του Νίκου Μενεγάκη
Η ολοκληρωτική εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στην Ελλάδα από τα μέσα της δεκαετίας του 90 συνοδεύτηκε με το ιδεολόγημα του εκσυγχρονισμού. Σήμερα καθώς η κρίση του καπιταλισμού βαθαίνει και τα αδιέξοδα του νεοφιλελευθερισμού γίνονται όλο και περισσότερο ασφυκτικά, ο εκσυγχρονισμός αποκαλύπτει το εσωτερικό του κενό.
Η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού φαίνεται να τον ωθεί σε μια κούρσα από βίαιες στρατιωτικές επεμβάσεις, όλο και μεγαλύτερης κλίμακας, στον τρίτο κόσμο με τις άμεσες και τραγικές συνέπειες για τους πληθυσμούς των χωρών που γίνονται στόχος. Ταυτόχρονα η διαρκής ανάπτυξη της τεχνολογίας στις καπιταλιστικές μητροπόλεις επιτρέπει τη τερατώδη καταλήστευση των φυσικών πόρων που επιφέρει με τη σειρά της, τις εφιαλτικές μη αναστρεπτές οικολογικές καταστροφές για την συνολική φυσική ισορροπία του πλανήτη. Τα αδιέξοδα και οι επερχόμενες καταστροφές στη παγκόσμια διάσταση, είναι πια τόσο κραυγαλέες και τόσο φανερές που αναγκάζουν ακόμη και πολλούς πλήρως ενταγμένους στο καπιταλιστικό σύστημα διανοούμενους και πολιτικούς αναλυτές, να παραδέχονται την τραγική ανεπάρκεια αυτού του συστήματος να αυτορυθμισθεί και την απόλυτη ανάγκη να επικρατήσει μια διαφορετική, «ορθολογικότερη», διαχείριση της παγκόσμιας κατάστασης.
Ακόμη το αντιπολεμικό και αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα αντικατοπτρίζει την αγωνία που διακατέχει όλο και μεγαλύτερα στρώματα του πληθυσμού των ανεπτυγμένων χωρών, για την ανάγκη επιβολής άμεσων διεθνικών παρεμβατικών και ρυθμιστικών μέτρων από τους διακρατικούς οργανισμούς. Όπως τουλάχιστον αυτά τα μέτρα γίνονται κατανοητά και αποδεκτά σαν «ρεαλιστικά» από ένα ευρύτατο πολιτικό φάσμα που ξεκινάει από την επαναστατική αριστερά μέχρι μεγάλα τμήματα της πάλαι ποτέ «παραδοσιακής» σοσιαλδημοκρατίας.
Αντίθετα στο εθνικό επίπεδο η ιδεολογική κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης αντίληψης που επικράτησε από τις αρχές τις δεκαετίας του 90, αν και χάνει διαρκώς έδαφος δεν έχει ακόμη πλήρως ανατραπεί. Οι νόμοι της αχαλίνωτης αγοράς και του «υγιούς ανταγωνισμού» εξακολουθούν να θεωρούνται «μονόδρομος» και μοναδική «ρεαλιστική» πολιτική για το ευρύτερο φάσμα της συμβιβασμένης και πλήρως ενσωματωμένης στο καπιταλιστικό σύστημα πολιτικής ηγεσίας δηλαδή από την νεοφιλελεύθερη δεξιά μέχρι την αυτοαποκαλούμενη «εκσυγχρονιστική» αριστερά.
Όμως η σύνδεση της πολιτικής σε εθνικό επίπεδο με το παγκόσμιο πρόβλημα απαιτεί μια συνολική συνεκτική θεώρηση και προπαντός μια αποφασιστική ρήξη με μικροαστικές προκαταλήψεις, εθνικιστικές καταβολές και ταξικά ή προσωπικά συμφέροντα που όπως έχει αποδειχθεί, είναι ικανή να πραγματοποιήσει αποκλειστικά και μόνο μια εργατική πολιτική εφοδιασμένη με επαναστατικό μαρξιστικό πρόγραμμα.
Στη μικρότερη ακόμη οικονομική κλίμακα η «βιωσιμότητα» και η «ανταγωνιστικότητα» των επιχειρήσεων εξακολουθούν να θεωρούνται περίπου απόλυτες και αναμφισβήτητες αξίες καθώς ο απόηχος από την τρομακτική κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ (και κατά συνέπεια του «κρατικοκεντρικού» συστήματος), εξακολουθεί να κυριαρχεί στις συνειδήσεις της συντριπτικής πλειοψηφίας όχι μόνο των μεσαίων αλλά ακόμη και των εργατικών στρωμάτων. Το γεγονός αυτό τροφοδότησε όλα τα προηγούμενα χρόνια και εξακολουθεί ακόμη και σήμερα να τροφοδοτεί με αλαζονεία και αυτοπεποίθεση την νεοφιλελεύθερη ρητορεία.
Όμως οι αχαλίνωτες δυνάμεις της αγοράς δεν καταστρέφουν μόνο τις πλουτοπαραγωγικές πηγές των χωρών του τρίτου κόσμου και την οικολογική ισορροπία του πλανήτη, δρουν αποδιαρθρωτικά ακόμη και πάνω στις ασθενέστερες οικονομίες της καπιταλιστικής περιφέρειας διαλύοντας την εσωτερική τους δομή και το «παραδοσιακό» βιομηχανικό τους ιστό. Οι αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις και καταρρεύσεις των χωρών της καπιταλιστικής περιφέρειας από την Αργεντινή μέχρι τη γειτονική Τουρκία και το διαρκές οικονομικό βάλτωμα των πρώην «σοσιαλιστικών» χωρών μετά από την πλήρη επικράτηση των νόμων της αγοράς, υπέσκαψαν σημαντικά τη λάμψη του νεοφιλελευθερισμού τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο η απουσία μέχρι στιγμής μιας συνολικής, νικηφόρας, σοσιαλιστικής απάντησης δεν επιτρέπει ακόμη τη δημιουργία ενός κλίματος εργατικής αντεπίθεσης. Το εργατικό κίνημα εξακολουθεί να παραμένει στις αμυντικές του θέσεις προασπιζόμενο τις διαρκώς απειλούμενες κοινωνικές του κατακτήσεις. Όμως το σταδιακό βάθεμα της οικονομικής κρίσης μέσα στις ίδιες τις καπιταλιστικές μητροπόλεις και η δυναμική αφύπνιση των καταπιεσμένων τάξεων φαίνεται να σημαίνουν την αρχή του τέλους της νεοφιλελεύθερης ιδεολογικής κυριαρχίας. Οι χωρίς προηγούμενο εργατικές κινητοποιήσεις του Μαΐου στη Γαλλία, μετά από τις αντιπολεμικές κινητοποιήσεις του περασμένου Φεβρουαρίου-Μαρτίου ανοίγουν μια νέα φάση εργατικών και κοινωνικών αγώνων.
Το όραμα του ελληνικού εκσυγχρονισμού
Στην Ελλάδα ο σχετικά καθυστερημένος νεοφιλελευθερισμός του Σημιτικού ΠΑΣΟΚ καλύφθηκε κάτω από το ιδεολόγημα του «εκσυγχρονισμού». Η πλήρης εγκατάλειψη του ρεφορμιστικού προγράμματος του Παπανδρεικού ΠΑΣΟΚ παρουσιάσθηκε σαν μια απόλυτα αναγκαία μεταρρύθμιση του κρατικού μηχανισμού προκειμένου αυτός να ανταποκριθεί στα καθήκοντα που επέβαλλε στην ελληνική οικονομία το νέο διεθνές περιβάλλον. Δηλαδή να επιτρέψει την ανάπτυξη της «υγιούς» ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων με τον δραστικό «περιορισμό του κράτους».
Ο απώτερος στόχος που παραμένει και σήμερα το ζητούμενο του ελληνικού εκσυγχρονισμού είναι η αναδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού ώστε να μετασχηματισθούν τα χαρακτηριστικά του από αυτά της «έντασης εργασίας» σε «έντασης κεφαλαίου». Η εισαγωγή και η ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών στην παραγωγή πριμοδοτείται και αποτελεί κατά κάποιο τρόπο το υλικό πρόσωπο του εκσυγχρονισμού. Τα παραδείγματα χωρών όπως της Ισπανίας ή της Ιρλανδίας που θεωρήθηκε ότι πέτυχαν την παραγωγική αναδιάρθρωση ακολουθώντας παρόμοιες συνταγές αναφέρθηκαν συχνά. Όμως οι νόμοι της διευρυμένης αγοράς αποδείχθηκαν αμείλικτοι και επέβαλλαν τη δική τους εσωτερική λογική αγνοώντας τις στοχεύσεις, τις ιδεοληψίες και τις επιθυμίες των εκσυγχρονιστών. Ανησυχητικά φαινόμενα που θυμίζουν το οικονομικό φιάσκο της Αργεντινής παρουσιάζονται διαρκώς τη τελευταία περίοδο στον «ευρωπαϊκό νότο». Τα ισχυρά κονκλομεράτα του Βορρά, χωρίς τελωνιακούς φραγμούς, εισβάλλουν διαλύοντας όπως προαναφέραμε πολλές παραγωγικές διαδικασίες του Νότου ενώ κατακρατούν στην εθνική έδρα τους την βασική τεχνογνωσία τους. Οι τεχνολογικές καινοτομίες, η δημιουργική εργασία και η έρευνα παραμένουν το προνόμιο των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών ενώ οι χώρες της περιφέρειας πρέπει να αρκεστούν στις «εργασιοβόρες» εργασίας ρουτίνας, στις απλές εφαρμογές των έτοιμων βιομηχανικών προϊόντων, στο τομέα των υπηρεσιών. Ακόμη περισσότερο η τεχνογνωσία στις χώρες αυτές μένει χωρίς εξέλιξη και συνέχεια, ενώ συχνά στερούνται το ταλέντο και τη δημιουργικότητα των πιο προικισμένων μυαλών που αναγκάζονται να μεταναστεύσουν στα μεγάλα μητροπολιτικά κέντρα. Τέλος η επιβολή του σκληρού κοινού νομίσματος πλήττει άμεσα τις βιομηχανικές εξαγωγές των ασθενέστερων εθνικών οικονομιών αυξάνοντας την ανεργία και την φτώχεια.
Στην πραγματικότητα, όλοι το γνωρίζουν, οι νόμοι της αγοράς ποτέ δεν είχαν πάψει να κυριαρχούν στην ελληνική οικονομία και ο κρατικός τομέας αναλάμβανε πάντοτε το βάρος των υποδομών και των υπηρεσιών για τις οποίες το ιδιωτικό κεφάλαιο δεν εύρισκε ικανοποιητικό οικονομικό ενδιαφέρον. Η ανάπτυξη ενός στοιχειώδους «κράτους πρόνοιας» τη δεκαετία του 80 κάτω από τη πίεση του ανασυγκροτημένου εργατικού κινήματος απαιτούσε οπωσδήποτε μια επέκταση του κρατικού τομέα στο χώρο των κοινωνικών υπηρεσιών (π.χ. υπηρεσίες υγείας, κρατικές συγκοινωνίες, εξαγορές χρεοκοπημένων επιχειρήσεων, δημοτικές επιχειρήσεις κλπ.) αλλά σε καμιά περίπτωση η επέκταση αυτή δεν απειλούσε, ούτε στο ελάχιστο, την κυριαρχία του βασικού τρόπου της καπιταλιστικής παραγωγής και τη λειτουργίας της «ελεύθερης» αγοράς.
Στο νέο περιβάλλον που διαμορφώθηκε στη δεκαετία του 90 το ιδιωτικό κεφάλαιο άρχισε να βρίσκει για πρώτη φορά περισσότερο ελκυστικούς κάποιους περιορισμένους τομείς των δημόσιων επιχειρήσεων και των κοινωνικών υπηρεσιών (π.χ. τράπεζες, πρωτοβάθμια και νοσοκομειακή περίθαλψη, ακτοπλοϊκές συγκοινωνίες, εκπαίδευση κλπ.) Οπωσδήποτε πολύ πιο περιορισμένους από άλλα ευρωπαϊκά κράτη που παρέδωσαν νωρίτερα μεγάλους τομείς δημόσιων υπηρεσιών όπως της ύδρευσης, της διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, των σιδηροδρομικών δικτύων κλπ. Η παράδοση των τομέων αυτών στο ιδιωτικό κεφάλαιο δεν έγινε χωρίς μάχες με το συνδικαλιστικό κίνημα. Όμως η Σημιτική κυβέρνηση κατόρθωσε να τις ολοκληρώσει με επιτυχία κερδίζοντας την εμπιστοσύνη και την εύνοια της άρχουσας τάξης. Το δυναμικό των νεώτερων μικροαστών τεχνοκρατών που διέθετε ο κομματικός μηχανισμός του ΠΑΣΟΚ, αποδείχθηκε το καταλληλότερο προσωπικό για τη διεκπεραίωση του εγχειρήματος. Συσπειρωμένοι γύρω από το Σημίτη, με το σύνθημα του εκσυγχρονισμού, οι τεχνοκράτες της νεώτερης πασοκικής γενιάς γύρισαν χωρίς το παραμικρό δισταγμό τη πλάτη τους στα τελευταία απομεινάρια από τις «ξεπερασμένες σοσιαλιστικές ιδεοληψίες» του παπανδρεικού παρελθόντος. Οι άνεμοι της συγκυρίας φυσούσαν στην αρχή ευνοϊκοί: ο νέος ρόλος της Ελλάδας στα Βαλκάνια τροφοδότησε τις ελπίδες τμημάτων του κεφαλαίου για συμμετοχή στην ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση των κατακρεουργημένων οικονομιών των γειτόνων, το κύμα των μεταναστών καθήλωσε τα μεροκάματα και το πληθωρισμό και άνοιξε νέες ευκαιρίες πλουτισμού σε μικρούς και μεγάλους επιχειρηματίες, η αρχική σαρωτική άνοδος του χρηματιστηρίου πυροδότησε την αυταπάτη μιας εύκολης οικονομικής ανόδου σε μεγάλα «μικρομεσαία» κοινωνικά στρώματα, η σταδιακή ένταξη στην ΟΝΕ καλλιέργησε την ιδέα ενός αυτόματου κοινωνικού εξευρωπαϊσμού, η ανάληψη των Ολυμπιακών αγώνων με τα αμφιβόλου χρησιμότητας έργα υποδομών τροφοδότησε τον ξεφτισμένο μεγαλοϊδεατισμό.
Οι «εκσυγχρονιστικές» μεταρρυθμίσεις του δημόσιου τομέα, έγινε μια μικρή προσπάθεια να αποκτήσουν μια «κοινωνική» ιδεολογική χροιά αφού υποτίθεται ότι θα καθιστούσαν αποτελεσματικότερες τις παρεχόμενες υπηρεσίες προς τους πολίτες. Όμως η οικτρή διάψευση από τη διάλυση και την ανυποληψία στην οποία περιέπεσε γρήγορα το έτσι κι αλλιώς περιορισμένο «κράτος πρόνοιας» έριξε τη μικρή αυτή προσπάθεια στο κενό.
Η φθορά επιταχύνεται
Η διαδοχική διάψευση των μεγαλεπήβολων «οραμάτων» του εκσυγχρονισμού, κυρίως όσον αφορά τις προσδοκίες των λαϊκών στρωμάτων, αποστέρησε σταδιακά το ΠΑΣΟΚ από τη κομματική και εκλογική του βάση που το είχε στηρίξει με αποφασιστικότητα και επιμονή τη δεκαετία του 80 και τις αρχές της δεκαετίας του 90. Το «όραμα» του εκσυγχρονισμού, της αποφασιστικής και αποτελεσματικής διακυβέρνησης του Σημίτη εξαντλήθηκε με μεγάλη ταχύτητα, από τη πρώτη κιόλας τετραετία. Η εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ στην αρχή της δεύτερης τετραετίας εξασφαλίσθηκε αποκλειστικά και μόνο χάρις στο αποκρουστικό πρόσωπο της δεξιάς από την μια μεριά και στην αδυναμία της αριστεράς από την άλλη.
Ένα τμήμα της παραδοσιακής εργατικής βάσης του ΠΑΣΟΚ μετατοπίσθηκε οπωσδήποτε προς τα δεξιά, παρασυρμένο από την λαϊκίστικη και εθνικιστική ρητορεία της ηγεσίας της. Η συστηματική καλλιέργεια του εθνοπατριωτισμού και της ξενοφοβίας κυρίως από την προηγούμενη «σοσιαλιστική» ηγεσία ευθύνεται σε μεγάλο μέρος για την εύκολη παράδοση των στρωμάτων αυτών στην δεξιά και στην ακροδεξιά. Από την άλλη μεριά το νέο ΠΑΣΟΚ αναπλήρωσε ένα μέρος από τις εκλογικές αυτές απώλειες με την απήχηση σε μεσαία στρώματα ευνοημένα από την πολιτική του. Τα κέρδη αυτά όμως αποδεικνύονται πολύ λιγότερα σταθερά καθώς τα μεσοστρώματα προσανατολίζονται με πολύ μεγαλύτερη «ευλυγισία» προς τον αυριανό νικητή. Πολύ περισσότερο που αυτός όχι μόνο δεν απειλεί με μια ανατροπή της πολιτικής της «αγοράς και του υγιούς ανταγωνισμού» αλλά αντίθετα κάτω από τους ρητορικούς λαϊκισμούς, τους κλείνει διαρκώς πονηρά το μάτι, αφήνοντας να εννοηθεί ότι η πολιτική αυτή θα φτάσει στα έσχατα όρια της.
Μέσα στο σκηνικό αυτό είναι επόμενο η εκσυγχρονιστική ηγεσία του ΠΑΣΟΚ να χάσει και το βασικό της στήριγμα. Την εμπιστοσύνη δηλαδή του ίδιου του μεγάλου κεφαλαίου που φυσικά πρέπει να αναπροσανατολισθεί και να προετοιμασθεί για την πιθανότερη διάδοχη πολιτική κατάσταση. Οι εκσυγχρονιστές μπορεί να αποδείχθηκαν οι ιδανικότεροι υπάλληλοι, αλλά οπωσδήποτε το συμβόλαιο λύνεται αυτομάτως όταν δεν διαθέτουν πλέον την απαιτούμενη κοινωνική απήχηση και δεν εξασφαλίζουν τα εχέγγυα της συνέχειας και της πολιτικής σταθερότητας. Πολύ περισσότερο που η εκλογική ζυγαριά μετά από πολλά χρόνια φαίνεται επιτέλους να κλείνει αβίαστα προς την αυθεντική δεξιά.
Η φθορά και η ανυποληψία της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ γίνεται καθημερινά όλο και ποιο φανερή. Η απήχηση της σκανδαλολογίας που άνοιξε το κίτρινο έντυπο του Κουρή δικαιολογείται μόνο από τη γενικευμένη λαϊκή δυσαρέσκεια και από την απαξίωση των νεοφιλελεύθερων κυβερνητικών επιλογών. Τα φαινόμενα μιας πολιτικής κρίσης που βαθαίνει στο εσωτερικό του κόμματος και ο πανικός και η αποσύνθεση της ηγεσίας μπροστά στο ενδεχόμενο των πρόωρων εκλογών εκφράζονται με τις αντικρουόμενες δηλώσεις πρωθυπουργού-συμβούλων αλλά και όψιμη εμφάνιση της «αριστερής πτέρυγας» που ξεσπάθωσε κατόπιν εορτής κατά του νεοφιλελευθερισμού όπως επίσης και με τον διαρκώς αναγγελλόμενο και διαρκώς αναβαλλόμενο κυβερνητικό ανασχηματισμό.
Ένας χρόνος απελπισμένης «επικοινωνιακής» προσπάθειας
Το χρόνο που πέρασε η κυβέρνηση προσπάθησε να ανατρέψει την διαρκή φθορά της εκλογικής της απήχησης χρησιμοποιώντας στο έπακρο τις τεχνικές της «επικοινωνίας» και αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία που θα μπορούσε να εντυπωσιάσει και να δημιουργήσει μια εικόνα αξιοπιστίας και επιτυχίας. Αποφεύγοντας διαρκώς οποιαδήποτε συζήτηση για τα καυτά κοινωνικά προβλήματα όπως το ασφαλιστικό, την εκπαίδευση, την ανεργία, στα οποία η πολιτική της έχει παραδοθεί άνευ όρων σε μια πλήρη νεοφιλελεύθερη αντίληψη και πρακτική, προσπαθεί διαρκώς να στρέψει τη δημόσια συζήτηση στα δευτερεύοντα και ανώδυνα και προπαντός εκεί που μπορεί να προβάλλει μια εικόνα επιτυχίας και αποτελεσματικότητας.
Όμως η έλλειψη κοινωνικών στόχων που να συσπειρώνουν στοιχειωδώς τις κομματικές δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να υποκατασταθεί ούτε με την πλήρη ευρωπαϊκή ένταξη στην ΟΝΕ και τον νέο «ευρωπαϊκό ρόλο» της χώρας που έπληξε ανελέητα τα χαμηλόμισθα στρώματα των εργαζομένων ούτε βέβαια με το όραμα της «Ολυμπιάδας» που αναδίδει από παντού έντονη τη δυσοσμία της μίζας, της αρπαχτής και των αναβολικών.
Η κυβέρνηση αφού αξιοποίησε στο έπακρο την «επιτυχία της εξάρθρωσης» της 17Ν με τη μεθοδευμένη δημοσιότητα και τη κατευθυνόμενη «διαρροή» πληροφοριών από τους κατασταλτικούς μηχανισμούς προς τα ΜΜΕ δεν κατόρθωσε τελικά όχι μόνο να ανατρέψει αλλά ούτε καν να βελτιώσει τη δυσμενή εικόνα της. Το θέμα αφενός εξαντλήθηκε κάποτε «επικοινωνιακά» και αφετέρου η μεθόδευση της δίκης στην οποία ήταν υποχρεωμένη να προχωρήσει, άρχισε να γυρνά τον μετρητή της δημόσιας απήχησης ανάποδα. Σημαντικά τμήματα της ελληνικής αριστεράς και της ευρύτερης κοινωνίας φάνηκε να μισοξυπνούν από το παγωμένο λήθαργο που τα είχε ρίξει για κάποιους μήνες ο ενορχηστρωμένος Τραγκοκακαουνάκιος τηλεβομβαρδισμός και να βάζουν τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις. Άρχισαν να διακρίνονται επιτέλους με σαφήνεια οι κυβερνητικές στοχεύσεις, η επικοινωνιακή στρατηγική, οι κατάφορες παραβιάσεις δημοκρατικών δικαιωμάτων και των δικονομικών κανόνων, η υποταγή στις στρατηγικές των «υπερατλαντικών κέντρων». Η αποκάλυψη του σκοτεινού κόσμου των μυστικών υπηρεσιών στον οποίο κανένας εκσυγχρονισμός δεν τόλμησε να διεισδύσει, έδωσε ένα ακόμη δυνατό χτύπημα στην όλη εικόνα της κυβερνητικής επιτυχίας και της αποτελεσματικότητας.
Η αγγλοαμερικανική εισβολή στο ΙΡΑΚ με τις εικόνες της φρίκης και της βαρβαρότητας από τη μια μεριά και η απύθμενη υποκρισία των κυβερνήσεων Μπους-Μπλαιρ από την άλλη, κυριάρχησαν στη συνέχεια παραγκωνίζοντας από το δημόσιο ενδιαφέρον την εξαντλημένη εικόνα της «δίκης» που ενώ προαναγγέλλονταν σαν η «δίκη του αιώνα» κατέληξε να πάρει τη θέση μιας δευτερεύουσας δημόσιας εξέλιξης. Η κυβέρνηση βολεμένη από την εξέλιξη αυτή φρόντισε με ανακούφιση για την διατήρηση αυτής της υποβάθμισης. Ακόμη περισσότερο που η διάσταση των απόψεων μεταξύ Ε.Ε. και ΗΠΑ της έδωσε τα προσχήματα ότι βρίσκεται από τη πλευρά των καλών, φιλειρηνικών ευρωπαίων καπιταλιστών και η άμεση συμμετοχή στις επιχειρήσεις και οι διαρκείς παραχωρήσεις στον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό δεν είναι παρά ένα αναγκαίο κακό, κάτι που γίνεται ενάντια στις «βαθύτερες» προθέσεις της και υπερβαίνει τις δυνατότητες μιας «ρεαλιστικής» εξωτερικής πολιτικής. Η προσπάθεια συμμετοχής της Ευρώπης στη μεταπολεμική διανομή της ιρακινής πίττας και η συγκρότηση της ευρωπαϊκής στρατιωτικής δύναμης έρχονται να ακυρώσουν αυτή την εικόνα του ειρηνικού ρεαλισμού.
Οι εξελίξεις στο Κυπριακό που συνέπεσαν με την ελληνική προεδρία έδωσαν μια νέα ελπίδα ανάκαμψης της κυβερνητικής εικόνας. Η διστακτική αποδοχή του σχεδίου Ανάν και η μάλλον απρόσμενη εξέγερση των Τουρκοκυπρίων έδωσαν για μια στιγμή στους έλληνες εκσυγχρονιστές την ευκαιρία μιας ανέξοδης επιτυχίας. Όμως το αιφνιδιαστικό και παρακινδυνευμένο στρατήγημα του Ντεκτάς να ανοίξει τα σύνορα στους ελληνοκυπρίους φαίνεται να υπερκέρασε το πολιτικό σχεδιασμό της ελληνικής πλευράς. Η αμηχανία διαδέχθηκε την ευφορία.
Η ουσιαστικά ανύπαρκτη αντιπολίτευση της ΝΔ συνεχίζει έτσι να κερδίζει αργά τους εκλογικούς πόντους αποκλειστικά και μόνο χάρις στην ανυπαρξία μιας άλλης ορατής στα μάτια των λαϊκών στρωμάτων εναλλακτικής λύσης. Όμως ένας ήδη ξεπουπουλιασμένος εκσυγχρονισμός με μια δεξιά κυβέρνηση άμεσα ταυτισμένη με την άρχουσα τάξη είναι φανερό ότι δεν μπορεί να πάει μακριά. Πολύ περισσότερο που οι ελπιδοφόρες ενδείξεις για την αριστερή αντικαπιταλιστική ανασύνθεση πληθαίνουν.
Νίκος Μενεγάκης
Μάϊος 2003
[…] Το τέλος της φούσκας του εκσυγχρονισμού […]