Lincoln & Marx: Για τον εμφύλιο στις ΗΠΑ

Λίνκολν και Μαρξ:

Δουλεία και εμφύλιος πόλεμος

του Serge Aberdam1

Η δουλεία καταργήθηκε νομικά στις ΗΠΑ το 1865, μετά από πέντε χρόνια εμφυλίου πολέμου. Μέχρι σήμερα, η πραγματική κατάσταση των Αφροαμερικανών δείχνει ότι αυτή η κατάργηση ήταν τουλάχιστον ημιτελής. Αυτή η ιστορία μας ενδιαφέρει ακόμη περισσότερο εφόσον ο Μαρξ και ο Ένγκελς, μαζί με την Πρώτη Διεθνή, την παρακολούθησαν ενεργά και υποστήριξαν δημόσια τον πρόεδρο Αβραάμ Λίνκολν. Ωστόσο, οι διαφορές ανάμεσα στην πολιτική της εργατικής ανεξαρτησίας των θεμελιωτών του σύγχρονου σοσιαλισμού και τον δειλό ρεφορμισμό που ακολούθησε ένας συνειδητός αστός, που εξελέγη δύο φορές πρόεδρος των ΗΠΑ (1860 και 1864), ήταν τεράστιες.

Η δουλεία στις ΗΠΑ και οι μορφές πρωταρχικής συσσώρευσης

Τα διάφορα τμήματα της Αμερικής κατακτήθηκαν από τις ευρωπαϊκές δυνάμεις από τον 16ο αιώνα. Η αποικιοποίηση προκάλεσε διάφορες μορφές υποδούλωσης ή εξόντωσης των ιθαγενών πληθυσμών και από αυτό προέκυψε η ανάγκη εισαγωγής εργατικών χεριών, με διάφορες κατά περίπτωση μορφές. Στην περίπτωση αυτού που θα γινόταν οι ΗΠΑ, η εξόντωση των ινδιάνικων πληθυσμών συνδυάστηκε με διάφορες προσπάθειες εισαγωγής εργατικών χεριών, πρώτα από την Ευρώπη και μετά από την Αφρική. Το σύστημα που τελικά γενικεύθηκε στις μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις του Νότου και του Κέντρου ήταν εκείνο που είχε δοκιμασθεί στην Καραϊβική: η εργασία αφρικανών σκλάβων, που τους έφερναν με τη βία μέσω δουλεμπορίου (“τριγωνικό εμπόριο”). Την εποχή της πρώτης αμερικανικής επανάστασης (1776-1790), οι πρώτες 13 πολιτείες της Ένωσης δεν είχαν παρά μόνο 4 εκατομμύρια κατοίκους, από τους οποίους οι 700.000 ήταν σκλάβοι και μόλις 60.000 «ελεύθεροι» μαύροι, που αντιμετωπίζονταν αρνητικά.

Οι νεαρές αστικές τάξεις των 13 πολιτειών διαπραγματεύονταν μεταξύ τους για μεγάλο διάστημα τους κοινούς θεσμούς, ορισμένοι από τους οποίους υπάρχουν ακόμη και σήμερα. Οι θεσμοί αυτοί βασίζονται στην ισότητα των δικαιωμάτων των πολιτών και την πλήρη επαγγελματική ελευθερία, αλλά επίσης και στην ισότητα των δικαιωμάτων των πολιτειών στο να εφαρμόζουν δικούς τους, ιδιαίτερους, νόμους: για πολλές από τις πολιτείες αυτές, επρόκειτο κυρίως για τη διατήρηση της δουλείας, αυτής της μορφής ατομικής ιδιοκτησίας που παρέμενε απόλυτα νόμιμη. Η πρώτη από τις σύγχρονες δημοκρατίες γνώρισε, από το 1790 και για 75 χρόνια, τόσο μια δημοκρατική πολιτική ζωή, πολύ ιδιαίτερη αλλά απόλυτα λευκή, όσο και μια μαζική δουλεία των μαύρων. Αυτή η τελευταία θεωρούσαν ότι βασιζόταν στη Θεία Βούληση, αφού ο Δημιουργός καθόρισε φυσικά τους Μαύρους, λόγω του χρώματός τους, να είναι αντικείμενα ατομικής ιδιοκτησίας, που έχουν την υποχρέωση παροχής άμισθης εργασίας.

Από το ξεκίνημα του δουλεμπορίου των Μαύρων, και με τρόπο επαναλαμβανόμενο κατά 10 έως 12 γενιές, οι σκλάβοι που έφερναν οι δουλέμποροι και, στη συνέχεια, τα παιδιά που γεννιόνταν από τη διαδικασία που το 18ο αιώνα έγινε μια πραγματική εκτροφή ανθρώπων, υπέστησαν κοινωνικές/φυλετικές/σεξουαλικές καταπιέσεις σε αφάνταστη έκταση. Ξεριζωμένοι/ες από τη μητρική τους γλώσσα και κουλτούρα, διασκορπισμένοι/ες και ξαναανακατεμένοι/ες μέσα από πωλήσεις και επαναπωλήσεις, κατέληξαν να είναι κοπάδια από ανθρώπινα ζώα ανάλογα με τις ανάγκες των κτηματιών. Αυτή η κατάσταση του ακραίου απανθρωπισμού ανανεωνόταν διαρκώς στις φυτείες που διαρκώς επεκτείνονταν. Αυτή η επαναλαμβανόμενη καταστροφή των διαπροσωπικών δεσμών έκανε πολύ δύσκολη την εμφάνιση μιας αντίστασης των σκλάβων. Όπως και οπουδήποτε αλλού στην ήπειρο, για να απαλύνουν τις πιο σκληρές πλευρές της ύπαρξής τους, δεν είχαν άλλη λύση από του να ασπαστούν τη θρησκεία των αφεντικών τους, με τη μάταια ελπίδα ότι θα τους συμπεριφερθούν σαν σε «χριστιανούς» και όχι σαν σε ζώα.

Στις ΗΠΑ λοιπόν κυριαρχούσαν πολλοί τύποι κοινωνικών σχέσεων, ανάλογα με τις περιοχές. Βορειοανατολικά αρχικά αναπτυσσόταν μια εμπορευματοτραπεζική οικονομία, βασιζόμενη στα γουναρικά, το ξύλο και τον χρυσό. Αλλά το 19ος αιώνα είχαμε τη μαζική άφιξη των πιο φτωχών από τους Ευρωπαίους (Βρετανοί, Σκανδιναβοί, Γερμανοί, Ιρλανδοί,….) που προσπαθούσαν να ξεφύγουν από τη μιζέρια και τα καταπιεστικά καθεστώτα. Κατά κύματα, όλοι αναζητούσαν μια καθημερινή δουλειά, αλλά οι περισσότεροι ονειρεύονταν να βρουν γη για να γίνουν ανεξάρτητοι παραγωγοί, σε μια περιοχή που η εξόντωση των ινδιάνων την έκανε όλο και μεγαλύτερη. Οι συνθήκες αυτές δημιούργησαν μια τάξη μισθωτών, που ήταν ακόμη διασκορπισμένοι και πλούτιζαν με γρήγορους ρυθμούς τους πρώτους επιχειρηματίες, και μια τάξη αγροτών από πρωτοπόρους (settlers) και κατόπιν κτηματίες (farmers) που, προσπαθώντας να ξεφύγουν από τους γαιοκτήμονες (landlords) που κερδοσκοπούσαν με τη γη, αποίκιζαν μαζικά. Οι ανάγκες τους δημιούργησαν μια εσωτερική αγορά, που επέφερε καπιταλιστικές οικονομικές σχέσεις, στην αρχή διασκορπισμένες και στη συνέχεια συγκεντρωμένες.

Αυτές οι κοινωνικές σχέσεις, που συναντώνταν στα Βορειοανατολικά επηρεάστηκαν από τη συνεχή μετατόπιση των συνόρων, που απομακρύνονταν από τις 13 αρχικές πολιτείες. Αλλά και ο κόσμος των δουλοκτητικών φυτειών του Νότου και του Κεντροανατολικού ήταν σε πλήρη επέκταση. Από το ίδιο το εμπόριο των δούλων και μετά και από την εκτροφή ανθρώπων, και παρά τον τρομερό δείκτη θνησιμότητας, ο πληθυσμός των σκλαβωμένων μαύρων πέρασε από 700.000 το 1790 σε 4.000.000 το 1860. Οι αποδοτικές καλλιέργειες (καπνός, ζαχαροκάλαμο, καφές, τερεβινθίνη, βαμβάκι…) κυριαρχούσαν στις αμερικάνικες εξαγωγές προς την Ευρώπη. Και μάλιστα η κερδοφορία μεγάλωσε πολύ και με την εφεύρεση μιας μηχανής αποφλοίωσης του βαμβακιού. Επομένως, η δουλοκτητική οικονομία του Νότου ήταν καθαρά αποικιοκρατική. Πλούτιζε περίπου 3.000 οικογένειες μεγαλοκαλλιεργητών και των εξαρτώμενων από αυτούς. Υπήρχε και μισό εκατομμύριο φτωχών λευκών που δεν επωφελούνταν όλοι από τα ψίχουλα του συστήματος και που συνήθως πολύ απείχαν από το να κατέχουν οι ίδιοι «οικιακούς» δούλους, που θα τους εξασφάλιζε την φυλετική/κοινωνική τους ανωτερότητα.

Αυτός ο δουλοκτητικός κόσμος ήταν ακόμη σε πλήρη επέκταση κατά το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Το εμπόριό του χρηματοδοτείτο από τους τραπεζίτες του Βορρά (Νέα Υόρκη), που υποστήριζαν διακριτικά το παράνομο δουλεμπόριο (που προοδευτικά απαγορεύθηκε λόγω της πίεσης ανθρωπιστικών κινητοποιήσεων) και τσέπωναν από το εμπόριο των αποικιακών προϊόντων πολύ μεγαλύτερα κέρδη από εκείνα που πετύχαιναν από το εμπόριο μεταξύ του Βορρά και της Ευρώπης. Οι επικεφαλής των πολιτειών του Νότου κυριαρχούνταν από την ιδέα μιας μελλοντικής επέκτασης των ΗΠΑ που θα αύξαινε τις δουλοκτητικές πολιτείες με την προσάρτηση της Κούβας και της Καραϊβικής και/ή του Μεξικό και της Κεντρικής Αμερικής, για να συστηματοποιηθεί η δουλεία στις φυτείες. Αυτά τα σχέδια δομούσαν τις πολιτικές συζητήσεις που θα καταλήξουν στον εμφύλιο πόλεμο.

Διαδοχικοί συμβιβασμοί για τη δουλεία, που διαρκώς αμφισβητούνταν

Από το 1790 μέχρι το 1860 οι πολιτείες των ΗΠΑ αυξήθηκαν από 13 σε 31 και ο πληθυσμός τους πέρασε από 4 σε περισσότερο από 31 εκατομμύρια, στους οποίους συμπεριλαμβάνονται 4 εκατομμύρια σκλάβοι και περισσότεροι από 400.000 ελεύθεροι Μαύροι. Η πρώτη επανάσταση είχε τελειώσει με το συμβιβασμό για τη δουλεία, που είχε έντονα συζητηθεί, και εκφράστηκε με ένα μείζονα συνταγματικό κανόνα, εκείνο των τριών πέμπτων. Στις απογραφές που καθόριζαν τον αριθμό των εκλέξιμων αντιπροσώπων στη Βουλή (House of Representatives) καταμετρώνταν και οι σκλάβοι: «αποτιμώνταν» στα τρία πέμπτα των λευκών. Ο αριθμός των, χωρίς κανένα δικαίωμα, σκλάβων συνέβαλε λοιπόν σε μια καλύτερη «αντιπροσώπευση» των δουλοκτητικών πολιτειών στη Βουλή. Παράλληλα, κάθε πολιτεία εκλέγει 2 γερουσιαστές και υπήρχε ένας ισχυρός ανταγωνισμός γύρω από τη δημιουργία νέων πολιτειών, δουλοκτητικών ή όχι. Η συζήτηση αυτή αναπαραγόταν πολλές φορές με νέους «συμβιβασμούς». Οι αριστοκράτες δουλοκτήτες του Νότου, οργανωμένοι στο Δημοκρατικό Κόμμα, πέτυχαν έτσι την πλατιά επέκταση της περιοχής της δουλείας. Το ίδιο το Δημοκρατικό κόμμα δρούσε σε ολόκληρη τη χώρα υπερασπίζοντας το δικαίωμα των πολιτειών να διατηρήσουν τους ιδιαίτερους θεσμούς τους, άρα και τη δουλεία. Πέτυχε έτσι την υποχρέωση των «ελεύθερων» πολιτειών να παραδίδουν κάθε σκλάβο που δραπέτευε (1850), και στη συνέχεια το δικαίωμα των δουλοκτητών να μεταφέρουν τους σκλάβους τους σε όποια πολιτεία μετακόμιζαν οι ίδιοι (1857).

Ορισμένοι από τους θεμελιωτές της χώρας (Founding Fathers) είχαν την ελπίδα, βασιζόμενοι στην αύξηση του συνολικού πληθυσμού, ότι προοδευτικά θα «πνιγεί» ο δουλοκτητικός Νότος μέσα στην Ένωση, αποφεύγοντος έτσι κάθε βίαιη ενέργεια πέρα από την καταπολέμηση των ινδιάνικων εθνοτήτων. Αλλά οι συνεχείς επιθέσεις του Δημοκρατικού κόμματος επεξέτειναν τη δουλεία. Οι ανεξάρτητοι κτηματίες (farmers), καθώς και οι μικροϊδιοκτήτες και οι βιομήχανοι, στα Ανατολικά και στα Βορειοδυτικά, φοβήθηκαν τον ανταγωνισμό της δωρεάν εργασίας, και ακόμη περισσότερο τον φοβήθηκαν οι εργάτες τους. Έγιναν υπέρ της κατάργησης της δουλείας, αλλά ταυτόχρονα και ρατσιστές.

Από το ξεκίνημα της αμερικανικής ανεξαρτησίας, υπήρχε μια πραγματική κινητοποίηση υπέρ της κατάργησης της δουλείας, πολύ μειοψηφική, που συχνά συνδυαζόταν με τα πρώτα φεμινιστικά κινήματα. Η σκληρή εργασιακή πειθαρχία στις φυτείες και οι αυστηροί περιορισμοί που επιβάλλονταν στη μόρφωση περιόρισαν την επιρροή της προπαγάνδας για την κατάργηση της δουλείας, που αναγκαζόταν να χρησιμοποιεί διάφορα τεχνάσματα και να μεταδίδεται προφορικά. Οι «ορθολογικοποιημένες» φυτείες, δηλαδή οι πιο εξοντωτικές, δεν άφηναν στους σκλάβους καμία άλλη διέξοδο από τη φυγή. Πολύ νωρίς εμφανίστηκαν παράνομα δίκτυα βοήθειας. Το πιο γνωστό ήταν ο Υπόγειος Σιδηρόδρομος (Underground Railroad) που βοηθούσε κάθε χρόνο μερικές χιλιάδες φυγάδες να φτάσουν σταδιακά με τα πόδια, με βάρκες ή με αμάξια στις πιο «ελεύθερες» πολιτείες ή στον βρεταννικό μη δουλοκτητικό Καναδά. Μέχρι σήμερα, κατά τις εργασίες, ανακαλύπτουμε «σταθμούς» του δικτύου αυτού, κρυψώνες των φυγάδων δούλων που είχαν κάποτε δημιουργηθεί από τους αγωνιστές. Οι αποδράσεις αυτές ήταν αντικείμενο σκληρής καταστολής: δημόσιοι λειτουργοί (US Marshall) και συμμορίες κυνηγών επικηρυγμένων κέρδιζαν εύκολα λεφτά για να απαγάγουν από το Βορρά τους ελεύθερους Μαύρους και να τους μεταφέρουν στο Νότο.

Με τη δημογραφική αύξηση, η δουλεία και η ελεύθερη εργασία συγκρούονταν όλο και περισσότερο, ιδιαίτερα στις Κεντρικές πολιτείες, όπου τα δύο συστήματα αναμιγνύονταν ανάλογα με τις αγροτικές συνθήκες (κλίμα, παραγωγικότητα του εδάφους…). Εκεί επίσης οι ειδικευμένοι σκλάβοι νοικιάζονταν από τους ιδιοκτήτες τους σε άλλους λευκούς, χωρίς οι ίδιοι να πληρώνονται. Τα επίδικα αυτής της σύγκρουσης εμφανίζονταν ιδιαίτερα κατά τη δημιουργία νέων εδαφών, πρώτο βήμα για το σχηματισμό νέων πολιτειών. Το 1854-1855 στο Κάνσας έγινε ένας πραγματικός εμφύλιος πόλεμος, ανάμεσα στους «ελεύθερους» αποίκους και τους μισθοφόρους που στρατολόγησαν οι δουλοκτήτες.

Οι αποτυχίες, κατά τη δεκαετία του 1850, των οπαδών της κατάργησης της δουλείας τους έσπρωξαν σε ριζοσπαστικοποίηση, η οποία σημαδεύτηκε από την απελπισμένη απόπειρα του Τζων Μπράουν και των συντρόφων του, που το 1859 κατέλαβαν μια ομοσπονδιακή οπλαποθήκη στο Χάρπερς Φέρρυ, με την ελπίδα ότι οι σκλάβοι θα ενταχθούν μαζικά στην εξέγερση και με ένα χτύπημα θα επιβάλουν το μέλλον. Ο στρατός συνέτριψε την εξέγερση, όσοι επέζησαν κρεμάστηκαν, παρά τις διεθνείς διαμαρτυρίες (Βίκτωρ Ουγκώ). Πέτυχαν ωστόσο να τραβήξουν το ενδιαφέρον των προοδευτικών, και εδώ ξαναβρίσκουμε τον Μαρξ. «Για μένα, τα μεγαλύτερα γεγονότα του σύγχρονου κόσμου είναι, από τη μια το αμερικάνικο κίνημα των σκλάβων που άρχισε με το θάνατο του (Τζων) Μπράουν και από την άλλη το κίνημα (των δουλοπάροικων) στη Ρωσία. Διάβασα στην Tribune ότι έγινε μια νέα εξέγερση των σκλάβων στο Μισσούρι: προφανώς κατεστάλη. Αλλά το μήνυμα έχει δοθεί. Αν η κατάσταση επιδεινωθεί, «by and by», τι θα γίνει με τον εφοδιασμό [των βιομηχανιών] του Μάντσεστερ;» (Γράμμα στον Ένγκελς, 11 Ιανουαρίου 1860).

Ανάμεσα στους πρόσφατους μετανάστες ήταν και πολλοί επαναστάτες που είχαν νικηθεί στην Ευρώπη τα χρόνια 1848-1852, αλλά συχνά ήταν εγκλωβισμένοι μέσα στους γερμανόφωνους πληθυσμούς στον Βορρά και στα Κεντροδυτικά. Η αλληλεγγύη τους στους σκλάβους ήταν συνήθως θεωρητική. Ακόμη και τα λίγα μέλη της Πρώτης Διεθνούς δυσκολεύονταν να προσανατολιστούν ανάμεσα στην υπεράσπιση των μισθωτών, ακόμη ελάχιστα οργανωμένων, και στις ρατσιστικές τους τάσεις: ο φόβος του εργασιακού ανταγωνισμού από σκλάβους, χωρίς περιορισμούς, έκανε δύσκολη κάθε πρακτική σύγκλιση ενός προλεταριάτου σε ταχεία επέκταση αλλά βαθειά διαιρεμένο. Αυτή η μεγάλη δυσκολία οδήγησε τους διεθνιστές να ενδιαφερθούν για το νέο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα που ιδρύθηκε το 1854.

Το κόμμα αυτό, ακόμη πολύ εύθραυστο, βασίστηκε στην ανάγκη να μπει ένα όριο στην συνεχή επέκταση της δουλείας, και όχι στην κατάργηση της. Βασίστηκε στους κτηματίες (farmers), που διεκδικούσαν πρόσβαση σε γη «ελεύθερη/δωρεάν», καθώς και στους βιομηχάνους, που απέβλεπαν στη γενίκευση της «ελεύθερης» (αλλά όχι δωρεάν) εργασίας και, έτσι, συνέκλιναν και με τις στοιχειώδεις διεκδικήσεις των εργατών τους, που υπερασπίζονταν τους μισθούς τους. Αυτή η συμμαχία ήταν προσωρινή, αλλά ενισχύθηκε, γιατί αντιστοιχούσε στη γρήγορη αύξηση της χώρας και της εσωτερικής της αγοράς. Η εξόντωση των ινδιάνικων εθνών παρείχε σταδιακά το αναγκαίο έδαφος. Οι μετανάστες ήταν διαθέσιμοι, διψασμένοι για προσωπική ανεξαρτησία, έτοιμοι για όλα προκειμένου να την υπερασπίσουν και να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους σε ένα δύσκολο περιβάλλον. Ο ορίζοντας του σιδερά εξελίχθηκε προς εκείνον του χαλυβουργού, εκείνος του ξυλοκόπου προς τις μεταλλευτικές επιχειρήσεις, εκείνος του έμπορου γούνας προς τις τράπεζες. Το σχέδιο της ηπειρωτικής επέκτασης των ιδιοκτητών φυτειών με δούλους, απειλούσε όλες τις άλλες κοινωνικές σχέσεις. Απόδειξη της γενίκευσης αυτής της σύγκρουσης είναι ότι το Δημοκρατικό Κόμμα, βασικά υπέρ της δουλείας, διχάζεται στο ζήτημα αυτό. Αυτός ο διχασμός ανάμεσα στους Δημοκρατικούς του Βορρά και του Νότου θα συμβάλλει, κατά τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου 1860, στην εκλογή – έκπληξη ενός καινούργιου πολιτικού, του ρεπουμπλικάνου Αβραάμ Λίνκολν.

Ο εμφύλιος πόλεμος ανακοινώνεται, καθυστερεί και τελικά γίνεται

Γεννημένος το 1809 από γονείς εργαζόμενους αγρότες, συνηθισμένος στις πιο σκληρές χειρονακτικές εργασίες, αλλά επίσης αυτοδίδακτος νομομαθής, ο Λίνκολν έγινε δικηγόρος και πολιτικός στην αρχή της δεκαετίας του 1840. Έγινε γνωστός το 1858 αρνούμενος από θέση αρχής να τεθεί η ύπαρξη της δουλείας σε γενική ψηφοφορία σε κάθε πολιτεία: κατ’ αυτόν αν λαμβανόταν μια τέτοια απόφαση, θα ήταν αντίθετη με τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και επομένως θα ήταν άκυρη και μη εφαρμόσιμη. Ωστόσο, δεν ήταν «φίλος των Μαύρων». Δεν υπερασπιζόταν δημόσια μια γενική κατάργηση της δουλείας ούτε την επιβολή της στις Πολιτείες. Καλόβλεπε μάλιστα τη (ρατσιστική) λογική του αποικισμού, δηλαδή την ιδέα να στείλουν τους Μαύρους στην Αφρική για να δημιουργήσουν εκεί κράτη του τύπου της σημερινής Λιβερίας. Στην αρχή ήταν λοιπόν πολύ μακριά από την άποψη οι έγχρωμοι να αποκτήσουν πρόσβαση σε πολιτικά δικαιώματα, ακόμη και αν είναι «ελεύθεροι». Αλλά ήθελε ξεκάθαρα να τελειώνει με την επέκταση της δουλείας. Η επιλογή αυτή, όσο μετριοπαθής και αν μας φαίνεται, ήταν κόκκινο πανί για τους πιο αποφασισμένους οπαδούς της επ’ αόριστον επέκτασης της δουλείας.

Με το Δημοκρατικό Κόμμα διαιρεμένο στο ζήτημα αυτό, φθάσαμε το Νοέμβρη 1860 σε τετραγωνικές προεδρικές εκλογές. Ο Λίνκολν τις κέρδισε οριακά, με λιγότερο από το 40% της λαϊκής ψήφου, αλλά με το 59% των μεγάλων εκλεκτόρων. Υπερασπιστής της Ένωσης και μετριοπαθής μεταρρυθμιστής, αυτός ο πρόεδρος φαινόταν πολύ αδύναμος, φυλακισμένος στα περιορισμένα όρια ενός ομοσπονδιακού Κράτους που εξαρτιόταν στενά από τις ομόσπονδες πολιτείες. Ανάμεσα στην εκλογή του, το Νοέμβρη 1860, και την ανάληψη των καθηκόντων του, το Μάρτη 1861, και τους μήνες που ακολούθησαν, ο Λίνκολν προσπάθησε κυρίως να ενισχύσει την εξουσία του σαν διαιτητής: πολλαπλασίασε τις εκκλήσεις του για ενότητα και πρότεινε διαδικασίες εξόδου από την κρίση βασισμένες είτε σε μια νέα πλειοψηφία στο Κογκρέσο είτε στη σύγκλιση μιας νέας Εθνοσυνέλευσης, πιο δημοκρατικής από τις ψηφοφορίες του Κογκρέσου. Την ίδια στιγμή οι ηγέτες του Νότου οικοδομούσαν μεθοδικά μια Συνομοσπονδία των 7, στη συνέχεια 8 και στο τέλος 11 δουλοκτητικών πολιτειών, και προετοίμαζαν δραστήρια τη στρατιωτική σύγκρουση.

Στην πραγματικότητα ο Λίνκολν συμπεριφέρθηκε σαν ένας παίκτης που αφήνει τη μίζα να αυξηθεί: άφησε τους πιο ριζοσπαστικούς δουλοκτήτες ηγέτες να πιέσουν τους πιο μετριοπαθείς και να πάρουν την πρωτοβουλία να έρθουν σε ρήξη με την Ένωση, μέχρις ότου επιτεθούν στρατιωτικά. Αυτό συνέβη τον Απρίλιο 1861, με την κατάληψη από τους Συνμοσπονδιακούς ενός απομονωμένου ομοσπονδιακού φρουρίου, του Φορτ Σάμτερ. Ο πόλεμος άρχισε. Ο Λίνκολν ανέλαβε το ρίσκο να αφήσει τον διοικητικό και στρατιωτικό μηχανισμό της Ένωσης να αποσυντεθεί για να σώσει την πολύτιμη δημοκρατική του νομιμοποίηση. Άλλωστε συνέχισε να χρονοτριβεί για να βαθύνουν οι διαφορές ανάμεσα στο Δημοκρατικό κόμμα του Βορρά και εκείνο του Νότου και να εξασφαλίσει εκείνες από τις δουλοκτητικές πολιτείες του Κέντρου που δεν είχαν ακόμη διαλέξει στρατόπεδο.

Οι Ευρωπαίοι μέλη της Διεθνούς, και πρώτα-πρώτα ο Μαρξ και ο Ένγκελς, παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον το αμερικάνικο ζήτημα από το σήμα που έδωσε ο Τζων Μπράουν το 1859. Γι’ αυτούς, η κατάργηση της δουλείας ήταν ουσιαστικό για να μπορέσει επιτέλους να οργανωθεί η εργατική τάξη των ΗΠΑ. Σε μια από τις ελάχιστες δημοκρατικές χώρες που υπήρχαν τότε, την θεωρούσαν σαν μια πρωτοπορία παγκόσμιας σημασίας. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς αρχικά ανησύχησαν από την επιφυλακτικότητα που εξέφραζε ο Λίνκολν αλλά έκαναν από την αρχή σκληρή πολεμική στους «κριτικούς παρατηρητές» της διαδικασίας, που δεν δέχονταν να υποστηρίξουν παρά μόνο μια πολιτική άμεσης κατάργησης της δουλείας. Στον Μαρξ και στον Ένγκελς, η τακτική υποστήριξης της Ένωσης φαινόταν αναγκαία σε μια στρατηγική προοπτική. Γι’ αυτούς, όλη η δραστηριότητα, συμπεριλαμβανομένης της προοπτικής κατάργησης της δουλείας, θα έπρεπε να υπάγεται στον άμεσο τακτικό προσανατολισμό: να μπει τέλος στη διεθνή επέκταση της δουλείας, έτσι ώστε να δημιουργηθούν στη συνέχεια οι προϋποθέσεις για την ενοποίηση της μισθωτής εργασίας.

Πράγματι, ο Μαρξ και ο Ένγκελς παρακολουθούσαν από κοντά τη δραστηριότητα των βαμβακοβιομηχανιών της Αγγλίας, και των μεγάλων δυνάμεων, και συμφωνούσαν με τον εκλεγμένο πρόεδρο στην ανάλυσή του για αυτόν τον νέο πόλεμο, που εγγραφόταν στις διεθνείς πολιτικές σχέσεις. Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις ενεργοποιήθηκαν πράγματι από την αρχή του εμφυλίου πολέμου. Η Μεγάλη Βρετανία ποτέ δεν είχε πραγματικά εγκαταλείψει την ιδέα μιας ρεβάνς στον πόλεμο της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας του 1776 – 1790. Αυτό έγινε το αντικείμενο ενός πραγματικού πολέμου το 1812 – 1815, με την κατάληψη και τον εμπρησμό της Ουάσιγκτον, και στη συνέχεια οι εντάσεις παρέμειναν σταθερές σε ολόκληρη την ήπειρο. Κυρίως η αγγλική βιομηχανία, ιδιαίτερα του βαμβακιού, παρέμενε ο «φυσικός» προορισμός των προϊόντων των πολιτειών του Νότου, οι οποίες, στην πραγματικότητα, εξαρτιόνταν από αυτήν. Η επίσημη «αντι-δουλοκτητική» θέση της Αγγλίας δεν την εμπόδισε καθόλου από το να υποστηρίξει βαθειά μια αποικιακή διάσπαση που τη βόλευε πολύ. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς κατήγγειλαν αδιάκοπα αυτή την υποκρισία των βιομηχάνων, που τροφοδοτούσε πολύ εύκολα κριτικές «από τα αριστερά» στον Λίνκολν. Από τη μεριά του, ο Ναπολέων ο 3ος, που κυβερνούσε τότε τη Γαλλία, επέλεξε ένα αποικιακό σχέδιο ακόμη πιο γελοίο: αντάλλαξε την υποστήριξη του προς τους δουλοκτήτες με την διακριτικότητά τους απέναντι σε μια ιμπεριαλιστική εκστρατεία που ξεκίνησε τότε στο Μεξικό, όπου κατέληξε στην απόπειρα να εγκαταστήσει ένα ανδρείκελό του, με τον ξεκάθαρο στόχο να δημιουργήσει ένα πεδίο αποικιακής επιρροής.

Απέναντι στα σχέδια αυτά, ο Μαρξ πρότεινε τη σταθερή υποστήριξη, όχι τόσο του πολύ μετριοπαθούς δημόσιου προγράμματος που παρουσίαζε τότε ο Λίνκολν, αλλά του αντικειμενικού του πνεύματος που ήταν η αντίστασή του σε κάθε επέκταση της εργασίας σκλάβων. Έγραφε: «Το θέμα δεν είναι βέβαια να μάθουμε άμεσα αν οι σκλάβοι στις δουλοκτητικές πολιτείες πρέπει να απελευθερωθούν ή όχι, είναι μάλλον να μάθουμε αν τα είκοσι εκατομμύρια ελεύθερων Αμερικανών του Βορρά θα πρέπει να συνεχίσουν να υποτάσσονται σε μια ολιγαρχία τριακοσίων χιλιάδων ιδιοκτητών δούλων, είναι να μάθουμε αν οι τεράστιες εκτάσεις της Δημοκρατίας θα χρησιμοποιηθούν σαν φυτώριο ανάπτυξης ελεύθερων ή δουλοκτητικών πολιτειών, και τέλος να μάθουμε αν η εξωτερική πολιτική της Ένωσης θα έχει σαν έμβλημα την ένοπλη προπαγάνδα υπέρ της δουλείας στο Μεξικό, στην Κεντρική Αμερική και στη Νότια Αμερική» (Die Presse, Βιέννη, 25 Οκτωβρίου 1861).

Από έναν «περιορισμένο πόλεμο» σε μια δεύτερη αστική επανάσταση στις ΗΠΑ, 1861 – 1865

Ο εμφύλιος πόλεμος προκάλεσε μια άμεση ρήξη στον κρατικό μηχανισμό, μια αποσύνθεση των στελεχών του στρατού σε όφελος των Συνομοσπονδιακών. Ο Λίνκολν, επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας, δεν επιστράτευσε στην αρχή παρά μόνο εθελοντές και για λίγους μήνες, γεγονός που υπέθετε έναν σύντομο πόλεμο. Στο στρατιωτικό πεδίο, από την αρχή και πρακτικά για τρία χρόνια, η νίκη των Συνομοσπονδιακών φαινόταν πιθανή. Τα πλεονεκτήματά τους ήταν πολλά: πολύ περισσότεροι αξιωματικοί, και συχνά οι καλύτεροι, καλύτερη χρήση των δυνάμεων, σταθερή επιλογή επαναλαμβανόμενων επιθέσεων κατευθείαν προς τα μεγάλα αστικά κέντρα του Βορρά, για να εξασφαλισθεί στη συνέχεια το ηπειρωτικό στρατηγικό σχέδιο, ικανότητα τεχνολογικών ανανεώσεων (θωρακισμένα πλοία, υποβρύχια), διαθεσιμότητα και δυναμισμός μιας άνεργης και τυχοδιωκτικής λευκής νεολαίας και πλειοψηφική υποστήριξη από τους φτωχούς λευκούς που νόμιζαν ότι υπερασπίζονται την κοινωνική/φυλετική τους θέση.

Αφού πέρασε ο αρχικός θριαμβευτισμός και παρά τη δημογραφική του υπεροχή, το στρατόπεδο της Ένωσης φάνηκε τεχνικά πολύ πιο αδύναμο: στρατιωτικά στελέχη διστακτικά και/ή ανίκανα, αμυντικές θεωρήσεις βασιζόμενες σε έναν αποκλεισμό δύσκολο να εφαρμοσθεί, προσπάθεια να κερδίσουν χρόνο, αλλά πάντοτε στην προοπτική να βρουν έναν συμβιβασμό. Πήρε πολύ χρόνο στον Λίνκολν για να επιβάλλει ριζοσπαστικά μέτρα λαϊκής επιστράτευσης. Ένα αποφασιστικό εμπόδιο ξεπεράστηκε με την υιοθέτηση το 1862 νόμων που διευκόλυναν τη διανομή ομοσπονδιακών γαιών στους πιονιέρους. Ήταν μια αναγκαία προϋπόθεση για μια πραγματικά μαζική κατάταξη. Περισσότεροι από δύο εκατομμύρια άνδρες υπηρέτησαν στον στρατό της Ένωσης, δηλαδή περίπου το διπλάσιο απ’ό,τι στους Νότιους, αλλά η στρατιωτική κατάρτιση δεν αυτοσχεδιάζεται. Έπρεπε να αντικατασταθούν οι ανίκανοι στρατηγοί και ταυτόχρονα να ενσωματωθεί η στρατιωτική εμπειρία των Ευρωπαίων μεταναστών, των ηττημένων των επαναστάσεων του 1848 – 1850 και να γίνουν στρατολογήσεις.

Για να νικήσουν, οι ηγέτες της Ένωσης, αύξησαν τους φόρους, κατέφυγαν σε νέες δασμολογικές προστασίες και σε έκδοση νομίσματος για να χρηματοδοτήσουν τη βιομηχανική κινητοποίηση. Αυτή, αναγκαστικά αργή, επέτρεψε την παραγωγή νέων ατομικών επαναληπτικών όπλων, μεγάλων κανονιών ακόμη και των πρώτων πολυβόλων. Η εντατική χρησιμοποίηση των σιδηροδρόμων, των θωρακισμένων ατμόπλοιων και του τηλέγραφου κατέληξε σε μια νέα μορφή πολέμου, αλλά τα βασικά πολιτικά προβλήματα αποκρυσταλλώθηκαν γύρω από την ενσωμάτωση των Μαύρων στο στρατό.

Από το 1861 οι μαύροι εθελοντές ήταν πολλοί, αλλά αρχικά ο Λίνκολν αρνιόταν να τους δεχθεί. Άρχισε στέλνοντας πίσω στους ιδιοκτήτες τους εκείνους που προέρχονταν από τις δουλοκτητικές πολιτείες της Ένωσης, ακόμη και αν ορισμένοι στρατηγοί είχαν αρχίσει να χρησιμοποιούν όλους τους φυγάδες σαν συμπληρωματικούς εργάτες, με τον όρο «υλικό από λαθρεμπόριο που κατασχέθηκε από τον εχθρό». Αυτή η ρατσιστική υποκρισία και οι επαναλαμβανόμενες αρνήσεις παρακολουθήθηκαν προσεκτικά από τον Μαρξ και τον Ένγκελς. Οι δισταγμοί της κυβέρνησης της Ένωσης προέρχονταν από το φόβο της μήπως ο πόλεμος προκαλέσει τελικά εξεγέρσεις των σκλάβων, που θα προκαλούσαν με τη σειρά τους έναν πραγματικό φυλετικό πόλεμο που θα κατέστρεφε τις ελπίδες για να βρεθεί ένας συμβιβασμός με τους Συνομοσπονδιακούς.

Η επιθετικότητα των δουλοκτητών έκανε αδύνατο έναν τέτοιο συμβιβασμό. Έφτασαν πολύ κοντά στην κατάληψη της Ουάσιγκτον κατά τις εκστρατείες του καλοκαιριού του 1862 και του 1863. Εάν ο μόνος δρόμος για τη νίκη ήταν η ενοποίηση της διοίκησης και η κινητοποίηση όλων των δυνάμεων, η οργάνωση στρατιωτικών μονάδων από Μαύρους επιβαλλόταν, τόσο σαν στρατιωτική μεταρρύθμιση όσο και σαν πολιτικό ξεκαθάρισμα. Οι εθελοντές συνέρρεαν από τα τέλη του 1862 και κύρια κατά το 1863, και οι περίπου 200.000 άνδρες των 154 συνταγμάτων που δεν περιλάμβαναν παρά Μαύρους (με αξιωματικούς βασικά λευκούς), χωρίς να υπολογίσουμε τους οδηγούς και τους εφεδρικούς, θα χρησιμοποιηθούν ευρύτατα στις μάχες. Οι πολλές συγκρούσεις πάνω στις διαδικασίες αυτής της ενσωμάτωσης των Μαύρων στο στρατό θα γεφυρώσουν το κίνημα για την κατάργηση της δουλείας με την άσκηση των πολιτικών δικαιωμάτων.

Κατά τον εμφύλιο πόλεμο οι συνολικές απώλειες σε άντρες ήταν πολύ βαριές: 600.000 έως 700.000 νεκροί, κυρίως στα νοσοκομεία, και περίπου 400.000 ανάπηροι και σοβαρά τραυματισμένοι, αλλά η κατάσταση εξελίχθηκε αντίστροφα στα δύο στρατόπεδα. Στο Βορρά, όπου οι στρατολογήσεις άρχισαν να λειτουργούν καλύτερα και μετανάστες συνέχισαν να φθάνουν, άρχισαν να συνδυάζονται ο εθνικισμός και η κατάργηση της δουλείας. Ο στρατός μαζών που δημιουργήθηκε εκ του μηδενός στο Βορρά, και που ο Μαρξ και ο Ένγκελς σύγκριναν με τους πρώτους στρατούς της Γαλλικής Επανάστασης, ενισχύθηκε. Στο Νότο, ένα μέρος των λευκών, εκείνοι που αρχικά αντιτίθονταν στην απόσχιση, έπρεπε να επιτηρούνται στενά, ενώ οι φήμες για την προσεχή κατάργηση της δουλείας διαδίδονταν στους σκλάβους και προκαλούσαν ένα αίσθημα πανικού στα αφεντικά. Ο στρατός του Νότου, πιο επαγγελματικός στην αρχή, διασπάστηκε σε ένα σύνολο πολιτοφυλακών των πολιτειών της Συνομοσπονδίας, με σοβαρή ανάγκη εσωτερικής αστυνόμευσης απέναντι στους σκλάβους.

Στη Μεγάλη Βρετανία, το εργατικό κίνημα αντιλήφθηκε προοδευτικά την έννοια των γεγονότων και οργάνωσε τις εξηγήσεις προς τους εργάτες των βαμβακοβιομηχανιών που ο αποκλεισμός είχε οδηγήσει στην ανεργία. Έκανε έτσι δυσκολότερη την επέμβαση της κυβέρνησής τους στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο. Η αλληλογραφία και τα άρθρα του Μαρξ και του Ένγκελς μαρτυρούν αυτές τις συζητήσεις, παρακολουθούσαν προσεκτικά την προώθηση των οπαδών της κατάργησης της δουλείας στους θεσμούς της Ένωσης, αλλά έμειναν κυριολεκτικά «κατάπληκτοι» από τον τρόπο που ο Λίνκολν ήξερε να περιμένει: «Ο πρόεδρος Λίνκολν δεν ριψοκινδυνεύει ποτέ να κάνει ένα βήμα προς τα μπρος μέχρις ότου η ροή των γεγονότων και η γενική κατάσταση της κοινής γνώμης δεν του επιτρέπουν πια να περιμένει. Αλλά όταν ο “γερο – Έϊμπ” έχει πειστεί ο ίδιος ότι μια τέτοια στροφή έχει γίνει, εκπλήσσει τόσο τους φίλους του όσο και τους εχθρούς του με την αιφνίδια επιχείρηση που εκτελεί με τον δυνατόν μικρότερο θόρυβο….» (Die Presse, Βιέννη, 3 Μαρτίου 1862). Ο θαυμασμός που εξέφραζε έτσι ο Μαρξ προς τον Λίνκολν δεν θα τον εμποδίσει να επαναλαμβάνει εκτεταμένα κάποιους λόγους των ριζοσπαστικών οπαδών της κατάργησης της δουλείας (Wendell Philips) που έτειναν να υποτιμήσουν την αποφασιστικότητα του Λίνκολν, τη βαθειά γνώση του των πολιτικών μηχανισμών των ΗΠΑ και τα εμπόδια που ξεπηδούσαν.

Πράγματι, μια μαζική αντίσταση στην κατάταξη, ενισχυμένη από έναν πολύ ισχυρό ρατσισμό, εκφράστηκε με τα πογκρόμ ενάντια στους Μαύρους που έγιναν από τον ιρλανδικό πληθυσμό της Νέας Υόρκης. Επίσης εμφανίστηκαν σε ορισμένες «ελεύθερες» πολιτείες του Βορρά αντιστάσεις στις συνέπειες που θα προέκυπταν από την απελευθέρωση, με νόμους που απέκλειαν προκαταβολικά τους έγχρωμους από κάθε πρόσβαση στα πολιτικά δικαιώματα. Αυτοί οι ρατσιστικοί νόμοι θα έχουν μεγάλη συνέχεια. Ο Λίνκολν ήξερε να αντιμετωπίσει σθεναρά τον κίνδυνο αυτό: το Σεπτέμβρη του 1862 δημοσίευσε τη διακήρυξη του Γκέτυσμπουργκ με την οποία επέβαλε προκαταβολικά την κατάργηση της δουλείας από την 1η Ιανουαρίου 1863 στις πολιτείες που δεν είχαν ξαναενταχθεί στην Ένωση.

Ο Λίνκολν, που εξελέγη οριακά το 1860, είχε πολλαπλασιάσει τις προσεκτικές χειρονομίες για να εξουδετερώσει τις αμφιταλαντευόμενες πολιτείες μη θίγοντας το καθεστώς τους της δουλείας. Είχε έτσι έρθει σε ανοιχτή σύγκρουση με τους ριζοσπαστικούς οπαδούς της κατάργησης της δουλείας καθώς και με τους οπαδούς ενός συμβιβασμού. Στη συνέχεια η ριζοσπαστικοποίηση του πολέμου απλούστευσε την εξίσωση: η Διακήρυξη του Γκέτυσμπουργκ συνέβαλε στην πολιτική κινητοποίηση της κοινής γνώμης και των στρατιωτών. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς συζήτησαν αρκετό διάστημα για την κατάσταση που έτσι διαμορφώνεται, αλλά, το Νοέμβρη 1864, «ο γέρος» δείχνει την ισχύ του κερδίζοντας τις δεύτερες του προεδρικές εκλογές. Τελικά, ο μόνος αντίπαλος του ήταν ο Τζωρτζ Μακκλέναν, ο μεγαλύτερος από τους ανίκανους στρατηγούς, που χρειάστηκε να τον διώξει. Ψήφισαν τέσσερα εκατομμύρια πολίτες, ο Λίνκολν πήρε αυτή τη φορά το 55% της λαϊκής ψήφου αλλά το 78% εκείνης των δύο εκατομμυρίων στρατιωτών και, συνολικά, το 91% των εκλεκτόρων, δηλαδή σχεδόν όλες τις πολιτείες της Ένωσης. Κέρδισε μια καινούργια νομιμοποίηση: ήταν σε θέση να νικήσει, αλλά επίσης και να απορρίψει κάθε συμβιβασμό.

Γιαυτό η Διεθνής υιοθέτησε μια δημόσια Απεύθυνση συγχαρητηρίων στον πρόεδρο που εξελέγη. Συντάκτης της ήταν ο Μαρξ που ενημέρωσε τον Ένγκελς, στις 2 Δεκεμβρίου 1864, ότι χρειάστηκε «πάλι να κοπτοράψει (κάτι που είναι πολύ πιο δύσκολο από μια δουλειά από την αρχή) ώστε η φρασεολογία στην οποία περιορίζονται αυτού του τύπου τα γραψίματα να διαφέρει τουλάχιστον από την κοινή δημοκρατική φρασεολογία». Η Απεύθυνση προσπαθούσε λοιπόν να συνδυάσει τις επίκαιρες ανάγκες με τη δημοκρατική και βιβλική αμερικάνικη φρασεολογία. Κατέληγε:

«Όσο οι εργαζόμενοι, η πραγματική πολιτική δύναμη του Βορρά, επέτρεπαν η δουλεία να μολύνει τη δική τους Δημοκρατία, όσο –απέναντι στο Νέγρο που αγοραζόταν και πουλιόταν ενάντια στη θέληση του- υπερηφανεύονταν για το μέγιστο προνόμιο που είχαν μόνο οι εργαζόμενοι με λευκό δέρμα να είναι ελεύθεροι να πουλιούνται οι ίδιοι και να διαλέγουν το αφεντικό τους, τόσο θα ήταν ανίκανοι να δράσουν προς την αυθεντική απελευθέρωση της εργασίας και να υποστηρίξουν τους ευρωπαίους συντρόφους τους στον αγώνα για αυτήν την απελευθέρωση. Αλλά αυτό το εμπόδιο στην πρόοδο σαρώθηκε από την Κόκκινη Θάλασσα του εμφυλίου πολέμου.

Οι εργαζόμενοι της Ευρώπης είναι πεισμένοι ότι, εάν ο πόλεμος της αμερικανικής ανεξαρτησίας ξεκίνησε μια νέα εποχή εφόδου της αστικής τάξης, ο αμερικάνικος πόλεμος ενάντια στη δουλεία θα κάνει το ίδιο για τις εργαζόμενες τάξεις. Θεωρούν σημείο των καιρών που έρχονται ότι είναι ο Αβραάμ Λίνκολν, γιός της τάξης των εργαζομένων, που επελέγη για να οδηγήσει τη χώρα του σε έναν αγώνα χωρίς όμοιο του για την απελευθέρωση μιας αλυσοδεμένης φυλής και για την ανοικοδόμηση ενός κοινωνικού κόσμου» (29 Νοεμβρίου 1864).

Πράγματι, ο εναρκτήριος και απειλητικός λόγος της δεύτερης θητείας του Λίνκολν αναφέρεται ακριβώς σε μια ριζοσπαστική ανοικοδόμηση: «Αν η θέληση του Θεού είναι να συνεχίσει ο πόλεμος μέχρι την καταστροφή όλου του πλούτου που συσσωρεύθηκε από τους σκλάβους με την μη αμειβόμενη εργασία τους στη διάρκεια δυόμιση αιώνων, και αν χρειάζεται το αίμα που χύθηκε κάτω από το μαστίγιο να πληρωθεί με το αίμα που χύνεται από το ξίφος –όπως το ζητά αυτό το τρισχιλιετές απόφθεγμα– τότε δεν μας μένει παρά να πούμε “η κρίση του Θεού είναι ορθή και αληθινή”» (4 Μαρτίου 1865). Αυτήν ακριβώς τη στιγμή ήταν που ο Λίνκολν άρπαξε από τη Βουλή την ψήφιση της 13ηςΤροπολογίας, όπου προτεινόταν η επικύρωση από τις πολιτείες της κατάργησης της δουλείας στο ομοσπονδιακό επίπεδο. Ήταν ένα αποφασιστικό βήμα, ακόμη και αν η ισότητα στα πολιτικά δικαιώματα απορρίφθηκε κατηγορηματικά (δες το “Λίνκολν” του Σπίλμπεργκ).

Οι επιθέσεις σε βάθος που έγιναν κατά τα καλοκαίρια του 1863 και κυρίως του 1864 (Σέρμαν, Γκραντ) τεμάχισαν τα εδάφη της Συνομοσπονδίας, που αντιμετώπιζε το ξεκίνημα μιας μαζικής φυγής των σκλάβων, περίπου σαν μια γενική απεργία. Χιλιάδες, και στη συνέχεια εκατοντάδες χιλιάδες, άντρες και γυναίκες δραπέτευαν από τις φυτείες, κρύβονταν και ενώνονταν με τα στρατεύματα που προελαύνανε ή άμεσα με τις μονάδες των Μαύρων. Με αυτές τις όλο και πιο σκληρές μάχες, οι δυνάμεις της Συνομοσπονδίας άρχισαν να θίγονται σοβαρά από τις λιποταξίες. Η απειλή ενός φυλετικού πολέμου λειτούργησε πια στο μέγιστο: η Ένωση πέτυχε την χωρίς όρους παράδοση των νότιων στρατηγών χωρίς να χρειαστεί να αναγνωρίσει τη Συνομοσπονδία τους, αλλά απλά την ύπαρξη ενός εξεγερμένου στρατού. Οι πολιτείες που είχαν βγει από την Ένωση μπορούσαν να ξαναπάρουν τη θέση τους, αλλά με τον όρο να αποδείξουν το σεβασμό τους στους νόμους της. Η στρατιωτική νίκη ήταν λοιπόν πλήρης, αλλά το ξεπέρασμα στην πράξη των συνεπειών της δουλείας δεν είχε ακόμη τακτοποιηθεί.

Σε λιγότερο από δύο μήνες από τον εναρκτήριο λόγο του της 4 Μαρτίου 1865, ο Λίνκολν δολοφονήθηκε, στις 14 Απριλίου. Η συγκίνηση ήταν τεράστια και, επιπλέον, ο αντιπρόεδρος που τον αντικατέστησε, ο Άντριου Τζάκσον, ήταν ένας μετριοπαθής. Αλλά, στη βάση της εμπειρίας των χρόνων του πολέμου, ήταν πλέον η πλειοψηφία του Κογκρέσου που θέλησε να εφαρμόσει στο Νότο ένα ριζοσπαστικό πρόγραμμα ξεριζώματος της ισχύος των ιδιοκτητών των φυτειών. Αλλά, πέρα από τα εκατομμύρια των νέων απελευθερωμένων μαύρων, η απόλυση των στρατιωτών ελευθέρωσε περίπου τρία εκατομμύρια έμπειρους στρατιώτες. Η ειρήνη που συμφωνήθηκε δημιούργησε μια νέα αναστάτωση, μια νέα επαναστατική κρίση. Στον αγροτικό Νότο καθώς και στον βιομηχανικό Βορρά, οι τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα θα γνωρίσουν κοινωνικές και πολιτικές συγκρούσεις τέτοιας έκτασης που θα είναι αποφασιστικές αλλά διαφέρουν πολύ σε ό,τι αφορά τα αποτελέσματα τους.

Επαναστατική κρίση και Ανοικοδόμηση

Επαναστατική κρίση στον δουλοκτητικό Νότο, κατάργηση της δουλείας και αγροτική μεταρρύθμιση, απόπειρα δημοκρατικής επανάστασης, η αποτυχία της και οι ρίζες της εκμίσθωσης [sharecropping]

Η επίσημη απελευθέρωση των σκλάβων δημιούργησε μια βαθειά ρωγμή στην κοινωνική δικτατορία των ιδιοκτητών των φυτειών και προκάλεσε την ανάγκη μιας αγροτικής μεταρρύθμισης μεγάλης έκτασης που από τη μεριά της απαιτούσε, για να εφαρμοσθεί, μια βασική δημοκρατική μεταρρύθμιση. Αυτή η Ανοικοδόμηση έγινε το αντικείμενο μιας νέας σειράς συγκρούσεων. Το Κογκρέσο δημιούργησε ένα Γραφείο αρμόδιο για «πρόσφυγες, απελεύθερους και χηρεύοντα εδάφη». Οι τεράστιες εκτάσεις των ηγετών της Συνομοσπονδίας θα κατάσχονταν άραγε μετά την απελευθέρωση των σκλάβων τους; Αλλά το ζήτημα αφορούσε στην πραγματικότητα όλη την αποικιακή γεωργία. Το μέλλον των φυτειών αφορούσε εκατομμύρια Μαύρους, τόσο στο Νότο όσο και στο Βορρά.

Πηγαίναμε μήπως προς μια απευθείας μετάβαση από τη δουλεία στη μισθωτή εργασία με διατήρηση των μεγάλων φυτειών; Τα αφεντικά θα μπορούσαν να διατηρήσουν τον έλεγχο των απελεύθερών τους; Στο θέμα των μισθών, καθώς και στο θέμα της επιβολής της εργασιακής πειθαρχίας, οι συγκρούσεις ήταν άμεσες. Η απελευθέρωση προκάλεσε την επιθυμία των Αφροαμερικανών να ζουν με τις οικογένειές τους, ενώ συχνά είχαν χωρισθεί από αυτές με τη βία, και να διανείμουν τις μεγάλες ιδιοκτησίες σε μικρές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις, με πολυκαλλιέργεια και αυτοκατανάλωση. Το πρόγραμμα αυτό, «40 στρέμματα (16 εκτάρια) και ένα μουλάρι», ήταν πολύ δημοφιλές στους νέους απελεύθερους που συχνά το συμπλήρωναν με συνεταιριστικές φόρμουλες, για να εξασφαλίσουν τουλάχιστον τις ανάγκες για κεφάλαια, εργαλεία, σπόρους και πίστωση. Απέναντι στους μισθωτούς καθώς και στις επιθυμίες για μικρή εκμετάλλευση, τα παλιά αφεντικά οργάνωσαν την αντίσταση τους: οι «σκοπευτικοί όμιλοι» διευκόλυναν τη δημιουργία τρομοκρατικών δομών οριακά παρανόμων, η πρώτη Κου Κλουξ Κλαν περιέλαβε ένα τμήμα παλιών στρατιωτικών.

Η επίσημη απελευθέρωση ακολουθήθηκε αμέσως από σύνθετους οικονομικούς και κοινωνικούς αγώνες. Με το δικαίωμα ψήφου είδαμε να εμφανίζονται νέες πλειοψηφίες στις απελευθερωμένες πολιτείες, πιο δημοκρατικές, που συσπείρωναν όλους εκείνους που είχαν υποφέρει από την καταπίεση των ιδιοκτητών των φυτειών, από τους απελεύθερους μέχρι ορισμένους φτωχούς λευκούς. Κινούμενη στην κατεύθυνση αυτή, η ριζοσπαστική πλειοψηφία του Κογκρέσου υιοθέτησε τη 14η και τη 15η Τροπολογία, που επέκτειναν το δικαίωμα ψήφου στους Αφροαμερικανούς και κατέστειλαν τα μέτρα που υιοθετήθηκαν τοπικά για να περιορίσουν το δικαίωμα αυτό. Κατά τη δεκαετία του 1870, εκλέχτηκαν περίπου 600 Μαύροι, στο Νότο, από τοπικό επίπεδο μέχρι και στην Ουάσιγκτον, και γεννήθηκαν νέοι θεσμοί: δωρεάν εκπαίδευση (πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και ανώτερη), υγειονομικά συστήματα, ιδρύματα για εγκαταλελειμμένα παιδιά, πιστωτικά ιδρύματα ανοιχτά και στους Μαύρους….. Ο μεγάλος ιστορικός W.E.B. Du Bois θα μιλήσει αργότερα για απόπειρες δημοκρατικής δικτατορίας των νέων πλειοψηφιών στις πολιτείες του Νότου.

Αλλά η προστασία του Κράτους και του στρατού παρέμενε η αναγκαία συνθήκη αυτών των νεωτερισμών. Όμως ο στρατός προοδευτικά αποσύρθηκε, ενώ οι αποφάσεις για τον Προϋπολογισμό στέρησαν από την Ανοικοδόμηση τις αναγκαίες πιστώσεις. Το πέρασμα από τη δουλεία στην αυστηρή μισθωτή αγροτική εργασία δεν ήταν βιώσιμη λύση για τις μεγάλες ιδιοκτησίες, όπου οι εμπειρίες συλλογικής απαλλοτρίωσης δεν πήγαν καλά. Βασικά, ολόκληρο το αποικιακό αγροτικό σύστημα του Νότου μπήκε σε μια βαθιά κρίση. Όπως το είχε προβλέψει ο Μαρξ, οι Ευρωπαίοι βιομήχανοι έστρεψαν τις αγορές τους προς άλλες αποικίες, στην Ασία ή στην Αφρική. Οι σκλάβοι που ελευθερώθηκαν αναγκάστηκαν, για να επιβιώσουν, να δεχθούν συμβόλαια εκμίσθωσης (sharecropping) με βάση τα οποία έδιναν ένα μεγάλο μέρος της σοδειάς στους ιδιοκτήτες: η χαμηλή παραγωγικότητα των εργασιακών τους μέσων τούς υποδούλωσε με ένα νέο τρόπο. Αυτό το σύστημα εκμίσθωσης επεκτάθηκε επίσης και στους πιο φτωχούς από τους λευκούς, και όλοι βρέθηκαν σε ανταγωνισμό για τη γη και τις πιστώσεις, έγιναν εξαρτημένοι που διαχωρίζονταν μόνο από το χρώμα του δέρματος τους. Η εξουσία των αφεντικών ξαναδημιουργήθηκε, ενεργοποιώντας τόσο τοπικούς ρατσιστικούς νόμους αποκλεισμού από την ψήφο όσο και βία, που παραμένει παρούσα μέχρι τις μέρες μας. Η Ανοικοδόμηση απέτυχε, οι Μαύροι του Νότου μπήκαν σε έναν νέο αιώνα καταπίεσης, άρχισαν να μεταναστεύουν προς τις δεξαμενές απασχόλησης του Βορρά, όπου πια δεν θα ήταν καλοδεχούμενοι.

*******

Η απελευθέρωση των σκλάβων και εκείνη του συνόλου των μισθωτών ήταν απόλυτα συνδεδεμένες, αλλά οι συνέπειες του τέλους του εμφυλίου πολέμου δεν ήταν οι ίδιες και για τις δύο πλευρές. Στο Βορρά, η βιομηχανική συγκεντροποίηση, που διευκόλυνε ο πόλεμος, έδωσε μια εντυπωσιακή ώθηση στον καπιταλισμό: η εργατική τάξη γνώρισε μια μεγάλη αύξηση και προσπάθησε να δημιουργήσει τις δικές της οργανώσεις απέναντι στην υπερεκμετάλλευση. Ήρθε σε ρήξη με την εργοδοσία σε συγκρούσεις συχνά αιματηρές και συχνά, στην αρχή, νικηφόρες, ιδιαίτερα για το ωράριο εργασίας (δράση που συντονίστηκε για το 8ωρο). Ταυτόχρονα, το δικαίωμα ψήφου που απέκτησαν θεωρητικά οι Μαύροι άνδρες δεν επεκτάθηκε στις γυναίκες, είτε μαύρες είτε λευκές. Εκείνο που διαιρούσε βαθιά τους κύκλους των αγωνιστών, η μορφή οργάνωσης, ξεχωριστή ή όχι, των μαύρων εργαζομένων έγινε το αντικείμενο ατέλειωτων συζητήσεων. Προφανώς, δεν είναι δυνατόν να παρουσιάσουμε εδώ αυτή την ιστορική περίοδο, αλλά ολόκληρο το παγκόσμιο εργατικό κίνημα επηρεάστηκε από την προώθηση του αμερικάνικου προλεταριάτου, με την υιοθέτηση, για παράδειγμα, της παγκόσμιας ημέρας απεργίας της 1ης Μαΐου.

Ο εμφύλιος πόλεμος του 1861 – 1865 δημιούργησε ορισμένες συνθήκες για να συνδυαστούν πανηπειρωτικά οι κοινωνικοί και πολιτικοί αγώνες για την απελευθέρωση. Παρά τις προσπάθειες των αγωνιστών, μελών ή όχι της Διεθνούς, οι απόπειρες συντονισμού του εργατικού κινήματος ανάμεσα στο Βορρά και στο Νότο αποσυγχρονίστηκαν τα χρόνια 1870 – 1890. Η τεχνογνωσία που απέκτησαν οι εργοδότες στο πεδίο αυτό θα αποτελέσει, για μεγάλο διάστημα, τη σπονδυλική στήλη της εσωτερικής τους πολιτικής: μετά από συγκρούσεις ανείπωτης έντασης, δεν θα υπάρξει στις ΗΠΑ ανεξάρτητο εργατικό κόμμα, έστω ρεφορμιστικό. Απαλλαγμένα από την κοινωνική πόλωση που συνδέονταν με τον εμφύλιο πόλεμο, τα δύο αστικά κόμματα, Ρεπουμπλικανικό και Δημοκρατικό, θα εναλλάσσονται στην εξουσία, ακόμη και σε φάσεις οξυμένης κρίσης.

Ο Ένγκελς έγραφε το 1864: «Μόλις σπάσει η δουλεία, αυτό το βασικό εμπόδιο στην πολιτική και κοινωνική ανάπτυξη των ΗΠΑ, η χώρα θα έχει μια ώθηση που θα της εξασφαλίσει βραχυπρόθεσμα μια τελείως άλλη θέση στην παγκόσμια ιστορία, και ο στρατός και ο στόλος που γεννήθηκαν από τον πόλεμο θα βρουν σύντομα τη θέση τους».

Για να τερματισθεί η απόλυτη βαρβαρότητα της δουλείας, η σύγκλιση ανάμεσα στο Μαρξ και στο Λίνκολν έδωσε τους καρπούς της, αλλά δεν άρκεσε ώστε η δεύτερη αμερικανική επανάσταση, που διήρκεσε από το 1860 έως το 1890, να φθάσει ως το τέλος ενός δημοκρατικού απελευθερωτικού σχεδίου. Όπως στην Αϊτή, 60 χρόνια νωρίτερα, αλλά σε πολύ διαφορετικές συνθήκες, η αποικιακή δουλεία καταργήθηκε, αλλά χωρίς να πραγματοποιηθεί η αναγκαία αγροτική μεταρρύθμιση. Οι Αφροαμερικανοί μπήκαν σε έναν μακρόχρονο εφιάλτη, ενώ στην Ευρώπη οι συνδυασμένες εμπειρίες της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας και της Παρισινής Κομμούνας του 1871 ώθησαν τους σοσιαλιστές προς τελείως άλλα θέματα: την ανάγκη να συνδυάσουν τα δημοκρατικά καθήκοντα, την απελευθέρωση των μισθωτών και την αγροτική μεταρρύθμιση, ενώ η αποικιακή απελευθέρωση δεν θα ξαναεμφανισθεί παρά πολύ αργότερα.

Serge Aberdam

Inprecor, No 681/682, janvier – février 2021


Για εμβάθυνση:

Από το συγγραφέα επίσης προτείνεται μια βοηθητική εργογραφία (στα γαλλικά), ενώ επίσης στα γαλλικά το Inprecor διαθέτει και ένα χρονολόγιο για τις ΗΠΑ.

Από αυτά, εμείς εδώ, για τους έλληνες αναγνώστες, επισημαίνουμε α) μια αρχική βιβλιογραφία στα αγγλικά, β) ορισμένα ονόματα αγωνιστών που μπορεί κανείς να ψάξει στο ιντερνέτ, για περαιτέρω έρευνα, καθώς και γ) ορισμένα κινηματογραφικά έργα που αναφέρονται στο θέμα.

α) Βιβλιογραφία:

Στα αγγλικά:

  • Υπάρχει μια τεράστια βιβλιογραφία που μας δίνει ο Robin Blackburn, ιδιαίτερα με τα έργα του Eric Foner, που δημοσιεύτηκαν από το 1970 ώς το 2010 και που αναγνωρίζονται ως έργα κύρους. Μπορούμε να προσθέσουμε το:
  • Civil War and Reconstruction in the US -Primitive Accumulation and the Bourgeois Revolution, του Charles Post, από τα τετράδια της Σχολής της 4ης Διεθνούς του Άμστρενταμ (IIRE), του 1989 [ακόμα υπάρχουν διαθέσιμα αντίτυπα], καθώς και το:
  • Black Reconstruction in the USA, σημαντικό έργο του W.E.B. Du Bois (1935), ενός από τους πρώτους αναγνωρισμένους αυφροαμερικανούς πανεπιστημιακούς.

β) Ορισμένα ονόματα:

  • Dred Scott (1795-1857)
  • Frederick Douglass (1818-1898)
  • John Brown (1800-1859)
  • William Birney (1819-1907)
  • Lucy Parsons (1853-1942) και Albert (1848-1887)
  • Mathida Annecke (1817-1884) και Friedrich (1818-1872)
  • Harriet Tubman (182?-1913)
  • Mary Harris Jones (1837-1930)

γ) Σχετικά films:

  • «Lincoln» του Steven Spielberg (2012), για τους πολιτικούς περιορισμούς.
  • «12 Years a Slave» του Steve Mac Queen (2013), για την επέκταση της δουλείας.
  • «The Good Lord Bird» σίριαλ των Richard και Hawkee (2020) για την απόπειρα του John Brown
  • «Harriet» του Kasi Lemmons (2019), βιογραφία μιας μαύρης αγωνίστριας
  • «Glory» του Ed Zwick (1989), για τα στρατεύματα των μαύρων
  • «Roots…» σίριαλ σε δύο εκδοχές (1977 και 2016), για τις απαρχές…
  • «The Second Civil War» του Joe Dante (1997), ενδιαφέρουσα “κακή” κωμωδία του παραγωγού των Gremlins που όμως παρουσιάζει τους πολιτικούς μηχανισμούς της ανταρσίας στο Νότο

1Ο Serge Aberdam είναι ιστορικός, μέλος του γαλλικού Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος (NPA) και της 4ης Διεθνούς. Το παρόν κείμενο βασίζεται σε εισήγηση στο καλοκαιρινό πανεπιστήμιο του NPA το 2020, στις συζητήσεις που έγιναν με αφορμή το κίνημα Black Lives Matter στις ΗΠΑ. Ο στόχος του είναι να εισάγει στο γαλλικό και διεθνές κοινό το ζήτημα, διευκολύνοντας την πρόσβαση στην τεράστια βιβλιογραφία που υπάρχει για το θέμα, ενώ συμπληρώθηκε μετά τη νίκη του Μπάιντεν.


Μετάφραση ΤΠΤ [ετ4Δ]


https://tpt4.org/?p=6038

Σχολιάστε