Επιστροφή στην “κανονικότητα”: το αγαπημένο μότο των πρώτων μηνών της κυβέρνησης Κυριάκου Μητσοτάκη. “Η Ελλάδα ξαναγίνεται μια κανονική χώρα”. Ποια θα μπορούσε να είναι αυτή η κανονικότητα; Επάνοδος του βιοτικού επίπεδου στα προ της κρίσεως επίπεδα; Προφανώς όχι. Η κανονικότητα αναφέρεται στην επάνοδο όλων στη θέση τους. Η “πολιτική τάξη” θα κάνει κουμάντο εξυπηρετώντας τις οικονομικές ελίτ με τον τρόπο που το έκανε και οι “από κάτω” θα συμπεριφέρονται ανάλογα, όπως πρέπει σε μια “κανονική” χώρα όπου βασιλεύει τάξη, ασφάλεια και κοινωνική ειρήνη.
Το αναπτυξιακό πολυνομοσχέδιο, το πρώτο grand νομοθετικό εγχείρημα της νέας κυβέρνησης δίνει μια χορταστική πρώτη δόση αυτής της επιστροφής στην “κανονικότητα”. Από τα παιχνιδίσματα της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ με τις τηλεοπτικές άδειες έχουμε βρεθεί ξανά με μια κυβέρνηση που γνωρίζει καλά τους κανόνες του παιχνιδιού. Ο Τσίπρας χαρακτήρισε το νομοθέτημα ως όργιο φωτογραφικών τακτοποιήσεων. Κάθε αντιπολίτευση κατηγορεί κάθε κυβέρνηση για διαπλοκή, ότι δηλαδή, βασικά, ενισχύει μια μερίδα της καπιταλιστικής τάξης έναντι του γενικού συμφέροντος. Η Νέα Δημοκρατία, βγαλμένη από τα σπλάχνα της άρχουσας τάξης, ξέρει καλύτερα το who is who της τάξης που εξυπηρετεί και μπορεί να βγάλει μια “καλύτερη οικογενειακή φωτογραφία” των Ελλήνων καπιταλιστών. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με τα εκατομμύρια ευρώ στις ΠΑΕ δια μέσου της ΕΡΤ λίγες μέρες πριν από τις εκλογές του Ιούλη, έδειξε ότι μετά από τέσσερα χρόνια στην εξουσία παρέμενε άγαρμπος πρωτάρης στο αλισβερίσι με τους επιχειρηματίες.
Οι Έλληνες καπιταλιστές έχουν ονοματεπώνυμα, είναι μια συγκεκριμένη περιορισμένη κοινωνική κατηγορία. Το ίδιο και οι ξένοι επενδυτές που ενδιαφέρονται για να ρίξουν τα λεφτά τους στον ένα ή τον άλλο τομέα της ελληνικής οικονομίας: δεν είναι απεριόριστοι. Η κυβέρνηση της ΝΔ τους ξέρει, τους μιλά “προσωπικά” και θέλει “οι δουλειές να γίνουν”. Φυσικά ο ρόλος του κράτους δεν είναι απλά αυτός ενός ατζέντη των επιχειρηματικών συμφερόντων. Είναι ανάγκη να εξασφαλίζει τους γενικούς όρους της οικονομικής δραστηριότητας ώστε η πίτα να μεγαλώνει και όλοι να βγάζουν ένα κέρδος σε τελευταία ανάλυση. Μόνο που η πολιτική τάξη στην Ελλάδα έχει απολέσει, μέσα από την τρέχουσα διευθέτηση του δημόσιου χρέους, τα περισσότερα από τα μακροοικονομικά εργαλεία με τα οποία θα μπορούσε να επιχειρήσει τουλάχιστον να αναθερμάνει την οικονομία.
Χωρίς ένα γενναίο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων, η ελληνική οικονομία θα έπρεπε να εξαρτηθεί από την “υγιή επιχειρηματικότητα” των Ελλήνων καπιταλιστών, που έτσι και, θεωρητικά, εξασφαλίσουν, χάρη στην υποτιθέμενη αξία, ανταγωνιστικότητα και δημιουργικότητά τους, “μια θέση στην αγορά” θα μετατρέψουν τα κέρδη τους σε χρεώγραφα ή απλά θα απαιτήσουν από το κράτος να “προστατεύσει” αυτή την κατεκτημένη με κόπο επιτυχία τους. Ένα πράγμα μένει στην κυβέρνηση για να στηρίξει συνολικά και όχι ως πράκτορας συγκεκριμένων αστικών μερίδων την “ανάπτυξη”: να συρρικνώσει το εργατικό κόστος ακόμη περισσότερο. Η μείωση των φόρων που ευαγγελίζεται έχει νόημα αν υπάρχει δυνατότητα να “κλέψεις” επενδύσεις από ανάλογες χώρες ή οικονομίες προσφέροντας ένα ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Οι μειώσεις φόρων που προτείνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι στην πραγματικότητα διορθωτικές από τις υπερβολές των μνημονίων και σε καμία περίπτωση δεν θα επαρκούσαν για να προσφέρουν αυτό το κάποιο πλεονέκτημα.
Η αισιοδοξία του Μητσοτάκη ενδέχεται να μετατραπεί στην αχίλλειο πτέρνα του. Ενώ κάθεται πάνω στην κούραση της ελληνικής κοινωνίας από τα δέκα χρόνια της κρίσης, τις μειωμένες προσδοκίες ολόκληρων γενεών εργαζομένων και την απογοήτευσή τους από τον πολιτικό ριζοσπαστισμό της προηγούμενης περιόδου που οδήγησε στη φούσκα του ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Δημοκρατία με τις υποσχέσεις μιας γρήγορης και μόνιμης επανόδου σε σχετικά υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης θα μπορούσε να σκάψει το λάκκο της.
Δεν υπάρχουν ούτε οι διεθνείς ούτε οι εγχώριοι “ενδογενείς” παράγοντες για μια θεαματική ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας, τέτοια που σύντομα να απορροφήσει την ανεργία και να αυξήσει τους πραγματικούς μισθούς κατά τρόπο αισθητό. Στην πραγματικότητα, οι οριακά θετικοί ρυθμοί ανάπτυξης οφείλονται στη δυσανάλογη ανάπτυξη του τουρισμού τα τελευταία χρόνια. Αλλά αυτό το καλοκαίρι ήταν το τελευταίο ίσως “χρυσό” καλοκαίρι για τον ελληνικό τουρισμό. Μάλλον μαύρο με πνιγμούς σε πισίνες, βιασμούς τουριστριών, ξυλοκόπημα παραθεριστών από αστυνομικούς με πολιτικά στους δρόμους κοσμικών νησιών, υπέρογκες χρεώσεις και αποκλεισμένα νησιά χωρίς ακτοπλοϊκή σύνδεση. Το δυσανάλογο βάρος του τουρισμού έχει συνολικά αρνητικές μακροπρόθεσμες κοινωνικές επιπτώσεις. Η gentrification και η εκτόξευση των ενοικίων στο ευρύτερο κέντρο της Αθήνας είναι μία από τις σημαντικότερες συνέπειες αλλά όχι η μόνη. Η εξάρτηση από το τουριστικό συνάλλαγμα λειτουργεί σε βάρος άλλων δυνατοτήτων, τις οποίες θα λέγαμε παραγωγικές.
Οι δυσοίωνες προοπτικές της παγκόσμιας οικονομίας, σύμφωνα με τις προβλέψεις σχεδόν όλων των καθεστωτικών αναλυτών, δεν επιτρέπουν πολλές-πολλές ελπίδες για τόνωση του “εξαγωγικού τομέα”. Μένουμε μόνο με την προοπτική της “ενέργειας”. Η αναδιάρθρωση του βιομηχανικού ενεργειακού τοπίου, βλέπε “ιδιωτικοποίηση”, απλά θα χαρίσει δημόσιο πλούτο σε ιδιώτες. Οι εξορύξεις υδρογονανθράκων με τα περίφημα κοιτάσματα σε Ιόνιο και Νότιο Κρήτη είναι η μόνη συζητήσιμη οικονομική προοπτική που όμως απέχει πολύ από το να είναι ρεαλιστική. Δεν θα συζητήσουμε εδώ αν είναι “επιθυμητή” στο φόντο της παγκόσμιας οικολογικής κρίσης και των συγκεκριμένων περιβαλλοντικών συνεπειών για τις κοινωνίες. Είναι καταστροφική προοπτική. Η οικονομική και πολιτική εξουσία στην Ελλάδα επιβίωσε και επιχειρεί να διαχειριστεί με μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα την κρίση του ελληνικού καπιταλισμού αλλά τα αδιέξοδά της είναι υπαρκτά.
Προσπαθούμε να φανταστούμε εκείνην την κατάσταση όπου οι ελπίδες της μισθωτής πλειοψηφίας θα εξαρτιόνταν από την πολιτική εναλλακτική της μετατροπής του ΣΥΡΙΖΑ σε προεδρικό κόμμα. Η περίφημη εκλογή του Γεωργίου Α. Παπανδρέου στην προεδρία του ΠΑΣΟΚ στις καφετέριες και τις πλατείες της χώρας έχει αναχθεί ως το ανώτερο και τελευταίο στάδιο της “σοσιαλδημοκρατικοποίησης” του ΣΥΡΙΖΑ. Η ρεαλιστική προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται με όρους φετιχιστικούς, εξωπραγματικούς, ανορθολογικούς ορισμένες φορές. Η εξάρτηση του κόμματος από τις δημοσκοπήσεις έφτασε στο σημείο του να παραγγέλλουν φανταστικές δημοσκοπήσεις και να περιστοιχίζονται από δημοσκόπους-αγύρτες. Κάποιοι στο ΣΥΡΙΖΑ πίστεψαν ότι θα στήσουν κάλπες σε πλατείες και ότι θα έρθουν να ψηφίσουν τον πρόεδρο του κόμματος εκείνοι που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ στις εθνικές εκλογές. Το πιο πιθανό είναι σε μια εκλογή από τη βάση να συμμετάσχει αριθμός φίλων του ΣΥΡΙΖΑ ανάλογος με εκείνους και εκείνες που παρακολούθησαν τις προεκλογικές του συγκεντρώσεις. Έχει μάλλον εμπεδωθεί πως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι κόμμα που συνεγείρει τις μάζες. Το “παπανδρεϊκό” χάρισμα του Αλέξη Τσίπρα εξέπνευσε με την ομιλία του στις 3 Ιουλίου του 2015 στην πλατεία Συντάγματος. Το ανδρεϊκό-παπανδρεϊκό ΠΑΣΟΚ είχε την ικανότητα να ανανεώνει με βιώσιμο τρόπο τη χαρισματική σχέση του προέδρου με τη μάζα δια μέσου πραγματικών κοινωνικών παραχωρήσεων και “υποστήριξε” αυτή τη σχέση με χρόνια πελατειακής εκμετάλλευσης και ενσωμάτωσης σε ένα γιγάντιο κρατικό και κρατικο-συνδικαλιστικό μηχανισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε νωρίς. Κέρδισε την Κουντουρά, τον Τέρενς Κουίκ και τον Πέτρο Κόκκαλη, αλλά αποκόπηκε από τη “φαντασία των μαζών”. Για αυτό και μπορεί να ελπίζει μόνο σε ένα νέο γεύμα από τα αποφάγια της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας και του Κινήματος Αλλαγής και αυτό ακόμη μόνο εν ενθέτω χρόνω.
Η έλλειψη άμεσων χειροπιαστών προοπτικών μιας δυναμικής πολιτικής αντιπολίτευσης για τη μισθωτή πλειοψηφία και το δίχτυ επιδοματικών πολιτικών, ρυθμίσεων χρεών, κ.ο.κ., συμπληρώνεται από το ηθικολογικό, ιδεολογικό και κοινωνικό νεοσυντηρητισμό. Η φόρμουλα του Μητσοτάκη που ανταποκρίνεται στην πολιτική συμμαχία που τον έφερε αρχικά στην ηγεσία της ΝΔ και έπειτα στην πρωθυπουργία είναι “είμαστε τόσο νεοσυντηρητικοί ως το βαθμό που δεν θα ενοχληθεί η Ευρώπη”, “είμαστε τόσο φιλελεύθεροι όσο χρειάζεται για να κρύψουμε το νεοσυντηρητισμό και εθνικισμό μας”. Ο Μητσοτάκης διαγράφει και “παραιτεί” κατά δεκάδες στελέχη που αναρτούν ρατσιστικά σχόλια στα social media. Την ίδια ώρα έχει αναγάγει σε μέγιστο ζήτημα ασφάλειας τον περιορισμό των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών και του στρατιωτικού κατασταλτικού ελέγχου τους. Στηρίζονται μεν στο έγκλημα του ΣΥΡΙΖΑ με τα “κέντρα υποδοχής” στα νησιά, αλλά οι νεοδημοκράτες έχουν μετατρέψει την αντιμεταναστευτική πολιτική τους σε ιδεολογική επιχείρηση αρετής στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας. Το αντιφατικό μήνυμα της κυβέρνησης είναι και εδώ το ίδιο. Προς Ευρώπη: θα αντιμετωπίσουμε την “ανθρωπιστική κρίση” στα κέντρα υποδοχής – προς το εσωτερικό: δεν θα αφήσουμε πρόσφυγες και μετανάστες να μολύνουν τους δρόμους και τις πλατείες της χώρας. Το μεγαλεπήβολο σχέδιο των 200 χρόνων από την ελληνική επανάσταση έρχεται να συμπληρώσει την εικόνα. Εθνική αφύπνιση, ενοχοποίηση των μεταναστών και “ζήσε με επιδόματα” όσο χρειαστεί γιατί η ανάπτυξη έρχεται χάρη στον Κυριάκο Μητσοτάκη και τον Άδωνη Γεωργιάδη.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, οι φοιτητικές κινητοποιήσεις έρχονται να ενοχλήσουν “ως μειοψηφικές ενέργειες” που “θέλουν να ακουστούν παραπάνω από ό,τι τους αναλογεί” κι όλα αυτά σε μια από τις “πιο ειρηνικές περιόδους της πρόσφατης πολιτικής ιστορίας του τόπου”, για να παραθέσουμε ένα ποτ-πουρί από το φιλοκυβερνητικό τύπο. Πρόκειται για το μεγαλύτερο φοιτητικό κίνημα από το 2006. Απέναντί του μια κυβέρνηση που διανύει ακόμη περίοδο χάριτος και διαθέτει την πλήρη στήριξη των ΜΜΕ. Μια περαιτέρω κλιμάκωση και διατήρησή του κινήματος δεν είναι απίθανο να οδηγήσει σε (μερική) υποχώρηση την κυβέρνηση. Η διαγραφή των αιωνίων φοιτητών είναι ένα “μαχητό” σημείο ακόμη για τη Δεξιά. Η ανατροπή όμως του συνολικού πλαισίου λειτουργίας των πανεπιστημίων απαιτεί αγώνες ακόμη μεγαλύτερης κλίμακας.
Η νεολαία είναι ο άγνωστος χ της περιόδου που διανύουμε. Η απουσία νεολαιίστικης ριζοσπαστικοποίησης, ειδικά στο πλαίσιο των εκπαιδευτικών μηχανισμών, ήταν ένα από τα καθοριστικά χαρακτηριστικών των μαζικών αντιστάσεων που αναπτύχθηκαν την περίοδο 2009-2015. Η νεολαία εκείνης της περιόδου δεν πίστεψε στους αγώνες των μεγαλύτερων γενιών. Η εξέγερση του Δεκέμβρη, μαθητική κατά βάση, δεν είχε συνέχεια. Την επόμενη περίοδο, φτάσαμε στο σημείο η Χρυσή Αυγή να βρίσκει “συμπάθεια” σύμφωνα με όλες τις έρευνες μεγαλύτερη στις νέες ηλικίες. Η σημερινή γενιά στο πανεπιστήμιο δεν έχει μνήμη της Ελλάδας πριν από την κρίση. Ένα μεγάλο τμήμα αυτών που σπουδάζουν σήμερα μεγάλωσε σε πραγματικά δύσκολες συνθήκες. Δεν έχει να συγκρίνει ένα “πριν” και ένα “μετά”. Η πολιτικοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση της σημερινής νεολαίας ειδικά με το ξέφτισμα προς το παρόν της ριζοσπαστικής ακροδεξιάς είναι ένα από τα αποφασιστικά πεδία που θα κρίνουν τους κοινωνικούς αγώνες όχι μόνο των αμέσων επόμενων μηνών αλλά ολόκληρης της ιστορικής περιόδου που έρχεται.
Η Συντακτική Επιτροπή
[Για «4» τεύχος 4, περιεχόμενα, κλικ εδώ]
[…] της Σύνταξης, Editorial: Επιστροφή στην «κανονικότητα», σελ… […]