ΟΚΔΕ: Εκλογές 2004, Απολογισμός και προοπτικές

Σπάρτακος 74, Μάης 2004


Απόφαση της Κ.Ε. της 4ης Απριλίου 2004

Βουλευτικές εκλογές 2004:

Απολογισμός και προοπτικές

Η αποτίμηση του εκλογικού αποτελέσματος των τελευταίων εθνικών εκλογών είναι χρήσιμη από κάθε άποψη για την κατανόηση των δυναμικών και των τάσεων της ελληνικής κοινωνίας, των συσχετισμών δύναμης ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις σήμερα. Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι οι αυτές οι τάσεις εκφράζονται πάντοτε στρεβλά και διαθλασμένα μέσα από τις εκλογές, όπως και γενικότερα μέσα από το αστικό πολιτικό σύστημα. Η αποτίμηση αποτελεί ένα προφανές καθήκον£ η εξέταση της πολιτικής κατάστασης που διαμορφώνεται μετά τις εκλογές είναι ένα ακόμη πιο σημαντικό καθήκον το οποίο, σε τελευταία ανάλυση, η ερμηνεία του εκλογικού αποτελέσματος εξυπηρετεί.

Οι δυναμικές του εκλογικού σώματος

Οι απώλειες σε ψήφους του ΠΑΣΟΚ πρέπει να υπολογιστούν σε βάθος χρόνου και όχι μόνο με βάση τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών. Η μείωση κατά 3,8 % του ποσοστού του ΠΑΣΟΚ και η αύξηση κατά τι λιγότερο από τρεις ποσοστιαίες μονάδες του ποσοστού της Ν.Δ. δε δείχνουν εξαιρετικές μεταβολές. Η αλλαγή των συσχετισμών ανάμεσα στα δύο κόμματα εξουσίας είναι εμφανέστερη αν συγκριθούν τα αποτελέσματα των τελευταίων εκλογών όχι μ’ εκείνα μονάχα του 2000 αλλά κυρίως μ’ εκείνα του 1996 για να μην πάμε πιο πίσω στα 1993. Για παράδειγμα, η στροφή των αγροτικών στρωμάτων από το ΠΑΣΟΚ στη ΝΔ είχε εκδηλωθεί εντονότερα στις εθνικές εκλογές του 2000. Η στροφή αυτή επιβεβαιώθηκε και οριακά ενισχύθηκε στις τελευταίες εκλογές. Αυτή τη φορά ο κύριος όγκος των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ που μετακινήθηκαν προς τη ΝΔ προερχόταν από τους συνταξιούχους, τους ανέργους και τους ανασφάλιστους εργαζόμενους, γεγονός που γίνεται φανερό από τις απώλειες του ΠΑΣΟΚ στα μεγάλα αστικά κέντρα της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης. Παρ’ όλ’ αυτά το ΠΑΣΟΚ μετά από τρεις συνεχόμενες κυβερνητικές θητείες συγκρατεί ένα 40% της ψήφου με τις απώλειες να ανέρχονται συνολικά στις 7 ποσοστιαίες μονάδες για ολόκληρη αυτή την περίοδο.

Με τον ίδιο τρόπο επιβάλλεται να εκτιμήσουμε και τα αποτελέσματα των κομμάτων της αριστεράς στο φόντο των τελευταίων 11 χρόνων διακυβέρνησης από το ΠΑΣΟΚ και όχι μόνο σε σχέση με τις εκλογές του 2000. Το 1993 τα δύο κόμματα της παραδοσιακής αριστεράς συγκέντρωναν το 7,3%. Σήμερα συγκεντρώνουν το 9,2%. Όμως το ποσοστό τους είναι χαμηλότερο από εκείνο του 1996 και μόλις 0,6% παραπάνω από το ιδιαίτερα απογοητευτικό αποτέλεσμα των εκλογών του 2000. Σ’ όλους αυτούς τους υπολογισμούς, τέλος, πρέπει να συμπεριλάβουμε και την κατάρρευση του ΔΗΚΚΙ, το οποίο υπήρξε αποδέκτης ψήφων διαμαρτυρίας προερχόμενων από τη βάση του ΠΑΣΟΚ.

Η κοινωνική σύνθεση της αριστερής ψήφου, σύμφωνα με την ανάλυση του Χρ. Βερναρδάκη της VPR-C στην Αυγή της 14/3, διαφοροποιείται σημαντικά ανάμεσα στα δύο κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς. Ενώ το ΚΚΕ ενισχύεται και συγκεντρώνει τα υψηλότερα ποσοστά του σε περιοχές μ’ εργατικό πληθυσμό (βλέπε π.χ. Β’ Πειραιά), ο Συνασπισμός παίρνει, αντιθέτως, τα υψηλότερα ποσοστά στους μεσοαστικούς δήμους της Β’ Αθηνών και έχει ποσοστά κάτω από το εθνικό του μέσο όρο στους δήμους της ίδιας αυτής περιφέρειας που κατοικούνται κυρίως από εργατικά στρώματα.

Κρίσιμη όμως είναι και η διαπίστωση ότι από τις ίδιες αυτές εργατικές περιφέρειες ενισχύεται ιδιαίτερα και η άκρα δεξιά του ΛΑΟΣ.

Τα πιο προφανή συμπεράσματα είναι τα εξής:

  • Το ΠΑΣΟΚ διατηρεί το βασικό όγκο των δυνάμεων του στα αστικά κέντρα ανάμεσα στον εργαζόμενο πληθυσμό που αποτελεί τη συντριπτική πλειοψηφία στις αστικές περιοχές.
  • Η μετακίνηση ψηφοφόρων προς τη Ν.Δ. προέρχεται κυρίως από τα φτωχά και μεσαία στρώματα της υπαίθρου. Στις τελευταίες εκλογές σ’ αυτή την κύρια τάση που έχει εκδηλωθεί εδώ και καιρό προστίθεται και μια μετατόπιση ψηφοφόρων από τις πιο ανασφαλείς και περιθωριοποιημένες κατώτερες κοινωνικές βαθμίδες της εργατικής και της μικροαστικής τάξης.
  • Απ’ αυτές τις τελευταίες κοινωνικές κατηγορίες προέρχεται και το ιδιαίτερα «φουσκωμένο» ποσοστό του ΛΑΟΣ.
  • Επιβεβαιώνεται η στασιμότητα και βασική αδυναμία των κομμάτων της αριστεράς να κερδίσουν τμήματα της κοινωνικής δυσαρέσκειας που προκάλεσε η κυβερνητική πολιτική της σοσιαλδημοκρατίας
  • Παρ’ όλ’ αυτά το το ΚΚΕ είναι ο βασικός αποδέκτης μιας πιο συνειδητής (και όχι «πρωτόγονης» όπως στην προεκλογική μας ανάλυση χαρακτηρίζαμε την ταξική ψήφο προς το ΠΑΣΟΚ) ταξικής ψήφου.
  • Ο ΣΥΝ αντλεί ψήφους από πιο μορφωμένους και καλοπληρωμένους τομείς της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων.

Συντηρητικοποίηση και κοινωνική διαμαρτυρία

Η επικράτηση της Ν.Δ., η εμφάνιση μιας πολιτικά ορατής άκρας δεξιάς και η αδυναμία της αριστεράς να εκφράσει την κοινωνική δυσαρέσκεια δεν επιδέχονται μια μονοσήμαντη ερμηνεία. Είναι αναγκαίο να αναγνωρίσουμε τις αντιφατικές τάσεις μέσα στην κοινωνία και την αλληλεξάρτηση ανάμεσα στους αντικειμενικούς και τους υποκειμενικούς όρους της ταξικής πάλης.

Υπάρχουν δύο πολύ χειροπιαστά αντίθετα παραδείγματα προς αποφυγή: ο σχολιασμός από τις εφημερίδες Αυγή και Εποχή που εκφράζουν το χώρο της «Ανανεωτικής Αριστεράς» πριν τις εκλογές γύρω από τη δυναμική της υποψηφιότητας Γ. Παπανδρέου την έβλεπε σαν ένα δείγμα χειραγώγησης των μαζών από τα ΜΜΕ. Η κοινωνία αποτελείται από «πρόβατα» που άγονται και φέρονται σύμφωνα μ’ αυτή την «αριστοκρατική» θεώρηση. Η έννοια της συντηρητικοποίησης της κοινωνίας εδώ λειτουργεί σαν ένα ιδεολογικό άλλοθι για την αριστερά η οποία αποσιωπά τις αποφασιστικές ευθύνες της για την πρόσδεση του πλειοψηφικού τμήματος της εργατικής τάξης στη σοσιαλδημοκρατία.

Από την άλλη υπάρχει πάντα η χαρακτηριστική πολιτική ψυχολογία που καλλιεργείται από το ΣΕΚ, αποτέλεσμα της οποίας είναι τα μέλη των διαφόρων μετωπικών του σχημάτων στις «εξορμήσεις τους στις λαϊκές αγορές και τις πλατείες» να συναντούν πάντα θετική ανταπόκριση και ποτέ ρατσισμό και ξενοφοβία απέναντι στους αλβανούς μετανάστες κτλ.

Η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος στις αναλύσεις της συνδιάσκεψής της το 2002 σωστά διαπίστωνε τις σοβαρές διεργασίες που αφορούν την ένταση του ρατσισμού, του εθνικού και θρησκευτικού φανατισμού στην ελληνική κοινωνία και ιδίως την εργατική τάξη στη διάρκεια της δεκαετίας του 1990.

Η εικοσαετής, σχεδόν, εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών έχει διασπείρει την κοινωνική ανασφάλεια και έχει υπονομεύσει τη συλλογική οργάνωση των εργαζομένων συμβάλλοντας στον κατακερματισμό και την εξατομίκευση της εργατικής τάξης.

Η βαριά ιδεολογική ήττα της αριστεράς μετά την εκκωφαντική κατάρρευση του Τείχους του Βερολίνου και -όσον αφορά την εγχώρια πρόσφατη ιστορία- τη σύμπραξή της με τη δεξιά στην κυβέρνηση Τζαννετάκη έχουν συντελέσει σε μία δίχως προηγούμενο υποχώρηση της ταξικής συνείδησης των εργαζομένων.

Έτσι σημαντικοί τομείς των καταπιεζομένων βρίσκουν καταφύγιο σε αντιδραστικές αξίες και ιδέες που κατά βάση έλκουν την καταγωγή τους από το βαθύτερο και αρχαιότερο πυρήνα της κυρίαρχης ιδεολογίας (εθνικισμός, θρησκεία κτλ).

Στην πολιτική σφαίρα αυτές οι κοινωνικές διεργασίες παίρνουν την μορφή της ενίσχυσης των ακροδεξιών και ρατσιστικών πολιτικών κομμάτων.

Γκάλοπ που δημοσιεύονται τα τελευταία χρόνια δείχνουν ως τις πιο παραδεκτές αξίες στην ελληνική κοινωνία «το στρατό, την εκκλησία και την οικογένεια», ενώ πρόσφατη έρευνα που διεξάχθηκε για λογαριασμό της Ε.Ε. παρουσίαζε τους Έλληνες ως τους λιγότερο ανεκτικούς απέναντι στους ξένους και τους μετανάστες.

Η συντηρητικοποιήση σε ιδεολογικό, πρωτίστως, επίπεδο είναι αναμφισβήτητη.

Στη βάση όλων αυτών θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η δεξιά μετατόπιση που καταγράφεται στο πολιτικό σκηνικό με την «καθαρή» εκλογική νίκη της Ν.Δ. και την εμφάνιση του ΛΑΟΣ αντιστοιχεί στην άνοδο μιας συμπαγούς και εκτεταμένης «κοινωνικής δεξιάς».

Δεν είναι ωστόσο οι ορατές μετατοπίσεις του εκλογικού σώματος ο μοναδικός δείκτης για αυτή την τάση συντηρητικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας. Ο κυρίαρχος δημόσιος πολιτικός λόγος μοιάζει επίσης να έχει αποστειρωθεί από στοιχεία μιας πολιτικής αντιπαράθεσης ικανής να υποτυπώσει διαφορετικές κοινωνικές (ταξικές) πολιτικές επιλογές. Ο πολιτικός λόγος που μοιράζονται και τα δύο κόμματα εξουσίας εξαφανίζει τις παλιές «διαχωριστικές γραμμές», πρώτον, εκείνες που χώριζαν το ΠΑΣΟΚ από τη Νέα Δημοκρατία, αλλά και γενικά τις διαφορές αριστεράς-δεξιάς. Τα κοινωνικά ζητήματα, ειδικά στην ρητορική του «εκσυγχρονισμού», παρουσιάζονται μ’ ένα ουδέτερο, αποϊδεολογικοποιημένο τρόπο, με όρους τεχνοκρατικής διαχείρισης. Η αντιπαράθεση ανάμεσα στα δύο κόμματα περιορίζεται στην ανάδειξη του πιο ικανού «διαχειριστή» ή «λογιστή» της κοινωνίας. Ο τρέχων πολιτικός λόγος της Νέας Δημοκρατίας μάλιστα συνδυάζει αυτή τη ρητορική με την επίκληση πολιτικών αρετών επιπέδου «κατηχητικού» («σεμνά και ταπεινά»): πρόκειται για την προβολή στην κεντρική πολιτική σφαίρα της κοσμοαντίληψης του μικροαστού νοικοκύρη, έκφραση του νεοσυντηρητικού ρεύματος, το οποίο ήδη περιγράψαμε προηγουμένως. Αυτή η έμφαση στη χρηστοήθεια και το νοικοκύρεμα στη διαχείριση των δημόσιων υποθέσεων συμβαδίζει πάντα με την ανακύκλωση της ρητορείας περί «διαφθοράς, σκανδάλων και διαπλοκής»£ μια αντανάκλαση των μικροαστικών ψευδαισθήσεων για μια αποκαθαρμένη καπιταλιστική οικονομία, όπου τα ευρωπαϊκά πακέτα χρηματοδότησης και οι δημόσιες δαπάνες κατανέμονται ισότιμα σ’ όλους ανεξαιρέτως τους καπιταλιστές, μικρούς και μεγάλους. Δεν είναι μόνο ότι πρόκειται για μία επιφανειακή ερμηνεία της αλληλοδιείσδυσης του οικονομικού με το πολιτικό, που αποσιωπά το δομικό (εγγενή) χαρακτήρα αυτών των φαινομένων στην καπιταλιστική κοινωνία£ πάνω απ’ το αποφασιστικό ζήτημα της κατανομής του κοινωνικά παραγόμενου πλούτου ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις και για την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνικής πλειοψηφίας ρίχνεται ένα πέπλο. Η διαπάλη για το κοινωνικό υπερπροϊόν εμφανίζεται σαν υπόθεση αναδιανομής στο εσωτερικό των ιδιοκτητριών τάξεων, ανώτερων ή μεσαίων.

Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, οφείλουμε να διαπιστώσουμε τη σημασία των κοινωνικών αντιστάσεων που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια σ’ εθνικό και διεθνές επίπεδο. Εδώ και μερικά χρόνια έχουμε εισέλθει σε μια περίοδο σχετικής ανόδου των κοινωνικών αγώνων. Κορυφαία εκδήλωση των κοινωνικών αντιστάσεων στην Ελλάδα υπήρξαν οι μαζικές απεργιακές κινητοποιήσεις της Άνοιξης του 2001 για την υπεράσπιση της κοινωνικής ασφάλισης. Ελπιδοφόρα υπήρξε η θετική υποδοχή του διεθνούς αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος με σταθμούς την ανταπόκριση της ελληνικής κοινωνίας στη μάχη της Γένοβα και το εξάμηνο των κινητοποιήσεων στη διάρκεια της ελληνικής προεδρίας της Ε.Ε. που κατέληξε στις διαδηλώσεις της Θεσσαλονίκης. Τέλος το αντιπολεμικό κίνημα στη χώρα κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου στο Ιράκ υπήρξε ένα από τα μαζικότερα της Ευρώπης.

Δεν είναι λιγότερο σημαντικό να παρατηρήσουμε το γεγονός ότι ο νεοφιλελευθερισμός, σε ιδεολογικό επίπεδο, την ίδια ώρα, έχει υποστεί μια σοβαρή απονομιμοποίηση στα μάτια της κοινωνίας και των εργαζομένων.

Ο πολιτικός λόγος της Δεξιάς σήμερα είναι ριζικά διαφορετικός από εκείνον της Νέας Δημοκρατίας επί Μητσοτάκη στις απαρχές της προηγούμενης κυβερνητικής θητείας της.

Οι θριαμβολογίες για την οικονομία της αγοράς, οι επικλήσεις της «Νέας Εποχής» της ανταγωνιστικότητας και των αξιών του γιαπισμού, η ιδεολογική τρομοκρατία των δημοσιονομικών ελλειμμάτων που χαρακτήριζαν τον αλαζονικό και επιθετικό πολιτικό λόγο της Ν.Δ. του Μητσοτάκη έχουν παραχωρήσει τη θέση τους σ’ ένα χλιαρό προσωπείο κοινωνικής ευαισθησίας και χρηστής κρατικής διοίκησης πίσω από το οποίο απωθείται τόσο ο ακραιφνής νεοφιλελευθερισμός του οικονομικού της προγράμματος, όσο και το πάντοτε ζωντανό αντιδραστικό εθνικιστικό και ρατσιστικό ιδεολογικό οπλοστάσιό της.

Η επιλογή τμημάτων των εργαζομένων να στραφούν στη δεξιά, δεν εξηγείται, λοιπόν, με τη συναίνεσή τους στις ιδιωτικοποιήσεις και τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, αλλά με την επιδίωξη τους να τιμωρήσουν το ΠΑΣΟΚ για την πολιτική του. Η ψήφιση της Νέας Δημοκρατίας με σκοπό την τιμωρία του ΠΑΣΟΚ δεν είναι δείγμα ριζοσπαστικοποίησης της κοινωνίας, αλλά, το αντίθετο, δείγμα πολιτικού συντηρητισμού. Ωστόσο οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενοι δεν βρήκαν στην αριστερά μια πραγματικά αξιόπιστη εναλλακτική λύση για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους, να προτιμήσουν την ενίσχυση της αριστεράς από τη χειροπιαστή λύση της ψήφισης της δεξιάς (καθότι στις εθνικές εκλογές τίθεται πρωταρχικά και επιτακτικά το κυβερνητικό ζήτημα). Το γεγονός αυτό καταδεικνύει την πολιτική ανεπάρκεια και την ιδεολογική κρίση της παραδοσιακής αριστεράς, αλλά δεν αποδεικνύει τη βαθιά ιδεολογική συγγένεια αυτών των ψηφοφόρων με τη Νέα Δημοκρατία. Πέρα από μια συγκυριακή εκλογική μετατόπιση στρωμάτων που συνειδητά τοποθετούνται πολύ πιο αριστερά από τη Νέα Δημοκρατία, η τελευταία έγινε επίσης αποδέκτης και μιας ψήφου πολιτικής δοκιμασίας από ένα τμήμα της εργατικής τάξης (νέους ανέργους, υποαπασχολούμενους) που ανήκει σε νεώτερες ηλικιακά γενιές που στερούνται ιστορικών μνημών και, προπαντός, συνδικαλιστικών ή πολιτικών εμπειριών.

_______

Το 47% στο οποίο αθροίζονται η δεξιά και η άκρα δεξιά είναι ιδιαίτερα ανησυχητικά μεγάλο ποσοστό. Ωστόσο παραμένει μικρότερο από το άθροισμα των ψήφων της σοσιαλδημοκρατίας και της παραδοσιακής αριστεράς. Η δεξιά πολιτική μετατόπιση και η κοινωνική συντηρητικοποίηση δεν είναι τέτοιες ώστε να ανατρέψουν τους ιστορικούς συσχετισμούς της πολιτικής εκπροσώπησης των κοινωνικών τάξεων στην Ελλάδα. Το ΠΑΣΟΚ, την ίδια ώρα, διατηρεί ένα πολύ υψηλό εκλογικό ποσοστό παρά την κυβερνητική φθορά του, όταν σ’ αντίστοιχες περιπτώσεις τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη συντρίφτηκαν εκλογικά.

Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά της περιόδου πλάι στην αναδιάταξη των πολιτικών εκπροσωπήσεων σε δεξιά κατεύθυνση, είναι και η αναντιστοιχία των πολιτικών κομμάτων της εργατικής τάξης (σοσιαλδημοκρατία και παραδοσιακή αριστερά) με την κοινωνική δυσφορία και τις ανάγκες των εργαζομένων.

Η αγωνιστική δραστηριότητα του περασμένου Φθινοπώρου περιορίστηκε σε κλάδους του ευρύτερου Δημόσιου Τομέα. Αρκετές από τις κινητοποιήσεις αυτές εντούτοις χαρακτηρίστηκαν από ένταση και διάρκεια (εργαζόμενοι στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, νοσοκομειακοί, εργαζόμενοι στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και Φροντιστές της Ολυμπιακής). Οι κινητοποιήσεις αυτές σε κάθε περίπτωση παρέμειναν κατκερματισμένες και πολιτικά απομονωμένες από τα κόμματα της αριστεράς. Την ίδια ώρα, ανοιχτά υπονομεύτηκαν από τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία.

Εξίσου η κοινωνική δραστηριότητα του αντιπολεμικού και αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος ακόμη και εκείνη που πέρασε μέσα από το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ βρίσκεται σε καταφανή αναντιστοιχία ούτε λίγο, ούτε πολύ και με τα πολιτικά σχήματα που διακήρυξαν ότι θέλουν να την εκφράσουν (π.χ ο ΣύΡιΖα).
Η άνοδος της Νέας Δημοκρατίας δε μεταφράζεται αυτόματα σε βαριά πολιτική ήττα της εργατικής τάξης, όσο και αν είναι αποκρουστικό το αυταρχικό και νεοφιλελεύθερο πρόσωπό της. Μια τέτοια ήττα εξαρτάται από την κάθε φορά έκβαση της μακροχρόνιας και μη γραμμικά αναπτυσσόμενης κρίσης του ρεφορμισμού.

Περισσότερο από την άνοδο μιας κοινωνικής δεξιάς στο φόντο μιας καταστροφικής στρατηγικής ήττας του εργατικού κινήματος, το αποφασιστικό ζήτημα παραμένει αυτό της ανασύνθεσης του εργατικού συνδικαλιστικού και πολιτικού κινήματος.

Υπό παρόμοιο πρίσμα πρέπει να αντιμετωπίσουμε και τη συζήτηση για την «αμερικανοποίηση» του πολιτικού συστήματος. Η προσπάθεια εξομάλυνσης του πολιτικού συστήματος, της εξαφάνισης των διαχωριστικών πολιτικών γραμμών αριστεράς-δεξιάς από το επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης, η μετατροπή των δύο βασικών κομμάτων εξουσίας σε «ήρεμες πολιτικές δυνάμεις» που συγκλίνουν στο «μεσαίο χώρο» και ανεπαίσθητα εναλλάσσονται στην κυβερνητική εξουσία, η αφομοίωση των ρεφορμιστικών κομμάτων σε κεντροαριστερούς συνασπισμούς που ασκούν νεοφιλελεύθερη πολιτική είναι μια διαρκής τάση. Ο ευσεβής πόθος όμως των κυρίαρχων τάξεων για διαχείριση των κοινωνικών συγκρούσεων μέσα από τον πολιτικό κατευνασμό έχει σαν αξεπέραστο όριο του την απουσία των υλικών όρων για την ενσωμάτωση της κοινωνικής πλειοψηφίας που εκπροσωπείται από τα «συναινετικά» πολιτικά κόμματα. Η αδιατάρακτη πολιτική συναίνεση δίχως κοινωνικούς συμβιβασμούς είναι ένα όνειρο, τουλάχιστον σαν αποτελεσματικός τρόπος διαχείρισης των κοινωνικών συγκρούσεων.

Αν κάτι στερείται ο σημερινός κόσμος αυτό είναι η αρμονική επίλυση των συγκρούσεων. Ας σκεφτούμε μόνο την αταξία και την αβεβαιότητα που έχει προκαλέσει παγκοσμίως η κήρυξη του «διαρκούς πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Ας αναρωτηθούμε το πόσο λίγο η ίδια αμερικάνικη κυβέρνηση του Μπους ανταποκρίνεται στο σχήμα της σύγκλισης των βασικών πολιτικών δυνάμεων (κεντροαριστερά-κεντροδεξιά) στο μεσαίο χώρο που θεωρείται έκφραση της «αμερικανοποίησης» της πολιτικής ζωής στην Ελλάδα.

Οι γόρδιοι δεσμοί της Δεξιάς

Τα συστηματικά ανοίγματα της Νέας Δημοκρατίας στο μεσαίο χώρο δεν επαρκούν για να την αποκόψουν από τις βαθιές πολιτικές και ιδεολογικές της ρίζες στην ιστορική συνέχεια της μεταπολεμικής δεξιάς. Ο ανοιχτός εναγκαλισμός με τον Αρχιεπίσκοπο του ελληνοορθόδοξου φονταμενταλισμού και οι διάφοροι Ανδρεουλάκοι που στελεχώνουν την κυβέρνησή της αντιφάσκουν εξόφθαλμα με τον ισχυρισμό της Νέας Δημοκρατίας ότι καταλαμβάνει μία από τις γωνίες του κεντρώου χώρου. Μπορεί ο Ανδριανόπουλος και ο Μάνος να μετακόμισαν στο ΠΑΣΟΚ της Νέας Εποχής αλλά η Νέα Δημοκρατία θα είναι και πάλι το κόμμα που θα επιχειρήσει να ιδιωτικοποιήσει τις δημόσιες συγκοινωνίες και την πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Η υπερπροσφορά κοινωνικής ευαισθησίας είναι δύσκολο να συμβαδίσει με την επείγουσα νεοφιλελεύθερη ατζέντα την οποία ο ΣΕΒ θέλησε να ανοίξει από την πρώτη μέρα της Ν.Δ. στην κυβέρνηση. Ήδη μια σειρά δημοσιευμάτων στο φίλα προσκείμενο τύπο μας πληροφορεί για την έλλειψη της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας (…χάνουμε το τρένο της Λισσαβόνας!). Η κυβέρνηση Καραμανλή φαίνεται να έχει αφομοιώσει το μάθημα της προηγούμενης κυβερνητικής θητείας της Ν.Δ. επί Μητσοτάκη. Κατανοεί ότι μία άμεση και αλαζονική επίθεση ξηλώματος των εργατικών κατακτήσεων μπορεί να οδηγήσει σε μία καθίζηση της δημοτικότητάς της και σε άνοδο των εργατικών κινητοποιήσεων. Η δυναμική της νίκης της στις εθνικές εκλογές ίσως δώσουν στη Ν.Δ. ένα ακόμη καλύτερο αποτέλεσμα στις Ευρωεκλογές απέναντι στο ΠΑΣΟΚ, ενώ οι απόηχοι από σκάνδαλα διαφθοράς του κρατικού μηχανισμού του ΠΑΣΟΚ θα συνεχίζουν για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους στη κυβέρνηση Καραμανλή. Η πολιτική, ωστόσο, που έχει σχεδιάσει (ιδιωτικοποιήσεις, φοροαπαλλαγές για το κεφάλαιο, απελευθέρωση απολύσεων, γενίκευση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, επίθεση στους μετανάστες εργαζόμενους κτλ) να εφαρμόσει μετά την παρέλευση των Ολυμπιακών Αγώνων είναι αδύνατο να αμβλυνθεί. Η δεξιά κυβέρνηση είναι μεσοπρόθεσμα ευάλωτη λόγω όλων αυτών των αντιθέσεων. Μόνο οικονομική και κοινωνική σταθερότητα μπορούν να της επιτρέψουν να οικοδομήσει ένα συμπαγή συνασπισμό εξουσίας. Την επαύριον της Ολυμπιάδας όμως θα έρθει αντιμέτωπη με οξύτατες δυσχέρειες που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με μια μετριοπαθή πολιτική. Η «επιτυχία» της κυβέρνησης θα εξαρτηθεί όχι τόσο από τις πολιτικές της ικανότητες, αλλά από την ετοιμότητα και αποτελεσματικότητα της σοσιαλδημοκρατίας στην αντιπολίτευση, της αριστεράς και, κυρίως, του εργατικού κινήματος.

Οι ζοφερές προοπτικές του ΛΑΟΣ

Το εκλογικό αποτέλεσμα του ΛΑΟΣ ήταν ομολογουμένως ιδιαίτερα υψηλό αν σκεφτούμε ότι το πολωτικό πολιτικό κλίμα και η δυναμική νίκης της Ν.Δ. ευνοούσαν τη συσπείρωση της άκρας δεξιάς στο εσωτερικό της τελευταίας. Ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι το κόμμα του Καρατζαφέρη κατόρθωσε να σχηματίσει έναν πρωτόλειο μεν, αλλά υπαρκτό κομματικό μηχανισμό, απαραίτητη προϋπόθεση για τη συγκέντρωση αυτού του υψηλού ποσοστού ψήφων.

Η χαλαρότητα της ψήφου στις Ευρωεκλογές δίνει σοβαρές ελπίδες στο ΛΑΟΣ να εκλέξει ένα ή περισσότερους Ευρωβουλευτές, να καταγραφεί σαν μια εθνική πολιτική δύναμη ανάμεσα στις υπόλοιπες. Η παρουσία του θα αποτελέσει μια σοβαρή πίεση στα ακροδεξιά στοιχεία μέσα στη Ν.Δ., αλλά και σ’ ολόκληρο το κυβερνητικό κόμμα με σκοπό την άσκηση μιας ανοιχτά ρατσιστικής και εθνικιστικής πολιτικής.

Η κοινωνική βάση του κόμματος περιλαμβάνει σκληροπυρηνικούς κύκλους της Εκκλησίας, που όμως διαθέτουν ορισμένα κοινωνικά δίκτυα των οποίων η σημασία πολλές φορές μας διαφεύγει, αφομοιώνει παραδοσιακά κομμάτια της χουντικής και φιλοβασιλικής δεξιάς που παραδοσιακά πρόσκεινται στη Ν.Δ., ελκύει «πιο ριζοσπαστικά» φασιστικά στοιχεία στερώντας ζωτικό πολιτικό χώρο από μικρότερα πολιτικά μορφώματα όπως για παράδειγμα το Εθνικό Μέτωπο του Βορίδη, πάνω απ’ όλα όμως, όπως τονίσαμε στην αρχή, αντλεί υποστήριξη από κοινωνικούς χώρους που ούτε η Εκκλησία, ούτε η χουντοβασιλική άκρα δεξιά, ούτε οι μικρές φασιστικές ομάδες ποτέ κατόρθωσαν να εκφράσουν: αποσυντιθέμενα κοινωνικά στρώματα των αστικών κέντρων και συγκεκριμένα των εργατικών προαστίων (άνεργοι, επισφαλώς απασχολούμενοι, κοινωνικά αποκλεισμένοι). Τα πράγματα θα γίνουν ιδιαιτέρως επικίνδυνα αν κατορθώσει να αποκτήσει και οργανωτικές σχέσεις μ’ αυτά τα στρώματα της εργατικής τάξης.

Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει είναι αυτά της έλλειψης χαρισματικής πολιτικής ηγεσίας, της απουσίας προς το παρόν ανοιχτής στήριξης από κάποια μερίδα της μεγαλοαστικής τάξης και εδραιωμένων σχέσεων με τα κοινωνικά στρώματα που στράφηκαν εκλογικά σ’ αυτό.

Αντλεί δύναμη από το γεγονός ότι μοιάζει να αντιπαρατίθεται στο σύνολο του φθαρμένου πολιτικού φάσματος. Επικοινωνεί όμως μ’ ένα, θα ισχυριζόμασταν, πλειοψηφικό ιδεολογικό ρεύμα μέσα στην κοινωνία που διαπερνά και όλα τα πολιτικά κόμματα. Οι ιστορικές σχέσεις πολιτικής εκπροσώπησης αποτελούν ένα ανάχωμα στην επέκτασή του. Η οποιαδήποτε μελλοντική κρίση της κυβέρνησης της Ν.Δ. σε συνδυασμό με μια αδυναμία του εργατικού κινήματος να προβάλει ως ο πρωταγωνιστής στο πεδίο των κοινωνικών αντιπαραθέσεων αποτελεί όρο για την απρόβλεπτη σε συνέπειες ανάπτυξη της επιρροής του ΛΑΟΣ.

Η κρίση της σοσιαλδημοκρατίας

Η κρίση του ΠΑΣΟΚ λόγω των συνεπειών της πτώσης του από την εξουσία θα συνεχίσει να εκδηλώνεται μέσα στο προσεχές διάστημα (ευρωεκλογές, συνέπειες οικονομικών σκανδάλων).

Οι πιο μακροπρόθεσμες προοπτικές θα εξαρτηθούν όμως από την αναλογία ανάμεσα στο τύπο συναινετικής υπεύθυνης αντιπολίτευσης που προωθεί η σημερινή του ηγεσία και το βαθμό υπεράσπισης των «λαϊκών συμφερόντων» στη διάρκεια της νεοφιλελεύθερης επίθεσης της Ν.Δ.. Κυρίαρχη μέσα στο ΠΑΣΟΚ είναι η στρατηγική της μετάλλαξής του σε μια ελληνική εκδοχή της Ελιάς, αν επιτρέψουμε μια λιγότερο αυστηρή περιγραφή του πολιτικού αυτού σχεδίου. Τυπικά η πολιτική πτέρυγα των εκσυγχρονιστών του Σημίτη και όλων των «νέων ανθρώπων» του ΠΑΣΟΚ της τελευταίας οκταετίας είναι πολιτικά νεκρή. Ουσιαστικά ο εκσυγχρονισμός ζει και βασιλεύει και αναγκαστικά λόγω έλλειψης άλλων χώρων αρμοδιότητας θα εφαρμοστεί αποκλειστικά στο εσωτερικό του ίδιου του κόμματος. Στόχος του σχεδίου που ευαγγελίζεται ο Γ.Παπανδρέου είναι το ΠΑΣΟΚ να χάσει οτιδήποτε θυμίζει ένα κόμμα με οργανωμένη βάση και λειτουργία, θεμελιωμένο όπως όλα τα ιστορικά εργατικά κόμματα στην ιδιότητα του μέλους. Θα τείνει να γίνει ένας απογυμνωμένος πολιτικός μηχανισμός εξουσίας άμεσα προσδεμένος στις ομάδες συμφερόντων. Η ηγεσία του θα νομιμοποιείται με τα κενά φαντασμαγορικά τελετουργικά της συμμετοχικής δημοκρατίας ακόμα και αν δε συνεχίσει να στήνει κάλπες σε καφετέριες. Οι εσωτερικές αντιστάσεις θα είναι πολλές, αλλά στερούνται πολιτικής αξιοπιστίας. Οι διάφοροι αντιπολιτευόμενοι μέσα στο ΠΑΣΟΚ τελούν εν πλήρη ιδεολογική σύγχυση (σαν κι αυτούς της «Αριστερής Πρωτοβουλίας» που υποστηρίζουν τον Χριστόδουλο) και πάνω απ’ όλα είναι φθαρμένοι από το κοινό αμάρτημα της νομής της εξουσίας για παραπάνω από μια δεκαετία. Ο Γ. Παπανδρέου έχει τη δυνατότητα να παραδίδει τους εσωκομματικούς του αντιπάλους στο γενικό ψόγο κατά του αλαζονικού και αναχρονιστικού ΠΑΣΟΚ.

Όμως το ΠΑΣΟΚ από τη φύση του είναι ένας κοινωνικός οργανισμός που δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστος από οποιαδήποτε άνοδο των εργατικών αγώνων, ειδικά της δραστηριότητας των συνδικάτων. Το κοινωνικό βάρος του ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να εξαερωθεί στη βάση των σχεδιασμών της ηγεσίας του ή της αναξιοπιστίας των αντιμαχόμενων μερίδων του. Και σ’ αυτή την περίπτωση, ο πολιτικός «κατευνασμός», η συναίνεση, η επίκληση του μεσαίου χώρου ή της «κοινωνίας των πολιτών» θα αναμετρηθούν με τις κοινωνικές αναταράξεις και θα δοκιμαστούν στην πράξη. Έχουμε δει τα τελευταία χρόνια σ’ άλλες ευρωπαϊκές χώρες σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, που εφάρμοσαν πιστά νεοφιλελεύθερη πολιτική στην κυβέρνηση, όταν βρέθηκαν στην αντιπολίτευση από τη μία να διατηρούν αλώβητο το νεοφιλελεύθερο πρόγραμμά τους, από την άλλη να παρέχουν μια ορισμένη χαλαρή πολιτική κάλυψη σε απεργιακές κινητοποιήσεις μεγάλης κλίμακας των εργαζομένων. Όμως είναι δύσκολο υπό τις σημερινές συνθήκες να περιμένουμε μια ενεργητική και αποφασιστική εμπλοκή του ΠΑΣΟΚ στις κινητοποιήσεις κατά της κυβερνητικής πολιτικής της Ν.Δ. σ’ αντίθεση με την περίοδο 1990-93. Το 40% όμως των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ είναι κάτι παραπάνω από αποφασιστικής σημασίας να βρει ανοιχτούς δρόμους προς τα πεδία των κοινωνικών αγώνων παρά τις προθέσεις της ηγεσίας του. Στο σημείο αυτό εντοπίζεται η σοβαρότερη ανεπάρκεια της αριστεράς στις πιο διαφορετικές της εκδοχές.

ΚΚΕ: το 0,4% παραπάνω είναι αρκετό;

Το ΚΚΕ καταγράφεται στην ελληνική κοινωνία σαν μία συνεπής μαχητική δύναμη στο πλευρό των εργαζομένων. Η προεκλογική καμπάνια του ΚΚΕ ήταν αρκετά επιτυχημένη για τα μέτρα του κόμματος αυτού. Υπήρξε το μόνο κόμμα που στο δημόσιο λόγο του είχε σα βάση την πάλη των τάξεων, την αντιπαράθεση των εργατών και καπιταλιστών (αν και το ΚΚΕ χρησιμοποιεί την καρικατουρίστικη έννοια του βιομηχάνου ή των πλουτοκρατών για να περιγράψει την καπιταλιστική τάξη) Η καταγραφή του ΚΚΕ ως συνεπούς αριστερής πολιτικής δύναμης, ωστόσο, εμπεριέχει στην κοινωνική συνείδηση πάντοτε το στοιχείο μιας αναχρονιστικής γραφικότητας, γιατί μέσα σ’ αυτό που η κοινωνία αναγνωρίζει σα συνέπεια υπάρχει ταυτόχρονα και η συνειδητοποίηση της ιστορικής καθήλωσης, της μονολιθικότητας, της απουσίας δυναμισμού. Το ΚΚΕ διακήρυξε ότι «αύριο έχουμε αγώνες». Θα έπρεπε να προσθέσει ότι αυτοί οι αγώνες δεν μπορούν να γίνουν παρά μόνο μέσα από το ΠΑΜΕ, την ΕΕΔΥΕ και τις άλλες μετωπικές του οργανώσεις.

Ερμήνευσε το εκλογικό αποτέλεσμα σ’ ένα κλίμα αυτοϊκανοποίησης και επιβεβαίωσης της πολιτικής του. Γι’ αυτό συνέχισε την επόμενη των εκλογών την τακτική των ξεχωριστών διαδηλώσεων από τα «μιάσματα» του ρεφορμισμού στις 20 Μάρτη, την ημέρα της διεθνούς κινητοποίησης κατά της ιμπεριαλιστικής κατοχής του Ιράκ σε καταφανή αντίθεση με τη λογική ολόκληρου του παγκόσμιου κινήματος που την ίδια εκείνη μέρα διαδήλωνε από την μία άκρη του πλανήτη στην άλλη. Το ΚΚΕ δεν μοιάζει, λοιπόν, ικανό να αλλάξει την μέχρι τώρα σεκταριστική πολιτική του. Αυτή η πολιτική του επιτρέπει να καταγράφεται σαν μία συνεπή αγωνιστική δύναμη σε βάρος όμως της ανάγκης ενός πλατιού, πανεργατικού ενιαίου μετώπου δράσης για μια αποτελεσματική αντιπαράθεση των εργαζομένων με τη νεοφιλελεύθερη επίθεση.

Για μικρά και αμφίβολα κομματικά οφέλη θυσιάζει το συνολικό συμφέρον της εργατικής τάξης, το οποίο υπαγορεύει την αγωνιστική ενότητα όλων των τομέων της.

Το ΚΚΕ δεν μπορεί να αποτελέσει ένα εργαλείο ριζικής αλλαγής των συσχετισμών, αντίθετα όλες οι εμπειρίες του παρελθόντος δείχνουν ότι η άνοδος των εργατικών αγώνων και των λαϊκών κινητοποιήσεων όχι μόνο δεν εξαρτώνται από την πολιτική του ΚΚΕ (γενικές απεργίες της Άνοιξης του 2001, αντιπολεμικό κίνημα) αλλά ότι αυτό το τελευταίο είναι καταδικασμένο να ξεπερασθεί από την παλίρροια του κινήματος. Το ΚΚΕ θα ξεπερασθεί για άλλη μια φορά από την άνοδο των αγώνων (αν, όταν και στο βαθμό που θα υπάρξουν) και τότε πρόκειται να δοκιμασθεί σκληρά η πολιτική του και να απελευθερωθεί η εσωτερική του κρίση. Εντούτοις μια αντι-ΚΚΕ γραμμή στην εξωκοινοβουλευτική αριστερά ή/και το Φόρουμ, μία υποτίμηση του βασικού καθήκοντος επιδίωξης της κοινής δράσης με το ΚΚΕ με δικαιολογία την άρνηση της ηγεσίας του έχει αποδειχτεί εσφαλμένη και δεν έχει καταφέρει πραγματικά να επηρεάσει τους εσωτερικούς συσχετισμούς στην αριστερά. Η εμπειρία από τις κινητοποιήσεις του εξαμήνου της ελληνικής προεδρίας μέχρι και τις εθνικές εκλογές έχει καταρρίψει κάποιες ευρείες απλουστεύσεις αναφορικά με το σεκταριστικό και απολιθωμένο ΚΚΕ και τις δυνατότητές του. [Τις απλουστεύσεις αυτές ως ένα βαθμό τις αναπαράγαμε και εμείς.]

Συνασπισμός: στην αναζήτηση της ριζοσπαστικής αριστεράς

Ο χώρος του Συνασπισμού και των Συμμάχων του βρίσκεται συγκριτικά στην μεγαλύτερη κρίση από όλους τους άλλους χώρους της αριστεράς. Το αποτέλεσμα των εκλογών (στασιμότητα-μικρότερη αύξηση απ’ ολόκληρη την υπόλοιπη αριστερά), αλλά και σε μικρότερο βαθμό η απώλεια μίας θέσης της Αυτόνομης Παρέμβασης στην Εκτελεστική Επιτροπή της ΓΣΕΕ φανερώνουν τα όρια της «κινηματικής, αριστερής στροφής». Το αποτέλεσμα της στο επίπεδο της κοινωνικής επιρροής του Συνασπισμού είναι αμελητέο, αν όχι απογοητευτικό. Η δημιουργία του ΣύΡιζΑ με τη συμμετοχή τάσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς έχει έναν επίσης απογοητευτικό απολογισμό: Αν και ο ΣύΡιζΑ αιμοδοτήθηκε μ’ ένα ακόμη μεγαλύτερο τμήμα ψηφοφόρων που βρίσκονται στα αριστερά του καταγράφηκε σαν μια συνέχεια του Συν, δηλαδή στερούνταν ενός πραγματικά ριζοσπαστικού προσώπου ειδικά συγκρινόμενος με το ΚΚΕ. Η μη εκλογή του Γ. Μπανιά παρά την προεκλογική πολιτική συμφωνία ανάμεσα στους εταίρους του ΣύΡιζΑ προκάλεσε τριγμούς και αρνητική δημοσιότητα (ήταν το θέμα για το οποίο το «Ενωτικό Ψηφοδέλτιο» έγινε περισσότερο γνωστό). Ο χώρος του ΣυΡιζΑ αδυνατεί να εκδηλώσει αυτή την περίοδο, τον απαιτούμενο δυναμισμό μπροστά στα καθήκοντα της περιόδου, γεγονός που αντανακλάται και στο χαμηλό βαθμό κινητοποίησης του Φόρουμ.

Αν εκτιμούσαμε ότι υπάρχει ένας αδύναμος κρίκος στο Συνασπισμό, έτοιμος να σπάσει και να απελευθερώσει δυνάμεις για ένα νέο αντικαπιταλιστικό φορέα αυτό θα έπρεπε να έχει σοβαρές συνέπειες στο επίπεδο της τακτικής μας. Στην πραγματικότητα ο πιο αδύναμος κρίκος σ’ ολόκληρη την υπόθεση είναι οι δορυφόροι του ΣΥΝ (ΔΕΑ, ΑΚΟΑ, ΚΕΔΑ). Απολογούμενοι για την πολιτική του ΣΥΝ καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, διεξάγοντας μια προεκλογική εκστρατεία κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του ΣΥΝ, διακηρύσσοντας ότι το «Ενωτικό Ψηφοδέλτιο» είναι κάτι διαφορετικό από το ΣΥΝ σ’ αντίθεση μ’ αυτό που προσλάμβανε ολόκληρη η κοινωνία, έχουν έρθει στην πιο φανερή αντίθεση με τις ίδιες τις διακηρυγμένες προθέσεις τους, αν και δε θα έπρεπε να τους αποδώσουμε κοινές προθέσεις πέρα απ’ το απλό γεγονός ότι όλοι αυτοί συνεργάζονται εκλογικά με το ΣΥΝ.

Για μας το βασικό ξεκαθάρισμα δε γίνεται στο εσωτερικό του Συνασπισμού, αλλά στην άκρα αριστερά με τις δυνάμεις που υποκαθιστούν την αντικαπιταλιστική ανασύνθεση της αριστεράς με τη «δοτή» εκλογή «αντικαπιταλιστών βουλευτών» με συμφωνίες κορυφής και κατευθυνόμενης σταυροδοσίας με στόχο μια συμβολική αντικαπιταλιστική εκπροσώπηση. Η αντιπαράθεση και η διαπραγμάτευση με την ηγεσία του ΣΥΝ από τις μέρες του «Χώρου Κοινής Δράσης» μέχρι τα μεθεόρτια των εθνικών εκλογών γίνεται με τους όρους και τη γραφειοκρατική λογική που τόσο καλά ξέρουν να χειρίζονται οι κύριες τάσεις και ομαδοποιήσεις στο εσωτερικό του Συνασπισμού. Οι δυνάμεις που συναποτελούν το ΣυΡιζΑ είναι μπλεγμένες σ’ ένα χαρακτηριστικό «πολιτικαντισμό» και, τουλάχιστο, προς το παρόν ανέτοιμες να αντιμετωπίσουν τα καθήκοντα της περιόδου σε κινηματικό επίπεδο. Τα τμήματα της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που μετέχουν στο ΣυΡιζΑ εξαρτώντας τα πάντα από την εκλογική συνεργασία με το ΣΥΝ μετατρέπουν κάθε διεργασία σύγκλισης των οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής αριστερά, την προοπτική της αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης σε πάρεργο και αμφίβολο υποπροϊόν του εγχειρήματος του ΣύΡιζΑ.

Άκρα Αριστερά

Το εκλογικό ποσοστό των ψηφοδελτίων της άκρας αριστεράς δείχνει ότι υφίσταται ένα δυναμικό που παρά τον μειοψηφικό του χαρακτήρα είναι σημαντικό. Ο κατακερματισμός είναι το πρώτο και κύριο εμπόδιο στη δημιουργία όρων για μια πολιτική και εκλογική αξιόπιστη παρέμβαση της άκρας αριστεράς. Ένας ακόμη όρος είναι η πολιτική της ωρίμανση που θα τις επιτρέψει να προωθήσει την κοινή ενιαιομετωπική δράση με τα ρεφορμιστικά κόμματα. Και οι δύο αυτοί όροι εξακολουθούν να μην υπάρχουν παρότι η άκρα αριστερά βγαίνει πιο ενισχυμένη, ενώ εκδηλώνονται και σημαντικές πρωτοβουλίες σύγκλισής της (Πόλος). Όμως η υπαναχώρηση στην πιο αταβιστική πολιτική συμπεριφορά είναι διαρκής κίνδυνος για αυτό το χώρο. Χαρακτηριστική είναι η προσέγγιση του σ. Β. Μηνακάκη στο Πριν της 21/3 όπου μεταξύ άλλων λέγεται ότι οι εργαζόμενοι τους αγώνες ενάντια στη ΝΔ «είναι ουτοπία να τους περιμένουμε από την ΠΑΣΚΕ …. χωρίς ελπίδα να τους περιμένουμε από το ΣΥΝ ή το ΠΑΜΕ» αλλά από «μια γραμμή νικηφόρων αγώνων και αναγέννησης του εργατικού κινήματος» στην οποία «ρίχνουν το βάρος τους το ΝΑΡ, η νΚΑ και το ΜΕΡΑ». Που βρίσκεται άραγε η ουτοπία και που η ελπίδα; Η εργατική τάξη βρίσκεται στην αξιοθρήνητη κατάσταση να εναποθέτει τις τελευταίες της ελπίδες «στο ΝΑΡ, τη νΚΑ και το ΜΕΡΑ»! Οι νικηφόροι αγώνες των εργαζομένων συλλαμβάνονται χωρίς την ενεργό συμμετοχή των μεγαλύτερων και μαζικότερων πολιτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων της εργατικής τάξης

Ο βερμπαλισμός για «πλατιά μέτωπα αγώνα, από μια μαχητική εργατική αντιπολίτευση» αντικαθιστά την προώθηση ενός ενιαίου μετώπου της εργατικής τάξης. Η επιμονή σε μια τέτοια αντιμετώπιση της συγκρότησης του πόλου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι δυνατό να βάλει φρένο στις διαδικασίες συζήτησης που έχουν ξεκινήσει στη ριζοσπαστική αριστερά.

Την ίδια ώρα κάποιοι σύντροφοι της Αντικαπιταλιστικής Συμμαχίας (που βασικά είναι το εκλογικό σχήμα του ΣΕΚ) τείνουν να αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα της κοινής δράσης με τη βάση των ρεφορμιστικών κομμάτων όχι όμως και με τις ηγεσίες τους! Αυτή η καινοφανής ανάλυση του ενιαίου μετώπου από ένα χώρο που διεκδικεί να στηρίζεται στην επαναστατική κληρονομιά του Λένιν και του Τρότσκι προμηνύει μια θεωρητικοποιήση του σεκταρισμού, που απέχει ίσως μόνο ορισμένα βήματα από το φετιχισμό της αφηρημένης στρατηγικής με τον οποίο το ΝΑΡ επενδύει τα σεκταριστικά του σύνδρομα. Η Αντικαπιταλιστική Συμμαχία, η «Συμμαχία: Σταματήστε τον Πόλεμο», η «Γένοβα 2001» και οι άλλες μεταμορφώσεις του ΣΕΚ επιλέγουν μεν να διαδηλώσουν στο Σύνταγμα μαζί με το Φόρουμ και τα Συνδικάτα, αλλά στην πραγματικότητα σ’ όλα τα στάδια της προετοιμασίας και της οργάνωσης της δράσης είναι ερμητικά απομονωμένες απ’ οποιαδήποτε άλλη συνιστώσα της αριστεράς. Η επιλογή της «φυγής προς τα εμπρός» για την Αντικαπιταλιστική Συμμαχία με νέα κάθοδό της στις Ευρωεκλογές ανάγει το ζήτημα της πολιτικής αξιοπιστίας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε μια απίθανη σπατάλη εργατωρών προπαγάνδας και αφισοκολλήσεων για μερικές χιλιάδες ψήφους.

Συνδικάτα

Η διαπραγματευτική και αγωνιστική ικανότητα των συνδικάτων υπονομεύτηκε τα τελευταία τρία χρόνια από την πολιτική της γραφειοκρατικής ηγεσίας τους της εθελούσιας συναίνεσης με τη νεοφιλελεύθερη πολιτική της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ στο ζήτημα των συντάξεων παρά την μεγαλειώδη κινητοποίηση της Άνοιξης του 2001 και τη νίκη του απεργιακού κινήματος. Οι απορρυθμίσεις στην αγορά εργασίας και η ανασφάλεια της ανεργίας έχουν πλήξει το οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα στον ιδιωτικό τομέα. Το συνδικαλιστικό κίνημα διατηρεί το κύριο όγκο των δυνάμεών του στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Παρ’ όλ’ αυτά ο ρόλος των συνδικάτων αναγνωρίζεται από όλες τις πλευρές (ακόμη και από τον αστικό τύπο και τους αναλυτές του) ως ρόλος κλειδί στη «διατήρηση (ή όχι) της κοινωνικής ειρήνης». Η επίσημη δομή του συνδικαλιστικού κινήματος παρά το γραφειοκρατικό μαρασμό και την απομαζικοποίηση της ήταν ικανή να διαδραματίσει ένα καθοριστικό ρόλο στο νικηφόρο κίνημα της Άνοιξης του 2001 ενάντια στην αντιμεταρρύθμιση Γιαννίτση. Πραγματικά τα συνδικάτα φαίνονται ως ο μόνος φορέας που μπορεί να αντιπαρατεθεί με την κυβερνητική πολιτική στην ουσία της. Το καθήκον της προπαγάνδας και έμπρακτης προώθησης του ενιαίου εργατικού μετώπου γύρω από τα συνδικάτα με ταυτόχρονη πίεση προς την ηγεσία τους είναι θεμελιώδες. Αν τα σημερινά συνδικάτα μπορούν να κηρύξουν μέρες γενικής απεργίας κατά της πολιτικής της κυβέρνησης και να επιτρέψουν την κινητοποίηση των εργαζομένων, απέχουν πολύ από το να διαθέτουν τη δυνατότητα να εξοπλίσουν πολιτικά και ιδεολογικά τους εργαζόμενους. Αυτό θα έπρεπε να είναι το πρωταρχικό καθήκον της αριστεράς και της επαναστατικής αριστεράς ιδιαιτέρως.

Φόρουμ

Βρίσκεται σε «χειμερία νάρκη» – ας ελπίσουμε – λόγω της εμπλοκής βασικών συνιστωσών τους με την κοινή κάθοδό τους στις εκλογές η οποία εκτός των άλλων έχει πλήξει πρακτικά τον πλουραλιστικό και ανοιχτό του χαρακτήρα. Το Φόρουμ δεν μπορεί να παίξει το ρόλο των συνδικάτων στην πάλη κατά της κυβερνητικής πολιτικής, μπορεί να πλαισιώσει αυτή τη δράση με παρεμβάσεις και μορφές κινητοποίησης πιο προωθημένες απ’ αυτές των συνδικάτων. Ωστόσο μπορεί να γίνει χώρος υποδοχής της αγωνιστικότητας των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα που αδυνατούν την περίοδο αυτή να οργανωθούν συνδικαλιστικά, καθώς και απογοητευμένων τμημάτων της βάσης του ΠΑΣΟΚ που δεν μπορούν να εκφραστούν με άλλα μέσα. Εμπόδιο σ’ αυτό όμως στέκεται η άρνηση της πλειοψηφίας των συνιστωσών του Φόρουμ να αντιμετωπίσουν υπεύθυνα το πρόβλημα της διεύρυνσης του στο ζωτικό χώρο της κοινωνικής βάσης του ΠΑΣΟΚ. Οι περισσότερες οργανώσεις της άκρας αριστεράς που συμμετέχουν στο Φόρουμ έχουν συνειδητά ή άτυπα αποδεχτεί μέλη του ΠΑΣΟΚ μόνο με τη συνδικαλιστική τους ιδιότητα και όχι με την κομματική. Αν θέλουμε όμως τον κόσμο απ’ τη βάση του ΠΑΣΟΚ να στραφεί στο κίνημα και το Φόρουμ προκειμένου να δώσει μια αγωνιστική έκφραση στη δυσφορία του και να αποσπαστεί από την πολιτική επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας είναι αναγκαίο να μην απαγορεύουμε την πολιτική ιδιότητα στο Φόρουμ. Αλλιώς παίρνουμε σα δεδομένο αυτό που είναι το ζητούμενο: την οργανωτική και πολιτική ρήξη πλατιών λαϊκών τομέων από τη νεοφιλελεύθερη σοσιαλδημοκρατία.

Το συμπέρασμα από τους απεργιακούς αγώνες της Άνοιξης του 2001 και απ’ το μαζικό περυσινό αντιπολεμικό κίνημα είναι ότι η κινητοποίηση ενός σημαντικού μέρους της οργανωμένης ή όχι κοινωνικής βάσης του ΠΑΣΟΚ αποτελεί την ειδοποιό διαφορά για την εμφάνιση ενός πραγματικά μαζικού κινήματος. Η ίδια αυτή εμπειρία έχει δείξει ότι αυτό το τμήμα της κοινωνικής βάσης του ΠΑΣΟΚ κατέβηκε στους δρόμους κατ’ ένα μέρος μέσα από τις εναπομένουσες οργανωμένες δομές του ίδιου της του κόμματος. Το άγχος της θωράκισης του Φόρουμ, ειδικά τώρα που η ΝΔ βρίσκεται στην κυβέρνηση, «από την μολυσματική επίδραση της σοσιαλδημοκρατίας που θα χρησιμοποιήσει το Φόρουμ ως πλυντήριο για τα ανομήματά της» μόνο τα αντίθετα αποτελέσματα φέρνει: το Φόρουμ έχει σχέση μόνο με τη γραφειοκρατική συνδικαλιστική ηγεσία της ΠΑΣΚΕ μέσω των συνεννοήσεων σ’ επίπεδο κορυφής ανάμεσα στο Φόρουμ και τις μεγάλες συνδικαλιστικές ομοσπονδίες μ’ ότι αρνητικό αυτό συνεπάγεται χωρίς να έχει οποιοδήποτε σοβαρό οργανωτικό και πολιτικό όφελος από τη συμμετοχή απλών αγωνιστών και στελεχών του ΠΑΣΟΚ.

Στην πραγματικότητα αυτές οι οργανώσεις που αντιτίθενται λυσσαλέα στην επέλαση της ηθικής διάβρωσης του Φόρουμ από τη σοσιαλδημοκρατία έχουν μια στρεβλή αντίληψη για το ίδιο το Φόρουμ: το αντιμετωπίζουν σαν το κοινωνικό σκέλος ενός πολιτικού μετώπου της Αριστεράς γύρω από το Συνασπισμό, στο οποίο ο τελευταίος είναι ο μόνος που επιτρέπεται να συνεργάζεται με το ΠΑΣΟΚ (στη ΓΣΕΕ, την Τοπική Αυτοδιοίκηση και αλλού). Φαντάζονται ότι δίνουν μια μάχη ενάντια στην Κεντροαριστερά φράζοντας το δρόμο στα μέλη του ΠΑΣΟΚ προς το Φόρουμ, ότι δίνουν ένα γερό πλήγμα στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία επιτρέποντάς της να μονοπωλεί την εκπροσώπηση και την έκφραση των εργαζομένων που στηρίζουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο την ΠΑΣΚΕ μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα. Αναμασώντας τις χειρότερες κοινοτοπίες και θολά συνθήματα της αριστεράς περί δικομματισμού περιορίζουν την εργατική τάξη στο 9,26% που παίρνουν τα κόμματα της αριστεράς στις εκλογές ή στο 3% του Συνασπισμού στη χειρότερη περίπτωση.

Η εφαρμογή μιας σεκταριστικής πολιτικής απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία στο όνομα μιας υποτιθέμενα ταξικά ανεξάρτητης εργατικής πολιτικής έχει εφαρμοστεί με τον πιο παραδειγματικό και συνεπή τρόπο από το ΚΚΕ και τα αποτελέσματά της είναι αδιαμφισβήτητα στα πλαίσια του εργατικού κινήματος: όχι μόνο δεν αλλάζει τους συσχετισμούς μέσα στο επίσημο εργατικό κίνημα υπέρ των δυνάμεων της ταξικής ανεξαρτησίας αλλά παγιώνει τους αρνητικούς συσχετισμούς και την ηγεμονία της γραφειοκρατίας πάνω στην κοινωνική της βάση. Πρέπει να σταθμίσουμε υπεύθυνα από που προέρχονται τα μεγαλύτερα προβλήματα: από τη συμμετοχή ή την απουσία της σοσιαλδημοκρατίας και της κοινωνικής της βάσης από τα κινήματα κατά του πολέμου, της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού;

Κεντρική Επιτροπή της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος

4 Απριλίου 2004


Σπάρτακος 74, Μάης 2004

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3626

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s