Κρίση τροφίμων:
Nα σταματήσουν οι κυρώσεις;
του Daniel Tanuro
[από το ουκρανικό Commons, 8/9/2022]
Το “τσερνοζιόμ” [ή “μαύρο χώμα”, από το ρωσικό чернозём] είναι ένα εξαιρετικά εύφορο έδαφος, με πολύ υψηλό ποσοστό οργανικών ουσιών (5%), βάθους έως ένα μέτρο ή και περισσότερο. Ιστορικά, αυτά τα “μαύρα εδάφη” χάρισαν στην Ουκρανία τη φήμη της ως “σιτοβολώνας” της ρωσικής αυτοκρατορίας και της Ευρώπης. Στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ο σιτοβολώνας έγινε παγκόσμιος: Η Ουκρανία ήταν το 2018 ο πέμπτος παραγωγός αραβοσίτου, ο όγδοος παραγωγός σιταριού, ο πρώτος παραγωγός ηλιοτρόπιου, ο τρίτος παραγωγός φαγόπυρου. Το 12% των εισαγωγών σε σιτηρά παγκοσμίως προέρχεται από την Ουκρανία και ορισμένες χώρες είναι εξαιρετικά εξαρτημένες από αυτήν, ιδιαίτερα στη Μέση Ανατολή και στην Αφρική (Λίβανος 50%, Τυνησία 41%, Αίγυπτος 21%, Σομαλία 70%). Η Ρωσία είναι επίσης πολύ μεγάλος παραγωγός, έτσι ώστε το ένα τρίτο του σιταριού παγκοσμίως να προέρχεται από τις δύο αυτές χώρες.
Ιμπεριαλιστική ληστεία
Δεν έχει επισημανθεί επαρκώς το πάντως προφανές ότι η ιδιοποίηση του “τσερνοζιόμ” και της παραγωγής του είναι ο ένας από τους οικονομικούς στόχους που ακολουθεί ο μεγαλορώσικος ιμπεριαλισμός μέσα από τον επιθετικό του πόλεμο κατά του ουκρανικού λαού. Για το Κρεμλίνο η θέληση είναι να ενισχύσει το γεωστρατηγικό του βάρος στην παγκόσμια σκηνή με βάση τις τεράστιες εκτάσεις των εδαφών του, που είναι ιδιαίτερα πλούσιες σε πόρους (ορυκτούς, ενεργειακούς και γεωργικούς) και επεκτείνοντας αυτά τα εδάφη μέσα από κατακτήσεις. Πρέπει να ξέρει κανείς ότι το 40% περίπου του ουκρανικού σιταριού παράγεται στις περιοχές ανατολικά και νότια, που είναι και αυτές τις οποίες εποφθαλμιά άμεσα η Μόσχα.
“Ο πόλεμος είναι η συνέχεια της πολιτικής με άλλα μέσα”, έλεγε ο Κλάουζβιτς. Ο αποκλεισμός των λιμανιών, οι σοδειές που καίγονται, τα γεωργικά εδάφη που γεμίζουν με νάρκες, οι πύραυβλοι ενάντια σε σιλό και οι καταστροφές των ουκρανικών λιμενικών εγκαταστάσεων εγγράφονται σε αυτό το πλαίσιο, όπως και η ιδιοποίηση αποθεμάτων (περίπου 500.000 τόνοι έχουν κλαπεί μέσω της Κριμαίας, σύμφωνα με το Κίεβο), η κατάληψη γεωργικών εδαφών και η κλοπή αγροτικών μηχανημάτων στις περιοχές που έχει προσωρινά καταλάβει ο ρωσικός στρατός.
Ισταμπούλ: μια εύθραυστη συμφωνία
Η συμφωνία της Κωνσταντινούπολης, για να ξαναρχίσουν οι ουκρανικές εξαγωγές σιτηρών, δεν σημαίνει πως ο Πούτιν εγκατέλειψε το στόχο του. Η επίθεση κατά του λιμανιού της Οδησού, την επαύριο της υπογραφής των δύο κειμένων (Ρωσία και Ουκρανία υπέγραψαν η κάθε μία δύο ξεχωριστές συμφωνίες με την Τουρκία και τον ΟΗΕ), δείχνει πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Είναι πιο πιθανόν η Μόσχα να αποφάσισε να υπογράψει τη συμφωνία για μια ειδικότερη σειρά από λόγους και στρατιωτικούς (μεγαλύτερες δυνατότητες πληγμάτων από τον ουκρανικό στρατό στη Μαύρη Θάλασσα, όπως το έδειξε η ανακατάληψη του νησιού των φιδιών) και διπλωματικούς (καλλιέργεια μιας εικόνας υπεύθυνης μεγάλης δύναμης, ιδιαίτερα απέναντι στις χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής που απειλούνται το περισσότερο από διατροφική κρίση) και οικονομικούς (παρόλο που οι ρωσικές εξαγωγές σιτηρών δεν έχουν γίνει αντικείμενο κυρώσεων).
Ο εκβιασμός για παγκόσμια διατροφική κρίση -με γενικευμένη άνοδο των τιμών και πείνα στις χώρες του παγκόσμιου Νότου- εξακολουθεί να ανήκει στο ρωσικό οπλοστάσιο του “υβριδικού πολέμου”. Ο Πούτιν δεν θα διστάσει να το ξαναβγάλει στη φόρα, για να απαιτήσει χαλάρωση των δυτικών κυρώσεων ή και σταμάτημα στην παράδοση σύγχρονων όπλων στην Ουκρανία. Θα του αρκούσε να επιλέξει κάποιο πρόσχημα προσαρμοσμένο στην προπαγάνδα του περί θυματοποίησης μιας “αμυνόμενης Ρωσίας” (για παράδειγμα, με τις ουκρανικές επιθέσεις στις ρωσικές βάσεις στην Κριμαία;).

Επιπτώσεις του πολέμου, της πανδημίας, της υπερθέρμανσης
Εάν γίνουν σεβαστές, οι συμφωνίες της Κωνσταντινούπολης θα επιτρέψουν στην Ουκρανία να εξάγει τα 20 με 25 εκατομμύρια τόννους σιτηρών που έχουν μπλοκαριστεί στα σιλό της. Τόσο το καλύτερο για τους πληθυσμούς που εξαρτώνται το περισσότερο από αυτά. Ωστόσο, μακροχρόνια, η απειλή για παγκόσμια διατροφική κρίση απλώς αμβλύνεται κάπως.
Πρώτα-πρώτα, ο πουτινικός πόλεμος καταστροφής είναι ένας ολοκληρωτικός πόλεμος, που πλήττει τόσο τις πόλεις όσο και τις γεωργικές εκτάσεις: από την έναρξή του, οι καλλιεργημένες εκτάσεις που επλήγησαν και τα προβλήματα σε εργατική δύναμη οδήγησαν σε μείωση της ουκρανικής παραγωγής αραβόσιτου κατά 51% και σιταριού κατά 53%… Η επίπτωση θα φανεί του χρόνου, καθώς και κατά τα επόμενα χρόνια. Δεύτερον, η αύξηση των τιμών των αγροτικών προϊόντων ξεκίνησε πριν από την επιδρομή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Το Νοέμβριο του 2021, ο δείκτη τιμών των τροφίμων του FAO βρισκόταν ήδη ελαφρά πάνω από το επίπεδο ρεκόρ που είχε καταγράψει το 2008 (σε πλήρη “χρηματοπιστωτική” κρίση). Από συγκυριακή σκοπιά, η αύξηση αυτή συνδέεται στενά με τις τιμές των ενεργειακών προϊόντων, που οφείλεται σε φαινόμενα συμφόρησης στην τροφοδοσία και σε φαινόμενα αποσυγχρονισμού, που επηρέασαν την παγκόσμια καπιταλιστική ανάπτυξη κατά την (προσωρινή; της) έξοδο από την πανδημία.
Αλλά υπάρχουν και πιο διαρθρωτικοί και πιο ανησυχητικοί λόγοι που υπεισέρχονται, από τους οποίους ένας από τους πλέον σημαντικούς είναι η εξάντληση των εδαφών από το παραγωγισμό του agrobusiness και από τις επιπτώσεις των κλιματικών αλλαγών (το 2021, ακραία φαινόμενα επηρέασαν πολύ σοβαρά τις σοδειές του Καναδά, των δυτικών ΗΠΑ, της Βραζιλίας και της Ρωσίας). Οι διαρθρωτικοί αυτοί παράγοντες βρίσκονται στη βάση του γεγονότος ότι ο αριθμός των ανθρώπων που υποφέρουν από πείνα έχει ξανααρχίσει να αυξάνεται εδώ και καμιά δεκαριά χρόνια, ενώ είχε μειωθεί από το 1970 ώς το 1990.
Η άνοδος των τιμών των τροφίμων πλήττει σκληρά τις λαϊκές τάξεις, ιδιαίτερα τις χώρες του Παγκόσμιου Νότου. Ο ετήσιος πληθωρισμός στα είδη διατροφής έφτασε τον Ιούλιο του 2022 το 22% στη Νιγηρία και το 11,60% στο Περού, και τον Ιούνιο το 75,8% στη Σρι Λάνκα. Στις τρεις αυτές χώρες, τα νοικοκυριά αφιερώνουν κατά μέσον όρο αντίστοιχα, το 59%, 22,6% και 69,6% των εισοδημάτων τους στην αγορά τροφίμων. Στις ΗΠΑ, η ετήσια αύξηση τιμών των ειδών διατροφής ήταν 10,9% τον Ιούλη, με τα τρόφιμα να αποτελούν κατά μέσον όρο μόνο το 7,1% των δαπανών των νοικοκυριών (BBC World Service, 17/8/2022). Στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι αριθμοί είναι παρόμοιας τάξης, αλλά ο πληθωρισμός στα είδη διατροφής ξεπερνάει το 20% σε ορισμένες χώρες της Ένωσης ενώ και τα νοικοκυριά αφιερώνουν κατά μέσον όρο περισσότερο από το 20% των εισοδημάτων τους σε τρόφιμα στις πιο φτωχές χώρες της Ένωσης, καθώς και στα πιο φτωχά στρώματα του πληθυσμού γενικότερα.

Φταίνε οι κυρώσεις;
Μαζί με την άνοδο των τιμών της ενέργειας, η κατάσταση αυτή δημιουργεί μεγάλη δυσαρέσκεια στις λαϊκές τάξεις. Οι λαϊκιστές προσπαθούν να το χρησιμοποιήσουν για να αποδώσουν την άνοδο των τιμών κυρίως στις δυτικές κυρώσεις κατά της Ρωσίας του Πούτιν: “οι κυρώσεις δεν χρησιμεύουν σε τίποτα και το μόνο που κάνουν είναι να καταστήσουν το βίο αβίωτο στις λαϊκές τάξεις στις χώρες μας, άρα να καταργήσουμε τις κυρώσεις”, λένε με λίγα λόγια. Ο λόγος αυτός παρουσιάζεται όχι μόνο από την ακροδεξιά -από τη γαλλίδα Μαρίν Λε Πεν ώς τον ούγγρο Βικτόρ Ορμπάν- για την οποία ο Πούτιν αποτελεί αναφορά, αλλά ακόμα και από διάφορα αριστερά ρεύματα: από αυτούς που συγχέουν αντινατοϊκό “καμπισμό” και διεθνισμό, από μερικά τμήματα του ειρηνιστικού κινήματος (για τα οποία οι κυρώσεις συμμετέχουν σε πολεμική κλιμάκωση) και από τα αριστερά λαϊκιστικά κόμματα. Για παράδειγμα, σε ένα βίντεο στο Youtube, ένας βέλγος βουλευτής του PTB καταφέρνει να μιλήσει για την επίδραση του πολέμου στην άνοδο των τιμών των ειδών διατροφής χωρίς να αναφερθεί στον αποκλεισμό των ουκρανικών λιμανιών από το ρώσικο στόλο. Οι κυρώσεις “επιδεινώνουν την άνοδο των τιμών στις δικές μας χώρες”, ιδιαίτερα του ψωμιού, δηλώνει. Και συμπεραίνει ότι “οι κυρώσεις πλήττουν τους εργαζόμενους περισσότερο απ’ό,τι τον Πούτιν”. Ανάλογες δηλώσεις έχουν γίνει και από εκπροσώπους της αριστεράς στη Γερμανία, την Ιταλία και την Ισπανία, ιδιαίτερα.
Για μια αυθεντικά διεθνιστική αριστερά (μια αριστερά για την οποία ο διεθνισμός θεμελιώνεται στην αλληλεγγύη με τους αγωνιζόμενους λαούς), που βασίζεται σε μια συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης, είναι σημαντικό να επιχειρηματολογήσει για το ότι μπορούμε να βγούμε από την διατροφική κρίση αλλιώτικα από το να ενισχύσουμε ακόμα περισσότερο το γεωργικό παραγωγισμό, χωρίς να κολακεύουμε τον εθνικισμό και χωρίς να προσφέρουμε στον Πούτιν ασυλία για τα εγκλήματά του. Μπορούμε άραγε να το κάνουμε αυτό; Όχι: πρέπει να το κάνουμε! Γιατί είναι ο μόνος τροπος για να οικοδομήσουμε διαρθρωτικές λύσεις, λύσεις “δίκαιης αποανάπτυξης” που να σέβεται τη Γη και τους κατοίκους της.
Πώς; Ας πάρουμε δύο παραδείγματα.

Σπατάλη τροφίμων: 1,3 δισεκατομμύρια τόννοι
Το πρώτο πράγμα για να κάνουμε είναι να υιοθετήσουμε πολιτικές αποφασιστικής πάλης κατά της απώλειας και κατά τη σπατάλης τροφίμων (μιλάμε για “απώλεια” στα στάδια της παραγωγής, αποθήκευσης, χονδρικής τροφοδοσίας και για “σπατάλη” στο στάδιο της διανομής και της κατανάλωσης). Συνολικά, πάνω από το ένα τρίτο της παραγωγής τροφίμων χάνεται ή σπαταλάται. Αυτό αντιπροσωπεύει 1,3 δισεκατομμύρα τόννους τροφίμων. Η παραγωγή αυτού του 1,3 δισεκατομμυρίων τόννων χρησιμοποιεί το 28% της γεωργικής επιφάνειας, εκπέμπει 3,3 δισεκατομμύρια τόννους αερίων του θερμοκηπίου (όλα τα αέρια μαζί) και χρησιμοποιεί το ένα τρίτο του νερού που καταναλώνεται από τη γεωργία (δηλαδή το ένα τρίτο του 70% του γλυκού νερού που καταναλώνεται από την ανθρωπότητα). Επιπλέον, αυτό το 1,3 δισεκατομμύρια τόννοι τροφίμων ισοδυναμεί με τέσσερεις φορές τις ετήσιες διατροφικές ανάγκες των 800 εκατομμυρίων ανθρώπων που υποφέρουν από πείνα. Τέσσερεις φορές…
Η εξήγηση για αυτό το τεράστιο σκάνδαλο είναι πολλαπλή: η παγκοσμιοποίηση επεκτείνει τις λογιστικές αλυσίδες των ευπαθών τροφίμων, οι κερδοσκόποι αποθηκεύουν περιμένοντας τις τιμές να ανέβουν, οι παραγωγοί στις χώρες του Νότου δεν διαθέτουν επαρκείς εξοπλισμούς, οι τιμές που επιβάλλονται από το agrobusiness στους χωρικούς είναι πολύ χαμηλές, οι μεγάλοι όμιλοι διανομής είναι αδηφάγοι (ίσως να μην είναι πολύ γνωστό: οι όμιλοι αυτοί καθορίζουν οι ίδιοι τις ημερομηνίες λήξης των προϊόντων τους, με βάση το κέρδος και το 10% της σπατάλης στην ΕΕ αποδίδεται σε αυτή τη μορφή “προγραμματισμένης λήξης”!), είναι οι πρακτικές των εστιατορίων, η συμπεριφορά των πλούσιων καταναλωτών και των πλούσιων χωρών, κλπ.
Άμεσα ή έμμεσα, όλες αυτές οι εξηγήσεις ανάγονται τελικά ή συνδέονται διαρθρωτικά με μια ενιαία αιτία: τον ανταγωνισμό για το καπιταλιστικό κέρδος, που συγκεντρώνει τον πλούτο στον ένα πόλο της κοινωνίας και τη φτώχεια στον άλλο, καταστρέφοντας ταυτόχρονα τα οικοσυστήματα και την εργατική δύναμη. Πρέπει επομένως να απαντήσουμε με δημόσια μέτρα ρύθμισης, οικολογικά και κοινωνικά, που να συζητηθούν και να υιοθετηθούν δημοκρατικά.

/Sebastian Gollnow / picture alliance via Getty Images
Λιγότερο κρέας, λιγότερα αυτοκίνητα
Δίπλα στην πάλη κατά της σπατάλης αυτής, υπάρχει άλλο ένα, δεύτερο, πράγμα που πρέπει να κάνουμε: είναι να αμφισβητήσουμε την ίδια τη δομή της καπιταλιστικής γεωργίας, ιδιαίτερα το γεγονός ότι ένα αυξανόμενο τμήμα της παραγωγής διοχετεύεται προς τη βιομηχανική παραγωγή κρέατος (που δεν είναι βιώσιμη ούτε κοινωνικά, ούτε οικολογικά, ούτε ηθικά) και προς την παραγωγή βιοκαυσίμων. Είναι απολύτως απρεπές να διατείνεται κανείς ότι υπάρχει έλλειψη σιτηρών στην Ευρώπη και ότι η έλλειψη αυτή προκαλεί αύξηση των τιμών τους, την ώρα που ξέρουμε ότι το 50% των σιτηρών που παράγονται στην Ευρώπη χρησιμεύει για ζωοτροφές (για ζώα που είναι φυτοφάγα και όχι σποροφάγα!) καθώς και για να κυκλοφορούν αυτοκίνητα. Δεν χρειάζεται να προσθέσουμε ότι η πάλη αυτή, όπως και η προηγούμενη, συνεπάγεται μια δημόσια πολιτική που να τολμήσει να συγκρουστεί με την καπιταλιστική λογική της υπερπαραγωγής για το κέρδος, για να αντικαταστήσει το agrobusiness με την αγροτοοικολογία.
Η “δίκαιη αποανάπτυξη” ως στρατηγικός άξονας
Νά λοιπόν δύο άξονες με τους οποίους μπορεί και πρέπει μια αριστερά, άξια του ονόματος αυτού, να επεξεργαστεί μια απάντηση στη διατροφική κρίση. Mutatis mutandis, η γενική αυτή μέθοδος είναι η ίδια και για την απάντηση στην ενεργειακή κρίση: και στις δύο περιπτώσεις, ο στόχος είναι να εργαστούμε στο άξονα της “δίκαιης αποανάπτυξης”, επειδή είναι η μόνη λύση που είναι ταυτόχρονα και κοινωνική, και οικολογική, και δημοκρατική (σέβεται το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των λαών) και διεθνιστική.
Ασφαλώς μπορεί κανείς να αμφισβητήσει τη μία ή την άλλη κύρωση που έχει υιοθετήσει ο δυτικός ιμπεριαλισμός, για παράδειγμα καθώς δεν βάζει στο στόχαστρο τους αληθινούς υπεύθυνους του καθεστώτος του Πούτιν. Αλλά το να πιαστεί από ένα “να σταματήσουν οι κυρώσεις” ως σύνθημα, ως θαυματουργό μέσον κατά του πληθωρισμού, σημαίνει ότι αφήνει την ουσία στη σκιά, αφήνοντας ταυτόχρονα τον Πούτιν να συνεχίζει τις σφαγές του και παίζοντας επικίνδυνα το παιχνίδι του “ο δικός μας λαός πάνω απ’όλα”. Αυτό είναι το σύνθημα της λαϊκιστικής, εθνικιστικής, δημαγωγικής ακροδεξιάς, όχι της αριστεράς.
Daniel Tanuro
Commons, 8/9/2022
[Μετάφραση Τάσος Αναστασιάδης από το Commons]
Για την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, βλέπε και άλλες σχετικές αναρτήσεις στο site μας εδώ
[…] Κυρώσεις και διατροφική κρίση, του Daniel Tanuro, 12/9/2022 […]