Ιμπεριαλισμός και εξάρτηση

Σπάρτακος 79, Μάης 2005


Ιμπεριαλισμός και εξάρτηση

 

Tου Παναγιώτη Σηφογιωργάκη

 

Στις «Θέσεις του Κ.Ε. του ΚΚΕ για το 17ο Συνέδριο (Οκτώβριος 2004) υποστηριζόταν ότι τελευταία χρόνια έχουν ενισχυθεί τα ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά του ελληνικού κεφαλαίου. Το ζήτημα της ιμπεριαλιστικής φύσης του ελληνικού καπιταλισμού βρέθηκε στο επίκεντρο του προσυνεδριακού διαλόγου. Παρ’ ότι το ίδιο το Συνέδριο απέφυγε να πάρει μια ξεκάθαρη θέση, η «αναταραχή» που προκάλεσε η εισήγηση της Κ.Ε. σήκωσε ένα σύννεφο σκόνης… σ’ ολόκληρη την αριστερά.

Ακρογωνιαίος λίθος όλων των αναλύσεων του ΚΚΕ, τα τελευταία 70 χρόνια, για τη φύση του ελληνικού καπιταλισμού ήταν η άποψη – σε αδρές γραμμές – ότι η Ελλάδα είναι μια υποτελής στον ιμπεριαλισμό, καθυστερημένη και υπανάπτυκτη χώρα, ανώριμη για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό όπου στρατηγικό καθήκον των κομμουνιστών είναι η σύμπηξη ενός αντιιμπεριαλιστικού, λαϊκού μετώπου με στόχο την εθνική ανεξαρτησία, τη δημοκρατία και την αυτοδύναμη οικονομική ανάπτυξη.

Από τις κλασικές διατυπώσεις της 6ης Ολομέλειας του ΚΚΕ το 1934 περί «μισοφεουδαρχικής» και «αστικοτσιφλικάδικης» Ελλάδας μέχρι το «βαριετέ» των θεωριών της «εξάρτησης», της «ημι-περιφέρειας», του «δύσμορφου» καπιταλισμού που δέσποσαν στον εγχώριο μαρξισμό στην περίοδο της μεταπολίτευσης, η αντίληψη

χύθηκε σε διάφορα καλούπια που όμως διατηρούσαν τις αναλογίες του αρχικού της σχήματος.

Οι θεωρίες περί «εξαρτημένης Ελλάδας» επικράτησαν σχεδόν καθολικά – μ’ εξαίρεση το ιδιαιτέρως μειοψηφικό τροτσκιστικό ρεύμα – στην ελληνική αριστερά. Πέρα από τους ΚΚΕ (και το πάλαι ποτέ ΚΚΕ Εσωτερικού) έδωσαν τον τόνο ακόμη και στις αναλύσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, οι οποίες άλλωστε ήταν προϊόν της διαρκούς κρίσης του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος.

Με δεδομένο ότι η εκτίμηση της φύσης του ελληνικού καπιταλισμού δεν είναι ένα αφηρημένο θεωρητικό ζήτημα, αλλά προσδιορίζει αποφασιστικά τη στρατηγική και την τακτική, τις πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες της αριστεράς, η στροφή που σημειώνεται σταδιακά από το 1991 και μετά στις αναλύσεις του ΚΚΕ που αποτυπώνονται στα συνεδριακά του κείμενα, στον προσυνεδριακό διάλογο και το 17οΣυνέδριο άγγιξε ένα οριακό σημείο, που απαιτεί την προσοχή μας.

Τα όρια της ανάλυσης του ΚΚΕ

Οι προσυνεδριακές, εισηγητικές «Θέσεις της Κ.Ε.» υποστηρίζουν ότι «ενισχύθηκαν βασικά γνωρίσματα του ιμπεριαλιστικού σταδίου του ελληνικού καπιταλισμού όπως: Η εξαγωγή κεφαλαίων στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια αγορά. Η συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις. Η συμμετοχή στο σχεδιασμό και προώθηση αντεργατικών και αντιλαϊκών κατευθύνσεων και μέτρων βασικών ιμπεριαλιστικών κέντρων και ενώσεων, όπως είναι η ΕΕ και το ΝΑΤΟ» αν και ο ελληνικός καπιταλισμός υφίσταται τις πιέσεις των διεθνών ανταγωνισμών και των συνεπειών της παγκόσμιας ανισόμετρης καπιταλιστικής ανάπτυξης. «Ο ελληνικός καπιταλισμός εμφανίζεται πιο αναπτυγμένος από τον καπιταλισμό στα Βαλκάνια, ακόμα και από την Τουρκία» και ακόμη «αξιοποίησε την ανάγκη να συνδεθεί η ευρωπαϊκή καπιταλιστική αγορά με την Ανατολική Ευρώπη και τις ασιατικές πρώην Δημοκρατίες της ΕΣΣΔ. Αρχικά, σε ανταγωνισμό με τον τουρκικό καπιταλισμό και στη συνέχεια σε σημαντικού βαθμού συνεργασία μαζί του, προώθησε τη θέση του στην ενεργειακή σύνδεση της Δυτικής Ευρώπης με τις πηγές πετρελαίου και φυσικού αερίου, στις περιοχές αυτές».

Επισημαίνεται ότι «ενισχύθηκε η εξαγωγή των εγχώριων κεφαλαίων για άμεσες επενδύσεις ιδιαίτερα στα Βαλκάνια, αλλά και στη Μέση Ανατολή, στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, ακόμα και στην Κίνα. Η Ελλάδα φέρεται να κατέχει την πρώτη θέση σε άμεσες ξένες επενδύσεις στη Βουλγαρία, στην Αλβανία και την ΠΓΔΜ, ενώ σημαντικές είναι οι επενδύσεις στη Σερβία και τη Ρουμανία. Ανάμεσα στους ισχυρότερους εξαγωγείς κεφαλαίου από την Ελλάδα βρίσκονται τραπεζικοί και ισχυροί μεταποιητικοί βιομηχανικοί όμιλοι από τον κλάδο των τροφίμων, των βιομηχανικών ορυκτών, του μετάλλου, των πετρελαιοειδών, των τηλεπικοινωνιών και του εμπορίου.» Την ίδια ώρα «η Ελλάδα κατέχει το μεγαλύτερο μερίδιο, το 46%, στον τραπεζικό τομέα στα Βαλκάνια, στην Τουρκία και την Κύπρο».

Όσο για την εσωτερική διάρθρωση του ελληνικού καπιταλισμού τονίζεται ότι «το 2003 το 65% των επιχειρηματικών κερδών συγκεντρώθηκε σε μια εικοσάδα κολοσσών που καλύπτουν όλους τους τομείς». Ωστόσο οι μεγάλοι ελληνικοί καπιταλιστικοί όμιλοι σημειώνουν εξαιρετικές επιδόσεις και διεθνώς: «Περίπου δώδεκα εγχώριοι μονοπωλιακοί όμιλοι ισχυροποιήθηκαν στην αντίστοιχη κλαδική ευρωπαϊκή και διεθνή αγορά από την άποψη της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίων, της κερδοφορίας και του αντίστοιχου μεριδίου πωλήσεων», ενώ «το εφοπλιστικό κεφάλαιο διατήρησε την ισχυρή του θέση στην ευρωπαϊκή και διεθνή ναυτιλία. Αύξησε τη μεταφορική του ικανότητα και τα κέρδη του. Έγινε πιο επιθετικό». Ανάλογες επιθετικές κινήσεις του ελληνικού κεφαλαίου διαπιστώνονται στους τομείς της ενέργειας και των κατασκευών.

Με βάση τα παραπάνω δεν τίθεται καμία αμφιβολία: α) ο ελληνικός καπιταλισμός είναι ένας ανεπτυγμένος καπιταλισμός στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, β) ο βαθμός συγκεντροποίησης του ελληνικού κεφαλαίου επιβεβαιώνει την «αυτοδυναμία» του και όχι την καχεκτικότητα και την εξάρτησή του γ) ο ελληνικός καπιταλισμός είναι ένας επιθετικός ιμπεριαλισμός που μεγαλώνει την επιρροή του στη Βαλκανική, την παρευξείνια ζώνη, την περιφέρεια των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατικών κ.ο.κ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι όλη η έμφαση των θέσεων της Κ.Ε. αφιερώνεται στην ανάδειξη των επιθετικών χαρακτηριστικών του ελληνικού καπιταλισμού, δεν λέγεται τίποτε το ιδιαίτερο για να δοθεί ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο στην αντισταθμιστική θέση ότι η Ελλάδα βρίσκεται «σε σχέση εξάρτησης μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα».

Παρ’ όλ’ αυτά το ΚΚΕ, ενώ επιχειρεί να προσαρμόσει τις αναλύσεις του στην εξέλιξη του ελληνικού καπιταλισμού, αδυνατεί παντελώς να εξαγάγει οποιοδήποτε νέο και διαφορετικό πρακτικό συμπέρασμα αναφορικά με τη στρατηγική του. Οι αναλυτικές καινοτομίες καλούνται να χωρέσουν στο παλιό δοχείο του ΑΑΔΜ (Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου). Ήδη από το 15οΣυνέδριό του παραδεχόταν ότι «στην Ελλάδα υπάρχουν οι υλικές προϋποθέσεις για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό». Εντούτοις θέτει ως στρατηγικό στόχο του ΑΑΔΜ την εγκαθίδρυση μιας «λαϊκής οικονομίας» που – φυσικά – δεν πρόκειται για το σοσιαλισμό, αλλά για μια καπιταλιστική οικονομία γύρώ από ένα ισχυρό κρατικό τομέα, χωρίς μονοπώλια και με σκοπό την αυτοδύναμη εθνική ανάπτυξη της Ελλάδας έξω από τις ιμπεριαλιστικές ολοκληρώσεις τύπου Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Αν, πλέον, ο ελληνικός καπιταλισμός δεν είναι καθυστερημένος και εξαρτημένος και η ιμπεριαλιστική διαμόρφωσή του είναι ένα αδιαμφισβήτητο γεγονός, δεν χρειάζεται επομένως ένα ενδιάμεσο στάδιο μιας προοδευτικής εξουσίας που παρεμβάλλεται ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό. Στα λόγια το ΚΚΕ αναγνωρίζει ότι «δεν υπάρχει καμία ενδιάμεση εξουσία ανάμεσα στην αστική πολιτική εξουσία και τη σοσιαλιστική» ήδη από το 15ο Συνέδριο, αλλά δεν έχει πάψει ακόμη και μετά από το 17ο, να προτείνει ένα τέτοιο στάδιο στους δυνητικούς συμμάχους του.

Πέρα από τις εξόφθαλμες αντιφάσεις στο επίπεδο των διακηρύξεων, το μεγαλύτερο εμπόδιο στην εξαγωγή κρίσιμων πρακτικών συνεπειών από μια διορθωμένη ανάλυση και κατανόηση του ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμό αποτελεί η εμποτισμένη από τον «πατριωτισμό» πολιτική κληρονομιά του ΚΚΕ που δεν διακόπηκε ποτέ.

Πατριωτισμός εδώ σημαίνει υπεράσπιση του «έθνους» και άρα του κράτους «του» απέναντι στον ιμπεριαλισμό που εκλαμβάνεται σαν κάτι εξωτερικό προς την εγχώρια κυρίαρχη τάξη ή η ίδια η εγχώρια κυρίαρχη καπιταλιστική τάξη εκλαμβάνεται σαν ένας δευτερεύων εχθρός – ξενόδουλος υποτελής στον ιμπεριαλισμό. Η βαθιά πεποίθηση που έχει διαποτίσει την νοοτροπία των μελών, την καθημερινή πολιτική παρέμβαση του κόμματος, τη συνθηματολογία του, ότι ο ιμπεριαλιστικός εχθρός βρίσκεται έξω από τη χωρά και την απειλεί μέσω των σχεδιασμών του, στους οποίους εμπλέκει τις γειτονικές χώρες, είναι ασυμβίβαστη με τη θέση ότι η ελληνικός καπιταλισμός είναι ιμπεριαλιστικός και επομένως «ο εχθρός βρίσκεται στην ίδια μας τη χώρα».

Όλα τα παραπάνω μας δίνουν το μέτρο της βασικής αντίφασης που διαπερνά το ΚΚΕ: από την μία, ανασυγκρότησή του πάνω στη βάση της μικρομεσαίας κομματικής γραφειοκρατίας που δεν ήταν δυνατό να «διασωθεί» στη διαδικασία σοσιαλδημοκρατικοποίησης και διάλυσης του κόμματος που είχε κορυφωθεί την εποχή του ενιαίου «Συνασπισμού της Αριστεράς και της Προόδου» και, άρα, επένδυε στη «συνέχεια» με τις παραδόσεις του κόμματος· από την άλλη, υποχρεωτική πλέον εκπόνηση από το ίδιο το ΚΚΕ των δικών του πολιτικών στη νέα περίοδο μετά την κατάρρευση όλων των σταθερών της πολιτικής του μαζί με την κατάρρευση των γραφειοκρατικών καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που όριζαν σε γενικές γραμμές ένα σαφές πλαίσιο της στρατηγικής και των συμμαχιών του.

Η Αριστερά κάτω από τη βαριά σκιά της «6ης Ολομέλειας»

Η τελική πολιτική απόφαση του 17ου Συνεδρίου, αν διαβαστεί προσεκτικά, επαναλαμβάνει μόνο εν μέρει τις εισηγητικές θέσεις της Κ.Ε.. Η συζήτηση στο προσυνεδριακό διάλογο αλλά και στη διάρκεια του ίδιου του συνεδρίου γύρω από το πώς συμβιβάζεται η νέα ανάλυση με την παραδοσιακή θέση του κόμματος οδήγησε την ηγεσία του κακήν-κακώς να παραπέμψει το θέμα σε «επιτροπή σοφών» για να το επεξεργαστεί «καλύτερα». Η επανεπιβεβαίωση του ΑΑΔΜ ως μοχλού πολιτικών συμμαχιών με στρατηγικό ορίζοντα την πάλη για τη «Λαϊκή Οικονομία» άφησε μετέωρη την «νέα ανάγνωση» της φύσης του ελληνικού καπιταλισμού. Η κληρονομιά τόσων και τόσων χρόνων βαραίνει πάνω σ’ ένα κόμμα που έχει καταβάλλει την τελευταία δεκαετία – δεκαετία ανασυγκρότησής του – τεράστιες προσπάθειες για να πείσει τα μέλη του, παρά τις ολέθριες και προδοτικές πολιτικές των εκάστοτε ηγεσιών του, για την «ιστορική δικαίωσή» του.

Όμως και οι αντιδράσεις στην αριστερά έξω από το ΚΚΕ υπήρξαν χαρακτηριστικές. Σύσσωμος ο χώρος των μαοϊκών εξεγέρθηκε. Το ΚΚΕ κατηγορείται ότι υιοθέτησε τις θέσεις αυτών των… τροτσκιστών. Στο «Λαϊκό Δρόμο» και στην ανακοίνωση της ΚΟΕ που δημοσιοποιήθηκε τις μέρες του Συνεδρίου, επιχειρήθηκε μια ύστατη προσπάθεια να επαναφέρουν το ΚΚΕ στον «ίσιο δρόμο». Δίνουμε ένα δείγμα: «αφήνεται στο απυρόβλητο ο κύριος εχθρός της επανάστασης στη χώρα μας, ο ξένος ιμπεριαλισμός και κατευθύνονται τα πυρά του αγώνα στους λακέδες και υπηρέτες του ιμπεριαλισμού». Και άλλο ένα: «Και είναι απορίας άξιο για πιο λόγο αφού το ‘βασικό χαρακτηριστικό’ της χώρας είναι ο ιμπεριαλιστικός της χαρακτήρας, εξακολουθεί η ηγεσία του KKE να προβάλλει σαν κεντρικό πολιτικό προσανατολισμό τη δημιουργία του Aντιιμπεριαλιστικού Aντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Mετώπου (AAΔM)»

Άξιο απορίας… Ναι, η κριτική των μαοϊκών πετυχαίνει να αναδείξει την υπαρκτή ανακολουθία ανάμεσα σε θέσεις και πρακτικά συμπεράσματα στην ανάλυση του ΚΚΕ. Δεν προσφέρει όμως ούτε ένα σοβαρό επιχείρημα για να αποδείξει ότι η Ελλάδα είναι μια χώρα «εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό» στο έδαφος μιας ανάλυσης της ιστορικής εξέλιξης και της φύσης του ελληνικού κεφαλαίου παρά μόνο κραυγές για τον Πιουροφόι και την βρετανική και αμερικανική επέμβαση στη διάρκεια του εμφυλίου.

Μερικές σκόρπιες αποστροφές περί «μετατροπής του ελληνικού καπιταλισμού σε παντοδύναμο ιμπεριαλιστή» «παίζουν» με παιδιάστικα επιχειρήματα γύρω από το παγκόσμιο βάρος του ελληνικού καπιταλισμού σε σχέση με τους πιο ισχυρούς δυτικούς καπιταλισμούς: Για να είσαι ιμπεριαλιστής πρέπει, άραγε, να συμμετέχεις στους G7; Δεν θα πάρουμε, βέβαια, στα σοβαρά την αγαπημένη φρασούλα της ΚΟΕ ότι οι έλληνες καπιταλιστές είναι «δεύτερης γενιάς τσαγκαράδες»… αλλά και το επιχείρημα του Λαϊκού Δρόμου ότι μπορούμε να βρούμε 50-100 χώρες με το επίπεδο ανάπτυξης της Ελλάδας, άρα, πράγμα που σημαίνει 50-100 ιμπεριαλιστικά κράτη πλάι στις μεγάλες δυνάμεις, δεν αντέχει περισσότερο στην κριτική.

Ο μαοϊκές οργανώσεις διεκδικούν τη σταλινική ορθοδοξία του ΚΚΕ του ’30 «τότε που», όπως έλεγε ο Μ. Ζεβγός, «ο μαρξισμός-λενινισμός πήρε ντόπιο χρώμα» απέναντι στο ίδιο το ΚΚΕ. Διαχωρίζουν την εκτίμηση της  ελληνικής κυρίαρχης τάξης στην Ελλάδα ως «μισοφεουδαρχικής», τον καθορισμό της επανάστασης στην Ελλάδα ως «αστικοδημοκρατικής» από τη ζαχαριαδική ηγεσία του ΚΚΕ στην 6ηΟλομέλεια του 1934 και την πολιτική των λαϊκών μετώπων από τις ολέθριες συνέπειές τους. Δικαιώνουν την πολιτική της συνεργασίας των τάξεων στα πλαίσια του ΕΑΜ και την ίδια στιγμή αποκηρύσσουν το φυσικό της επακόλουθο, τη Συνθήκη της Βάρκιζας, ως προδοσία από την ηγεσία του ΚΚΕ για αγνώστους λόγους και αιτίες. Σήμερα αντιτάσσουν στις νέες αναλύσεις του ΚΚΕ τις παλιές του αναλύσεις!

Και αν δυσκολεύονται πραγματικά να καθορίσουν συμμαχίες με την μία ή την άλλη «αντιιμπεριαλιστική προοδευτική μερίδα της αστικής τάξης» ή να εξηγήσουν με ποια μικροαστικά κόμματα θα εγκαθιδρύσουν τη «λαοκρατία», προβάλλουν ακόμη και τώρα προνομιακά αυτή την ορθόδοξη «αντιιμπεριαλιστική» γραμμή, που, υποτίθεται, ότι εγκατέλειψε το ΚΚΕ, στα λεγόμενα εθνικά ζητήματα: παίρνουν το μέρος της «πατρίδας» απέναντι στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς που βάζουν, υποτίθεται, σαν πιόνια τις γειτονικές χώρες, και ειδικά την Τουρκία, να επιβουλεύονται τη θάλασσα και τον αέρα μας. Οι μαοϊκοί, συνέπεια της ευθυγράμμισής τους με τη σταλινική ορθοδοξία που επικρατεί στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα από το μεσοπόλεμο, θολώνουν τις ταξικές γραμμές διαχωρισμού με τις εθνικές στο όνομα του αντιιμπεριαλισμού. Αντί να καταπολεμούν τον ιμπεριαλισμό και τους λακέδες, καταντάνε οι ίδιοι «λακέδες» της αστικής τους τάξης.

Όμως αυτό που προκαλεί την μεγαλύτερη ειρωνεία είναι η «αντανάκλαση» της συζήτησης πριν και κατά τη διάρκεια του Συνεδρίου του ΚΚΕ σ’ ορισμένους «ανανεωτές» του ΣΥΝ (ή μήπως να πούμε και του ΣΥΡΙΖΑ…) που θεώρησαν καλό να «απαντήσουν» στο ΚΚΕ μέσα από διαδοχικά δημοσιεύματα της Κυριακάτικης Αυγής: εδώ εγκαλείται το ΚΚΕ για μαξιμαλισμό, από τους λάτρεις του μινιμαλισμού. Εγκατάλειψη της θεωρίας της εξάρτησης σημαίνει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση μπαίνει ως «άμεσο αίτημα» (;), άρα δεν υπάρχει λόγος για πολιτικές συμμαχίες (σαν και αυτές του ΣΥΝ)! Αλλού υποστηρίζεται ότι το ζήτημα δεν είναι απλώς ότι η Ελλάδα είναι μια εξαρτημένη χώρα: Ολόκληρη η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι εξαρτημένη από τις ΗΠΑ και πρέπει να επιδιώξουμε να ενισχύσουμε την ανεξαρτησία της ώστε να ορθώσει το ανάστημά της απέναντι στην κυριαρχία της μόνης υπερδύναμης!

Αν η θεωρία της εξάρτησης της ελληνικής αστικής τάξης υποβαστάζει στο ΚΚΕ μια κατεύθυνση προς μια «μικροαστική ουτοπία» της «Λαϊκής Οικονομίας», σ’ ένα μισο-σχεδιασμένο καπιταλισμό με απαλλαγμένους τους μικροαστούς συμμάχους της εργατικής τάξης από τα αδηφάγα μονοπώλια, στα πλαίσια του ΣΥΝ τίθεται στην υπηρεσία της πολιτικοστρατιωτικής θωράκισης της Ε.Ε. και – για να πούμε τα πράγματα με το όνομα τους – του αστικού εκσυγχρονισμού και του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού.

Όμως ακόμη και αυτή η δύσμοιρη επιχειρηματολογία μιας υβριδικής «μετα-μαρξιστικής» δημοσιολογίας των αρθρογράφων της Αυγής ξαναπιάνει το νήμα των «παραδόσεων της Αριστεράς», επιζητεί να επενδυθεί με το μανδύα των θεωριών της εξάρτησης. Στην πραγματικότητα γίνεται η συνέχεια της κλασικής πολιτικής των προοδευτικών συμμαχιών του ΚΚΕ Εσωτερικού – ήταν ο χώρος όπου άνθησαν οι εμπλουτισμένες εκδοχές της θεωρίας της εξάρτησης σ’ αρμονία με τον κοινοβουλευτικό «εθνικό δρόμο προς το σοσιαλισμό» – στην εποχή της «Ευρωπαϊκής Αριστεράς».

Το φωτεινό άστρο της «ζαχαραδιακής» 6ης Ολομέλειας φωτίζει τα βήματα όλων τους: σταλινικοί, μαοϊκοί και ανανεωτές, είτε στα πλαίσια του ευρωπαϊκού εκσυγχρονισμού είτε στα πλαίσια του μικροαστικού αναχρονισμού, θέλουν να απελευθερώσουν τη χώρα από τα δεσμά της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης!

Δεν έγινε αθόρυβα και ξαφνικά…

«Η γραμματέας του KKE βέβαια δεν ξεκαθαρίζει πάνω στη βάση ποιών πολιτικο-οικονομικών αλλαγών, συγκρούσεων και αναστατώσεων, και ποια συγκεκριμένη περίοδο η ντόπια πλουτοκρατική ολιγαρχία κατάφερε να σπάσει τα δεσμά της εξάρτησης και της υποτέλειας που χάλκευσαν ένα και παραπάνω αιώνα οι ιμπεριαλιστές αφέντες της και μετέτρεψε τη χώρα σε μια κυρίαρχη, ανεξάρτητη, ιμπεριαλιστική δύναμη. Μήπως κάτι τέτοιο έγινε αθόρυβα, και ξαφνικά μετατράπηκε ένα πρωί η ντόπια μεγαλοαστική τάξη από μια ξενόδουλη, σε μια κυρίαρχη ιμπεριαλιστική αστική τάξη;» Δίκαια τα ερωτήματα που θέτει ο Λαϊκός Δρόμος…

Σίγουρα δεν μπορεί να του απαντήσει η γραμματέας του ΚΚΕ. Γιατί η Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ αυτή η «μισοφεουδαρχική» χώρα διευθυνόμενη από ένα «αστικοτσιφλικάδικο» συνασπισμό, όπως ήθελε η 6ηΟλομέλεια ή μια υπανάπτυκτη και υποτελής στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις χώρα, όπως ήθελαν οι κατοπινές ηγεσίες του ΚΚΕ αλλά και η «αντιρεβιζιονιστική» αριστερά.

  • Ο ελληνικός εθνικισμός από την προεπαναστατική εποχή αναπτύσσεται στο έδαφος μιας νέας ελληνικής αστικής τάξης εμπόρων και εφοπλιστών που δρα μέσα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στις παροικίες και την ευρύτερη περιοχή της Μεσογείου (δεν έχουν «τσαγκαράδες» για παππούδες οι σημερινοί έλληνες καπιταλιστές!)
  • Στη διάρκεια της επανάστασης οι ιδέες της αστικής τάξης ηγεμονεύουν απέναντι στους «προεστούς», εκπροσώπους της παραδοσιακής κοινωνικής ιεραρχίας στον Ελλαδικό χώρο, κάτι που αποτυπώνεται και στα, προωθημένα ακόμη και για την εποχή τους, Συντάγματα της Επανάστασης.
  • Η άνιση και καθυστερημένη ανάπτυξη του βιομηχανικού τομέα στην Ελλάδα στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα εξηγείται βασικά από την ιδιαιτερότητα της γεωγραφικής κατανομής της ελληνικής αστικής τάξης στην περιφέρεια του πρώτου ελληνικού κράτους, από το γεγονός ότι το ελληνικό ναυτεμπορικό κεφάλαιο πραγματοποιεί το μεγαλύτερο μέρος της συσσώρευσής έξω από την επικράτειά του.
  • Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία οι Έλληνες έλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος της βιομηχανικής παραγωγής και του εξωτερικού εμπορίου (γύρω στο 50%), στην Αίγυπτο, μια παροικία μόλις 30.000 ελλήνων, έλεγχε το 50% των εξαγωγών βαμβακιού και καπνού (το 25% των συνολικών εξαγωγών τότε της χώρας) και σημαντικό τμήμα των τραπεζών της.
  • Η σχέση του ελληνικού καπιταλισμού με τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είναι από την αρχή όχι αυτή της «εξάρτησης», της «μεταφοράς αξίας» στο ξένο κεφάλαιο· το αντίθετο! Είναι σχέση αλληλεξάρτησης και κοινής νομής των αποικιακών κερδών. Αυτός είναι ο ρόλος του σημαντικότερου και μεγαλύτερου τομέα της ελληνικής αστικής τάξης, του εφοπλιστικού-ναυτεμπορικού και του τραπεζιτικού κεφαλαίου σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, γιατί:

1ον) όπως έδειξε ο Σεραφείμ Μάξιμος με τις πρωτοπόρες αναλύσεις του για το «Ελληνικό Εμπορικό Ναυτικό κατά το 18ο  αιώνα» για την κατάκτηση του από τους Έλληνες νησιώτες εφοπλιστές του εξωτερικού εμπορίου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη Δύση βάση για την μεταγενέστερη διεθνοποίηση της ελληνικής ναυτιλίας και του αναβαθμισμένου ρόλου της μέσα στο αποικιοκρατικό σύστημα, οι μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις εκχωρούν στο ελληνικό εφοπλιστικό κεφάλαιο ένα ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό από τα συναποκομιζόμενα αποικιακά κέρδη.

2ον) Η σύνδεση του ισχυρού στην περιοχή ελληνικού χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου με την finanza του City δεν υπήρξε ποτέ απλά «υποταγή» στον αγγλικό ιμπεριαλισμό αλλά επωφελής συνεταιρισμός στα πλαίσια του παρασιτισμού του χρηματιστικού κεφαλαίου στην εποχή του ιμπεριαλισμού.

  • Από την αρχή, στρατηγικός στόχος αυτής της γεωγραφικά απλωμένης αστικής τάξης είναι η κατάκτηση εδαφών για την ενοποίηση των οικονομικών κέντρων της και τη δημιουργία μιας μεγαλύτερης εσωτερικής ενιαίας αγοράς. Η «Μεγάλη Ιδέα» είναι η πεντηκονταετής ιδεολογία του επεκτατισμού της ελληνικής αστικής τάξης που την οδηγεί σε δυο νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους, να κατακτήσει και να  προσαρτήσει εδάφη όπου η πλειοψηφία του πληθυσμού ανήκει σε εθνότητες άλλες της ελληνικής και να τα εκκαθαρίσει συστηματικά πολλαπλασιάζοντας την έκτασή του κράτους της μέσα σε λίγα χρόνια. Το 1922 φτάνει μέχρι το Σαγγάριο έξω από την Άγκυρα (και δεν οδηγείται εκεί σαν πιόνι του ιμπεριαλισμού, όπως αναφέρει στην πολεμική του ο Λαϊκός Δρόμος βγάζοντας καθαρή την «κακόμοιρη» ελληνική αστική τάξη) για να τσακιστεί από το τουρκικό εθνικό απελευθερωτικό κίνημα του Κεμάλ.
  • Η μικρασιατική καταστροφή ωστόσο και ο επιβεβλημένος «φιλειρηνισμός» της αστικής τάξης έκτοτε έσπρωξαν ακόμη πιο μπροστά την καπιταλιστική ανάπτυξη που είχε αρχίσει όμως πολύ νωρίτερα. Ο Πουλιόπουλος στη συντριπτική του κριτική στα θεωρητικά κατασκευάσματα της 6ης Ολομέλειας στο βιβλίο, «Δημοκρατική ή Σοσιαλιστική Επανάσταση στην Ελλάδα», παρατηρεί για την Ελλάδα της εποχής: «Μια ανάπτυξη εξαιρετικά γοργή από το 1916-30 της βιομηχανίας, η διάλυση των κλειστών οικιακών οικονομιών, η ορμητική διείσδυση και ολοκληρωτική επικράτηση των αστικών εμπορευματικών σχέσεων στα χωριά, ο εκτοπισμός της μεσαιωνικής χωρικής συντεχνίας από το εμπορικό κεφάλαιο και από τα προϊόντα της καπιταλιστικής επιχείρησης… η σημαντική αριθμητική αναλογία του βιομηχανικού προλεταριάτου σχετικά με όλη την εργατική τάξη και όλου ελληνικού προλεταριάτου σχετικά με τον πληθυσμό της χώρας… η γοργή ταξική διαφοροποίηση μέσα στα χωριά…το μικρότερο ποσοστό των αγροτικών εισοδημάτων, οι σύγχρονες μέθοδες οργάνωσης του τραπεζικού συστήματος, η συγκέντρωση και η αποφασιστική του επίδραση του στην αγροτική του οικονομία, τη βιομηχανία και το εμπόριο, η καπιταλιστική εκμετάλλευση στα κυριότερα αγροτικά προϊόντα από τα εξαγωγικό εμπορικό κεφάλαιο, τραστοποιημένο σε μεγάλο βαθμό, η ύπαρξη μιας καπιταλιστικά συγκεντρωμένης εμπορικής ναυτιλίας κλπ… – όλα αυτά αποδείχνουν όχι μόνο ότι οι καπιταλιστικές σχέσεις έχουν αποφασιστικά επικρατήσει στην οικονομική ζωή της χώρας, μα ακόμα και ότι υπάρχει κιόλας ένα ισχυρό προλεταριάτο που συνολικά και ειδικά σήμερα στο βιομηχανικό του πυρήνα είναι το μεγαλύτερο στη Βαλκανική. Έτσι… μπορούμε σοβαρά να αντικρίσουμε… την προοπτική της προλεταριακής επανάστασης και ηγεμονίας του προλεταριάτου μέσα στο συμμαχικό του συνασπισμό με την αγροτική φτωχολογιά ενάντια στην κυριαρχία της ελληνικής μπουρζουαζίας». Αντίθετα, η ζαχαριαδική ηγεσία του ΚΚΕ επικαλούνταν και το «νεαρόν» και το «αδύναμον» της ελληνικής εργατικής τάξης, αποτέλεσμα της χαμηλής συσσώρευσης του κεφαλαίου, για να απορρίψει την ιδέα της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ελλάδα σε μια πραγματικά επαναστατική εποχή της ιστορίας της.

Ελλάδα, χώρα ιμπεριαλιστική

Δεν υπάρχει κανένα πρότυπο που πρέπει να ακολουθηθεί στην καπιταλιστική ανάπτυξη μιας κοινωνίας γι’ αυτό ο ελληνικός καπιταλισμός, όπως και κάθε άλλος , εξελίχτηκε με ανισόμετρο και συνδυασμένο τρόπο, με περιόδους λιγότερο ή περισσότερο γρήγορης ανάπτυξης (π.χ. 1912–29) μέσα από ιστορικές του ιδιαιτερότητες, στον ανεπτυγμένο με ιμπεριαλιστικά χαρακτηριστικά καπιταλισμό που είναι σήμερα.

Η βαθμίδα στην οποία ανήκει μια κοινωνία δεν καθορίζεται από μια μόνο μεταβλητή ή έστω από λίγες. Έτσι το γεγονός ότι ποτέ δεν αναπτύχθηκε σε μεγάλη κλίμακα «βαριά βιομηχανία» στην Ελλάδα υπήρξε μερικό και όχι αποφασιστικό εμπόδιο στην καθολική επικράτηση των καπιταλιστικών σχέσεων στην Ελλάδα και την προώθηση της ελληνικής καπιταλιστικής τάξης στον περιφερειακό και παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας.

Αντίθετα η Ελλάδα είχε μια «δυσανάλογα» μεγάλη εφοπλιστική αστική τάξη με τεράστια επιρροή σ’ ένα τομέα κλειδί της παγκόσμιας οικονομίας, ένα ιδιαίτερα συγκεντρωμένο για «τα δεδομένα» της τραπεζικό σύστημα, μια διείσδυση του κατασκευαστικού κεφαλαίου της κατά διαφορετικές περιόδους σε διαφορετικές χώρες του εξωτερικού.

Αν και η ελληνική αστική ήταν συνδεδεμένη πάντα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με το ξένο κεφάλαιο και τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, είχε ωστόσο στα χέρια της και υπό τον έλεγχο της όλες τις πολιτικές υποθέσεις της χώρας στο μεγαλύτερο διάστημα της ιστορίας της. Έκανε πάντα αυτή «κουμάντο» στον «τόπο της» μ’ εξαίρεση την περίοδο της επαναστατικής κατάστασης που ακολούθησε το Β’ Παγκόσμιο Μακελειό όπου χρειάστηκε την ξένη επέμβαση όχι για να της αφαιρεθεί η εξουσία της αλλά για ξαναδοθεί πίσω στα χέρια της.

Σήμερα στην Ελλάδα οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής επικρατούν καθολικά, η πλειοψηφία του πληθυσμού ανήκει στη μισθωτή εργασία. Η Ελλάδα συμμετέχει στους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς  (Ε.Ε., ΝΑΤΟ) ως μέλος τους (όχι ως υποτελής τους). Το πολιτικό σύστημα της είναι ένα ολοκληρωμένο αστικό δημοκρατικό σύστημα.

Ο ελληνικός καπιταλισμός έχει τη σφαίρα επιρροής του: διεισδύει επιθετικά στο «ζωτικό χώρο» του των Βαλκανίων και των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών και στέλνει και τα στρατεύματά του για να διασφαλίσει την παρουσία του στην περιοχή.

Ο ελληνικός καπιταλισμός κατέχει μια «αποικία» στο εσωτερικό της ίδιας του της επικράτειας: εκμεταλλεύεται άμεσα την υπερεργασία των μεταναστών και μεταναστριών εργαζόμενων.

Ακόμη και τα προβλήματά του ελληνικού καπιταλισμού είναι συμπτώματα της κρίσης υπερσυσσώρευσης που διαπερνά τον προηγμένο δυτικό καπιταλισμό εν γένει και όχι αποτέλεσμα κάποιας στασιμότητας στην οποία τον έχει καταδικάσει τάχα η ιμπεριαλιστική εξάρτηση. Αυτό που αποκαλείται λαθεμένα «αποβιομηχάνιση», η μετεγκατάσταση βιομηχανικών μονάδων παραδοσιακών τομέων που βρίσκονται σε κρίση σε χώρες με χαμηλότερο εργατικό κόστος, δεν είναι προϊόν του εξαρτημένου χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού που μετατρέπεται σε «παροχέα υπηρεσιών» για τους «ιμπεριαλιστές», αλλά φαινόμενο που συμβαίνει ακριβώς στις χώρες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού.

Στην ίδια μας τη χώρα…

Ο προσδιορισμός της φύσης του ελληνικού καπιταλισμού δεν έχει τόσο σημασία αναφορικά με την «κατάταξή» του ανάμεσα σ’ άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Είναι σόφισμα ότι η κατηγορία «ιμπεριαλιστική δύναμη» «φτηναίνει» αν εντάξουμε σ’ αυτήν «μεσαίους καπιταλισμούς» όπως τον ελληνικό στο μέτρο που η κλασική διατύπωση του Λένιν λέει ότι μια χούφτα ιμπεριαλιστικών χωρών καταπιέζει και εκμεταλλεύεται την πλειοψηφία των εθνών του κόσμου. Ξεχνάνε αυτοί που επικαλούνται αυτό το ύστατο επιχείρημα, ότι ο αποικιοκρατικός ιμπεριαλισμός βασισμένος στην εδαφική κατάκτηση δεν υφίσταται σήμερα και ότι μεταπολεμικά οι παγκόσμιες σχέσεις ιεραρχίας διατηρούνται κυρίως στην οικονομική τους μορφή. Ο ελληνικός καπιταλισμός μέσα σ’ αυτό το πλέγμα ιεραρχικών σχέσεων στο πλανήτη έχει τη δική του μικρή ή μεγαλύτερη – στην περίπτωση της δικής του σφαίρας επιρροής (Βαλκανική, Παρευξείνια Ζώνη, περίφερεια των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών» κτλ) – θέση στο ιμπεριαλιστικό μπλοκ των «εκμεταλλευτών και καταπιεστών».

Όμως το πιο σημαντικό συμπέρασμα αφορά τις σχέσεις ανάμεσα στις τάξεις στο εσωτερικό του ελληνικού καπιταλισμού: η εργατική τάξη έχει να παλέψει πρώτα και κύρια με το δικό της «αφεντικό», τη δική της «εκμεταλλεύτρια τάξη», τον δικό της «ιμπεριαλισμό», όχι να μεγαλώσει το περιθώριο ελιγμών της αστικής της τάξης απέναντι στους μεγάλους ή μικρούς κατά καιρούς ανταγωνιστές της. Σωστή ανάγνωση της ελληνικής καπιταλιστικής κοινωνίας σημαίνει πάνω απ’ όλα προσπάθεια για μια ανεξάρτητη ταξική πολιτική της εργατικής τάξης, κάτι που έχει δύο συνέπειες:

  1. Μια πολιτική συμμαχιών που ενοποιούν πρωτίστως τα κομμάτια της ίδιας της εργατικής τάξης και όχι ένα λαϊκό αντιιμπεριαλιστικό μέτωπο, δηλαδή ένα ενιαίο εργατικό μέτωπο ενάντια στο κεφάλαιο και τις πολιτικές του και όχι ένα μέτωπο της εργατικής τάξης με τους μικροαστούς για μια άλλη «εθνική ανάπτυξη», για μια άλλη διαχείριση του καπιταλισμού
  2. Μια διεθνιστική-αντιιμπεριαλιστική πολιτική και όχι μια «πατριωτική-αντιιμπεριαλιστική πολιτική»: μια πολιτική που χτυπάει τον ιμπεριαλισμό στην ίδια μας τη χώρα και όχι μια πολιτική που χτυπάει τους ανταγωνιστικούς ιμπεριαλισμούς για χάρη των «εθνικών δικαίων», των δικαίων της ελληνικής αστικής τάξης.

Απ’ αυτήν την άποψη το ΚΚΕ, παρά την εμφάνιση πιο σωστών αναλύσεων για τον ελληνικό καπιταλισμό, απέχει πολύ όχι μόνο από … την μέση του δρόμου προς την επιδίωξη αυτών των πρακτικών στόχων, αλλά το μεγαλύτερο διάστημα κινείται σε αντίθετη κατεύθυνση.


Σπάρτακος 79, Μάης 2005

Αρχείο Σπάρτακου


https://wp.me/p6Uul6-wj

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s