωής, εκφράζοντας έμπρακτα ότι αυτό δεν είναι Συνέδριο κόμματος που θέλει να λέγεται δημοκρατικό; Δεν υπήρχαν παρά μόνο τρεις (η Μαρία Φραγκιαδάκη, ο Γ. Βασιλακόπουλος και ο Μ. Γκίβαλος) για να σώσουν την τιμή της σοσιαλιστικής παράταξης;

Κατά πως φαίνεται, τη ρήξη με το παρελθόν και τις νέες ιδέες του Γ. Παπανδρέου για την εργασία, την παιδεία και τη «συμμετοχική δημοκρατία», τις έχει αποδεχτεί η πλειοψηφία της ηγεσίας του ΠΑΣΟΚ.

Όλ’ αυτά δείχνουν ότι στο ΠΑΣΟΚ δεν έχει, πλέον, απομείνει καμιά ιδεολογική ή πολιτική βάση και το μόνο που ενώνει τα κορυφαία στελέχη του είναι η νομή της εξουσίας.

2. Η μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ μέσω «συμμετοχικής δημοκρατίας» σταλινικού τύπου

Το γεγονός ότι ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ έχει αναφορές στη Αριστερά δεν σημαίνει ότι το ΠΑΣΟΚ, ως πολιτικός οργανισμός, είναι το ίδιο με αυτό του 1974 ή ακόμη και μ’ αυτό του 1993. Έχει δεχτεί τόσο βαθιά μετάλλαξη και σε τέτοιο βαθμό, που κι αυτός ο ίδιος ο νέος Πρόεδρός του, ο Γ. Παπανδρέου, αρνείται να κατατάξει το κόμμα του σε κάποιο σημείο του πολιτικού φάσματος (Δεξιά, Κέντρο, Αριστερά).

Ένας από τους λόγους είναι διότι ο Γ. Παπανδρέου θέλει, ουσιαστικά, να φτιάξει ένα κόμμα-κλαμπ, ένα κόμμα αμερικάνικου τύπου, στο πλαίσιο ενός απόλυτα δικομματικού συστήματος, χωρίς αρχές και πρόγραμμα, το οποίο όμως θα χωράει τους πάντες: από τους ακραίους νεοφιλελεύθερους τύπου Μάνου και Ανδριανόπουλου, μέχρι τους προερχόμενους από την Αριστερά σαν τη Δαμανάκη και τον Ανδρουλάκη. Ένα τέτοιο κόμμα-κλαμπ με ανεξέλεγκτο ηγέτη-αυτοκράτορα θα είναι, φυσικά, και επιρρεπές στην επιρροή των πιο ισχυρών οικονομικών συμφερόντων.

Όσοι πάντως αιφνιδιάστηκαν από τη συνεργασία με τους Μάνο και Ανδριανόπουλο μπορούν να ανατρέξουν στο άρθρο του Τ. Μίχα, γνωστού υποστηρικτή των απόψεων των προαναφερθέντων, ο οποίος δεκαπέντε, περίπου, ημέρες πριν την ανακοίνωση της διεύρυνσης προς τα δεξιά προετοίμαζε τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ, μέσα από τις στήλες της Ελευθεροτυπίας, για τις επιλογές του Γ. Παπανδρέου.(4)Συγκεκριμένα, έλεγε τα εξής: «Στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, οι φιλελεύθεροι άλλοτε συμμαχούν με τους συντηρητικούς και άλλοτε με τους σοσιαλδημοκράτες. Στην Ελλάδα, οι φιλελεύθεροι παρέμεναν εγκλωβισμένοι σε μεγάλο βαθμό στη Νέα Δημοκρατία.

Όμως, στις μεθεπόμενες εκλογές… οι φιλελεύθεροι έχουν κάθε δυνατότητα να αυτονομηθούν και να επιλέξουν πλέον τις πολιτικές τους συμμαχίες…

Κατ’ αρχάς θα πρέπει να αποκλειστεί η Νέα Δημοκρατία…

Ο φυσικός εταίρος των φιλελευθέρων στην Ελλάδα δεν μπορεί να είναι άλλος από ένα σύγχρονο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα υπό την ιδεολογική ομπρέλα της `’συμμετοχικής δημοκρατίας». Η συμμαχία αυτή δεν είναι συγκυριακή, αλλά εκφράζει μια βαθύτερη ιδεολογική σύγκλιση…

Μια πολιτική σύμπραξη φιλελεύθερων-σοσιαλδημοκρατών στο πλαίσιο της ιδεολογίας της `’συμμετοχικής δημοκρατίας» θα μπορούσε ν’ αποτελέσει για τις επόμενες δεκαετίες ένα σταθερό άξονα διακυβέρνησης της χώρας και το σταθερό πλαίσιο αναφοράς του μεσαίου χώρου…

Το story της `’συμμετοχικής δημοκρατίας», που προτείνει ο Γιώργος Παπανδρέου, διευρύνει το `’συνασπισμό εξουσίας», επιτρέποντας τη δημιουργία μιας κοινής πλατφόρμας μεταξύ των προαναφερθέντων και της φιλελεύθερης δεξιάς.

Οι φιλελεύθεροι (συμπεριλαμβανομένων φυσικά και κυρίως των Στέφανου Μάνου και Ανδρέα Ανδριανόπουλου) θα πρέπει να προβληματιστούν σοβαρά με αυτή την προοπτική».(5)

Η συνεργασία, λοιπόν, με τους Μάνο και Ανδριανόπουλο δεν αποτελεί μια απλή διεύρυνση κατά τα πρότυπα του παρελθόντος, όπως προσπαθεί να μας πείσει η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ. Αντίθετα είναι μια στρατηγική επιλογή και σηματοδοτεί μια ιδεολογική μεταστροφή του κόμματος σε ακόμη συντηρητικότερη κατεύθυνση, τις συνέπειες της οποίας αργά ή γρήγορα θα διαπιστώσει με τραγικό τρόπο ο κόσμος του ΠΑΣΟΚ.

Ίσως, κάποιοι ρωτήσουν: Μα καλά, η ηγετική ομάδα του ΠΑΣΟΚ δεν έχει υπολογίσει το ανάλογο πολιτικό κόστος από τη συνεργασία με τους εκπροσώπους του νεοφιλελευθερισμού, Μάνο και Ανδριανόπουλο;

Και βέβαια, έχει υπολογίσει το πολιτικό κόστος αυτού του ανοίγματος. Όποιος πιστεύει το αντίθετο θα πρέπει να είναι αφελής.

Όμως, από αυτή την πολιτική κίνηση επιβεβαιώνεται για μια ακόμη φορά ότι τα αστικά επιτελεία και κόμματα δεν λειτουργούν με βάση πρωτίστως το δικό τους επιμέρους ιδιοτελές συμφέρον, αλλά αντίθετα λειτουργούν με γνώμονα το συνολικό συμφέρον της αστικής τάξης. Γι’ αυτό προχώρησαν, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Γ. Νικολαϊδης, ακάθεκτοι σε αυτή την προβοκατόρικη για την εκλογική τους βάση ενέργεια. «Γιατί το νόημα του ανοίγματος αυτού δεν είναι άλλο από την εξόφθαλμη εξώθηση της ίδιας της βάσης του ΠΑΣΟΚ να μετασχηματισθεί αποβάλλοντας κάθε στοιχείο όχι μόνο λαϊκού διεκδικητισμού, αλλά και κάθε υπόνοια υποχωρητισμού στο όνομα της προσκόλλησης στην κυβερνητική εξουσία. Έτσι το να εξωθηθεί το ΠΑΣΟΚ, και συνακόλουθα ολόκληρο το πολιτικό σκηνικό, σε μια κατεύθυνση νεοφιλελεύθερης επιθετικότητας και μεγαλύτερης στεγανοποίησης απέναντι στα λαϊκά στρώματα αξιολογείται πολύ περισσότερο από ότι η εκλογική επιτυχία σε τούτες τις εκλογές. Άλλωστε, είναι φανερό ότι αυτή η κίνηση έχει μακροπρόθεσμη στόχευση πέρα από τις εκλογές: η μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ, αλλά και του πολιτικού μηχανισμού γενικότερα θα έχει πιθανότατα συνέχεια με ίσως ακόμα πιο απροσδόκητα επεισόδια…».(6)

Όσον αφορά την πολυδιαφημιζόμενη «Δημοκρατική Παράταξη» υπάρχουν δύο εκδοχές: είτε θα είναι ένα νέο πολιτικό μόρφωμα διαφορετικό από το ΠΑΣΟΚ είτε ακόμη μπορεί να είναι ένα πλατύ μετωπικό σχήμα που θα περιλαμβάνει διαφορετικές πολιτικές συνιστώσες, όπως την φιλελεύθερη Δεξιά, το λεγόμενο κέντρο, την σοσιαλδημοκρατία και την κεντροαριστερά, κατά τα πρότυπα της ιταλικής «Ελιάς».

Όπως και να έχει το πράγμα, όσο η κοινωνία συντηρητικοποιείται, το νέο πολιτικό μόρφωμα που θα αντικαταστήσει το ΠΑΣΟΚ θα είναι σαφώς πιο δεξιό και πιο συντηρητικό.

Εν κατακλείδι, το ΠΑΣΟΚ που ξέραμε δεν υπάρχει ποια. Το ότι τα πρόσωπα, τα σύμβολα, ο τίτλος και τα πάσης φύσεως σημεία αναγνώρισης παραμένουν τα ίδια, δηλαδή η εξωτερική του όψη, αυτό δεν σημαίνει ότι δεν άλλαξαν οι σχέσεις του με τον κόσμο, και άρα άλλαξε αυτό το ίδιο, εκφράζοντας διαφορετικά πράγματα από αυτά για τα οποία ιδρύθηκε.

Κατά συνέπεια, αν με τον όρο Αριστερά εννοούμε τις δυνάμεις εκείνες που συγκεντρώνουν όλες τις μορφές αντίστασης στο καπιταλισμό και εναντιώνονται στις ανισότητες, στον αυταρχισμό, στην εκμετάλλευση, στον ευτελισμό της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, στην υποβάθμιση της ποιότητας ζωής και στην βαρβαρότητα, τότε συμπεραίνουμε ότι δεν υπάγονται στην Αριστερά οι πολιτικές δυνάμεις που εφαρμόζουν το νεοφιλελεύθερο πολιτικό, οικονομικό και κοινωνικό πρόγραμμα, ασχέτως αν για ιστορικούς λόγους διατηρούν τα παλιά σύμβολα.

Έτσι, παρ’ ότι το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να διατηρεί στο τίτλο του το όνομα «σοσιαλιστικό», εντούτοις αν δεχτούμε τον παραπάνω ορισμό για το τι είναι Αριστερά, τότε το ΠΑΣΟΚ δεν μπορούμε να το κατατάξουμε στην Αριστερά, πόσο μάλλον που και το ίδιο έχει πάψει να αυτοτοποθετείται εκεί.

Η ποιοτική μετάλλαξη του ΠΑΣΟΚ προς τα δεξιά, η οποία ουσιαστικά έγινε χωρίς εσωκομματική αντίσταση, η εγκατάλειψη κάθε ίχνους κοινωνικής μεταρρυθμιστικής πολιτικής, η υιοθέτηση νεοφιλελεύθερων πολιτικών, η τραγική έλλειψη μιας αριστερής πτέρυγας που με σταθερότητα θα δίνει τη μάχη ενάντια στη δεξιά μετατόπιση του ΠΑΣΟΚ, δεν αποτελούν ένα συγκυριακό φαινόμενο. Απεναντίας, αυτό που παρατηρείται σε όλα τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, άρα και στο ΠΑΣΟΚ, είναι πως κι όταν ακόμη βρίσκονται στην αντιπολίτευση δεν μετατοπίζονται προς τα αριστερά του πολιτικού φάσματος, ούτε σχηματίζονται αριστερές πτέρυγες στο εσωτερικό τους, σε αντίθεση με τη δεκαετία του 1930 που είχαν διαμορφωθεί μέσα στα σοσιαλιστικά και εργατικά κόμματα μαζικές αριστερές πτέρυγες.

Κατά συνέπεια, η νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων τείνει να τα μετατρέψει από αστικά-εργατικά κόμματα(7)σε τυπικά αστικά, αφήνοντας έτσι ένα μεγάλο πολιτικό κενό στα αριστερά τους. Κατά τα φαινόμενα και το ΠΑΣΟΚ τείνει, πλέον, να μεταλλαχθεί και τυπικά σε ένα αστικό κόμμα κεντρώου τύπου, όπως ήταν παλιά η Ένωση Κέντρου.

Λαμβάνοντας, επιπλέον, υπόψη ότι το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να εκφράσει τις δυνάμεις του ευρύτερου σοσιαλιστικού χώρου, το μόνο που απομένει, πλέον, στους συνεπείς σοσιαλιστές είναι η προσπάθεια ανασυγκρότησης του χώρου της Σοσιαλιστικής Αριστεράς και η εκπροσώπησή της μέσα από μια πλατειά ριζοσπαστική Παράταξη της Αριστεράς, η οποία είναι και η μόνη που μπορεί να αποτελέσει το αντίπαλο δέος στη «Φιλελεύθερη Παράταξη» του Κ. Καραμανλή και της «Δημοκρατικής Παράταξης» του Γ. Παπανδρέου.

3. Η συντηρητική μεταστροφή του εκλογικού σώματος

Βέβαια, παρ’ ότι τα προγράμματα τόσο του ΠΑΣΟΚ όσο και της Νέας Δημοκρατίας συγκλίνουν σε ότι αφορά την πολιτική του νεοφιλελευθερισμού, αυτό δεν σημαίνει ότι ως κόμματα είναι ίδια ή ότι η κοινωνική τους βάση είναι ίδια. Έτσι, παρά τη διαμόρφωση μιας διευρυμένης και διαταξικής κοινωνικής υποστήριξης προς τη Νέα Δημοκρατία,(8)και παρά τη διείσδυση της και την απόκτηση επιρροής σε μισθωτούς του δημόσιου αλλά και του ιδιωτικού τομέα, εντούτοις όπως φάνηκε από τα αποτελέσματα των εκλογών της 7ης Μαρτίου 2004, το ΠΑΣΟΚ εξακολουθεί να διατηρεί ως ένα βαθμό τα ιστορικά διαμορφωμένα χαρακτηριστικά του, κατορθώνοντας να κρατήσει -αν και με σοβαρές διαρροές- την πλειοψηφία των μισθωτών του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.(9)Η κοινωνική αντίσταση στις εφαρμοζόμενες νεοφιλελεύθερες πολιτικές και οι κινητοποιήσεις ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις, στο ασφαλιστικό κλπ., πραγματοποιήθηκαν με τη ισχυρή συμμετοχή του κόσμου του ΠΑΣΟΚ.

Παρ’ όλ’ αυτά, δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε ότι τόσο η επικράτηση του δικομματισμού, όσο ιδιαιτέρως η διεύρυνση της εκλογικής επιρροής της Νέας Δημοκρατίας αντανακλά τις κοινωνικές και ιδεολογικές μεταβολές που σημειώνονται στην ελληνική κοινωνία και σηματοδοτεί την ενίσχυση του κοινωνικού συντηρητισμού και της ιδεολογικής μεταστροφής του εκλογικού σώματος, γεγονός το οποίο καταγράφεται απ’ το ότι η Αριστερά δεν κατάφερε να εισπράξει τις διαρροές από το ΠΑΣΟΚ.(10)

Η σημαντική αυτή στροφή προς συντηρητικές αξίες έχει καταγραφεί από διάφορες έρευνες, όπως αυτή του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών (ΕΚΚΕ), καθώς επίσης και από μια σειρά δημοσκοπήσεις που έχουν γίνει από τη VPRC, και κατά πως φαίνεται δεν είναι συγκυριακό φαινόμενο, αλλά μια τάση των δέκα τελευταίων χρόνων.

Συγκεκριμένα, στις εμπειρικές έρευνες κοινής γνώμης της VPRC διαπιστώνεται ότι οι αξίες της ελληνικής κοινωνίας είναι η οικογένεια, ο στρατός, η εκκλησία και η αστυνομία, ενώ η κοινή γνώμη τάσσεται πλειοψηφικά υπέρ της κατάργησης της μονιμότητας των Δημοσίων Υπαλλήλων, κατά της κατάργησης της διδασκαλίας των θρησκευτικών, κατά του χωρισμού κράτους/Εκκλησίας, αποδέχεται την προληπτική λογοκρισία, προκρίνει τη μαζική απέλαση των μεταναστών, είναι ξενοφοβική, απαιτεί περισσότερη δημόσια ασφάλεια και δεν εμπιστεύεται τα πολιτικά κόμματα, τη Βουλή και γενικά τους αντιπροσωπευτικού θεσμούς.(11)

Όλ’ αυτά συνιστούν ένα ιδιαίτερα ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάδειξη ακροδεξιού ρεύματος στην ελληνική κοινωνία κατά τα πρότυπα του Λεπέν στη Γαλλία, και το ποσοστό του ΛΑ.Ο.Σ., τόσο στις δημοτικές, όσο και στις βουλευτικές εκλογές, αποτελούν μια ένδειξη για τις επερχόμενες εξελίξεις. Προς ώρας, μια σημαντική μερίδα της κοινωνίας, οι πιο «ηττημένοι της αγοράς», στράφηκαν σ’ αυτούς που τους προσέφεραν παρηγοριά και την αίσθηση ότι τα προβλήματά τους θα ικανοποιηθούν μέσω της πρόσβασης στους μηχανισμούς της εξουσίας. Γι’ αυτό ψήφισαν τη Νέα Δημοκρατία.

Συνεπώς, η επαναφορά των ταξικών διαχωριστικών γραμμών στην πολιτική, καθώς επίσης η διεκδίκηση και η πολιτική εκπροσώπηση όλου αυτού του κόσμου από την Αριστερά αποτελεί το σημείο κλειδί για τις περαιτέρω εξελίξεις. Διότι, όπως πάλι επισημαίνει ο Γ. Μαυρής, «Ιστορική προϋπόθεση για την κυριαρχία και τη διάχυση του κοινωνικού συντηρητισμού στο σημερινό ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό αποτελεί η απουσία τόσο μιας ισχυρής ριζοσπαστικής αριστερής κουλτούρας και κριτικής στα κοινωνικά ζητήματα, όσο όμως και μια αντίστοιχη δεξιά `’φιλελεύθερη» ιδεολογική παράδοση. Για ιστορικούς λόγους, η κριτική της Αριστεράς περιορίστηκε στο κατ’ εξοχήν πολιτικό πεδίο, αφήνοντας στο απυρόβλητο την ηγεμονία της κυρίαρχης ιδεολογίας στα ζητήματα της κοινωνικής οργάνωσης (π.χ. οικογένεια, σχολικός μηχανισμός, σήμερα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας)»(12).

4. Το παλιό πεθαίνει. Το νέο έχει αρχίσει να γεννιέται;

Αυτό το οποίο σηματοδότησαν και επικύρωσαν οι εκλογές της 7 Μαρτίου 2004 δεν ήταν απλά και μόνο ποιο κόμμα θα κυβερνήσει (ΠΑΣΟΚ ή Νέα Δημοκρατία).

Σ’ αυτήν την εκλογική αναμέτρηση αυτό που αποδείχτηκε πρώτ’ απ’ όλα είναι η ποιοτική μετάλλαξη του πολιτικού συστήματος, η αμερικανοποίηση της πολιτικής ζωής, και η πορεία του σοσιαλιστικού κινήματος ως φορέας ανατροπής και αλλαγής£ αντανακλάστηκε η συντηρητικοποίηση της κοινωνίας, η οποία εκφράζεται με την απαξίωση της συλλογικής συνείδησης, την ανοχή σε κάθε είδους αυθαιρεσία, τις μειωμένες αντιστάσεις στον ευτελισμό της ποιότητας ζωής εξαιτίας του ανύπαρκτου ελεύθερου χρόνου, της εντατικοποίησης των καθημερινών ρυθμών ζωής, της υποβάθμισης του περιβάλλοντος, του συγκοινωνιακού χάους και της τηλεοπτικής υποκουλτούρας, καθώς επίσης με την ανοχή στον εκμαυλισμό των συνειδήσεων μέσω της καλλιέργειας του καταναλωτισμού, του ατομισμού, της επικυριαρχίας του χρήματος, της πολιτικής ομηρίας, του ρουσφετιού και της εξαπάτησης με την προσδοκία μιας θέσης στο Δημόσιο.

Τέλος, αυτό που αποδείχτηκε σ’ αυτές τις εκλογές είναι ότι λείπει μια Αριστερά, η οποία θα λειτουργεί όχι μόνο ως γραμμή άμυνας υπεράσπισης των λαϊκών συμφερόντων απέναντι σ’ αυτά που σχεδιάζουν οι κρατούντες, αλλά και ως η εναλλακτική λύση απέναντι στο αστικό σύστημα.

Η επιρροή του δικομματισμού δεν θα ήταν τόσο μεγάλη αν υπήρχε μια εναλλακτική και ριζοσπαστική λύση από τα αριστερά του πολιτικού φάσματος. Αυτό εξάλλου δείχνει το λαϊκό αίτημα για πραγματική αλλαγή της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής προς όφελος των εργαζομένων.

Πράγματι έχει γίνει φανερή η έλλειψη μιας Αριστεράς που θα εκφράζει όλους τους εργαζόμενους που αναζητούν μια εναλλακτική λύση, όλους αυτούς που αγανακτούν και ψάχνουν να βρουν μια διέξοδο, όλους όσους βρίσκονται στα όρια της φτώχειας, όλους αυτούς που αντιδρούν στην πολιτισμική και πολιτική αποξένωση. Γι’ αυτό η κρίση εκπροσώπησης που διέρχεται το ΠΑΣΟΚ λόγω της κοινωνικής δυσαρέσκειας που προκάλεσαν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές του, αφήνουν ένα μεγάλο κενό όσον αφορά την πολιτική εκπροσώπηση των εργατικών-λαϊκών στρωμάτων, αλλά και των αριστερών σοσιαλιστικών δυνάμεων που ασφυκτιούν στο πλαίσιο του μεταλλαγμένου ΠΑΣΟΚ.

Η Αριστερά, λοιπόν, για να πείσει και για να αποτελέσει μια εναλλακτική λύση θα πρέπει να εκφράσει τα συμφέροντα των εργαζομένων και της νεολαίας και να πάψει να λειτουργεί ως διαχειριστής της αστικής εξουσίας είτε σε επίπεδο κράτους είτε σε επίπεδο περιφέρειας είτε σε επίπεδο τοπικό. Σημαίνει να είναι ανταγωνιστική ως προς αυτά και σε αντιπαλότητα με τον κυβερνητισμό και τις λογικές περί κεντροαριστεράς. Να ακούει τις εργαζόμενες τάξεις και τον κόσμο της, ο οποίος θέλει την ενότητα στη δράση της Αριστεράς και να προσπαθεί να το κάνει πράξη.

Όμως, παρ’ όλ’ αυτά και παρ’ όλες τις αδυναμίες και τα λάθη της η Αριστερά είναι η μόνη δύναμη, η οποία μπορεί να δημιουργήσει μια γραμμή άμυνας υπεράσπισης των συμφερόντων των εργαζομένων και της νεολαίας. Και όχι μόνο αυτό. Αλλά στα αριστερά της Αριστεράς, κατά πώς φαίνεται, μια νέα ελπίδα έχει αρχίσει να γεννιέται.

Την ίδια στιγμή που η παλιά Αριστερά παρακμάζει, μια Νέα Αριστερά αρχίζει να διαμορφώνεται. Το παράδειγμα της Γαλλίας αποτελεί τον καταλύτη για τις εξελίξεις με την αυξανόμενη επιρροή των δύο τροτσκιστικών οργανώσεων της επαναστατικής Αριστεράς.

Αυτή η Νέα Αριστερά που αρχίζει να βρίσκεται στα σπάργανα και στη χώρα μας δεν βγαίνει από παρθενογένεση. Βγαίνει μέσα από μια σειρά διεργασίες, οι οποίες ξεκίνησαν με τις «Ευρωπορείες κατά της ανεργίας, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού» το 1997, από τη βραχύβια λειτουργία του Χώρου Μαρξ, από τις συζητήσεις που διοργάνωνε ο Μαρξιστικός Όμιλος, από το περιοδικό «Μανιφέστο», από την Κίνηση για την Επανίδρυση της Αριστεράς, από το Χώρο Διαλόγου και Κοινής Δράσης της Αριστεράς, από τις πορείες για το ασφαλιστικό σύστημα, από τα διάφορα φεστιβάλ, ημερίδες, συνέδρια και πολιτικές ομιλίες, από τη συμμετοχή στο Παγκόσμιο-Ευρωπαϊκό-Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ, από τις αντιπολεμικές κινητοποιήσεις, τις αντιρατσιστικές εκδηλώσεις, τα κινήματα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, από τις τοπικές κινήσεις για την υπεράσπιση του περιβάλλοντος, από τις συνδικαλιστικές συσπειρώσεις, από την Πρωτοβουλία για τη Συσπείρωση της Αριστεράς και αλλού.

Τέλος, να σημειώσουμε ότι στη νεώτερη ιστορία της Ελλάδας οι πιο σημαντικές αλλαγές έγιναν όταν ένα μεγάλο μέρος του λεγόμενου κεντρώου χώρου πέρασε στην Αριστερά, όπως για παράδειγμα συνέβη με τη συγκρότηση του ΕΑΜικού μπλοκ. Το πέρασμα, όμως, αυτού του κόσμου στην Αριστερά σημαίνει ότι θα έχει υπάρξει, από τα πριν, μια Αριστερά ικανή να μπορέσει να εκπροσωπήσει την κοινωνική βάση του ΠΑΣΟΚ που θα αποδεσμεύεται ή που θα θέλει να αποδεσμευτεί από αυτό, αναζητώντας μια εναλλακτική λύση.

Θα προετοιμαστούμε για κάτι τέτοιο ή θα χάσουμε την ευκαιρία όταν αυτή παρουσιαστεί;

Δημήτρης Α. Κατσορίδας

Σημειώσεις

  1. Σχετικά με την εκλογή του Γ. Παπανδρέου βλέπε το ενδιαφέρον άρθρο του Δ. Μπελαντή, «Η δημοκρατία των δημοψηφισμάτων», Η Εποχή, 8/2/2004.
  2. Όμως, «Τα κόμματα, όταν είναι συγκροτημένα στη βάση αρχών και ιδεολογιών, παίζουν καθοριστικό ρόλο στην πολιτική μόρφωση του λαού, του αναπτύσσουν τη δυνατότητα να σχηματίζει άποψη, να διαμορφώνει κριτήρια βάσει των οποίων κρίνει τις διάφορες απόψεις, να σχηματίζει συνεκτικά οράματα για το παρόν και το μέλλον της κοινωνίας» (Γ. Δελαστίκ, «Το `’παιδί της Αλλαγής» και το `’ΠΑΣΟΚ του Μάνου»», Η Καθημερινή, 15/2/2004).
  3. Για περισσότερα δες Σ. Σακελλαρόπουλος-Π. Σωτήρης, «Ο Άη Γιώργης (Παπανδρέου) και το καταραμένο φίδι των κομμάτων…», περιοδικό Εκτός Γραμμής, Φλεβάρης 2004, τεύχος 1.
  4. Επίσης, σημαντική είναι η αποκάλυψη του Α. Ανδριανόπουλου στην εκπομπή της ΝΕΤ, της 18/2/2004, με τίτλο «Μετά», όπου μεταξύ άλλων είπε τα εξής πολύ ενδιαφέροντα: «Εδώ και μήνες εγώ, ο Γιώργος και ο Μίμης συζητάμε για την αναγκαιότητα μιας πολιτικής υπέρβασης. Μετά τις εκλογές πρέπει να σχηματιστεί ένα νέο πολιτικό μόρφωμα με τις σύγχρονες πολιτικές δυνάμεις της χώρας, μέρος του οποίου θα είναι το ΠΑΣΟΚ ή, μάλλον, εκείνο το ΠΑΣΟΚ που θα έχει πετάξει τα αναχρονιστικά βαρίδια του παρελθόντος» (αναφέρεται στο άρθρο του Β. Μουλόπουλου, «Το νέο πολιτικό μόρφωμα», Το Βήμα, 22/2/2004).
  5. Για περισσότερα δες Τ. Μίχας, «Φιλελεύθεροι και Γ. Παπανδρέου», Ελευθεροτυπία, 30/1/2004.
  6. Γ. Νικολαϊδης, «Εκλογές 2004 και Πολιτική: business as usual…», περιοδικό Εκτός Γραμμής, Φλεβάρης 2004, τεύχος 1.
  7. Στο περιοδικό Σπάρτακος (τεύχος 69, Απρίλιος 2003, σελ. 33) σε άρθρο μου το οποίο αναφερόταν στην ταξική φύση του ΠΑΣΟΚ, είχα υποστηρίξει ότι το ΠΑΣΟΚ έχει μεταμορφωθεί σε αστικό εργατικό κόμμα (ο τίτλος του εν λόγω άρθρού ήταν «ΠΑΣΟΚ: Αστικό ή εργατικό κόμμα;»). Μετά, όμως, την ανάληψη της ηγεσίας από τον Γ. Παπανδρέου, τη δεξιά του διεύρυνση και τις δηλώσεις του σχετικά με τη «Δημοκρατική Παράταξη» και για το τι κόμμα είναι το ΠΑΣΟΚ, νομίζω ότι θα πρέπει να επανεξεταστεί η κοινωνική του φυσιογνωμία.
  8. Η νίκη της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές της 7/3/2004 οφείλεται στο ότι κατόρθωσε να διατηρήσει την ηγεμονία στα εργοδοτικά στρώματα και την απόλυτη πλειοψηφία στους αγρότες, αύξησε την επιρροή της στους ελεύθερους επαγγελματίες, στους επαγγελματοβιοτέχνες και στους άνεργους και κυριάρχησε στις κατηγορίες του μη ενεργού πληθυσμού (νοικοκυρές και συνταξιούχοι του δημοσίου τομέα) που πλήττονται από την ακρίβεια και διαβιούν σε συνθήκες οικονομικής και κοινωνικής ανασφάλειας. Όπως επισημαίνει ο Γ. Μαυρής, «Η συνοχή αυτής της νέας κοινωνικής συμμαχίας θα δοκιμαστεί και θα κριθεί πολύ σύντομα από την αποτελεσματικότητα της νέας διακυβέρνησης». Για περισσότερα βλέπε Γ. Μαυρής, «Μακροπρόθεσμες κοινωνικές αναδιαρθρώσεις», Η Καθημερινή (ειδική έκδοση), 9/3/2004.
  9. Για περισσότερα σχετικά με τις εκλογές 2004 βλέπε Γ. Μαυρής, «Ποιοι ψήφισαν τι και γιατί», περιοδικό «Κ», σελ.37, Η Καθημερινή, 14/3/2004.
  10. Για περισσότερα βλέπε τα άρθρα των Μ. Δρεττάκη, «19 χρόνια για τη μεταστροφή προς τα δεξιά», Ελευθεροτυπία, 10/3/2004 και Γ. Μαυρή, «Γιατί έχασε το ΠΑΣΟΚ στις 7 Μαρτίου», Η Καθημερινή, 14/3/2004.
  11. Σχετικά με τις προαναφερθείσες αξίες της ελληνικής κοινωνίας δες την ενδιαφέρουσα παρουσίαση των ερευνών της VPRC από τον Γ. Μαυρή στο άρθρο με τίτλο, «Η άνοδος του κοινωνικού συντηρητισμού», Η Καθημερινή, 28/12/2003.
  12. Γ. Μαυρής, «Η άνοδος του κοινωνικού συντηρητισμού», Η Καθημερινή, 28/12/2003.

Σπάρτακος 74, Μάης 2004

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3623

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s