Για την αντικαπιταλιστική αριστερά και τα κινήματα

Σπάρτακος 72, Νοέμβρης 2003


Κριτική στα προσυνδιασκεψιακά κείμενα της νΚΑ

του Κώστα Α. Βήτα

Στα πλαίσια της 3ης συνδιάσκεψης της νεολαίας Κομουνιστική Απελευθέρωση (νΚΑ), το Κεντρικό Συμβούλιο (ΚΣ) παρουσίασε τις θέσεις του τον Ιούνιο του 2003. Όπως φαίνεται από την έκδοση, η συγγραφή του κειμένου πρέπει να ολοκληρώθηκε το Μάιο. Αυτό είναι κάτι το οποίο καλό είναι να επισημανθεί, καθώς είναι φανερό ότι στις θέσεις δεν υπάρχει εκτίμηση για την κατάσταση του αντιπολεμικού και αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, μετά και την κοιλιά του καλοκαιριού με την ολοκλήρωση και του εξαμήνου της ελληνικής προεδρίας στην ΕΕ. Παρά το γεγονός ότι στην έκδοση που κυκλοφορεί οι θέσεις του ΚΣ αναπτύσσονται σε 90 σελίδες, εντούτοις υπάρχουν σημαντικές αντιφάσεις και αναπάντητα ερωτήματα, κρίσιμα προκειμένου να βρούμε άκρη στο κοινό ζητούμενο τόσο στην νΚΑ όσο και στα μέλη μιας σειράς άλλων οργανώσεων, μεταξύ των οποίων και η δική μας: πώς θα καταστεί δυνατή η οικοδόμηση μιας διακριτής, κοινωνικά ριζωμένης αντικαπιταλιστικής αριστεράς.

Στη βάση των εκτιμήσεων που αναπτύσσονται από το ΚΣ της νΚΑ βρίσκεται η εκτίμηση ότι τα κινήματα παγκοσμίως ανακάμπτουν, την ίδια στιγμή που οι δυνάμεις της ρεφορμιστικής αριστεράς, σοσιαλδημοκρατικής και σταλινικής κατεύθυνσης, εμφανίζονται στα μάτια των εργαζομένων και της νεολαίας απαξιωμένες. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, η ανάπτυξη του αντιπαγκοσμιοποιητικού και του αντιπολεμικού κινήματος, διεθνώς αλλά και στην Ελλάδα, βρίσκει τις δυνάμεις του ρεφορμισμού σε μια προσπάθεια να ανακτήσουν ένα μέρος έστω από την χαμένη τους τιμή. Κοντά σε αυτούς, ένα μέρος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, με την απόφασή του να συμμετάσχει στα διάφορα εθνικά και διεθνή φόρα (Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ, Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ κτλ), σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΚΣ, δορυφοροποιείται γύρω από την επίσημη αριστερά, υποτασσόμενη κατ’ ουσίαν σε αυτή. Έτσι φαίνεται ως αναγκαία, από τις δυνάμεις της «Πρωτοβουλίας Αγώνα 2003» η οικοδόμηση μιας διακριτής αντικαπιταλιστικής αριστεράς που θα συγκροτείται σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο, ανταγωνιστικά προς όλους τους υπόλοιπους. Χωρίς άρνηση, θεωρητικά, της δυνατότητας κοινών δράσεων με άλλες κινηματικές δικτυώσεις, πρακτικά προωθείται η περιχαράκωση και ο απομονωτισμός, από όλο το υπόλοιπο κίνημα. Και αυτό παρά το γεγονός ότι ταυτόχρονα δεν υπάρχει κανένας δισταγμός στο να κατηγορείται το ΚΚΕ για σεχταρισμό. Κοντά σε αυτά το Αριστερό Αντικαπιταλιστικό Μέτωπο προβάλλεται ως κάτι το καινούριο, κάτι το οποίο δεν έχει καμία σχέση με τα όσα όλοι οι υπόλοιποι έχουν κατά καιρούς προτείνει.

Το πρώτο σοβαρό αγκάθι το οποίο καλείται το ΚΣ και γενικότερα η νΚΑ να αντιμετωπίσει είναι η αντίφαση που αναφύεται όσον αφορά τα τεκταινόμενα στα Φόρα. Είναι κραυγαλέο και συνάμα ανυπόφορο, να προσπαθείς να υποτάξεις την πραγματικότητα στις αναλύσεις σου. Στις θέσεις τα Φόρα προβάλλονται ως χώροι όπου στην «πραγματικότητα» δεν αποτελούν πεδίο συνάντησης και έκφρασης των κινημάτων αλλά χώρους στους οποίους συναντιέται η ρεφορμιστική αριστερά, με προεξάρχουσα τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, διάφορους προέδρους της και βουλευτές, με τμήμα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που ούτε λίγο ούτε πολύ κατεβάζει τα παντελόνια της, προκειμένου να πραγματοποιηθεί αυτή η σε μίνιμουμ επίπεδο «πολιτική» συμμαχία. Αλλά γιατί τότε σε πανευρωπαϊκό επίπεδο συγκροτούνται ανταγωνιστικά από τη μια μεριά το σαφέστατα ρεφορμιστικό Ευρωπαϊκό Αριστερό Κόμμα, όπου συμμετέχει και ο Συνασπισμός και από την άλλη η Ευρωπαϊκή Αντικαπιταλιστική Αριστερά, όπου συμμετέχουν οι αντικαπιταλιστικές οργανώσεις που κατά βάση δραστηριοποιούνται μέσα στα διάφορα Φόρα;(1)

Το γεγονός αυτό επισημαίνεται και από τις θέσεις του ΚΣ. Πως ερμηνεύεται; Με μια αστεία «διαπίστωση» του στιλ ότι η Ευρωπαϊκή Αντικαπιταλιστική Αριστερά συγκροτείται στη βάση μιας μοιρολατρικής αποδοχής της ΕΕ, η υλοποίηση της οποίας τάχα θεωρείται περίπου ως αναπόδραστη αναγκαιότητα. Πρόσφατα, ωστόσο η LCR καταψήφισε το λεγόμενο σχέδιο ευρωσυντάγματος. Αυτό πάλι πώς μπορεί να εξηγηθεί; Αν και οι θέσεις είχαν ήδη γραφτεί πριν από την καταψήφιση του σχεδίου από την LCR, εντούτοις με βάση τη συγκεκριμένη λογική είναι πραγματικά μάλλον μια πράξη ανεξήγητη. Όπως ανεξήγητη είναι η «διαπίστωση» ότι οι δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς έχουν εγκαταλείψει το πεδίο της ταξικής πάλης. Από που προκύπτει πάλι αυτό ρε σύντροφοι;

Το πρόβλημα πηγάζει από το ότι οι σύντροφοι της νΚΑ, του ΝΑΡ και της «Πρωτοβουλίας» συνολικά δεν θέλουν με τίποτα να δουν ότι στις μέρες μας, τουλάχιστον για τις χώρες που είναι ήδη μέλη, το πρόβλημα της εναντίωσης στην ολοκλήρωση της καπιταλιστικής ΕΕ, η οποία ούτως ή άλλως δεν μεταρρυθμίζεται παρά πρέπει να ανατραπεί, δεν μπορεί να γίνει με γενικόλογες αναφορές και διακηρύξεις ενάντια σε μια αόριστη εναντίωση σε μια αόριστη καπιταλιστική ΕΕ. Σήμερα, όπως τουλάχιστον εκτιμούμε, η ρήξη με την ολοκλήρωση αυτής της περιφερειακής ένωσης, μπορεί να πραγματοποιηθεί επικεντρώνοντας στα συγκεκριμένα κάθε φορά ζητήματα που θέτει αυτή η ολοκλήρωση και πάντα χωρίς αυτά τα ζητήματα να αποκόπτονται από μια συνολική στρατηγική ρήξης με τη συστημική βάση πάνω στην οποία συγκροτείται η ΕΕ. Με αυτή τη λογική δεν θεωρούμε καθόλου άχρηστη δουλειά την υπεράσπιση και την προώθηση των δικαιωμάτων των εργαζομένων, της νεολαίας, των μειονοτήτων κτλ σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Για όποιον διάβασε εκτός από τον τίτλο και το περιεχόμενο του βιβλίου της Ρόζα Λούξεμπουργκ «Μεταρρύθμιση ή Επανάσταση» θα ξέρει ότι η προώθηση των μεταρρυθμίσεων για τους επαναστάτες δεν έρχεται σε σύγκρουση με τη υπόθεση της ανατροπής του καπιταλισμού καθότι τα οφέλη που προκύπτουν από την επίτευξη μεταρρυθμίσεων έχουν ως αποτέλεσμα η εργατική τάξη να συνειδητοποιεί τη δύναμή της όταν αγωνίζεται και παράλληλα προκαλεί μια έστω μικρή αν και επισφαλή βελτίωση ή προάσπιση του βιοτικού της επιπέδου. Αλλά η ανατροπή τόσο της ΕΕ όσο και του συστήματος επί του οποίου αυτή οικοδομείται, δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί με όρους εθνικής αναδίπλωσης. Αυτό δεν σημαίνει, όπως μπορεί ορισμένοι να φαντάζονται, ότι μια διαδικασία ανατροπής της αστικής εξουσίας και οικοδόμησης από την άλλη εργατικών καθεστώτων, πρέπει να γίνει ταυτοχρόνως διεθνώς. Σημαίνει όμως ότι η οποιαδήποτε κοινωνική ανατροπή αυτού του άδικου, εκμεταλλευτικού συστήματος που ζούμε σήμερα, προκειμένου να γίνει με βιώσιμους όρους και κυρίως προκειμένου να μπορέσει να θέσει τις βάσεις όχι απλώς για το πάρσιμο της εξουσίας από τους καταπιεσμένους αλλά για το ξεπέρασμα των αντιφάσεων που κουβαλάει μια μεταβατική κοινωνία όπως είναι ένα εργατικό κράτος (όπως έδειξε η εμπειρία των καθεστώτων της Αν. Ευρώπης και όχι μόνο) θα πρέπει να βασιστεί στη διεθνή αλληλεγγύη του εργατικού κινήματος, υποτάσσοντας τα ιδιαίτερα συμφέροντά του στα διεθνή συμφέροντα του κινήματος. Με αυτή τη λογική και επειδή δεν αρκεί να κρατάμε μονίμως μια στάση αποκλειστικά καταγγελτική, δεν προπαγανδίζουμε την «αποδέσμευση-διάλυση της ΕΕ», αντίθετα προτείνουμε τη δυνατότητα οικοδόμησης μιας Ενωμένης Σοσιαλιστικής Ευρώπης, συνδέοντας, δια μέσω του συγκεκριμένου, όλα τα άλλα επί μέρους αιτήματα που αφορούν στην υπεράσπιση και βελτίωση των δικαιωμάτων και του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων, της νεολαίας κτλ με το στρατηγικό στόχο της ανατροπής του καπιταλισμού, για μια σοσιαλιστική προοπτική. Σε ότι δε αφορά το ρεύμα μας, είναι ξεκάθαρο από τις αρχές του ακόμα ότι η «δικτατορία του προλεταριάτου» δεν μπορεί να σημαίνει δικτατορία επί του προλεταριάτου από κάποιους κομματικούς γραφειοκράτες που οικοδομούν υποτίθεται το σοσιαλισμό. Η εργατική εξουσία ή θα είναι συνυφασμένη με την εργατική δημοκρατία (εργατικά συμβούλια, διαχείριση των επιχειρήσεων από τους ίδιους τους παραγωγούς του κοινωνικού πλούτου, πολυκομματισμό, κ.ά.) ή θα είναι μια γραφειοκρατική παραμόρφωσή της.

Θα έπρεπε λοιπόν να είναι σαφές ότι αστειότητες του στιλ «το Φόρουμ παίζει το παιχνίδι του γαλλογερμανικού άξονα» δεν αντέχουν σε κριτική. Αν οι προθέσεις των ρεφορμιστών είναι πράγματι τέτοιες, από τη δική μας πλευρά κάθε άλλο παρά για ευρωστρατούς, ευρωαστυνομίες, ευρωτρομονόμους και διάφορα άλλα ανάλογα κατασκευάσματα παλεύουμε. Απέναντι στις προσπάθειες ολοκλήρωσης της καπιταλιστικής ΕΕ, το καλύτερο φάρμακο δεν είναι άλλο παρά ο διεθνής συντονισμός των κινημάτων, των δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, των επαναστατικών δυνάμεων ειδικότερα. Έτσι, και όχι με φραστικούς βερμπαλισμούς και λιβανιστήρια «επαναστατικών» λέξεων, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για το βάθεμα της αμφισβήτησης του κοινωνικού στάτους που βιώνουμε οι εργαζόμενοι και οι νέοι σε ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο γενικότερα. Καλώς ή κακώς τα προβλήματα τα οποία καλούμαστε να λύσουμε είναι διεθνικά στο περιεχόμενο και εθνικά στη μορφή. Και καλώς ή κακώς δεν βρισκόμαστε σύντροφοι σε προεπαναστατική κατάσταση.

Αν όμως είναι βασική συνιστώσα ο διεθνισμός στην υπόθεση την κομουνιστικής απελευθέρωσης, θα πρέπει οι σύντροφοι της νΚΑ, στο σύνολό της, να μας απαντήσουν: 1) Τι έκαναν αυτοί και συνολικά το ΝΑΡ για την προώθηση του διεθνούς συντονισμού των κινημάτων; 2) Δεδομένου ότι σωστά ασκούν κριτική στο ΚΚΕ για την υποτίμηση και συκοφάντηση του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος, ποια ήταν η δική τους στάση απέναντι στο κίνημα μέχρι και τα γεγονότα στη Γένοβα; 3) Πώς έχουν προωθήσει το συντονισμό των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε διεθνές επίπεδο; 4) Πώς έχουν προωθήσει το συντονισμό των δυνάμεων της επαναστατικής αριστεράς σε διεθνές επίπεδο επίσης; Η απάντηση σε όλα αυτά είναι ότι το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα υποτιμήθηκε αρχικά από την πλευρά τους, ενώ δεν έχουν απολύτως καμία συμβολή στις διεργασίες που συντελούνται τόσο για το συντονισμό των κινημάτων, όσο και για το συντονισμό των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς αλλά και ειδικότερα της επαναστατικής αριστεράς. Είπαν όχι στα Φόρα, δεν συμμετέχουν σε καμιά διεθνή και απουσιάζουν από τις εξελίξεις της Ευρωπαϊκής Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, όχι μόνο λόγο της μη εκπλήρωσης των κριτηρίων που η τελευταία έχει θέσει, αλλά και λόγο της άρνησης τους να συνευρεθούν με οτιδήποτε θεωρούν ότι κινείται έξω από τη λογική τους. Το αποτέλεσμα είναι πως, παρά την εκτίμησή τους ότι το αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα έχει επανεισάγει το διεθνισμό και μάλιστα με νέους όρους, ο «διεθνισμός» τους παραμένει σε ένα πολύ πρωτόλειο και εν πολλοίς διακηρυκτικό επίπεδο.

Το πρώτο πράγμα που θα ακούσει κανείς όταν συζητήσει με συντρόφους από τον ευρύτερο χώρο της «Πρωτοβουλίας», και όχι μόνο με τη νΚΑ, είναι η άρνησή τους να γίνουν ουρά της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, καθώς και της κομματικής γραφειοκρατίας του Συνασπισμού. Χωρίς να παραβλέπουμε το γεγονός ότι το Φόρουμ δεν είναι ένας χώρος συνεύρεσης αγίων στην πραγματικότητα οι σύντροφοι της «Πρωτοβουλίας» αγνοούν ή παραβλέπουν ότι το Φόρουμ είναι ένα μέτωπο δράσης στη βάση κοινών στόχων, τουτέστιν δεν μπορεί ένα κόμμα ή μια οργάνωση, εκμεταλλευόμενη το μέγεθός της να επιβάλει τις απόψεις της. Τα δε συνδικάτα έχουν πρακτικά μια μορφή συνεργασίας και όχι συμμετοχής στο Φόρουμ. Τα παραπάνω έχουν ως αποτέλεσμα ότι τα μέλη των οργανώσεων της εξωκοινωβουλευτικής αριστεράς έχουν καταφέρει να επιδείξουν μια αξιοπρόσεκτη δραστηριοποίηση που πολλές φορές χρωματίζει τις δραστηριότητες του Φόρουμ τόσο σε τοπικό, όσο και σε κεντρικό επίπεδο. Αυτά δεν αναιρούν τα προβλήματα που βάζει ο κεντρικός ρόλος των οργανώσεων στη λειτουργία του Φόρουμ, ούτε φυσικά και εξαλείφουν τις τάσεις χρησιμοποίησης του Φόρουμ προς ίδιον κυρίως όφελος, τόσο από το Συνασπισμό όσο και από άλλες οργανώσεις, κάνοντας μια κακώς εννοούμενη χρήση της συμμετοχής τους σε αυτό. Τούτο συμβαίνει κάθε φορά που η θεμιτή επιδίωξη όλων των οργανώσεων και του Συνασπισμού να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη από τη συμμετοχή τους στα κινήματα και στο Φόρουμ ειδικότερα, πραγματοποιείται σε βάρος της αυτονομίας αυτού του τελευταίου.

Το πρόβλημα που επιπλέον έχει προκύψει από το καλοκαίρι και ύστερα είναι η στάση των διαφόρων οργανώσεων αναφορικά με τις επερχόμενες εκλογές. Συγκεκριμένα, ένα σημαντικό κομμάτι οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που συμμετέχουν στο Φόρουμ προσανατολίζεται με διάφορους τρόπους σε κοινό εκλογικό κατέβασμα με το Συνασπισμό. Το εκλογικό κατέβασμα με δυνάμεις του ρεφορμισμού δεν είναι από θέση αρχής κάτι το οποίο θα πρέπει να αποφεύγεται. Ωστόσο, σε συνθήκες όπως οι σημερινές, το αποτέλεσμα είναι η μετατροπή ουσιαστικά των προσπαθειών για κοινό εκλογικό κατέβασμα σε πολιτικό σωσίβιο για το Συνασπισμό, χωρίς ωστόσο να εξασφαλίζει κάποιο ιδιαίτερο όφελος στους εργαζόμενους, με την έννοια ότι δεν προσφέρει μια πολιτική λύση σε αυτούς ικανή να αλλάξει τους ταξικούς συσχετισμούς υπέρ τους. Συνάμα, μια τέτοια εκλογική κάθοδος, δεν προωθεί υπό τις παρούσες συνθήκες ούτε και την υπόθεση της ανασύνθεσης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στη χώρα μας, στο βαθμό που η διεύρυνση της επιρροής της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στους ψηφοφόρους και τα μέλη των ρεφορμιστικών κομμάτων δεν μπορεί παρά να συντελεστεί στις σημερινές συνθήκες μόνο με την αυτοργάνωση και αυτενέργεια των ίδιων των εργαζόμενων μέσα απ’ την έμπρακτη αγωνιστικότητά τους. Το πρόβλημα φυσικά σε σχέση με το Φόρουμ δεν αφορά στην πρόθεση ορισμένων να κατέβουν με το Συνασπισμό στις εκλογές. Το πρόβλημα υπάρχει στο βαθμό που επιχειρείται να θεωρηθεί μια τέτοια εκλογική συμμαχία ως έκφραση των πολιτικών διαθέσεων του κόσμου που μετέχει στο Φόρουμ, καθώς αυτό είναι κάτι που δεν ισχύει συνολικά για όλους τους συμμετέχοντες και όσους το βλέπουν με συμπάθεια, δημιουργώντας έτσι τόσο στο εσωτερικό του Φόρουμ όσο και στον περίγυρό του μια αρνητική κατάσταση. Παρόλα αυτά το Φόρουμ είναι η μοναδική δικτύωση με κινηματικά χαρακτηριστικά στη Ελλάδα που κατάφερε να λειτουργήσει αποκεντρωμένα σε επίπεδο γειτονιάς με την πλειοψηφία των τοπικών φόρουμ να αναπτύσσονται σε επαρχιακές πόλεις. Κατάφερε μήπως η «Πρωτοβουλία» κάτι παραπάνω σε αυτό το επίπεδο; ½έχωρα το γεγονός ότι οι δυνάμεις που συγκρότησαν το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ κατάλαβαν πολύ νωρίτερα από τις δυνάμεις της «Πρωτοβουλίας» αλλά και του ΚΚΕ τη σημασία του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος. Εξού και η περισσότερο έγκαιρη χρονικά κινητοποίησή τους προς αυτή την κατεύθυνση.

Παρά το κοινό εκλογικό κατέβασμα κάποιων εκ των οργανώσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς με το Συνασπισμό αυτό δεν σημαίνει, μ’ όλα τα εμπόδια που βάζει, ότι η υπόθεση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς μπορεί ποτέ να προχωρήσει στα σοβαρά στην Ελλάδα, χωρίς να συμπεριλαμβάνονται σε ένα τέτοιο εγχείρημα και αυτές. Φυσικά είναι προφανές ότι ούτε χωρίς τις δυνάμεις που σήμερα συσπειρώνονται στην «Πρωτοβουλία» μπορεί να προχωρήσει μια προσπάθεια αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης. Εξάλλου, επειδή οι δυνάμεις που κινούνται στο χώρο του ΜΕΡΑ έχουν επιδείξει έμπρακτα αρκετό καιρό τώρα τη διάθεση να προχωρήσουν στη συγκρότηση ενός πόλου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και με δεδομένο το μέγεθος το οποίο συγκεντρώνει που για τα ελληνικά δεδομένα είναι αρκετά σημαντικό, οι δυνάμεις που τώρα αποτελούν την «Πρωτοβουλία» έχουν σήμερα μια ιδιαίτερη ευθύνη για το αν θα πετύχουν ή όχι οι προσπάθειες πολιτικής ανασύνθεσης της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Και εδώ προβάλει άλλο ένα σοβαρό πλαίσιο ερωτημάτων στο οποίο ο χώρος αυτός καλείται να απαντήσει και το οποίο οι θέσεις του ΚΣ της νΚΑ αφήνουν αναπάντητο: Τι θα εμπόδιζε τις δυνάμεις της «Πρωτοβουλίας», συγκροτημένες σε έναν ιδιαίτερο πόλο, να συμμετέχουν στα Φόρα (Παγκόσμιο, Ευρωπαϊκό, Ελληνικό) προβάλλοντας παράλληλα την ανάγκη οικοδόμησης και στη χώρα μας μιας διακριτής και κοινωνικά ριζωμένης αντικαπιταλιστικής αριστεράς; Τι θα εμπόδιζε τις δυνάμεις της «Πρωτοβουλίας» να προπαγανδίζουν το δικό τους πρόγραμμα και να μην χαριστούν ούτε κατ’ ελάχιστο στην κριτική τους στους ρεφορμιστές του Συνασπισμού, των συνδικάτων, ακόμα και με τις διαφορές τους με τις υπόλοιπες οργανώσεις που έχουν αντικαπιταλιστική αναφορά; Τι θα εμπόδιζε τις δυνάμεις της «Πρωτοβουλίας» να διεκδικήσουν ακόμα και το κοινό εκλογικό κατέβασμα με τις αντικαπιταλιστικές οργανώσεις του Φόρουμ, δίνοντας έτσι μια διέξοδο και στις δυνάμεις αυτές, αυξάνοντας ακόμα περισσότερο τις πιέσεις σε όσες οργανώσεις επιθυμούν να συνεργαστούν με το Συνασπισμό και παράλληλά ενισχύοντας και η «Πρωτοβουλία» την όποια δική της παρουσία στις εκλογές; Μάλλον τίποτα. Τότε;

Είναι αστείο να θεωρείτε σύντροφοι της νΚΑ ότι ουσιαστικά, ούτε λίγο ούτε πολύ, η μόνη οργάνωση που επιζητά το ξεπέρασμα του καπιταλισμού είστε εσείς ή έστω οι δυνάμεις της «Πρωτοβουλίας». Όπως είναι αστείο να θεωρείτε ότι το Φόρουμ ούτε λίγο ούτε πολύ λειτουργεί κάπως σαν κόμμα. Εν πάση περιπτώσει κανένας από εμάς δεν πήρε καμιά «απόφαση» να δορυφοροποιηθεί ή να γίνει ουρά του Συνασπισμού. Το γεγονός ότι η οργάνωσή μας, αλλά και το ½εκίνημα και η Εργατική Πάλη, έχουν τοποθετηθεί σαφώς ενάντια στο εκλογικό κατέβασμα με τον Συνασπισμό και προσπαθούν να προωθήσουν την υπόθεση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς αποδεικνύει ότι και στο Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ υπάρχουν δυνάμεις που ενδιαφέρονται για την υπόθεση της αντικαπιταλιστικής ανασύνθεσης. Και φυσικά το όποιο εκλογικό κατέβασμα όποιων από τους υπόλοιπους τελικά το πράξουν με το Συνασπισμό δεν σημαίνει ότι οργανώσεις όπως η ΔΕΑ π.χ. αδιαφορούν για μια τέτοια ανασύνθεση.

Ένα βασικό πρόβλημα που αναφύεται εξάλλου από το κείμενο με τις θέσεις του ΚΣ έχει να κάνει με τον τρόπο που γίνεται κατανοητή η συνείδηση των μαζών και ως εκ τούτου με τον τρόπο που προσεγγίζεται η εργατική τάξη και η νεολαία. Διαβάζοντας έτσι κανείς τις θέσεις καταλαβαίνει ότι, ούτε λίγο ούτε πολύ, η συνείδηση εξελίσσεται με έναν ευθύγραμμο τρόπο, συσσωρεύοντας προοδευτικά αγωνιστικές εμπειρικές που θα έχουν ως αποτέλεσμα το βάθεμα της αντικαπιταλιστικής ρήξης στο επίπεδο των αγώνων και τη συγκρότηση τόσο του Αριστερού Αντικαπιταλιστικού Μετώπου, όσο και της νΚΑ, του ΝΑΡ, κτλ. Στη βάση αυτή, εντωμεταξύ, είναι σαφές ότι κάθε φορά που γίνεται λόγος για μέτωπα τίθεται μονίμως ένα ζήτημα βαθέματος του επιπέδου πολιτικής ενότητας, προφανώς πάντα σε ένα πλαίσιο αντικαπιταλιστικό, θέτοντας έτσι ως προαπαιτούμενο την πολιτική συμφωνία προκειμένου να υπάρξει ακόμα και κοινή δράση πάνω σε κοινούς στόχους. Αυτό οδηγεί ακόμα και σε κινηματική περιχαράκωση και είναι αυτή ακριβώς η λογική που οδηγεί όλες τις απόπειρες μετωπικών προτάσεων της νΚΑ, του ΝΑΡ, του ΜΕΡΑ, της «Πρωτοβουλίας» σε χωριστές παρεμβάσεις. Έτσι, παρόλες τις προσπάθειες του ΚΣ της νΚΑ να παρουσιάσει το Αριστερό Αντικαπιταλιστικό Μέτωπο που προτείνει ως κάτι το διαφορετικό και το νέο, επί τις ουσίας δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ακόμα ανακύκλωση της κλασικής σταλινικής αντίληψης περί μετώπων, με αρκετά τριτοπεριοδικά χαρακτηριστικά. Δεν θα βρείτε ούτε μια φορά σε ολόκληρο το έργο του Λένιν συγκρότηση μετώπων με προγραμματικές συμφωνίες και «οργανικές» ενότητες. Ένα μέτωπο δεν μπορεί να συγκροτείται πάνω στη βάση μιας προγραμματικής συμφωνίας. Τα προγράμματα χαρακτηρίζουν τα κόμματα και όχι τα μέτωπα. Στα μέτωπα ο κάθε πολιτικός φορέας πρέπει να διατηρεί και να παλεύει τις απόψεις του χωρίς προαπαιτούμενα και προγραμματικές δεσμεύσεις, στη βάση μονάχα μιας κοινής στόχευσης επί της οποίας συγκροτείται ένα μέτωπο. Με αυτούς τους όρους συμμετέχουμε σε κάθε προσπάθεια που έχει κινηματικό χαρακτήρα. Με αυτόν τον τρόπο συμμετέχουμε και στα Φόρα. Και είναι αυτό που δεν μπορεί ή δεν θέλει να καταλάβει το ΝΑΡ, η νΚΑ και οι συνοδοιπόροι τους στην «Πρωτοβουλία». Ούτε ουρές γινόμαστε ούτε δορυφόροι. Παλεύουμε τις απόψεις και τις θέσεις μας, συμμετέχοντας στα Φόρα χωρίς συμβιβασμούς, χωρίς συμψηφισμούς και χωρίς υποχωρήσεις. Με κουκουλώματα των διαφορών που υπάρχουν, δεν επιτυγχάνεται η πολιτική αντιπαράθεση για την αναζήτηση και τη διαμόρφωση κάθε φορά της περισσότερο σωστής άποψης, καθώς και για το κέρδισμα των αγωνιστών σε αυτήν που ο καθένας θεωρεί ότι είναι η σωστότερη. Ας γίνει επιτέλους κατανοητό ότι η συνείδηση των εργαζόμενων, νεολαιΐστικων και γενικότερα των καταπιεσμένων μαζών δεν χαρακτηρίζεται από συγχύσεις και αντιφάσεις μονάχα και ειδικά στις μέρες μας. Η πολυχρωμία των κινημάτων είναι ένα από τα βασικά τους χαρακτηριστικά σε κάθε εποχή, γεγονός που επιβάλει στις οργανώσεις και τα κόμματα να σέβονται την αυτονομία τους, παλεύοντας παράλληλα μέσα σε αυτά τις ιδέες τους. Και εν τοιαύτη περιπτώσει με τελεσίγραφα πολιτική δεν γίνεται: ή θα παλεύουμε στα κινήματα μαζί με τους ρεφορμιστές για να τους ξεμπροστιάζουμε και να αποσπούμε από την επιρροή τους τούς εργαζόμενους και τη νεολαία ή που θα ακουγόμαστε ως «φωνή βοώντος εν τη ερήμω».

Τα προβλήματα που αναφέρθηκαν παραπάνω, χωρίς να παραγνωρίζουμε τη σημασία και μιας σειράς άλλων ζητημάτων με τα οποία όμως δεν είναι δυνατό να ασχοληθούμε στο συγκεκριμένο άρθρο, έχουν ως αποτέλεσμα τη δημιουργία άσχημων καταστάσεων στο εσωτερικό της νΚΑ. Τόσο η εμφάνιση φωνών αμφισβήτησης από τα ίδια της τα μέλη, με αποκορύφωμα την εμφάνιση μιας αρκετά συγκροτημένης εσωτερικής αντιπολίτευσης κάτω από την πλατφόρμα «Πρόταση για την επαναστατική ενοποίηση της νΚΑ», όσο και οι οργανωτικές μεθοδεύσεις για τις οποίες καταγγέλλεται το σημερινό ΚΣ είναι βασικά συμπτώματα της αδυναμίας της νΚΑ και του ΝΑΡ να μπορέσει να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα από την προοδευτική του αποδυνάμωση και να επαναπροσανατολιστεί σωστά στο κίνημα.

Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε ακόμα αρκετά σχετικά με τα όσα έχουν γραφτεί στις θέσεις του ΚΣ. αλλά θα ήταν μάλλον σκόπιμο να γίνει παρακάτω και μια αναφορά στο κείμενο αντι-εισήγησης που κατατέθηκε στα πλαίσια του προσυνδιασκεψιακού διαλόγου που αναπτύσσεται στη νΚΑ.

Από τα όσα αναγράφονται φαίνεται αν μη τι άλλο ότι υπάρχει μια διαφορά στο κείμενο της μειοψηφίας, καθώς ξέχωρα από όλα τα άλλα, τουλάχιστον αναφορικά με τα ζητήματα με τα οποία καταπιανόμαστε παραπάνω, μπορεί κανείς να διαπιστώσει μια μεγαλύτερη γείωση με την πραγματικότητα αλλά και μια προσπάθεια για καλύτερη κατανόηση της μαρξιστικής θεωρίας και πράξης. Έτσι μπορεί να διαπιστώσει κανείς μια διαφοροποίηση στον τρόπο που αντιμετωπίζει τα διάφορα κινήματα που αναπτύχθηκαν το τελευταίο διάστημα. Για παράδειγμα κατανοεί την ανάγκη της κοινής δράσης με τους ρεφορμιστές παρά το γεγονός ότι δεν μπαίνει στη διαδικασία να απαντήσει συγκεκριμένα στο πώς τελικά θα δράσει από κοινού μαζί τους. Είναι ωστόσο διακριτή η διαφορά στην κατανόηση των μεταβολών που συντελούνται στο επίπεδο της συνείδησης, καθώς υπάρχει βαθύτερη κατανόηση των αντιφάσεών της.

Ωστόσο θα πρέπει να επισημάνουμε και εδώ δύο βασικά ζητήματα τα οποία τελικά λειτουργούν αρνητικά στην προσπάθεια να βγουν αποφασιστικά και με ξεκάθαρη πρόταση όσον αφορά τις σχέσεις της νΚΑ, του ΝΑΡ και της «Πρωτοβουλίας» με τα Φόρα. Το ένα έχει να κάνει με την εκτίμησή τους για το Αριστερό Αντικαπιταλιστικό Μέτωπο και το άλλο με την προσπάθεια νομιμοποίησης από την πλευρά τους της ανεξάρτητης λειτουργίας της «Πρωτοβουλίας» με την παράλληλη μετάθεση των ευθυνών για τα προβλήματα διάσπασης του αντιπαγκοσιοποιητικού κινήματος στην Ελλάδα, στις πλάτες του Ελληνικού Κοινωνικού Φόρουμ και του ΚΚΕ.

Μπορούμε να καταλάβουμε την ανάγκη συγκρότησης των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς μέσα στο κίνημα ως ενός ιδιαίτερου πόλου στη βάση ορισμένων κοινών στόχων. Μπορούμε να καταλάβουμε την ανάγκη ενός πλαισίου που να είναι κοινά αποδεκτό από όλες τις συνιστώσες ενός αντικαπιταλιστικού πόλου, χωρίς να υποχρεώνεται καμιά οργάνωση και κανένας αγωνιστής να υποστείλει την ιδεολογική του ταυτότητα ή να «κουτσουρέψει» το όποιο πρόγραμμά του, στην κατεύθυνση της προοδευτικής μετεξέλιξης ενός τέτοιου πόλου σε κόμμα. Μπορούμε ακόμα να καταλάβουμε την ανάγκη συγκρότησης ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος στα πλαίσια ενός κόμματος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που θα λειτουργεί στη βάση πλειοψηφιών μειοψηφιών. Αλλά το να θέτει κανείς ως προαπαιτούμενο ένα πρόγραμμα ακόμα και για το διάλογο και την κοινή δράση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς είναι σαν να βάζουμε το κάρο μπροστά απ’ το άλογο. Κανένα πλαίσιο δεν μπορεί να διαμορφωθεί «κεκλεισμένων των θυρών». Πόσο μάλλον όταν το όποιο πλαίσιο προτείνεται είναι γνωστό εκ των προτέρων ότι θέτει εκτός κομμάτια της αντικαπιταλιστικής αριστεράς που έχουν ιδιαίτερες απόψεις επί ορισμένων θεμάτων. Αν συμφωνούμε όλοι στην ανάγκη ανατροπής του καπιταλισμού και ειδικότερα στην ανάγκη ανατροπής της καπιταλιστικής ΕΕ, δεν συμφωνούμε όλοι στο πώς και με ποια συνθήματα. Αν συμφωνούμε όλοι στον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του καπιταλισμού της εποχής μας, δεν συμφωνούμε όλοι στο χαρακτήρα του ελληνικού καπιταλισμού, αν είναι δηλαδή εξαρτημένος (βλ. μιλαμδογενείς) ή λειτουργεί ως ένας μικρός τοπικός ιμπεριαλιστικός σχηματισμός. Η εμπειρία από ανασυνθετικές διαδικασίες της αντικαπιταλιστικής αριστεράς διεθνώς μας έχει εφοδιάσει με σημαντικά παραδείγματα τα οποία είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη μας (βλ. Σοσιαλιστικές Συμμαχίες, Συνδιασκέψεις της Ευρωπαϊκής Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, κ.α.).

Τέλος θα πρέπει οι σύντροφοι να επανεξετάσουν τον καταμερισμό των ευθυνών που έχουν κάνει για τη διάσπαση του αντιπαγκοσμιοποιητικού στη χώρα μας. Μπορεί το ΝΑΡ και οι συν αυτό να κατηγορούν το ΚΚΕ για σεχταρισμό, όμως η βάση της λογικής τους είναι η ίδια με αυτή του ΚΚΕ: η προγραμματική συμφωνία, ακόμα και για την κοινή δράση. Το Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να «καβαλήσει το καλάμι». Είναι γεγονός εξάλλου ότι για το Συνασπισμό (και όχι μόνο) είναι βούτυρο στο ψωμί του η μη συμμετοχή στο Φόρουμ του ΚΚΕ και της «Πρωτοβουλίας» καθώς του δίνει την ευκαιρία να αυτοπροβάλλεται ως η βασική πολιτική συνιστώσα του Φόρουμ. Αλλά παρ’ όλα αυτά, το ίδιο το Φόρουμ δεν επιβάλει οργανωτικούς αποκλεισμούς, ιδιαίτερα μάλιστα προς τα αριστερά του. Απεναντίας, θα ήταν «ευχής έργον» να ενταχθούν στο Φόρουμ και το ΚΚΕ και η «Πρωτοβουλία» που τώρα βολεύεται σε μια εύκολη κριτική. Θα γίνει δυνατή τελικά η ενότητα στη δράση σε κινηματικό επίπεδο και η αντικαπιταλιστική ανασύνθεση σε πολιτικό; Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα…

Κώστας Α. Βήτα

Σημείωση

  1. Χαρακτηριστικό τις σύγχυσης που υπάρχει στις θέσεις του ΚΣ της νΚΑ για τα Φόρα και τη συμμετοχή μας σε αυτά είναι και το εξής απόσπασμα: «…οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς συμμετέχουν στο φόρουμ σε μια προσπάθεια να απελευθερώσουν εγκλωβισμένες δυνάμεις, έχοντας μια αντίληψη εισοδισμού και όχι ανεξάρτητου πόλου έκφρασης της εργατικής πολιτικής». Προφανώς για το ΚΣ δεν λέει τίποτα η ανταγωνιστική συγκρότηση του Ευρωπαϊκού Αριστερού Κόμματος και της Ευρωπαϊκής Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Αλλά και για το άλλο το αμίμητο που λένε για τον εισοδισμό, τι να πει κανείς; Οι άνθρωποι προφανώς έχουν άγρια μεσάνυχτα για το τι είδους τακτική είναι αυτή και πότε εφαρμόζεται. Υποκρύπτει εξάλλου και την ύπαρξη αυτής της γελοίας αντίληψης ότι τα φόρα λειτουργούν ως κόμματα. Για την ιστορία να θυμίσουμε μόνο ότι ο εισοδισμός αφορά στη δουλειά των επαναστατικών οργανώσεων μέσα στα κόμματα της ρεφορμιστικής αριστεράς και βασικά στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όπου η ύπαρξη μιας στοιχειώδους έστω εσωκομματικής δημοκρατίας επέτρεπε και επιτρέπει την εμφάνιση τάσεων. Η τακτική αυτή αποσκοπεί όντως στην «απελευθέρωση εγκλωβισμένων δυνάμεων» που βρίσκονται μέσα στα ρεφορμιστικά κόμματα προκειμένου να καταφέρουν οι επαναστατικές οργανώσεις να συγκροτήσουν επαναστατικά ρεύματα μέσα στα ρεφορμιστικά κόμματα, από το σπάσιμο των οποίων θα προκύψουν ριζοσπαστικά ή και επαναστατικά κόμματα, ριζωμένα στην εργατική τάξη και κοινωνικά διακριτά. Η τακτική του εισοδισμού, ως εκ τούτου, δεν έχει καμιά σχέση με τη συμμετοχή μας στα Φόρα. Μονάχα αδαείς και λάτρεις της σταλινικής πρακτικής της λασπολογίας θα μπορούσαν να ανακαλύψουν τέτοιου είδους σχέσεις.

Σπάρτακος 72, Νοέμβρης 2003

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/2003/11/15/για-την-αντικαπιταλιστική-αριστερά-κ/

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s