Το επαναστατικό μαρξιστικό κίνημα στον ελληνικό μεσοπόλεμο

Σπάρτακος 71, Σεπτέμβρης 2003


του Φίλιππου Καλογερίδη

Η ιστορία του ελληνικού τροτσκιστικού κινήματος τον τελευταίο ενάμιση χρόνο βρέθηκε στο προσκήνιο με ένα βίαιο και εξαιρετικά ανορθόδοξο τρόπο, μέσω της σύλληψης του συντρόφου μας Θεολόγου Ψαραδέλη και του φερόμενου ως ηγέτη της 17Ν Α. Γιωτόπουλου. Στο διάστημα που μεσολάβησε από το καλοκαίρι του 2002, τόσο ο αστικός τύπος στο μεγαλύτερο μέρος του, με χονδροειδείς διαστρεβλώσεις των γεγονότων, όσο και τα έντυπα των τροτσκιστικών οργανώσεων, ασχολήθηκαν με την ιστορία του κινήματος μας. Παράλληλα στο ίδιο διάστημα εκδόθηκαν μια σειρά από βιβλία που ασχολούνται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με την ιστορική διαδρομή του ελληνικού τροτσκιστικού κινήματος. Είναι προφανές ότι το ενδιαφέρον για την ιστορία του κινήματος μας αναζωπυρώθηκε και νέοι αγωνιστές αμύητοι στα «ενδότερα» της, ζητούν να μάθουν το τι, το πως και το γιατί. Πρόκειται λοιπόν για ένα ενδιαφέρον που έχει σαν αφετηρία την επικαιρότητα αλλά δίνει την ευκαιρία να προχωρήσει κάποιος σε μια ουσιαστική και βαθύτερη γνώση της ιστορίας του επαναστατικού κινήματος στη χώρα μας.

Εισαγωγικά θέλω να σημειώσω ότι η ιστορία του τροτσκιστικού κινήματος αποτέλεσε αντικείμενο δημόσιας ή εσωτερικής συζήτησης στο παρελθόν, μετά από τα χρόνια του μεσοπολέμου, για πρώτη φορά το 1946-47, όταν ο Ποντίκης (ψευδώνυμο του Σωτ. Τσιγαρίδα) δημοσίευσε στην «Πάλη των Τάξεων», εφημερίδα του Κομμουνιστικού Αρχειομαρξιστικού Κόμματος Ελλάδας (ΚΑΚΕ) ένα ιστορικό ανάγνωσμα σε πολλές συνέχειες σχετικά με την ιστορική διαδρομή του αρχειομαρξισμού. Ακολούθως το 1957 εκδόθηκε από το Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΔΚΕ), ελληνικό τμήμα της Τετάρτης Διεθνούς, ένα μικρό βιβλίο με τίτλο «Βασικά µητήματα του Εργατικού Κινήματος» όπου συνοψίζεται με κριτικό τρόπο όλη η διαδρομή των ιδεών του επαναστατικού μαρξισμού στην Ελλάδα. Στη συνέχεια μετά από την μεταπολίτευση ο παλαίμαχος αγωνιστής Λουκάς Καρλιάφτης (ψευδώνυμο Κ. Καστρίτης) εκδίδει σε τέσσερις τυπωμένους τόμους την «Ιστορία του Μπολσεβικισμού Τροτσκισμού στην Ελλάδα» την οποία ολοκληρώνει σε τέσσερα πολυγραφημένα τομίδια στη δεκαετία του 1990. Μετά από το 1980 όταν τα αρχεία Τρότσκι, που φυλάσσονται στο Χάρβαρντ, ανοίγουν, η Εργατική Διεθνική Ένωση (πρόγονος οργάνωση του σημερινού Εργατικού Επαναστατικού Κόμματος) δημοσιεύει σε 25 συνέχειες, τις οποίες μετά εκδίδει σε μπροσούρα, στοιχεία από τα αρχεία. Στην έρευνα της ΕΔΕ, που δημοσιεύεται στην εφημερίδα της Σοσιαλιστική Αλλαγή, απαντά με πολυσέλιδα δημοσιεύματα ο παλιός αγωνιστής Χρήστος Αναστασιάδης (ψευδώνυμο Χ. Αθανασιάδης) στο περιοδικό Μαρξιστικό Δελτίο. Πρόσφατα τα κείμενα του επανεκδόθηκαν από την Πρωτοπορειακή Βιβλιοθήκη με τίτλο «Ο τροτσκισμός και η εποχή μας». Έκτοτε εκτός από τα σποραδικά δημοσιεύματα σε έντυπα του χώρου, η συζήτηση για την ιστορία του κινήματος μας είχε ατονήσει, μέχρι το καλοκαίρι του 2002.

Κρίσιμο μέγεθος και αμφισβητούμενο στοιχείο όλων των μέχρι τώρα αντιπαραθέσεων ήταν ο ρόλος και ο χαρακτήρας του μεσοπολεμικού αρχειομαρξισμού, η σχέση του με τη διεθνή αριστερή αντιπολίτευση, αλλά και η θέση του Σπάρτακου, του Πουλιόπουλου και του ρεύματος εκείνου που προέκυψε μέσα από την ρήξη του με την ανερχόμενη σταλινική φράξια του ΚΚΕ το 1927. Όπως και οι σχέσεις των δύο ρευμάτων μεταξύ τους.

Στην ενασχόληση με την μεσοπολεμική ιστορία του ελληνικού τροτσκισμού υπάρχει ο κίνδυνος της διολίσθησης στον ακαδημαϊσμό ή τη βυζαντινολογία ή ακόμη και στο ιστορικό κουτσομπολιό, αν χάσει κανείς από το βλέμμα του την πραγματική ανάγκη της πρωτοπορείας του εργατικού κινήματος να διδαχθεί από τα πολύτιμα συμπεράσματα του παρελθόντος, έτσι ώστε να εξοπλιστεί θεωρητικά και να αντιμετωπίσει με αποτελεσματικότερο τρόπο τις αναγκαιότητες της ταξικής πάλης σήμερα. Παρακάτω κάνω μία προσπάθεια να αναδείξω ορισμένα στοιχεία που προκύπτουν από την μεσοπολεμική ιστορία του κινήματος και παραμένουν εξαιρετικά χρήσιμα και επίκαιρα σήμερα.

Εφέτος συμπληρώθηκαν 60 χρόνια από τη δολοφονία τεσσάρων επαναστατών μαρξιστών, μαζί με άλλους 104 αγωνιστές του ΚΚΕ από τους ιταλούς φασίστες στο Κούρνοβο. Πρόκειται για τους Παντελή Πουλιόπουλο, Γιάννη ½υπόλητο, Νώντα Γιαννακό και Γιάννη Μακρή. Αν είναι συνηθισμένη η έκφραση όταν χάνεται κάποιος άνθρωπος να λέμε με ένα συμβατικό τρόπο πως «αφήνει πίσω του κενό», στην προκειμένη περίπτωση η έκφραση αυτή ισχύει με έναν απόλυτο τρόπο. Πράγματι, το επαναστατικό μαρξιστικό κίνημα έχασε τότε, μεταξύ των τριών, την πιο πληθωρική πολιτική και θεωρητική προσωπικότητα που ανέδειξε σ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα: τον Παντελή Πουλιόπουλο. Και για να χρησιμοποιήσω μία έκφραση του παλιού αγωνιστή Λουκά Καρλιάφτη «εμείς ξέρουμε τι μας πήρε το Κούρνοβο».

Οι παραπάνω αγωνιστές συμβολίζουν το ξεκίνημα της Αριστερής Αντιπολίτευσης στην Ελλάδα, η οποία δεν πρωτοεμφανίζεται την πρωτομαγιά του 1923 με την έκδοση του περιοδικού «Αρχείον Μαρξισμού», αλλά αντιθέτως πρωτοεμφανίζεται στα 1926-27 μέσα από την αντιπαράθεση πρωτίστως των Πουλιόπουλου και Παστία Γιατσόπουλου στη λεγόμενη «σύσκεψη παραγόντων του ΚΚΕ» που έγινε στις αρχές του Σεπτέμβρη του 1926, ακολούθως με τα προσυνεδριακά άρθρα στο Ριζοσπάστη, στους πρώτους μήνες του 1927 και στη συνέχεια με τα δελτία του «Νέου ½εκινήματος» στα μέσα του ίδιου χρόνου. Όλη εκείνη η τάση δηλαδή που είχε σαν κομματική βάση την Κομματική Οργάνωση του Πειραιά του ΚΚΕ. Από τα προαναφερόμενα, τίθεται ωστόσο ένα ερώτημα: Και το Αρχείο του Μαρξισμού τι ήταν;

Πριν απαντήσω στην ερώτηση, θέλω να δώσω την εξής πληροφορία: περιοδικό με τα ακριβή χαρακτηριστικά του «Αρχείου Μαρξισμού» στο διάστημα του μεσοπολέμου υπήρξε κι άλλο, ήταν το περιοδικό «Μαρξιστική Βιβλιοθήκη» που εκδόθηκε σε δύο περιόδους, το 1927 και το 1933. Στην πρώτη περίοδο μάλιστα διευθυντής εμφανίζεται ο Θ. Παπακωνσταντίνου, μαρξιστής στο διάστημα του μεσοπολέμου και φανατικός αντικομμουνιστής μετά τον πόλεμο και εν κατακλείδι υπουργός Παιδείας της Χούντας. Η έκδοση δηλαδή ενός περιοδικού με κλασσικά μαρξιστικά κείμενα δεν σηματοδοτεί και την ύπαρξη μαρξιστικής πολιτικής οργάνωσης.

Για να κατανοήσουμε λοιπόν την εμφάνιση και τον χαρακτήρα του Αρχείου μέχρι το 1930 μετά το 1930, ιδιαίτερα με την σύνδεση του με τον Τρότσκι και την ΔΑΑ διαφοροποιείται θα πρέπει να ερμηνεύσουμε την περίοδο της ιστορίας του ΚΚΕ μέχρι το 1927 τουλάχιστον ως ιστορία φραξιών, τάσεων και ομάδων, που στο τέλος κυριαρχεί, με την αποπομπή της Ενωμένης Αντιπολίτευσης, το εύστοχα επονομαζόμενο «σταλινικό συγκρότημα».

Στο πρώτο διάστημα, από το ιδρυτικό συνέδριο του ΣΕΚΕ, το Νοέμβριο του 1918 μέχρι και το Εθνικό Συμβούλιο του Φεβρουαρίου του 1924, οι συγκρούσεις και οι αντιπαραθέσεις γίνονται μεταξύ των δύο βασικών ρευμάτων που ενυπάρχουν στο ΣΕΚΕ από την ίδρυση του, του σοσιαλδημοκρατικού και του κομμουνιστικού ρεύματος. Τα δύο ρεύματα μέχρι και το Νοέμβριο του 1922, που γίνεται το έκτακτο συνέδριο η υπεροχή του σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος είναι συντριπτική δεν χαρακτηρίζονται από ομοιογένεια. Ακριβώς το αντίθετο, στο εσωτερικό και των δύο ενυπάρχουν ομάδες με έντονες ή αμυδρές αποχρώσεις. Επί παραδείγματι μπορώ να αναφέρω ως πρώιμη κομμουνιστική ομάδα, την «Ένωση του Κομμουνισμού» που εξέδωσε και το περιοδικό «Κομμουνισμός» στο διάστημα 1920 21 και από την άλλη πλευρά μπορώ να αναφέρω τις ομάδες του Μπεναρόγια και της παλιάς «Φεντερασιόν» από την μία πλευρά και τις τάσεις των Α. Σίδερη και Γ. Γεωργιάδη.

Βεβαίως γεννάται ένα νέο ερώτημα: για ποιο λόγο σοσιαλδημοκράτες και κομμουνιστές συνυπάρχουν στο ίδιο κόμμα για τόσα χρόνια. Η απάντηση εν προκειμένω δεν είναι άλλη από τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του ελλαδικού χώρου. Με άλλα λόγια η ταχύτατη είσοδος του νεαρού ελληνικού καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική του εποχή, γεγονός που δεν επέτρεψε μία εξέλιξη αντίστοιχη με αυτή της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας.

Πολύ συνοπτικά λοιπόν, μετά από το Νοέμβριο του 1922 και μέχρι το Φεβρουάριο του 1924 ο εσωτερικός συσχετισμός μεταξύ των δύο ρευμάτων του ΣΕΚΕ αλλάζει, και μάλιστα εντυπωσιακά, σε όφελος του κομμουνιστικού ρεύματος. Τι έχει μεσολαβήσει; Η τρομακτική μικρασιατική καταστροφή. Η πολιτική της «μακράς και νομίμου υπάρξεως» και του «ιστορικού χαρακτήρα των αποφάσεων της Κομμουνιστικής Διεθνούς» εξεμέτρησε το ζήν και μαζί τους οι εμπνευστές της και οι υποστηρικτές της εντός του κόμματος.

Στο πλαίσιο που περιέγραψα πιο πάνω θα πρέπει να εξηγήσουμε την εμφάνιση τόσο της πρώτης ομάδας ας τη χαρακτηρίσουμε με το μεταγενέστερο όνομα της των αρχειομαρξιστών, που συγκροτήθηκε πέριξ του Φ. Τζουλάτι όσο και εν συνεχεία της έκδοσης του περιοδικού. Με δύο λόγια η συγκεκριμένη ομάδα, που λειτουργεί με ένα εντελώς «συνωμοτικό» τρόπο, έχει κομμουνιστική, τριτοδιεθνιστική αναφορά, αναγνωρίζει την ανάγκη της μόρφωσης των αγωνιστών, θεωρεί ότι αυτή την ανάγκη δεν την καλύπτει η «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» και προχωρεί στην έκδοση του περιοδικού. Δύο παρατηρήσεις μέχρι την έξωση της από το κόμμα: πρώτον, παρά την επίθεση που δέχτηκαν οι πωλητές του περιοδικού στην πρώτη εμφάνιση του, δεν διαγράφτηκαν και το περιοδικό διακινείται κανονικά, δεύτερον, εκπρόσωποι αυτής της ομάδας και συγκεκριμένα ο Τζουλάτι και το Λ. Αποστόλου, όχι μόνο συμμετέχουν στο Εθνικό Συμβούλιο του κόμματος (ο πρώτος τον Φεβρουάριο του 1924 και δεύτερος τον Μάιο του 1923), αλλά έχουν και ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής του κόμματος, τουλάχιστον στις διαδικασίες που είναι γνωστό ότι συμμετείχαν.
Το Αρχείο από το Σεπτέμβριο του 1921 μέχρι και το 1930 που συνδέθηκε με τη Διεθνή Αριστερή Αντιπολίτευση και απετέλεσε το ελληνικό της τμήμα, δεν διαθέτει τουλάχιστον δεν γνωρίζουμε – κανένα προγραμματικό του ή πολιτικό του ντοκουμέντο, εκτός από το κείμενο του ιδρυτικού του πυρήνα, που χρονολογείται από το φθινόπωρο του 1921 και μία ακόμη πληροφορία που καταγράφεται από τον Λ.Κ. σύμφωνα με την οποία κυκλοφόρησε στο εσωτερικό της οργάνωση το 1927 και συζητήθηκε η πλατφόρμα της Αριστερής Αντιπολίτευσης. Επίσης έχουμε από το 1928 και μετά την έκδοση ιδιαίτερων συνδικαλιστικών εφημερίδων (αρτεργάτης κλπ) χωρίς όμως την παρουσίαση μιας ολοκληρωμένης πολιτικής ή συνδικαλιστικής πλατφόρμας.

Γνωρίζουμε, πάντως, ότι για τον χαρακτηρισμό μιας οργάνωσης, αν δηλαδή είναι ή όχι επαναστατική, χρησιμοποιούνται τρία τουλάχιστον βασικά κριτήρια: πρώτον, το προγραμματικό της πλαίσιο, δεύτερον, η πολιτική της τακτική και τρίτον, το εσωκομματικό της καθεστώς. Από τα τρία αυτά κριτήρια, το μόνο που διαθέτει το Αρχείο στην προκειμένη περίπτωση είναι η με ένα γενικό τρόπο κομμουνιστική της αναφορά, ενώ δεν γνωρίζουμε τίποτα για την πολιτική ή συνδικαλιστική της πρακτική ή μάλλον όσα γνωρίζουμε δεν συνάδουν σε καμία περίπτωση με την κομμουνιστική αντίληψη και το εσωκομματικό της καθεστώς για το οποίο, όπως καταμαρτυρούν φίλοι και αντίπαλοι, ήταν τραγικά αντιδημοκρατικό περί αυτού μάλιστα υπάρχει πληθώρα στοιχείων και μαρτυριών. Με αυτά τα κριτήρια λοιπόν το Αρχείο του Μαρξισμού στο διάστημα από το 1921 μέχρι και το 1930, κατά την άποψη μου, αλλά και κατά την άποψη της οργάνωσης που εκπροσωπώ, της ΟΚΔΕ / Σπάρτακος, δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να το κατατάξουμε στο χώρο της Αριστερής Αντιπολίτευσης. Μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους η τοποθέτηση του ΚΔΚΕ, το 1957 (Βασικά µητήματα του Εργατικού Κινήματος) που αναφέρει πως ήταν μία «ιδιότυπη αντικομματική οργάνωση στ’ όνομα ενός απολίτικου και προπαγανδιστικού ψευτομπολσεβικισμού στην περίοδο 1923-30. Αριστερός κεντρισμός στη περίοδο 1930-33. Δεξιός κεντρισμός στην περίοδο 1934-45» και αντικομμουνιστική φιλοκαπιταλιστική ένταξή του στην περίοδο του δεύτερου αντάρτικου. Θα μπορούσα ίσως να αναφέρω πάρα πολλά στοιχεία για να ενισχύσω την άποψή μου, αλλά στη παρούσα φάση δεν είναι αυτό το θέμα και δεν το κρίνω σκόπιμο. Ίσως επανέλθω στη συζήτηση, αν χρειαστεί.

Κατά την άποψή μας η Αριστερή Αντιπολίτευση στην Ελλάδα εκφράζεται από την τάση Πουλιόπουλου-Γιατσόπουλου του ΚΚΕ.

Ας δούμε την εξέλιξή της.

Ο βασικός πυρήνας που την συγκρότησε έχει δεσμούς παλαιότερους από το 1926. Προέρχεται από τις κομμουνιστικές ομάδες των στρατιωτών (και κάποιοι από τα φοιτητικά τους χρόνια, Μοναστηριώτης, Πουλιόπουλος, Νίκολης κλπ) του μικρασιατικού μετώπου και εν συνεχεία από το παλαιοπολεμιστικό κίνημα, ενώ έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην αποβολή της σοσιαλδημοκρατικής δεξιάς από το ΣΕΚΕ και στον κομμουνιστικό προσανατολισμό του κόμματος. Γνωρίζουμε επίσης ότι λειτουργούσε ως φράξια τέτοια από τα τέλη του 1922 (υπάρχουν οι μαρτυρίες του Γ. Ιωαννίδη και του Γ. Μοναστηριώτη).

Η πρώτη σύγκρουση με τη φράξια των κούτβηδων (την πρώτη ομάδα των Α. Χαιτά, Ν. µαχαριάδη και Ευτυχιάδη), δηλαδή τη σταλινική ομάδα έγινε το Σεπτέμβρη του 1926, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας του Πάγκαλου όταν συνεκλήθη η λεγόμενη «σύσκεψη παραγόντων» για να ανασυγκροτήσει το κόμμα που είχε υποστεί τραγική οργανωτική ήττα.

Ας εξετάσουμε λίγο πιο συγκεκριμένα τα γεγονότα. Λίγες ημέρες μετά από την πτώση της δικτατορίας, στις 26 και 29 Αυγούστου, με την υπογραφή «Οργανωτική Επιτροπή», δημοσιεύεται στο Ριζοσπάστη μία προκήρυξη του ΚΚΕ, όπου μεταξύ των άλλων ρίχνει το σύνθημα «µήτω η αριστερή δημοκρατική κυβέρνηση που μπορεί να μας τη δώσει και να μας την εξασφαλίσει μονάχα ο ανεξάρτητος αγώνας της εργατικής τάξης, στηριγμένη πάνω στη φτωχή αγροτιά και προσφυγιά και συνεργαζόμενης μ’ αυτές», αλλά και άρθρα του μετέπειτα ηγέτη του κόμματος, Ν. µαχαριάδη με το ψευδώνυμο Κούτβης που διακηρύττει ότι «το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι υπέρ της αριστερής μπουρζουάδικης δημοκρατίας».

Στη σύσκεψη των παραγόντων, που συγκαλείται στο πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου, γίνεται σφοδρή αντιπαράθεση, με πρωτεργάτες τους Πουλιόπουλο-Γιατσόπουλο εναντίον της άποψης της «αριστερής δημοκρατικής κυβέρνησης» και οι εκπρόσωποι των σταλινικών παρεκκλίσεων προσωρινά μόνο υποχωρούν. Ο Πουλιόπουλος επανεκλέγεται στην ΚΕ και του προτείνεται η γενική γραμματεία και πάλι, την οποία αρνείται. Μετά τη σύσκεψη η αντιπαράθεση πλέον ανοίγεται στις κομματικές οργανώσεις και ιδιαίτερα της Αθήνας και του Πειραιά, όπου η ηγεσία επιχειρεί με διορισμούς στελεχών να ελέγξει την κατάσταση.

Χαρακτηριστικό του εσωκομματικού κλίματος που επικρατεί στη κομματική κοινή γνώμη, καταδικαστικού των απόψεων των κούτβηδων, είναι η κοινή απόφαση των ΚΕ της ΟΚΝΕ και του ΚΚΕ, που δημοσιεύεται στο Ριζοσπάστη στις 27 Οκτωβρίου, σύμφωνα με την οποία «η πολιτική γραμμή, όπως χαράχτηκε μέχρι του καθορισμού της με τις θέσεις της συσκέψεως του Κόμματος της 9ης Σεπτεμβρίου επί του ιδίου ζητήματος, υπήρξε εσφαλμένη, δεξιά, ρεφορμιστική» και ως εκ τούτου «καταργείται το σύνθημα πραγματική δημοκρατία» και «ο αγώνας για τις άμεσες οικονομικές και πολιτικές απαιτήσεις του προλεταριάτου και των συμμάχων του πρέπει απαραιτήτως να διεξάγεται συνδεδεμένα με το σύνθημα της εργατοαγροτικής κυβέρνησης που είναι ο στρατηγικός μας σκοπός».

Τα γεγονότα από εκεί και μετά είναι λίγο πολύ γνωστά. Ο Πουλιόπουλος παραιτείται από την ΚΕ και αποσύρεται στη Θήβα κουρασμένος και καταβεβλημένος ψυχολογικά, ενώ παράλληλα αποσύρει και τη βουλευτική υποψηφιότητα που του κατέθεσε παρά τις αντιρρήσεις του η ΚΕ. Αναλαμβάνει όμως δράση λίγο αργότερα, όταν στις αρχές του Ιανουαρίου ανοίγει η προσυνεδριακή περίοδος, τοποθετείται κατ’ επανάληψη πάνω στα προβλήματα του Κόμματος και ανοίγει μαζί με το Γιατσόπουλο το θέμα της συζήτησης για τη ρώσικη αριστερά, εκδίδει δύο φυλλάδια με το τίτλο «Νέο Ξεκίνημα» και διαγράφεται. Η ομάδα του «κέντρου», Σ.Μ.Χ του ΠΓ διαφωνούν με τις διαγραφές και παραιτούνται, συγκροτώντας μαζί με τους Π.Γ. την Ενωμένη Αντιπολίτευση. Τον Ιανουάριο του 1928 εκδίδεται το περιοδικό Σπάρτακος. Όλη αυτή την εξαιρετικά συνοπτική καταγραφή που σίγουρα αδικεί την πρώτη αριστερή αντιπολιτευτική ομάδα στο ελληνικό κίνημα για τις θέσεις που εξέφρασαν σ’ αυτό διάστημα την έκανα για να δείξω ότι η πραγματική Α.Α. προέκυψε και διαμορφώθηκε μέσα από ανοιχτή πολιτική δράση και σκληρούς εσωκομματικούς αγώνες πάνω σε ένα σαφές μαρξιστικό πολιτικό πλαίσιο, σε αντίθεση με το Α.Μ. το οποίο την ίδια περίοδο κινούνταν μέσα στους συνωμοτικούς μαιάνδρους του και παράλληλα γνώριζε το πρώτο σχίσμα: την λεγόμενη Τρίτη Κατάσταση. Μία διάσπαση που έγινε πάνω στη βάση πρώτον, της ανοιχτής πολιτικής δράσης, σε αντίθεση με τους κλειστούς προπαγανδιστικούς κύκλους του Α. και δεύτερον, εναντίον της εμφυλιοπολεμικής αντιπαράθεσης με τη χρήση μεθόδων φυσικής βίας, που είχε εγκαινιάσει η ηγεσία Γιωτόπουλου.

Στο πρώτο τεύχος του περιοδικού δημοσιεύονται οι θέσεις της Αντιπολίτευσης του ΚΚΕ για την οικονομική και πολιτική κατάσταση, καθώς και ντοκουμέντα της ρωσικής Αριστερής Αντιπολίτευσης και όπως αναφέρεται στην απόφαση της Α’ Συνδιάσκεψης του Σπάρτακου ως Αριστερής Αντιπολίτευσης πλέον που έγινε το 1932 «τις θεωρεί σαν το σοβαρότερο και αληθινά μαρξιστικό ντοκουμέντο που βγήκε μέχρι τότε από πολιτική ομάδα μέσα στο ελληνικό προλεταριακό κίνημα» και «με τις θέσεις του 1928 ολοκληρώνεται η πρώτη προσπάθεια για την αποκρυστάλλωση ενιαίας αντιπολιτευτικής πλατφόρμας».

Η διαδικασία όμως της πολιτικής της διαμόρφωσης είναι συνεχής και επίπονη. Η Ενωμένη Αντιπολίτευση του ΚΚΕ ως τέτοια έχει μικρή περίοδο ζωής. Το Γενάρη του 1929 η ομάδα Σκλάβου Θεοδώρου διατυπώνοντας ουσιαστικά θέσεις πολιτικής διάλυσης απομακρύνεται από την Αντιπολίτευση και εν συνεχεία διαλύεται. Αλλά και τα πράγματα για την ομάδα του Σπάρτακου δεν είναι εύκολα. Η υποτίμηση της οργανωτικής της αποκρυστάλλωσης την οδηγεί στη χαλάρωση και στη διακοπή της έκδοσης του Σπάρτακου για περίπου ένα χρόνο. Στην απόφαση της προαναφερόμενης συνδιάσκεψης επισημαίνεται ότι «καθ’ όλη αυτή τη περίοδο η αντιπολίτευση παρέμεινε σαν μία τάση κομματική που περισσότερο διεκδικούσε τη θέση της μέσα στο κόμμα με την καταπίεση των μελών του, διατηρούσε μία πολύ χαλαρή συγκρότηση των οπαδών της σε ομάδες με ασήμαντα τεχνικά μέσα και έτσι βρέθηκε σε αδυναμία να χαράξει από την αρχή ένα ξεκάθαρο οργανωτικό ξεχωρισμό των πραγματικών οπαδών της από διάφορα παθητικά κομματικά στοιχεία που η κρίση του κόμματος και τα σφάλματα της γραφειοκρατίας τα έριχνε στο περιθώριο της πολιτικής πάλης και που ο σταλινισμός ζήτησε για την ευκολία της πολιτικής του να τα συνδέσει τεχνητά με την αντιπολίτευση με την οποία ποτέ δεν είχανε καμία απολύτως σχέση».
Ο Σπάρτακος ως Αριστερή Αντιπολίτευση του ΚΚΕ ανασυγκροτείται στα μέσα του 1930 και επανεκδίδεται το περιοδικό, ενώ τον Αύγουστο του 1932 πραγματοποιείται η πρώτη της Συνδιάσκεψη. Μέχρι και το 1937, ως Αριστερή Αντιπολίτευση, ως ΟΚΔΕ στη συνέχεια και τελικά ως ΕΟΚΔΕ, η ομάδα αυτή, προεξάρχουσα και καθοριστική φυσιογνωμία της οποίας είναι ο Πουλιόπουλος, ασκεί με την πολιτική της, τις ιδέες της, αλλά και την κριτική της, ιδιαίτερη έλξη σε όλες τις τάσεις, τα ρεύματα και τους αγωνιστές που αποχωρούν ή διαγράφονται από την αρχειομαρξιστική οργάνωση και ουσιαστικά οι διαφορετικές επωνυμίες της είναι αποτέλεσμα των κατά περιόδους ενοποιήσεων που έγιναν με αυτές.

Η σχέση της με το Αρχείο ως ΚΟΜΛΕ(Α) πλέον και τη ΔΑΑ είναι μία πλευρά της παρουσίας της στην οποία ασκείται ιδιαίτερη κριτική ακόμη και σήμερα. Για να κατανοήσει κανείς τη θέση της για ένα διάστημα μάλιστα είχε αποκτήσει πολιτική σχέση με τις ομάδες Ροσμέρ και Λαντάου, που αντιπολιτεύονταν την ΔΔΑ και τον Τρότσκι- πρέπει να λάβει υπόψη του τη βασική αντίληψη που χαρακτήριζε όλη την πολιτική της λειτουργία.

Στο τεύχος του Μαΐου του 1932 ο Σπάρτακος απαντώντας στην κριτική πως στην Ελλάδα ο Τρότσκι αναγνωρίζει το Αρχείο ως τμήμα της ΔΑΑ, το οποίο είναι ισχυρότερο, γράφει «Στα 1930 γάλλοι αντιπολιτευόμενοι μας πρότειναν στην αρχή ένωση Σπάρτακου και Αρχείου και ύστερα προσχώρηση του Αρχείου στη Κομματική Αντιπολίτευση. Μαζί τους συμφώνησε αργότερα κι ο σ. Τρότσκι. Αποκρούσαμε οποιαδήποτε σχέση με την `ισχυροτάτην’ οργάνωση του Αρχείου που την χαρακτηρίζαμε τάφο της Αριστερής Αντιπολίτευσης στην Ελλάδα, αν πρώτα το Αρχείο δεν αποκηρύξει την αντιδραστική του ιστορία και υπόσταση μέχρι τότε και δεν δεχτεί μία αληθινή αριστερή πλατφόρμα δράσης κομματικής κι όχι δευτέρου κόμματος. Σ’ αυτό το σημείο διαφωνήσαμε σαν επαναστάτες πούμαστε κ’ όχι σαν ειδωλολάτρες και με το σ. Τρότσκι. Αγωνιζόμαστε και πιστεύουμε πως ο σ. Τρότσκι θα ιδεί πόσο έβλαψε το κύρος της ΑΑ στην Ελλάδα η θέση του απέναντι στον αρχειομαρξισμό (..). Τη μεγάλη ιστορική προσωπικότητα και το κύρος των ιδεών του σ. Τρότσκι ο Σπάρτακος ξέρει να τα σέβεται στη πράξη. Μα απέναντι του δεν είναι υπάλληλος, παραμένει επαναστάτης, όπως κι ο ίδιος ο Τρότσκι το λέγει για τους οπαδούς του, με ανεξάρτητη σκέψη και με σταθερότητα στα ως ορθά παραδεγμένα.

Και `τολμά’ να διαφωνήσει μαζί του. Γιατί ο Σπάρτακος την δύναμη του δεν την στηρίζει στα δεκανίκια τυπικών αναγνωρίσεων αλλά στη ζωή, στις ιδέες του, στην ιστορία του, στην σταθερότητα των οπαδών του. Οι ξιπασμένοι μικροαστοί ας λογοαυνανίζονται με το όνομα του Τρότσκι στο στόμα. Δεν κάνουν παρά να το εξευτελίζουν». Σ’ αυτό το εκτενές απόσπασμα περικλείεται όλη η πολιτική αντίληψη πρόσληψης του μαρξισμού από την ομάδα του Σπάρτακου και τον ΠΠ φυσικά και έτσι μπορεί κανείς να κατανοήσει την κριτική που ασκείται στον Τρότσκι, αλλά και την συγκυριακή προσέγγιση του Σπάρτακου με την ομάδα Λαντάου-Ροσμέρ, η οποία μετά από τον Ιανουάριο του 1933 εμφανίζεται ως δημόσια φράξια της ΔΑΑ. Η θέση του Σπάρτακου για νέα διεθνή που την δημοσιεύσαμε στο προηγούμενο τεύχος λαμβάνεται τον Μάιο του 1934 κι αφού εν τω μεταξύ στο εσωτερικό του έγινε σκληρή αντιπαράθεση και είχε και απώλειες, σημαντικότερη εκ των οποίων είναι του Σ. Μάξιμου, ο οποίος επαναπροσχωρεί στην πολιτική του ΚΚΕ. Σχηματικά στο εσωτερικό της ΟΚΔΕ διαμορφώνονται τρεις απόψεις: η πρώτη είναι της κομματικής αντιπολίτευσης, η δεύτερη της δημιουργίας νέου κόμματος και η τρίτη που είναι η πλειοψηφική της διαδικασίας μετάβασης από αντιπολιτευόμενη οργάνωση σε νέο κόμμα. Η συζήτηση αυτή αρκετά πλούσια και σκληρή είναι βαθύτατα πολιτική και αξίζει κάποια στιγμή να παρουσιαστεί και να επαναδημοσιευτεί, γιατί αντιπροσωπεύει μία ιδιαίτερη και κρίσιμη ιστορικά στιγμή του επαναστατικού μαρξιστικού κινήματος.
Το ίδιο διάστημα, αλλά και γενικότερα όμως, η ομάδα του Σπάρτακου δημοσιεύει το σοβαρότερο πολιτικό της ντοκουμέντο, που για δεκαετίες αργότερα θα αποτελέσει προγραμματικό στοιχείο αναφοράς όλου του ρεύματος του επαναστατικού μαρξισμού στην Ελλάδα: πρόκειται για το βιβλίο «Δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα». Αποτελεί κόλαφο στις αποφάσεις της 6ης ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ, του Γενάρη του 1934, με τις οποίες άλλαζε την μέχρι τότε προγραμματική του θέση για τη σοσιαλιστική επανάσταση με την αστική δημοκρατική επανάσταση.

Από την άλλη πλευρά το ΚΚΕ αφού στο διάστημα 1929-31 περνά στην πολιτική της λεγομένης «τρίτης περιόδου» με τις ένοπλες καθόδους των αγροτών στις πόλεις και τις επαναστατικές απεργίες, κατορθώνει ουσιαστικά να γνωρίσει τρομακτική κρίση στις γραμμές του. Ο πολιτικός τους οργανισμός αποψιλώνεται. Και είναι την ίδια περίοδο που η ΚΟΜΛΕ(Α) γνωρίζει μία νέα άνοδο -μετά από αυτή της παγκαλικής δικτατορίας, που σύμφωνα με τις πληροφορίες που υπάρχουν η δύναμη του έφτασε στα 700-800 μέλη, για να χάσει αμέσως μετά με την διάσπαση της Τρίτης Κατάστασης περίπου 200 μέλη αυτόχρονα όμως με μία κρίση στο εσωτερικό της, που το 1931 αποσπώνται άλλα περίπου 200 μέλη και διαμορφώνεται η Κομμουνιστική Ενωτική Ομάδα. Η ΚΕΟ, οι λεγόμενοι «φραξιονιστές» κερδίζεται σε δύο φάσεις από το Σπάρτακο, η πρώτη στα τέλη του 1932 και η δεύτερη που είναι το 1934 δημιουργείται πλέον η Οργάνωση Κομμουνιστών Διεθνιστών Ελλάδας.

Η ΚΟΜΛΕ(Α) παράλληλα στα τέλη του 1933 με αρχές του 1934 κι αφού ήδη είχε αρχίσει ο μαρασμός της, οδηγείται σε διάσπαση και δημιουργούνται δύο οργανώσεις: το ΚΑΚΕ με ηγέτες τους Γιωτόπουλο και Σφυρή και εφημερίδα την «Πάλη των Τάξεων» και την φιλοτροτσκιστική Οργάνωση Μπολσεβίκων Λενινιστών Ελλάδας με εφημερίδα τον «Μπολσεβίκο». Λίγο πριν διασπαστεί έδωσε τη θεωρητική συνεισφορά της … «Κερενσκιάδας», η οποία διακωμωδείται στο προαναφερόμενο βιβλίο του Πουλιόπουλου. Οι δύο οργανώσεις, η ΟΜΛΕ και η ΟΚΔΕ, έχοντας πλέον την κοινή θέση του νέου κόμματος και της νέας διεθνούς, θα προσπαθήσουν μέχρι το 1936 να βρεθούν εγγύτερα. Και στις δύο όμως οργανώσεις υπάρχουν μειοψηφικές τάσεις που για ιδιαίτερους λόγους αντιτίθενται στην ενότητα, με τη διαφορά όμως ότι το δημοκρατικό εσωτερικό καθεστώς της ΟΚΔΕ δίνει στη δική της περίπτωση το δικαίωμα της παραμονής και της έκφρασης των ιδιαίτερων απόψεων, ενώ στην περίπτωση της ΟΜΛΕ συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Το Νοέμβριο του 1935 η ΟΚΔΕ καταθέτει την πρότασή της «Για το νέο επαναστατικό κόμμα ενότητα ιδεών» απευθυνόμενη προς όλους τους κομμουνιστές διεθνιστές και ειδικότερα προς την ομάδα «Μπολσεβίκος». Η ενότητα των δύο οργανώσεων δεν θα επιτευχθεί, αλλά η πλειοψηφία της ΚΔΕΕ πλέον όπως μετονομάστηκε η ΟΜΛΕ θα διαγραφεί από τη μειοψηφία με τον πλέον γραφειοκρατικό τρόπο. Δεν είναι ίσως λεπτομέρεια να επισημάνουμε ότι κεντρικό ρόλο πλέον στη ΚΔΕΕ παίζει ο Α. Στίνας, ο οποίος δεν επιθυμεί σε καμιά περίπτωση την ενότητα με την ΟΚΔΕ. Η διαγραμμένη πλειοψηφία θα εκδώσει την εφημερίδα «Νέος Δρόμος» διατηρώντας τον τίτλο της ΚΔΕΕ, ενώ η άλλη ομάδα με τους Στίνα και Γ. Βιτσώρη θα εκδώσουν την εφημερίδα «Εργατικό Μέτωπο».

Η ήττα της εργατικής εξέγερσης του Μάη του 1936 της Θεσσαλονίκης όπου η ΟΚΔΕ διαθέτει 6 αγωνιστές της στις κλαδικές απεργιακές επιτροπές και ένα στη Κεντρική Απεργιακή Επιτροπή- οδηγεί ολοταχώς προς τη δικτατορία του Μεταξά. Τον Ιούλιο του 2001 (τεύχος 60) δημοσιεύτηκε στο Σπάρτακο η απόφαση της ΚΕ της ΟΚΔΕ για την εξέγερση της Θεσσαλονίκης, όπου μεταξύ άλλων σημειώνεται ότι «Είναι τόσο μεγάλη η τύφλα τους (των σταλινικών) ώστε να μην βλέπουν ότι ίσα ίσα τώρα, με το τσάκισμα των απεργών όπου οδήγησε η πολιτική τους, ο Μεταξάς έσφιξε ακόμη περισσότερο τις βίδες της δικτατορίας του, που τη στηρίζουν από πρωτύτερα, και τη στηρίζουν ακόμη όλα τα αστικά κόμματα και πρώτο απ’ όλα το Φιλελεύθερο!». Η τραγική επιβεβαίωση αυτής της πρόβλεψης δεν άργησε να έλθει. Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου διέλυσε όλες τις οργανώσεις της εργατικής τάξης. Η ενοποίηση των οργανώσεων της ΟΚΔΕ και της ΚΔΕΕ Νέος Δρόμος, ωστόσο πραγματοποιήθηκε σε καθεστώς απόλυτης παρανομίας κάπου στη Πεντέλη τον Φεβρουάριο του 1937, δημιουργώντας την Ενιαία ΟΚΔΕ, με όργανο της τον «Προλετάριο». Το 1938 οι παράνομες οργανώσεις της ΕΟΚΔΕ και της ΚΔΕΕ Εργατικό Μέτωπο, δέχτηκαν συντριπτικά χτυπήματα. Σχεδόν όλοι οι αγωνιστές της συνελήφθησαν και η συζήτηση για την ενότητα μεταφέρθηκε στην Ακροναυπλία και στα υπόλοιπα στρατόπεδα και φυλακές της δικτατορίας. Επίσημα άνοιξε τον Αύγουστο του 1939, με απόφαση-πρόταση του πυρήνα της ΕΟΚΔΕ της Ακροναυπλίας. Είχε προηγηθεί όμως το ιδρυτικό συνέδριο της Τέταρτης Διεθνούς, όπου οι δύο οργανώσεις αντιπροσωπεύτηκαν με τους Μιχ. Ράπτη (ΕΟΚΔΕ) και Γ. Βιτσώρη(ΚΔΕΕ), το οποίο τις κάλεσε να προχωρήσουν τις διαδικασίες της ενοποίησής τους. Οι περίφημες συζητήσεις της Ακροναυπλίας, όπως καταγράφτηκαν στην ιστορία του ρεύματος, περιέλαβαν: το χαρακτήρα της δικτατορίας, το χαρακτήρα και τη λειτουργία του νέου κόμματος,, τον επικείμενο πόλεμο, το χαρακτήρα του και τη στάση των επαναστατών και το θέμα της στάσης απέναντι στην ΕΣΣΔ. Βασικοί εκπρόσωποι των δύο οργανώσεων ήταν οι ηγέτες τους, ο Π.Π. και Α.Σ., αλλά πήραν μέρος και αρκετοί άλλοι αγωνιστές και από τις δύο πλευρές, μεταξύ των οποίων, οι Χ. Αναστασιάδης, Λ. Καρλιάφτης, Δ. Βουρζούκης, Γ.Κρόκος, Νώντας Γιαννακός, Γ. ½υπόλητος και Λ. Τουρνόπουλος. Συγκεντρώθηκαν συνολικά 51 συζητητικά άρθρα και 1470 πυκνογραφημένες χειρόγραφες σελίδες. Αξιολογώντας ο Π.Π. τη συζήτηση έγραφε πως ήταν μία από τις τέσσερις σημαντικότερες συζητήσεις του ελληνικού εργατικού κινήματος που έγιναν από το 1920 και ποιοτικά ήταν η σημαντικότερη απ’ αυτές. Μία από τις πιο ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες αυτής της συζήτησης ήταν ότι τα μικρά τετραδιάκια χρέη «γραμματικού» εκτελούσε ο Χ.Α. έφευγαν από την Ακροναυπλία και αφού «ταξίδευαν» σ’ όλα σχεδόν τα στρατόπεδα και τις φυλακές που ήταν δυνατόν, λαμβάνοντας γνώση όλοι οι αγωνιστές των δύο ομάδων, εν συνεχεία επέστρεφαν και πάλι στην Ακροναυπλία. Οι φυλακισμένοι μπολσεβίκοι ακόμη και σ’ αυτές τις τραγικές συνθήκες απέδειξαν άλλη μία φορά ότι ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά του νέου κόμματος δεν μπορεί παρά να είναι η δημοκρατία.

Τελικά η ενότητα των δύο οργανώσεων, στο τέλος του 1941, που τελείωσε η συζήτηση, δεν έγινε δυνατή θα γίνει πέντε χρόνια αργότερα και σε άλλες συνθήκες. Οι διαφωνίες αφορούσαν όλα σχεδόν τα θέματα, εκτός του πολέμου. Από τα κείμενα των συζητήσεων ο μακαρίτης σύντροφος μας Χ.Α. μετά από την μεταπολίτευση εξέδωσε τρεις τόμους (ο ένας είχε επανεκδοθεί το 1958) δυστυχώς οι δύο έχουν εξαντληθεί. Υπάρχουν όμως αρκετά κείμενα ακόμη που σώζονται και μπορούν και πρέπει να εκδοθούν. Τα χαρακτηριστικά στοιχεία αυτών των κειμένων είναι η δύναμη των ιδεών τους, η μεθοδολογική τους αρτιότητα και η βαθιά μαρξιστική κατανόηση του κόσμου.

Αυτό όμως που σήμερα, πέρα από κάθε αμφιβολία, παραμένει ζωντανό και επίκαιρο, είναι το μεγαλείο των ιδεών που επέτρεψε σ’ εκείνη την ολιγάριθμη ομάδα των μπολσεβίκων να αντιμετωπίζει με θάρρος και αυτοπεποίθηση τη διπλή φυλακή που βρισκόταν, του Μεταξά και των σταλινικών, ενώ δεν έλειψαν ακόμη και δολοφονικές επιθέσεις εναντίον τους.

Εν κατακλείδι θέλω να επισημάνω -και η ιστορία του ελληνικού μπολσεβικισμού του μεσοπολέμου είναι αρκετά διδακτική- ότι ο μαρξισμός δεν είναι η ερμηνεία των κειμένων των κλασσικών, αλλά των κοινωνικών σχέσεων με βάση τη μέθοδο του διαλεκτικού υλισμού και η ανεξάρτητη κριτική σκέψη των επαναστατών μαρξιστών είναι βασική προϋπόθεση γι’ αυτό, που δεν μπορεί να ευδοκιμήσει, παρά μόνο σε ένα καθεστώς πραγματικής εσωτερικής δημοκρατίας. Η θεωρητική-προγραμματική κληρονομιά της Αριστερής Αντιπολίτευσης του μεσοπολέμου, που για δεκαετίες ολόκληρες είχε σαν σημαία του το ελληνικό τροτσκιστικό κίνημα, είναι μία προφανής απόδειξης αυτών των διαπιστώσεων.

Φίλιππος Καλογερίδης


Σπάρτακος 71, Σεπτέμβρης 2003

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3361

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s