Η Ουκρανία αντιμετωπίζει μια αφόρητη επιλογή

του Oleksandr Kyselov

Η Ουκρανία αντιμετωπίζει μια αφόρητη επιλογή

[από το Jacobin, 21 Νοεμβρίου 2025 & International Viewpoint 23/11/2025]

Εξουθενωμένοι από τις άνω των τριών ετών ρωσικές επιθέσεις, οι Ουκρανοί είναι όλο και πιο πρόθυμοι να αποδεχθούν άδικους πολιτικούς συμβιβασμούς και σκληρές εδαφικές παραχωρήσεις για να τερματιστεί ο πόλεμος. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου σαφές αν αυτή η δύσκολη επιλογή θα φέρει πραγματικά διαρκή ειρήνη.


Καθώς αυξάνονται οι εικασίες για ένα άλλο ειρηνευτικό σχέδιο για την Ουκρανία με μεσολάβηση του Τραμπ, μεγάλο μέρος της σημερινής συζήτησης μοιάζει με ένα déjà vu [“τόχουμε ξαναδεί”]. Ξαναβλέπουμε τις ίδιες καταγγελίες για «συμφέροντα» πίσω από τη σύγκρουση, για καταγγελία των πολεμοκάπηλων, καθώς και εκκλήσεις για «επείγουσες συνομιλίες». Στην Ουκρανία, δεν τα έχουμε απλώς ακούσει τέτοια επιχειρήματα. Τα διατυπώσαμε και εμείς οι ίδιοι.

Το καλοκαίρι του 2014, μετά την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία και την έξαρση του πολέμου στο Ντονμπάς, ακτιβιστές από την Ουκρανία, τη Ρωσία και τη Λευκορωσία εξέδωσαν μια δήλωση για ένα «Νέο Τσίμερβαλντ», στην οποία επικρίνουν την έξαρση του σοβινισμού και της ξενοφοβίας στις χώρες τους. Ζήτησαν ένα ευρύ αντιπολεμικό κίνημα, άμεση κατάπαυση του πυρός και αμοιβαίο αφοπλισμό. Το νεοσύστατο τότε κίνημα Sotsialnyi Rukh (Κοινωνικό Κίνημα) της Ουκρανίας αντανακλούσε αυτό το πνεύμα το 2015, υποστηρίζοντας άμεσες διαπραγματεύσεις με τη συμμετοχή συνδικαλιστών και υπερασπιστών των δικαιωμάτων και από τις δύο πλευρές, καθώς και τη διάλυση των υπηρεσιών ασφαλείας. Ήταν μια γνήσια προσπάθεια για διεθνιστική ειρήνη -και απέτυχε.

Τίποτα από αυτά δεν σταμάτησε την επιθετικότητα της Ρωσίας το 2022. Ωστόσο, οι Ρώσοι αριστεροί, εκτός από μια γενναία μειοψηφία, υποχώρησαν και πάλι σε ειρηνιστικές φόρμουλες, κατηγορώντας και τις δύο πλευρές για τον πόλεμο και δείχνοντας με το δάχτυλο το ΝΑΤΟ, τον Μπόρις Τζόνσον και το «νεοναζιστικό ολιγαρχικό καθεστώς στο Κίεβο». Οι Ουκρανοί, που βρίσκονταν στο στόχαστρο των πυρών, δεν είχαν τέτοια πολυτέλεια. Αντιστάθηκαν στις δυνάμεις κατοχής και πάρα πολλοί έχουν ήδη χάσει τη ζωή τους.

Η αριστερά διεθνώς, όταν δεν περιορίζεται σε απλώς εθιμοτυπικές δηλώσεις, ταλαντεύεται σε μεγάλο βαθμό μεταξύ της ενστικτώδους αποστροφής για την αδικία και μιας απελπισμένης έκκλησης για ειρήνη. Αλλά μπορεί άραγε κάποιο από τα δύο αυτά να αποτελέσει οδηγό για δράση;

Το τίμημα της δικαιοσύνης

Δεν λείπουν αυτοί που καταγγέλλουν κάθε συμβιβασμό με το Κρεμλίνο ως απόλυτη προδοσία που θα δημιουργούσε ένα προηγούμενο ανταμοιβής της επιθετικότητας. Σε απόλυτους όρους, έχουν δίκιο. Ωστόσο, η δικαιοσύνη έχει πάντα ένα τίμημα: αν όχι για τον ακτιβιστή που την διεκδικεί, τότε για κάποιον άλλο.

Οι πόροι της Ουκρανίας έχουν φτάσει στα όριά τους. Οι αμυντικές δαπάνες το 2025 έφτασαν τα 70 δισεκατομμύρια δολάρια, υπερβαίνοντας τα εγχώρια φορολογικά έσοδα. Το δημοσιονομικό έλλειμμα κυμαίνεται κοντά στα 40 δισεκατομμύρια δολάρια και η συνέχιση της ξένης βοήθειας δεν είναι δεδομένη. Το κόστος της ανασυγκρότησης έχει ήδη αυξηθεί σε πάνω από μισό τρισεκατομμύριο δολάρια. Το δημόσιο χρέος ανέρχεται σε 186 δισεκατομμύρια δολάρια και συνεχίζει να αυξάνεται.

Σχεδόν τα δύο τρίτα των Ουκρανών αναμένουν ότι ο πόλεμος θα διαρκέσει περισσότερο από ένα χρόνο, και οι ειδικοί επίσης συμφωνούν. Ο Πρόεδρος Βολοντιμίρ Ζελένσκι υπογραμμίζει ότι η χώρα του θα χρειαστεί όλη τη διαθέσιμη υποστήριξη για να μπορεί να πολεμάει τον ρωσικό στρατό για άλλα δύο έως τρία χρόνια. Ταυτόχρονα, οι Ένοπλες Δυνάμεις της Ουκρανίας είναι υπό πίεση όχι μόνο λόγω της έλλειψης όπλων και πυρομαχικών, αλλά και λόγω της μείωσης του ανθρώπινου δυναμικού.

Από το 2022 έχουν καταγραφεί πάνω από 310.000 περιπτώσεις λιποταξίας και αδικαιολόγητης απουσίας, με περισσότερες από τις μισές να έχουν καταγραφεί το 2025. Πολλοί στρατιώτες που έφυγαν αναφέρουν εξάντληση, ψυχολογική απροετοιμασία για την ακραία ένταση των μαχών, ατελείωτες αποστολές και διεφθαρμένους διοικητές που τους αντιμετωπίζουν ως αναλώσιμους. Μερικοί είναι έτοιμοι να επιστρέψουν μόλις βελτιωθούν οι συνθήκες, αλλά μόνο ένα μικρό ποσοστό το έκανε στο πλαίσιο του απλοποιημένου προγράμματος επανένταξης.

Πάνω από τους μισούς Ουκρανούς άνδρες δηλώνουν ότι είναι έτοιμοι να πολεμήσουν, αλλά 1,5 εκατομμύριο δεν έχουν ακόμη ενημερώσει τα στρατιωτικά τους αρχεία. Μετά την εισαγωγή της στρατολόγησης το 2024, μόνο 8.500 προσφέρθηκαν εθελοντικά σε ένα χρόνο. Ακόμη και η προσφορά 24.000 δολαρίων ως μπόνους εγγραφής για συμβόλαια ενός έτους σε νέους απέτυχε να προσελκύσει πολλούς. Μόλις χαλάρωσαν οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί για τους 18-22χρονους, σχεδόν 100.000 άνδρες πέρασαν τα σύνορα τους πρώτους δύο μήνες, πολλοί από τους οποίους έφυγαν για πάντα.

Η σκληρή πραγματικότητα είναι ότι η ουκρανική αντίσταση βασίζεται σε αυτό που λέγεται «λεωφορειοποίηση» -δηλαδή την αναγκαστική συλλογή ανδρών από τους δρόμους ή τους χώρους εργασίας τους και την υποχρεωτική στρατολόγησή τους. Ο Ombudsman [Συνήγορος του Πολίτη] έχει αναγνωρίσει ότι αυτές οι καταχρήσεις είναι πλέον συστηματικές. Παρόλα αυτά, το Ανώτατο Δικαστήριο της Ουκρανίας έχει δεχτεί ότι η κινητοποίηση παραμένει νομικά ισχυρή, ακόμη και όταν πραγματοποιείται παράνομα. Εν τω μεταξύ, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αναφέρουν όλο και πιο συχνά βίαιες συγκρούσεις με αξιωματικούς στρατολόγησης.

Η κοινή γνώμη αντικατοπτρίζει αυτή την κούραση, και τα πρόσφατα σκάνδαλα διαφθοράς που αφορούν τους στενότερους συνεργάτες του Προέδρου δεν βοηθούν καθόλου. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το 69% υποστηρίζει πλέον ένα διαπραγματευτικό τέλος του πολέμου και σχεδόν τα τρία τέταρτα είναι έτοιμα να αποδεχθούν το πάγωμα της πρώτης γραμμής, ακόμη και χωρίς τους όρους της Ρωσίας. Οι Ουκρανοί συνεχίζουν να επιμένουν σε εγγυήσεις ασφάλειας, οι οποίες για αυτούς περιλαμβάνουν έναν επαρκή εξοπλισμό και την ένταξη στην ΕΕ.

Το όνειρο του «αγώνα μέχρι τη νίκη», ό,τι και να γίνει, αγνοεί αυτά τα όρια. Αν η «απόλυτη στήριξη» της Δύσης δεν περιλαμβάνει την ετοιμότητα να ανοίξει ένα δεύτερο μέτωπο, τι θα πρέπει να περιμένουμε; Η λογική της απελπισίας οδηγεί στη μείωση της ηλικίας στρατολόγησης, στην επέκταση της στρατιωτικής θητείας στις γυναίκες, στην επαναφορά από το εξωτερικό Ουκρανών προσφύγων που βρίσκονται σε ηλικία στρατολόγησης, για να γεμίσουν τα χαρακώματα, και μετά στη δημιουργία στρατιωτικών τμημάτων για να εμποδίζουν, ακόμα και με εκτελέσεις, λιποταξίες.

Η ειρηνιστική ψευδαίσθηση

Αυτή η ζοφερή κατάσταση δεν είναι απλώς μια εγχώρια αποτυχία. Γιατί αντικατοπτρίζει την εξάντληση από το να κουβαλάει μόνη της το βαρύτερο φορτίο -καθώς και από το να παλεύει με νύχια και δόντια για υλική υποστήριξη από εκείνους που πιστεύουν ότι αρκούν οι σκληρές λεκτικές καταδίκες και η ανθρωπιστική βοήθεια για να σταματήσουν την εισβολή της Ρωσίας. Όσο πιο δύσκολη γίνεται η κατάσταση, τόσο πιο δελεαστικό γίνεται για ορισμένους στο εξωτερικό να φαντάζονται ότι ο ίδιος ο αγώνας είναι το πρόβλημα.

Εξού και η ιδέα ότι τα δυτικά όπλα απλώς «παρατείνουν τα δεινά» και ότι διακόπτοντας αυτή τη βοήθεια προς την Ουκρανία θα την ωθήσει να αποδεχτεί «αναγκαίες παραχωρήσεις». Αυτή είναι μια παρηγορητική ψευδαίσθηση που βασίζεται σε λανθασμένη λογική. Αν τα λόγια από μόνα τους μπορούσαν να τερματίσουν την καταπίεση, τότε οι απεργίες και οι επαναστάσεις θα είχαν αντικατασταθεί από διαγωνισμούς ρητορικής.

Οι παραδόσεις όπλων δεν εμποδίζουν τη διπλωματία, αλλά είναι αυτές που επιτρέπουν στην Ουκρανία να συμμετέχει στις διαπραγματεύσεις. Ο Πρόεδρος Ζελένσκι έχει δηλώσει την ανοιχτή στάση του σε διαπραγματεύσεις και ακόμη και σε σκληρές αποφάσεις. Αλλά μόνο μια πλευρά που μπορεί να σταθεί στο έδαφός της μπορεί να διαπραγματευτεί με ισότιμους όρους. Το να αφοπλιστεί η Ουκρανία θα ήταν σαν να την αναγκάσουν να υποκύψει. Η Μόσχα το γνωρίζει αυτό και εκμεταλλεύεται τις αντιφάσεις για να σπείρει σύγχυση και να διαιρέσει τις αντίπαλες γραμμές.

Το Κρεμλίνο έχει επανειλημμένα απορρίψει την κατάπαυση του πυρός, καθιστώντας σαφές ότι το μόνο που το ενδιαφέρει είναι η ουσιαστική παράδοση της Ουκρανίας. Ακόμα και αν ο μαξιμαλισμός της Ρωσίας είναι εν μέρει μπλόφα, μια «παγωμένη» σύγκρουση ή ακόμα και η παραχώρηση του Ντονμπάς από την Ουκρανία δεν θα «αντιμετώπιζε τις βαθιές αιτίες» του πολέμου, όπως ισχυρίζεται ο Βλαντιμίρ Πούτιν. Η Μόσχα έχει εξασφαλίσει τη χερσαία γέφυρα προς την Κριμαία, αλλά δεν διαθέτει τους πόρους για να καταλάβει τις υπόλοιπες περιοχές της Χερσόνας και της Ζαπορίζια, τις οποίες επίσης διεκδικεί. Η Ουκρανία δεν θα αναγνωρίσει ποτέ τις απώλειες, ακόμη και αν αναγκαστεί επίσημα να το κάνει. Η δυσαρέσκεια αυτή θα κατοχυρώσει τη Ρωσία ως έναν αιώνιο εχθρό, δημιουργώντας το ενδεχόμενο νέας έκρηξης σύγκρουσης.

Η ίδια η αρχή του Πούτιν -«αν η μάχη είναι αναπόφευκτη, χτύπα πρώτος»- καθιστά το επόμενο βήμα προβλέψιμο, αν κοιτάξουμε τον χάρτη. Μια προώθηση προς το ρωσικό φυλάκιο στην Υπερδνειστερία θα παγίδευε τη Μολδαβία, θα εξασφάλιζε τον διάδρομο της Μαύρης Θάλασσας και θα στραγγάλιζε ό,τι έχει απομείνει από το θαλάσσιο εμπόριο της Ουκρανίας, ενώ θα παρέδιδε και την Οδησσό, που κάποτε ήταν το στολίδι της ρωσικής αυτοκρατορίας, κεντρικό σημείο της μυθολογίας της «ρωσικής άνοιξης».

Η εγκατάλειψη της Ουκρανίας από τα ευρωπαϊκά κράτη δεν θα έφερνε καμία χαλάρωση των εντάσεων. Τα νέα μέλη του ΝΑΤΟ, η Φινλανδία και η Σουηδία, εγκατέλειψαν την ουδετερότητα ακριβώς λόγω του νέου τρόπου «επίλυσης διαφορών» της Ρωσίας. Πέντε χώρες αποσύρθηκαν από την “Συνθήκη για την Απαγόρευση των Ναρκών” (ή Συνθήκη της Οτάβα) το 2025 για τον ίδιο λόγο. Οι στρατιωτικές δαπάνες της Πολωνίας είναι σε πορεία να τριπλασιαστούν από το 2022, και οι χώρες της Βαλτικής σπεύδουν να δαπανήσουν το 5% του ΑΕΠ τους για την άμυνα. Το να βλέπουν έναν γείτονα να διαμελίζεται από τον πρώην επικυρίαρχο δεν θα τους ηρεμήσει, αλλά θα τους οδηγήσει να οπλιστούν περαιτέρω.

Τυφλό σημείο

Το τελεσίγραφο της Μόσχας τον Δεκέμβριο του 2021 κατέστησε σαφείς τις φιλοδοξίες της: το ΝΑΤΟ θα έπρεπε να αποσυρθεί στα σύνορα του 1997 και να αναγνωρίσει τη σφαίρα επιρροής της Ρωσίας στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη. Το αίτημα αυτό φαινόταν παράλογο μέχρι που άρχισαν οι πυροβολισμοί τον Φεβρουάριο του 2022. Ωστόσο, η αιφνιδιαστική επίθεση του Πούτιν κατά της Ουκρανίας απέτυχε και ο ίδιος κατηγορεί τις «ευρωπαϊκές κυβερνώσες ελίτ».

Κανείς δεν περιμένει τα ρωσικά άρματα να φτάσουν στο Βερολίνο. Ωστόσο, οι χώρες της Βαλτικής, που βρίσκονται στριμωγμένες μεταξύ της Ρωσίας και της στρατιωτικοποιημένης λωρίδας της στο Καλίνινγκραντ, ταιριάζουν στο πρότυπο. Οι πρώην αυτοκρατορικές επαρχίες, που χωρίζουν τη Μόσχα από τα παράκτια εδάφη της, αποτελούν δελεαστικό στόχο. Η ρητορική για «μη ιστορικές εθνότητες» που απλώς θα μαστίζονταν από ρωσοφοβία έχει ήδη ξεκινήσει.

Αν το Κρεμλίνο αποφασίσει να γεφυρώσει το διάδρομο Σουβάλκι -τη στενή λωρίδα πολωνικού και λιθουανικού εδάφους μεταξύ του Καλίνινγκραντ και της Ρωσίας- εν μέσω ενός νέου κύματος εσωτερικών διαμαχών στη Δύση σχετικά με τις κυρώσεις, την ενεργειακή πολιτική ή την κοινή αμυντική στρατηγική, ποιος θα διακινδύνευε έναν Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο;

Κάπου στην πορεία, τμήματα της αριστεράς έχουν χάσει την ικανότητα να διακρίνουν την αντίσταση από τον μιλιταρισμό. Αντιμετωπίζοντας την επέκταση του ΝΑΤΟ ως την αιτία του πολέμου -και βρίσκοντας έτσι τη λύση σε μια απλή απόσυρσή της- οι αντιμιλιταριστές παραδέχονται σιωπηλά ότι τεράστιες περιοχές πέρα από τη Ρωσία ανήκουν στη δική της «φυσική» επικράτεια.

Το βασικό ερώτημα είναι: αν η Ρωσία έχει δικαίωμα να λύνει με τη βία ιστορικές της διεκδικήσεις και «θεμιτά ζητήματα ασφάλειας», γιατί να μην το μπορούν και οι άλλοι; Η πραγματική νίκη για το στρατιωτικοβιομηχανικό σύμπλεγμα δεν είναι οι αποστολές στην Ουκρανία ή ακόμη και τα προγράμματα επανεξοπλισμού, αλλά μια Ευρώπη σε μόνιμη κρίση, όπου κάθε σύνορο γίνεται αμφισβητήσιμο και οι αμυντικές δαπάνες αυξάνονται ασταμάτητα.

Μνησίκακος ρεβιζιονισμός

Η πραγματική απειλή δεν είναι ο ουκρανικός εθνικισμός. Δεν είναι ούτε περισσότερο απειλητικός ούτε και πιο σοβινιστικός από οποιουδήποτε μικρού κράτους που βρίσκεται σε πολιορκία. Ακόμη και όσοι έχουν πληγεί ιδιαίτερα από τον πόλεμο ανησυχούν συχνότερα για το πώς να επιβιώσουν από τις επιθέσεις με πυραύλους και drones. Αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να εγκρίνουμε τη δημιουργία εθνικιστικών παραμυθιών. Αλλά η εμμονή στις υπερβολές της πολιτιστικής πολιτικής της Ουκρανίας αποτελεί απλώς μια βολική απόσπαση της προσοχής, μια δικαιολογία για να σχετικοποιήσουμε την επιθετικότητα και να αποστασιοποιηθούμε από αυτό που πραγματικά διακυβεύεται.

Αυτό που αντιμετωπίζουμε τώρα είναι μια στρατιωτικοποιημένη, επεκτατική, πετρελαϊκή αυτοκρατορία, που καλύπτει το μίσος της με λόγια για «ιστορική δικαιοσύνη», ντύνει την νεο-παραδοσιακή της αναβίωση με κριτική του «εκφυλισμένου δυτικού κόσμου» και είναι έτοιμη να χρησιμοποιήσει οποιοδήποτε μέσο για να διεκδικήσει τη «δίκαιη θέση της στον κόσμο». Αυτή η πολιτική ενός μνησίκακου ρεβιζιονισμού δεν είναι ίδιο της Μόσχας: αντηχεί από την Ουάσιγκτον έως το Πεκίνο, και πρέπει να αντιμετωπιστεί πριν η οποιαδήποτε συζήτηση για αφοπλισμό αποκτήσει νόημα.

Η Λι Άντερσον, πρώην πρόεδρος της Αριστερής Συμμαχίας της Φινλανδίας, έχει ήδη ζητήσει μια αντιφασιστική, εξωτερική και αμυντική, πολιτική. Απορρίπτοντας την ψευδαίσθηση ότι ο φασισμός θα μπορούσε να λογικευτεί, αποδέχεται την οικοδόμηση των αμυντικών δυνατοτήτων και της στρατηγικής αυτονομίας των κρατών της ΕΕ ως προϋπόθεση για την ειρήνη και υποστηρίζει το διεθνές δίκαιο ως μηχανισμό πρόληψης της αυταρχικής ανατροπής.

Όπως υποστήριξε η Άντερσον, είναι καιρός να προσφέρουμε μια αξιόπιστη εναλλακτική λύση στις συζητήσεις για την ασφάλεια, που να μην υποκύπτει στον στρατιωτικοποιημένο νεοφιλελευθερισμό ούτε και να φετιχοποιεί την καθαρότητα. Η ακροδεξιά ανεβαίνει στις δημοσκοπήσεις και οι αμυντικοί προϋπολογισμοί διογκώνονται, ενώ οι κοινωνικές δαπάνες, η προσαρμογή στο κλίμα και η αναπτυξιακή βοήθεια μειώνονται δραστικά. Ωστόσο, το πρόβλημα εδώ είναι οι ελίτ που εκμεταλλεύονται αυτή την κρίση για να προωθήσουν τη δική τους ατζέντα, όχι οι Ουκρανοί που αρνούνται να υποκύψουν στον Πούτιν.

Η αντίσταση σε αυτή την πορεία σημαίνει να επιμείνουμε σε δύο πράγματα. Πρώτον, οι ίδιες οι ανθεκτικές κοινωνικές δομές και οι ισχυρές δημόσιες υποδομές είναι εξίσου αναγκαίες για να αντιμετωπιστούν οι όποιοι κλυδωνισμοί με τη χρήση τους ως όπλα. Δεύτερον, η οικονομική δημοκρατία, η πολιτική συμμετοχικότητα και ο δημόσιος έλεγχος είναι που κάνουν τον αγώνα να αξίζει τον κόπο. Όπως δείχνει η εμπειρία της Ουκρανίας, χωρίς αυτά, κάθε συζήτηση για ενότητα είναι μάταιη.

Δεν υπάρχει έτοιμη λύση

Όλοι θέλουν να τελειώσει ο πόλεμος, αλλά κανείς δεν έχει έτοιμη λύση -ίσως δεν υπάρχει καμία. Οφείλουμε ο ένας στον άλλο την ειλικρίνεια που απαιτεί αυτή η στιγμή. Οτιδήποτε λιγότερο από την πλήρη αποχώρηση της Ρωσίας από την Ουκρανία είναι βαθιά άδικο και εντελώς επικίνδυνο, αλλά η αδιάλλακτη επιδίωξη της δικαιοσύνης μπορεί επίσης να μας οδηγήσει σε σημείο χωρίς επιστροφή.

Η ίδια η επιβίωση -η διατήρηση της ανεξαρτησίας της χώρας παρά τις ιστορικές διαλέξεις του Πούτιν- είναι ήδη μια νίκη για την Ουκρανία. Αλλά η ιστορία δεν θα τελειώσει εκεί. Τα άπληστα κράτη επιτίθενται όχι επειδή προκαλούνται, αλλά επειδή μπορούν να το κάνουν. Για να τα σταματήσουμε θα χρειαστεί κάτι περισσότερο από ηθική δύναμη.

Oleksandr Kyselov

21 Νοεμβρίου 2025

Μετάφραση: ΤΠΤ – “4” από το International Viewpoint: “Ukraine Faces an Unbearable Choice”. Πηγή: Jacobin, 21 Νοεμβρίου 2025.

[Ο Oleksandr Kyselov, από το Ντονέτσκ, είναι μέλος του ουκρανικού “Κοινωνικού Κινήματος” (Sotsialnyi Rukh), και είναι τώρα βοηθός έρευνας στο Πανεπιστήμιο της Ουπσάλα στη Σουηδία.


https://tpt4.org/?p=10595

Σχολιάστε