Το άρθρο αυτό αποτελεί προέκταση της συζήτησης που έλαβε χώρα στους κόλπους της ΟΚΔΕ-Σπάρτακος για τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου με σκοπό την ιστορική κατανόηση του φαινομένου του ισλαμικού φονταμενταλισμού.
του Παναγιώτη Σηφογιωργάκη
Τα γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, αλλά και αυτά τα παλιότερα της δεκαετίας του ’90 στην Αίγυπτο (σφαγή του Λούξορ κλπ), το δεκαετές κτηνώδες αιματοκύλισμα στην Αλγερία και σε άλλες εστίες του ισλαμικού κόσμου, δεν σηματοδοτούν την απαρχή μιας εποχής «μεγάλων ισλαμικών πολέμων» όπως θα το ‘θελε ο Samuel Huntington. Στο άρθρο αυτό θα επιχειρηματολογήσουμε στην αντίθετη κατεύθυνση. Πρώτα όμως πρέπει να κάνουμε κάποιες αναγκαίες διασαφηνίσεις.
Έτσι, για παράδειγμα, αναγνωρίζουμε ότι η σύγκρουση στην Παλαιστίνη οξύνεται πάλι σε απροχώρητο σημείο μετά την Ιντιφάντα του τέλους των χρόνων του ’80 και την ειρηνευτική διαδικασία που ακολούθησε. Αλλά θα ζητήσουμε συγγνώμη από τους ιδεολογικούς μας αντιπάλους, γιατί δεν πρόκειται να εντάξουμε τον Παλαιστινιακό αγώνα στο λήμμα «Ιερός Πόλεμος» καίτοι δεν παραγνωρίζουμε τη σημασία της ανόδου οργανώσεων όπως η Χαμάς στην περιοχή.
Επίσης ξεκαθαρίζουμε προκαταβολικά ότι δεν υποστηρίζουμε ότι επίκειται υποχώρηση του ισλαμικού φονταμενταλισμού υπό την έννοιά του ως αρχή δικαίωσης αυταρχικών καθεστώτων, θεοκρατικών τάσεων και μηχανισμών καταπίεσης στις ισλαμικές κοινωνίες. Δεν διαβλέπουμε λοιπόν μια διαδικασία λαϊκοποίησης πίσω απ’ τα τυχόν προβλήματα που αντιμετωπίζει ο οίκος των Σαούντ και οποιαδήποτε αντιπολίτευση στη Σαουδική Αραβία είναι αδύνατο να κερδίσει θέσεις πλήττοντας τον «ουαχαμπίτικο» φανατικό ευσεβισμό που έχει αποκλειστικό δικαίωμα στον καθορισμό των αξιών της σαουδαραβικής κοινωνίας.
Τέλος, δεν προδικάζουμε την εξαφάνιση των ακραιφνών ομάδων που δεν φείδονται τρομοκρατικής βίας. Χωρίς την προσφορά προστασίας και ανεφοδιασμού από υπηρεσίες κρατών της περιοχής θα περιέλθουν σε δεινή θέση. Τα χτυπήματά τους ίσως να γίνουν απεγνωσμένα και ανεξέλεγκτα.
Το άρθρο αυτό προτείνει μια σχετική ερμηνεία των γεγονότων που έχουν ήδη συμβεί υπό το πρίσμα αυτό. Μιλώντας για «ιερού πολέμου» εναντίον της Δύσης και των Δυτικών, εννοούμε «αντάρτικα» που μάχονται στοιχεία συνταγματικής και πολιτειακής οργάνωσης δυτικής προέλευσης από τη σκοπιά ενός ισλαμικού προγράμματος πλήρους ανασυγκρότησης της κοινωνίας σαν αυτό που βρίσκεται σ’ εκφυλισμό στην Αλγερία, που ξεριζώθηκε στην Αίγυπτο, που έγινε σκόνη στο Αφγανιστάν · μιλάμε για τον ιερό πόλεμο εναντίον του ιμπεριαλισμού και των ντόπιων κοσμικών ελίτ και όχι γι’ αυτόν που γίνεται στο πλευρό τους.
Φύση του ισλαμικού φονταμενταλισμού
Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 η άνοδος των ριζοσπαστικών ισλαμικών κινημάτων και η πίεση που ασκούσαν στην άλλοτε ισχυρή Αριστερά (που πολλές φορές πήρε την μορφή στρατιωτικής κατίσχυσης επί της τελευταίας) έθεσε επί τάπητος το ζήτημα της κοινωνικής τους φύσης. Η εμπειρία της ιρανικής επανάστασης, αλλά όχι μόνο αυτή, έδωσε την ευκαιρία να αναπτυχθεί μια ατέρμονη φιλολογία ανάλυσης του φαινομένου. Ένας απ’ τους κοινούς τόπους που επανέρχονταν στην αριστερή θεωρητική παραγωγή ήταν ότι ο ισλαμικός φονταμενταλισμός συνιστά μια εκδοχή φασισμού. Οι εξωτερικές ομοιότητες ως προς τον «ολοκληρωτικό» χαρακτήρα του επισκίαζαν στα πλαίσια αυτής της ερμηνείας τις εγγενείς δομικές αναντιστοιχίες με τον φασισμό του μεσοπολέμου.
Η ερμηνεία του ως μικροαστικού κατά βάση κινήματος ανταποκρινόταν, κατά πάσα πιθανότητα, περισσότερο στα γεγονότα (βλέπε την έξοχη, προερχόμενη από εκείνη την περίοδο, ανάλυση του συντρόφου μας Salah Jaber, που η ΟΚΔΕ-Σπάρτακος, εκτιμώντας την επικαιρότητά της ακόμα και σήμερα, επαναδημοσιεύει σε μορφή μπροσούρας αυτό τον καιρό) απέναντι στο ζήτημα της σχέσης των κινημάτων αυτών με την εξουσία, περιπλέχτηκε έκτοτε όμως αφού στον πόλο της ιρανικής επανάστασης, που ανέτρεψε το κοινωνικό και γεωπολιτικό status quo, αντιπαρατιθόταν το Αφγανιστάν, ως «χώρα πλέον του Τζιχάντ», με τις ευλογίες των κυριότερων εκφραστών του status quo και συμμάχων του ιμπεριαλισμού στην ευρύτερη περιοχή, των μοναρχικών του Κόλπου, του Πακιστάν και, φυσικά, εξυπακούεται της CIA.
Οι εξελίξεις στη Βόρεια Αφρική προσφέρονται σε περισσότερο προφανή συμπεράσματα. Εκεί (Αλγερία κυρίως) ο ισλαμικός φονταμενταλισμός προσπάθησε να απαντήσει στην κοινωνική κρίση του «αραβικού σοσιαλιστικού μοντέλου» και τη φθορά των εθνικιστικών ελίτ συσπειρώνοντας μια πλατιά λαϊκή συμμαχία των πληβειακών στρωμάτων γύρω απ’ τις μεσαίες τάξεις, που στη συνέχεια οδηγήθηκε σε διάσπαση.
Το ανεπανάληπτο της ιρανικής επανάστασης
Πουθενά αλλού στον ισλαμικό κόσμο τα ριζοσπαστικά ισλαμικά πολιτικά κινήματα δεν οδήγησαν στη μαζική επαναστατική λαϊκή κινητοποίηση παρά μόνο στο Ιράν. Στο Σουδάν, το «θεοκρατικό» κράτος είναι αποτέλεσμα ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος, με περιορισμένη κοινωνική βάση στήριξης. Η χούντα του Ζία-Ουλ Χακ στο Πακιστάν υιοθέτησε μεγάλα τμήματα του προγράμματος των ισλαμικών κομμάτων. Η θεοκρατική μοναρχία των Σαούντ έχει κάτσει στο σβέρκο ενός αραβικού πληθυσμού από… «προκαπιταλιστικούς» χρόνους. Οι «Ταλιμπάν» δεν αποτέλεσαν, ως γνωστόν, ένα αυθεντικά λαϊκό κίνημα, αλλά «εγκάθετους» των πακιστανικών αρχών που επιβλήθηκαν την κατάλληλη στιγμή, όταν οι παλιότερες αντάρτικές ομάδες που είχαν οργανικούς δεσμούς με τους διάφορους εθνοτικούς πληθυσμούς του Αφγανιστάν είχαν καταφέρει σχεδόν να αλληλοεξοντωθούν.
Μόνο στο Ιράν υπήρξε ένα ρεύμα θρησκευτικού πολιτικού ριζοσπαστισμού που συνέπηξε σ’ ένα συγκεκριμένα αντιιμπεριαλιστικό και αόριστα κοινωνικό πρόγραμμα ένα μπλοκ τάξεων που επέτρεψε σε μια «ιερατική κάστα» να αναλάβει το μονοπώλιο της πολιτικής εξουσίας ύστερα απ’ την ταραγμένη πορεία μιας νικηφόρας επανάστασης.
Η τάση του Χομεϊνί κατάφερε να σύρει στο άρμα της όλες σχεδόν τις τάσεις της σιιτικής αριστεράς με την ρητορική επίκληση των «απόκληρων», τις παραδοσιακές μεσαίες ευσεβείς τάξεις των αστικών κέντρων, ευημερούσες αλλά υποδεέστερες και αποκλεισμένες σε σχέση με τις κοσμικές ελίτ που στήριζαν την ισχύ τους στην πετρελαιοοικονομία, τέλος την μάζα των εγγράμματων πλην πληβείων νέων που συνωστίζονταν στις φτωχές συνοικίες των πόλεων. Το κίνημα αυτό κατάφερε, μέσα απ’ την ευρύτερη πολιτική συμμαχία στην κορυφή, που στο τέλος συμπεριέλαβε ακόμη και μερίδες της κοσμικής αστικής τάξης που ζητούσαν αστικές δημοκρατικές ελευθερίες, και μέσα από μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης στη βάση (τις «κομιτενχ»), να σαρώσει το καθεστώς του Σάχη, χωρίς την παραμικρή χρήση ένοπλης βίας σημειωτέον. Αυτή επιφυλάχθηκε αργότερα, για την μετεπαναστατική περίοδο.
Αυτός ο τύπος κοινωνικής κινητοποίησης, μ’ αυτά τα αποτελέσματα, δεν μπόρεσε να επαναληφθεί πουθενά, αν και υπήρχαν ορισμένες ανάλογες συνθήκες. Στις χώρες της Βόρειας Αφρικής, στην Αλγερία και την Αίγυπτο όταν εξαντλήθηκαν τα οφέλη για μεγάλα κοινωνικά στρώματα απ’ τα προνόμια της μετα-αποικιακής κοινωνικής τάξης των διάφορων εκδοχών αραβικού σοσιαλισμού, η κοινωνική κρίση δημιούργησε τις συνθήκες για την ανάπτυξη του ριζοσπαστικού φονταμενταλισμού.
Ας δούμε λίγο πιο συγκεκριμένα την περίπτωση της Αλγερίας: η πτώση των τιμών του πετρελαίου, στα μέσα της δεκαετίας του ’80, που μείωσε δραστικά τα κρατικά έσοδα, η διαφθορά του μονοκομματικού καθεστώτος, η πληθυσμιακή έκρηξη της αραβόφωνης νεολαίας, που αποτελούσε μια γενιά δίχως μνήμη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα που έδενε την αλγερινή κοινωνία με το καθεστώς και αισθανόταν εχθρότητα για τα προνόμια της γαλλόφωνης εκκοσμικευμένης ελίτ, σε συνθήκες μαζικής ανεργίας, η ικανότητα των ισλαμικών θεσμών και δικτύων να αναπληρώνουν το κενό του προνοιακού κράτους, αποτέλεσαν τις αιτίες που έκαναν το πολιτικό Ισλάμ, που εκπροσωπούσε το Ισλαμικό Μέτωπο Σωτηρίας, να κεφαλαιοποίησει την κοινωνική δυσαρέσκεια με την εκλογική του νίκη στις δημοτικές εκλογές του Ιουνίου του 1990. Το στρατιωτικό κίνημα που πραξικοπηματικά απέτρεψε την κατάληψη της εξουσίας, στον δεύτερο γύρο των κοινοβουλευτικών εκλογών, το Δεκέμβρη του ’91 από τους ισλαμιστές. Ανέκοψε την πορεία τους αλλά δεν εξασφάλισε την οριστική ήττα τους.
Κρίση του «Ιερού Πολέμου» στη δεκαετία του ’90
Οι γενικευμένες σφαγές στο «Αλγερινό Μέτωπο», οι δολοφονίες τουριστών από εξτρεμιστές ισλαμιστές στην Αίγυπτο, το φονικό χάος στο Αφγανιστάν, στο φόντο ενός τελειωμένου ψυχρού πολέμου έκαναν πολλούς δυτικούς παρατηρητές να φοβούνται ότι μόλις μπήκαμε σε μια γνήσια εποχή έξαρσης του ισλαμικού ριζοσπαστισμού, απ’ άκρου εις άκρον στον ισλαμικό κόσμο. Αυτή η έξαρση υφίσταται μόνο σε σχέση με την κρίση στρατηγικής των ριζοσπαστικών ισλαμιστικών κινημάτων.
Στην πραγματικότητα, η ανεξέλεγκτη βία που ασκούν δεν είναι απόδειξη αυτοπεποίθησης αλλά δείγμα πολιτικής αδυναμίας και απομόνωσης. Οι αντάρτικες ισλαμιστικές δυνάμεις μετά το πραξικόπημα του στρατού στην Αλγερία πολυδιασπάστηκαν και ήρθαν σε σύγκρουση ουκ ολίγες φορές μεταξύ τους, ενώ επιδόθηκαν στην άμιλλα της διάπραξης των πιο ασύλληπτων φρικαλεοτήτων. Το αποτέλεσμα ήταν η εξαέρωση της κοινωνικής συμμαχίας που υποστήριζε το ΙΜΣ.
Στην Αίγυπτο οι τρομοκρατικές μέθοδοι των ισλαμικών ένοπλων οργανώσεων δημιούργησαν μια πλατιά κοινωνική συναίνεση για την καταστολή των ριζοσπαστών ισλαμιστών, που παρέσυρε ακόμα και οργανώσεις που είχαν με κόπο οικοδομήσει ένα ανεπτυγμένο δίκτυο θεσμών αλληλεγγύης που τους παρείχε κοινωνική απήχηση.
Οι «μαχητές του Τζιχάντ» στο Αφγανιστάν τύπου Μπιν Λάντεν, γαλουχημένοι με πετροδολλάρια, είχαν την «πολυτέλεια» για μια ανεξάρτητη τακτική κλιμάκωσης του τρόμου, γιατί πραγματικά δεν έχουν καμιά γείωση σε λαϊκά κινήματα. Οι συνθήκες του Αφγανιστάν δεν μπορούν να αναπαραχθούν σχεδόν πουθενά, δηλαδή η εγκαθίδρυση μιας τελείως ξένης προς τις παραδοσιακές σχέσεις εκπροσώπησης εξουσίας. Η τύχη των Ταλιμπάν, που διαλύθηκαν σε σκόνη απ’ την αμερικάνικη επέμβαση, φανερώνει το μηδαμινό κοινωνικό τους έρεισμα.
Η «φαντασμαγορία της βίας» είναι το ύστατο καταφύγιο ομάδων που στρατολογούν ανέστιους και απάτριδες που είναι έτοιμοι για την ηρωική αυτοθυσία, να τα χάσουν όλα γιατί ακριβώς δεν έχουν να κερδίσουν τίποτε. Μια «τεράστια χειρονομία» αντιστρόφως ανάλογη προς την κοινωνική τους αποδοχή και ρίζωμα ήταν το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου για τους εμπνευστές του. Η αφγανική εμπειρία ήταν το «βατερλώ» όλων όσων πρωταγωνίστησαν σ’ αυτήν συμπεριλαμβανομένων των Η.Π.Α.
Ποια προοπτική για τον ισλαμικό κόσμο;
Δεν μπορεί να δοθεί συγκεκριμένη απάντηση σε ερωτήματα που αφορούν την έκβαση της εξέλιξης μιας κοινωνίας σε μια δοσμένη στιγμή του μέλλοντος. Μπορούμε να αρκεστούμε στην επινόηση αντιθετικών σχημάτων που ορίζουν εναλλακτικές δυνατότητες ή σε υποθέσεις πάνω σε πολύ γενικά πλαίσια. Σε έσχατη ανάλυση οι θεωρίες που επιδιώκουν την πρόβλεψη είναι «μαχητικές», επιχειρούν να επιδράσουν πάνω στις κοινωνικές διεργασίες ώστε αυτές να στραφούν στην κάθε φορά επιθυμητή κατεύθυνση.
Για παράδειγμα ο, πράγματι, εμβρυθής μελετητής του σύγχρονου ισλαμικού κόσμου και των φονταμενταλιστικών του ρευμάτων Jilles Kepel παρατηρεί την αναστροφή του φονταμενταλιστικού φανατισμού σε σημείο που «οι απογοητευμένοι από τον ισλαμισμό», προερχόμενοι κυρίως από τα μεσαία στρώματα, στρέφονται προς την κοσμική κοινωνία των πολιτών, επιλογή «που θα τους επιτρέψει να ανακυκλωθούν με ένα μίνιμουμ απωλειών στη μεγάλη αγορά της παγκοσμιοίησης που ξεκινάει την αυγή της 3ης χιλιετηρίδας».
Συνεπώς, η ολοκλήρωση με την παγκόσμια καπιταλιστική αγορά θα προσέφερε τη βάση για τη σύνθεση ισλαμικών και δυτικών αξιών σε μια εναλλακτική «μουσουλμανική δημοκρατία». Business και ολίγες ατομικές ελευθερίες συμβαδίζουν σε ένα κόσμο που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα κυριαρχηθεί στο τέλος από τις δυτικές αξίες. Αυτές εκτεινόμενες στα πέρατα του κόσμου απλά κάθε φορά προσαρμόζονται στις ιδιαίτερες συνθήκες. Πρόκειται σαφώς για μια διαφορετική προσέγγιση απέναντι στη γνωστή θεωρία του Samuel Huntigton.
Σε ένα άλλο τόνο ο συγγραφέας δημοφιλών βιβλίων πολιτικής ανάλυσης Robert Caplan επιμένει αντίθετα ότι η δημοκρατία (στη γνωστή τρέχουσα δυτική της μορφή) είναι όχι μόνο πρόωρη αλλά και επιζήμια για μια φτωχή χώρα που θέλει να μπει στην τροχιά της οικονομικής ανάπτυξης. Ακολουθώντας «το τραγικό αίσθημα με το οποίο ο Kissiger αντιμετώπιζε την ιστορία (sic!)» ο Caplan αποφαίνεται ότι η καλύτερη λύση στην περίπτωση αυτών των κρατών είναι η «πεφωτισμένη δεσποτεία». Ένα τέτοιο καθεστώς διακυβέρνησης βάζει τάξη στα οικονομικά του κράτους, δε διστάζει να χρησιμοποιήσει τα έτοιμα θρησκευτικά μεσα κοινωνικού ελέγχου των πληβειακών μαζών, ασκεί μεν πολιτικό καταναγκασμό στα εκκοσμικευμένα ανώτερα και μεσαία στρώματα, επιτρέπει δε να μετέχουν εντός ορισμένων ορίων σε ένα δυτικό τρόπο ζωής. Το παράδειγμά του από τον ισλαμικό κόσμο είναι το καθεστώς Μουσάραφ στο Πακιστάν. Είναι βέβαια μια στρατιωτική δικτατορία, ωστόσο χωρίς τον αδυσώπητο χαρακτήρα της παλιότερης εκείνης του µία Ουλ Χακ και πάνω απ’ όλα έβαλε τέλος στην αναρχία που σημάδεψε την περίοδο διακυβέρνησης από τη δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση Μπούτο. Ο ίδιος ο Μουσάραφ έχει χαρακτηριστεί από ορισμένα δυτικά ΜΜΕ ως ο «Βολταίρος του Πακιστάν»!
Μια τέτοια δικτατορία, πεφωτισμένη κιόλας, αποκαθιστά το μέτρο που η δημοκρατία δυτικού τύπου μόνο να διαταράξει μπορεί. Αυτός ο χρυσός κλασικός κανόνας της ισχυρής πυγμής φαίνεται να αντιφάσκει με την αντίληψη περί επιτακτικού εκδημοκρατισμού λόγω οικονομικών αναγκαιοτήτων. Εμείς όμως αισθανόμαστε ότι αυτές οι δύο στρατηγικές στην πραγματικότητα συνδυάζονται και ακόμα περισσότερο περιπλέκονται από τις εξάρσεις του ριζοσπαστικού πολιτικού Ισλάμ, καθώς το γεγονός ότι το τελευταίο δεν είναι ηγεμονικό δε σημαίνει ότι θα πάψει να είναι σημαντικός παράγοντας διαμόρφωσης εξελίξεων.
Αντίσταση στη βαρβαρότητα
Όλες οι παραπάνω στρατηγικές περιέχουν στον ένα ή στον άλλο βαθμό τη βαρβαρότητα που συνεπάγεται η καπιταλιστική επέκταση και ανάπτυξη. Η επιδείνωση της άνισης ανάπτυξης θα καταδικάσει σε μεγαλύτερη εξαθλίωση τις μάζες της υπαίθρου για τις οποίες οι πατριαρχικές σχέσεις και η καταπίεση άμεσα δεν πρόκειται να περιοριστούν. Η αριθμητική αύξηση του μισθωτού προλετάριατου θα οξύνει τις ήδη υπαρκτές κοινωνικές αντιθέσεις στα αστικά κέντρα. Η θέση των καταπιεσμένων γυναικών είναι αμφίβολο αν θα βελτιωθεί πέρα από τα ανώτερα και μεσαία στρώματα της πόλης. Η τομή μεταξύ «πεφωτισμένων» δικτατόρων, «μουσουλμάνων δημοκρατών» και πολεμιστών του Τζιχάντ είναι η κοινή τους αποφασιστικότητα στο να επιβάλουν σιδερένια πειθαρχία στην τάξη των παραγωγών. Το εργατικό κίνημα παρά τις απαγορεύσεις, τις φυλακίσεις, τις διώξεις -μολονότι σε σπαργανώδη κατάσταση- είναι ζωντανό και δραστήριο σε πολλές εστίες του ισλαμικού κόσμου. Αναλαμβάνει κάτω από το βαρύ γκρίζο ουρανό του πολέμου, του θρησκευτικού φανατισμού, της πολιτικής καταπίεσης το ασύγκριτα δύσκολο αλλά ταυτόχρονα κοινωνικά αναγκαίο καθήκον να αγωνιστεί για δημοκρατία ενάντια στον καπιταλισμό.
[…] Η δυναμική του «Ιερού Πολέμου» […]