Ο Michel Warschawski, ισραηλινός δημοσιογράφος και συνεργάτης του Κέντρου Εναλλακτικής Πληροφόρησης, περιγράφει την κατάσταση που επικρατεί σήμερα στην Παλαιστίνη και το αδιέξοδο σε κάθε ειρηνευτική διαδικασία που προκαλεί η νέα έκρηξη επιθετικότητας από το Ισραήλ.
του Michel Warschawski
Κατά την επιστροφή του από τις διαπραγματεύσεις του Καμπ Ντέιβιντ τον Ιούλιο 2000 ο Γιασέρ Αραφάτ έγινε δεκτός σαν ήρωας: μπόρεσε να κρατήσει το κεφάλι ψηλά μπροστά στις συνδυασμένες πιέσεις του Εχούντ Μπάρακ και του Μπίλ Κλίντον. Όλοι εκείνοι, στην παλαιστινιακή πολιτική σκηνή αλλά και σε ένα μέρος της αριστεράς στον κόσμο, που πρόβλεπαν ότι ο “Γέρος” θα υποταχθεί στις αμερικάνικες εντολές και θα δεχθεί το Μπαντουστάν που ήθελε να του επιβάλλει ο Μπάρακ έπεσαν έξω. Έστω και γιατί εξαρτάται από την Παλαιστινιακή κοινή γνώμη και δεν είναι ένα πιόνι του Ισραήλ ή των ΗΠΑ, ο Γιασέρ Αραφάτ δεν θα είναι ο Antoine Lahad (ο αρχηγός ανδρείκελο των ισραηλινών του Στρατού του Νοτίου Λιβάνου) των Παλαιστινίων. Αυτό δεν μπόρεσαν να καταλάβουν ούτε ο Κλίντον ούτε ο Μπάρακ, τυφλωμένοι από την ιμπεριαλιστική και αποικιοκρατική τους νοοτροπία, και απ’ αυτό προήλθε η έκπληξη τους και στη συνέχεια ο θυμός τους, ενάντια σε εκείνον που τόλμησε να τους πει όχι.
Όταν, λίγους μήνες αργότερα, ξανάρχισαν οι συγκρούσεις, ο πρόεδρος της Παλαιστινιακής Αρχής είχε την υποστήριξη όλων των τμημάτων της παλαιστινιακής κοινωνίας καθώς και όλων των πολιτικών τάσεων. Ακόμη και εκείνοι που δεν μάσησαν τα λόγια τους τόσο για τον τρόπο που ο πρόεδρος της ΟΑΠ έκανε τις διαπραγματεύσεις όσο και για τις μεθόδους διαχείρισης της Παλαιστινιακής Αρχής ήταν έτοιμοι να δώσουν στον Γιασέρ Αραφάτ άλλη μιά ευκαιρία. Ενώ οι εθνικοί και τοπικοί ηγέτες των διαφόρων παλαιστινιακών πολιτικών οργανώσεων έρχονται στο προσκήνιο σε βάρος εκείνου που έχει απομείνει από τηξν παλιά φρουρά, των υπουργών και των στελεχών της Παλαιστινιακής Αρχής, ο Πρόεδρος βρέθηκε πάλι στα ύψη του γοήτρου του. Ένα χρόνο αργότερα η κατάσταση αυτή αλλάζει.
Παλαιστινιακή Αρχή αποσταθεροποιημένη
Γιά περίπου ένα χρόνο έγιναν τα πάντα από την Ισραηλινή κυβέρνηση για να αποσταθεροποιηθεί ο Γιασέρ Αραφάτ : ο οικονομικός αποκλεισμός και το σχεδόν ολοκληρωτικό σταμάτημα κάθε διοικητικής συνεργασίας με την Παλαιστινιακή Αρχή (αναγκαίας για τις διάφορες άδειες που έχουν επιβληθεί στον παλαιστινιακό πληθυσμό από το στρατό κατοχής) είχαν σαν στόχο να λυγίσουν τους άμαχους πολίτες για να δεχθούν τις ισραηλινές πολιτικές αποφάσεις, αλλά επίσης να αφαιρέσουν από την Παλαιστινιακή Αρχή κάθε εξουσία και να την κάνουν ανίκανη να διαχειρισθεί τα καθημερινά θέματα της αρμοδιότητας της. Ταυτόχρονα, οι βομβαρδισμοί και οι εξωδικαστιικές δολοφονίες προσανατολίζονταν κύρια προς στόχους του περιβάλλοντος του προέδρου της ΟΑΠ, ώστε να την ωθήσουν στη σύγκρουση ή να της αφαιρέσουν τη νομιμότητα από την ίδια της την κοινή γνώμη.
Σημαίνει αυτό ότι η Ισραηλινή κυβέρνηση αποφάσισε να βάλει τέλος στην εξουσία του Γιασέρ Αραφάτ; Το χειρότερο είναι ότι δεν μπορούμε να απαντήσουμε ούτε θετικά. Βέβαια υπάρχουν υπουργοί που δεν κρύβουν ότι, σύμφωνα με αυτούς, ο Αραφάτ πρέπει να εξοντωθεί και δεν θα έβλεπαν αρνητικά την αντικατάσταση του από τη Χαμάς. Έτσι, πιστεύουν ανόητα, τα πράγματα θα ξεκαθαρίσουν και η διεθνής κοινότητα θα πάρει ολοκληρωτικά θέση και πάλι στο πλευρό του Ισραήλ, κυρίως μετά τις 11 Σεπτέμβρη. Το Γενικό Επιτελείο του Στρατού φαίνεται να υιοθετεί αυτή την άποψη ή τουλάχιστον φέρεται σαν η πτώση του Γιασέρ Αραφάτ να είναι ένας από τους στρατηγικούς της στόχους, για να τον αντικαταστήσουν με μιά «πιό πραγματιστική ηγεσία», δηλαδή πιό υποχωρητική στις ισραηλινές πιέσεις. Οσο για τον Αριέλ Σαρόν, διακηρύσσει καθημερινά ότι ο Αραφάτ δεν είναι ένας εταίρος αλλά ένας δεύτερος Μπεν Λάντεν, γεγονός που δείχνει ότι υιοθετεί τις θέσεις της άκρας δεξιάς και του Γενικού Επιτελείου. Ωστόσο δεν επιτρέπεται στο Σαρόν να επιτεθεί άμεσα στον ηγέτη της Παλαιστινιακής Αρχής γιατί φαίνεται ότι οι Αμερικανοί έχουν ξεκάθαρα απαγορεύσει τη δολοφονία του Γιασέρ Αραφάτ ή ενέργειες που θα οδηγούσαν σε άμεση ανατροπή του.
Ο Σίμον Πέρες και κύρια οι Υπηρεσίες Ασφαλείας είναι κατηγορηματικά αντίθετες σε οτιδήποτε μπορεί να συμβάλλει στην πτώση του Αραφάτ. Στα μάτια τους παραμένει ο ένας και μοναδικός εγγυητής μιάς ελάχιστης σταθερότητας και ενός ελέγχου των ενεργειών αντίστασης ενάντια στην ισραηλινή κατοχή και αν, όπως σημειώνει το άρθρο της Χααρέτζ της 15-11-2001, «η κατάσταση είναι κακή, μετά τον Αραφάτ θα είναι καταστρεπτική».
Οποια και αν είναι η συμπεριφορά απέναντι στο Γιασέρ Αραφάτ, η πολιτική που ακολουθούν εδώ και ένα χρόνο οι Ισραηλινές κυβερνήσεις αποσταθεροποιεί όλο και περισσότερο την Παλαιστινιακή Αρχή.
Ανοδος μιάς «νέας φρουράς»
Σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στις Εξωτερικές Υποθέσεις, και μνημονεύεται επανειλημμένα από τον Ακίβα Ελντάρ στη Χααρέτζ της 15-11-2001, ο κοινωνιολόγος Χαλίλ Σκάκι, διευθυντής του Παλαιστινιακού Κέντρου Δημοσκοπήσεων, προειδοποιεί τους Ισραηλινούς ότι, εφόσον π.χ. οι “ειδικοί” του 2ου γραφείου σκέφτονται να αντικαταστήσουν τον Γιασέρ Αραφάτ από εκείνο που αποκαλεί “παλιά φρουρά”, Αμπού Μαζέν, Αμπού Αλά και Ναμπίλ Σαάθ, γνωστούς για τις μετριοπαθείς τους θέσεις, τις θαυμάσιες σχέσεις τους με τις δυτικές χώρες και τον ουσιαστικό τους ρόλο στις διαπραγματεύσεις με το Ισραήλ. “Δεν είναι αυτοί που θα αντικαταστήσουν τον Αραφάτ αλλά μιά νέα εθνικιστική φρουρά (“οι νέοι φρουροί”) και οι ισλαμιστές εξτρεμιστές. Αυτοί είναι που, κατά την περασμένη χρονιά, κ’έρσισαν το σεβασμό του λαού γιατί ταυτίστηκαν με τις στρατιωτικές συγκρούσεις με τον κατακτητή. Το γεγονός ότι το Ισραήλ τους υπέδειξε ονομαστικά σαν στόχους στην πολιτική του επιλεγμένων δολοφονιών ενισχύει τη δημοτικότητα τους. Βέβαια ο Γενικός Γραμματέας της Φατάχ, Μαρβάν Αλ Μπαργκουτί, αλλά επίσης ο Σαμί Αμπού-Σαμαχαντάνα από τη Ραφάχ, ο Χουσάμ Κχαντέρ από τη Ναπλούζ και ο Ατέφ Αμπαγιάτ απΕοτη Βηθλεέμ”, που δολοφονήθηκε πρόσφατα από τους Ισραηλινούς. Σε αυτούς τους πολιτικούς πρέπει να προστεθούν, σύμφωνα με το Σκάκι, οι αρχηγοί των Μυστικών Υπηρεσιών των Παλαιστινιών, Μοχχάμεντ Νταχλάν και µιμπρίλ Ραζούμπ, “η ίδια η ύπαρξη της παλιάς φρουράς εξαρτάται απόλυτα απΕοτη νομιμότητα που της προσδίδει ο Αραφάτ. Αντίθετα, η νέα φρουρά, ακόμη και αν αναγνωρίζει το κύρος του Αραφάτ, δεν εξαρτάται από αυτό”.
Οι δημοσκοπήσεις που δημοσιεύει το Παλαιστινιακό Κέντρο Δημοσκοπήσεων είναι εύγλωττες, μόνο 11% των Παλαιστινίων δηλώνει ότι πιστεύει ακόμη στη διαδικασία των διαπραγματεύσεων, και 86% (έναντι 56% εδώ και ένα χρόνο) υποστηρίζει την ιδέα μιας ένοπλης εξέγερσης. Η δημοτικόττηα του Αραφάτ, μετά το Καμπ Ντέιβιντ, έχει μειωθεί κατά 30%. Γιά πρώτη φορά ο αριθμός των Παλαιστινίων που δηλώνει ότι ταυτίζεται με το Ισλαμικό Μπλοκ είναι λίγο μεγαλύτερος από εκείνο των υποστηρικτών του Γιασέρ Αραφάτ.
Το συμπέρασμα που βγάζει ο Σκάκι από τις δημοσκοπήσεις αυτές είναι ξεκάθαρο: «ο Αραφάτ και η παλιά φρουρά δεν μπορούν σε καμιά περίπτωση να υποσχεθούν μιά απόλυτη κατάπαυση του πυρός. Δεν έχουν τα μέσα για να το επιβάλλουν. Η Παλαιστινιακή Αρχή έχει χάσει το μονοπώλιο της ένοπλης δύναμης, ο δρόμος αμφισβητεί τη νομιμότητα της και αντιτίθεται σε κάθε απόπειρα περιορισμού της νέας φρουράς και των ισλαμικών ρευμάτων».
Αν θέλουμε μιά επιβεβαίωση ααυτής της ανάλυσης αρκεί να δούμε στην τηλεόραση τις χιλιάδες των Παλαιστινίων του µενίν που διαδήλωναν αγανακτισμένοι μετά τη σύλληψη, από την Παλαιστινιακή αστυνομία και μετά από αίτημα των Αμερικάνων, του ηγέτη της Ισλαμικής Τζιχάντ Μαχμούντ Τουάλμπα. Αυτή τη φορά οι διαδηλωτές δεν δίστασαν να συγκρουστούν με τους παλαιστίνιους αστυνομικούς και να φωνάξουν συνθήματα κατά του προέδρου της ΟΑΠ. Όπως εξηγεί ο Χασάν Ελ Χατίμπ, διευθυντής; του Κέντρου ΜΜΕ και Επικοινωνιών της Ιερουσαλήμ: «ο Αραφάτ έχει εξασθενήσει πολύ λόγω των πιέσεων που του ασκούν το Ισραήλ, οι ΗΠΑ και η Ευρώπη, για να μπορέσει να συλλάβει αγωνιστές της Ιντιφάντα, ενώ παράλληλα το Ισραήλ συνεχίζει την πολιτική του των σχεδιασμένων δολοφονιών και των μαζικών αντιποίνων ενάντια στο σύνολο του Παλαιστινιακού πληθυσμού».
Ο Αραφάτ λοιπόν κινείται ανάμεσα στις λαϊκές και στις ισραηλινο-αμερικάνικες πιέσεις. Αλλά οι ισραηλινοί ηγέτες κάνουν λάθος αν πιστεύουν ότι ο ιδρυτής της Φατάχ είναι έτοιμος να πάρει το ρίσκο του να εμφανιστεί σαν ο Αντουάν Λαχάντ των Παλαιστινίων ή να προκαλέσει έναν εμφύλιο πόλεμο. Ο Σαρόν δείχνει να το καταλαβαίνει και αυτό δεν δείχνει να τον δυσαρεστεί, μόνο η «πλήρης διακοπή» της βίας θα επέτρεπε, σύμφωνα με αυτόν, την επιστροφή στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, αλλά όλος ο κόσμος ξέρει ότι ο ισραηλινός πρωθυπουργός δε θέλει σε καμιά περίπτωση να ξαναρχίσουν οι διαπραγματεύσεις. Αποτέλεσμα : ο Σαρόν δε θέλει ανακωχή, ο Αραφάτ δεν μπορεί να την επιβάλλει, επομένως οι συγκρούσεις θα συνεχιστούν μέχρις ότου η διεθνής κοινότητα αποφασίσει επιτέλους να επιβάλλει στο Ισραήλ το σταμάτημα της βίας και την επανάληψη των διαπραγματεύσεων.
Michel Warschawski
Δεκέμβριος 2001
[…] Παλαιστίνη: Ο Αραφάτ σε συμπληγάδες […]