Κύπρος: Για μια θετική ψήφο στο σχέδιο Ανάν χωρίς αυταπάτες 

Σπάρτακος 68, Γενάρης 2003


του Ν.Μενεγάκη

Το σχέδιο Ανάν αποτελεί ασφαλώς ένα μικρό τμήμα του γενικότερου Αμερικανικού ιμπεριαλιστικού σχεδιασμού μπροστά στην επερχόμενη επίθεση στο Ιράκ και στην επιβολή της «νέας τάξης» στην περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Ν.Α. Μεσογείου. Οδηγούμενος από τις ανάγκες των ευρύτερων γεωπολιτικών συμφερόντων του στη περιοχή, ο Αμερικάνικος ιμπεριαλισμός προσπαθεί να επιβάλει εκβιαστικά στους μικρούς συμμάχους του, της Ελλάδας και της Τουρκίας, τη «λύση» του Κυπριακού. Η «λύση» προσπαθεί να δημιουργήσει ένα κρατικό μόρφωμα που θα υπάρχει πέρα και πάνω από τη χρόνια σύγκρουση των συμφερόντων των δύο αστικών τάξεων που οδήγησε επανειλημμένα στο αιματοκύλισμα, πάνω από το μίσος και τον εθνικισμό μεταξύ των δύο κοινοτήτων, πάνω από τις βαθιά ριζωμένες προκαταλήψεις ανάμεσα στους δύο λαούς. Η «λειτουργικότητα» της λύσης είναι ασφαλώς προβληματική και ο κίνδυνος για μια νέα βίαια σύγκρουση ανάμεσα στις δύο κοινότητες απόλυτα ορατός και κατανοητός από τα υπαρκτά αδιέξοδα των συχνά ασυμβίβαστων συμφερόντων των αστικών τάξεων των δύο κοινοτήτων αλλά και (το κυριότερο) των δύο γειτονικών κρατών.

Η εκσυγχρονιστική πτέρυγα της ελληνικής αστικής τάξης ωστόσο αποδέχεται το σχέδιο όχι μόνο για τους λόγους της γενικότερης πρόσδεσης και υποταγής της στα διεθνή καπιταλιστικά αλλά και επειδή αισθάνεται η ίδια αρκετά δυνατή να υποτάξει και να αφομοιώσει την τουρκοκυπριακή οικονομική δραστηριότητα, να εκμεταλλευτεί καλύτερα μια νέα αγορά και να αξιοποιήσει για δικό της όφελος την τουρκοκυπριακή εργατική δύναμη (κάτι που άλλωστε σε μεγάλο βαθμό ήδη το κάνει αποδεχόμενη σιωπηρά να παραβιάζονται μαζικά οι συνοριακές γραμμές από τους τουρκοκύπριους εργαζόμενους). Η αυτοπεποίθεση και η δυναμική της έχουν αυξηθεί σημαντικά τόσο μετά από την πλήρη ελλαδική ένταξη στην Ε.Ε. όσο και με την προοπτική επίσης της ελληνοκυπριακής ένταξης, σε τέτοιο μάλιστα βαθμό, ώστε να επιτρέπεται στον Κ. Μητσοτάκη να εκφράζει ξεκάθαρα τις μύχιες ελπίδες της για μια δεκαετή προοπτική πλήρους αφομοίωσης των τουρκοκυπρίων από την ελληνική πλευρά του «ενιαίου» κράτους.

Ακόμη περισσότερο η προσδοκώμενη γενικότερη «εξομάλυνση» των ελληνοτουρκικών σχέσεων και η έστω και αβέβαιη προοπτική ένταξης της Τουρκίας στην Ε.Ε. ανοίγει μια κοντινή, πολύ ενδιαφέρουσα και πολύ μεγαλύτερη για το ελληνικό κεφάλαιο αγορά. Η ανάπτυξη «κοινών» ελληνοτουρκικών επιχειρήσεων και επιχειρηματικών σχεδίων έχει άλλωστε αρχίσει και επιταχύνεται τα τελευταία χρόνια.

Αντίθετα η συντηρητική πτέρυγα της ελληνικής αστικής τάξης παραμένει δέσμια της παραδοσιακής της αντίληψης, της υπεράσπισης δηλαδή του ζωτικού της χώρου με μια σαφή οριοθέτηση και μια στέρεη στρατιωτική ισορροπία. Η παραδοσιακή ακροδεξιά, το εθνικοπατριωτικό ΠΑΣΟΚ, το λαϊκιστικό ΔΗΚΚΙ, η εθνοκομμουνιστική αριστερά με πρώτο βιολί το ΚΚΕ της Κανέλη, κρούουν όλοι μαζί τον κώδωνα του επερχόμενου κινδύνου των «νόθων» και «προδοτικών» λύσεων χωρίς όμως είναι αλήθεια να μπορούν να διεγείρουν αυτή τη φορά τα εθνικιστικά ανακλαστικά των, επιφυλακτικά ευνοϊκών απέναντι στο σχέδιο, λαϊκών στρωμάτων που επιθυμούν μια συμβιβαστική λύση κουρασμένα από τις ατέλειωτες πατριωτικές μεγαλοστομίες και την συντήρηση για τριάντα χρόνια μιας υστερικής εθνικιστικής υποκρισίας.

Η τουρκοκυπριακή αστική τάξη πιασμένη στη μέγγενη της διπλής πίεσης των βιαστικών ιμπεριαλιστών από τα πάνω και της έντονης λαϊκής επιθυμίας για οικονομική σταθερότητα και δημοκρατικές ελευθερίες από τα κάτω, αναγκάζεται να κάνει μερικά βήματα υποχώρησης προς τον επικίνδυνο γι αυτήν γκρεμό ελπίζοντας στην ελληνική άρνηση του σχεδίου. Η άρχουσα τάξη της Τουρκίας από τη πλευρά της φαίνεται να αποδέχεται απρόθυμα τη «λύση» κάτω από το βάρος των τεράστιων εσωτερικών της προβλημάτων και από την προσδοκία της για το συνολικό ισοζύγιο σε κέρδη και ζημίες από το ευρύτερο γεωπολιτικό παιχνίδι της περιοχής (Ιράκ, πετρέλαια, Κουρδικό κλπ.)

Το ερώτημα που ασφαλώς προκύπτει για μας είναι το ποια πρέπει να είναι η στάση της κυπριακής εργατικής τάξης απέναντι στη προτεινόμενη συγκεκριμένη ιμπεριαλιστική «λύση Ανάν».

  1. A) A)    Η άρνηση της «λύσης» για τους κινδύνους της «λειτουργικότητας» του προτεινόμενου κρατικού μορφώματος παραπέμπει κατευθείαν στην αποδοχή της στασιμότητας σαν μια προτιμότερη κατάσταση. Στην αποδοχή δηλαδή του διαχωρισμού του νησιού και της στρατιωτικής ισορροπίας του τρόμου σαν μια φυσική λύση. Στην αποδοχή της ιδεολογικής κυριαρχίας του εθνικισμού, του φυλετικού μίσους και της προκατάληψης μέσα στις ίδιες τις κοινότητες σαν μια αποδεκτή τάξη πραγμάτων. Οι έλληνες εργαζόμενοι θα παραμένουν στα όποια οικονομικά και συνδικαλιστικά κεκτημένα τους που όμως θα απειλούνται διαρκώς από την «παράνομη» είσοδο των τουρκοκυπρίων και την φτηνή προσφορά των χεριών τους στην ελληνοκυπριακή αγορά εργασίας αυξάνοντας έτσι τα αισθήματα του μίσους και της ξενοφοβίας. Οι τουρκοκύπριοι εργαζόμενοι από τη μεριά τους θα παραμένουν εγκλωβισμένοι στο καθεστώς της διπλής εκμετάλλευσης χωρίς να μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους ούτε από το αυταρχικό καθεστώς της τουρκικής πλευράς ούτε από το καθεστώς των ελλήνων αφεντικών τους.
  2. B) B)     Η στάση αποδοχής της «λύσης», χωρίς να παραβλέπει τους αντικειμενικούς κινδύνους από τα άλυτα αδιέξοδα, δίνει ταυτόχρονα μια ευκαιρία στην εργατική τάξη να αναπτύξει μια δυναμική αλληλεγγύης και κοινών πρωτοβουλιών. Δίνει την ευκαιρία στην ανάπτυξη ενός εργατικού κινήματος που θα αγωνιστεί για το ξεπέρασμα των αδιεξόδων για την διαρκή διεύρυνση της φυσικής επαφής των εργαζομένων και των δημοκρατικών θεσμών και για την πλήρη αποχώρηση όλων των ξένων στρατευμάτων από το νησί. Ένας δρόμος που ασφαλώς ούτε δεδομένος είναι ούτε και βέβαιος. Το βέβαιο είναι ότι η «λύση» θα βάλει τα πράγματα σε κίνηση και δεν θα αποτελεί για το εργατικό κίνημα τίποτε περισσότερο από μια εκκίνηση για τη δημιουργία κοινών διεθνικών συνδικαλιστικών και πολιτικών οργανώσεων. Ακόμη περισσότερο που μια μικρή, ισχνή είναι αλήθεια, διεθνική παράδοση εξακολουθεί να διασώζεται τόσο μέσα στην ελληνοκυπριακή όσο και στην τουρκοκυπριακή αριστερά και μπορεί να αποτελέσει τον απαραίτητο πυροδότη των εξελίξεων.

Με βάση λοιπόν τη λογική ακριβώς της ανάπτυξης μιας δυναμικής του εργατικού κινήματος των δύο κοινοτήτων του νησιού και χωρίς καμιά αυταπάτη για τους κινδύνους και τις προθέσεις των εμπλεκομένων καπιταλιστικών συμφερόντων καλούμε για μια θετική ψήφο στο προτεινόμενο σχέδιο.

 Ν.Μενεγάκης


Σπάρτακος 68, Γενάρης 2003

Αρχείο Σπάρτακου


https://tpt4.org/?p=3132

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s