Ανάπηρη νίκη για το διάδοχο του Αραφάτ
του Roland Rance
Οι Ισραηλινοί εκείνοι που καλωσόρισαν το θάνατο του Γιασέρ Αραφάτ και έλπισαν να τον χρησιμοποιήσουν για να επιβάλουν τους όρους τους στον Παλαιστινιακό λαό είναι πιθανόν τώρα να μετανιώνουν για τη βιασύνη τους και να αναγνωρίζουν ότι ο Αραφάτ ήταν ένας από τους λίγους ανθρώπους που ήταν ικανός να κλείσει μια συμφωνία με το Ισραήλ και να την «πουλήσει» στους Παλαιστίνιους.
Παρόλο που ο εκλεκτός τους υποψήφιος Μαχμούντ Αμπάς κέρδισε τις εκλογές για την προεδρία της Παλαιστινιακής Αρχής, δεν θα είναι σε θέση να επιβάλλει τους όρους που υπαγορεύει το Ισραήλ και κάθε προσπάθεια να το κάνει είναι πιθανό να προκαλέσει ακόμη περισσότερη βία στο εσωτερικό της Παλαιστίνης, μέχρι και εμφύλιο πόλεμο.
Αυτό, βεβαίως, μπορεί να συγκαταλέγεται στις προθέσεις του Ισραήλ – αν και θα αποτελούσε μια πολύ κοντόφθαλμη προσέγγιση.
Δεν εξέπληξε κανένα το γεγονός ότι ο Αμπάς κέρδισε τις εκλογές με το 62% των ψήφων.
Αυτό το αποτέλεσμα – και στην πραγματικότητα η εκλογική διαδικασία ως σύνολο – δείχνει ότι οι Παλαιστίνιοι δεν είναι ακόμη πρόθυμοι ή ικανοί να κάνουν τον απολογισμό των επιτευγμάτων και αποτυχιών του Αραφάτ και να αντλήσουν τα αναγκαία στρατηγικά συμπεράσματα.
Οι εκλογές σημαδεύτηκαν από τη σοβαρή παρενόχληση τους από τις Ισραηλινές στρατιωτικές αρχές. Υπήρξαν επίσης πολλές ανωμαλίες από την πλευρά της Παλαιστινιακής Αρχής, που οδήγησαν στην παραίτηση 46 μελών της εκλογικής επιτροπής.
Διαμαρτυρήθηκαν για την παράταση της τελευταίας στιγμής που δόθηκε στην εκλογική διαδικασία και τα «μεταφερόμενα» μέλη της Fatah, πολλά απ’ τα οποία πιστεύεται ότι ψήφισαν επανειλημμένα.
Παρόλο που τα μέλη της εφορευτικής αποδέχτηκαν ότι αυτές οι ανωμαλίες δεν επηρέασαν σημαντικά την έκβαση των εκλογών, υπάρχουν ανησυχίες ότι παρόμοιες πρακτικές στις επικείμενες εκλογές για το Παλαιστινιακό Νομοθετικό Συμβούλιο θα μπορούσαν ουσιωδώς να αλλοιώσουν το αποτέλεσμα. Τα επίσημα στοιχεία περί 70% συμμετοχής είναι παραπλανητικά και προέκυψαν με ελαφροχειρία. Μολονότι μόνο τα 2/3 των κατόχων δικαιώματος ψήφου εγγράφηκαν, επιτράπηκε σ’ όλους να ψηφίσουν.
Το ποσοστό συμμετοχής, εντούτοις, καταμετρήθηκε αναλογικά προς τον αριθμό των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων. Στην πραγματικότητα, η συμμετοχή ήταν κάτω από 50% και ο Αμπάς πήρε μόλις το 30% από το σύνολο των κατόχων δικαιώματος ψήφου – δύσκολα θα μιλούσαμε για μια αναμφισβήτητη επιδοκιμασία.
Είναι σημαντικό να σημειώσουμε ότι κάτοχοι δικαιώματος ψήφου ήταν μόνο Παλαιστίνιοι που ζουν υπό Ισραηλινή στρατιωτική κατοχή στη Δυτική Όχθη, την Ανατολική Ιερουσαλήμ και τη Λωρίδα της Γάζας, που αποτελούν μόνο το 25% των Παλαιστινίων.
Οι εκλογές ήταν για τον Πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής, το σώμα που εγκαθιδρύθηκε με τις συνθήκες του Όσλο που κυβερνά τους Παλαιστινίους αυτών των περιοχών και όχι για τον ηγέτη των Παλαιστινίων ως συνόλου.
Αυτό οδήγησε σε σοβαρή ανησυχία ότι οι εκλογές θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να στραφούν τα συμφέροντα των Παλαιστινίων που ζουν υπό τον άμεσο Ισραηλινό στρατιωτικό ζυγό ενάντια σ’ εκείνους της ευρύτερης Παλαιστινιακής διασποράς.
Σε μια επιστολή του προς τον Guardian στη διάρκεια της κλιμάκωσης της προεκλογικής εκστρατείας, οι Παλαιστίνιοι ακαδημαϊκοί Musa Budeiri και Nur Masalha απεύθυναν κάλεσμα για ένα άνοιγμα των εκλογών προς όλους τους Παλαιστίνιους.
Άλλοι, ωστόσο, προειδοποιούσαν ότι αυτό θα διακινδύνευε τη νομιμοποίηση των εκλογών που διεξάχθηκαν κάτω από στρατιωτική κατοχή και θα επέτρεπε στο Ισραήλ να επιβάλει τη θέλησή του στη Παλαιστινιακή διασπορά, όπως και πάνω σ’ εκείνους που ζουν σήμερα κάτω από τον Ισραηλινό ζυγό.
Οι άλλοι υποψήφιοι, εντούτοις, δεν παρουσίασαν μια σημαντική εναλλακτική πλατφόρμα στον Αμπάς.
Όλοι τους αποδέχονται μια λύση με δύο κράτη (δηλ. με δύο ξεχωριστά κράτη, ένα Ισραηλινό και ένα Παλαιστινιακό και όχι «Ενιαία Παλαιστίνη» με συνύπαρξη Παλαιστινίων και Ισραηλινών, σημ. μτφρ.) και καλούν σε διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ και όλοι έκαναν έκκληση για εκδημοκρατισμό της Παλαιστινιακής Αρχής και μεγαλύτερη διαφάνεια στα οικονομικά και τη λήψη των αποφάσεων.
Ακόμα και ο υποψήφιος που τελικά δεν κατέβηκε, πολιτικός κρατούμενος, Marwan Barghouti, προσέφερε μια αντίστοιχη πλατφόρμα.
Ο κύριος αντίπαλος του Αμπάς ήταν ο γιατρός Mustafa Barghouti, επικεφαλής μιας οργάνωσης που διαθέτει κύρος, της Παλαιστινιακής Ένωσης Επιτροπών Ιατρικής Βοήθειας και ιδρυτής – μαζί με τον Edward Said και άλλους – της Παλαιστινιακής Εθνικής Πρωτοβουλίας, ενός αντιπολιτευόμενου Παλαιστινιακού δημοκρατικού κινήματος.
Το δικό του μερίδιο σε ψήφους (20%) αντιπροσώπευσε μια καθαρή απαίτηση για απομάκρυνση από την αυθαίρετη άσκηση της εξουσίας και το νεποτισμό που συνδέθηκαν με τα τελευταία χρόνια της εξουσίας του Αραφάτ.
Αλλά δεν είναι σαφές ότι θα είχε μια πολύ διαφορετική πολιτική από τον Αμπάς. Στη διάρκεια του Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ στο Λονδίνο το 2004, πολλοί συμμετέχοντες απογοητεύτηκαν όταν τον άκουσαν να αποκηρύσσει ένα Ισραηλινό ακτιβιστή που καλούσε για μια δημοκρατική και λαϊκή Παλαιστίνη.
Ο Barghouti ισχυρίστηκε ότι αυτό το κάλεσμα ήταν αντίθετο με την Παλαιστινιακή αναγνώριση του Ισραήλ και την αποδοχή μιας λύσης δύο κρατών και ότι «έκανε τη βρώμικη δουλειά για τους ίδιους τους Ισραηλινούς».
Ο μεγάλος αστάθμητος παράγων αυτών των εκλογών ήταν η «ήξεις-αφίξεις» υποψηφιότητα του Marwan Barghouti, που τώρα εκτίει την ισόβια ποινή του σε μια Ισραηλινή φυλακή.
Κάποιες δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι, αν λάμβανε μέρος, ακόμη και σαν ένας «αντάρτης» υποψήφιος της Fatah, θα μπορούσε να νικήσει τον Αμπάς. Αποτέλεσε έναν πραγματικό διεκδικητή της διαδοχής από τον 70χρονο Αμπάς.
Αντίθετα μ’ άλλους υποψήφιους ο Marwan Barghouti διαθέτει αξιοπιστία τόσο ανάμεσα στους κατοίκους των Κατεχομένων Εδαφών (υπήρξε ένας από τους ηγέτες της πρώτης Ιντιφάντα), όσο και ανάμεσα στους εξόριστους (μεταξύ των οποίων δούλεψε μετά την απέλασή του από το Ισραήλ το 1987).
Ο χαρισματικός Barghouti είχε τη δυνατότητα να κερδίσει την Παλαιστινιακή αποδοχή για μια συμφωνία με το Ισραήλ, μολονότι βέβαια όχι με τους όρους που το Ισραήλ σήμερα προσφέρει.
Εντούτοις, η πραγματική διαφορά ανάμεσα στο Barghouti και τον Αμπάς αφορά πολύ λιγότερο τη διευθέτηση την οποία επιζητούν και περισσότερο τα μέσα με τα οποία επιχειρούν να την πετύχουν.
Αντίθετα με τον Αραφάτ και τον Αμπάς ο Barghouti τασσόταν πάντοτε υπέρ της ανάπτυξης ενός μαζικού κινήματος σαν ένα μέσο πάλης, παρά εστίαζε τις μυστικές δραστηριότητες μιας ελίτ, είτε στρατιωτικής είτε πολιτικής.
Γι’ αυτό το λόγο, η πιθανή του νίκη σε μια μελλοντική Παλαιστινιακή εκλογική αναμέτρηση θα μπορούσε να προσφέρει κάποια ελπίδα για αυθεντική κίνηση προς μια ολοκληρωμένη επίλυση της σύγκρουσης, σχεδόν ανεξάρτητα από τις ίδιες τις πολιτικές του απόψεις.
Διότι, παρά τις ελπίδες των Ισραηλινών, των υποστηρικτών τους στις Η.Π.Α. και των αντιδραστικών σ’ ολόκληρο τον κόσμο, δεν υπάρχει καμία προοπτική σε μια συμφωνία που θα θυσιάζει τα συμφέροντα της πλειοψηφίας του Παλαιστινιακού λαού να επιβληθεί ή να επιβιώσει.
Μόνο η ανάπτυξη ενός γνήσιου, δημοκρατικού, μαζικού κινήματος του Παλαιστινιακού λαού μπορεί να οδηγήσει σε μια αποδεκτή και βιώσιμη διευθέτηση.
Η αρχική ανάπτυξη της PLO τη δεκαετία του 1960 και η πρώτη Ιντιφάντα στα τέλη της δεκαετίας του 1980 δημιούργησαν ένα τέτοιο κίνημα.
Οι εκλογές για ένα νέο ηγέτη της Παλαιστινιακής Αρχής ήταν ένα άσχετο και αποπροσανατολιστικό στάδιο αλλά οι συνθήκες υπάρχουν για μια τέτοια επαναστατική εξέλιξη ανάμεσα στον Παλαιστινιακό λαό.