Η κυβέρνηση της ΝΔ μπροστά σε διαδοχικά αδιέξοδα
Του Ν. Μενεγάκη
Η παρατεταμένη «περίοδος χάριτος» που απόλαυσε η κυβέρνηση της ΝΔ φαίνεται να εξαντλείται με επιταχυνόμενο ρυθμό. Μετά από ένα χρόνο ευνοϊκών συγκυριών που την διατήρησαν στο απυρόβλητο, από την εκλογική της επιτυχία του περασμένου Μαρτίου (ευρωπαϊκές εκλογές, εθνικές ποδοσφαιρικές επιτυχίες, ολυμπιακοί αγώνες, εγκαίνια μεγάλων έργων, αναμονή προεδρικών επιλογών) η κυβέρνηση της ΝΔ κατανάλωσε το κεφάλαιο που της κληροδοτήθηκε και στέκεται τώρα αμήχανη μπροστά δυσκολίες που διογκώνονται.
Το τελευταίο επικοινωνιακό της στρατήγημα, με την επιλογή ενός αυθεντικά παπανδρεϊκού προέδρου παράτεινε για πολύ λίγο την εικόνα της γλυκερής και καλοσυνάτης φιλολαϊκής δεξιάς. Τα επικοινωνιακά τερτίπια και οι εντυπωσιασμοί της γαλάζιας «σεμνότητας και ταπεινότητας» εξαντλούνται πολύ γρήγορα και δεν είναι δυνατόν να αντισταθμίσουν την διογκούμενη λαϊκή δυσαρέσκεια από την συνεχιζόμενη άνοδο της ακρίβειας στα βασικά είδη διαβίωσης και την αυξανόμενη ανεργία.
Η σύγκρουση παλιών και νέων «τζακιών»
Η κυβέρνηση προσπαθεί να παρουσιάσει το νομοσχέδιο του «βασικού μετόχου» και την αλλαγή του τρόπου δημοπράτησης των δημοσίων έργων σαν κάποιες σημαντικές τομές που θα εξυγιάνουν το δημόσιο βίο και θα αποκαταστήσουν την ηθική τάξη στο πέλαγος της ανηθικότητας και της διαπλοκής.
Στη πραγματικότητα όλοι αντιλαμβάνονται ότι οι «φωτογραφικές» διατάξεις των νομοσχεδίων αποβλέπουν στην αναδιανομή της «πίττας» των δημόσιων έργων και των δημόσιων προμηθειών προς όφελος της παραδοσιακής μερίδας της αστικής τάξης και στον περιορισμό των «νεόπλουτων» εργολάβων και προμηθευτών που αναδείχθηκαν δυναμικά από τα μέσα της δεκαετίας του 80 και απέκτησαν σημαντικό έλεγχο στα ιδιωτικά ΜΜΕ από τις αρχές της δεκαετίας του 90. Είναι γεγονός ότι η μερίδα αυτή των «νέων τζακιών» (σύμφωνα με τον περιβόητο χαρακτηρισμό του ίδιου του Α. Παπανδρέου) στήριξαν την εικοσάχρονη πορεία των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και ταυτόχρονα επωφελήθηκαν από την πολιτική σταθερότητα που εξασφάλισε η ανοχή και η συναίνεση των λαϊκών στρωμάτων. Αν όμως η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ στηρίχθηκε και στήριξε τα «νέα τζάκια» που ανέπτυξαν επενδύσεις εκτός από τον κατασκευαστικό κυρίως στους τομείς των υπηρεσιών και των νέων τεχνολογιών, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί κανένας να ισχυριστεί ότι ή πολιτική του ΠΑΣΟΚ μεθόδευσε συστηματικά τον περιορισμό ή τη συρρίκνωση της δραστηριότητας της παλαιότερης μερίδας της αστικής τάξης.
Η πολιτική της ΝΔ, αντίθετα, περικλείει οπωσδήποτε κινδύνους για μια άμεση συνολική δυσμενή οικονομική επίπτωση από τον περιορισμό ή τον επαναπροσανατολισμό της δραστηριότητας επιχειρήσεων (π.χ. επιχειρήσεις Κόκαλη) η την ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων για τα μεγάλα δημόσια έργα (μεγάλες εκπτώσεις και κίνδυνος απώλειας χρηματοδοτήσεων από ΕΕ). Οι επιπτώσεις αυτές από τους κακούς ή επιπόλαιους χειρισμούς της κυβέρνησης ανησύχησαν άλλωστε και τους τεχνοκράτες της ηγεσίας του ΣΕΒ που φρόντισαν να πάρουν εγκαίρως αποστάσεις. Οπωσδήποτε πρέπει να τονίσουμε ότι οι χειρισμοί αυτοί απλώς επιτείνουν ή επιταχύνουν τις μεγαλύτερες επιπτώσεις που προέρχονται από την γενικότερη ύφεση του καπιταλισμού στην οποία αναπόφευκτα εντάσσεται και η ελληνική οικονομία.
Όμως οι σταυροφόροι της ΝΔ πολύ γρήγορα θα ανακαλύψουν ότι τα λαϊκά στρώματα που τους στήριξαν στην περσινή εκλογική τους άνοδο πολύ λίγο ενδιαφέρονται για τον τρόπο με τον οποίο οι εργοδότες τους θα μοιρασθούν τις δουλειές και τα κέρδη όταν αυτοί οι ίδιοι μένουν χωρίς ελπίδα άνεργοι στο δρόμο.
Το ΠΑΣΟΚ μπορούμε να πούμε ότι με το θέμα αυτό ουσιαστικά εγκαινίασε την αντιπολιτευτική του παρουσία. Για πρώτη φορά οι τόνοι υψώθηκαν μέσα και έξω από τη Βουλή καθώς το ζήτημα άπτεται οπωσδήποτε άμεσα των συμφερόντων του κομματικού μηχανισμού του. Το ζήτημα, είναι βέβαιο ότι δεν είναι προσφέρεται για μια πλατειά αντιπολιτευτική κατανάλωση και ο αντιπολιτευτικός τόνος μάλλον πέφτει στο κενό, έδωσε όμως το έναυσμα να σκληρύνει η αντιπολιτευτική γραμμή από τα ΜΜΕ που ελέγχονται από τους θιγόμενους επιχειρηματίες.
Η «επίσημη» Αριστερά είτε μένει ουδέτερη και απαθής τηρώντας ίσες αποστάσεις (ΚΚΕ), είτε βλέπει με συμπάθεια τις κυβερνητικές «τομές» (ΣΥΝ), παραμένει ωστόσο εκτός ουσιαστικής συζήτησης αφού δεν έχει κατορθώσει ποτέ να προσεγγίσει το ζήτημα με έναν διαλεκτικό και διαφωτιστικό τρόπο.
Το μεθοδευμένο άνοιγμα του ασφαλιστικού
Η πίεση για τη ρύθμιση του ασφαλιστικού από την άλλη πλευρά προκαλεί ένα φανερό εκνευρισμό στην κυβέρνηση. Τα ταμεία των ασφαλιστικών ταμείων έχουν από καιρό μπει στο στόχαστρο των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών όπως έχει γίνει σε μια σειρά από χώρες που προηγήθηκε η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα. Η ανάμνηση όμως από την προηγούμενη εμπειρία της απόπειρας «ρύθμισης» του ασφαλιστικού από την κυβέρνηση Σημίτη το 2002 με το σαρωτικό κύμα της εργατικής αντίστασης που τελικά την ανέτρεψε, αυξάνει τη νευρικότητα και προκαλεί δικαιολογημένα τη σκεπτικότητα και τη προσπάθεια συνεχούς αναβολής. Όμως οι δεξιοί ηγέτες αντιλαμβάνονται από την άλλη μεριά ότι όσο περνά ο καιρός και απομακρυνόμαστε από τη μετεκλογική εφορία, τόσο το κλίμα γίνεται ακόμη πιο ακατάλληλο για την εφαρμογή μιας τέτοιας κλίμακας αντιλαϊκής αντιμεταρρύθμισης. Έτσι η κυβέρνηση της ΝΔ προσπαθεί με συνεχείς βολιδοσκοπήσεις προς τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και κατευθυνόμενες δημοσιογραφικές καμπάνιες, να προετοιμάσει το έδαφος, να καλλιεργήσει στους εργαζόμενους ανασφάλεια για την βιωσιμότητα του συστήματος, να τους πείσει για την αναγκαιότητα της μετακίνησης των συνταξιοδοτικών ορίων και για την ύπαρξη των επερχόμενων δήθεν καταστροφικών δημογραφικών αδιεξόδων.
Η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ «ποιεί την νύσσα» με σωφροσύνη καθώς αναλογίζονται πόσο καλά θα ήταν να βγάλουν τα κάστανα από τη φωτιά οι πολιτικοί τους ανταγωνιστές.
Απέναντι σ΄ αυτή την μεθοδευμένη επίθεση, είναι πλέον εκκωφαντική η σιωπή τόσο της συνδικαλιστικής ηγεσίας όσο και της αριστεράς. Οι «ηγέτες» του εργατικού κινήματος οφείλουν τώρα να εξοπλίσουν με σοβαρά επιχειρήματα, να προετοιμάσουν τους εργαζόμενους για την απόκρουση της ιδεολογικής επίθεσης και να αντιπροτείνουν χειροπιαστές λύσεις για την επιβίωση του ασφαλιστικού συστήματος (πλήρη άμεση ένταξη των μεταναστών, καταβολή των οφειλομένων εργοδοτικών, επιστροφή των κλεμμένων από τα ταμεία).
Αγροτικό εισόδημα και κινητοποιήσεις
Οι κινητοποιήσεις των αγροτών αποτέλεσαν την πρώτη μεγάλης κλίμακας κοινωνική αντίδραση στην κυβερνητική πολιτική. Ασφαλώς αφορούσαν τη διανομή και τον περιορισμό των αγροτικών επιδοτήσεων στα μεσαία στρώματα των καλλιεργητών για τις οποίες η κυβέρνηση δεν μπορεί να φέρει άμεση ευθύνη αφού δεν ελέγχει ούτε το συνολικό τους ύψος ούτε την κατεύθυνση τους. Φέρει ασφαλώς την ευθύνη για την διανομή και την κακοδιαχείριση τους αλλά ακόμη περισσότερο φέρει την ευθύνη για τις αυταπάτες που καλλιέργησε σε αυτά τα στρώματα τη προηγούμενη περίοδο. Η εξέγερση των αγροτικών μεσαίων κομματικών στελεχών της ΝΔ που πρωτοστάτησαν στις κινητοποιήσεις δείχνει ακριβώς το μέγεθος της απογοήτευσης και της διάψευσης των ελπίδων για μια ανάσχεση της πτώσης του εισοδήματος τους. Ένα εισόδημα που τη σταθερότητα του το προηγούμενο διάστημα είχαν εξασφαλίσει τόσο οι κοινοτικές επιδοτήσεις όσο και τα χαμηλά μεροκάματα των μεταναστών – δουλοπάροικων. Τώρα και οι δύο παράγοντες φαίνονται να γίνονται λιγότερο αποδοτικοί καθώς εκτός από το περιορισμό των κοινοτικών επιδοτήσεων, τα μεροκάματα των μεταναστών σημειώνουν επίσης μια σχετική άνοδο που ασφαλώς οφείλεται στην ένταση των μέτρων αστυνόμευσης των συνόρων και στην σταθεροποίηση της κοινωνικής θέσης των μεταναστών. Ακόμη περισσότερο, η παγκόσμια υπερπαραγωγή αγροτικών προϊόντων που προκαλείται από την εντατικοποίηση της μονοκαλλιέργειας με νέες μεθόδους και που αφανίζουν μεγάλες περιοχές του πλανήτη, έχει και τις άμεσες οικονομικές επιπτώσεις (πτώση των τιμών) τις οποίες είναι αδύνατον πλέον να αντιμετωπίσουν οι ρυθμιστικές παρεμβάσεις της ΕΕ.
Τα «γαλάζια τρακτέρ» ακολουθούνται σε απόσταση από τα «κόκκινα τρακτέρ» του θεσσαλικού κάμπου. Το ΚΚΕ δεν έχει πλέον τίποτε άλλο να προτείνει στους αγρότες, στους εργαζόμενους, στους μετανάστες, στη νεολαία, εκτός από το επαναλαμβάνει τις πρακτικές του διαχωρισμού και της διάσπασης οποιουδήποτε κινήματος προκειμένου να περιχαρακώσει τις κομματικές του δυνάμεις και να περισώσει τον μηχανισμό του.
Το ΠΑΣΟΚ προσπάθησε για λίγο να επανασυνδεθεί με την «μικρομεσαία αγροτιά» που παρελθόν υπήρξε από τα πιο σταθερά κοινωνικά του στηρίγματα. Όμως η ανάμνηση της σκληρής «εκσυγχρονιστικής» πολιτικής του είναι πολύ πρόσφατη στους αγρότες ενώ από την άλλη δεν θέλει να χρεωθεί τη συμμετοχή σε κινητοποιήσεις που αφενός δεν ελέγχει αφετέρου προκαλούν μια γενικότερη κοινωνική δυσφορία (κλείσιμο των εθνικών δρόμων)
Οι αντιδράσεις της ηγεσίας της ΝΔ απέναντι στην αγροτική κινητοποίηση ανέδειξαν την έλλειψη της εσωτερικής της συνοχής καθώς στο πλευρό των μεσαίων αγροτικών στελεχών έτρεξαν αμέσως να συμπαραταχθούν χωρίς δισταγμό υψηλόβαθμα στελέχη και βουλευτές. Η ακροδεξιά πτέρυγα εμφανίζεται η πιο απείθαρχη και πιεστική καθώς θέλει να εξακολουθεί να εκφράζει και μετά τις εκλογές τη δυσαρέσκεια των λαϊκών στρωμάτων που η ανασφάλεια και η απογοήτευση τα έκανε να στοιχηθούν πίσω από τη σημαία της εθνικισμού και της ξενοφοβίας.
Το πλαγιοκόπημα της ακροδεξιάς
Ο Χριστόδουλος αποτέλεσε ασφαλώς το σημείο αναφοράς για όλη την ευρύτερη ακροδεξιά μέσα και έξω από το κόμμα της ΝΔ. Ο υπερσυντηρητικός και εθνικιστικός λόγος του κλήρου, αποχαλινωμένος και υπερφίαλος, μετά από την πτώση του υπαρκτού και την κοινωνική απαξίωση όλων των εκφάνσεων της σταλινισμένης αριστεράς, από τις αρχές της δεκαετίας του 90 βρήκε μια πλατειά απήχηση στα λαϊκά στρώματα και στη νεολαία. Από το σπεκουλάρισμα στο «ιερό όνομα» της Μακεδονίας μέχρι την «υπερήφανη» και πάνδημη απόρριψη του σχεδίου Ανάν για τη Κύπρο, η διαδρομή του αρχιεπίσκοπου διέγραψε ένα τόξο που στο αποκορύφωμα του τον ανέβασε στην κορυφή της δημοτικότητας των δημοσκοπήσεων. Ήταν τότε που τα άνοστα ανέκδοτα στα σχολεία, ο σκοταδιστικός του λόγος και οι υποκριτικοί του θεατρινισμοί επαναλαμβάνονταν με διθυραμβικά, κολακευτικά σχόλια από τα ιδιωτικά ΜΜΕ και τους ανεγκέφαλους δημοσιογράφους. Στη «χαρισματική» του προσωπικότητα η δεξιά αναζήτησε έναν συνεκτικό κρίκο που από τη μια μεριά αναβίωνε τις ιδεολογικά απαξιωμένες «πατροπαράδοτες αξίες της φυλής» και από την άλλη θα τις διοχέτευε στα απογοητευμένα και αποπροσανατολισμένα μικροαστικά και λαϊκά στρώματα. Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ αποφεύγοντας με επιμέλεια μια μετωπική σύγκρουση προσπαθούσαν να βρουν σημεία ισορροπίας και συνύπαρξης. Ο εκφυλισμένος και παρακμασμένος κλήρος όμως ανανέωσε έτσι το κύρος του και ισχυροποίησε τη θέση του μέσα στους κρατικούς θεσμούς (παιδεία) ή απέκτησε μια ισχυρή επιρροή στους κατασταλτικούς μηχανισμούς (αστυνομία – δικαιοσύνη).
Η σύγκρουση με τη κυβέρνηση Σημίτη για τις ταυτότητες και η πρώτη μεγάλη πύρρειος νίκη των εκσυγχρονιστών, αποτέλεσε ασφαλώς το σημείο καμπής της κοινωνικής απήχησης του Χριστόδουλου και ταυτόχρονα ανέδειξε τα όρια της επιρροής της εκκλησίας μέσα στην ελληνική κοινωνία. Η ΝΔ όμως, ενώ εκμεταλλεύθηκε εκλογικά στο έπακρο τη δημοτικότητα των ρασοφόρων, συνάντησε μετεκλογικά τις χωρίς φραγμό απαιτήσεις τους για την εξαργύρωση των υπηρεσιών που της προσέφεραν. Η πολιτική αυτονόμηση του εκκλησιαστικού ιερατείου και οι ανεξέλεγκτες εκβιαστικές παρεμβάσεις του σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και όχι μόνο είναι φανερό ότι ξεπέρασαν κατά πολύ τα όρια ανοχής της ηγεσίας της ΝΔ. Ο “εξορθολογισμός” του κρατικού μηχανισμού που επιβάλλεται από τις ντιρεκτίβες της Ε.Ε., η επέκταση των οικονομικών δραστηριοτήτων του ελληνικού κεφαλαίου στις βαλκανικές χώρες και τη Τουρκία συναντά την φανατισμένη αναχρονιστική ιδεοληψία ή ακόμη και τα άμεσα συμφέροντα του κλήρου. Το τέρας που με τόση επιπολαιότητα εκθρέψανε οι δεξιοί πολιτικοί ηγέτες καλούνται τώρα να το τιθασεύσουν οι ίδιοι προκειμένου να εφαρμόσουν την πολιτική τους. Ο Χριστόδουλος έπρεπε να χτυπηθεί, να χάσει το εντελώς το κύρος του, να στερηθεί το τελευταίο λαϊκό έρεισμα που του έχει απομείνει.
Τα σκάνδαλα όμως που ανασύρονται για το σκοπό αυτό από τις «ξεχασμένες» στα συρτάρια κασέτες αποκτούν τη δική τους δυναμική καθώς «διαπλέκουν» όλο και ευρύτερους κύκλους από τους μηχανισμούς της δικαιοσύνης, της ασφάλειας, των μυστικών υπηρεσιών, τις συντεχνίες των δημοσιογράφων και των δικηγόρων. Μπροστά στη δυσοσμία που αναδίδεται από το ανασηκωμένο καπάκι του αστικού βόθρου ο Συνασπισμός ανησυχεί για τη αποσταθεροποίηση των θεσμών και τη παραβίαση του προσωπικού απόρρητου. Το ΚΚΕ φτάνει στη «τολμηρή» πρόταση του διαχωρισμού της εκκλησίας από το κράτος. Οι εργαζόμενοι παρακολουθούν άφωνοι το ξεσκέπασμα της υποκρισίας, της απληστίας, της σήψης, αυτών που προβάλλονται συστηματικά σαν κοινωνικά πρότυπα και πνευματικοί ηγέτες.
Η ανάγκη για μια Αριστερά που θα είναι διαρκώς παρούσα σε κάθε κοινωνικό μέτωπο, θα συνθέτει τα επιμέρους αιτήματα και συνθήματα και θα δίνει φωνή και ελπίδα με μια συνολική πολιτική πρόταση στους εργαζόμενους, επιβεβαιώνεται καθημερινά. Η ανάγκη για μια Αριστερά που θα αντιμετωπίζει τους αστικούς θεσμούς από τη ταξική σκοπιά των καταπιεσμένων που στόχος τους πρέπει να είναι η ανατροπή τους και δεν θα καλλιεργεί αυταπάτες για δήθεν ανεξάρτητους ρόλους και καθάρσεις.