Benjamin: Επαναστατικός μεσσιανισμός, «πρόοδος» και μαρξισμός

Σπάρτακος 78, Φλεβάρης 2005


Επαναστατικός μεσσιανισμός, «πρόοδος» και μαρξισμός

Ο M. Loewy για τη φιλοσοφία της ιστορίας του W. Benjamin                                                                                              

Του Ανδρέα Κλόκε  

 

            Δημοσιεύουμε εδώ μια παρουσίαση του βιβλίου του Michael Loewy: «Walter Benjamin: Προμήνυμα κινδύνου – Μια ανάγνωση των Θέσεων ‘για τη φιλοσοφία της ιστορίας’» που μόλις κυκλοφόρησε σε μετάφραση από τα γαλλικά. (1)

 

Το έργο του Walter Benjamin (Μπένγιαμιν, 1892-1940) και ιδιαίτερα το τελευταίο μεγαλύτερο κείμενό του, οι «Θέσεις για τον όρο της ιστορίας» (1940) περιέχουν πολυάριθμες αναφορές στις παρατηρήσεις άλλων στοχαστών της φιλοσοφίας, κοινωνιολογίας, λογοτεχνίας και θεολογίας. Η γνώση όλου αυτού του ευρύτατου ορίζοντα σκέψης και των προηγούμενων έργων του Μπένγιαμιν, ξεκινώντας από το «Η ζωή των φοιτητών» (1914) μέχρι το «Passagen-Werk» (δεκαετία του ’30) και το «Baudelaire» (1938) είναι προϋπόθεση για την πλήρη κατανόηση των Θέσεων. (2)

Ο ίδιος ο Μπένγιαμιν είχε προβλέψει ότι οι Θέσεις του δε θα συναντούσαν πολλή κατανόηση και είχε συνιστήσει να μη δημοσιευτούν. Πράγματι, οι Θέσεις άρχισαν να συζητιούνται σε ευρύτερο κοινό μόνο από τη δεκαετία του ’70 και τα τελευταία χρόνια φαίνεται να έχει αποκαλυφθεί η πλήρης σημασία και βαθύτητά τους.

Ο Μπένγιαμιν επιχείρησε την παράξενη προσπάθεια να συνδυάσει το μαρξισμό με τη θεολογία, χωρίς τη βοήθεια της οποίας «η κούκλα που αποκαλούμε ‘ιστορικό υλισμό’» δεν μπορεί να κερδίσει. (Θέση Ι) Έτσι εισάγεται «η εικόνα μιας καθοριστικής – αλλά αόρατης – παρουσίας της θεολογίας στην καρδιά της ‘εγκόσμιας’ σκέψης», όπου ο «νάνος (= η θεολογία) είναι ‘στην υπηρεσία’ του αυτομάτου» αλλά ταυτόχρονα «φαίνεται σαν να είναι ο αφέντης του αυτομάτου.» (Loewy, σ.55)

Το μεγάλο κατόρθωμα του Loewy έγκειται στο να εξηγήσει τις Θέσεις στηριζόμενος στην ερμηνεία του συνολικού έργου του Μπένγιαμιν και λαμβάνοντας υπόψη του την παραδοσιακή μαρξιστική, φιλοσοφική και εβραϊκό-μεσσιανική σκέψη. Σώζει έτσι τις Θέσεις, που μάλλον αποτελούν το αποκορύφωμα του έργου του Μπένγιαμιν, από καθαρά αισθητικιστικές, μεταμοντέρνες και κάθε λογής ρεφορμιστικές ερμηνείες. Ο Loewy δείχνει πειστικά ότι οι Θέσεις προσθέτουν στον επαναστατικό μαρξισμό μια θεολογική (με ή χωρίς εισαγωγικά) διάσταση δημιουργώντας έτσι μια εντελώς πρωτότυπη, «αιρετική» εκδοχή του μαρξισμού.

Αυτός ο μεσσιανικός μαρξισμός στρέφεται ενάντια στο θετικισμό και στην ιδεολογία της βαθμιαίας ιστορικής προόδου που είναι ο κοινός παρονομαστής στη σκέψη της σοσιαλδημοκρατίας, του σταλινισμού και των κυρίαρχων ρευμάτων της αστικής διανόησης στον 20ό αιώνα. Όπως ο Loewy επισημαίνει, οι Θέσεις δε «θεολογικοποιούν» το μαρξισμό αλλά τα δύο βασικά συνθετικά αποτελούν μια «εύθραυστη ισορροπία», υποδουλώνοντας το ένα το άλλο. (σ.56)  Έτσι δεν πρόκειται για την «αντικατάσταση» του Μαρξ από τον ουτοπικό σοσιαλισμό αλλά «για τον εμπλουτισμό της επαναστατικής κουλτούρας απ’ όλες τις απόψεις του παρελθόντος που φέρουν την ουτοπική ελπίδα: ο μαρξισμός δεν έχει νόημα αν δεν είναι επίσης ο κληρονόμος και ο εκτελεστής της διαθήκης των πολλών αιώνων αγώνα και ονείρων χειραφέτησης.» (σ.72)

                      Η αναγκαιότητα της αντικαπιταλιστικής ανατροπής 

Η αντικαπιταλιστική σκέψη του Μπένγιαμιν προσανατολίστηκε στην αρχή στο γερμανικό ρομαντισμό και στον εβραϊκό μεσσιανισμό επαναστατικής έμπνευσης, όπως είχε αναπτυχθεί στις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ού αιώνα από έναν κύκλο σπουδαίων Γερμανό-Εβραίων στοχαστών, μεταξύ τους ο Ερνστ Μπλοχ, ο G. Scholem, ο G. Landauer και ο F. Rosenzweig. (3) Ξεκίνησε με τις ιδέες μιας «νέας θρησκείας» και «ενός νέου σοσιαλισμού» του Τολστόι, του Nietzsche και του Στρίντμπεργκ. Έτσι ο Μπένγιαμιν απέρριπτε από νωρίς την ιδεολογία της «προόδου» και τη θλιβερή πορεία των εξελίξεων που μοιάζει με την όπισθεν του καβούρα. Μετά το 1923 ο Μπένγιαμιν «ανακαλύπτει» κάτω από την επιρροή του «Ιστορία και ταξική συνείδηση» του Lukacs και της γνωριμίας με την Asja Lacis τον επαναστατικό μαρξισμό και τον κομμουνισμό. Αποφασιστικό σημείο αναφοράς στο μαρξισμό όπως και κινητήρια δύναμη της λύτρωσης και της σοσιαλιστικής απελευθέρωσης  γίνεται γι’ αυτόν ο ταξικός αγώνας.

Στα 1923-6 έγραψε το βιβλίο «Μονόδρομος» (4), όπου διατύπωσε τον πυρήνα της ιστορικής του αντίληψης σχετικά με την εποχή του ως εξής: «H μπουρζουαζία, είτε νικήσει στον αγώνα είτε νικηθεί, μένει καταδικασμένη να καταστραφεί από τις εσωτερικές της αντιφάσεις, που με την ανάπτυξή της αποβαίνουν φονικές. Το ερώτημα είναι απλώς αν θα καταστραφεί από μόνη της ή από το προλεταριάτο. Η επιβίωση ή το τέλος μιας τρισχιλιόχρονης πολιτισμικής εξέλιξης εξαρτώνται από την απάντηση στο ερώτημα αυτό. Η ιστορία αγνοεί την έλλειψη χρονικού περορισμού στην εικόνα των δύο αιώνιων αντιπάλων που συγκροτούνται. Ο αληθινός πολιτικός υπολογίζει μόνο σε προθεσμίες. Κι αν η κατάργηση της μπουρζουαζίας δεν έχει συντελεστεί ως τη σχεδόν υπολογίσιμη στιγμή της οικονομικής και τεχνικής ανάπτυξης που σηματοδοτούν ο πληθωρισμός και ο πόλεμος των αερίων, τότε όλα θα έχουν χαθεί. Πριν ο σπινθήρας φτάσει τη δυναμίτιδα πρέπει το φιτίλι να κοπεί.»

Αυτή η θεμελιώδης εκτίμηση, που σήμερα μοιάζει πιο επίκαιρη από ποτέ, διαπερνάει και τις Θέσεις του 1940.

                            Το Βασίλειο του Θεού και η ψευδαίσθηση της προόδου  

            Η θεολογία, δηλαδή ο επαναστατικός μεσσιανισμός του Μπένγιαμιν περιστρέφεται γύρω από τους δύο κεντρικούς όρους «αναμνημόνευση» και «λύτρωση». Μια μυστική συμφωνία δένει εμάς, τη σημερινή γενιά με τις γενιές του παρελθόντος που επιχείρησαν να αποτινάξουν το ζυγό της ταξικής κυριαρχίας και αγωνίστηκαν για τη χειραφέτηση των καταπιεσμένων χωρίς να πραγματοποιήσουν μέχρι σήμερα τους στόχους αυτούς. Φυσικά δεν υπάρχει κανένας δυϊσμός ανάμεσα στο θεό/Μεσσία και τους ανθρώπους: «Εμείς οι ίδιοι είμαστε ο Μεσσίας, καθώς κάθε γενιά κατέχει ένα ψήγμα της μεσσιανικής δύναμης, το οποίο πρέπει να προσπαθήσει να ασκήσει.» (σ.64)

Όπως έγραψε ο Σάββας Μιχαήλ: «Το μεσσιανικό εδώ δεν εκ-τοπίζεται σ’ ένα μυθολογικό υπερπέραν. Έν-τοπίζεται στην εμμένεια της φύσης, του κόσμου των ανθρώπων και των βασάνων τους, σαν κενό υποδοχής, σαν αυτό που λείπει ακόμα ο τόπος να σταθεί: η προσδοκία της επαναστατικής ρήξης της συνέχειας της ιστορίας.» (5) Αυτή η θεολογία είναι έτσι εντελώς εκκοσμικευμένη. Ο Loewyεπισημαίνει ότι «αυτό που διακρίνει ωστόσο τον Μπένγιαμιν από τον Μαρξ δεν είναι μόνο η θεολογική διάσταση, αλλά επίσης η σημασία της απαίτησης που κληρονομούμε από το παρελθόν: δε θα υπάρξει λύτρωση για την παρούσα γενιά αν δεν κάνει καλή χρήση αυτής της απαίτησης των θυμάτων της ιστορίας.» (σ.65)

Η μεσσιανική διάσταση των Θέσεων δεν αφήνει κανένα περιθώριο μιας μηχανιστικής ερμηνείας στη σχέση της υποδομής και της υπερδομής. Αν και, όπως λέει ο Χέγκελ, το «Βασίλειο του Θεού» θα έρθει όταν οι άνθρωποι αναζητήσουν «πρώτα την τροφή και την ένδυσή» τους, οι «πνευματικές και ηθικές δυνάμεις στην ταξική πάλη όπως η πίστη, το θάρρος, η καρτερία και το χιούμορ» είναι αποφασιστικής σημασίας για την έκβαση του ταξικού αγώνα.

Ο Μπένγιαμιν κατακρίνει την αντίληψη του «βολικού προοδευτικού δόγματος», σύμφωνα με το οποίο η εξέλιξη της ανθρωπότητας προς τη δημοκρατία, την ελευθερία και ευημερία είναι ουσιαστικά εγγυημένη, αφού τόσο η τεχνολογική πρόοδος όσο και, παρά προσωρινές ήττες και καταστροφές, η αυξανόμενη επιβολή του ορθολογισμού τελικά δε θα μπορέσουν να σταματήσουν. Οι Θέσεις αππορρίπτουν αυτήν την ιδεολογία ως τη μεγαλύτερη ψευδαίσθηση που οδηγεί στην παθητικότητα και στην παραίτηση από τον αναγκαίο αγώνα για τη χειραφέτηση από εκμετάλλευση και καταπίεση.

Έτσι οι Θέσεις ασκούν σκληρότατη κριτική στη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη της εργασίας και τη λατρεία της τεχνικής προόδου, ο πυρήνας της οποίας έγκειται σε μια εκκοσμικευμένη μορφή της προτεσταντικής ηθικής της εργασίας. Αυτή θεωρεί ως δεδομένο ότι η βιομηχανική και καπιταλιστική παραγωγή επιφέρει ένα είδος ιστορικής προόδου με αποτέλεσμα αυτή η διαδικασία να προχωρήσει «αυτόματα» σε σοσιαλιστική κατεύθυνση.

Όπως έγραψε ο Ιταλός σοσιαλιστής E. Ferri το 1896: «Ο σοσιαλισμός είναι μια φυσική και αυθόρμητη φάση της ανθρώπινης εξέλιξης και κατά συνέπεια αναπόφευκτη και αμετάκλητη», δηλαδή το προϊόν μιας βασικά νομοτελειακής διαδικασίας. Έτσι ο ταξικός αγώνας είναι απλά η «υποκειμενική» πλευρά κατ’ αρχήν αντικειμενικών παραγόντων. Ο Μπερνστάιν έβγαλε το συμπέρασμα ότι η σοσιαλδημοκρατία έπρεπε να αρκεστεί σε μια στρατηγική πολιτικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων χωρίς να προετοιμαστεί για μια επαναστατική ανατροπή του συστήματος.

Αυτή η θεωρία των μικρών και βαθμιαίων αλλαγών ολοκληρώθηκε από τη νεοκαντιανή σχολή του Marburg που ερμήνευσε τη μεσσιανική ιδέα ως «ανεξάντλητο έργο». Ο Loewy επισημαίνει: «Αυτό που ο Μπένγιαμιν καταλογίζει στη σοσιαλδημοκρατία νεοκαντιανής έμπνευσης είναι πάνω απ’ όλα η αναβλητικότητά της, η ολυμπιακή ηρεμία με την οποία περιμένει, αναπαυτικά εγκαταστημένη στον κενό και ομογενή χρόνο σαν αυλικός στον προθάλαμο, την αναπόφευκτη έλευση της ‘επαναστατικής κατάστασης’ – η οποία βέβαια δε θα έρθει ποτέ.» (σ.175)

                      Ο Angelus Novus, ο Αντίχριστος και η αταξική κοινωνία 

            Ταυτόχρονα ο Μπένγιαμιν ασκεί μια πιο έμμεση αλλά σαφέστατη κριτική στην αποτυχημένη πολιτική των γραφειοκρατικοποιημένων κομμουνιστικών κομμάτων, προφανώς αναφερόμενος στην ήττα του γερμανικού ΚΚ το 1933, στις ήττες εξαιτίας της λαϊκο-μετωπικής τακτικής στη Γαλλία και Ισπανία και στο εγκληματικό σύμφωνο του Στάλιν με τον Χίτλερ το 1939. Προσανατολίστηκε στη δεκαετία του ’30 κυρίως σε κομμουνιστές «αιρετικούς» σαν τον Korsch, εντυπωσιάστηκε από βιβλία του Τρότσκι και κατά τις δίκες της Μόσχας (1936-8) έχασε κάθε αυταπάτη στη σταλινική ηγεσία.

Για τον Μπένγιαμιν «δεν είναι διόλου τυχαίο» ότι οι αντίπαλοι του φασισμού, κυρίως τα ΚΚ και η σοσιαλδημοκρατία, «τον μάχονται εν ονόματι της προόδου ως ιστορικού κανόνα» χωρίς να κατανοήσουν ότι «η κατάσταση έκτακτης ανάγκης» για τους καταπιεσμένους είναι ο κανόνας. Έτσι ο φασισμός είναι ένα απόλυτα σύγχρονο φαινόμενο και τίποτα αναχρονιστικό στην εξέλιξη της καπιταλιστικής κοινωνίας. Ο Loewy συμπεραίνει: « Μόνο μια σύλληψη της ιστορίας χωρίς ψευδαισθήσεις προόδου μπορεί να κάνει αντιληπτό ένα φαινόμενο όπως ο φασισμός, βαθιά ριζωμένο στη βιομηχανική ‘πρόοδο’ και στη μοντέρνα τεχνολογία, το οποίο ήταν πιθανό (…) μόνο στον 20ό αιώνα.» (σ.109)

Η ιστορική αντίληψη των Θέσεων συμπυκνώνεται εντυπωσιακά στην περίφημη εικόνα του “Angelus Novus” (Νέου Αγγέλου). Αυτός, ενώ θα ήθελε να «αφυπνήσει τους νεκρούς και να συνενώσει ό,τι είναι θρυμματισμένο», σπρώχνεται από μια θύελλα που πνέει από τον παράδεισο ασταμάτητα προς το μέλλον, καθώς «ο σωρός των ερειπίων μπροστά του φτάνει ως τον ουρανό. Αυτή η θύελλα είναι ό,τι εμείς αποκαλούμε πρόοδο.» (σ.111) Ο «παράδεισος» είναι η αταξική πρωτόγονη κοινωνία την οποία ο Μπένγιαμιν έντοπισε στη «μητριαρχία» του Bachofen. Στο βιβλίο του για τον Baudelaire έγραψε το 1938: «Πρέπει να θεμελιώσουμε την έννοια της προόδου πάνω στην ιδέα της καταστροφής. Εφ’ όσον τα πράγματα συνεχίζουν να ‘πηγαίνουν’ έτσι ιδού η καταστροφή. (…) Ο στοχασμός του Σρτίντμπεργκ: η κόλαση δεν είναι διόλου αυτό που μας περιμένει – αλλά αυτή η ζωή εδώ.» (σ.165)

Όχι ο άγγελος αλλά μόνο ο Μεσσίας μπορεί να σταματήσει τη θύελλα που θα μας ρίξει τελικά στην άβυσσο. Ξέρουμε ήδη ότι αυτός ο Μεσσίας είμαστε εμείς οι ίδιοι που μπορούμε μέσω της επαναστατικής ρήξης να διακόψουμε τη μοιραία πορεία των εξελίξεων. Ένα σημαντικό ρόλο παίζει εδώ το καββαλιστικό δόγμα, το Tikkun, η «μεσσιανική ανασύσταση στην καταγωγική κατάσταση της θείας αρμονίας που είχε θραυστεί» (σ.121), αλλά «η αταξική κοινωνία του μέλλοντος –ο νέος Παράδεισος- δεν είναι η απλή και καθαρή επιστροφή στην κοινωνία της προϊστορίας: είναι η κοινωνία που εμπεριέχει  (…) όλο το παρελθόν της ανθρωπότητας. (…) Το θρησκευτικό και το πολιτικό διατηρούν στον Μπένγιαμιν μια σχέση αμοιβαίας αντιστροφής (…) που ξεφεύγει από κάθε μονόπλευρη αναγωγή: σε ένα σύστημα συγκοινωνούντων δοχείων το υγρό είναι, ταυτόχρονα, απαραιτήτως παρόν σε όλες τις διακλαδώσεις.» (σ.122-3)

Η αποστολή του Μεσσία δεν είναι μόνο η λύτρωση αλλά και η ανατροπή του «Αντιχρίστου», το 1940 βέβαια πρώτ’ απ’ όλα ο φασισμός, αλλά γενικά όλες οι κυρίαρχες τάξεις. Ο Tiedemann σχολιάζει ότι «πουθενά αλλού ο Μπένγιαμιν δε μιλά με τρόπο τόσο άμεσο θεολογικό όσο εδώ, αλλά και πουθενά αλλού δεν υπάρχει μια πρόθεση τόσο υλιστική.» (σ.87) Πραγματικά είναι εκπληκτικό πώς ο Μπένγιαμινμ χρησιμοποιεί εδώ έναν όρο της χριστιανικής μυθολογίας, με την οποία κατά τ’ άλλα δεν έχει τίποτα να κάνει, για να εκφράσει το μίσος και την περιφρόνησή του για το εκμεταλλευτικό σύστημα.

                                     Το σταμάτημα του χρόνου 

            Οι Θέσεις στρέφονται ιδιαίτερα ασυμφιλίωτα ενάντια στο γερμανικό ιστορικισμό (Ranke) και όλες τις ιστορικές θεωρίες που αξιολογούν τις εξελίξεις «αντικειμενικά», χωρίς τα «σημερινά» κριτήρια και με τη μέθοδο της «ενσυναίσθησης», καταλήγοντας έτσι πάντα αναπόφευκτα με το μέρος των νικητών στους ταξικούς πολέμους, των εκάστοτε αρχουσών τάξεων. Αυτή η ιστορικιστική αντίληψη, αφού φαινομενικά παραιτείται από «υποκειμενικές» ή ηθικές αξιολογήσεις και έτσι τελικά δικαιολογεί τα πάντα βάσει του κριτηρίου ότι συνέβησαν έτσι κι όχι αλλιώς, στηρίζεται στην ιδέα ότι όλη η παγκόσμια ιστορία δεν είναι παρά μια «μάζα γεγονότων» που γεμίζει «τον ομογενή και κενό χρόνο». (Θέση XVII)

Ο Άγγελος της Ιστορίας εμφανίζεται όμως επίσης ως αντίποδας της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας του F. Schiller, κατά τον οποίο «η Ιστορία παρατηρεί γαλήνια αυτό το μπερδεμένο παιχνίδι» (των παγκοσμίων γεγονότων), αφού «βλέπει μακριά, ανακαλύπτει ήδη, σε απόσταση, το σκοπό για τον οποίο αυτή η χωρίς κανόνες ελευθερία οδηγείται από τα δεσμά της αναγκαιότητας.» Είναι φανερό ότι αυτή η ιδέα είναι και ο πυρήνας της ιδεολογίας της προόδου. Το ίδιο ισχύει για τον Χέγκελ που ήταν της γνώμης ότι πρέπει να υπερβούμε τις «συναισθηματικές», δηλαδή αρνητικές αντιδράσεις για να κατανοήσουμε ότι «τα ερείπια» των ιστορικών εξελίξεων υπηρετούν στην πραγματικότητα τον «υποστασιοποιημένο προορισμό» και την πραγμάτωση του παγκοσμίου Πνεύματος. (σ.117-8)

Ενάντια στο άδειο συνεχές του χρόνου του ιστορικισμού οι Θέσεις βάζουν τον «επίκαιρο χρόνο» (Jetztzeit) που «συνοψίζει σε μια τεράστια περίληψη την ιστορία όλης της ανθρωπότητας.» (Θέση XVIII) Ο επίκαιρος χρόνος» ανακεφαλαιώνει όλες τις μεσσιανικές-επαναστατικές στιγμές του παρελθόντος, όπως π.χ. η εξέγερση των Γερμανών Σπαρτακιστών το 1919 βλέπει να συγκροτείται μια μοναδική συναστρία με την ιστορική στιγμή της εξέγερσης των σκλάβων. (σ.178-9) Η ίδια ιδέα εμφανίζεται και στην εικόνα του «άλματος της τίγρης στο παρελθόν», η ώρα της επανάστασης που εμπνέεται από τις στιγμές περασμένων εξεγέρσεων.

Η κενότητα του χρόνου είναι και το αποτέλεσμα της κυριαρχίας του χρόνου των ρολογιών στις εκβιομηχανισμένες κοινωνίες. Έτσι καταργήθηκε ο χρόνος που άλλοτε ήταν φορτωμένος με ποιοτικές σημασίες. Γι’ αυτό το άδειο συνεχές του χρόνου πρέπει να σταμητήσει. Η Θέση XV επισημαίνει ότι στη γαλλική επανάσταση του Ιουλίου 1830 οι εξεγερθέντες «πυροβόλησαν τα ρολόγια των τοίχων.» Όπως ο Loewy εξηγεί, αυτή η Θέση «έχει τις πηγές της στην εβραϊκή μεσσιανική παράδοση: για τους Εβραίους, ο χρόνος δεν ήταν μια κενή, αφηρημένη και γραμμική κατηγορία, αλλά ήταν αδιαχώριστος από το περιεχόμενό του.» (σ.162)

Σύμφωνα με τον Y.H.Yerushalmi, «αυτό που οι Εβραίοι αναζητούν στο παρελθόν δεν είναι η ιστορικότητα αλλά η αιώνια συγχρονικότητα.» Η λαχτάρα τους για την εμφάνιση του Μεσσία πρέπει να είναι όμως κάθε άλλο παρά μια παθητική αναμονή. Ο F. Rosenzweig έγραψε στο «Αστέρι της Λύτρωσης» (1921) ότι «χωρίς την επιθυμία της έλευσης του Μεσσία πριν τον καιρό του (…) το μέλλον δεν είναι ένα μέλλον, αλλά μόνο ένα παρελθόν τεντωμένο σε ένα άπειρο μάκρος.» Με τον ίδιο τρόπο οι επαναστάτες πρέπει να εμπνευστούν στην πράξη από την αναμνημόνευση και έτσι να ξεφύγουν «από το κακό δέλεαρ του εγγυημένου, προβλεπόμενου και εξασφαλισμένου μέλλοντος.» (σ.185-6)

Έτσι «η επανάσταση είναι η προσπάθεια να σταματήσουμε τον κενό χρόνο χάρη στην εισβολή του μεσσιανικού ποιοτικού χρόνου – όπως ο Γιεσουά, σύμφωνα με την Παλαιά Διαθήκη, ανέστειλε την κίνηση του ηλίου προκειμένου να κερδίσει τον απαραίτητο χρόνο για τη νίκη του.» (σ.163) Το 1938 ο Μπένγιαμιν έγραψε: «Να διακόψει τη ροή του κόσμου – ήταν η πιο βαθιά επιθυμία του Baudelaire. Η επιθυμία του Γιεσουά.»

                     Άλμα έξω από την πρόοδο και στενή πύλη του Μεσσία 

            Επομένως, η λύτρωση-επανάσταση δεν είναι το «φυσιολογικό» αποτέλεσμα της πορείας της παγκόσμιας ιστορίας αλλά οφείλεται στον αγώνα των εξεγερθέντων ενάντια στο ρεύμα και δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μέσω μιας ριζικής ρήξης με τη σημερινή «τάξη πραγμάτων», μέσω του ποιοτικού άλματος της τίγρης. Όπως ο Horkheimer έγραψε το 1942, αυτή η αναγκαία μεταμόρφωση της κοινωνίας, το τέλος της εκμετάλλευσης, «δεν είναι μια επιτάχυνση της προόδου αλλά ένα άλμα έξω από την πρόοδο.» Ο H. Marcuse σχόλιασε τις Θέσεις το 1964 ως εξής: «Σπάνια εκφράστηκε η αλήθεια της κριτικής θεωρίας με μια τόσο παραδειγματική μορφή: ο επαναστατικός αγώνας απαιτεί να σταματήσει αυτό που έρχεται, κι αυτό το οποίο έχει έρθει – πριν αποδοθεί κάποιος θετικός σκοπός, αυτή η άρνηση είναι η πρώτη θετική πράξη. Αυτό που το ανθρώπινο ον έχει κάνει στα άλλα ανθρώπινα όντα και στη φύση πρέπει να σταματήσει ριζικά – μόνο μετά μπορούν να υπάρχουν η ελευθερία και η δικαιοσύνη.» (σ.170)

Ος παραδείγματα μιας επαναστατικής θεολογίας ο Loewy αναφέρει όχι μόνο τις εξεγέρσεις των χωρικών του 16ου αιώνα με τη χιλιαστική μορφή του «τέλους του χρόνου» του οποίου ο προφήτης ήταν ο Thomas Muenzer αλλά και τη θεολογία της απελευθέρωσης στη Λατινική Αμερική με την επιρροή της στους Σαντινίστας του 1979, στους Ζαπατίστας και άλλα κινήματα. Η «κρυμμένη» θεολογία με την έννοια των Θέσεων φάνηκε όμως εξίσου ξεκάθαρα, αν και με ανάποδο τρόπο, όταν Ινδιάνοι του Περού στη δεκαετία του ’80 σε μια επίσκεψη του πάπα στη χώρα τους του επέστρψαν τη Βίβλο επισημαίνοντας ότι αυτή, από τότε που οι Ισπανοί κατακτητές την είχαν εισαγάγει εκεί, δεν τους έφερνε παρά καταστροφές, γενοκτονίες και μιζέρια.

Αν οι ουσιώδεις ιδέες των Θέσεων πραγματικά μας βοηθούν να κατανοήσουμε καλύτερα την πορεία των ιστορικών εξελίξεων, τα προβλήματα της εποχής μας και τον όρο της επανάστασης, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο μυστικιστικός μεσσιανισμός διαποτίζει στο μεγαλύτερο βαθμό τα κορυφαία έργα των πρωταγωνιστών του μοντέρνου εργατικού κινήματος όπως το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», το «Κοινωνική Μεταρρύθμιση ή επανάσταση» της Ρόζα Λούξεμπουργκ (όπου κι αυτή μιλάει για το «αστέρι» του τελικού σκοπού που πρέπει να οδηγήσει το κίνημα), το «Αποτελέσματα και προοπτικές» (1906) του Τρότσκι, όπου αυτός ανέπτυξε τη θεωρία της διαρκούς επανάστασης, το «Κράτος και επανάσταση» (1916) του Λένιν, θα μπορούσε να προσθέσει κανείς εδώ το «Σοσιαλιστική δημοκρατία και δικτατορία του προλεταριάτου» της Τέταρτης Διεθνούς (1985), το «Μεταβατικό Πρόγραμμα» της 4ης Διεθνούς, για να αναφέρουμε μόνο τα ίσως πιο ξεχωρισμένα.

Σε όλα αυτά τα έργα η επικαιρότητα της επανάστασης είναι το κεντρικό θέμα των ιστορικών αναλύσεων και στρατηγικών σχεδίων. Ο Μπένγιαμιν είναι ο κατ’ εξοχήν φιλόσοφος ιστορίας αυτής της αντίληψης. Η Θέση XVIIIα τονίζει ότι «για τον επαναστάτη στοχαστή η επαναστατική πιθανότητα κάθε ιστορικής στιγμής επαληθεύεται στην πολιτική κατάσταση» ανοίγοντας μέσω «της πολιτικής δράσης» «ένα απολύτως συγκεκριμένο τμήμα του χρόνου, που ήταν ως τότε κλειστό». Γι’ αυτό οι Θέσεις κλείνουν με την παρατήρηση ότι «για τους Εβραίους το μέλλον δεν έγινε ένας χρόνος ομογενής και κενός. Γιατί κάθε δευτερόλεπτο αυτού του χρόνου ήταν η στενή πύλη μέσω της οποίας μπορούσε να διέλθει ο Μεσσίας.» Όπως ο Loewy σχολιάζει, «ιστορική αναμνημόνευση και ανατρεπτική πράξη, αιρετικός μεσσιανισμός και επαναστατικός βολονταρισμός, Rosenzweig και Blanqui, όλα συνδέονται σ’ αυτήν τη διαλεκτική εικόνα της έλευσης του Μεσσία μέσω της στενής πύλης.» (σ.186)

                                 Η επικαιρότητα του Μπένγιαμιν 

            Είναι αναμφισβήτητο ότι η φιλοσοφία του Μπένγιαμιν δεν έρχεται μόνο σε ρήξη με την αντίληψη ιστορίας της σοσιαλδημοκρατίας και του σταλινισμού αλλά σε ορισμένα σημεία και με τον Μαρξ και τον Ένγκελς αν και ο Μπένγιαμιν συνήθως απέφυγε να τους ασκήσει ανοιχτή κριτική. Πρόκειται για όλα τα σημεία όπου ο Μαρξ και ο Ένγκελς τείνουν να δικαιολογήσουν ιστορικές αδικίες και καταπίεση εν ονόματι της υποτιθέμενης «αναπόφευκτης» προόδου στην εξάπλωση των καπιταλιστικών συνθηκών παραγωγής ή αφήνουν να εννοηθεί ότι η ανθρωπότητα λίγο πολύ «νομοτελειακά» θα περάσει από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό.

Σ’ ένα από τα σημειώματά του για τις Θέσεις ο Μπένγιαμιν παρατήρησε χαρακτηριστικά: «Ο Μαρξ λέει ότι οι επαναστάσεις είναι τα τρένα της παγκόσμιας ιστορίας. Αλλά ίσως τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά. Ίσως οι επαναστάσεις είναι η ενεργοποίηση του σήματος κινδύνου από την ανθρωπότητα που ταξιδεύει σε αυτό το τρένο.» (6) Το παράδοξο είναι ότι ο μυστικιστικός μεσσιανισμός του Μπένγιαμιν είναι πολύ καταλληλότερος για να αντιμετωπίσει τις ιστορικές εξελίξεις απ’ ό,τι η φαινομενικά πειστική και «ρεαλιστική» ιδεολογία της προόδου.

Ο Loewy συμπεραίνει: «Ο Μπένγιαμιν απείχε απ’ το να είναι ένας ‘ουτοπιστής’ στοχαστής. Αντίθετα από το φίλο του Ε. Μπλοχ, τον απασχολούσε λιγότερο η ‘αρχή της ελπίδας’ απ’ όσο η επίγουσα ανάγκη να οργανωθεί ο πεσσιμισμός, ενδιαφερόταν λιγότερο για τις ‘αυριανές χαρούμενες μέρες’ απ’ όσο για τους επικείμενους κινδύνους που απειλούσαν την ανθρωπότητα.» (σ.198) Είναι προφανές ότι ο Μπένγιαμιν εμπνεύστηκε ιδιαίτερα από την απαίτηση του νεαρού Μαρξ να αγωνιστούμε για να ανατρέψουμε «όλες τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες το ανθρώπινο υποκείμενο είναι μια ταπεινωμένη, υποδουλωμένη, εγκαταλειμμένη, περιφρονημένη ύπαρξη.»

Στις μέρες μας ο Αντίχριστος εξακολουθεί να ζει και να βασιλεύει. Γι’ αυτό και οι Θέσεις παραμένουν επίκαιρες. Σίγουρα δεν είναι εγχειρίδιο για τη σωστή τακτική των κομμουνιστικών οργανώσεων ή κομμάτων αλλά περιέχουν σαφέστατες υποδείξεις για τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε επαναστατική και ρεφορμιστική πολιτική. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ιδέες, σύμφωνα με τις οποίες π.χ. ο μαρξισμός και ο νεοκεϋνσιανισμός ακολουθούν βασικά τους ίδιους στόχους απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό, ή θα έπρεπε να σπρώξουμε αστικές κυβερνήσεις μέσω της συμμετοχής σ’ αυτές «προς τα αριστερά», όπως κάποιοι το επιχειρούν με την κυβέρνηση da Silva στη Βραζιλία, ή να επιλυθούν «διεθνείς κρίσεις» μέσω στρατιωτικών επεμβάσεων της «κοινότητας των κρατών» ή του ΟΗΕ, δε θα έβρισκαν σύμφωνο τον Μπένγιαμιν, αν ζούσε σήμερα.

Κατά τον Loewy, οι Θέσεις είναι «για την επαναστατική σκέψη ίσως το πιο χαρακτηριστικό κείμενο μετά τις Θέσεις για τον Φόυερμπαχ του Μαρξ.» Για όσους ενδιαφέρονται για τις προοπτικές του σοσιαλισμού στον 21ο αιώνα, η ανάγνωση του βιβλίου του Loewy θα είναι ιδιαίτερα χρήσιμη, ίσως και απαραίτητη. Για την κατάσταση της ανθρωπότητας εξακολουθεί να ισχύει αυτό που ο Μπένγιαμιν έγραψε κλείνοντας την ανάλυσή του του μυθιστορήματος «Οι Εκλεκτικές Συγγένειες» του Goethe: «Μόνο εξαιτίας αυτών που δεν έχουν ελπίδα μας δόθηκε η ελπίδα.»

 

  ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

1)      Από τις Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 2004. Τίτλος πρωτοτύπου: «Walter Benjamin, Avertissement d’ incendie. Une lecture des theses «Sur le concept d’ histoire», Paris 2001

2)      Οι τακτικοί αναγνώστες του Σπάρτακου θα θυμούνται ότι η Ελένη Χοχλάκη παρουσίασε το έργο του Μπένγιαμιν πριν δύο χρόνια σ’ αυτό το περιοδικό (βλ. Σπάρτακο Νο 68, «Η επανάσταση ως ιστορική λύτρωση …»)

3)      Ο Loewy έγραψε ένα εξίσου έξοχο και κατατοπιστικό βιβλίο γι’ αυτήν την παράδοση σκέψης: «Λύτρωση και ουτοπία», εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2002 (“Redemption et utopie”, Presses Universitaires de France, 1988)

4)      Walter Benjamin: Μονόδρομος, μετάφραση Νέλλη Ανδρικοπούλου, εκδ. Άγρα, κεφάλαιο «Σήμα πυρκαγιάς», σ. 95-96

5)      Αυτό παρατηρεί ο Σ. Μιχαήλ στο εξαιρετικό βιβλίο του: «Μορφές του μεσσιανικού», εκδ. Άγρα, Αθήνα 1999

6)      W. Benjamin, Gesammelte Schriften, Band I, σ. 1232

 


Σπάρτακος 78, Φλεβάρης 2005

Αρχείο Σπάρτακου


https://wp.me/p6Uul6-yn


 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s