Βραζιλία: Οι δυο ψυχές της κυβέρνησης Λούλα

Σπάρτακος 69, Απρίλης 2003


Η νίκη του Lula πανηγύριστηκε σαν ένας λαϊκός θρίαμβος στη Βραζιλία και, γενικά, τη Λατινική Αμερική. Σε κάθε περίπτωση δεν είναι καθημερινό φαινόμενο ένας συνδικαλιστής και εργατικός ηγέτης να εκλέγεται πρόεδρος κάποιος που τυγχάνει να είναι λαϊκός ηγέτης και ο κύριος οργανωτής ενός μαζικού κόμματος της αριστεράς.

του Joao Machado Borghes Neto*

Η νίκη του Lula ενισχύθηκε από τη νίκη του Κόμματος των Εργατών (PT) στις κοινοβουλευτικές εκλογές· [το PT] αναδείχτηκε σε πρώτο κόμμα στη Βουλή των Αντιπροσώπων (διαθέτοντας 91 ομοσπονδιακούς βουλευτές εκ των 513) και δεύτερο στη Γερουσία. Το PT επίσης αναδείχτηκε σε πρώτο κόμμα στις Νομοθετικές Συνελεύσεις των Πολιτειών. Το κόμμα απέχει ακόμη πολύ από το να αποτελεί ένα πλειοψηφικό κόμμα· ακόμη και μαζί με τους συμμάχους του στον πρώτο και το δεύτερο γύρο, το PT δεν κέρδισε την πλειοψηφία στη Βουλή ή τη Γερουσία. Επίσης οι εκλογικές του επιδόσεις αναφορικά με τα κυβερνεία των πολιτειών ήταν μέτριες. Μολαταύτα, τα εκλογικά αποτελέσματα του PT αντιπροσωπεύουν μια ήττα του νεοφιλελευθερισμού και μια σημαντική μετατόπιση του συσχετισμού δύναμης μέσα στη βραζιλιάνικη κοινωνία. Ο θεμελιακός λόγος γι’ αυτό υπήρξε η λαϊκή δυσαρέσκεια με τα αποτελέσματα οκτώ χρόνων νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης του Fernando Cardoso (FHC) από κοινού με την μεγάλη επιθυμία γι’ αλλαγή, μια επιθυμία με την οποία το PT ταυτιζόταν.

Προμηνύματα της προεκλογικής εκστρατείας

Οι μεγάλες ελπίδες που γέννησε η άνοδος της νέας κυβέρνησης εκφράστηκαν καθαρά στη διάρκεια των πανηγυρισμών που σημάδεψαν την εκλογή της, όταν χιλιάδες ανθρώπων βγήκαν στους δρόμους της Βραζιλίας για να χαιρετήσουν το «σύντροφο πρόεδρο», με την πίστη αυτή τη φορά ότι η ώρα του λαού είχε στ’ αλήθεια φτάσει.

Και υπήρχε μια πληθώρα από λόγους για να πανηγυρίζουν. Ωστόσο υπήρχαν αντιφάσεις και όρια σ’ αυτή τη νίκη, που είχαν ήδη αποκαλυφθεί κατά τη προεκλογική εκστρατεία, με το πιο σημαντικό παράγοντα να αποτελεί η συμμετοχή του Lula σε μια συμμαχία η οποία περιελάμβανε ένα κόμμα που τοποθετείται καθαρά στη Δεξιά, το Φιλελεύθερο Κόμμα (PL), το οποίο σ’ αυτές τις ίδιες εκλογές είχε υποστηρίξει τα πλέον γνωστά πρόσωπα της βραζιλιάνικης Δεξιάς για κυβερνήτες κρατιδίων, τον Paulo Maluf και τον Antonio Carlos Magalhaes. Ο συνυποψήφιος του Lula για αντιπρόεδρος, Jose Alencar, είναι μέλος του PL και ένας σημαίνων επιχειρηματίας ο οποίος επιλέχθηκε γι’ αντιπρόεδρος ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, με σκοπό να εξευμενιστούν οι αντιδράσεις κατά του Lula από το μεγάλο επιχειρηματικό κεφάλαιο.

Παρά το γεγονός ότι το PT, στην εικοστή εθνική του συνδιάσκεψη το Δεκέμβριο του 2001 είχε εγκρίνει ένα πρόγραμμα που στόχευε στη ρήξη με το νεοφιλελευθερισμό υπέρ μιας επιστροφής σε ορισμένες από τις πιο ιστορικές θέσεις του κόμματος (αν και σε αρκετά αλλοιωμένη εκδοχή) συνδέοντας το σχηματισμό κυβέρνησης μ’ ένα σοσιαλιστικό πρόγραμμα, το μανιφέστο που παρουσιάστηκε στις εκλογές ήταν κατά πολύ διαφορετικό. Η ιδέα μιας συνολικής ρήξης με το νεοφιλελευθερισμό εγκαταλείφθηκε για χάρη της ιδέας μιας «μεταβατικής περιόδου», η οποία συνεπάγεται τη διατήρηση ορισμένων από τα βασικά πολιτικά γνωρίσματα της κυβέρνησης του FHC. Καθ’ όλη τη διάρκεια της προεκλογικής καμπάνιας δόθηκαν επανειλημμένα εγγυήσεις ότι οι «συμβάσεις» θα τύχουν σεβασμού (συμπεριλαμβανομένης ιδιαιτέρως της αυστηρής συνέχισης της εξυπηρέτησης του εθνικού χρέους). Αυτό με τη σειρά του συνέβαλε στη νέα συμφωνία με το ΔΝΤ η οποία προετοιμάστηκε στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας και έλαβε την υποστήριξη του Lula (διότι θεωρήθηκε «αναπόφευκτη»).

Τελικώς, με το τέλος του πρώτου γύρου και πριν από το δεύτερο, οι δηλώσεις υποστήριξης από το συντηρητικό στρατόπεδο αυξήθηκαν. Μετά τις εκλογές μπορούσε να ειπωθεί ότι ο Lula ξεκίνησε να κάνει πράξη τη μεγάλη συμμαχία με τους επιχειρηματίες την οποία επιδίωξε αφής διόρισε τον αντιπρόεδρό του. Θα έπρεπε να ειπωθεί ότι η συμμαχία του PT με το μεγάλο επιχειρηματικό κεφάλαιο ήταν αποτέλεσμα πρωτοβουλιών της κομματικής ηγεσίας σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι από την πλευρά του ίδιων των μεγαλοεπιχειρηματιών. Οποιαδήποτε ανάλυση κι αν επιχειρήσει κανείς, αυτό θα έπρεπε να θεωρηθεί σαν αναπόσπαστο μέρος της στρατηγικής που εφαρμόζεται από το Lula και την πλειοψηφία του PT. Από την άλλη, η ενδεχόμενη παγίωσή της θα εξαρτηθεί από τις συγκεκριμένες ενέργειες της κυβέρνησης, προπάντων από τον τρόπο που θα αντιμετωπίσει τις κοινωνικές συγκρούσεις. Αν και αυτό το μεγάλο πολιτικό παιχνίδι έχει δεχτεί αρκετή κριτική μέσα και έξω από το PT, ο Lula μόλις και μετά βίας έχασε κάποια ψήφο χάρη σ’ αυτό.

Το PSTU (Σοσιαλιστικό Κόμμα των Ενωμένων Εργατών, μορενικής προέλευσης), το μόνο κόμμα που στάθηκε καθαρά στ’ αριστερά του PT (αν αγνοήσουμε το ασήμαντο PCO [Κόμμα του Αγώνα των Εργαζομένων] και αν κανείς θεωρήσει τις αξιώσεις των Giro Gomes και Anthony Garotinho να τοποθετηθούν στ’ αριστερά του Lula ως στερούμενες σοβαρότητας) πέτυχε κάποια πολύ περιορισμένα κέρδη από την κάλπη σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογές. Ο Lula όμως αύξησε τις ψήφους του από το Κέντρο και τη Δεξιά χωρίς να χάσει σημαντικό αριθμό ψήφων από τ’ αριστερά.

Μετά τις εκλογές η υποστήριξη προς το Lula αυξήθηκε μ’ έναν τρόπο περισσότερο ασυνήθιστο από εκείνο που προσιδιάζει στους νικητές υποψηφίους. Οι πανηγυρισμοί για την άνοδό του στην εξουσία, η μεταχείρισή του από τα ΜΜΕ, οι δηλώσεις υποστήριξης από το MST (Κίνημα των Ακτημόνων Εργατών Γης), από τους εκπροσώπους του ΔΝΤ (ο διευθυντής του δήλωσε ότι ο Lula είναι η «πολιτική προσωπικότητα του 21ου αιώνα») επιβεβαίωσαν μονάχα το γεγονός ότι ποτέ στην ιστορία δεν είχε βραζιλιάνος πρόεδρος ανέβει στην εξουσία με τόση υποστήριξη μέσα και έξω από το στρατόπεδό του.

Ο υπερθεματισμός σε υποστήριξη θέτει ο ίδιος δικά του προβλήματα· οι διαφορετικοί τομείς που ταυτίστηκαν με το Lula προσδοκούν διαφορετικά πράγματα απ’ αυτόν. Ακόμη και αν ο πρόεδρος κερδίσει χρόνο ώστε να φέρει αποτελέσματα – απολαμβάνοντας μια γνήσια περίοδο χάριτος – οι αντιφάσεις πρόκειται να γίνουν ακόμη μεγαλύτερες.

Οι δυσχέρειες που σχετίζονται με το πλαίσιο που κληρονομήθηκε από την κυβέρνηση Lula συνιστούν μια άλλη σημαντική πλευρά. Η κυβέρνηση του FHC πέτυχε να αυξήσει δραστικά την εξάρτηση της βραζιλιάνικης οικονομίας από εξωτερικές επιδράσεις· αυτή υποτάχθηκε εντελώς στις απαιτήσεις των διεθνών χρηματιστικών αγορών. Κατά την ίδια περίοδο το εσωτερικό χρέος αυξήθηκε καθιστώντας ακόμη δυσκολότερη τη διαχείριση των δημοσίων δαπανών. Η μοναδική επιτυχία της κυβέρνησης Cardoso – η τιθάσευση του πληθωρισμού – βρέθηκε να απειλείται προς το τέλος της θητείας της.

Όλα αυτά σπέρνουν αμφιβολίες για την ικανότητα της νέας κυβέρνησης να τιμήσει τη δέσμευσή της να μετασχηματίσει τη χώρα προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων. Ακόμη και κάτω από ιδανικές συνθήκες αυτό το καθήκον θα ήταν πελώριο.

Η σύνθεση της κυβέρνησης

Η επιτυχία της κυβέρνησης Lula θα εξαρτηθεί από πολλά πράγματα, πολλά απ’ τα οποία βρίσκονται πέρα από τον έλεγχό της, όπως η διεθνής πολιτική και οικονομική κατάσταση, και από άλλα στα οποία η επιρροή της δεν είναι τόσο βαθιά – όπως οι κοινωνικές κινητοποιήσεις.

Αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το πρόγραμμά της (του οποίου οι κύριες γραμμές επιζητούν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις που βρίσκονται ενώπιόν της) και η σύνθεσή της θα αποτελέσουν δύο καθοριστικούς παράγοντες.

Από την άποψη του πρώτου παράγοντα, η ιδέα που κυριάρχησε στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ήταν ότι η κυβέρνηση θα προωθούσε το διάλογο ανάμεσα σ’ όλες τις τάξεις και τις κοινωνικές ομάδες. Η πρωταρχική επιδίωξη – η ενίσχυση της ιδιότητας του πολίτη – θα πήγαινε χέρι με χέρι με την οικονομική ανάπτυξη, τη δημιουργία θέσεων απασχόλησης και μια μείωση της κοινωνικής ανισότητας – τα οποία στο σύνολό τους θεωρούνταν εφικτά χωρίς καμία περαιτέρω κοινωνική ή πολιτική σύγκρουση. Σε σχέση με την ουσιαστική σύνθεση της κυβέρνησης δόθηκαν υποσχέσεις στη διάρκεια της προεκλογικής καμπάνιας ότι η κυβέρνηση θα βασιζόταν ευρέως και θα αντιπροσώπευε όχι μόνο το PT αλλά και τις ποικίλες ομάδες και συνασπισμούς που είχαν υποστηρίξει το Lula στον πρώτο και το δεύτερο γύρο.
Τώρα που γνωρίζουμε τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης τη σύνθεση της νέας κυβέρνησης και τις αρχικές προγραμματικές εξαγγελίες του εκλεγμένου προέδρου και της ομάδας του είναι δυνατό να επιχειρήσουμε να σχηματίσουμε μια σαφέστερη εικόνα για το πώς θα είναι η κυβέρνηση.

Μεταξύ της τελευταίας, 20 μέλη της συνδέονται με το PT (16 υπουργοί και 4 κρατικοί γραμματείς). Επτά από τα κόμματα που συμμετείχαν στη συμμαχίας του δευτέρου γύρου έχουν από έναν υπουργό το καθένα: το PL, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Βραζιλίας (PCdoB), το Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα (PDT), το Σοσιαλιστικό Λαϊκό Κόμμα (PPS), το Βραζιλιάνικο Σοσιαλιστικό Κόμμα (PSB), το Βραζιλιάνικο Εργατικό Κόμμα (PTB) και το Πράσινο Κόμμα (PV). Ο νέος πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας, όταν επιλέχτηκε, είχε μόλις εκλεγεί ως ομοσπονδιακός βουλευτής με το Κόμμα της Βραζιλιάνικης Σοσιαλδημοκρατίας (PSDB, το κόμμα του Cardoso) – χρειάστηκε να εγκαταλείψει την κοινοβουλευτική του έδρα για να αναλάβει αυτό το λειτούργημα. Απροσδόκητα και σ’ αντίθεση μ’ αυτά που είχε πει ο Lula, το κόμμα της Κίνησης για τη Βραζιλιάνικη Δημοκρατία (PMDB) δεν παίρνει μέρος στην κυβέρνηση (παρόλο που η κυβέρνηση διαπραγματεύεται την υποστήριξη από τομείς αυτού του κόμματος στο Κονγκρέσσο, όπως έχει επιχειρήσει να κάνει και μ’ άλλα κόμματα που δεν αντιπροσωπεύονται στην κυβέρνηση όπως το Βραζιλιάνικο Λαϊκό Κόμμα (PPB) του Paulo Maluf). Επτά ακόμη από τους υπόλοιπους υπουργούς δεν είναι μέλη κομμάτων. Δύο απ’ αυτούς είναι δικηγόροι: ο Υπουργός της Δικαιοσύνης, συνδεδεμένος για πολλά χρόνια με το PT και ο Γενικός Αντιπρόσωπος της Ένωσης. Άλλοι δύο είναι διπλωμάτες (ο Υπουργός Εξωτερικών και ο Υπουργός Άμυνας) και ένας πέμπτος προέρχεται από το στρατιωτικό σώμα (ο επικεφαλής της κυβέρνησης για τη Θεσμική Ασφάλεια). Οι δύο τελευταίοι μη-κομματικοί υπουργοί είναι εργοδότες (ο Υπουργός Ανάπτυξης, Βιομηχανίας και Εξωτερικού Εμπορίου και ο Υπουργός Γεωργίας). Σύμφωνα με τον τύπο, ο πρώτος προτάθηκε, με αίτημα του Lula, από την Ομοσπονδία των Βιομηχανιών του Κράτους του Sao Paolo (FIESP), την κύρια εργοδοτική οργάνωση της Βραζιλίας. Και οι δύο υποστήριξαν την προεκλογική εκστρατεία του Jose Serra, του ηττημένου υποψηφίου της απερχόμενης κυβέρνησης. Είναι επίσης σημαντικό να εξετάσουμε τους πολιτικούς δεσμούς των 20 υπουργών και κομματικών γραμματέων που είναι στο PT. Δώδεκα απ’ αυτούς ανήκουν στο πλειοψηφικό ρεύμα του PT (που κέρδισε κάτι παραπάνω από το 50% των ψήφων του προηγούμενου συνεδρίου), τρεις άλλοι μετέχουν σε ομάδες που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως ενδιάμεσες ανάμεσα στο στρατόπεδο της πλειοψηφίας και την αριστερά του PT, δύο άλλοι είναι πρόσφατοι οπαδοί. Οι τρεις που υπολείπονται συμμετείχαν στο τελευταίο συνέδριο στις λίστες των αριστερών ρευμάτων (οι υπουργοί Αγροτικής Μεταρρύθμισης, Αστικών Κέντρων και ο Γραμματέας του Κράτους σε θέματα Γεωργίας και Αλιείας).

Τρία σχόλια. Πρώτον, το PT κυριαρχεί στην κυβέρνηση πολύ περισσότερο απ’ ό,τι αναμενόταν. Όχι μόνο με την έννοια των σχετικών υπουργικών θέσεων αλλά και από τη σημασία που αυτές κατέχουν. Ο πυρήνας της κυβέρνησης (υπουργείο Εσωτερικών, η Γενική Γραμματεία της Προεδρίας, η Κυβερνητική Υπηρεσία Τύπου και το υπουργείο Οικονομικών) είναι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εξολοκλήρου στα χέρια του PT. Επιπρόσθετα η ποικιλομορφία των ρευμάτων του PT έχει τύχει ενός σχετικού σεβασμού. Ακόμη κι αν κανένα από τα ρεύματα που δεν ανήκουν στο πλειοψηφικό στρατόπεδο δεν έχει τοποθετηθεί στην καρδιά της κυβέρνησης, η συμμετοχή τους είναι πιο σημαντική απ’ ό,τι για παράδειγμα στην ομάδα που διηύθυνε την προεκλογική εκστρατεία που ήταν στην πραγματικότητα η ομάδα που επέβλεψε το σχηματισμό της κυβέρνησης. Τελικά, παρά την υπεροχή του PT στην κυβέρνηση, η τελευταία είναι κατά πολύ «ευρύτερη» (με την έννοια ότι εκτείνεται πέρα από τη συμμαχία που υποστήριξε το Lula στο δεύτερο γύρο) απ’ ό,τι είχε προβλεφθεί. Η έλλειψη «ευρύτητας» που προκλήθηκε από την απουσία του PMDB σε μεγάλο βαθμό αντισταθμίζεται από τη συμμετοχή ενός προέδρου της Κεντρικής Τράπεζας και δύο υπουργών (και οι δύο στην οικονομική σφαίρα) που συνδέονται με το PSDB.

Συνέχεια της Οικονομικής Πολιτικής

Από τη στιγμή που η «ευρύτητα» επικεντρώνεται στην περιοχή της οικονομίας, είναι απαραίτητο να δούμε από πιο κοντά αυτό τον κυβερνητικό τομέα. Πέρα από την Κεντρική Τράπεζα (στενά συνδεδεμένη με τον Υπουργό Οικονομίας, αλλά της οποίας η αυτονομία συνεχίζει να ενισχύεται), περιλαμβάνει τέσσερις υπουργούς: τον Υπουργό Οικονομίας, τον Υπουργό Σχεδιασμό και Προϋπολογισμού, τον Υπουργό Βιομηχανίας και Εξωτερικού Εμπορίου και τον Υπουργό Γεωργίας. Άλλοι υπουργοί έχουν μια ορισμένη επιρροή πάνω στην οικονομική πολιτική, όμως αυτοί έχουν τη μεγαλύτερη σημασία. Αν κανείς εξετάσει αυτούς τους πέντε θεσμούς, υπάρχει μια διαίρεση ανάμεσα, από τη μια πλευρά, στο PT και, από την άλλη, αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί «ρεύμα του PSDB»: εργοδότες που ταυτίζονται μ’ αυτό το κόμμα και ένας βουλευτής που εκλέχτηκε υπό τη σημαία του. Η ελαφρά επικράτηση αυτού του τελευταίου μπλοκ ενισχύεται από το γεγονός ότι ελέγχει το υπουργείο Οικονομίας και την Κεντρική Τράπεζα (μ’ απόσταση οι πιο σημαντικοί θεσμοί της οικονομικής σφαίρας) και από τις εξαγγελίες των ηγετών του. Ο νέος πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας, Henrique Meirelles, που βρίσκεται κοντά στο PSDB, είναι ένας πρώην διεθνής πρόεδρος της Τράπεζας της Βοστόνης. Όπως θα μπορούσε κανείς να περιμένει, ο διορισμός ενός προέδρου της Κεντρικής Τράπεζας, που συνδέεται με μια τράπεζα των ΗΠΑ και το κόμμα του Cardoso, συνάντησε την αντίθεση αγωνιστών του PT, ανάμεσά τους και της γερουσιαστίνας Heloisa Helena, της τάσης της Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας , που αρνήθηκε να ψηφίσει το διορισμό του (το Σύνταγμα λέει ότι ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας θα πρέπει να εγκρίνεται από τη Γερουσία).

Αυτές οι κριτικές διατηρούν μια παράδοση του PT· τέσσερα χρόνια πρωτύτερα, όταν ο προκάτοχος του Meirelles, Arminio Fraga, διορίστηκε, το PT ήταν έντονα επικριτικό για το διορισμό κάποιου ο οποίος συνδεόταν με τις διεθνείς χρηματιστικές αγορές (ο Fraga εργαζόταν για τον George Soros). Για να μην αφήσει καμία αμφιβολία για τον προσανατολισμό που θα ακολουθήσει ως πρόεδρος της Τράπεζας, ο Meirelles ανακοίνωσε στη Γερουσία την πλήρη του ταύτιση με τις πολιτικές του Arminio Fraga.

Επιπλέον, διατήρησε την διοικητική ομάδα που είχε διοριστεί από τον προκάτοχό του.
Η Κεντρική Τράπεζα είναι, αυτή τη στιγμή, ο πιο σημαντικός θεσμός ελέγχου της οικονομικής πολιτικής: πέρα από το να κινεί τη νομισματική πολιτική, κατευθύνει την πολιτική ισοτιμιών, τη ρύθμιση και την επίβλεψη του τραπεζικού συστήματος, ελέγχει τις κινήσεις κεφαλαίων και κρατά μια κεντρική θέση στις συνομιλίες με το ΔΝΤ. Επιπλέον, η νομισματική πολιτική θέτει σε προτεραιότητα πάνω απ’ όλα τον προσδιορισμό της τιμής του χρήματος – η οποία στη Βραζιλία έχει τεράστια δημοσιονομική επίδραση· αν τα επιτόκια αυξηθούν, το δημόσιο χρέος και οι ανάγκες εξυπηρέτησής του αυξάνονται ταυτόχρονα.

Το ίδιο φαινόμενο βρίσκει εφαρμογή και στην πολιτική των συναλλαγματικών ισοτιμιών καθότι ένα μεγάλο τμήμα του εσωτερικού δημόσιου χρέους της Βραζιλίας σχετίζεται με τις διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Μπορεί να ειπωθεί ότι η μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού που εισήχθη με σκοπό τον περιορισμό του ποσοστού του δημόσιου χρέους επί του ΑΕΠ (που αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο των απαιτήσεων του ΔΝΤ αλλά και των «αγορών») καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από μεταβλητές που είναι υπό την ευθύνη της Κεντρικής Τράπεζας (επιτόκια και ισοτιμίες). Τα επιτόκια υπό την κυβέρνηση Cardoso ήταν πάντα από τα υψηλότερα του πλανήτη και η πολιτική που εξαγγέλθηκε από τον Meirelles πρόκειται να τα διατηρήσει σε υψηλό επίπεδο. Η διατήρηση των υψηλών επιτοκίων δεν αυξάνει μόνο τις δημοσιονομικές δυσχέρειες· μεταφέρει πλούτο στους κατόχους χρηματιστικού κεφαλαίου και τείνει να μειώνει τα ποσοστά κέρδους και συνεπώς να ασκεί μια πτωτική πίεση στους μισθούς. Μ’ άλλα λόγια, τα υψηλά επιτόκια αυξάνουν σημαντικά τη συγκέντρωση του πλούτου, που έρχεται σε μετωπική σύγκρουση με τα θέματα της προεκλογικής εκστρατείας του Lula.

Η νομισματική πολιτική καθορίζει σε μεγάλη έκταση το ρυθμό ανάπτυξης της οικονομίας· τα υψηλά επιτόκια οδηγούν σε μείωση της ανάπτυξης που πρόκειται να καταστρέψει τα σχέδια της κυβέρνησης. Η κυβέρνηση Lula υπερασπίζεται ένα σχέδιο «λειτουργικής αυτονομίας» της Κεντρικής Τράπεζας, το οποίο είχε ήδη διατυπωθεί από την ομάδα που περιέβαλε τον Arminio Fraga -όπως απαιτούσε το ΔΝΤ. Αυτό θα τυποποιήσει νομικά και θα δώσει μεγαλύτερη ελευθερία δράσης στην Κεντρική Τράπεζα απ’ αυτή που απολαμβάνει ως τώρα και, καθώς οι διοικητές της έχουν καθορίσει τους όρους της διοίκησής της, θα ήταν πολύ δύσκολο να αντικατασταθούν σε περίπτωση, για παράδειγμα, μιας αλλαγής στην κυβερνητική οικονομική πολιτική. Φυσικά, το σχέδιο της «λειτουργικής αυτονομίας» προβλέπει ότι η Κεντρική Τράπεζα θα πληροί στόχους που ο Υπουργός Οικονομίας προσδιορίζει -σε σχέση με την πολιτική που εισήχθηκε στη διάρκεια της κυριαρχίας του Fraga, καθορίζοντας «αντιπληθωριστικούς στόχους» με σκοπό τη διασφάλιση της νομισματικής πολιτικής.

Χωρίς να βασίζεται σ’ ένα υπό συζήτηση μοντέλο οικονομικής πολιτικής, ο προσδιορισμός αντιπληθωριστικών στόχων είναι πραγματικά φτωχός σαν προσανατολισμός· η Κεντρική Τράπεζα απολαμβάνει μια απόλυτη ελευθερία στη διεύθυνση της νομισματικής πολιτικής προκειμένου να επιτύχει αυτούς τους στόχους. Αυτό που ήδη συνέβη από την εποχή της κυβέρνησης Cardoso, πρόκειται να οξυνθεί· αντί ο Υπουργός Οικονομίας να προσανατολίζει τις ενέργειες της Κεντρικής Τράπεζας, η τελευταία θα προσδιορίζει τα όρια ελευθερίας του Υπουργού μέσω του ελέγχου της επί του φορολογικού πλαισίου· το PT πάντα αντιτασσόταν στην αυτονομία της Κεντρικής Τράπεζας σ’ όλες της τις εκδοχές. Πρόκειται για ένα συνταγματικό ζήτημα που θα έπρεπε να έχει την έγκριση των δύο Βουλών του Κονγκρέσσου. Διάφοροι βουλευτές του PT έχουν ήδη ασκήσει κριτική στο σχέδιο· η έγκρισή του σε καμία περίπτωση δε θα πραγματοποιηθεί χωρίς μάχη.
Οικονομική συνέχεια

Ο κίνδυνος της απόλυτης εξακολούθησης της πολιτικής που επικράτησε στη διάρκεια της δεύτερης θητείας Cardoso – η οποία επιβλήθηκε από τα σχέδια για την Κεντρική Τράπεζα – ενισχύεται από την παρουσία στην κυβέρνηση δύο υπουργών που βρίσκονται κοντά στο PSDB, εκείνων της Ανάπτυξης και της Γεωργίας. Σε ποιο βαθμό οι υπουργοί που ανήκουν στο PT θα τους αντιτεθούν; Μια ματιά στην ομάδα του υπουργείου Οικονομικών θα ενισχύσει την υπόθεση της συνέχειας. Ο υπουργός, Antonio Palocci, έχει παραχωρήσει θέσεις-κλειδιά (Γραμματεία των Ομοσπονδιακών Πόρων, Γραμματεία του Εθνικού θησαυροφυλακίου και Γραμματεία των Διεθνών µητημάτων) σε ανθρώπους που συμμετείχαν στην κυβέρνηση Cardoso και υπερασπίζονται την πολιτική που επικρατούσε τότε. Το πιο εκπληκτικό – και πιο σημαντικό – έχει υπάρξει ο διορισμός ως Γραμματέα Οικονομικής Πολιτικής, υπεύθυνου για τη γενική πολιτική του υπουργείου, του οικονομολόγου Marcos Lisboa, γνωστού ως ενός από τους πιο σημαντικούς νεοφιλελεύθερους οικονομολόγους της νέας γενιάς.

Οι νεοφιλελεύθερες τάσεις των κύριων βοηθών του υπουργού Palocci με δυσκολία αντισταθμίζονται από τον ορισμό ως εκτελεστικού γραμματέα και υπο-γραμματέα, δύο αγωνιστών του PT, καλά γνωστών κομματικών οικονομολόγων. Η υπεροχή του νεοφιλελεύθερου προσανατολισμού επιβεβαιώνεται από τις ενέργειες του ίδιου του υπουργού. Ο Palocci έχει υπερασπιστεί τη συνέχεια στα κύρια σημεία της μακροοικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Cardoso: στην εκδοχή του σχετικά με τη «δημοσιονομική υπευθυνότητα» (δίνοντας προνομιακή μεταχείριση στο έλλειμμα του προϋπολογισμού με σκοπό τη σταθεροποίηση της σχέσης ανάμεσα στο δημόσιο χρέος και το ΑΕΠ) και μιας συντηρητικής νομισματικής πολιτικής. Επίσης συνηγορεί στην προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων των κρατικών τραπεζών (κάτι το οποίο δεν εμφανιζόταν στο προεκλογικό πρόγραμμα του PT). Μοιάζει να πιστεύει ότι υπάρχει μία μοναδική «επιστημονική» οικονομική πολιτική· στον εναρκτήριο λόγο του, είπε ότι η ομάδα του δεν πρόκειται να «επινοήσει εκ νέου τις βασικές αρχές της οικονομικής πολιτικής». Είναι πιστός, στην πραγματικότητα, στο βασικό δόγμα της «ενιαίας σκέψης».

Θα μπορούσε κανείς να αποδεχτεί την υπόθεση ότι αυτή η συντηρητική ορθοδοξία θα διατηρηθεί μόνο κατά τη διάρκεια της αρχικής φάσης της κυβέρνησης. Κατά την προεκλογική εκστρατεία έγινε πολύ λόγος για την «μεταβατική περίοδο»· Ο Palocci o ίδιος επιδίωξε να αποσαφηνίσει αυτή την έννοια στον εναρκτήριο λόγο του: «Το θέμα της μετάβασης έχει προκαλέσει πολλές ανησυχίες γι’ αυτό που θα επέλθει έπειτα από την μεταβατική φάση, έχει υπάρξει μεγάλη εικοτολογία πάνω στους στόχους της μείωσης του ελλείμματος του προϋπολογισμού, του ελέγχου του πληθωρισμού και το καθεστώς διακύμανσης των συναλλαγματικών ισοτιμιών, όπως επίσης και γύρω από την υιοθέτηση μη συμβατικών νεωτεριστικών μέτρων για την καθοδήγηση της μακροοικονομικής πολιτικής. Σ’ αυτά τα νόμιμα ερωτήματα, απαντούμε χωρίς περιστροφές ότι το νέο καθεστώς έχει ήδη αρχίσει· καλή διαχείριση του δημοσίου πλούτου απαιτεί δημοσιονομική υπευθυνότητα και οικονομική σταθερότητα. Η απερχόμενη κυβέρνηση έχει αρκετή αξία απ’ αυτή την άποψη. Όμως αυτή δεν ήταν αποκλειστικό της προνόμιο, όπως δε θα είναι και για τη δική μας διακυβέρνηση … Η αντίληψή μας για τη μετάβαση και αυτό που η χώρα αναμένει, είναι το ξεπέρασμα των βραχυπρόθεσμων δυσκολιών».

Δε θα υπάρξει, σύμφωνα μ’ αυτό τον υπουργό, καμία μετάβαση όσον αφορά τις «βασικές αρχές της οικονομικής πολιτικής». Κατά την άποψή του, η «μεταβατική περίοδος» ισοδυναμεί με την απαραίτητη χρονική περίοδο υπέρβασης βραχυπρόθεσμων οικονομικών δυσχερειών. Αυτή η εντύπωση συνέχειας στην οικονομική πολιτική ενισχύεται από τις επικρίσεις που ο Palocci απευθύνει στους προκατόχους του, οι οποίες δεν αποκλείουν τη συνέχεια της πολιτικής τους. Σ’ έναν άλλο λόγο, ο Palocci άσκησε κριτική σε δύο πλευρές της οικονομικής διαχείρισης από την κυβέρνηση Cardoso. Η πρώτη σχετιζόταν με τη συναλλαγματική πολιτική της, κυρίως αναφορικά με την υπερτίμηση του ρεάλ τις πρώτες μέρες της κυβέρνησης. Αυτή η κριτική είναι σωστή: αυτή η πολιτική είναι υπεύθυνη για το βασικό μέρος των κατοπινών οικονομικών προβλημάτων. Αλλά αυτή η πολιτική άλλαξε στη διάρκεια της δεύτερης θητείας της κυβέρνησης Cardoso· και αυτό που έκτοτε ακολούθησε ταιριάζει με τη θέση του Palocci (ακόμη και στις πιο συζητήσιμες πλευρές της όπως τον έλεγχο των κεφαλαιακών κινήσεων). Η κύρια καθορισμένη στόχευση από το νέο υπουργό σ’ αυτό το πεδίο – η σταθεροποίηση των συναλλαγματικών ισοτιμιών – είναι κοινή με εκείνη της παλιάς ομάδας του Cardoso· και το βασικό γιατρικό που τότε προτάθηκε – η αποκατάσταση της «εμπιστοσύνης των αγορών» – διαθέτει την ενθουσιώδη υποστήριξή του.

«Στρατηγικός σχεδιασμός» και κοινωνικές πολιτικές

H δεύτερη κριτική είναι περισσότερο θεμελιώδους σημασίας· έχει στο στόχαστρό της την υπερβολική εμπιστοσύνη στην αγορά, την απουσία ενός εθνικού σχεδίου κινητοποίησης, την απουσία ενός είδους «στρατηγικού σχεδιασμού». Είναι χρήσιμο να παραθέσουμε τον ίδιο τον υπουργό: «Χωρίς αυτή την εθνική κινητοποίηση, η βάση για ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, κάθε κυβερνητική προσπάθεια, οσοδήποτε βολουνταριστική κι αν είναι, θα μείνει από καύσιμα και βραχυπρόθεσμα θα ξεπέσει σε καθαρά τεχνητές διατυπώσεις, ανεξάρτητα από το πόσο ενθουσιώδεις θα είναι μέσα στον περιορισμένο χαρακτήρα τους. Αν το κράτος δε θέλει να πέσει στο πατερναλισμό, όπως έγινε κατά το παρελθόν, δε θα έπρεπε να φαντάζεται ότι είναι ικανό να ορίσει μια πορεία για την οικονομία απομακρυνόμενο από τον πληθυσμό και τις ανάγκες του. Η ενότητα της χώρας γύρω απ’ αυτή τη μεγάλη, εξέχουσα πολιτική επιδίωξη είναι το μοναδικό μέσο άσκησης μιας βοηθητικής πίεσης για τη μείωση του κατακερματισμού και την εμβάθυνση του συντονισμού και του διαλόγου ανάμεσα στα διαφορετικά υπουργεία, υπηρεσίες και αναπτυξιακά προγράμματα. Σ’ αυτό το επίπεδο, η αποδιάρθρωση είναι συστηματικά η πηγή της σπατάλης των πλουτοπαραγωγικών πόρων και συνεπάγεται την αναποτελεσματικότητα … Ο σχεδιασμός εκκενώνεται από τη λειτουργία του προσδιορισμού ενός θεσμικού σχεδίου και εγκαθίδρυσης ενός συστήματος διαχείρισης και συντονισμού. Αυτό αληθεύει όχι μόνο μέσα στο υπουργείο Σχεδιασμού, αλλά στο σύνολο των θεσμών που είναι επιφορτισμένοι με την οργάνωση της ανάπτυξης της χώρας. Δε θα ήταν υπερβολή να πούμε, σε σχέση με το στρατηγικό σχεδιασμό, ότι το βραζιλιάνικο κράτος έχει περάσει μια παρατεταμένη περίοδο «παράλυσης» … Η απερχόμενη κυβέρνηση έχει συντελέσει σε συμφωνία με τομείς της διεθνούς κοινότητας στην εξάπλωση της αυταπάτης ότι η οικονομική ανάπτυξη και η μείωση του κοινωνικού αποκλεισμού θα απέρρεαν με φυσικό τρόπο από την ανάπτυξη των αγορών και την ανεμπόδιστη χρήση των άφθονων διεθνών αποθεμάτων που ήταν διαθέσιμα στις αρχές της δεκαετίας του 1990 … Έχουμε συνείδηση ότι οι ψήφοι [υπέρ του Lula] ήρθαν για να διορθώσουν αυτή την υπερβολική λατρεία των αγορών η οποία είχε σημαδέψει τις ενέργειες της κυβέρνησης τα τελευταία χρόνια.» Αυτή η σοβαρή κριτική στην κυβέρνηση Cardoso ενισχύεται από την κριτική στην κοινωνική πολιτική της: «Αυτό που σήμερα κληρονομούμε είναι μια χώρα η οποία δεν έχει υπάρξει ικανή να προχωρήσει στην κατεύθυνση της υπέρβασης της παλιάς διχοτομίας ανάμεσα την οικονομία και την κοινωνία, στην οποία οι κοινωνικές πολιτικές εμφανίζονται ως διακοσμητικά στοιχεία ή παραρτήματα της προσπάθειας ελέγχου της οικονομίας. Ο αυτοσχεδιασμός σε μια σειρά από κοινωνικά προγράμματα τα τελευταία δύο χρόνια καταδεικνύει αυτό τον αρχικό διαχωρισμό και διαιωνίζει μια αντίληψη η οποία δεν ενσωματώνει την κοινωνική ένταξη ως κεντρικό θέμα της κρατικής πολιτικής»

Εντούτοις, αυτή η ομιλία συνοδεύεται από αναφορές στο γεγονός ότι τίποτε απ’ αυτά που προτείνονται δε θα έπρεπε να αντιτίθεται στις «αρχές της οικονομικής πολιτικής», οι οποίες περιλαμβάνουν, κατά τον Palocci, μια αναμφίλεκτη προσπάθεια να εξασφαλιστεί η «εμπιστοσύνη των αγορών». Επιπλέον, κατηγορηματικά διαβεβαιώνεται ότι ή νέα πολιτική θα είναι ευχάριστη σ’ αυτές· «όσο ισχυρότερη γίνεται η σταθερότητα των οικονομικών και κοινωνικών σχέσεων και όσο περισσότερο ενισχύονται οι αγορές, τόσο μεγαλύτερος θα είναι ο πλούτος που θα συγκεντρώνεται για μια καλύτερη μοιρασιά»

Η κριτική του στάση λοιπόν αποκτά ένα σχετικό χαρακτήρα, καθώς το ακριβές νόημα της έμφασης που δίνεται στη συγκρότηση ενός εθνικού σχεδίου δεν είναι αρκετά σαφής.

Για να εξετάσουμε καλύτερα αυτή την πλευρά, αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στις προοπτικές του Υπουργού Σχεδιασμού. Ο νέος υπουργός, Guido Mantega, μέλος του PT, ήταν πάλαι ποτέ οικονομικός σύμβουλος του Lula. Τα πάντα δείχνουν ότι το υπουργείο του δε θα έχει πολύ μεγάλη βαρύτητα στην εκπόνηση της οικονομικής πολιτικής όπως συνέβη και υπό την κυβέρνηση Cardoso. Στην πραγματικότητα, ο Mantega θα περιοριστεί στο ρόλο του συνεργάτη του Palocci. Ωστόσο το υπουργείο του, κατά ένα ορισμένο τρόπο, πρόκειται να έχει μια κεντρική ευθύνη στην πραγματοποίηση του στόχου του «στρατηγικού σχεδιασμού». Στο λόγο του κατά την ανάληψη των καθηκόντων του έχυσε λίγο φως πάνω στο νόημα των αντιλήψεών του. Υιοθέτησε την ιδέα ενός αναπτυξιακού σχεδίου και της κινητοποίησης της κοινωνίας, επέμεινε στην αναγκαιότητα «σκληρών μέτρων» στη διάρκεια μιας μεταβατικής περιόδου.

Με σαφήνεια υπογράμμισε τους νεωτερισμούς που η πολιτική της νέας κυβέρνησης θα επιφέρει: «Η νέα οικονομική πολιτική δε συνοψίζεται στη μείωση των κρατικών ελλειμμάτων ή τον αγώνα κατά του πληθωρισμού … Ταυτόχρονα θα εφαρμόσουμε χωρίς καθυστέρηση ένα φάσμα πολιτικών που θα δίνει το στίγμα της κυβέρνησης και θα χαρακτηρίζει ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης. Αυτοί που φαντάζονται ότι θα εφαρμόσουμε την παλιά οικονομική πολιτική σφάλλουν. Στο πεδίο του εξωτερικού εμπορίου, η κυβέρνηση δε θα παραμείνει αδρανής, στο έλεος των μηχανισμών της παγκοσμιοποίησης, οι οποίοι είναι στρεβλοί και ευνοούν τις προηγμένες χώρες. Θα στηρίξουμε τις εξαγωγές και εφαρμόσουμε μια πολιτική υποκατάστασης των εισαγωγών … Η κυβέρνηση Lula δε θα διστάσει να εφαρμόσει ενεργητικές πολιτικές στη βιομηχανία, τη γεωργία ή τις υπηρεσίες και σ’ όλους τους τομείς όπου υπάρχει ανάγκη για σύγχρονες πολιτικές προώθησης της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας της βραζιλιάνικης βιομηχανίας και δημιουργώντας μ’ αυτό τον τρόπο εκατομμύρια θέσεις εργασίας τις οποίες ο λαός έχει ανάγκη. Το κράτος θα βρίσκεται στην υπηρεσία των άκληρων, σε μια σταυροφορία κατά της πείνας, της φτώχειας και της εξαθλίωσης».

Οι «ενεργητικές πολιτικές» στους τομείς που παρατέθηκαν ήταν χαρακτηριστικές της επονομαζόμενης «αναπτυξιόλαγνης» (developmentalist) περιόδου της βραζιλιάνικης οικονομίας μέχρι και τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1980. Η σύνδεση [μ’ αυτή την περίοδο] επιβεβαιώνεται από μια αναφορά, που έγινε από τον Palocci, σ’ έναν από τους πιο γνωστούς προέδρους εκείνης της περιόδου: «Κατά το παρελθόν, με μεγάλους προέδρους, όπως ο Juscelino Kubitschek, το μεταρρυθμιστικό καθήκον συνίστατο στη διεύρυνση των οριζόντων του πολίτη, στην προώθηση της εσωτερικής ανάπτυξης και την ανάδειξη της δημιουργικής ικανότητας του λαού, εξαλείφοντας κάθε σύμπλεγμα κατωτερότητας. Σήμερα, το μεγάλο μεταρρυθμιστικό καθήκον είναι ο οργανωτικός έλεγχος και η εξασφάλιση της κοινωνικής συνοχής, η ενθάρρυνση της ομαδικής εργασίας και η σοφή διαχείριση των δημόσιων και ιδιωτικών πόρων μ’ επαρκείς τεχνικές και σύγχρονες μεθόδους σχεδιασμού, οι οποίες θα δώσουν στους βραζιλιάνους τη δυνατότητα της υπέρβασης της κοινωνικής αποδιοργάνωσης.» Την ίδια ώρα, ωστόσο, ο Mantega θέτει τα όρια του παρεμβατισμού: «Η κρατική παρέμβαση στην οικονομία θα είναι εφεξής πολύ πιο ενεργητική, χωρίς, εντούτοις, να επιστρέφει στο παρεμβατικό κράτος του παρελθόντος.»

Ο Juscelino Kubitschek γενικώς επιδοκιμάζεται για τις πρωτοβουλίες του υπέρ της ανάπτυξης, παρόλο που την ίδια στιγμή κατηγορείται για τη δημοσιονομική του ανευθυνότητα και για το ότι υπήρξε υπεύθυνος για τη μακρά περίοδο υπερπληθωρισμού που γνώρισε η Βραζιλία. Επιπλέον, η βραζιλιάνικη «αναπτυξιολαγνεία» δέχτηκε κριτική για το ότι διατήρησε τις κοινωνικές ανισότητες που η Βραζιλία είχε κληρονομήσει από την περίοδο της δουλείας. Ήδη, ξεκινώντας απ’ αυτά που προαναφέραμε, μπορούμε να συνοψίσουμε αυτό που φαίνεται ως ο κύριος προσανατολισμός της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Lula στη φόρμουλα: «Ανάπτυξη + κρατική παρέμβαση χωρίς παρεμβατισμό + αγώνας κατά των κοινωνικών ανισοτήτων.» Στην πραγματικότητα, οι «ενεργητικές πολιτικές» προς όφελος της ανάπτυξης αποτέλεσαν επίσης ένα θέμα και της προεκλογικής εκστρατείας του υποψηφίου του PSDB, Jose Serra. Είναι ακριβώς σ’ αυτό το σημείο που πρότεινε αλλαγές σε σχέση με την κυβέρνηση Cardoso, δικαιολογώντας το σύνθημά του: «αλλαγή μέσα στη συνέχεια.» Συνεπώς, ένας άλλος τρόπος για να συμπυκνώσουμε τη γραμμή των Palocci-Mantega θα μπορούσε να είναι ο εξής: η γραμμή του Serra συν κοινωνική ευαισθησία.

Για να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα, θα έπρεπε να αναφέρουμε ένα άλλο σημαντικό σώμα στην οικονομική σφαίρα, την Τράπεζα για την Κοινωνική και Οικονομική Ανάπτυξη (BNDESB). Τυπικά συνδέεται με το Υπουργείο Ανάπτυξης, αλλά ο πρόεδρός της, ο οικονομολόγος Carlos Lessa, διορίστηκε από τον ίδιο το Lula προσωπικά. Ο Lessa ανήκει στην επονομαζόμενη προοδευτική πτέρυγα του PMDB (δεν τοποθετήθηκε σ’ αυτό το πόστο από το κόμμα του) και έχει πολλούς φίλους στο PT, ειδικά τον οικονομολόγο Maria de Conceicao de Tavares. Έχει ήδη εξαγγείλει μια αναδιάρθρωση των δραστηριοτήτων της τράπεζας, σε συμφωνία με τις γραμμές των αναπτυξιόλαγνων «ενεργητικών πολιτικών». Ο διορισμός του Jorge Mattoso από το PT ως προέδρου της Caja Economica Federale, μιας άλλης επίσης σπουδαίας ομοσπονδιακής τράπεζας, τοποθετείται στην ίδια κατεύθυνση (ο πρόεδρος της Τράπεζας της Βραζιλίας δεν έχει ακόμη διοριστεί). Συνολικά, η υπεροχή των συντηρητικών ή νεοφιλελεύθερων προσανατολισμών στην οικονομική σφαίρα σ’ αυτή την κυβέρνηση είναι προφανής. Κανείς θα μορούσε να ανρωτηθεί γιατί το γεγονός αυτό δεν έχει δεχτεί μια εντονότερη κριτική από τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες του PT. Μια εξήγηση είναι ότι οι συνέπειες αυτών των κατευθύνσεων δεν έχουν ακόμη με σαφήνεια παρουσιαστεί στα μάτια της μεγάλης πλειοψηφίας τους.

Μια κοινωνική επανάσταση;

Ποιο θα είναι άραγε το προφίλ μιας κοινωνικής πολιτικής που δε θα είναι ένα «διακοσμητικό στοιχείο», για να υιοθετήσουμε την έκφραση που χρησιμοποίησε ο Palocci για να αναφερθεί στην κυβέρνηση Cardoso; Οι μεγάλες ιδέες μοιάζουν να είναι εκείνες της αλλαγής χωρίς σπουδή, πραγματοποιημένης μέσα από διαπραγματεύσεις, μιας εθνικής κινητοποίησης και ενός κοινωνικού συμφώνου (ουσιαστικά μέσω μιας συμμαχίας μεταξύ της εργασίας και του «παραγωγικού κεφαλαίου»), στις οποίες ο Lula είχε επιμείνει σ’ ολόκληρη τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας και οι οποίες επίσης εμφανίζονται στην ομιλία του κατά την ανάληψη των καθηκόντων του: «Ναι, θα μετασχηματίσουμε. Θα μετασχηματίσουμε με θάρρος και προσοχή, με ταπεινοφροσύνη και θράσος, έχοντας συνείδηση ότι η αλλαγή θα είναι μια βαθμιαία και συνεχής διαδικασία και όχι μια απλή άσκηση της θέλησης η μια βουλονταριστική παραφορά. Η αλλαγή πραγματοποιείται μέσα από το διάλογο και τη διαπραγμάτευση, χωρίς βία και σπουδή, ούτως ώστε το αποτέλεσμα να είναι συγκροτημένο και διαρκές … Για να βάλουμε τη Βραζιλία στο δρόμο της ανάπτυξης, για να δημιουργήσουμε τις θέσεις εργασίας που τόσο πολύ στερούμαστε, χρειαζόμαστε ένα γνήσιο κοινωνικό σύμφωνο με σκοπό την αλλαγή και μια συμμαχία που θα ενώσει με συμπαγείς δεσμούς την εργασία και το παραγωγικό κεφάλαιο, δημιουργός του θεμελιώδους πλούτου του Έθνους. Αυτό θα πρέπει να συμβεί προκειμένου η Βραζιλία να ξεφύγει από τη σημερινή της κατάσταση αποτελμάτωσης και προκειμένου η χώρα να χαράξει ξανά την πορεία της μέσα στη μεγάλη θάλασσα της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης. Ένα τέτοιο κοινωνικό σύμφωνο θα είναι επίσης αποφασιστικό για τη βιωσιμότητα των μεταρρυθμίσεων που χρειάζεται η βραζιλιάνικη κοινωνία και στην πραγματοποίηση των οποίων είμαι αφοσιωμένος· Όλες αυτές οι μεταρρυθμίσεις θα δώσουν ώθηση σ’ ένα νέο κύκλο εθνικής ανάπτυξης.»

Από τη δική του μεριά, ο Jose Dirceu στο λόγο του κατά την ανάληψή του αξιώματός του στη Casa Civil (την προεδρική γραμματεία), υιοθέτησε τις ίδιες ιδέες σ’ ένα κάπως διαφορετικό τόνο: «Καθώς αυτή η χιλιετία αρχίζει, η Βραζιλία μπορεί με επιτυχία να αντιμετωπίσει τα προβλήματά της μόνο μέσα από ένα κοινωνικό συμβόλαιο, μια εθνική κινητοποίηση και τη λαϊκή συμμετοχή … Η μεγαλύτερη πρόκληση που η κυβέρνησή μας θα αντιμετωπίσει στα επόμενα χρόνια είναι ίσως αυτή της κατάληψης από τη Βραζιλία της θέσης που της αξίζει στον κόσμο. Αυτό είναι εφικτό μόνο με το τίμημα ενός μεγάλου κοινωνικού μετασχηματισμού και – δε φοβόμαστε τις λέξεις – μιας αληθινής κοινωνικής επανάστασης. Το οφείλουμε στο λαό μας. Η Βραζιλία μας … έχει αντιμετωπίσει μεγάλες δοκιμασίες και τις έχει ξεπεράσει όλες, αλλά δεν έχει μάθει πώς να αντιμετωπίσει την πρόκληση της δικαιοσύνης και της κοινωνικής ισότητας. Είναι αυτός ο λόγος για τον οποίο εμείς ως κόμμα της σοσιαλιστικής αριστεράς – είναι καλό να το θυμόμαστε – τείνουμε το χέρι στους βραζιλιάνους επιχειρηματίες και του προσφέρουμε ένα σύμφωνο, για το οποίο θα έπρεπε να πούμε ότι λειτουργεί προς δύο κατευθύνσεις: είναι αναγκαίο να υπερασπιστούμε το εθνικό συμφέρον, την παραγωγή και την ανάπτυξη της χώρας, αλλά από την άλλη πλευρά είναι αναγκαίο να αναδιανείμουμε τον πλούτο, να εγκαθιδρύσουμε την κοινωνική δικαιοσύνη, να περιορίσουμε τη φτώχεια και την αθλιότητα. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από ένα μόνο δρόμο, ένα τρόπο. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι πρόσφατα η χώρα έλυσε τα χρηματιστικά και οικονομικά της προβλήματα, ότι έχει γνωρίσει ανάπτυξη και αυτή η ανάπτυξη μεταφράζεται σε μεγαλύτερο μερίδιο του εθνικού πλούτου για τους εργάτες. Αντιθέτως, το μερίδιο τους έχει συρρικνωθεί στο μισό τα τελευταία είκοσι χρόνια. Χωρίς μια αναδιανομή του πλούτου, χωρίς μια εκπαιδευτική επανάσταση και έναν πόλεμο κατά της φτώχειας δε θα υπάρξει καμιά διαρκής και ουσιαστική οικονομική ανάπτυξη. Όλοι γνωρίζουμε ότι η σημερινή συγκέντρωση του πλούτου και η κοινωνική ανισότητα θα οδηγήσουν τη χώρα σ’ ένα κοινωνικό, πολιτιστικό και θεσμικό αδιέξοδο.»

Επομένως, ο Dirceu μιλάει για την αναγκαιότητα μιας «αληθινής κοινωνικής επανάστασης» που οι ηγέτες του PT οφείλουν στο βραζιλιάνικο λαό και αναφέρεται στο PT σα σ’ ένα κόμμα της σοσιαλιστικής αριστεράς. Έχουν γίνει αρκετά σχόλια σχετικά με την ύπαρξη μιας σύγκρουσης ανάμεσα σε δύο προσανατολισμούς στο εσωτερικό του πυρήνα της κυβέρνησης: ο ένας δεξιός τον οποίο υπερασπίζεται ο Palocci, ο άλλος αριστερός που ενσαρκώνεται από το Dirceu. Ωστόσο ο λόγος του Dirceu περιείχε επίσης πολλά, λιγότερο αριστερά αποσπάσματα. Πέρα από την αναφορά στο «χέρι που τείνουμε στους επιχειρηματίες» και το αναγκαίο σύμφωνο με τους τελευταίους, διακήρυξε εμφατικά ότι είναι πρόθυμος να συνεργαστεί με τον Palocci στην υπεράσπιση της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης: «Θα ήθελα να στείλω ένα ιδιαίτερο μήνυμα στο σύντροφό και φίλο μου Antonio Palocci – που δεν είναι παρών. Θέλω να πω σ’ ολόκληρη τη χώρα και σ’ αυτόν ιδιαιτέρως ότι θα είναι σε θέση να υπολογίζει, ότι μπορεί ήδη να υπολογίζει στην υποστήριξή μου για το δύσκολο καθήκον που θα αποδειχτεί το υπουργείο της οικονομίας. Palocci να είσαι σίγουρος ότι με το Jose Dirceu στη Casa Civil, θα έχεις ένα φρούριο για να υπερασπιστείς την οικονομική πολιτική που αποφασίζεται από τον πρόεδρο Lula.»

Η αναφορά θα μπορούσε βέβαια να είναι απλά μια υπόθεση πρωτοκόλλου και δεν αποκλείει την ύπαρξη βαθιών αποκλίσεων. Παρ’ όλ’ αυτά είναι δύσκολο να γνωρίζουμε ποιον κοινωνικό μετασχηματισμό θα πραγματοποιήσει η κυβέρνηση Lula. Το πιο προβεβλημένο σχέδιο των πρώτων ημερών της θητείας του – το πρόγραμμα κατά της φτώχειας – δεν έχει ακόμη μια καλά προσδιορισμένη μορφή.

Προοπτικές της αγροτικής μεταρρύθμισης

Από την άλλη πλευρά, η πρόοδος της αγροτικής μεταρρύθμισης μπορεί να αποτελέσει ένα σημαντικό κοινωνικό μετασχηματισμό και οι συνθήκες για την πραγματοποίησή του είναι σχετικώς περισσότερο ευνοϊκές. Πρώτον, χάρη στην ύπαρξη του MST. Το MST είναι ένα από τα δραστήρια κοινωνικά κινήματα και ένα από εκείνα με την μεγαλύτερη ικανότητα κινητοποίησης. Δεύτερον, εξαιτίας του τοποθετημένου στο Υπουργείο Αγροτικής Μεταρρύθμισης, Miguel Rosseto, ο οποίος ανήκει στην αριστερή τάση του PT – τη Σοσιαλιστική Δημοκρατία. Ο διορισμός του βρήκε τη σημαντική υποστήριξη του MST και άλλων τομέων που εμπλέκονται στην αγροτική μεταρρύθμιση (CONTAG, ο αγροτικός τομέας της CUT) τους οποίους είχε συμβουλευτεί και αντιμετώπισε την κριτική των αντιπροσώπων των εργοδοτών. Από την είσοδο του στο υπουργείο, ο Rosseto έχει υιοθετήσει ένα λόγο που συνδέει τη δυνατότητα να προχωρήσει η αγροτική μεταρρύθμιση με την κοινωνική κινητοποίηση. Ταυτόχρονα, υπερασπίστηκε επίσης την αυτονομία του κοινωνικού κινήματος και το σεβασμό από την κυβέρνηση των κινητοποιήσεών του: «Θα επιτελέσουμε μέχρι τέλους αυτό το καθήκον στη βάση μιας πλατιάς απεύθυνσης στην κινητοποίηση της κοινωνίας, θα προχωρήσουμε σε διάλογο με τους κυβερνήτες των κρατιδίων, με τους δημάρχους, θα κάνουμε διάλογο μ’ όλα τα κοινωνικά κινήματα, πρόκειται να συνομιλήσουμε μ’ όλες τις μερίδες της βραζιλιάνικης κοινωνίας που κατανοούν και είναι πρόθυμες να συνεργαστούν σ’ αυτό τη μεγάλη εκπολιτιστική διαδικασία στη Βραζιλία και ιδιαίτερα στην ύπαιθρό μας … Έχουμε οικοδομήσει σχέσεις και ιδέες αυτονομίας, ανεξαρτησίας, σύμφωνα με τις οποίες διαχωρίζεται και διακρίνεται η πολιτική δυναμική των κοινωνικών κινημάτων από τους εκλεγμένους αντιπροσώπους και τις κρατικές οργανώσεις στο σύνολό τους.

Είναι αλήθεια ότι τα εκλεγμένα όργανα δε θα έπρεπε να μπουν κάτω από την κηδεμονία των κοινωνικών κινημάτων. Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε είναι επίσης αλήθεια ότι δεν κυβερνητικό καθήκον σ’ ένα δημοκρατικό κράτος να αμβλύνει την ικανότητα κινητοποίησης των κοινωνικών κινημάτων. Η δημοκρατία που θέλουμε, η Πολιτεία που όλοι μαζί έχουμε κερδίσει, αγαπά τη λαϊκή παρουσία, αγαπά, ζει και ισχυροποιείται από τη δραστηριότητα των πολιτών της. Η ανασυγκρότηση της χώρας έχει τη βάση της σ’ αυτή την τεράστια ικανότητα κινητοποίησης, αυτή τη τεράστια ικανότητα να κοιτάς από την πλευρά αυτή της Βραζιλίας, να δημιουργείς μεγαλύτερους και καλύτερους χώρους λαϊκής συμμετοχής και συμμετοχής των πολιτών, να αναγνωρίζεις διαρκώς ότι υπάρχουν ονόματα, πρόσωπα, χαρές, λύπες, οδύνες· υπάρχει ένας λαός που ζητάει να το σέβονται και αυτό πρέπει να γίνει απ’ όλους μας.»

Ο κύριος ηγέτης του MST, Joao Pedro Stedile, σχολιάζοντας στον τύπο το διορισμό του Miguel Rosseto και τις προοπτικές της αγροτικής μεταρρύθμισης, τόνισε τη σημασία της κοινωνικής κινητοποίησης προκειμένου να καταστούν βιώσιμες οι μεταρρυθμίσεις: «Η παρουσία ενός υπουργού Rosseto είναι ένα θετικό μήνυμα. Είναι κάποιος που έχει μια ιστορική παράδοση στράτευσης στη βραζιλιάνικη αριστερά. Εντούτοις προτιμούμε να μη διατυπώνουμε κρίσεις πάνω σε πρόσωπα ή διακηρύξεις. Αυτό που θα επιτρέψει την πρόοδο θα είναι ο συσχετισμός δυνάμεων μέσα στην κοινωνία. Και είμαστε εμείς που πρόκειται να οργανώσουμε τους ανθρώπους ώστε να φέρουν το αναγκαίο επίπεδο της πίεσης για οποιαδήποτε διαδικασία αλλαγής.»

Μετά την ανάληψη της εξουσίας, ο υπουργός επισκέφθηκε τη Βουλή των Αντιπροσώπων και είχε μια συνάντηση με την αγροτική επιτροπή του PT που αποτελείται από τους περισσότερο εμπλεκόμενους στον αγώνα υπέρ της αγροτικής μεταρρύθμισης βουλευτές. Τους ανακοίνωσε την πρόθεσή του να δουλέψει σε συνεργασία μαζί τους.

Παρά τις ευνοϊκές συνθήκες για την εκπλήρωση των στόχων του υπουργού, πρέπει, επίσης, να θυμόμαστε ότι υπάρχουν σημαντικές δυσκολίες. Η πρώτη είναι η νομοθεσία που τέθηκε σ’ εφαρμογή από το FHS για να κάνει δυσκολότερες τις κινητοποιήσεις του MST (κυρίως το Προσωρινό Μέτρο υπ’ αριθμόν 2.027 το οποίο διακηρύσσει ότι οι κατειλημμένες γαίες δεν μπορούν να παραχωρηθούν σ’ αυτούς που απευθύνουν το αίτημα της χρήσης τους για δύο χρόνια και ότι οι καταληψίες τους αποκλείονται από τα προγράμματα αναδιανομής γης). Το MST φυσικά περιμένει την ανάκληση αυτού του μέτρου.

Μια δεύτερη μεγάλη δυσκολία είναι κοινή μ’ εκείνη που συναντούν άλλοι κοινωνικοί τομείς: η αγροτική μεταρρύθμιση απαιτεί δημόσια χρηματοδότηση (για τις επιτάξεις και τη βοήθεια προς τους αγρότες που θα τους έχει δοθεί γη) και αυτό είναι δύσκολο δοσμένης της αναγκαιότητας διατήρησης της δημοσιονομικής λιτότητας για τη διευκόλυνση της αποπληρωμής του χρέους.

Συγκρουσιακές μεταρρυθμίσεις

Στο λόγο του κατά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Lula τόνισε τη σημασία ορισμένων μεταρρυθμίσεων: συντάξεις, φορολογία, πολιτική μεταρρύθμιση και εργατικός κώδικας, καθώς επίσης και αγροτική μεταρρύθμιση. Καμία απ’ αυτές δε θα είναι εύκολη και αυτό είναι προφανές ήδη από τις πρώτες μέρες της κυβέρνησης.

Η μεταρρύθμιση των συντάξεων υπόκειται ιδιαιτέρως σε συγκρούσεις. Από τη σκοπιά της κυβέρνησης, υπάρχουν τρεις δύσκολοι στόχοι: να δημιουργηθεί ένα δικαιότερο συνταξιοδοτικό σύστημα (οι συντάξεις για τους εργάτες στον ιδιωτικό τομέα είναι αξιοθρήνητες· το μεγαλύτερο μέρος των εργατών στο δημόσιο τομέα έχει μια λογική σύνταξη· και ένα μέρος του δημόσιου τομέα έχει τεράστια προνόμια)· να μειωθούν τα έξοδα του προϋπολογισμού· και να σεβαστούν τα όρια που θέτει το Σύνταγμα στις αλλαγές, στη βάση της εγγύησης των «κεκτημένων δικαιωμάτων».

Οι «αγορές» κάνουν μια φρενήρη καμπάνια υπέρ μιας μεταρρύθμισης που θα περιορίσει τις δαπάνες του προϋπολογισμού για τις συντάξεις και θα επιτρέψει τη μείωση του ελλείμματος. Αυτός ο θεσμός και οι αντιπρόσωποι του στον τύπο μιλούν για την «αδικία» των συντάξεων που σήμερα συμπεριλαμβάνονται στους μισθούς των δημόσιων λειτουργών, χωρίς να υποστηρίζουν μια αξιοπρεπή σύνταξη για τους εργαζομένους και τις εργαζόμενες του ιδιωτικού τομέα και αποκρύβοντας το γεγονός ότι η ουσία της πρότασης για τη μείωση του ελλείμματος του προϋπολογισμού είναι το να γίνει δυνατό να πληρωθούν το υπερβολικό μέγεθος των τόκων του δημόσιου χρέους. Οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες του δημόσιου τομέα φοβούνται, σωστά, ότι θα είναι τα μεγάλα θύματα της μεταρρύθμισης. Και οι προνομιούχοι κινητοποιούνται προκειμένου να υπερασπιστούν τα προνόμιά τους. Εν μέσω της γενικής ανταλλαγής πυρών, η κυβέρνηση (ειδικά ο Υπουργός Συντάξεων, Ricardo Berzoini, μέλος του PT και πρώην συνδικαλιστής) βγάζει ασυνεπείς λόγους σε σχέση με τους στόχους της.

Η μεταρρύθμιση του εργατικού κώδικα δεν είναι λιγότερο αμφιλεγόμενη. Για να παραθέσουμε μόνο ένα παράδειγμα, σε μια από τις πρώτες του διακηρύξεις μετά το διορισμό του, ο Υπουργός Εργασίας, Jaques Wagner (μέλος του PT, πρώην συνδικαλιστής) ήταν ευνοϊκός απέναντι σε μια από τις κύριες διεκδικήσεις των εργοδοτών, την ακύρωση του προστίμου του 40% που πρέπει οι εργοδότες να πληρώνουν για τις αδικαιολόγητες απολύσεις. Αντιμέτωπος με τις ζωηρές και άμεσες αντιδράσεις των συνδικαλιστικών ομοσπονδιών, υποχώρησε. Το πιο σημαντικό θέμα σ’ αυτό το πεδίο δεν έχει ακόμη ελκύσει μεγάλη προσοχή: το γεγονός ότι πάνω από το μισό της βραζιλιάνικης εργατικής δύναμης δεν έχει τυπική απασχόληση και έτσι δε διαθέτει καμία νομική προστασία. Συνοψίζοντας, η διαπραγμάτευση και η σταδιακή έγκριση αυτών των μεταρρυθμίσεων θα οδηγήσει με βεβαιότητα σε μεγάλες συγκρούσεις.

Διεθνείς σχέσεις

Οι διεθνείς σχέσεις θα αποτελέσουν ένα πεδίο με αποφασιστική σημασία γι’ αυτή την κυβέρνηση τόσο για τον αντίκτυπό της στο εξωτερικό, όσο και σαν μια πηγή των κυριοτέρων προκλήσεων που θα αντιμετωπίσει (η πιο επικίνδυνη είναι η πορεία των διαπραγματεύσεων για την FTAA που βρίσκονται σ’ εξέλιξη).

Ο Lula έχει πει ότι θα δώσει προτεραιότητα στις σχέσεις στο εσωτερικό της Λατινικής Αμερικής, κάτι το οποίο είναι θετικό. Στη διάρκεια του εναρκτήριου λόγου της θητείας του, επέστησε την προσοχή στις συναντήσεις του με τον Hugo Chavez και το Fidel Castro – μια αναφορά που στο σημερινό κόσμο έχει μεγάλη σημασία.

Μοιάζει να εξετάζει την άυξηση της βοήθειάς της προς τη Βενεζουέλα, με το διακηρυγμένο στόχο της να υπερασπιστεί την έννομο τάξη – κάτι που επίσης είναι θετικό – μπροστά στις κινητοποιήσεις της Δεξιάς στη Βενεζουέλα με σκοπό την ανατροπή της κυβέρνησης Chavez. Ο υπουργός, Celso Amorim, ένας διπλωμάτης καριέρας, είχε άλλη μια φορά καταλάβει αυτό το αξίωμα υπό τον πρόεδρο Itamar Franco την περίοδο 1992-94.

Το πιο σημαντικό ερώτημα είναι: πως πρόκειται να διεξαχθούν οι διαπραγματεύσεις για τη FTAA (θα εμπλακούν, επίσης, και άλλοι υπουργοί και ιδιαίτερα αυτός της Ανάπτυξης); Ένα πολύ θετικό γεγονός αποτελεί ο διορισμός του πρεσβευτή Samuel Pinheiro Guimaraes στο δεύτερο τη τάξει αξίωμα στην ιεραρχία του υπουργείου, εκείνο του γενικού γραμματέα. Ο Guimaraes ήταν ένας από τους κύριους επικριτές του σχεδίου της FTAA στη Βραζιλία και γι’ αυτό απαλλάχθηκε από τα καθήκοντά του και περιθωριοποιήθηκε από τον προηγούμενο υπουργό. Ο διορισμός του θα μπορούσε να σημαίνει ότι κυβέρνηση Lula πρόκειται να υιοθετήσει μια στάση εναντίωσης στη FTAA. Εντούτοις, ακολούθως η γραμματεία έχασε κάποιες από τις αρμοδιότητές της και φαίνεται ότι δεν πρόκειται να συμμετάσχει άμεσα στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων για τη FTAA.

Επιπλέον ο βραζιλιάνος συντονιστής των διαπραγματεύσεων θα συνεχίσει να είναι ο πρέσβης Clodoaldo Huguney, ο ίδιος διπλωμάτης που έχει αναλάβει αυτή την ευθύνη από το 2001!

Ο Lula, όπως και ο Celso Amorim, προωθεί μια γραμμή η οποία συνίσταται στην πραγματοποίηση των διαπραγματεύσεων για τη FTAA παράλληλα με την επιδίωξη της διόρθωσης ορισμένων πλευρών της. Κατά την εγκατάσταση στο αξίωμά του ο Lula είπε: «Το ουσιώδες σ’ όλα αυτά τα φόρα είναι να διατηρούμε περιθώρια ευελιξίας για τις δικές μας πολιτικές ανάπτυξης στο κοινωνικό και περιφερειακό επίπεδο, για το περιβάλλον, τη γεωργία, τη βιομηχανία, την τεχνολογία. Δε θα χάσουμε από το βλέμμα μας το γεγονός ότι η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ύστατο πεπρωμένο της έκβασης των διαπραγματεύσεων. Ποια θα ήταν η αξία της συμμετοχής μας, μια τέτοιας τεράστιας προσπάθειας σε τόσα πολλά μέτωπα αν το αποτέλεσμα δεν αφορούσε άμεσα οφέλη για τους ανθρώπους μας; Θα προσέξουμε επίσης αυτές οι διαπραγματεύσεις, που πλέον προχωρούν για τα καλά πέρα από τις μειώσεις των δασμών και αγκαλιάζουν μια ολόκληρη σειρά από νόρμες, να μη δημιουργήσουν απαράδεκτους περιορισμούς για το κυριαρχικό δικαίωμα του βραζιλιάνικου λαού να αποφασίζει το μοντέλο ανάπτυξής του».

Το τρέχον μοντέλο της FTAA, το οποίο ανταποκρίνεται στα συμφέροντα των ΗΠΑ, δημιουργεί ακριβώς τέτοιους περιορισμούς του «κυριαρχικού δικαιώματος του βραζιλιάνικου λαού να αποφασίζει το μοντέλο ανάπτυξής του». Αυτό το μοντέλο υπερβαίνει κατά πολύ τα ζητήματα του ελεύθερου εμπορίου: περιλαμβάνει την απελευθέρωση των κεφαλαιακών και επενδυτικών ροών, περιορισμούς των κυβερνητικών πολιτικών που καθορίζουν τη ζήτηση, σύμφωνα με τις γραμμές που προτάθηκαν από την περίφημη MAI.

Συμπερασματικά:η πολιτική στην κατεύθυνση της FTAA δεν είναι αυτή που υπερασπίστηκε η βραζιλιάνικη αριστερά και ενέκρινε το δημοψήφισμα του 2002 – δηλαδή το σταμάτημα των διαπραγματεύσεων. Παρ’ όλ’ αυτά οι ευκαιρίες για να εμποδιστεί αυτό το επικίνδυνο σχέδιο αυξάνονται.

Απροσδιόριστοι προσανατολισμοί

Ο στόχος του άρθρου ήταν μόνο να παρουσιάσει μ’ ένα αδρό συστηματικό τρόπο την εικόνα της σύνθεσης της κυβέρνησης Lula και να επιχειρήσει μια σύντομη ανάλυση των πρώτων της σταδίων. Δεν ισχυριζόμαστε ότι επιχειρούμε μια συνολική ανάλυση και ακόμη λιγότερο προτείνουμε μια ανάλυση για την αριστερά του PT σε σχέση με την κυβέρνηση. Συνεπώς, στη διαδικασία της εξαγωγής συμπερασμάτων, μπορούμε να συνοψίσουμε αυτά που φαίνονται να αποτελούν τις βασικές αντιφάσεις του αρχικού σχεδίου.

Η ιδέα ότι είναι δυνατό να διατηρηθεί η συντηρητική πολιτική όσον αφορά θεμελιώδεις πλευρές (νομισματική πολιτική, δημοσιονομική πολιτική, εγγύηση των «συμβολαίων» γενικώς, πράγμα που συμπεριλαμβάνει αυστηρή διασφάλιση της ατομικής ιδιοκτησίας) και ταυτόχρονα να προωθηθούν αλλαγές που είναι δυνατό να εκφράσουν τα λαϊκά συμφέροντα, υποδηλώνει ότι είναι δυνατό να μειωθεί η εκμετάλλευση και η καταπίεση χωρίς να ζημιωθούν τα συμφέροντα των κυρίαρχων τάξεων. Ισοδυναμεί, λοιπόν, με αντίφαση επί τοις όροις.

Η αντίφαση δεν ξεπερνιέται στην «αριστερή» εκδοχή της ίδιας ιδέας, την οποία υπερασπίστηκε ο Jose Dirceu στο λόγο που εκφώνησε κατά την εγκατάσταση στο αξίωμά του: «να τείνουμε το χέρι στους επιχειρηματίες» έτσι ώστε να συνεργαστούν γι’ αυτό το σκοπό. Είναι άραγε αυτές οι ιδέες καθαρά τακτικής φύσεως ή μήπως αντιπροσωπεύουν ένα στρατηγικό προσανατολισμό στην καρδιά της κυβέρνησης; Αν εξετάσουμε αυτά τα οποία εκείνοι που ομιλούν εν ονόματι της κυβέρνησης έχουν πει, θα πρέπει να οδηγηθούμε στη δεύτερη υπόθεση. Όπως είδαμε. Η ιδέα ότι η κυβέρνηση ξεκινά με μια «μεταβατική περίοδο» ερμηνεύεται με την έννοια ότι ένα ορισμένο χρονικό διάστημα είναι απαραίτητο για τη χώρα ώστε να ελευθερωθεί από τους πιο επαχθείς περιορισμούς που κληρονόμησε από την προηγούμενη κυβέρνηση.

Αλλά προσδοκάται να πραγματοποιηθεί αυτό μέσα από τη διατήρηση της συντηρητικής (ή νεοφιλελεύθερης) ορθοδοξίας σε αποφασιστικούς τομείς της μακροοικονομικής πολιτικής – ιδιαίτερα στο δημοσιονομικό και νομισματικό πεδίο.
Οποιοσδήποτε ή οποιαδήποτε με βασικές μαρξιστικές αναφορές θα συμπέραινε χωρίς δυσκολία ότι αυτό το σχέδιο δεν είναι ρεαλιστικό. Όμως τι πρόκειται να προκύψει απ’ αυτό;

Η κυβέρνηση Lula έχει, θα λέγαμε, δύο ψυχές: εκείνη των υπεσχημένων αλλαγών (που δικαιολόγησαν την εκλογή της) και εκείνη των εγγυήσεων συνέχειας με σκοπό την εξασφάλιση της εμπιστοσύνης των αγορών.

Ίσως αυτές οι δύο ψυχές συμβολίζονται από την απόφαση του Lula να συμμετάσχει στο WSF (Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ) στο Πόρτο Αλλέγκρε και στο WEF (Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ) στο Νταβός. Κάποιοι από τους οργανωτές του WSF άσκησαν κριτική σ’ αυτή την απόφαση και κάλεσαν το Lula να μην πάει στο Νταβός – χωρίς αποτέλεσμα. Στο Πόρτο Αλλέγκρε, ο Lula θα βρεθεί με υπουργούς που συνδέονται με το κοινωνικό επίπεδο των δραστηριοτήτων της κυβέρνησης· στο Νταβός, με τον Meirelles (Κεντρική Τράπεζα) και το Furlan (Ανάπτυξης), και οι δύο τακτικοί συμμέτοχοι σε τέτοιες συναντήσεις. Η σύνθεση της κυβέρνησης φανερώνει ότι θα υπάρξουν εσωτερικές συγκρούσεις. Και το πλέον σημαντικό: ακόμη κι αν ο Lula επιθυμεί και εργάζεται για ένα «κοινωνικό σύμφωνο» και για την εθνική ενότητα, αυτό που είναι πιθανότερο είναι μια κυβέρνηση με μεγάλης κλίμακας ταξικές συγκρούσεις (των οποίων τις διαστάσεις είναι δύσκολο κανείς να προβλέψει), όπου η κοινωνική κινητοποίηση θα παίξει ένα θεμελιώδη ρόλο. Ένα άλλο επίσης αποφασιστικό ερώτημα: ποια θα είναι η δυναμική του PT στη διάρκεια της θητείας του Lula στην κυβέρνηση; Πως θα συμπεριφερθεί αντιμέτωπο με τις προκλήσεις και τις συγκρούσεις που η κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει;

Είναι σαφές ότι το κόμμα θα υποβληθεί σε μεγάλες πιέσεις· και δε θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά, όταν θα δει πολιτικές που για καιρό επέκρινε να εφαρμόζονται. Μέχρι τώρα, η ενότητα διατηρούνταν από τις γενικές προσδοκίες από την κυβέρνηση Lula και από τη δύναμη της μακράς τροχιάς που έχει διαγράψει η ταυτότητα του PT μέσα στους κοινωνικούς αγώνες. Αλλά, από την άλλη μεριά, απειλές προς τη δημοκρατική διαδικασία συζήτησης έχουν ήδη εμφανιστεί.

Για το λόγο της εναντίωσής της στην επιλογή του Meirelles, η γερουσιαστίνα Heloisa Helena απειλήθηκε με κυρώσεις από τον πρώην πρόεδρο του PT, Jose Dirceu (τελικά ο νέος πρόεδρος, Jose Genoino, επέτρεψε μια συμφωνία με την οποία η γερουσιαστίνα απείχε από τη ψηφοφορία για το νέο πρόεδρο της Κεντρικής Τράπεζας χωρίς να υποστεί κυρώσεις). Παρόλο που σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος εναπόκειται στους γερουσιαστές να συζητήσουν και να αποφασίσουν το διορισμό του προέδρου της Κεντρικής Τράπεζας, οι γερουσιαστές του PT εμποδίστηκαν από το να το πράξουν. Στο μεταξύ, η στάση του Dirceu στο επεισόδιο δέχτηκε κριτική από διάφορους τομείς του κόμματος. 

Ο περιορισμός της συζήτησης και η περιστολή της δημοκρατίας δεν ευνοούν την ενότητα, προπάντων όταν τα υπό συζήτηση ζητήματα σχετίζονται πολύ περισσότερο με την κοινωνική βάση του κόμματος παρά με το διορισμό του προέδρου της κεντρικής τράπεζας με παραδείγματα τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, την εργατική ννομοθεσία και το σχηματισμό της FTAA. Παρά το ελάχιστο λαϊκό ενδιαφέρον που προξενεί, το ζήτημα της αυτονομίας της Κεντρικής Τράπεζας είναι εξαιρετικά αμφιλεγόμενο. Θα υπάρξει αρκετός χώρος για σύζητηση πάνω σ’ αυτό και άλλα ζητήματα;

Το μεγάλο ερώτημα είναι: θα μπορέσει ο συντηρητικός προσανατολισμός που έχει επικρατήσει στο οικονομικό πεδίο να παγιωθεί; Αν ναι, θα κατορθώσει η ενότητα του PT να επιβιώσει μέσα από τέτοιες αντινομίες; Ή, για να θέσουμε το ζήτημα μ’ έναν άλλο τρόπο: μπορούν το Πόρτο Αλλέγκρε και το Νταβός να συνυπάρχουν επ’ άπειρον στο εσωτερικό του PT; Οι προσανατολισμοί αυτής της κυβέρνησης δεν μπορούν να προσδιοριστούν a priori. Θα προσδιοριστούν μέσα από μια αλληλοδιαδοχή πολιτικών και κοινωνικών αγώνων, στους οποίους η υπεράσπιση της αλλαγής θα υποστηρίζεται από τη συνολική πορεία του PT, από την ιστορική του ταύτιση με τα λαϊκά συμφέροντα και από το θεμελιώδες μήνυμα των εκλογών.

Joao Machado Borges Neto

Ο Joao Machado Borges Neto είναι οικονομολόγος, αγωνιστής του PT, υποστηρικτής της Σοσιαλιστικής Δημοκρατικής Τάσης και μέλος της εθνικής ηγεσίας του κόμματος για αρκετά χρόνια.


Σπάρτακος 69, Απρίλης 2003

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3218

There are 1 comments

Σχολιάστε