Εκλογική «αποτελεσματικότητα» και δικτυακή αντι-οργανωτικότητα

του Samy Joshua, 4/6/2007

Γαλλία:

Εκλογική «αποτελεσματικότητα» και δικτυακή αντι-οργανωτικότητα


Το κείμενο του σ.Samy Joshua[1] έχει διπλό ενδιαφέρον:

  • Αφενός, η αποτυχία ενωτικής αντιφιλελεύθερης υποψηφιότητας στις εκλογές της Γαλλίας προκάλεσε ενδιαφέρον και συζήτηση και στην Ελλάδα. Ακούσαμε συντρόφους, ιδιαίτερα τμημάτων της αντι-καπιταλιστικής αριστεράς που βλέπουν προς Σύριζα, να προσάπτουν στην LCR «σεκταρισμό» που δεν παραιτήθηκε από τα στρατηγικά της πιστεύω εν ονόματι μιας κοινής αντιφιλελεύθερης υποψηφιότητας. Επίσης ακούσαμε από τον ίδιο χώρο, αν και αντίστροφα, ότι αν είχε δίκιο η LCR στις επιλογές της ήταν απλώς επειδή το γαλλικό ΚΚ θα ήταν απλώς πιο δεξιό από έναν Συνασπισμό που θα είχε οριστικά κόψει από τον κυβερνητισμό τους.
  • Αφετέρου, και γενικότερα, τα ζητήματα που προέκυψαν από την αποτυχία ενιαίου εκλογικού κατεβάσματος του αντιφιλελεύθερου χώρου θέτει ευρύτερα ζητήματα στρατηγικής και οργάνωσης. Ακόμα και στη Γαλλία, όπου γνωρίσαμε ένα πολιτικό κίνημα που κατάφερε, στο δημοψήφισμα για το ευρω-σύνταγμα, συντριπτική λύση, η αδυναμία μετατροπής του σε γενικότερο πολιτικό υποκείμενο που να βάλει ρεαλιστικά υποψηφιότητα για την ανατροπή του συστήματος κυριαρχίας και η ευκολία με την οποία παρέδωσε τη σκυτάλη σε αυτούς ακριβώς που το είχαν ρεαλιστικά καταπολεμήσει (ΣΚ), θέτει ερωτήματα για την αποτελεσματικότητα των κινημάτων σε σχέση με την καπιταλιστική εξουσία.

Τα ερωτήματα αυτά είναι ποικίλα, όπως:

  • είναι άραγε ακόμα επίκαιρη η μαρξιστική θεώρηση για τον αναγκαίο συσχετισμό δύναμης των ταξικών δυνάμεων για να αλλάξουν τα πράγματα (έστω απλώς και για απλές μεταρρυθμίσεις) ή μήπως αρκεί η κατάληψη θέσεων στην κεντρική αστική πολιτική μηχανή;
  • Ένα δεύτερο ερώτημα (δεν είναι το μόνο, αλλά είναι αυτό που επίσης πραγματεύεται ο σύντροφος) είναι το ζήτημα της οργάνωσης. Εξακολουθεί άραγε η καπιταλιστική δομή να απαιτεί οργανωτική συγκρότηση για να μπορέσει να καταπολεμηθεί αποτελεσματικά ή μήπως οι σημερινές δυνατότητες «δικτύωσης» αρκούν για να προστεθούν όλες οι αντιστάσεις σε σύγκλιση;

Με διαφορετικούς τρόπους, τα ζητήματα αυτά τα συναντάμε και στο ελληνικό κίνημα, στο αντιπαγκοσμιοποιητικό για παράδειγμα, σε εκδοχή άρνησης (ΝΑΡ, κλπ.), χειραγώγησης (ΣΕΚ, αλλά και Σύριζα), ακόμα και αποκεντρωμένης δικτύωσης (Φόρουμ). Καμιά φορά, μπορεί να παίρνουν αντίστροφη εμφάνιση, π.χ. με την άρνηση κοινής δράσης, και την γεωγραφική απόσταση για να μη μολυνθούμε από τις αυταπάτες των μαζών -πρακτική που όμως γίνεται σμπαράλια όταν το ίδιο το κίνημα μπει σε κίνηση, όπως έγινε από το εκπαιδευτικό τον τελευταίο χρόνο.

Για τους λόγους αυτούς, μεταφράσαμε πρωτοβουλιακά το άρθρο του σ.Σαμύ Ζοζουά (προσθέτοντας απλώς μερικές διευκρινιστικές σημειώσεις για να άρουμε τον γαλλο-κεντρικό του χαρακτήρα και να βοηθήσουμε την κατανόηση στις αναφορές).

Τ.Α.


Εκλογική «αποτελεσματικότητα» και δικτυακή αντι-οργανωτικότητα

Δύο κύρια ζητήματα από την «αντιφιλελεύθερη» εμπειρία στη Γαλλία

Του Joshua Samy (Εθνική Ηγεσία της LCR)

4 Ιουνίου 2007 

Τόσο η μορφή όσο και η ουσία των κλονισμών που έφεραν οι «αντιφιλελεύθερες» ενωτικές προσπάθειες ζητούν, κατά τη γνώμη μου, να γίνει ένας απολογισμός σε σημεία που είναι αποκαλυπτικά, ακόμα και αν αναδύθηκαν ως τέτοια σιγά-σιγά και ακόμα και αν όλος ο κόσμος δεν τους δίνει την ίδια σημασία. Οι πολεμικές ήταν πολύ έντονες, πολλαπλές, επαναλαμβανόμενες, χωρίς όμως να εντοπιστούν και να συζητηθούν ορισμένες από τις ουσιαστικές διαφωνίες που υπήρξαν από πίσω. Τώρα που οι πιο παθιασμένες στιγμές βρίσκονται πίσω μας, αλλά που ταυτόχρονα οι συζητήσεις αναπόφευκτα θα συνεχίσουν, είναι η στιγμή που αξίζει να τις ξαναπιάσουμε.

Εγώ θα περιοριστώ εδώ σε δύο από τα σημεία που μου φαίνονται κεφαλαιώδους σημασίας. Το ένα είναι ο τρόπος που πρέπει να κατανοήσουμε τη θεματική του «να κερδίσουμε» και το άλλο είναι το ζήτημα των τύπων στράτευσης.

Ρεαλισμός ενάντια σε «διαμαρτυρία»

Από την αρχή με εντυπωσίασε η σημασία που απέδωσαν πολλοί αγωνιστές, ακόμα και της LCR, στην αντίθεση αντιφιλελευθερισμός / αντικαπιταλισμός. Δεν είμαι πιο χαζός από τον καθένα και ξέρω πού βρίσκονται οι διαφορές. Στη μια περίπτωση έχουμε την αμφισβήτηση του συστήματος συνολικά. Στην άλλη όχι αναγκαστικά, καθώς ο φιλελευθερισμός είναι μια από τις μορφές του καπιταλισμού. Αλλά είναι άραγε αυτό που διακυβεύτηκε στις βίαιες αντιπαραθέσεις του «αντιφιλελεύθερου» στρατοπέδου; Εν μέρει, ίσως, αλλά σε πολύ μικρό τμήμα.

Ο Yves Salesse[2] έχει γράψει ένα βιβλίο για να υπερασπίσει την ιδέα πως θα μπορούσαμε να φτάσουμε σε μία αντιφιλελεύθερη κυβέρνηση που να είναι μόνο εν μέρει μη-καπιταλιστική. Με την έννοια αυτήν (και αντίθετα από τον τίτλο του βιβλίου του που φιλοδοξεί να ανανεώσει τη συζήτηση ανάμεσα σε μεταρρύθμιση και επανάσταση), αυτό που πραγματεύεται δεν σταματάει μόνο στις μορφές της αλλαγής, αλλά και προτείνει την ιδέα ενός μακρόχρονου σταδίου όπου μια αριστερή κυβέρνηση θα ερχόταν σε ρήξη με τις νεο-φιλελεύθερες συνταγές χωρίς ωστόσο να φτάσει και στο σοσιαλισμό. Θα μπορούσε κανείς να κάνει πολεμική ενάντια σε αυτό τον αποχαιρετισμό στην επανάσταση που συνεπάγεται η θέση, αλλά το πιο σημαντικό,  κατά τη γνώμη μου, είναι ο βαθιά ανέφικτος χαρακτήρας του σχεδίου. Ακόμα και με τη μορφή αυτήν, θα προϋπέθετε μια σύγκρουση τέτοιας έκτασης, σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο, που μια κυβέρνηση σε αυτές τις βάσεις είτε θα εκδιωχνόταν μέσα σε ένα μήνα είτε θα αναγκαζόταν να έρθει σε πολύ πιο βαθιά ρήξη με το σύστημα.

Χωρίς να υποτιμώ τέτοιου είδους συζητήσεις, μου φαίνεται ωστόσο πως, παρόλο που παρουσιάζεται σαν μια συζήτηση πάνω σε προγραμματικές γραμμές από πολλούς «αντιφιλελεύθερους», κρύβει στην πραγματικότητα πολύ πιο βαθιές απαρνήσεις. Όλα τα θέματα που αντέταξαν στην LCR, μερικές φορές παρανοϊκά (η θεματική του «να κερδίσουμε»), μερικές φορές λιγότερο (η άρνηση της «απλής διαμαρτυρίας» ή «μαρτυρίας» -όπως την είπαν), χαρακτηρίζονται από ένα γλίστρημα προς έναν εκλογικό υπερτονισμό μαζί με την οριστική απόρριψη της επιλογής μιας εξωκοινοβουλευτικής κινητοποίησης, αν όχι νικηφόρας έστω και απλώς αποτελεσματικής.

Τα πλέον απλά πράγματα έπαψαν  να μπορούν να ακουστούν. Όπως π.χ.: ότι ποτέ δεν μπορεί να υπάρξει εν ψυχρώ μια εκλογική «πλειοψηφία» για την εφαρμογή ενός προγράμματος έστω και απλώς «αντιφιλελεύθερου», για παράδειγμα πάνω στη βάση της πλατφόρμας που είχαν υιοθετήσει στην Ναντέρ[3] οι επιτροπές. Μια τέτοια νίκη θα έπρεπε καταρχήν να συνδυαστεί με νίκες «στο δρόμο» ούτως ώστε, ίσως, να βρουν και κοινοβουλευτική μετάφραση. Ξέρουμε καλά ότι σε χώρες όπως η δική μας, οι δύο διαδικασίες (κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική) θα συνδυαστούν, εάν όμως μόνο η ριζοσπαστικότητα προχωρήσει. Αλλά, χωρίς κινητοποίηση των μαζών με αυτό-οργάνωση, που να πλησιάζει έναν Μάη του 68, είναι απολύτως μύθος να πιστέψει κανείς ότι ακόμα και οι «αντιφιλελεύθεροι» θα μπορούσαν ποτέ να είναι πλειοψηφία στις κάλπες.

Η ευκολία με την οποία η τελείως εκλογικίστικη αυτή θεματική επικράτησε ήταν, για μένα, μια έκπληξη, που ταυτόχρονα δείχνει και μια βαθύτερη εξέλιξη. Θα μπορούσαμε να την συνδέσουμε και με την κριτική, που ακούστηκε από πολλές πλευρές (από τον Yves Salesse ως τον Christian Piquet, περνώντας από την Clementine Autain[4] και τον Claude Debons[5]), για την υποψηφιότητα απλής «μαρτυρίας» στις προεδρικές. Η οποία κριτική δεν μπορεί να σημαίνει παρά ένα πράγμα: εκτός της δυνατότητας του να παλέψουμε για μια πλειοψηφία στις εκλογές (ή, με πιο απαλό τρόπο, για να επηρεάσουμε σημαντικά μια τέτοια πλειοψηφία), δεν υπάρχει παρά μόνο «μαρτυρία». Η ειρωνεία της ψήφου της 22ας Απριλίου του 2007 είναι ότι δύο από αυτούς που περισσότερο επέκριναν την «υποψηφιότητα της μαρτυρίας», η M.-G.Buffet και ο Jose Bove[6], πήραν μόνο 1,9% και 1,3%…

Βέβαια, αυτό δεν αναιρεί καθόλου την ουσιαστική συζήτηση που υπάρχει από πίσω. Επί δεκαετίες η ιδέα ότι ένα πολιτικό κίνημα θα μπορούσε να επηρεάζει, παραμένοντας ωστόσο για καιρό μακριά από την κεντρική εξουσία, δεν σοκάριζε κανέναν. Και όμως, αυτό θεωρήθηκε, και μαζικά μέσα στις ενωτικές επιτροπές, όπως και στο ΚΚ και στους Πράσινους, σαν το αποκορύφωμα μιας ηλίθιας «διαμαρτυρίασης». Αυτό αποτελεί πραγματικά μια αλλαγή με τεράστια πολιτική εμβέλεια, είναι ένα γλίστρημα «προς τα δεξιά», μια κατηφόρα που δεν έχει τέλος παρά μόνο την περισσότερο ή λιγότερο γρήγορη ένταξη στο σύστημα συνολικά. Σχετικά αργά, η Clementine Autain παραδέχτηκε ότι το ζήτημα αυτό ήταν ένα από τα κύρια που εμπόδισαν την αντιφιλελεύθερη ενότητα με την LCR. Αλλά, κλασικά, αυτό το έκανε για να αντιπαραβάλει αυτούς που θα ήθελαν να «δράσουν εδώ και τώρα» σε αυτούς (όπως η LCR) που θα περίμεναν «το μεγάλο βράδυ». Πολεμικό και βολικό, αλλά απατηλό! Γιατί προϋποθέτει (όπως το έκανε και η ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που είναι και οι μεγάλοι ειδικοί στην κριτική μιας υποτιθέμενης «άρνησης να λερώσουμε τα χέρια μας») ότι η συμμετοχή στις κυβερνητικές «εργασίες» είναι η μόνη αποτελεσματική ή και απλώς η πιο αποτελεσματική για τα άμεσα συμφέροντα του περισσότερου κόσμου.

Σε σχέση με τις αληθινές και τις μεγάλες αλλαγές (δεν μιλάω εδώ για επανάσταση, αλλά απλώς και μόνο για μεταρρυθμίσεις κάποιας σημασίας), όλη η ιστορία του τελευταίου αιώνα δείχνει, ωστόσο, ότι αυτή η υπόθεση είναι, στην καλύτερη περίπτωση, μια αυταπάτη, στη χειρότερη απλώς απάτη:

–         Είναι το εξωκοινοβουλευτικό κίνημα, που προήλθε από μια στρατιωτική αντίσταση και από την πτώση του ναζισμού αυτό που δημιούργησε τις μεταρρυθμίσεις στην Απελευθέρωση (με προεδρεία του Ντε Γκωλ…).

–         Είναι η απεργία που σπρώχνει το 1936 τις μεταρρυθμίσεις, οι οποίες εξάλλου έγιναν αποδεκτές και για να καταπολεμηθεί μια ενδεχόμενη ριζοσπαστικοποίησή της.

–         Είναι το 68 που ωθεί τις μεταρρυθμίσεις της δεκαετίας που ακολουθεί (με κυβερνήσεις δεξιάς) και που εξηγεί, έστω και δέκα χρόνια αργότερα, το 1981, την πρώτη νίκη της αριστεράς σε μια προεδρική εκλογή στην 5η Δημοκρατία (η οποία προεδρεία, όπως ξέρουμε, δεν άργησε να στρέψει την πλάτη της σε μια «άνοδο των από κάτω» που είχε εξαντλήσει τη δυναμική της).

Αλλά η πολιτική πάλη δεν περιορίζεται σε αυτές τις ηρωικές στιγμές. Την ίδια ώρα που το περιβάλλον του Σαρκοζύ παινεύεται που κατάλαβε και εφάρμοσε την γκραμσιανή έννοια της «ηγεμονίας», θα έπρεπε και εμείς να μπορούμε να συλλάβουμε τι αυτό σημαίνει. Όταν το «μεγάλο βράδυ» (ο «πόλεμος κινήσεων») είναι μακριά, μένει μια στρατηγική για τους επαναστάτες που δεν είναι η «κατοχή» της κυβέρνησης (σύμφωνα με τα λόγια του Λεόν Μπλουμ), είναι ο «πόλεμος θέσεων». Μέσα από  αυτόν, με τη συνάρθρωση της ιδεολογικής και της πολιτιστικής πάλης, με την ώθηση νέων εναλλακτικών πρακτικών (ακόμα και πρακτικών διαχείρισης σε τοπικό επίπεδο, όπως στο Πόρτο Αλέγκρε), με τους αγώνες συλλογικοτήτων (όπως το λένε σήμερα), συνδικαλιστικούς, πολιτικούς, μπορούμε να επηρεάσουμε πραγματικά την πορεία των συσχετισμών δύναμης, την εξέλιξη της κοινωνίας στο σύνολό της και ακόμα και τα μέτρα που παίρνει μια κυβέρνηση -την οποία εξάλλου καταπολεμούμε. Εξαίρετο παράδειγμα όλων αυτών είναι ο αγώνας, που κυρώθηκε με επιτυχία, για τη νομιμοποίηση της έκτρωσης στη δεκαετία του 70.

Αλλά προφανώς αυτό δεν έχει νόημα παρά μόνο μέσα στο πλαίσιο μιας συνολικής αμφισβήτησης του συστήματος, μιας διαρκούς και διεκδικημένης «εξωτερικότητας», ως του σημείου μάλιστα του να επινοούμε και να επιβάλλουμε πλευρές που να είναι αντι- ή εναλλακτικο- κοινωνικές. Ασφαλώς είναι αδύνατον να ξεφύγουμε από το προφανές, ότι θα μπορούσαμε να βγούμε από το «σύστημα» απλώς με μια απόφαση (αναπόφευκτα συμμετέχουμε στο σύστημα αυτό όταν διεκδικούμε μια θέση εργασίας, όταν επομένως δεχόμαστε τη μισθωτή θέση, ή και απλώς όταν αγοράζουμε μια φρατζόλα ψωμί). Αλλά το ζήτημα είναι η συνολική στάση. Το να θεωρείται «άχρηστη» αυτή η διαμαρτυρία που δένεται εσώτερα με την επιζητούμενη εξωτερικότητα προς τα συστήματα κυριαρχίας σημαίνει ότι παραδίδουμε τα όπλα αμαχητί.

Σε όλο τον προηγούμενο αιώνα, τι άραγε θα μπορούσε να στηρίξει την κριτική της Clementine Autain; Τίποτα! Και χειρότερα: όταν επικράτησε η ιδέα πως η μόνη αριστερά που αξίζει είναι η κυβερνητική αριστερά (η άλλη δεν είναι παρά «μαρτυρίας»), είδαμε το αποτέλεσμα μετά το 1981. Πού άραγε είναι τα παραδείγματα επιτυχιών που να κατακτήθηκαν σοβαρά, σε εθνικό επίπεδο, μέσα από την κυβερνητική συμμετοχή (άντε, ας είμαστε μεγαλόψυχοι: η κατάργηση της θανατικής ποινής είναι από αυτές, αλλά πόσες άλλες θα μπορούσαμε να αναφέρουμε δίπλα σε τόσες απαρνήσεις και προδοσίες;); Και παρενθετικά, πώς να μην δούμε πως η στρατηγική αυτή τροφοδοτεί από τη φύση της την «χρήσιμη ψήφο» προς τα κόμματα που είναι πραγματικά σε θέση να επικρατήσουν και να κυβερνήσουν; Εξού, αναμφίβολα, και η παράνοια του «να κερδίσουμε», αντίθετα προς την πιο εκτυφλωτική πραγματικότητα, και της οποίας η λειτουργία απάρνησης, με την ψυχαναλυτική έννοια, δεν είναι καθόλου δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί. Εξάλλου, η πίεση προς την «χρησιμότητα» δεν περιορίζεται μόνο στην εκλογική στιγμή. Βαραίνει διαρκώς, για να ωθήσει σε συσπείρωση γύρω από το κόμμα που είναι θεσμικά το πιο ισχυρό, κυρίως μέσα από τους μηχανισμούς της προεδρικοποίησης και του πλειοψηφικού ψήφου που χαρακτηρίζουν τη Γαλλία.

Ας μην με παρανοήσουν. Αυτό που υποστηρίζω εδώ είναι πως η στρατηγική διαφωνία είναι η καθοριστική. Όχι ότι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα το ενωτικό οι «αντιφιλελεύθεροι». Ανάμεσα στις απόψεις της LCR και στις απόψεις των πιο επιφανών εκπροσώπων των «αντιφιλελεύθερων», υπάρχει μια διαφορά που αγγίζει το πλέον βαθύ σημείο της στρατηγικής, δηλαδή την ιδέα που έχουμε για την πολιτική πάλη σε διάρκεια. Αυτό δεν εμποδίζει ούτε τη συζήτηση, προφανώς, ούτε και την ενότητα δράσης μέσα στους αγώνες (αυτό είναι προφανές) και ούτε καν και την ίδια την πολιτική ενότητα. Αυτό είναι που εφαρμόστηκε με την επιτυχία που ξέρουμε και στην καμπάνια για το δημοψήφισμα.

Άλλωστε, με το σύντροφό μου τον Daniel Bensaid[7], εξηγήσαμε όταν έπρεπε ότι κατανοούμε την άποψη αυτών που, συμμεριζόμενοι τις θέσεις της LCR, αγωνίζονταν ωστόσο για ένα συμβιβασμό στο κυβερνητικό ζήτημα με τους άλλους «αντιφιλελεύθερους», στηριζόμενοι στην υπόθεση μιας μελλοντικής «δυναμικής» για να αποσαφηνιστούν τα πράγματα, κατά την άποψή τους. Δεν συμφωνούσαμε με την επιλογή αυτήν, γιατί εάν υπήρχε «δυναμική», μάλλον την αισθανθήκαμε προς την άλλη κατεύθυνση, κυρίως μετά την επιστροφή των σοσιαλιστών υποστηρικτών του «όχι» στο δημοψήφισμα πίσω στη «σύνθεση» του ΣΚ. Αλλά η συζήτηση από μόνη της ήταν θεμιτό.

Αυτό που ήταν αθέμιτο, αντίθετα, ήταν να παραστήσουμε ότι το ζήτημα ήταν λυμένο και ότι μόνο τα «συμφέροντα του μηχανισμού» της LCR την εμπόδιζαν να υπογράψει το κείμενο του Σεν Ντενί «Ambition/Strategie»[8]. Η δημαγωγική αυτή θέση, που εκμεταλλευόταν απαράδεκτα την αποπολιτικοποίηση που άρχισε να καταλαμβάνει τις επιτροπές, σύμφωνα με την οποία η «ενότητα» θα ήταν το άλφα και το ωμέγα, έκρυβε ένα πραξικόπημα: να επιβληθεί στην LCR να διαχυθεί μέσα σε ένα στρατηγικό καλούπι που η ίδια αρνιόταν και μάλιστα να της αφαιρεθεί το δικαίωμα να έχει η ίδια θέσεις. Αλλά, όπως το είδαμε στην προεδρική καμπάνια -καθώς και στις μετέπειτα συμβολές, τις πολύ ενδιαφέρουσες από αυτή την άποψη, των Claude Debons και Clementine Autain- η συζήτηση αυτή δεν μπορεί να παραβλεφθεί. Ήταν και παραμένει κεντρική και θα πολώνει όλες τις μελλοντικές διενέξεις.

Εδώ θα πρέπει να επισημανθεί ένα βασικό ζήτημα, μια ανατροπή της προοπτικής ανάμεσα σε αυτό που κυριαρχούσε στο «κοινωνικό κίνημα» μετά το 1995 και σε αυτό που κυριαρχεί το φθινόπωρο του 2006. Το 1995, το κίνημα αυτό αγωνιζόταν σκληρά ενάντια σε κάθε «θεσμοποίηση», φτάνοντας στο σημείο να συντάξει μια σαφή έκκληση προς αυτή την κατεύθυνση, στην οποία ακόμα και η LCR μάλλον συνδεόταν με το «σύστημα»[9]. Πολλοί από τους αγωνιστές αυτού του «κοινωνικού κινήματος», έφτασαν μάλιστα να ξεπεράσουν στο εντωμεταξύ την αντιθεσμική στρατηγική της LCR για να μπορέσουν να εναρμονιστούν με το ΚΚ –τουλάχιστον στο συγκεκριμένο σημείο. Κατά τη γνώμη μου, αυτό είναι πολύ ενδεικτικό της καταγραφής των ορίων που είχαν τα αντι-παγκοσμιοποιητικά κύματα, τα οποία, παρά τη δύναμή τους, δεν μπόρεσαν τίποτα να κερδίσουν και κατ’ελάχιστον μόνο επιβράδυναν τη φιλελεύθερη διαδικασία. Και είναι και ενδεικτικό ταυτόχρονα και μιας πολιτικής εσωτερίκευσης της ίδιας διαδικασίας, η οποία και οδήγησε σε τεκτονικό γλίστρημα μια σημαντική μερίδα της αντιφιλελεύθερης αριστεράς στην Ιταλία, χωρίς να μιλήσουμε για τα ακόμα πιο ουσιαστικά γλιστρήματα στην Βραζιλία.

Οι διατυπώσεις που χρησιμοποιήθηκαν ενάντια στην LCR στη διάρκεια των πολύ τεταμένων συζητήσεων –«είναι απελπισία», «οι άνθρωποι, που υποφέρουν, δεν μπορούν να περιμένουν το 2012» (σαν, μετά το 2007, να μην υπήρχε παρά το 2012)- παίρνουν μια διάσταση αποχαιρετισμού όχι μόνο ούτε κυρίως του αντικαπιταλισμού, αλλά και απλώς της όποιας «ρήξης» με το οποιοδήποτε σύστημα. Σαν μια τέτοια ρήξη να έπρεπε να προέλθει από έναν περίπλοκο μηχανισμό συνδυασμού της κατοχής της κεντρικής εξουσίας και της στράτευσης των πληθυσμών, με τους δύο αυτούς όρους να παρουσιάζονται ως ίσοι, εκ των οποίων όμως η προσπάθεια θα έπρεπε να στραφεί κυρίως στον πρώτο. Αν αυτό γίνει αποδεκτό, τότε γίνεται κατανοητή η άποψη ότι, όντας προφανώς αδύνατον να «κερδίσουμε με τη μια» (εκτός απαρνήσεων του τύπου να «κερδίσουμε στις προεδρικές»!), δεν μένει λογικά παρά, αναμένοντας, να συμμαχήσουμε με το ΣΚ ή κάποιο τμήμα του, ανάλογα με το συσχετισμό δύναμης μαζί του.

Οι εξελίξεις αυτές είναι χαρακτηριστικές και, στην πραγματικότητα, επιταχύνθηκαν πολύ σε λίγα χρόνια φτάνοντας στο σημείο του να φαίνονται, στα μάτια πολλών «αντιφιλελεύθερων», οι θέσεις της LCR ως σεκταριστικές, υπερβολικές, ακραίες, «απλής διαμαρτυρίας», την ίδια στιγμή ακριβώς που οι θέσεις που εκφράστηκαν στην καμπάνια Μπεζανσενό δεν ήταν τελικά παρά πολύ πιο πραγματιστικές απ’ό,τι συνήθως. Προφανώς, το συμπέρασμα είναι ότι τα τμήματα αυτά δεν μπορούσαν να διανοηθούν ούτε λεπτό πως η διαδικασία μέσα στην οποία θα ήθελαν να στρατευτεί η LCR δεν θα μπορούσε να γίνει κάτω από την αποκλειστική κυριαρχία της δικής τους οπτικής (άποψη που συμπυκνώνεται στη θεματική «κερδίζουμε την ηγεμονία σε όλη την αριστερά», τη στιγμή που τίποτα στο συσχετισμό των ταξικών δυνάμεων δεν αφήνει να διαφανεί πως θα μπορούσαμε να κυριαρχήσουμε έστω και μέσα στην αριστερά, χωρίς να μιλήσουμε για την κοινωνία στο σύνολό της). Για αυτούς, η LCR (κολλημένη στην επιλογή της να συνεχίζει να στηρίζεται στην προοπτική μιας ρήξης «από τα κάτω») είναι πλέον ξεπερασμένη και άχρηστη γενικά και γίνεται και πιο επικίνδυνη, όταν αποκτάει μεγαλύτερη επιρροή. Ένα εμπόδιο, από το οποίο θα έπρεπε να απαλλαγούμε.

Βέβαια, μόνο ένα μικρό τμήμα των αγωνιστών που είχαν στρατευτεί στην «ενωτική» κατεύθυνση συμμερίζονται τη συνολική αυτή συνεκτική λογική. Για τη μεγάλη τους μάζα, όλα αυτά παραμένουν πιο αδιευκρίνιστα και βλέπουμε μάλλον αγωνιστές να ταλαντεύονται διαρκώς, τοποθετούμενοι πότε ακόμα πιο δεξιά και από αυτό που περιγράψαμε και πότε πολύ κοντά στην LCR και για ορισμένους και τα δύο ταυτόχρονα.

Πράγμα που σημαίνει ότι, για να γίνει η αναγκαία αποσαφήνιση, μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε αντικαπιταλισμό και σε «αντιφιλελευθερισμό» (ο τελευταίος όρος μοιάζει περισσότερο σαν μια λέξη-βαλίτσα, που συχνά είναι άδεια, κυρίως αν θελήσουμε να την μεταφράσουμε σε κάτι το θετικό) δεν αρκεί. Είναι ορισμένα πιο βαθιά στρατηγικά στοιχεία που έχουν τεθεί σε συζήτηση για την πορεία προς μια νέα, και πιο επείγουσα από ποτέ, δύναμη. Άλλα σημαντικά ζητήματα, ακόμα και στρατηγικά, μπορούν να αφεθούν για μια μελλοντική συζήτηση, με βάση τις μελλοντικές εμπειρίες και αγώνες. Όχι όμως αυτή που μεταφράζεται στο εξής: διεκδικούμενη εξωτερικότητα απέναντι στο κυρίαρχο πολιτικό σύστημα, άρνηση κατάληψης των κεντρικών θεσμών της αστικής εξουσίας, επομένως ανεξαρτησία απέναντι στο ΣΚ και, πράγμα που πάει αναγκαστικά μαζί, κατά προτεραιότητα στήριξη των εξωκοινοβουλευτικών κινητοποιήσεων. Όπως το έχω ήδη υποστηρίξει και σε άλλα μου κείμενα, υπάρχει προφανώς μια δύσκολη συζήτηση που θα πρέπει να κάνουμε για τους άλλους θεσμούς, πέρα από τους κεντρικούς και κυβερνητικούς, αλλά αυτό δεν αλλάζει τη συνολική τοποθέτηση.


Δίκτυα ενάντια σε οργάνωση:

Οι τύποι στράτευσης και το ζήτημα της δημοκρατίας

Ένα τμήμα του ζητήματος αυτού, για τους τύπους στράτευσης, προσεγγίστηκε σε ένα πολύ διαφωτιστικό κείμενο του Pierre Rousset, για την υπεράσπιση της «αρχής της οργάνωσης»[10]. Με την απόσταση του χρόνου, τώρα, μοιάζει σαφές ότι η λειτουργία «σε δίκτυο» και «με συναίνεση» λειτουργεί καλά όσο στα βασικά ζητήματα ακριβώς προϋπάρχει συναίνεση. Το ίδιο το δίκτυο δεν δημιουργεί συναίνεση: την προαπαιτεί, όταν δεν την καταγράφει απλώς. Αποδείχτηκε πολύ παραγωγικός τύπος οργάνωσης, «ενσωματώνων» όπως το λένε, φτάνει οι όροι αυτοί να υπάρχουν, οι οποίοι και επιτρέπουν να μην οδηγούν οι μικρές διαφωνίες σε υπερβολικά σημαντικές επιπτώσεις μέσω των τυπικών διαδικασιών. Αλλά αποδεικνύεται απολύτως αντιπαραγωγικός, μόλις ανακύψουν λεπτά ζητήματα, στα οποία υπάρχει διαφωνία ουσίας.

  • Γενικότερα, η λειτουργία αυτή δίνει υπερβολικό βάρος σε αυτούς που βρίσκονται στην καρδιά του δικτύου και που διαθέτουν, έτσι, και επιρροή και ατζέντα διευθύνσεων. Αυτό δεν διαφέρει και πολύ –σε αυτό το σημείο- από ένα κλασικό κόμμα όπου η «κορυφή» διαθέτει ακριβώς τέτοιου είδους πλεονεκτήματα έναντι της «βάσης». Αλλά στα κόμματα, υπάρχουν δυνητικά (αν δεν έχουν οριστικά γραφειοκρατικοποιηθεί) μηχανισμοί πολιτικής πίεσης και ελέγχου.
  • Η προσωποποίηση επίσης δίνει αναπόφευκτα μια ειδική εξουσία, και αυτό ισχύει και για τον Ολιβιέ Μπεζανσενό. Αλλά, στην περίπτωση αυτή, ήταν και παραμένει «εκπρόσωπος», που έχει να απολογηθεί αναγκαστικά στη συλλογικότητα που τον υποστηρίζει. Αντίστροφα, θα μπορούσαμε σχηματικά, να μετρήσουμε την αυτονόμηση του υποψήφιου Μποβέ απέναντι στις επιτροπές που υποτίθεται ότι τον υποστήριξαν και ακόμα και σε όλα τα άλλα όργανα της καμπάνιας του, εκτός από μια κοντινή και σκοτεινή φρουρά. Αυτό ήταν σε συνέχεια, με φυσικό τρόπο θα λέγαμε, του ξεκινήματος με τον δημοψηφισιακό χαρακτήρα της υποψηφιότητας (του «bovethon» που είπε ο Pierre Rousset). Τίποτα και σε καμία στιγμή δεν επέτρεπε να υπάρξει κάποιο αντίβαρο.
  • Το ίδιο, έστω και σε μικρότερο βαθμό, θα μπορούσε να ειπωθεί και για τις κεντρικές δομές των ενωτικών επιτροπών. Για παράδειγμα στο Σεν Ντενί, οι αντιπρόσωποι στερήθηκαν της κατανόησης ότι η άρνηση ακόμα και απλώς για να υποβληθούν σε ψηφοφορία οι περίφημες «τροποποιήσεις Aubagne»[11] σήμαινε τη ρήξη με την LCR και με τον Μπεζανσενό. Σκοτεινή απόφαση ενός μικρού κύκλου,  για μια ακόμα φορά. Το σύνολο του κινήματος κόντεψε να βρεθεί στην ουρά ενός και μόνο από τους βασικούς ηγέτες του ΚΚ, του Francis Wurtz[12], μέσα σε λίγες ώρες, χωρίς κανένα μέσο παρέμβασης και, τη φορά αυτήν δυστυχώς, και με τη στήριξη ορισμένων ηγετών της μειοψηφίας της LCR. Αυτό εγώ είναι που το ονομάζω «αναρχο-γραφειοκρατισμό», φαινομενικά αναρχισμό και στην πράξη γραφειοκρατία.

Στη βάση της αξιοποίησης αυτού του τύπου λειτουργίας υπάρχει η ανάδυση της διεκδίκησης μιας προβολής των ατόμων και ενός μεταμοντέρνου τύπου στράτευσης. Ξέρουμε τα βαθιά αρνητικά χαρακτηριστικά αυτών των φαινομένων: υποτίμηση των επιλογών και συζητήσεων μακρόχρονης εμβέλειας, ηθική της αμεσότητας, υπερτονισμός των εγώ, οργανωτικό και πολιτικό ζάπιν. Μόλις είδαμε ότι το άθροισμα όλων αυτών των ατομικισμών, όχι μόνο δεν δημιουργεί συλλογικότητα, αλλά και δημιουργεί μαγείρεμα. Ακόμα περισσότερο που πολλοί από τους πρωταγωνιστές της εμπειρίας κανόνιζαν τους δικούς τους προσωπικούς λογαριασμούς με τα κόμματα που είχαν εγκαταλείψει (στην ουσία το ΚΚ και την LCR), αλλά προφανώς με διάφορα πολιτικά υπολείμματα που δεν είχαν κανέναν λόγο να συγκλίνουν αυθόρμητα, εκτός από την πεισματική αξιολόγηση της δικής τους προηγούμενης ρήξης. Οι αγωνιστές, νέοι και λιγότερο νέοι, που ήταν ξένοι σε αυτή την ιστορία αλλά που συνέβαλαν με τις δικές τους δυνάμεις σε αυτή την περιπέτεια, πίστευαν ότι κρατούν το μέλλον στα χέρια τους τη στιγμή που συμμετείχαν στην αναβίωση μιας ατέρμονης σειράς του παρελθόντος.

Αξίζει, ωστόσο, να ξεπεράσουμε το συγκεκριμένο παράδειγμα, για να συλλάβουμε το συνολικό φαινόμενο στις αντιφάσεις του. Η μαζική ανύψωση του επιπέδου σπουδών, μαζί με τη γρήγορη οριζόντια κυκλοφορία της πληροφόρησης, αυτές είναι οι πηγές μιας, ασφαλώς αμετάκλητης, διατύπωση της σκέψης ως μια γενικευμένη ατομική τοποθέτηση. Πρόκειται, όπως πολλοί συγγραφείς το έχουν επισημάνει, για νέα κεκτημένα σε σχέση με την επέκταση του δημοκρατικού χώρου, με τη μορφή αλληλο-συμπλεκόμενων και πολλαπλασιαζόμενων δικτύων.

Τα δίκτυα αυτά, που είναι δύσκολο να ελεγχθούν από τις κατεστημένες εξουσίες, προσφέρουν έναν ασύλληπτο υποκείμενο καμβά, που διαρκώς ανανεώνεται, για την παραγωγή εναλλακτικών ιδεών και, επομένως, και για μια δυνητική αντίσταση. Σε αυτή την κλίμακα είναι που διατηρούνται, αναπτύσσονται και ανανεώνονται οι πολλαπλές ομάδες που τροφοδοτούν το πλατύ κίνημα των «από κάτω» το οποίο και αμφισβητεί στην πράξη τη συνολική εξέλιξη των «από πάνω». Αναμφισβήτητα, αυτό αποτελεί θετικό στοιχείο.

Το ζήτημα γίνεται πιο λεπτό όταν οι ομάδες αυτές φιλοδοξούν να υιοθετήσουν μια σαφή πολιτική δραστηριότητα. Το κάθε άτομο ή μικρο-δίκτυο γίνεται τότε ένα είδος οργάνωσης από μόνο του. Θα μπορούσαμε να περιγράψουμε δύο ακραίες φιγούρες. Από τη μια, είναι αυτός που κουβαλάει έμμονες ιδέες: το ρολόι του, σταματημένο, δίνει κατ’εξαίρεση τη σωστή ώρα ακριβώς δυο φορές μέσα στο 24-ωρο. Είναι και η στιγμή της λαμπρής επιβεβαίωσης, της εκδίκησης, που όμως είναι φευγαλέα, εξαφανίζεται την επόμενη στιγμή ακριβώς. Και είναι, από την άλλη, ο φανατικός ζαπιστής, που την κάθε στιγμή έχει μια τρομερή ιδέα και που, λόγω αριθμού και τύχης, καταλήγει στο ίδιο αποτέλεσμα: εκατό αποτυχίες, αλλά μια θαυματουργή σύμπτωση που, κατά τη γνώμη του, επιβραβεύει το σύνολο. Αυτές οι φιγούρες, παρό,τι διαδεδομένες, δεν είναι καθόλου οι μόνες.

Γενικότερα, το ζήτημα που τίθεται, όταν ο μεταμοντέρνος αυτός τύπος πολιτικής στράτευσης γενικεύεται, είναι το ζήτημα της ενδεχόμενης σύγκλισης των διασκορπισμένων διαδικασιών. Οι θεωρίες της σύνθεσης δείχνουν πώς από τοπικά διατεταγμένες δομές, σχεδόν τελείως ανεξάρτητες οι μεν από τις δε, μπορούν, σε ορισμένες συνθήκες, όταν τεθούν σε δίκτυο, να δημιουργήσουν μια συνολική («αναδυόμενη» -όπως την λένε) δομή που να διατάσσεται σε υψηλότερο επίπεδο. Αλλά δείχνουν επίσης ότι οι συνθήκες αυτές είναι εξαιρετικά περιοριστικές και σπάνια υπάρχουν. Γενικά, μια καθαρά τοπική τάξη παράγει αταξία στο συνολικό επίπεδο. Σε πολιτικούς όρους, η σύγκριση μας οδηγεί στο να πούμε πως η ένωση των δικτύων/ατόμων είναι απλώς δύσκολη. Μπορέσαμε να δούμε πώς οικοδομήθηκε θεαματικά, στην μάχη για το δημοψήφισμα, αλλά επίσης και πώς οι ίδιοι μηχανισμοί βάσης, με διαφορετικές αρχικές προϋποθέσεις, βρέθηκαν στην πηγή της ανέλιξης της Σεγκολέν Ρουαγιάλ ή, σε μικρότερη κλίμακα αλλά ίδιας ουσίας, του Bovethon.

Όπως συμβαίνει πάντα στην ανάλυση των κοινωνικών φαινομένων, πρέπει να μπορέσουμε να ξεχωρίσουμε τι συμβαίνει στην τοπική διάδραση (εδώ και τώρα) από αυτό που προέρχεται από εξωτερικούς καθορισμούς (από αλλού και από πριν). Με άλλα λόγια να ξεχωρίσουμε τη στιγμή της δράσης από τη στιγμή που αυτή η δράση μεταφέρει δομές και ιστορία που ξεπερνάνε και υποσκελίζουν τους δρώντες. Μέσα στις αντιφιλελεύθερες επιτροπές, η επαναλαμβανόμενη έκκληση για «ενότητα μέσα στην ποικιλία» (επομένως, η ελπίδα για μια «αναδυόμενη δομή») δεν μπορούσε παρά να προσκρούσει σε ουσιαστικά δεδομένα, που έρχονται από πριν και από αλλού, αλλά που, όχι μόνο δεν ανάγονται στους «μηχανισμούς», αλλά και εγκλωβίζονταν ακριβώς στην ίδια τη σκέψη που θεωρείτο ωστόσο ως «νέα» και παραγόμενη από το ίδιο το γεγονός.

Η βασική -και σωστή- ιδέα που βρίσκεται πίσω από την αναζήτηση της ενότητας είναι πως πρέπει να είμαστε όσο γίνεται περισσότεροι για να τραβήξουμε ο καθένας το σκοινί του και να βάλουμε σε κίνηση το «κοινωνικό κίνημα». Αλλά, για να είμαστε αποτελεσματικοί, αυτό προϋποθέτει πως όλες αυτές οι έλξεις θα γίνονται περίπου προς την ίδια κατεύθυνση. Αλλιώς, αλληλοεμποδίζονται, αν δεν αλληλοακυρώνονται. Ο μεταμοντέρνος μύθος είναι πως η προσαρμογή αυτή θα γίνει αυτόματα, φτάνει «οι άνθρωποι» να μπορέσουν να ασκήσουν ελεύθερα τη δημιουργικότητά τους,  χωρίς άκαιρες επιβολές προκαθορισμένων σχημάτων. Αλλά, όπως το εξήγησα πιο πάνω, μια τέτοια αυθόρμητη προσαρμογή είναι σπάνια. Στα κοινωνικά φαινόμενα, την συναντούμε κατά τη διάρκεια μεγάλων μαζικών κινημάτων, στην ανοδική τους φάση, όταν η κατεύθυνση αυτό-ορίζεται και αυτό-τροφοδοτείται από την ίδια τη δύναμη του κινήματος.

Εκτός τέτοιων εξαιρετικών στιγμών, για να υπάρξει διαδικασία προσαρμογής, χρειάζεται χρόνος για τη διαμόρφωση μιας κοινής ηγεσίας. Οι μηχανισμοί αυτής της επεξεργασίας αποδεικνύονται στην πράξη αργοί, βαριοί και κυρίως αντιβαίνουν τις καθαρά ατομικές και τοπικές παρορμήσεις του μικροδικτύου. Το βασικό ζήτημα είναι το εξής: οι μηχανισμοί αυτοί αποτελούν από τη φύση τους περιορισμούς του χώρου ελευθερίας του κάθε ενός από όσους τραβούν το σκοινί, αφού μπορούν να φτάσουν να επιβάλουν αλλαγή, που μπορεί να είναι σημαντική, στις προηγούμενες επιλογές, μέσα από το παιχνίδι των περιορισμών και των επιχειρημάτων που έρχονται «από αλλού και από πριν» ή, τουλάχιστον, από… άλλους.

 Όπως και να ρυθμιστεί ή να συστηματοποιηθεί αυτή η διαβούλευση και όποιο όνομα και να της δώσουμε, βρισκόμαστε πάντως ακριβώς μπροστά σε μια «οργάνωση», αυτήν ακριβώς της οποίας την αρχή υποστήριξε ο Πιερ Ρουσέ. Επιπλέον θα έπρεπε να θυμίσουμε εδώ ότι, εάν η νέα ατομική διατύπωση σε δίκτυο (σε «τοπικές» επιτροπές, για παράδειγμα) δεν οδηγεί καθόλου από μόνη της στην επιθυμητή σύγκλιση (και ίσως οδηγεί και στο αντίστροφο καμιά φορά), ωστόσο αφήνει άθικτες τις δομές εξουσίας που πραγματικά κυριαρχούν, οι οποίες δεν υποτάσσονται ποτέ στην τοπική και δικτυακή διάδραση. Αντίθετα, της επιβάλλουν την συγκεντροποιητική τους δύναμη, κάθε φορά που θα χρειαστεί.

Βέβαια, η κατανόηση του ότι όχι μόνο δεν ξεπερνούν τα κόμματα σε όρους δημοκρατίας αλλά και αποτελούν στην πράξη μια οπισθοχώρηση δεν συνεπάγεται ότι λύνει ταυτόχρονα μια σειρά από άλλες δυσκολίες. Ένα κρίσιμο τμήμα του προβλήματος μένει ανοικτό. Η απόρριψη των κομμάτων οφείλεται ασφαλώς στους μεταμοντέρνους και φιλελεύθερους καιρούς, όμως επίσης ριζώνει και σε έναν κριτικό απολογισμό της μηχανής για συντριβή των ατόμων που αποτέλεσαν κόμματα, κυρίως με βάση την τραγική σταλινική εμπειρία, αν και όχι μόνο. Και, για να είμαστε έντιμοι πρέπει να πούμε ότι τα ιστορικά και προσωπικά δράματα που παρήγαν οι μηχανές αυτές είναι μια τελείως άλλης τραγικής διάστασης από τις γραφειοκρατικές ασημαντότητες της καμπάνιας Μποβέ. Καμία νέα χρήσιμη δύναμη δεν θα μπορέσει να δημιουργηθεί εάν δεν γίνει αποδεκτή η νέα και θεμιτή απαίτηση ο λόγος του καθένα να μπορεί να έχει ειδικό δικαίωμα αναφοράς. Η Hannah Arendt, πάντως, ασχολούμενη με ζητήματα τέτοιου είδους έλεγε ήδη πως η δημοκρατία απαιτεί την ύπαρξη ενός χώρου συμμεριζόμενων και ελεγχόμενων αξιών (πράγμα που δεν μπορεί να το δώσει η μονοδιάστατη βασιλεία του εμπορεύματος) χωρίς τις οποίες γίνεται βορά σε ατέλειωτα σχίσματα και πνίγεται στην άρνησή της.

Εάν προσπαθήσουμε να μεταφερθούμε στο χώρο της πολιτικής οργάνωσης, διαπιστώνουμε ότι πρέπει να σκεφτούμε να ενισχύσουμε την απαίτηση αυτή και όχι να την διαλύσουμε. Πράγματι, ενώ η κοινωνία μας κάνει μέλη της από μόνη της, ό,τι και να κάνουμε, τίποτα δεν αναγκάζει σε μια μη ολοκληρωτική χώρα να αλληλο-υπομένουμε ο ένας τον άλλον μέσα σε μία πολιτική οργάνωση. Είναι ένα επικίνδυνο, δύσκολο, στοίχημα, ένα συμβόλαιο που επανοικοδομούμε διαρκώς, κυρίως όταν δεν είμαστε δεμένοι από μια δίψα για πόστα αντιπροσώπευσης και με τα υλικά και συμβολικά κεφάλαια που πάνε μαζί τους. Να γιατί οι βασικές επιλογές («αυτό στο οποίο πράγματι πιστεύουμε όλοι μαζί, στο βάθος») πρέπει να είναι λογικά συμμεριζόμενες. Και οι «αξίες» αυτές, στην περίπτωσή μας, αναπόφευκτα περιέχουν μια δόση στρατηγικής οπτικής για οργανώσεις που δεν ζουν φυσικά από το σύστημα της κυρίαρχης εξουσίας (για τις οποίες η συμφωνία αυτή είναι ένα είδος «προφανούς», ένα «βάθος», εκ των προτέρων δεδομένο).

Από την άλλη πλευρά, μπορεί να δει κανείς πού οδηγεί η ανάγκη αυτή, αν την τραβήξουμε υπερβολικά. «Το κομματικό πνεύμα» μπορεί τότε να κυλήσει και να δέσει σε μπετόν το σύστημα αξιών και σύντομα να συνοδευτεί από τους παπάδες και τους φύλακες μιας διαρκώς απειλούμενης ορθοδοξίας. Αυτό συνδυάζεται με το γεγονός (δεν το πραγματεύομαι εδώ, αλλά είναι πολύ γνωστό) ότι τα κόμματα που αμφισβητούν το σύστημα οργανώνονται ωστόσο αναπόφευκτα στη δική του βάση, αν θέλουν να κρατήσουν αποτελεσματικότητα (και επομένως τα επαναστατικά κόμματα οργανώνονται με βάση την κρατική μηχανή όπως συγκεντροποιείται από την αστική τάξη), και συχνά καταλήγουν να του μοιάζουν όταν χάνουν την αδιαλλαξία τους απέναντί του.

Είτε τη μια είτε την άλλη πλευρά συλλάβουμε, ο πυρήνας τους οδηγεί στον έλεγχο μιας οργάνωσης από τα μέλη της, στην ικανότητά της να εξελίσσεται παίρνοντας υπόψη με παραγωγικό τρόπο τις ατομικές συμβολές, χωρίς να αφήνεται να απορροφηθεί από την περιβάλλουσα κοινωνία, της οποίας η ικανότητα ιδιοποίησης είναι ατέλειωτη. Πώς έτσι να οργανωθεί η απαραίτητη συλλογική και ατομική καχυποψία απέναντι στην ίδια την οργάνωση που έχουμε επιλέξει; Ιδιαίτερα που η θεμιτότητα της τελευταίας δεν μπορεί να συμπυκνωθεί στην πρόσθεση των στρατεύσεων και των θέσεων των μελών της έναν προς έναν. Προσθέτοντας και τον δελεασμό προς σκλήρυνση και/ή αφομοίωση από το κυρίαρχο σύστημα. Παλαιό, αλλά και θεμελιακό ερώτημα. Οι απαντήσεις που πρέπει να δώσουμε πρέπει, πάντως, να κατέχουν αναγκαστικά θέση στην πορεία προς μια νέα αντικαπιταλιστική δύναμη.

Και δεν θα είναι εύκολο. Το ίδιο το αδιέξοδο όπου βρέθηκαν πολλοί από όσους ακολούθησαν την περιπέτεια της καμπάνιας Μποβέ, όπως και οι νέες και βαθιές κρίσεις που αναμφίβολα θα αγγίξουν κόμματα όπως το ΓΚΚ ή τους Πράσινους (και ως και ορισμένες μερίδες του ΣΚ), θα δώσουν ταυτόχρονα και μια νέα πηγή αυταπατών στη δυνατότητα να βρεθεί μια διέξοδος στο πιο τοπικό δυνατόν επίπεδο. Εκεί ακριβώς που νομίζει κανείς, λαθεμένα, ότι ελέγχει μια πολιτική που ωστόσο του ξεφεύγει από παντού. Οι αναδιπλώσεις αυτές μπορούν να πάνε μαζί με μια γενίκευση «φεουδαλικού» τύπου σχέσεων μέσα σε αυτή την αριστερά: μικρές τοπικές βαρονίες, κλεισμένες στον εαυτό τους, να προβάλουν την πολιτική τους φιλοδοξία στην περιφέρειά τους, στην κοινότητά τους, στη συνοικία τους. Δηλαδή, δρω τοπικά και… σκέφτομαι όχι και πολλά πράγματα.

Τα δύο ζητήματα που έπιασα στο κείμενο αυτό είναι, έτσι, συνδεδεμένα. Πριν και από την ενασχόληση με ορισμένα στρατηγικά ζητήματα που καθορίζουν, σε γενικές γραμμές, τις σχέσεις με το κυρίαρχο σύστημα, θα πρέπει να πείσουμε την αριστερά της αριστεράς ότι είναι ακριβώς σε αυτό το επίπεδο απαιτήσεων που μας οδηγεί η συνολική κατάσταση και εξέλιξη της σαρκοζικής κοινωνίας καθώς και η πιθανή εξέλιξη της κυβερνητικής αριστεράς και των συμμάχων της. Για το λόγο αυτόν, το να μπορέσουμε να διαχωρίσουμε το τι, στις νέες μορφές στράτευσης ενέχει ευνοϊκή μελλοντική δυναμική, που πρέπει να προφυλάξουμε και να αναπτύξουμε, από το τι τραβάει προς τα πίσω τον αγώνα για τη χειραφέτηση, αυτό θα αποδειχτεί ως ταυτόχρονα και προϋπόθεση αυτής της απαραίτητης συζήτησης στρατηγικής εμβέλειας, και ειδικότερο διακύβευμα αυτής της συζήτησης, αλλά ίσως και μια από τις κύριες επιπτώσεις της.

Samy Joshua

4/6/2007

[Βλέπε του ίδιου συγγραφέα στο ίδιο θέμα και το: «Ένα κόμμα; Ποιό κόμμα;»]


[1] Το πρωτότυπο κείμενο, στα γαλλικά, μπορεί να βρεθεί στην ιστοσελίδα: http://www.europe-solidaire.org/spip.php?article6243 .

[2] Yves Salesse: από τους ιδρυτές, μαζί με την Clementine Autain, του Ινστιτούτου Copernic, και από τους βασικούς συμμέτοχους στην ενωτική καμπάνια. Συγγραφέας ορισμένων βιβλίων, ιδιαίτερα για την Ευρώπη, μεταξύ των οποίων και το «Réformes et révolution : propositions pour une gauche de gauche» [Μεταρρύθμιση και επανάσταση: προτάσεις για μια αριστερά της αριστεράς] εκδόσεις Agone (2001), στο οποίο και αναφέρεται ο S.Joshua.

[3] Στη συνάντηση των επιτροπών στην Ναντέρ, το Δεκέμβρη του 2006, έγινε σαφές, όταν αποσύρθηκε και το ΚΚ, ότι καμία ενωτική υποψηφιότητα δεν θα ήταν δυνατή.

[4] Η Clementine Autain έχει εκλεγεί στο 12 διαμέρισμα του Παρισιού, με το ΚΚ,  ως δημοτική σύμβουλος, συμμετείχε στη δημιουργία του Ινστιτούτου Copernic και στις ενωτικές επιτροπές.

[5] Ο Claude Debons είναι συνδικαλιστής, από τους αντιπολιτευόμενους στην CFDT, και συμμετείχε στην καμπάνια για το δημοψήφισμα και στις ενωτικές επιτροπές κατόπιν.

[6] Marie-Georges Buffet: γεν.γραμματέας του Γαλλικού ΚΚ. Jose Bove: αγρότης, γνωστός από τη συμμετοχή του στο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, που τελικά κατέβηκε στις προεδρικές εκλογές, παρουσιαζόμενος ως «των επιτροπών», παρόλο που μεγάλα τμήματά τους είτε κατέβηκαν με άλλους υποψήφιους είτε δεν πήραν μέρος στην προεδρική καμπάνια.

[7] Daniel Bensaid: φιλόσοφος και από τα βασικά, ιστορικά, στελέχη της LCR. Αναφορά στο κοινό άρθρο των D.Bensaid & S.Joshua «Pathétiques ! – L’après présidentielle», τμήμα του οποίου δημοσιεύτηκε στην Liberation, 28/5/2007.

[8] Η συνάντηση των επιτροπών στο Saint Denis, το Σεπτέμβρη του 2006, υιοθέτησε το κείμενο Ambition/Strategie χωρίς τις τροποποιήσεις, που ζητούσε η LCR και άλλοι, για να απορριφθεί με σαφήνεια κάθε προοπτική κυβερνητικής συνεργασίας με το Σοσιαλιστικό Κόμμα.

[9]

[10] Pierre Rousset «Apres le “Bovethon”: en defense du principe d’organisation», in www.europe-solidaire.org . [Σημ.τ.μεταφραστή: Το άρθρο του P.Rousset γράφτηκε με αφορμή την κινητοποίηση τμημάτων των επιστροπών, μετά την αποτυχία της ενωτικής καμπάνιας, για να επιλεγεί ο Bove, δίπλα και σε αντιπαράθεση με την M.G.Buffet και του O.Besancenot,  ως ο αυθεντικός «ενωτικός» υποψήφιος. Η κινητοποίηση ξεκίνησε με μάζεμα υπογραφών στο διαδίκτυο, εξού και ο όρος «bovethon» -κάτι σαν «μαραθώνιος για τον Μποβέ»]

[11] Τροποποιήσεις που πρότειναν οι επιτροπής από την πόλη Aubagne το Σεπτέμβριο του 2006 και οι οποίες απορρίφθηκαν. Οι τροποποιήσεις αυτές πήγαιναν προς την ίδια κατεύθυνση με της LCR, να ξεκαθαρίσει η άρνηση συμμετοχής σε κυβέρνηση με το ΣΚ.

[12] Francis Wurtz: ευρωβουλευτής του γαλλικού ΚΚ και πρόεδρος της ευρωπαϊκής κοινοβουλευτικής του ομάδας.


Εκλογική «αποτελεσματικότητα» και δικτυακή αντι-οργανωτικότητα