Ασφαλώς στις εκλογές που έρχονται, της 7/7/19, πρέπει να “ψηφίσουμε αριστερά”, ασφαλώς και πρέπει να “αγωνιστούμε κατά της δεξιάς του Μητσοτάκη και των φίλων του των εργοδοτών” και “της άκρας δεξιάς”. Ασφαλώς και πρέπει να στηρίξουμε την προοπτική “ισχυρής αντικαπιταλιστικής αριστεράς”, στο ύψος των περιστάσεων, για να ετοιμαστούν οι “ενωτικοί αγώνες των εργαζομένων”. Όμως, για να μη μένουν συνθήματα όλα αυτά, ανώδυνα άλλοθι για μια ένοχη συνείδηση των αποτυχιών μας, της τάξης μας και των φορέων της, θα πρέπει και να συνοδευτούν από την κατανόηση των προϋποθέσεών τους.
Ανάμεσα σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις
Έτσι, οι επικείμενες εθνικές εκλογές είναι πιθανό να μετατρέψουν τη βαριά πολιτική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ στις ευρωεκλογές σε “λαϊκή εντολή” στη Δεξιά και, ταυτόχρονα, να επισφραγίσουν τη διαρκή μετά το καλοκαίρι του 2015 μετατόπιση του ταξικού συσχετισμού σε συντηρητική κατεύθυνση.
Η αποκατάσταση του δικομματισμού με την εκκαθάριση πολιτικών σχηματισμών που προέκυψαν από την κρίση του πολιτικού συστήματος στις αρχές της δεκαετίας και η επανάκαμψη, για πρώτη φορά μετά την περίοδο 1989-1993, ενός ξεδιάντροπου νεοφιλελευθερισμού που πιστεύει ότι “πηγή του κοινωνικού πλούτου” είναι η “ιδιωτική επιχειρηματικότητα” είναι αποτελέσματα ενός ταξικού συσχετισμού δύναμης που έχει διαφανεί εδώ και αρκετό καιρό και σηματοδοτεί μια κρίση της αριστεράς που αγγίζει όλες τις εκφάνσεις της ανεξάρτητα αν αποποιούνται ή όχι το ΣΥΡΙΖΑ.
Όλο το προηγούμενο διάστημα, προετοιμαζόμασταν για μια εκλογική μάχη όπου το ζητούμενο ήταν να τιμωρηθεί η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ από τα αριστερά. Αυτό δεν συνέβη και δεν υπάρχει ο πολιτικός χρόνος για να συμβεί μέχρι τις εθνικές εκλογές. Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών άλλαξε την πολιτική κατάσταση. Τίθεται το πρόβλημα της στάσης του κινήματος, των αριστερών αγωνιστών και αγωνιστριών, του εργατικού κοινωνικού στρατοπέδου, μπροστά στο περισσότερο από ορατό ενδεχόμενο επανόδου της Δεξιάς στην κυβέρνηση. Οι εθνικές εκλογές μοιάζουν σαν ένας ιδιότυπος “δεύτερος γύρος” των ευρωεκλογών. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι μια νίκη της Δεξιάς δεν θα είναι μια γραμμική συνέχεια της πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ποιοτική τομή στα πολιτικά μέσα με τα οποία θα διεξαχθεί η ταξική πάλη, μια χειροτέρευση των συνθηκών για την εργατική τάξη. Κάθε πολιτικός χώρος έχει τις ευθύνες που του αναλογούν. Η πολιτική ευθύνη για το γενικό αποτέλεσμα των εκλογών βαραίνει, ωστόσο, πρώτα και κύρια το ΣΥΡΙΖΑ.
Κρίση της αριστεράς, ανάκτηση της αστικής αυτοπεποίθησης
Ο πάλαι ποτέ ηγέτης της ιταλικής Κομμουνιστικής Επανίδρυσης Φαούστο Μπερτινότι είχε δηλώσει ότι η Δεξιά νικάει “όταν η Αριστερά δεν κάνει καλά τη δουλειά της”, μια άποψη που φρόντισε να δικαιώσει με το προσωπικό του παράδειγμα. Ακριβώς, το σπέρμα του ισχυρού ενδεχομένου σήμερα να βρεθούμε μπροστά σε μια αυτοδύναμη κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας υπό τον Κυριάκο Μητσοτάκη υπήρχε στην αποκατάσταση του “παλαιού πολιτικού κόσμου” το καλοκαίρι του 2015 όταν η κυβέρνηση Τσίπρα-Καμμένου ψήφισε το τελευταίο μνημόνιο με την υποστήριξη του πολιτικά ταπεινωμένου στο δημοψήφισμα μνημονιακού μπλοκ.
Η “ρεαλιστική στροφή” του ΣΥΡΙΖΑ διέλυσε το αγωνιστικό φρόνημα και παρέλυσε ηθικά τις κοινωνικές δυνάμεις που τον έφεραν στην εξουσία. Κατεύνασε τις κοινωνικές αντιστάσεις και σταθεροποίησε το πολιτικό σύστημα. Στη συνέχεια, επιχείρησε αλλά δεν κατάφερε να συγκροτήσει μια διαταξική κοινωνική συμμαχία στη θέση του εξουθενωμένου αντιμνημονιακού μπλοκ που τον έφερε στην εξουσία. Η συγκρότηση ενός κομματικού κρατικού μηχανισμού δεν είναι ταυτόσημη με τη συγκρότηση ενός συμπαγούς συνασπισμού εξουσίας. Για να συμβεί αυτό, έπρεπε σημαντικές κοινωνικές δυνάμεις να δεθούν “υλικά” με τον ΣΥΡΙΖΑ. Στις δοσμένες συνθήκες του τελευταίου μνημονίου, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε την ενεργό υποστήριξη του κόσμου της εργασίας, διέψευσε τις “μεσαίες τάξεις” και δεν απέκτησε ουσιαστικά ερείσματα στην αστική. Η ανάλυση του αποτελέσματος των ευρωεκλογών δείχνει ότι το “μακεδονικό ζήτημα” και η συμφωνία των Πρεσπών δεν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του αποτελέσματος. Η ψήφος υπήρξε κατά βάση “ταξική”.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να ανακυκλώσει τμήμα του πολιτικού προσωπικού του παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, ακόμη και της καραμανλικής δεξιάς, και να αφομοιώσει την πιο ρεαλιστικά σκεπτόμενη για το πολιτικό της μέλλον πτέρυγα των ΑΝΕΛ. Επιχείρησε να συνεννοηθεί με θεσμικούς εκπροσώπους των “μεσαίων”, όπως ο Κωνσταντίνος Μίχαλος του ΕΒΕΑ, και έβαλε στο ευρωψηφοδέλτιό του τον Πέτρο Κόκκαλη, γόνο του Σωκράτη, του πλέον εμβληματικού καπιταλιστή στην Ελλάδα την περίοδο 1990-2010. Όλα αυτά συμβόλισαν τις υπαρκτές διαθέσεις του ΣΥΡΙΖΑ για τη συγκρότηση μιας πλατιάς διαταξικής συμμαχίας, οι οποίες όμως δεν ευοδώθηκαν. Η χυδαία ερμηνεία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς απέτυχε να αλλάξει αυτό που στην κοινή δημοσιογραφική γλώσσα χαρακτηρίζεται ως “σύστημα της διαπλοκής”, πχ κυρίως μέσα από το διαγωνισμό για τις άδειες των καναλιών, έχει στοιχεία μόνο αλήθειας. Ήταν η συνολική κοινωνικοπολιτική κατάσταση που επέτρεψαν στις ελίτ να αντιμετωπίσουν τις παρεχόμενες από το ΣΥΡΙΖΑ υπηρεσίες ως μη απαραίτητες.
Η ανάδειξη του Κυριάκου Μητσοτάκη στην ηγεσία της ΝΔ σήμανε μια διαφορετική επιλογή για τους καπιταλιστές από τη συνέχιση της εξημέρωσης του ΣΥΡΙΖΑ. Ο Μητσοτάκης κέρδισε πρώτα το κόμμα του στη γραμμή ενός πούρου δεξιού ασυμφιλιωτισμού προς τον ΣΥΡΙΖΑ, κόντρα στην ενοχική συνείδηση της δεξιάς παράταξης και στις τακτικές εξευμενισμού του Τσίπρα από τον “λίγο” Μεϊμαράκη. Και στη συνέχεια επένδυσε στην απογοήτευση από την επαγγελία του συνθήματος “πρώτη φορά αριστερά” ως μοναδική χρυσή ευκαιρία για εξιλέωση του νεοφιλελευθερισμού στην ελληνική κοινωνία.
Η πρόταση Μητσοτάκη είναι μια περισσότερο “αυτάρκης” αστική πολιτική, ωστόσο η αστική τάξη προφανώς δεν αρκεί για να κυβερνήσει μόνη της και, έτσι, σήμερα η ΝΔ καταφέρνει να “επαναπατρίσει” διάφορες κοινωνικές κατηγορίες, που βολικά χαρακτηρίζουμε ως μεσαία στρώματα και είχαν μετακινηθεί πρόσκαιρα στο ΣΥΡΙΖΑ, από διάφορα φιλελεύθερα μορφώματα και, μονιμότερα, από τη Χρυσή Αυγή. Τελευταίο κερασάκι στην τούρτα είναι η αποκοίμιση τμημάτων των εργαζομένων ότι δεν θα τους συμβεί τίποτα το ιδιαίτερο, καθώς οι μισθοί τους θα αυξηθούν και οι δουλειές θα πολλαπλασιαστούν γιατί ξεκινάνε επενδύσεις.
Απελευθέρωση του δυναμισμού της οικονομίας της αγοράς και “ασφάλεια” συνιστούν τα δύο βάθρα του προγράμματος και της ιδεολογίας της ΝΔ του Μητσοτάκη. Μπίζνες και αστυνομία. Αν πάρουμε το οικονομικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας στην ονομαστική του αξία, πρέπει να παραδεχτούμε ότι είναι απλά ανεδαφικό. Θέλει και και την πίτα ολόκληρη (μειωμένους φορολογικούς συντελεστές για μεγάλους και μικρούς καπιταλιστές) και το σκύλο χορτάτο (εγγύηση της τραπεζικής ρευστότητας και των δημόσιων δαπανών, δηλαδή φτηνό δανεισμό από τον ευρωπαϊκό μηχανισμό στήριξης).
Η ανάνηψη της ελληνικής αστικής τάξης περνάει αναγκαστικά από την ήττα της (πολυεθνικής) εργατικής τάξης της χώρας, τη συμπίεση των δικαιωμάτων της, τον περιορισμό των ελευθεριών της. Στην καλύτερη περίπτωση η ΝΔ μπορεί να προσεγγίσει ένα μικρό μέρος των στόχων της και, κάτω από την πλήρη υποστήριξη των αστικών δυνάμεων, ενδέχεται να εξασφαλίσει μια δεύτερη τετραετία: σ’ αυτή την περίπτωση το σοβαρό διακύβευμα είναι η προώθηση αναδιαρθρώσεων, όπως η “σύνδεση του πανεπιστημίου με την αγορά εργασίας”, η ιδιωτικοποίηση της αποκομιδής των σκουπιδιών, η ενίσχυση του “ιδιωτικού” πυλώνα στην κοινωνική ασφάλιση, ο περαιτέρω κατακερματισμός του δημόσιου ενεργειακού τομέα προς όφελος των καπιταλιστών “ηρώων” της επιχειρηματικότητας, που παίρνουν φιλέτα των δημόσιων υποδομών με εξευτελιστικό αντίτιμο και με μόνη δική τους επένδυση τις νέες ρεκλάμες των επιχειρήσεων – για να περιοριστούμε στις πιο χτυπητές ρητές αναφορές του επίσημου προγράμματος του κόμματος.
Το ζητούμενο είναι να μειωθεί κι άλλο το βάρος της εργατικής τάξης στο συνολικό ταξικό συσχετισμό, η ικανότητά της να αγωνίζεται, να διεκδικεί συλλογικά και να καθορίζει τις πολιτικές εξελίξεις. Γι’ αυτό προτεραιότητα είναι η συρρίκνωση των δημόσιων αγαθών και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Μια ατομικιστική ιδεολογία κοινωνικής ευημερίας (“το σπίτι μου”, “οι σπουδές μου”, “η υγεία μου”, “η ασφάλειά μου”) διαπερνά τον πολιτικό λόγο της μητσοτακικής ΝΔ και προσφέρεται σαν αντίδοτο στην αποδόμηση των πολιτικών και συνδικαλιστικών συλλογικών εμπειριών των εργαζομένων.
Η ατομικοποίηση της κοινωνίας συνοδεύεται από ενίσχυση της καταστολής. Η υπόσχεση ότι δεν θα υπάρξει ανοχή στα “κοινωνικά άβατα” (Εξάρχεια και Μενίδι αναφέρονται μαζί στο πρόγραμμα της ΝΔ) σημαίνει περαιτέρω εγκληματοποίηση τομέων της νεολαίας και μειονοτήτων. Είναι εντυπωσιακό ότι τα ζητήματα των μεταναστών και προσφύγων απωθηθήκαν από την προεκλογική εκστρατεία των μεγάλων κομμάτων. Ωστόσο όλες οι αναφορές του προγράμματος της ΝΔ στο ζήτημα περιορίζονται στη διατύπωση ότι “η Ελλάδα δεν είναι ξέφραγο αμπέλι” και ότι με κάθε κόστος θα φυλάσσονται τα σύνορα της χώρας, κατευθύνσεις που ανοίγουν το δρόμο για κατασταλτικές επιχειρήσεις απέναντι στους “εισβολείς”, δηλαδή τα θύματα των πολέμων, της βίας και της φτώχειας. Το όραμα του Μητσοτάκη είναι η κομφορμιστική υποταγή της κοινωνίας στην αγορά, όπου οι “σκληρά εργαζόμενοι” θα ευημερούν μαζί με τους απελευθερωμένους από τη γραφειοκρατία και τους φόρους επιχειρηματίες και οι δρόμοι θα κρατιούνται καθαροί όχι μόνο από σκουπίδια, αλλά από ο,τιδήποτε δεν συνάδει με την “τάξη και ασφάλεια”.
Επανάκαμψη του πολιτικού διπολισμού
Παρόλες τις διαψεύσεις και τις αποτυχίες του, ο ΣΥΡΙΖΑ, πιθανά θα εξασφαλίσει το μεσοπρόθεσμο πολιτικό του μέλλον χάρη στο απλό γεγονός ότι θα αποτελεί την αδιαμφισβήτητη αξιωματική αντιπολίτευση, την αναγκαστική επιλογή απέναντι στη Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη όταν αυτή ενδεχομένως θα αρχίσει να φθείρεται. Μπορούμε από τώρα να φανταστούμε τους βουλευτές και τις βουλευτίνες του ΣΥΡΙΖΑ να εμφανίζονται σε κάθε κοινωνική διαμαρτυρία και έχοντας “διδαχτεί από τα λάθη” να μοιράζουν “στήριξη” και “δεσμεύσεις” κτλ. για να κερδίσουν την υποστήριξη τμημάτων των εργαζομένων, προσφέροντας υποσχέσεις για μετεκλογική “κάλυψη”.
Ο ΣΥΡΙΖΑ συνιστά μια “οιονεί σοσιαλδημοκρατία”, χωρίς οργανωμένη εργατική βάση, με ένα νέο κομματικό μηχανισμό αγκιστρωμένο στο κράτος. Ακόμη και μετά από μια τετραετία εφαρμογής λιτότητας και αναδιαρθρώσεων, ο ΣΥΡΙΖΑ ωστόσο διατηρεί τη μεγαλύτερη εκλογική επιρροή του στους άνεργους, το δυτικό τομέα της πρώην Β’ Αθηνών και τη Β’ Πειραιά, δηλαδή στα πιο πληβειακά στρώματα των πόλεων, παρότι κι εκεί η επιρροή του έχει μειωθεί σημαντικά σε σχέση με τις προηγούμενες εκλογές. Η μισθωτή εργασία δεν μπορεί να μείνει ακριβώς χωρίς πολιτική εκπροσώπηση στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορέσει να διεκδικήσει επάνοδο στην εξουσία χωρίς με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να ανακτήσει την επιρροή του στους εργαζόμενους και τις εργαζόμενες του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, εφαλτήριο για να απευθυνθεί ευρύτερα στην κοινωνία για συμμαχίες. Πρέπει ωστόσο να θεωρήσουμε δεδομένο ότι ο σημερινός κομματικός μηχανισμός του ΣΥΡΙΖΑ δεν θέλει και δεν μπορεί να οργανώσει τους φτωχούς, τους θέλει απλά ψηφοφόρους. Η προτεραιότητά του είναι ο προσεταιρισμός υπαρκτών “γραφειοκρατιών”.
Μια αριστερά (στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ) που επαναλαμβάνει την καραμέλα ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πρόδωσε και εξευτέλισε την αριστερά και είναι το ίδιο πράγμα με τη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ, μετά το σοκ της επανόδου της δεξιάς μπορεί να υποστεί και το σοκ να δει την κοινωνική αμφισβήτηση και διαμαρτυρία να περνάει ξανά από το ΣΥΡΙΖΑ ή την μελλοντική του εξέλιξη. Την τελευταία εικοσαετία βλέπουμε ένα διαρκή μεταμορφισμό πολιτικών σχηματισμών που προκύπτουν από την κρίση των παραδοσιακών εργατικών κομμάτων, μια κίνηση από τα κόμματα διαμαρτυρίας στα κόμματα του ακραίου κέντρου και αντίστροφα. Τι μπορεί να εξευτέλισε περισσότερο τη σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη από το μπλερισμό; Και όμως ο πρόεδρος του Stop the War, Τζέρεμι Κόρμπιν, κέρδισε με μια πρωτοφανή εξέγερση της βάσης των Βρετανών εργατικών εναντίον της ηγεσίας τους την αρχηγία του κόμματος, με μια συμμαχία ανάμεσα στα περιθωριοποιημένα από τον Μπλερ συνδικάτα και τη ριζοσπαστικοποιημένη νεολαία που ουσιαστικά εισέβαλλε στο κόμμα. Σημαίνει ότι ο Κόρμπιν μπορεί να μεταρρυθμίσει το βρετανικό καπιταλισμό; Είναι πιθανότερο ο βρετανικός καπιταλισμός να “μεταρρυθμίσει” τον Κόρμπιν αν ποτέ καταλάβει την κυβερνητική εξουσία.
Αυτό που δείχνει είναι ότι στις σημερινές συνθήκες εργατικά και άλλα ριζοσπαστικά ρεύματα αντίστασης δοκιμάζουν ξανά και ξανά μεταρρυθμιστικούς πολιτικούς μηχανισμούς που βαραίνουν στο συσχετισμό δύναμης. Ο ΣΥΡΙΖΑ προς το παρόν υιοθετεί εκείνη την ασθενική μορφή ρεφορμισμού “απάλυνσης ακροτήτων” που εκπροσωπούν με μεγαλύτερη εκλογική επιτυχία οι σοσιαλιστές σε Ισπανία και Πορτογαλία. Ο ΣΥΡΙΖΑ λόγω του ιδιότυπου χαρακτήρα του (απουσία οργανικών σχέσεων με κοινωνικά υποκείμενα) είναι πιθανό να λειτουργήσει σαν πολιτική ανεμοδούρα των γενικών κοινωνικών διαθέσεων. Να πάει πολύ δεξιά για να επανέλθει στην εξουσία, αν ο Μητσοτάκης “τα καταφέρει”, ή πολύ αριστερά, αν οι αγωνιζόμενοι και αγωνιζόμενες γεμίσουν τους δρόμους. Ο σεκταρισμός απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ είναι (και) απλή ένδειξη πολιτικής ανικανότητας να αποσπαστούν τμήματα της εργατικής τάξης που είναι παραδοσιακά αριστερόστροφα από την επιρροή του. Η πολιτική παρακαταθήκη του ΚΚΕ είναι επιτομή της ανικανότητας αυτής.
Το ΚΙΝΑΛ μπαίνει σε μια νέα φάση αγωνίας που μπορεί να είναι επιθανάτια. Είναι τουλάχιστο μονόπλευρη η ανάγνωση που βλέπει το ποσοστό του ως επιτυχία απέναντι στην παρατεταμένη πλευροκόπησή του από το ΣΥΡΙΖΑ. Η αλήθεια είναι ότι το σχέδιο της ανασυγκρότησης της “κεντροαριστεράς” έθετε ως στόχο διψήφιο νούμερο στις εθνικές εκλογές και την τρίτη διερευνητική εντολή σχηματισμού κυβέρνησης που θα εξασφάλιζε στη μεταπασοκική παράταξη “ρυθμιστικό ρόλο”. Αυτό το ενδεχόμενο σήμερα μοιάζει όχι μόνο πολύ λιγότερο ρεαλιστικό αλλά και πολιτικά ανεπιθύμητο. Στην περίπτωση που η Νέα Δημοκρατία δεν πετύχει αυτοδυναμία, αλλά και σε εκείνη μιας ισχνής αυτοδυναμίας, μια ψήφος εμπιστοσύνης -νωρίτερα ή αργότερα- από το ΚΙΝΑΛ θα το έθετε σε υπαρξιακή κρίση. Αυτό το συγκεκριμένο συναπάντημα πασοκικών θραυσμάτων δεν έχει οργανικό ρόλο στο πολιτικό σύστημα ανάμεσα στις συμπληγάδες πέτρες ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Η αποπομπή Βενιζέλου δείχνει το πόσο εύθραυστη είναι η θέση του ΚΙΝΑΛ. Τα μέχρι χθες θετικά διακείμενα απέναντί του ΜΜΕ άρχισαν συστηματικά να υπονομεύουν και να λοιδορούν την ηγεσία του δείχνοντας ότι η αστική τάξη δεν έχει καμία άλλη αποστολή να αναθέσει στο ΚΙΝΑΛ από εκείνη του “κεντροαριστερού” προαγωγού της Νέας Δημοκρατίας.
Κατακερματισμός της άκρας δεξιάς
Η εξασθένιση της Χρυσής Αυγής είναι αποτέλεσμα του συνδυασμού της σταθεροποίησης του πολιτικού συστήματος, της χρόνιας δικαστικής ομηρίας της και των αντιφασιστικών κινητοποιήσεων, που όμως είναι ολοένα και λιγότερες. Η έμφαση που έχει δοθεί, σε κάποιες αναλύσεις, στην “ικανότητα του κινήματος να σταματήσει” τους φασίστες είναι υπερβολική. Το αντιφασιστικό κίνημα έχει υποχωρήσει ακολουθώντας τους αργούς ρυθμούς της δίκης της Χρυσής Αυγής. Οι καταλήψεις προστατεύθηκαν από τις επιθέσεις των φασιστών στα τελευταία μακεδονομαχικά συλλαλητήρια και ορισμένες απόπειρες εθνικιστικών “σχολικών καταλήψεων” αποκρούστηκαν, αλλά η ακροδεξιά στο δρόμο και στην κοινωνία, στο Μακεδονικό ζήτημα, δεν βρήκε την απάντηση που της άρμοζε, με την “αντινατοϊκή” αριστερά παροπλισμένη απέναντι στον “εθνικό λόγο” της άκρας δεξιάς. Γι’ αυτό δεν έχουμε εξαφάνισή της ή, ακόμη χειρότερα, στρατηγική ιδεολογική ήττα της στην Ελλάδα· βλέπουμε απλώς πραγματικά εμπόδια στην αυτόνομη ανάπτυξή της ως πολιτικής δύναμης ικανής να αμφισβητήσει τον αστικό διπολισμό. Η ΝΔ ανακτά μέρος των ψηφοφόρων της που μετακινήθηκαν στην άκρα δεξιά στα χρόνια των μνημονίων, ενώ η Ελληνική Λύση ως ένα είδος Χρυσής Αυγής για όλη την ελληνική οικογένεια, ένα αμάλγαμα θρησκευτικού σκοταδισμού, εθνικισμού και ρατσισμού χωρίς ρόπαλα και μαχαίρια, κατέδειξε το πρόβλημα αξιοπιστίας της Χρυσής Αυγής σήμερα απέναντι στο “κοινό” της.
Ο εκλογικός κατακερματισμός σε συνδυασμό με την έλλειψη προσανατολισμού και χαρισματικής ηγεσίας δεν επιτρέπουν μια ανταγωνιστική αυτόνομη παρουσία της άκρας δεξιάς στην τρέχουσα συγκυρία. Ωστόσο δεν μπορούμε να υποτιμούμε την απήχηση των ιδεών που την εκτρέφουν. Η κοινωνική δεξαμενή της άκρας δεξιάς είναι μεγαλύτερη από τα σημερινά εκλογικά ποσοστά της. Η σύνθεση νεοφιλελευθερισμού και συντήρησης που προτείνει η ΝΔ μπορεί σήμερα να απορροφά μέρος της ακροδεξιάς διαμαρτυρίας, αύριο όμως ενδέχεται να τη γιγαντώσει χάρη στην ποιοτική αναβάθμιση του “από τα πάνω” ρατσισμού και του λόγου περί “ασφάλειας”. Το κίνημα πρέπει να αξιοποιήσει την αποδυνάμωση της Χρυσής Αυγής για να περάσει σε μια συνολική αντεπίθεση στο ρατσισμό και τον εθνικισμό, όχι να καλλιεργήσει ένα ψευδές αίσθημα ασφάλειας ότι τάχα νικήσαμε.
Απουσία αριστερής εναλλακτικής στο ΣΥΡΙΖΑ
Το δυστύχημα της εποχής μας είναι ότι η αριστερά (στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ) έχει αποτύχει να κερδίσει από την προσαρμογή του στη διαχείριση των μνημονιακών πολιτικών ώστε να παρουσιάσει μια εναλλακτική με μαζική απήχηση στα καταπιεζόμενα στρώματα της κοινωνίας. Η χρεοκοπία του πατριωτικού αντιμνημονιακού αφηγήματος της αριστεράς φαίνεται ξεκάθαρα στην εξαφάνιση της ΛΑΕ. Η ΛΑΕ δεν είχε το ιστορικό και κοινωνικό βάθος για να κρατηθεί σε μια περίοδο που δεν υπήρχε ζήτηση για αναπαλαιωμένους ΣΥΡΙΖΑ. Φυσικά, οι πολιτικές επιλογές της ηγεσίας της ΛΑΕ, που είχε ταχθεί ολοκληρωτικά σε μια κατεύθυνση αριστερού πατριωτισμού, έκαναν την κατάσταση χειρότερη. Το ΚΚΕ παραμένει στάσιμο, αδυνατεί να επηρεάσει τομείς των εργαζομένων πέρα από την ιστορική του κοινωνική βάση, ανεξάρτητα από τις ταραχές και αναδιατάξεις που σάρωσαν το πολιτικό σύστημα της χώρας. Απέτυχε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στο κίνημα κατά των μνημονίων, δηλαδή της βάρβαρης επίθεσης στο βιοτικό επίπεδο και τα δικαιώματα των εργαζόμενων τάξεων, απέτυχε να αποτελέσει πειστική αντιπολίτευση στο ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση Τσίπρα ουδέποτε ένοιωσε ουσιαστική πίεση από τη δράση του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, την οποία υποστηρίξαμε στις ευρωεκλογές, είναι εξίσου στάσιμη, φυσικά σε ένα πολύ χαμηλότερο επίπεδο από το ΚΚΕ. Αυτό που ήταν ένα μαχητικό δυναμικό εγχείρημα -αλλά υπό την ηγεμονία του αντιμνημονιακού πατριωτικού αφηγήματος της αριστεράς- την πρώτη περίοδο της συγκρότησής του έχει περιοριστεί, μετά το 2012, σε έναν εκλογικίστικο συνασπισμό δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, χωρίς πολιτική συνοχή, εσωτερική ζωή και οργανωμένη παρέμβαση. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι προφανές ότι από το 2015 ώς 2019 δεν κέρδισε ούτε έναν-μία από την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ. Το στάσιμο ποσοστό της με τάσεις μείωσης δεν μπορεί να θεωρηθεί ελπιδοφόρο (θα ήταν πριν δέκα χρόνια). Δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της περιόδου και δεν βαραίνει στο γενικότερο πολιτικό συσχετισμό. Στην πραγματικότητα, δεν μπορεί να ειπωθεί ότι αντιστοιχεί καν στην πραγματική κοινωνική δύναμη και σύνθεση των εργατικών, φοιτητικών και άλλων συσπειρώσεων και σχημάτων του χώρου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Το Μερα25 είναι με σχετικό τρόπο ο “νικητής” στην αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, αν λάβουμε υπόψη την προηγούμενη δαιμονοποίηση του ηγέτη του που είχε μείνει στα “αζήτητα” της πολιτικής ζωής της χώρας. Οπωσδήποτε, η μεταχείριση του Βαρουφάκη από τα ΜΜΕ έχει αλλάξει άρδην με την γενναιόδωρη παραχώρηση τηλεοπτικού χρόνου στην προσπάθεια να χτυπηθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι ένα προσωποπαγές σχήμα γύρω από την περσόνα του ιδρυτή του, αλλά αποτελεί κάτι περισσότερο από το “άδειο” από αναγνωρίσιμα στελέχη κόμμα της Κωνσταντοπούλου. Μάλιστα, η σχετική επιτυχία του συνοδεύεται πια από ένα κύμα μεταγραφών. Απέναντι στον ξηρό, ξεπερασμένο αντι-ΕΕ λόγο της παραδοσιακής αριστεράς ο soft διεθνισμός, αφελής ευρωπαϊσμός και καθησυχαστικός τεχνοκρατισμός του Βαρουφάκη αποδεικνύονται κατά τι πιο ελκυστικά. Το Μέρα25 αυτή τη στιγμή είναι ένα όχημα ευκαιρίας με αμφίβολες οργανωτικές δομές και πολύ προβληματικές απόψεις ταξικής συνεργασίας. Η μικρή επιτυχία του είναι μέτρο της αποτυχίας των άλλων εκδοχών της Αριστεράς. Αν μπει στη βουλή, το πιθανότερο είναι να λειτουργήσει σαν συμπληρωματική δύναμη προς το ΣΥΡΙΖΑ, μια -κατά πανούργο τρόπο- γέφυρα επιστροφής. Σε προγραμματικό και στρατηγικό επίπεδο, δεν υπάρχουν ριζικές αγεφύρωτες διαφορές με το ΣΥΡΙΖΑ.
Χρήσιμη μια αριστερά που οργανώνει την αντίσταση
Τα αναμενόμενα επιχειρήματα ένθεν και εκείθεν περί χρήσιμης ψήφου (“ψήφο για να φράξουμε το δρόμο στη δεξιά”, “όταν βγαίνει η δεξιά στην εξουσία, η κοινωνία ριζοσπαστικοποιείται ευκολότερα”, “όχι στα ψευτοδιλήμματα”, “ούτε ούτε”) ήδη αναπτύσσονται. Πολλοί και πολλές στην αριστερά που ονειρεύτηκαν τον ξεπεσμό και την τιμωρία του ΣΥΡΙΖΑ έχουν αρχίσει να ανησυχούν από την άνοδο της Δεξιάς. Και, όπως από την αρχή είπαμε, οι εθνικές εκλογές μοιάζουν με “δεύτερο γύρο”.
Παρόλα αυτά, η πίεση προς την αριστερά εκτός ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι αρκετή για να περιοριστεί η νίκη της Δεξιάς ή να αποτραπεί η αυτοδυναμία της. Οι μετατοπίσεις προς τη ΝΔ δεν μπορούν να αναπληρωθούν από τη χρήσιμη ψήφο των αριστερών στο ΣΥΡΙΖΑ. Συνολικά το ταξικό πολιτικό ισοζύγιο έχει μετατοπιστεί προς τα δεξιά. Χρήσιμη ψήφος στο ΣΥΡΙΖΑ σημαίνει απλά “μονοπώληση” της κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης στη Δεξιά την επόμενη μέρα, αναπαραγωγή της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης χωρίς “οργάνωση των φτωχών”. Έχουμε δει τι σημαίνει η “μονοπώληση” του αντιμνημονιακού αγώνα από τον ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2012. Επιβάλλεται το σπάσιμο του φαύλου κύκλου από το ΣΥΡΙΖΑ στο ΣΥΡΙΖΑ. Είναι εφικτό όμως; Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι δεν υπάρχει κάποια αξιόπιστη εναλλακτική στον ΣΥΡΙΖΑ που να μην ανήκει στο βασίλειο των καλών προθέσεων.
Ξέρουμε ότι δεν είναι εκλογική, κοινοβουλευτική υπόθεση η υπέρβαση του μεταρρυθμισμού. Είναι δυνατή μόνο μέσα σε μια επαναστατική κίνηση της καταπιεζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας. Είναι ωστόσο εύλογο η επαναστατική αριστερά να αποτελέσει μια αναγνωρίσιμη πολιτική πραγματικότητα μέσα στην αστική κοινωνία σε μη επαναστατικές συνθήκες. Για να επαναλάβουμε το ίδιο επιχείρημα με λιγότερο αφηρημένο και διαχρονικό τρόπο, χρειαζόμαστε ισχυρή αντικαπιταλιστική αριστερά την επόμενη μέρα των εθνικών εκλογών για τις συγκεκριμένες μάχες των εργαζομένων, των γυναικών, των μεταναστών/τριών, των νέων απέναντι σε “αυτή” τη δεξιά κυβέρνηση που βλέπουμε να έρχεται.
Εδώ, είναι το ουσιαστικό πρόβλημα: οι προτάσεις στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ, συμπεριλαμβανομένου του εξαντλημένου εγχειρήματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, το οποίο έχουμε υποστηρίξει, στις σημερινές συνθήκες είναι κατώτερες των περιστάσεων. Δεν έχουν κάποια ορατή προοπτική. Δεν μπορούν ούτε να συνεισφέρουν ως “ειδικού τύπου” εκλογικές συμμαχίες που θα στείλουν στο εδώ και τώρα ένα χρήσιμο “μήνυμα”. Είναι σαφές ότι βλέπουμε αδιέξοδα τόσο στη χρήσιμη ψήφο όσο και στη συνέχιση αυτών που κάναμε με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Ως απομεινάρι μιας πρώτης ελπιδοφόρας σύγκλισης, με αρκετά “προχωρήματα” αλλά και πολλά “προβλήματα”, η συγκέντρωση αυτή δυνάμεων πρέπει να μπορέσει να ξεπεράσει το βάρος των ηττών και των λαθών της και να ξεπεράσει τον εγκλωβισμό της σε μια αποκλίνουσα αμυντική, και εν πολλοίς βερμπαλιστική, αυτοϊκανοποίηση απέναντι σε “παρασυρμένες” μάζες και μεταξύ των συνιστωσών της.
Με τις δικές μας περιορισμένες δυνατότητες, θα δουλέψουμε συγκεκριμένα για την οικοδόμηση μιας αγωνιστικής αντικαπιταλιστικής διεθνιστικής δύναμης την επόμενη περίοδο, πρωτοπόρας και ενωτικής, με στόχο την αλλαγή των συσχετισμών ανάμεσα στις κοινωνικές τάξεις, ταγμένης στο αγώνα για κοινωνική χειραφέτηση, ισότητα και σωτηρία της ζωής από την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος. Στο σημερινό έδαφος της ήττας, δεν φαίνεται εύκολο να πραγματοποιηθούν επιτυχείς ενώσεις. Ξέρουμε ότι δεν είμαστε μόνοι στο επαναστατικό κίνημα σε αυτή την κατεύθυνση. Δυνάμεις που προσανατολίζονται προς μια τέτοια προοπτική βρίσκονται π.χ. τόσο μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ όσο και στο χώρο εκείνων που έχουν έρθει σε ρήξη με το ΣΥΡΙΖΑ και ίσως ακόμα πιο πέρα. Η κρίση των σχεδίων που δοκιμάστηκαν απελευθερώνει από αυταπάτες αλλά γεμίζει και με φοβίες αγωνιστές και αγωνίστριες που επένδυσαν σημαντικό κομμάτι της ζωής τους σε αυτά τα σχέδια. Η δύναμη της ελπίδας πηγάζει κύρια από την αυτενέργεια των αγωνιζομένων, η ανάταση των επαναστατικών οραμάτων έρχεται μέσα από συλλογικές εμπειρίες πάλης. Να προσπαθήσουμε να είμαστε έτοιμοι και έτοιμες για αυτές τις εμπειρίες χωρίς αυταπάτες και χωρίς φόβο.
Η Συντακτική Επιτροπή
[Βλ. και Περιεχόμενα τεύχους 3]
[…] Editorial: Ανάμεσα σε δύο εκλογικές αναμετρήσεις σελ.3 […]
[…] [For the original in greek, clic] […]
[…] [Le même en grec, clic] […]