του Λευτέρη Παπαθανάση
Στην προσπάθειά μου χθες το βράδυ να ενημερωθώ από τα δελτία ειδήσεων για τις εξελίξεις στο ζήτημα 17Ν, έπεσα πάνω σε μια ακόμη συγκλονιστική (δε θυμάμαι αν ήταν και αποκλειστική) αποκάλυψη. Μπροστά στα μάτια μου ξεχύθηκε το περιεχόμενο της ατζέντας του Αλ. Γιωτόπουλου, το οποίο ποιος ξέρει ποιος δαιμόνιος ρεπόρτερ πλήρωσε ποιόν κακομοίρη κρατικό υπάλληλο για να το αποκτήσει. Παρακολούθησα, ομολογώ έκπληκτος, τον παρουσιαστή του δελτίου να μας εισάγει στα μυστικά της ατζέντας με φωνή α λα Διακογιάννη λίγο πριν το γκολ. Αδιάσειστο λοιπόν στοιχείο για την ενοχή του Αλ. Γιωτόπουλου είναι το γεγονός ότι στην ατζέντα του, μεταξύ άλλων βρωμερών, κρατούσε τα τηλέφωνα ηλεκτρολόγων (άρα φαντάζομαι ότι όσοι δεν είναι τρομοκράτες επιδιορθώνουν οι ίδιοι τα ηλεκτρολογικά του σπιτιού τους), της γαλλικής πρεσβείας (αλήθεια, η σύντροφος του Αλ. Γιωτόπουλου δεν είναι Γαλλίδα;) καθώς και εστιατορίων/ταβερνών στην Αθήνα και τους Λειψούς (ε! αφού τρώει κιόλας είναι σίγουρα τρομοκράτης). Μένω στο ρεπορτάζ αυτό και το χρησιμοποιώ σαν εισαγωγή στο μικρό αυτό κείμενο, διότι κατά τη γνώμη μου παρουσιάζει με ευθύβολο τρόπο ένα σημαντικό παράγοντα της «μάχης κατά της τρομοκρατίας», τον παραλογισμό. Το δικαίωμα των κατηγόρων και των εθελοντών καλφάδων τους να λένε ό,τι κατεβάσει το σοφό τους κεφάλι κατακτείται και εδραιώνεται όλο και καλύτερα με την εξαφάνιση της άλλης άποψης. Το ντελίριο των κατηγόρων είναι βασικό χαρακτηριστικό κάθε σοβαρού κυνηγιού μαγισσών, χωρίς όμως να παύει να μας προκαλεί έκπληξη κάθε φορά που το αντιμετωπίζουμε ξανά. Δυστυχώς όμως αυτή τη φορά τα χαρακτηριστικά αυτά δεν περιορίζονται στην πλευρά των κατηγόρων, του κράτους και των ΜΜΕ, αλλά επεκτείνονται και στο συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό της Αριστεράς.
Όποιος το προηγούμενο διάστημα είχε την υπομονή να παρακολουθήσει την κάλυψη της υπόθεσης 17Ν από τα Μέσα, θα έχει διαπιστώσει σίγουρα την έκταση του φαινομένου αυτού. Είναι σίγουρα εκπληκτική η διαδικασία με την οποία τα διάφορα στοιχεία παρουσιάζονται και αξιοποιούνται. Έτσι, για παράδειγμα, το γεγονός ότι ο Δ. Κουφοντίνας είχε μούσι και το ξύρισε ή το ότι λόγω της φυσικής τριχόπτωσης έχασε τη χαρακτηριστική νεανική του φράντζα, τον μετατρέπει στον «άνθρωπο με τα χίλια πρόσωπα». Ο Σ. Ξηρός, μέσα από τις σελίδες της τάχα έγκυρης «Καθημερινής» με μια χοντρή κατασκευή γίνεται μέλος των «αδελφών μουσουλμάνων». Ο Θ. Ψαραδέλλης λόγω της τριβής του με τη μαρξιστική θεωρία παίρνει τη θέση του ιδεολογικού στηρίγματος της 17Ν και η ανθρώπινα αναμενόμενη και φυσιολογική υποστήριξη των συντροφισσών/συζύγων των κατηγορουμένων τις χρωματίζει με το στανιό ύποπτες.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να είναι ένα ξεκαρδιστικό αστείο αν δεν ήταν τόσο επικίνδυνα. Είναι πραγματικά επικίνδυνα σε σχέση με δύο βασικές παραμέτρους. Η πρώτη, που αφορά κυρίως τους κατηγορούμενους αλλά και όσους επιμένουν ακόμη να είναι ευαίσθητοι στα ζητήματα των δικαιωμάτων, έχει να κάνει με την επίπτωση των κατασκευών αυτών στη διαδικασία της δίκης καθώς από τη μια οι κατηγορούμενοι θα κληθούν να ανατρέψουν την κάθε φαντασιοκοπία και από την άλλη διαμορφώνεται ήδη ένα κλίμα ότι είναι σίγουρα ένοχοι για όλα όσα η ΕΛ.ΑΣ. και τα ΜΜΕ έχουν αποφασίσει να τους καταλογίσουν. Η δεύτερη αφορά στο γενικότερο ιδεολογικό αντίκτυπο που προκαλούν όλες αυτές οι σαχλαμάρες. Δηλαδή, στην προσπάθεια να αποδειχθεί το πόσο άθλιοι είναι πραγματικά οι κατηγορούμενοι, υπήρξε μια πρωτοφανής ενοχοποίηση φυσικών πλευρών της προσωπικής ζωής. Η «ελεύθερη» σχέση του Σ. Ξηρού και της Α. Ρομέρο είναι για τους ηθικοπλάστες των ΜΜΕ τεκμήριο αθλιότητας. Το ίδιο συμβαίνει για την αγάπη κάποιων από τα αδέλφια Ξηρού για το… θείο τους ενώ φτάνουν να θεωρούνται βούρκος ακόμη και οι αρχιτεκτονικές/αισθητικές απόψεις του Αλ. Γιωτόπουλου όταν επιμένει, σε αντίθεση με τους φιλήσυχους κατοίκους των Λειψών να χτίσει το τρομερό «κόκκινο σπίτι». Πολύ περισσότερο ενοχοποιούνται φυσικά οι κοινωνικές επιλογές των κατηγορουμένων, όπως για παράδειγμα η άρνηση κάποιων από αυτούς να υπηρετήσουν στον Ε.Σ.
Τα πράγματα γίνονται σαφώς χειρότερα στη συνειδητή συμμετοχή των ΜΜΕ στην προσπάθεια να εμπλακεί σε ένα πλαίσιο παρανομίας και ποινικοποίησης ένας ευρύτερος κοινωνικός/πολιτικός χώρος, δηλαδή της Επαναστατικής Αριστεράς και των Αντιεξουσιαστών. Εδώ πια το πνεύμα του Γκέμπελς υποκλίνεται ηττημένο και ξεπερασμένο. Η συστηματική αυτή επιχείρηση διαρθρώνεται σε τρεις κύριους άξονες.
Ο πρώτος είναι η εκφρασμένη (σε αρκετές περιπτώσεις και κινηματικά) ιδεολογική ταυτότητα των κατηγορουμένων. Ο δεύτερος, η παρουσίαση των θέσεων των οργανώσεων της Αριστεράς σαν τέτοιες που ουσιαστικά δίνουν έδαφος στην ατομική τρομοκρατία και αποτελούν ένα είδος προθαλάμου της. Ο τρίτος άξονας συνίσταται στην επαναφορά στο προσκήνιο αγωνιστών που το κράτος είχε και στο παρελθόν προσπαθήσει να ενοχοποιήσει χωρίς επιτυχία, αποσκοπώντας από τη μια στη δημιουργία κλίματος και από την άλλη σε μια πραγματική εκδίκηση. Οι τρεις αυτοί άξονες εμφανίζονται και αξιοποιούνται μπλεγμένοι ο ένας με τον άλλο στα πλαίσια της ανακατασκευής της σύγχρονης ιστορίας του Κινήματος στην Ελλάδα, αλλά όπου φαίνεται να είναι πραγματικά χρήσιμο κρατούν τη διακριτότητά τους (όπως στην περίπτωση της νέας δικαστικής περιπέτειας του Α. Λεσπέρογλου που δεν εμπλέκεται στην υπόθεση 17Ν αλλά εκμεταλλεύεται το κλίμα).
Η διαδικασία «αποκάλυψης της αλήθειας» φυσικά δεν μπορεί στα μάτια του κόσμου -ακόμη- να νομιμοποιηθεί σαν αποκλειστική δουλειά της αστυνομίας αφού ευτυχώς λειτουργούν ακόμη αντανακλαστικά κληρονομημένα από προηγούμενες περιόδους. Έτσι για το σκοπό αυτό έχουν επιστρατευθεί ένα σωρό εθελοντές που με την ευκαιρία απολαμβάνουν μιας παροδικής δημοσιότητας. Γνωστοί δημοσιογράφοι εκμεταλλεύονται από τη μια την κατακτημένη εικόνα εγκυρότητάς τους και από την άλλη το όποιο αριστερό παρελθόν τους για να συμβάλλουν στη μάχη με πληροφορίες πολύ χρήσιμες αφού παρέχουν τη σύνδεση της ατομικής τρομοκρατίας με το Κίνημα.
Είναι χαρακτηριστικό το ότι ο Τ. Τέλογλου είχε τη δική του τιμητική αποκλειστικότητα όταν πρώτος έδωσε την πληροφορία στα κανάλια ότι ο Θ. Ψαραδέλης ήταν μέλος του ελ. Τμήματος της 4ης Διεθνούς. Άλλοι «έγκυροι» δημοσιογράφοι πάλι για να καλύψουν την έλλειψη τέτοιων εξειδικευμένων γνώσεων επιστρατεύουν το δικαίωμα στην αμάθεια με πραγματικό θράσος. Το φωτογραφικό κολάζ με τα πρόσωπα Τρότσκι, Γιωτόπουλου, Πάμπλο με φόντο το αστέρι της 17Ν ήταν μια αρχή, όμως το αποκορύφωμα ήταν η σύνδεση της 17Ν με τη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Εδώ οι μαέστροι των ΜΜΕ έδωσαν ένα πραγματικό ρεσιτάλ επαγωγικής λογικής. Η «Ένωση των Σπαρτακιστών» της Ρόζας οδηγεί στο περιοδικό Σπάρτακος της αριστερής αντιπολίτευσης του ΚΚΕ άρα στον πατέρα του Αλ. Γιωτόπουλου και η συνέχεια είναι εύκολη (πάλι καλά που δεν ζητήθηκε από τηλεοράσεως η σύλληψη της Ρόζας ή ακόμη χειρότερα αυτού του άθλιου Σπάρτακου της αρχαιότητας!). Είναι ίσως πιο επίκαιρη από ποτέ η έκκληση του Εμ. Ροίδη στους θεοσεβούμενους επικριτές του: «έχετε το ελεύθερο να με αποκαλείτε κακοήθη κακούργο, όμως αποφύγετε την αναφορά σε φιλοσόφους και ιστορικά γεγονότα διότι εκτίθεστε!». Φαίνεται όμως ότι οι σύγχρονοι κατήγοροι έχουν εξασφαλίσει το μονοπώλιο στο λόγο και έτσι μπορούν να λένε ό,τι θέλουν. Από το χορό της αντιτρομοκρατικής δημοσιογραφίας βέβαια δεν λείπουν ούτε οι σκανδαλοθήρες δημοσιογράφοι όπως ο Ν. Κακαουνάκης και ο Γ. Τράγκας που πραγματικά έχουν ξεπεράσει τον εαυτό τους. Η μαχητική είσοδος της Τ. Στεφανίδου και της Α. Νικολούλη στο παιχνίδι έρχεται να καλύψει ένα κενό που μέχρι τώρα μας ανησυχούσε όλους.
Δεν είναι μόνο οι δημοσιογράφοι όμως που βάλθηκαν να αποδείξουν άξιο το μισθό τους. Τελειωμένοι πολιτικοί όπως ο Λ. Παπαδημητρίου, ο Σ. Παναγούλης και ο Γ. Πέτσος αγωνίζονται καθημερινά σχεδόν στα τηλεοπτικά παράθυρα να πείσουν το κοινό ότι κι αυτοί έχουν πολύ σημαντικά στοιχεία να καταθέσουν. Δυστυχώς για τους συγκεκριμένους πολιτικούς τα ΜΜΕ έχουν τώρα νέα πρόσωπα να προβάλλουν. Ο γνωστός τραμπούκος φασίστας Μ. Βορίδης σαν «γνωστός ποινικολόγος» καλείται να νομιμοποιήσει την απεχθή πολιτική του, εκφράζοντας γνήσια τους, για μια ακόμη φορά, αγανακτισμένους πολίτες και να ζητήσει την αποφασιστική υλική και νομική ενίσχυση των δυνάμεων καταστολής. Ο βασιλοπατριώτης Γ. Καρατζαφέρης προχωρά ακόμη περισσότερο όχι μόνο καταθέτοντας τη βαθυστόχαστη πολιτική του ανάλυση αλλά και δημοσιοποιώντας ονόματα αγωνιστών πιέζοντας έτσι την εμπλοκή τους στην υπόθεση. µενίθ μαχητικότητας φυσικά πρέπει να αναγνωρισθεί η ατυχής προσπάθεια βετεράνου βουλευτή (δυστυχώς μου διαφεύγει το σημαντικό όνομά του) να συλλάβει μόνος του το Δ. Κουφοντίνα με το παράνομο περίστροφο του.
Η δυναμική επανεμφάνιση του «ειδικού σε θέματα τρομοκρατίας» αρχιχαφιέ Ντ. Κρυστάλλη στο προσκήνιο ξάφνιασε και ενόχλησε πολλούς από τους τηλεοπτικούς δημοκράτες. Δυστυχώς δεν συνέβη το ίδιο στην περίπτωση της προσπάθειας μετατροπής ενός ολόκληρου λαού σε χαφιέδες μέσα από τη συνεργασία με τις αρχές με το τηλέφωνο 170. Εδώ έχουμε πλέον την αποθέωση του παραλογισμού καθώς από τις αστυνομικές αρχές ζητούνται στοιχεία της προσωπικής ζωής των διπλανών μας (ακόμη και για το αν ο μυστήριος τύπος που μένει στο ημιυπόγειο βρήκε ξαφνικά την όρεξή του!). Τα στοιχεία αυτά βέβαια σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να είναι αξιοποιήσιμα σε σχέση με την υπόθεση 17Ν, όμως είναι μια καλή αρχή στη «βελτίωση των σχέσεων αστυνομίας-πολίτη» μιας και έχουμε μπροστά μας και τη σύνοδο της Θεσσαλονίκης και τη «μεγάλη εθνική υπόθεση» του 2004, όπου προβλέπεται όργιο καταστολής.
Τα παραπάνω παραδείγματα νομίζω ότι δείχνουν την παράδοση άνευ όρων του απέναντι στρατοπέδου στον παραλογισμό. Όμως δυστυχώς υπάρχουν και στη δική μας πλευρά (τόσο της κοινοβουλευτικής αριστεράς όσο και της ριζοσπαστικής) ισχυρές ενδείξεις ότι το παιχνίδι παίζεται με τους ίδιους όρους. Πρώτα και κύρια στην πλευρά του ΣΥΝ όπου τα πρωτοκλασάτα στελέχη του τριγυρνάνε στα κανάλια κάνοντας δηλώσεις νομιμοφροσύνης, αλλά και μετάνοιας εξυμνώντας τις αρετές της σύγχρονης δημοκρατίας μας και καταδικάζοντας όχι μόνο την ατομική τρομοκρατία αλλά και την ανατρεπτική δράση γενικότερα. Ο -μια άλλη Αθήνα είναι εφικτή- Φ. Κουβέλης έφτασε να δηλώσει ότι ακόμη και στην περίπτωση που θα του ζητηθεί, θα αρνηθεί να είναι συνήγορος οποιουδήποτε από τους κατηγορουμένους διότι δεν του το επιτρέπουν οι αρχές του (αναρωτιέμαι αν πρόκειται για τις ίδιες αρχές που του… επέτρεψαν να γίνει υπουργός της Δεξιάς). Οι σύντροφοι του ΚΚΕ είναι αλήθεια ότι εκφράζουν για το ζήτημα τις ίδιες ασυνάρτητες απόψεις που είχαν πάντα, προσπαθώντας να αποδείξουν ότι η 17Ν είναι μια οργάνωση πρακτόρων. Εδώ τα σενάρια συνωμοσίας δίνουν και παίρνουν ακόμη αναμασώντας την κλασική σταλινική επιχειρηματολογία ότι όποιος δεν είναι μαζί μας είναι σίγουρα πράκτορας. Μάλιστα ο Α. Σκυλλάκος έσπευσε να καταγγείλει τον πρακτόρικο ρόλο των Τροτσκιστών και να θυμίσει ότι το κόμμα του συγκρούστηκε μαζί τους ενώ ο δήμαρχος του Βύρωνα Ν. Ρογκάκος προχώρησε πρώτος απ’ όλους στην αποκάλυψη ότι ο Σ. Κονδύλης ήταν στέλεχος της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Στην καλύτερη περίπτωση κάποια στελέχη του ΚΚΕ δηλώνουν ότι ακόμη και να μην είναι πράκτορες τα μέλη της 17Ν, σίγουρα η δράση τους αξιοποιήθηκε από τις αρχές για να ενταθεί η καταστολή (ξεχνώντας βέβαια ότι το ίδιο έχει συμβεί και σε αγώνες που και το ΚΚΕ έχει συμμετάσχει). Είναι λυπηρό ότι το κλίμα παραλογισμού έχει χτυπήσει και το λόγο των οργανώσεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς (όπου δεν τον έχει αφανίσει). Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η εφημερίδα «Πριν» ξεμπρόστιασε σαν πράκτορα των μυστικών υπηρεσιών στο Κίνημα το Σ. Κονδύλη λίγες μέρες μετά τη σύλληψη του. Είναι προφανές ότι παρά το μαχητικό και πολλές φορές τσαμπουκαλίδικο λόγο των συντρόφων, στη συγκεκριμένη περίπτωση επικράτησε η σταλινικών καταβολών πρακτική του «βγάζω χαφιέ τον συλληφθέντα» προκειμένου να «τη βγάλει καθαρή» η οργάνωση. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση του Χ. Ξηρού.
Πιο ανησυχητική όμως είναι η απογείωση στη στρατόσφαιρα των τροτσκιστικών (ή τροτσικιστικών που λέει ο Ευαγγελάτος) οργανώσεων που είναι και οι περισσότερο θιγόμενες αφού παρουσιάστηκαν τόσο ιδεολογικά όσο και υλικά σαν απαρχή και βάση της τρομοκρατίας. Αρκετές απ’ αυτές την επίθεση που δέχθηκε ο Τροτσκισμός την αντιμετώπισαν με μια διάθεση βαυκαλισμού αφού τη θεώρησαν απόδειξη του πόσο επικίνδυνες τις θεωρεί το αστικό κράτος, ανεξάρτητα με το αν η συγκεκριμένη επιλογή μπορεί να ερμηνευθεί και με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο. Πολλές απ’ αυτές (είμαστε και μπόλικες δυστυχώς), για να απαντήσουν στην ανιστόρητη επίθεση των ΜΜΕ, επιστράτευσαν ακόμη και τον ίδιο τον Τρότσκι με τόσο στείρο τρόπο που ουσιαστικά λειτούργησαν σαν επιτροπές αποκατάστασης της μνήμης του. Είναι αλήθεια ότι στα κείμενα του Τρότσκι μπορεί κανείς να βρει έξοχα επιχειρήματα απέναντι στην ατομική τρομοκρατία, αλλά είναι επίσης προφανές ότι ο τρόπος με τον οποίο αυτά χρησιμοποιούνται σήμερα είναι μάλλον μια προσπάθεια να ξεμπερδέψουμε εύκολα με το ζήτημα. Όμως ακόμη και αν εμείς θέλουμε να γυρίσουμε το κεφάλι στο πρόβλημα αυτό δεν σημαίνει ότι το κράτος θα κάνει το ίδιο.
Έχουμε από την αρχή ενδείξεις (και τώρα τελευταία και χειροπιαστά στοιχεία με την προσπάθεια εμπλοκής γνωστών αγωνιστών) ότι το κράτος τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας τον αντιλαμβάνεται σαν κάτι γενικότερο. Είναι δεδομένο ότι στο επόμενο διάστημα η ιδεολογική και φυσική επίθεση ενάντια στους αγωνιστές και τις οργανώσεις του Χώρου θα ενταθεί. Το ζήτημα είναι το κατά πόσο θα αφήνουμε τον Τρότσκι να «καθαρίζει» για μας με αποτέλεσμα την πολιτική μας παράλυση ή αν θα σταθούμε πρωτοπόροι στη συγκρότηση ενός μετώπου που όχι μόνο θα αντισταθεί αποτελεσματικά στην περιστολή των δικαιωμάτων και την ένταση της καταστολής, αλλά θα μπορέσει μακροπρόθεσμα να πετύχει την ανάδειξη των ιδεών και πρακτικών της επαναστατικής διεθνιστικής Αριστεράς. Πολύ περισσότερο να αντιληφθούμε ότι η απάντηση στον κρατικό παραλογισμό δεν μπορεί να είναι υπόθεση κάθε αγωνιστή και κάθε οργάνωσης ξεχωριστά και ότι είναι μια μάχη που ή θα την κερδίσουμε όλοι μαζί ή θα μοιραστούμε μια (ακόμη) πικρή ήττα, ότι είναι καιρός να αναλάβουμε το βάρος της μάχης απέναντι στην καθημερινή εξαθλίωση όλοι μαζί στο πλαίσιο μιας δυνατής ενιαίας επαναστατικής διεθνιστικής Αριστεράς.
[…] Η εξάρθρωση της λογικής […]