Πότε επιτέλους θα κάνει (και) η αριστερά πολιτική για τη γλώσσα;
του Μιχάλη Καλαμαρά
Η γλώσσα μας ενώνει. Όταν η Άννα Διαμαντοπούλου, ελληνίδα επίτροπος στην ΕΕ πρότεινε με συνέντευξή της στην Καθημερινή της 18/11/01 την καθιέρωση της αγγλικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας της Ελλάδας, σύσσωμοι δεξιοί και αριστεροί βροντοφώναξαν “κάτω τα χέρια από τη γλώσσα μας” και αποσόβησαν τον κίνδυνο. Το Έθνος έστω και στιγμιαία ξεπέρασε τον ύποπτο διαχωρισμό αριστερά – δεξιά και τις κουλτουριάρικες αγκυλώσεις και ενώθηκε μπροστά στην απειλή. Ο Χρήστος Σαρτζετάκης προσέγγισε με το Ριζοσπάστη, ο Μιχάλης Παπαγιαννάκης και ο Γιάννης Πρετεντέρης τα βρήκαν με το Βύρωνα Πολύδωρα, η Μαριάννα Τζιαντζή (Πριν) και η Μαρώ Τριανταφύλλου (Εποχή) θύμιζαν κάτι από τους στρατηγούς ε. α. και τους φιλόλογους ιστορικούς συγγραφείς- τέως γυμνασιάρχες που κατακλύζουν με επιστολές την Εστία και την Καθημερινή, η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων και ο Γεώργιος Μπαμπινιώτης συνάντησαν τον Αρχιεπίσκοπο Χριστόδουλο (αυτή η τελευταία σύγκλιση δεν ήταν, είναι η αλήθεια, και πολύ αναπάντεχη). Το ΚΚΕ μάλιστα το πήρε τόσο πατριωτικά που αναγκάστηκε να απαντήσει με επανέκδοση μπροσούρας του Στάλιν του 1950 σχετικά με το μαρξισμό στη γλωσσολογία”, ένθετης στον κυριακάτικο Ριζοσπάστη της 9ης Δεκεμβρίου.
Και όλα αυτά ξεκινώντας από μια λάθος βάση, ότι οι Έλληνες είναι οι περισσότερο γλωσσομαθείς στην Ευρώπη. Στην πραγματικότητα σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο (Φλεβάρης 2001) στην Ελλάδα το 45% των κατοίκων μιλάει αγγλικά, αισθητά λιγότεροι από τη Σουηδία (81%), την Ολλανδία (80%) και τη Δανία (78%) αν και περισσότεροι από την Ιταλία (39%) την Ισπανία (36%) και την Πορτογαλία (36%).
Τι πρότεινε αλήθεια η Διαμαντοπούλου;
Χαρακτηριστικό στοιχείο και αυτού του εθνικού παροξυσμού είναι ότι το πραγματικό περιεχόμενο της πρότασης Διαμαντοπούλου αγνοείται από τη συντριπτική πλειοψηφία των σχολιαστών της καθώς αυτοί έχουν υπόψη τους την αρχική πολύ γενική πρότασή της στη συνέντευξη στην Καθημερινή και αδιαφορούν για τις επόμενες δηλώσεις της που συγκεκριμενοποιούν τι θα συνεπαγόταν αυτή η πρόταση.
Έτσι συμπληρώνοντας με τη φαντασία τους ό,τι δεν έχουν ενδιαφερθεί να μάθουν μας λένε την άποψή τους για τη Διαμαντοπούλου: άλλοι δεν τη θεωρούν ελληνίδα, άλλοι πιστεύουν ότι θέλει να μας κάνει κλωνοποιημένα αμερικανάκια και άλλοι ότι είναι μια τυπική εκπρόσωπος του κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου.
Για τη Διαμαντοπούλου πάντως η αγγλική ως δεύτερη επίσημη γλώσσα σημαίνει ότι τα αγγλικά γίνονται ένα από τα βασικά μαθήματα στο σχολείο, κάποια από τα δευτερεύοντα (sic!) μαθήματα όπως η ψυχολογία, η ανθρωπολογία, κλπ. θα γίνονται στις τελευταίες τάξεις στα αγγλικά εξολοκλήρου, τα πανεπιστήμια θα μπορούν να κάνουν κάποια μαθήματα στα αγγλικά και να έχουν και εξολοκλήρου αγγλόφωνα τμήματα. Δε σημαίνει δηλαδή παράλληλη χρήση ελληνικών και αγγλικών σε όλες δραστηριότητες του κράτους. Κατά τη Διαμαντοπούλου η αναγκαιότητα αυτής της αλλαγής προκύπτει από την μια από την επικείμενη διεύρυνση της ΕΕ και τις 22 επίσημες γλώσσες που αυτό συνεπάγεται, από την αυξανόμενη χρήση του ίντερνετ και από τον κυρίαρχο ρόλο της αγγλικής στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή. Από την άλλη γιατί μέχρι τώρα η εκμάθηση γίνεται κυρίως έξω από το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα και δεν είναι ικανοποιητική ενώ δαπανώνται σημαντικά ποσά.
Ας σημειώσουμε εδώ ότι μέχρι τώρα (βλ. το πρόσφατο άρθρο της στο Βήμα 24/3/02) η Διαμαντοπούλου δεν έχει πάρει πίσω την πρότασή της για δεύτερη επίσημη γλώσσα. Έχει συγκεκριμενοποιήσει μόνο τι θα σήμαινε μια τέτοια αλλαγή και έχει εμπλουτίσει την επιχειρηματολογία της. Ακριβώς γιατί η έννοια της δεύτερης επίσημης γλώσσας σηματοδοτεί ένα ποιοτικό άλμα στην ακολουθούμενη γλωσσική πολιτική, ότι δε θα πρόκειται για μια απλή βελτίωση των όρων εκμάθησης.
Η γλωσσική πολιτική της Ελλάδας
Η μέχρι σήμερα επίσημη πολιτική της κυβέρνησης είναι η ενίσχυση της πολυγλωσσίας στην ΕΕ με έμφαση και στις λιγότερο ομιλούμενες γλώσσες όπου ανήκουν και τα ελληνικά και η ενίσχυση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών και των λατινικών. Η ελληνική αστική τάξη αξιοποιεί δηλαδή το επιχείρημα της πολυπολιτισμικότητας και του κύρους των ιστορικών της αναφορών για να υποβαθμίσει τη με όρους αγοράς ανισοτιμία της από τους ισχυρότερους από τους ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς και να αναβαθμίσει τη θέση της στο διεθνή ανταγωνισμό. Ακόμα και αν αποτύχει στο στόχο της προώθησης της ελληνικής γλώσσας, την εντάσσει στο οπλοστάσιό της ως διαπραγματευτικό χαρτί που μπορεί να εξασφαλίσει ανταλλάγματα και σε άλλους, μη- γλωσσικούς/ πολιτιστικούς τομείς.
Με βάση αυτές τις θέσεις για τη γλωσσική πολιτική ο Ευθυμίου αποδοκίμασε την πρόταση Διαμαντοπούλου γιατί “δεν καλλιεργεί” την ισοτιμία όλων των ευρωπαϊκών γλωσσών.
Η Διαμαντοπούλου μετέχοντας στην υπερκρατική γραφειοκρατία των Βρυξελλών εξετάζει τα ζητήματα από διεθνή οπτική γωνία και έχει αντιληφτεί τα γλωσσικά ζητήματα που θέτει η παγκοσμιοποίηση και ειδικότερα η ευρωπαϊκή ενοποίηση. Από την άλλη αντιλαμβάνεται τα συγκεκριμένα προβλήματα που θέτει η οικοδόμηση της ΕΕ. Κατ’ αρχήν την ανάγκη για ενοποίηση και σε γλωσσικό επίπεδο μιας διευρυμένης μάλιστα Ευρώπης με προώθηση για όλη την ΕΕ μιας κοινής γλώσσας (ή παραπάνω γλωσσών αλλά σε κάθε περίπτωση πολύ περιορισμένου αριθμού). Και η Διαμαντοπούλου επιδιώκει ό,τι εντείνει την ενοποίηση γιατί έχει ταχτεί με τη θέση του ΠΑΣΟΚ για μια Ευρώπη ομοσπονδιακή. Βλέπει το ζήτημα συγχρόνως και από την εθνική σκοπιά που εκπροσωπεί, δηλαδή με όρους εθνικών ανταγωνισμών, και βιάζεται να αποκτήσει η “ελληνική οικονομία” αυτό το “συγκριτικό πλεονέκτημα”.
Τέλος δεν είναι απαλλαγμένη από δόσεις κοινωνικής ευαισθησίας και θέλει να δώσει περισσότερες “ευκαιρίες” για γλωσσομάθεια σε κομμάτια του πληθυσμού που θα υστερούσαν χωρίς τη βοήθεια του κράτους. Γι’ αυτό προτείνει τα αγγλικά για δεύτερη επίσημη γλώσσα.
Μια τέτοια πρόταση δεν μπορεί να γίνει κατανοητή παρά στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, δεν είναι μόνο ότι η κατάρρευση του “υπαρκτού” άνοιξε νέες αγορές στα Βαλκάνια, δεν είναι οι από πριν υπαρκτές σχέσεις με τη Μέση Ανατολή, δεν είναι οι έντονες εμπορικές σχέσεις με τη δυτική Ευρώπη. Είναι ακριβώς η παγκοσμιοποίηση και οι περιφερειακές ολοκληρώσεις στις οποία οδηγεί, με πιο προωθημένο παράδειγμα την ΕΕ. Αυτή είναι η διαφορά που το ζήτημα δεν είναι πια οι ξένες γλώσσες αλλά η εκμάθηση της κατ’ εξοχήν γλώσσας της παγκοσμιοποίησης ως βασικό καθήκον του κράτους όπως μέχρι πριν λίγα χρόνια είχε θέσει ως καθήκον του τη δημιουργία κοινής εθνικής γλώσσας είτε αυτή ήταν η καθαρεύουσα είτε η ομογενοποιημένη δημοτική -και το πέτυχε.
Η πρόταση της Διαμαντοπούλου, αν υιοθετηθεί ως κυβερνητική θέση, θα αποτελέσει μια στροφή στη γλωσσική πολιτική. Τα σχολεία δε θα κάνουν και αγγλικά αλλά η γλωσσομάθεια μετατρέπεται σε βασικό εκπαιδευτικό καθήκον του κράτους. Αυτό πρώτα και κύρια σημαίνει δεύτερη επίσημη γλώσσα. Και η αλλαγή αυτή θα έχει συνέπειες για τη γλωσσική στρατηγική της Ελλάδας. Από την υποστήριξη όλων των γλωσσών, όσους ομιλητές και αν έχουν, ως ισότιμες, δηλαδή ως γλώσσες που θα πρέπει να μαθαίνονται εξίσου, θα πέρναγε στην πριμοδότηση της αγγλικής ως διεθνούς γλώσσας και θα περιόριζε την εκμάθηση των μικρότερων γλωσσών σε όσους τις έχουν για μητρικές γλώσσες και σε ενδοευρωπαϊκές πολιτιστικές ανταλλαγές και όχι ως γλώσσες επικοινωνίας μεταξύ πολιτών από διαφορετικά ευρωπαϊκά κράτη. Όσο για τις κλασικές γλώσσες, αυτές αποτελούν μια σχετικά διακριτή περίπτωση αφού δεν προορίζονται για την επικοινωνία αλλά προβάλλονται ως στοιχεία “ευρωπαϊκής ταυτότητας” και για τις “αξίες που φέρουν” (και που υποτίθεται η μετάφραση δεν μπορεί να αποδώσει). Έτσι το κομμάτι αυτό της πολιτικής που προωθεί στην πραγματικότητα μια πανευρωπαϊκή εκπαιδευτική αντιμεταρρύθμιση, μια επιστροφή στο φορμαλισμό, δε θα θιχτεί.
Η τύχη της πρότασης Διαμαντοπούλου είναι συνυφασμένη με τις διαδικασίες δημιουργίας ευρωπαϊκού κράτους και ιδιαίτερα με την προοπτική αυτό να έχει ομοσπονδιακή μορφή.
Αριστερά, παγκοσμιοποίηση, γλώσσα
Απέναντι σε όλα αυτά η αριστερά στην Ελλάδα τι θέση πήρε; Όπως ήδη επισημάνθηκε, πρωτοστάτησε στις καταγγελίες για εθνική προδοσία και βάλθηκε να αποδείξει γιατί αυτή σκέφτεται πιο γνήσια εθνικά από τη δεξιά και τους σοσιαλδημοκράτες. Στην πραγματικότητα αυτή η στάση δεν αποτέλεσε έκπληξη αλλά είναι συνέχεια μιας σαφούς πορείας μετά τη μεταπολίτευση.
Μετά την καθιέρωση της δημοτικής και την κατάργηση του πολυτονικού η αριστερά έχασε κάθε επιθετική αιχμή στα ζητήματα της γλώσσας. Το βασικό της αίτημα επιτεύχθηκε. Η δημοτική καθιερώθηκε ως η επίσημη γλώσσα του κράτους. Τα αρχαία από το πρωτότυπο, όμως, έμειναν το τελευταίο απόρθητο οχυρό της ουσίας της καθαρεύουσας και του γλωσσικού συντηρητισμού, δηλαδή του ελιτισμού από τη μια, που σημαίνει μια διάκριση -και γλωσσικής- “μορφωμένων”/ “αμόρφωτων”, και από την άλλη της απόδειξης της “αδιάρρηκτης συνέχειας του ελληνισμού”. Τα αρχαία δεν έπαψαν να διδάσκονται από το πρωτότυπο στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Από τη δεκαετία του ’80 μάλιστα σημαντικά τμήματα της αριστεράς συνέχισαν να χρησιμοποιούν το πολυτονικό ως ένδειξη “ποιότητας” και άρχισαν να “ανησυχούν” και αυτά για τη “φθορά” της γλώσσας προβάλλοντος μια φανταστική γλωσσική Εδέμ του παρελθόντος και προτείνοντας ως αντίδοτο τους κάθε είδους γλωσσικούς αρχαϊσμούς. Κήρυξαν έτσι μια γλωσσική αντιμεταρρύθμιση προσπαθώντας να περιορίσουν τις κατακτήσεις της δημοτικής και με πραγματικό στόχο την έντονη κοινωνική ριζοσπαστικοποίηση, και ιδιαίτερα τη νεολαία ( “που μιλάει με 500, 200., κλπ. λέξεις”). Ακολούθησε η υπεράσπιση της γλώσσας της Μακεδονίας και η όλη ρητορική υποχώρησε μόνο στα μέσα της δεκαετίας του ’90 με την υποχώρηση της κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης και την απονομιμοποίηση του συντηρητικού εθνικιστικού νεοφιλελεύθερου μπλοκ και τη συνακόλουθη άμβλυνση της πολιτικής και κοινωνικής πόλωσης. Τα επεισόδιο όμως με τη Διαμαντοπούλου απέδειξε ότι παρόλη την υποχώρηση της ρητορικής για την απειλούμενη ελληνική, ένα σώμα γλωσσαμυντορικών θέσεων συνεχίζει να υπάρχει σταθερά αν και σε λανθάνουσα κατάσταση.
Η αριστερά λοιπόν στην πλειοψηφία της υιοθέτησε μία προς μία της γλωσσικές απόψεις της δεξιάς και σταμάτησε να έχει δική της πολιτική για τη γλώσσα. Η στάση της όμως απέναντι στην πρόταση Διαμαντοπούλου, ένα τελείως νέο ζήτημα, δεν εξηγείται μόνο από το αμαρτωλό εθνικιστικό παρελθόν της αν και το προϋποθέτει.
Αυτό που κατεξοχήν μας εξηγεί τη στάση κατά τα άλλα αρκετά διαφορετικών ρευμάτων της αριστεράς είναι ότι η ελληνική αριστερά στη συντριπτική της πλειοψηφία δεν έχει απαντήσει επαρκώς στο ζήτημα της παγκοσμιοποίησης και ειδικότερα στις συνέπειες της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης της Ελλάδας. Δεν είναι προφανώς αυτό το θέμα μας εδώ. Αρκεί να σημειώσουμε ότι η αριστερά στην Ελλάδα αντιμετωπίζει την παγκοσμιοποίηση και την ΕΕ από τη σκοπιά της επιστροφής στο έθνος κράτος, ενώ το πραγματικό ζήτημα είναι η παγκοσμιοποίηση των κοινωνικών αγώνων και η προβολή άλλων παγκόσμιων και περιφερειακών πολιτικών λύσεων.
Αυτή η διαφορετική γενική πολιτική τοποθέτηση έχει ουσιαστικές επιπτώσεις για μια ειδικότερη πολιτική, τη γλωσσική πολιτική.
Αγγλικά σε ένα δημόσιο και δωρεάν σχολείο
Τα είδη της διαφωνίας ή της συμφωνίας που μπορεί να έχει κανείς με την πρόταση Διαμαντοπούλου στην ουσία είναι δύο ειδών: επί της αρχής και σε επιμέρους ζητήματα.
Δε θα διαφωνήσω επί της αρχής. Τα αγγλικά πρέπει να γίνουν δεύτερη επίσημη γλώσσα στην Ελλάδα. Ο πληθυσμός πρέπει να γίνει δίγλωσσος (στην περίπτωση που η πρώτη γλώσσα είναι τα ελληνικά, δεν μπαίνουμε εδώ στο πολυπλοκότερο πρόβλημα μειονοτήτων και μεταναστών). Και αυτό για τους εξής λόγους.
Πρώτα απ’ όλα, καμία γλώσσα δεν είναι αιώνιο χαρακτηριστικό του ενός ή του άλλου πληθυσμού. Από γενιά σε γενιά αλλάζει και όντως η ιστορία της δημιουργίας εθνών κρατών είναι η ιστορία αλλαγών και στη γλωσσική συνείδηση, στις γλωσσικές πρακτικές: από άλλες γλώσσες στην κυρίαρχη εθνική, από τις διαλέκτους στην κοινή. Η μονογλωσσία εξάλλου (και) στην Ελλάδα είναι αποτέλεσμα κρατικής πολιτικής. Στην περίπτωση μάλιστα των προσπαθειών για μετατροπή του δίγλωσσου (ελληνικά-σλαβομακεδονικά) πληθυσμού της Μακεδονίας σε βασικά μονόγλωσσο (ελληνικά) είναι αποτέλεσμα και καταστολής. Από αυτή την ιστορική σκοπιά δεν υπάρχει κάποιος λόγος ένας πληθυσμός που είναι μονόγλωσσος να παραμείνει μονόγλωσσος.
Ισότητα στις γλώσσες δεν υπάρχει αλλά η ισότητα αφορά αποκλειστικά και μόνο τους ανθρώπους. Έτσι στα εθνικά κινήματα π.χ. η εκπαίδευση στη μητρική γλώσσα αποτελεί συνήθως αναπόσπαστο κομμάτι της εθνικής αυτοδιάθεσης. Δεν μπορούν όμως όλες οι γλώσσες να χρησιμοποιούνται για την διεθνή επικοινωνία ακριβώς λόγω της φύσης αυτής της επικοινωνίας. Με αυτή την έννοια δεν μπορούν να είναι όλες οι γλώσσες ίσες. Το ποιες γλώσσες γίνονται διεθνείς έχει να κάνει με το ποια κράτη είναι ισχυρότερα. Αλλά το πρόβλημα του σημερινού κόσμου δεν είναι ότι ο Μπους μιλάει αγγλικά. Και το ζήτημα δεν είναι να είναι κανείς ιμπεριαλιστής στα ελληνικά και όχι στα αγγλικά και τα ελληνικά δε σε κάνουν καθόλου λιγότερο ιμπεριαλιστή. Αντίθετα αν μεταθέτουμε την αντιπαράθεση στη γλώσσα μετατρέπουμε τα κοινωνικά ζητήματα σε ζητήματα πολιτιστικών συγκρούσεων, σε ζητήματα ταυτότητας, σε ζητήματα εθνικά. Και το εθνικό ζήτημα στην Ελλάδα είναι λυμένο προ πολλού. Δεν πρέπει να θέλουμε να αντιστρέψουμε λοιπόν την σημερινή εξάπλωση συγκεκριμένων γλωσσών σα διεθνών. Η επικοινωνία δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα για εκατοντάδες εκατομμύρια και δισεκατομμύρια ανθρώπους με το να μισομαθαίνει ο καθένας ό,τι ξένη γλώσσα του έρθει. Αναγκαστικά χρειάζονται μια, δύο, τρεις διεθνείς γλώσσες. Ο μετασχηματισμός του κόσμου όμως δε γίνεται από μηδενική βάση αλλά δεν μπορεί παρά να παίρνει υπόψη του τις ιστορικά συσσωρευμένες ανθρώπινες ικανότητες. Εκ των πραγμάτων θα βασιστεί στις υπάρχουσες διεθνείς γλώσσες, στις ήδη ανεπτυγμένες γλωσσικές ικανότητες, δηλαδή πρώτα απ’ όλα στα αγγλικά ή π.χ. στη Λατινική Αμερική τα ισπανικά.
Αντίθετα, τη γλώσσα που οι πρόσφατοι άρχοντες του κόσμου φρόντισαν να διαδοθεί θα τη στρέψουμε εναντίον τους. Προϋποθέτω ότι στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση (πρέπει να) θέλουμε να αντιτάξουμε την παγκοσμιοποίηση των κοινωνικών αγώνων, το διεθνισμό, όχι την επιστροφή στο έθνος – κράτος. Με τα αγγλικά μπορεί να λειτουργήσει μια ενοποιημένη διεθνής κεφαλαιαγορά, μπορεί να λειτουργήσει μια πολυεθνική, μπορεί να διοικηθεί ένας νατοϊκός στρατός. Με τα αγγλικά όμως μπορεί να λειτουργήσει το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ, το Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ, ένα ενιαίο ευρωπαϊκό αριστερό κόμμα, να οργανωθεί μια πανευρωπαϊκή απεργία, μια πανευρωπαϊκή διαδήλωση. Στην ίδια γλώσσα μπορεί να εκφραστεί η ευρωπαϊκή αστική τάξη και μπορεί να εκφραστεί και η ευρωπαϊκή εργατική τάξη.
Τέλος, το ότι το κράτος πρέπει να αναλάβει τη συστηματική και γενικευμένη αγγλομάθεια, επιλογή που κωδικοποιείται στην έννοια της δεύτερης επίσημης γλώσσας, είναι αναγκαία προϋπόθεση για όσους δεν πιστεύουν στην μεταφυσική του ιδιώτη και του “καταφερτζή” Έλληνα Βαλκάνιου. Αν η αγγλομάθεια αφεθεί στη διακριτική ευχέρεια της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, αγγλικά θα μαθαίνουν όσοι έχουν να πληρώσουν τα φροντιστήρια και τα ιδιωτικά σχολεία. Το πραγματικό πρόβλημα που τίθεται στην ελληνική κοινωνία με το σημερινό βαθμό ενσωμάτωσής της στην ΕΕ δεν είναι αν θα μάθουμε αγγλικά ή όχι αλλά πόσο καλά θα τα μάθουμε και αν θα τα μάθουμε στο φροντιστήριο ή στο σχολείο.
Με βάση τα παραπάνω επιχειρήματα η αριστερά στην Ελλάδα πρέπει επί της αρχής να υιοθετήσει την πρόταση Διαμαντοπούλου. Η Διαμαντοπούλου έκανε την πρότασή της κυρίως παρακινημένη από τα προβλήματα που είχε η τάδε πανευρωπαϊκή επιχείρηση που έπρεπε να μεταφράσει τα χαρτιά που εξασφαλίζουν τις πατέντες της σε τόσες γλώσσες ή από τις δυσχέρειες που έχει η 3Ε (Coca Cola Beverages) λειτουργώντας εργοστάσια συγχρόνως στην Ελλάδα και τη Βρετανία. Το ζήτημα όμως είναι άλλο: Είτε θέλουμε να υπηρετήσουμε τον καπιταλισμό είτε να τον ανατρέψουμε τα αγγλικά μας χρειάζονται. Και χρειαζόμαστε καλά αγγλικά για να επικοινωνούμε πραγματικά και χρειαζόμαστε να τα μαθαίνουμε στο δημόσιο σχολείο.
Πέρα από τη συμφωνία επί της αρχής με την πρόταση Διαμαντοπούλου τα επιμέρους αλλά πολύ σημαντικά ζητήματα εκκρεμούν. Και πρώτα απ’ όλα, παρόλο που το σχολείο και το κράτος αναλαμβάνει την αγγλομάθεια, πρέπει να δούμε πώς πρέπει να είναι αυτό το σχολείο για να πετύχει σε αυτό το σκοπό. Όλα τα ζητήματα που θέτει το εκπαιδευτικό κίνημα για μια πραγματική βελτίωση της εκπαίδευσης είναι σχετικά.
Ιδιαίτερη βαρύτητα όμως έχει εδώ το ζήτημα της χρηματοδότησης. Πιο απλά: ξένες γλώσσες δε μαθαίνονται με 30 μαθητές ανά τάξη και με δύο ώρες τη βδομάδα. Άρα δε μαθαίνονται χωρίς γενναίες προσλήψεις καθηγητών ξένων γλωσσών. Και αν δε χρηματοδοτηθεί επαρκώς το δημόσιο σχολείο, ο δρόμος για νέα άνθιση των φροντιστηρίων είναι ανοιχτός. Η πολιτική του “κοινωνικού νεοφιλελευθερισμού” που ακολουθεί η σοσιαλδημοκρατία και στα θέματα της εκπαίδευσης δε μας επιτρέπει να αισιοδοξούμε. Και πάλι όμως το αίτημα πρέπει να είναι όχι η αντίθεση στην καθιέρωση δεύτερης επίσημης γλώσσας αλλά ότι θέλουμε αγγλικά σε ένα σχολείο πραγματικά δημόσιο και πραγματικά δωρεάν. Αυτό είναι το κύριο ζήτημα που πρέπει να θέσει η αριστερά σχετικά με την πρόταση Διαμαντοπούλου.
Τελειώνοντας, ας επισημάνουμε ότι η αριστερά για να ανακτήσει το ρόλο της ως πρωτοπόρα και ριζοσπαστική δύναμη στο χώρο της εκπαίδευσης και της γλώσσας πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι μια νέα γλωσσική μεταρρύθμιση μένει να γίνει. Αυτή η νέα μεταρρύθμιση, πέρα από την καθιέρωση της αγγλικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας, περιλαμβάνει την κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων από το πρωτότυπο στη μέση εκπαίδευση και την ορθογραφική μεταρρύθμιση, ζητήματα για τα οποία θα χρειαστεί να επανέλθουμε. Τέτοιες προτάσεις πρέπει να υιοθετηθούν από κόμματα και οργανώσεις της αριστεράς, αριστερές συνδικαλιστικές παρατάξεις ιδιαίτερα στο χώρο της εκπαίδευσης και φοιτητικές παρατάξεις ιδιαίτερα στις καθηγητικές σχολές.
[…] […]