Ισραήλ: Εξαφάνιση της αριστεράς, επάνοδος της ομοφωνίας

Σπάρτακος 60, Ιούλης 2001


της Tikva Honig-Parnass

Εξαφάνιση της Ισραηλινής Αριστεράς

Επανεμφάνιση της Γνώριμης Σιωνιστικής Ομοφωνίας

Between the Lines

Vo. 1, no.5, March 2001 

Ο Ισραηλινός πολιτικός στίβος, κατά την αντίληψη της Ισραηλινής, Παλαιστινιακής και παγκόσμιας γνώμης, διαιρείται ευδιάκριτα σε δυο κυρίως μπλοκ, με τα Σιωνιστικά Εργατικό κόμμα και την Λικούντ (Likud) επί κεφαλής. Θεωρείται ότι αυτά τα δύο μπλοκ αντιπροσωπεύουν την κλασσική διαίρεση της ‘Αριστεράς’ και ‘Δεξιάς’ η οποία υποτίθεται ότι συμπεριλαμβάνει, στην Ισραηλινή εκδοχή, αντίθετες θέσεις για την Παλαιστινιακή-Ισραηλινή σύγκρουση: το ‘στρατόπεδο της ειρήνης’ το οποίο υποστηρίζει μαζικές εδαφικές παραχωρήσεις και Παλαιστινιακό κράτος από τη μια πλευρά, και το ‘εθνικό στρατόπεδο’ το οποίο μοχθεί να εγκαθιδρύσει την ηγεμονία του Ισραήλ σε ολόκληρη την ιστορική Παλαιστίνη από την άλλη.

Επιπλέον, από την πρόσφατη εκλογική εκστρατεία για πρωθυπουργό, έγινε μάλλον σαφές ότι αυτή η αντίληψη στην πραγματικότητα επικρατεί επίσης εντός της Ισραηλινής αριστεράς της ίδιας, συμπεριλαμβανομένων και ριζοσπαστικών τμημάτων του Ισραηλινού ‘στρατοπέδου ειρήνης’. Επομένως, για μια ακόμη φορά, είναι σημαντικό να αντικρούσουμε αυτή τη φανταστική αντίληψη η οποία παραπλανεί πολλούς, αποτρέποντας την ανάπτυξη μιας πραγματικής Αριστεράς η οποία αγωνίζεται για κοινωνικό και πολιτικό μετασχηματισμό του Εβραϊκού-Σιωνιστικού κράτους, πράγμα το οποίο είναι αναγκαία προϋπόθεση για μια δίκαια ειρήνη.

Η Κοινή Νέο-Φιλελεύθερη Ιδεολογία και Πολιτική της Αριστεράς και της Δεξιάς

Αμφότερα τα μπλοκ, Αριστερά και Δεξιά, δεν εκφράζουν καμία σημαντική διαφορά σε κοινωνικό-οικονομικά συμφέροντα, όπως κλασσικά αποδίδεται στην ‘σόσιαλ-δημοκρατία’ εν σχέση προς την συντηρητική παράταξη η τη δεξιά στην Δυτική Ευρώπη. Πολιτικά, και τα δύο αντιπροσωπεύουν το οικονομικό, στρατιωτικό και πολιτικό κατεστημένο των Ασκενάζι (Ashkenazi) (Ευρωπαίοι Εβραίοι).

Επομένως, από τη δεκαετία του 1980 και μετά, δέχτηκαν τις προσταγές των ΗΠΑ και της Παγκόσμιας Τράπεζας και ξεκίνησαν μια πολιτική που στόχευε στην ένταξη του Ισραήλ στις διαδικασίες της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Συγκεκριμένα, οικονομία της ελεύθερης αγοράς, μείωση των κυβερνητικών εξόδων για υποδομή και εκπαίδευση, ιδιωτικοποίηση της υγείας και της κοινωνικής πρόνοιας, και πάγωμα η μείωση των μισθών των εργαζομένων, οι οποίοι αντιμετωπίζουν σκληρό ανταγωνισμό από ξένους εργάτες (δηλαδή φέρνουν ξένους εργάτες με σκοπό τη μείωση των μισθών των ντόπιων εργατών). Έτσι το διευρυνόμενο χάσμα εισοδήματος στο Ισραήλ έχει γίνει ένα από τα μεγαλύτερα στον δυτικό κόσμο. Τα ανώτερα οικονομικά στρώματα τώρα ζουν με ετήσιο εισόδημα που είναι δώδεκα φορές μεγαλύτερο από αυτό των χαμηλότερων στρωμάτων, σε σύγκριση με 8.6 φορές που ήταν πριν δέκα χρόνια.

Η κυβέρνηση του Μπάρακ (Barak), επιλεγμένος από την ηγεσία του Εργατικό Κόμματος και πιστός οπαδός της Θατερικής οικονομίας, ακολούθησε τις από μακράν αντιρρήσεις του Εργατικού Κόμματος για τον νόμο περί βασικού μισθού. Επιπλέον, εναντιώθηκε στην αύξηση του τωρινού βασικού μισθού, σκόπευε να καταργήσει τα δικαιώματα των ενοίκων σε εργατικές κατοικίες (οι περισσότεροι από τους οποίους είναι Εβραίοι Μιζραχίμ (Mizrahim)), σκόπευε να περιορίσει την κοινωνική πρόνοια των ανθρώπων οι μισθοί των οποίων είναι χαμηλότεροι του επίσημου βασικού μισθού και με αυτόν τον τρόπο επιφέροντας ακόμα πιο σκληρό πλήγμα στην εργατική τάξη, η πλειοψηφία της οποίας είναι επίσης Μιζραχίμ.

Εν τούτοις, οι στόχοι του Σιωνισμού, δηλαδή, ο αποικισμός της γης και ο έλεγχός της, δεν κατορθώνονται με την μη επέμβαση στην οικονομία και με ανεξέλεγκτες ελεύθερες αγορές, επειδή βρίσκεται αντιμέτωπο με τα συλλογικά εθνικά σχέδια.

Έτσι εξηγείται η παράλογη κατάσταση που χαρακτηρίζει το Ισραήλ, σύμφωνα με την οποία μερικοί επιφανείς ηγέτες της Δεξιάς (με τον Σαρόν επικεφαλή) είναι υπέρ του κρατικού παρεμβατισμού, όχι φυσικά για να επιφέρουν έναν πιο δίκαιο καταμερισμό αλλά για να εκτελέσουν εθνικά σχέδια, όπως τη διατήρηση του Εβραϊκού ελέγχου στη ‘κρατική γη’ και τον ‘εξιουδαϊσμό της Γαλιλαίας και του Νεγκέβ’.

Επιτέλους, η συμφωνία μεταξύ των στρατοπέδων σχετικά με την μάκρο-οικονομική πολιτική είναι συνολική, εξηγώντας έτσι τη σιωπή τους για αυτά τα ζητήματα κατά τη διάρκεια της εκλογικής εκστρατείας.

Αμφότεροι ο Μπάρακ και ο Σαρόν ενδιαφέρονταν για τη συνέχιση της διαδικασίας της διάλυσης του κράτους προνοίας στην υπηρεσία του καπιταλισμού, στο μέτρο που θα εξασφάλιζε την ενδυνάμωση των Σιωνιστικών στόχων αποίκησης.

Και πράγματι, η συνάντηση που έγινε σύντομα μετά τις εκλογές, ανάμεσα στους αντιπροσώπους των καπιταλιστών (οι οποίοι χρηματοδότησαν την Εργατική εκστρατεία) και του Σαρόν, στο κτήμα του, βόρεια της ερήμου της Νέγκεβ, τους άφησε ιδιαίτερα ικανοποιημένους. Ο Σαρόν υποσχέθηκε να συνεχίσει την ιδιωτικοποίηση και με κρατικές επιχορηγήσεις στη βιομηχανία., να μείωση τον φόρο κεφαλαίου, να δυναμώσει τους οικονομικούς δεσμούς με το διεθνές κεφάλαιο χρηματοδότησης, και να μεταφέρει περισσότερες βιομηχανίες στις γειτονικές Αραβικές χώρες όπου τα εργατικά χέρια είναι πολύ φτηνά.

Το γεγονός ότι τα δυο Σιωνιστικά κόμματα αντιπροσωπεύουν όμοια ταξικά συμφέροντα φαίνεται από τον τρόπο που αντιμετωπίζουν τη λύση της Παλαιστινιακής-Ισραηλινής σύγκρουσης. Αλλά, ενώ η κοινή νοοτροπία προς την οικονομική πολιτική εκφράζεται ανοικτά, (παρόλο που η επιχειρηματολογία είναι διαφορετική), δεν συμβαίνει το ίδιο με την πολιτική διαδικασία. Σχετικά με την ‘ειρήνη’ η συμφωνημένη πλάνη για ‘το σοβαρότερο ρήγμα στην Ισραηλινή κοινωνία’ έχει διατηρηθεί και τροφοδοτηθεί από τα δύο στρατόπεδα.

Το Κοινό Σχέδιο Λύσης της Αριστεράς και της Δεξιάς

Πράγματι, το μόνο ζήτημα που έχει διαφοροποιήσει την Ισραηλινή ‘Αριστερά’ από τη ‘Δεξιά’ είναι οι αντίθετες θέσεις που ισχυρίζονται ότι έχουν σχετικά με τη διαδικασία ειρήνης στα πλαίσια της Συμφωνίας του Όσλο.

Εντούτοις, όλες οι Ισραηλινές κυβερνήσεις, το Εργατικό Κόμμα όπως και το Λικούντ, εκμεταλλεύτηκαν τα 7 και περισσότερα χρόνια από το Όσλο για να εφαρμόσουν Ισραηλινούς στόχους μέσων μαζικών αποικισμών και την κατασκευή παρακαμπτηρίων δρόμων για να διαιωνίσουν την Ισραηλινή ηγεμονία στη Δυτική Ακτή και τη Γάζα και να αποτρέψουν την δυνατότητα ενός βιώσιμου Παλαιστινιακού κράτους.

Κατά τη διάρκεια εκλογικών εκπομπών και συνεντεύξεων, ο Μπάρακ ανακοίνωσε ότι εάν ο Αραφάτ επιμείνει, όπως στο Καμπ Ντέηβιντ, για το ‘Δικαίωμα στην Επιστροφή’ και για την ‘κυριαρχία στο Τέμπλ Μάουντ (Temple Mount), η δική του κυβέρνηση (του Μπάρακ), εάν εκλεγόταν, θα διατηρούσε την εντολή ‘Εμείς είμαστε εδώ και αυτοί είναι εκεί’ στο οποίο ο ανώτερος σχολιαστής, Ακίβα Έλνταρ (Akiva Eldar) προσθέτει: «αυτό που εννοούσε ήταν ότι θα προσαρτήσει στο ‘εδώ’, προσωρινά, 20-30% των εδαφών και θα αφήσει για το ‘εκεί’ το υπόλοιπο της περιοχής». Τα ζητήματα των τελικών συνόρων, της Ιερουσαλήμ και των προσφύγων έπρεπε να περιμένουν για μια ‘κατάλληλη στιγμή’.

Το φαινομενικά αθώο σύνθημα του ‘διαχωρισμού’ είναι παραπλανητική, διότι ο χάρτης των οικισμών δείχνει ότι σχεδιάστηκε ακριβώς για να αποτρέψει τον διαχωρισμό, και έτσι να επιτρέψει τη συνέχιση του ελέγχου του Ισραήλ επί του ‘εκεί’.

Αλλά ο στόχος του διαχωρισμού, για την οποία η Αριστερά τρέφει βαθιά εκτίμηση, είναι επίσης επικίνδυνος: η σκεπτική πάνω στην οποία βασίζεται μπορεί εύκολα να οδηγήσει στο συμπέρασμα της μεταβίβασης, όπως ο Μ. Κ. Ρεχαβάμ Ζε’εβι (Μ. Κ. Rehavam Ze’evi ), αρχηγός του Κόμματος της Μεταβίβασης, λέει, όταν απαντά σε μερικούς από την Αριστερά που εναντιώθηκαν στη συμμετοχή σε κυβέρνηση μαζί του: «Ο Μπάρακ επίσης υιοθέτησε το σύνθημα ‘εμείς είμαστε εδώ και αυτοί είναι εκεί’. Η μόνη διαφορά μεταξύ μας είναι σχετικά με το που το ‘εκεί’ θα είναι. Ως επί το πλείστον, είναι μόνο ζήτημα μεταφοράς του συνόρου μερικά χιλιόμετρα ανατολικά» (Ραδιοφωνία του Ισραήλ, Κανάλι 2, 25η Φεβρουαρίου).

Παρόλα αυτά, η απλή αναφορά από τον Μπάρακ των συνθηκών για την τελική συμφωνία, (αναφέρθηκαν πιο πάνω) ενώ είχε πλήρη επίγνωση ότι ήταν απαράδεκτα για τους Παλαιστίνιους, όπως και η ανακοίνωσή του στο τέλος του Όσλο, δίκαια δημιουργεί αμφιβολίες για το εάν ο Μπάρακ ενδιαφερόταν καν για μια συμφωνία στο Καμπ Ντέηβιντ.

Το κύριο άρθρο του Χα’αρετζ (Ha’aretz) (18 Φεβρουαρίου) επίσης εκφράζει αυτή τη δυσπιστία: «ο Μπάρακ, μέχρι τώρα, δεν έχει δώσει καθησυχαστική απάντηση σε αυτούς που πιστεύουν ότι το θάψιμο της συμφωνίας του Όσλο είναι πράγματι ευθυγραμμισμένη με τη δική του άποψη για τον κόσμο».

Πράγματι, μόνο τρεiς μέρες μετά την ομιλία του, όταν παραιτήθηκε από Πρόεδρο του Εργατικού Κόμματος, ύστερα από την ήττα του στις εκλογές, στην οποία καυχήθηκε για τις συμβιβαστικές λύσεις που προσέφερε στο Καμπ Ντέηβιντ, είχε ήδη γράψει στον πρόεδρο των ΗΠΑ ότι η νέα κυβέρνηση του Σαρόν δεν δεσμεύεται από τις συμφωνίες που επιτεύθηκαν στο Καμπ Ντέηβιντ και στην Τάμπα (Taba), και ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν πλέον. Με αυτόν τον τρόπο άνοιξε τον δρόμο για να κρατήσει ο Σαρόν ακόμα πιο σκληρή στάση.

Πρόσφατα είχαμε απερίφραστες δηλώσεις από ανώτερους ηγέτες του Εργατικού Κόμματος όπως τον Σιμόν Περές (Shimon Peres), τώρα Υπουργό Εξωτερικών στην κυβέρνηση του Σαρόν, οι οποίοι υποστηρίζουν μια προσωρινή συμφωνία ή μια μερική συμφωνία σαν αυτή για την οποία μίλησε ο Μπάρακ στην ‘εδω και εκεί’ ομιλία του.

Αυτή επίσης είναι η στάση του Σαρόν προς τη συμφωνία με τους Παλαιστίνιους, η οποία είναι και η επίσημη στάση της κυβέρνησης του Μπους. Ακολουθεί η εξήγηση αυτού του νέου ελιγμού εναντίων των Παλαιστινίων όπως παρουσιάστηκε από τον Σιμόν Σίφερ (Shimon Shifer) στην Ισραηλινή ημερήσια εφημερίδα Γέντιοτ Αχαρονότ (Yediot Aharonot) (2 Φεβρουαρίου).

«Μια μακροπρόθεσμη προσωρινή συμφωνία, χρονικά απεριόριστη, που υπόσχεται εδαφική συνέχεια στις Παλαιστινιακές Αρχές με την κατασκευή γεφυρών, το σκάψιμο σηράγγων και την παράδοση περιοχών που, ούτως η άλλως, θα τους δοθούν ως μέρος οποιασδήποτε συμφωνίας στο μέλλον, δηλαδή, μετατρέποντας Περιοχές Β σε Περιοχή Α, επί της οποίας οι Παλαιστίνιοι έχουν πλήρη έλεγχο [sic] ενώ το Ισραήλ συνεχίζει να κρατά τις στρατηγικές περιοχές, η μοίρα των οποίων θα αποφασιστεί μόνο στα πλαίσια των τελικών συμφωνιών, και στο τέλος της διαμάχης.»

Έτσι τα περιστέρια και τα γεράκια τώρα συσπειρώνονται για να υποστηρίξουν μια λύση που θα επιτρέψει την εγκαθίδρυση ενός κράτους Μπάντουσταν (Bandustan) στο 50% των Κατεχόμενων Περιοχών του 1967, ενώ οι υπόλοιπες περιοχές θα προσαρτηθούν ντε φάκτο στο Ισραήλ, όπου επιπλέον ‘στοιχεία’ θα εδραιωθούν και που θα παγιώσουν τον έλεγχο του Ισραήλ σε αυτές.

Και έτσι, η διαδικασία του Όσλο, μια από τις μεγαλύτερες απάτες στην σύγχρονη ιστορία, είναι πεθαμένη και θαμμένη. Οι ίδιοι οι υποστηρικτές της, με πλάγιο τρόπο, παραδέχονται ότι ‘είναι η σύλληψη του Όσλο που έχει καταρρεύσει’, δηλαδή ‘η ιδέα να φέρουμε εδώ ανθρώπους από την Τύνιδα, να τους δώσουμε μα περιοχή, και να επιβάλλουμε σε αυτούς να διατηρούν τάξη και ασφάλεια για εμάς – και να πιστέψουμε ότι θα αποδόσει.’ (Σλόμο Μπεν Άμι, (Shlomo Ben Ami) Υπουργό Εξωτερικών στην κυβέρνηση Μπάρακ)

Ο προοδευτικός σχολιαστής, Χαϊμ Μπάραμ (Haim Baram), προσθέτει: «τα παιδιά του Μπέιλιν (Beilin) έχουν πουλήσει στο κοινό την αυταπάτη ότι είναι δυνατόν να κερδίσουμε την ειρήνη στην χαμηλότερη τιμή, με μια ενωμένη και διευρυμένη Ιερουσαλήμ κάτω από Ισραηλινή κυριαρχία και με 81 οικισμούς μέσα στην Παλαιστινιακή περιοχή. Ο Μπέιλιν ο ίδιος προσπάθησε να πουλήσει την Άμπου Ντις (Abu Dis) στον Αραφάτ ως πρωτεύουσα, ισχυριζόμενος ότι αυτή η γειτονιά είναι η Ιερουσαλήμ. Από τότε που οι ιεραπόστολοι στην Μαύρη Αφρική είχαν αγοράσει εκτάσεις γης, η κάθε μια στο μέγεθος ολόκληρης της Ευρώπης, σε αντάλλαγμα για μερικές γυάλινες χάντρες – δεν έχει υπάρξει μια τόση διάφανη προσπάθεια να αγοραστεί ειρήνη και γενικά η Αραβική αναγνώριση σε τόσο χαμηλή τιμή.»

Έρποντας προς μια Ενοποιημένη Κυβέρνηση

Και πράγματι η ‘απογοήτευση’ από τη διαδικασία που στηρίχτηκε στην απάτη και στην συγγένεια με τις θέσεις του Λικούντ εξηγεί γιατί το Εργατικό Κόμμα σέρνεται να συμμετάσχει στην Ενοποιημένη Εθνική Κυβέρνηση που ηγείται ο Σαρόν, ο χειρότερος εγκληματίας πολέμου όλων των Ισραηλινών ηγεσιών, δίπλα στον Ρεχαβ’αμ Ζε’εβι (Rehav’am Ze’evi), ηγέτη του Κομματος της Μεταβίβασης.

Ο Τομ Σέγκεβ (Tom Segev) (Χαάρετζ 23 Φεβρουαρίου) υπενθυμίζει τους αναγνώστες του την εξήγηση που ο τότε μέλος της Κνέσετ Μπένι Μπέγκιν (Benny Begin) (Λικούντ, γιος του πρώην πρωθυπουργού Μέναχεμ Μπέγκιν) έδωσε το 1991 όταν ιδρύθηκε το Κόμμα Μεταβίβασης, σχετικά με την πλατφόρμα του:

«Τι εννοούμε όταν χρησιμοποιούμε τη λέξη ‘μεταβιβάζω’; Ακόμα και εάν προσθέσουμε τις λέξεις ‘εκούσια’ ή ‘συναινετικά’ όπως κάνει ο Ζε’εβι, το σχέδιο είναι οι Άραβες της Δυτικής Ερέτζ (Eretz) Ισραήλ [μεταξύ του Ιορδάνη Ποταμού και τη Μεσόγειο] να λιμοκτονήσουν, να διψάσουν, να επιβαρυνθούν και να φοβηθούν ως που να φύγουν ηθελημένα».

Είναι δύσκολο να βρεθεί κάποια σημαντική διαφορά ανάμεσα σε αυτό το σχέδιο και τους στόχους του Εργατικού Κόμματος που ηγείται ο Μπάρακ. Κανείς από αυτούς που εκφράζουν κάποια επιφανειακή αντίρρηση στο να συμμετάσχουν στην ενοποιημένη κυβέρνηση, όπως επιφανείς ηγέτες της Εργασίας σαν τον Χαϊμ Ραμόν, Σλόμο Μπεν Άμι και Γιόσσι Μπέιλιν , δεν θα έπρεπε να είναι ‘έκπληκτος’ από την απόφαση που ηγήθηκαν οι Πέρες και Μπάρακ να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση Σαρόν, διότι γνώριζαν για τις συσκέψεις που γίνονταν από τον Μπάρακ και Σαρόν ταυτόχρονα με την εκλογική εκστρατεία.

Επιπλέον, δεν θα έπρεπε να είναι έκπληκτοι γιατί η πολιτική τους σχετικά με τις διαπραγματεύσεις όπως και την καταστολή της Ιντιφάντα είναι απόδειξη του γεγονότος ότι το δικό τους ‘στρατόπεδο ειρήνης’ είναι κενό οποιουδήποτε πρωτότυπου περιεχομένου που θα μπορούσε να αποτρέψει μια ενοποιημένη κυβέρνηση με την Λικούντ.

Όντως, ο πιο σημαντικός κοινός παρονομαστής που ενώνει το Εργατικό Κόμμα και το Λικούντ είναι η αφοσίωσή τους στον Σιωνισμό, στην Εβραϊκότητα του κράτους, και στην συνέχιση της ύπαρξης πρακτορείων που εκπληρώνουν τους στόχους της ενθάρρυνσης και χρηματοδότησης της μετανάστευσης Εβραίων στο Ισραήλ και την προτίμηση των Εβραίων μέσα στο κράτος, όπως δηλώνεται στο πρώτο σχεδιάγραμμα για τις ‘Οδηγίες για την ενοποιημένη κυβέρνηση’ (Χα’αρετζ 26 Φεβρουαρίου)

«Άρθρο 6.1: Η κυβέρνηση του Ισραήλ θα βάλει τη Σιωνιστική ημερησία διάταξη στην κορυφή των προτεραιοτήτων της.

Άρθρο 6.2: Η κυβέρνηση θα ενεργήσει, μαζί με το Εβραϊκό Πρακτορείο και την Παγκόσμια Σιωνιστική Ομοσπονδία, για να ενθαρρύνει τη μετανάστευση προς τη χώρα, να εντατικοποιήσει την Εβραϊκή-Σιωνιστική μόρφωση της νέας γενεάς στη διασπορά, να ενισχύσει την ενότητα του Εβραϊκού έθνους γύρω από το Ισραήλ, και να διασφαλίσει την Εβραϊκή, Σιωνιστική και δημοκρατική φύση του Ισραήλ».

Επιπλέον, ο στόχος της ενοποιημένης κυβέρνησης δεν είναι μόνο η συνέχιση της λειτουργίας των ‘εθνικών’ ιδρυμάτων. Εργατικοί ηγέτες, συμπεριλαμβανομένων αυτών σαν τον Μπέιλιν, πίστευαν ότι η επίτευξη μιας υποχρεωτικής ειρήνης επί του Παλαιστινιακού λαού θα καθιστούσε αυτά τα κραυγαλέα ιδρύματα απάρτχαϊντ άχρηστα. Η ενοποιημένη κυβέρνηση φτάνει στο σημείο να δηλώνει απερίφραστα την ανάγκη ενδυνάμωσης αυτών των ιδρυμάτων εντατικοποιώντας την κρατική συνεργασία μαζί τους. Φαίνεται πράγματι, ότι η νέα εποχή στην οποία ‘δεν υπάρχει συνέταιρος για ειρήνη’ θα αναβάλει την εφαρμογή της ιδιωτικοποίησης των Σιωνιστικών ιδρυμάτων.

Η Μεσαία Τάξη ‘Αριστερά’ των Ασκενάζι εναντίον της Εργατικής Τάξης των Μιζράχι ‘Δεξιά’

Οι στόχοι του Σιωνισμού σχετικά με τη φύση του Εβραϊκου κράτους είναι αποδεκτά από την πλειοψηφία της εξωκοινοβουλευτικής Ισραηλινής Αριστεράς. Το ‘κίνημα Ειρήνης’ έχει παραδοσιακά ταχθεί υπέρ της υποστήριξης της διακυβέρνησης του Εργατικού Κόμματος και της αποτροπής της ανόδου στην εξουσία του ‘Εθνικιστικού Στρατοπέδου’ που ηγείται το Λικούντ. Όμως τα ασαφή σύνορα μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς όσον αφορά την οικονομία και τη σύγκρουση με τους Παλαιστίνιους, συνοδεύεται από τους φαινομενικά ‘αφύσικους’ χώρους επιρροής αυτών των δύο μπλοκ.

Οι Μιζραχίμ, οι οποίοι όπως αναφέρθηκε προηγουμένως αποτελούν την πλειοψηφία της εργατικής τάξης στο Ισραήλ (μαζί με τους Παλαιστίνιους πολίτες), έχουν ταχθεί υπέρ της ψήφου για τη Δεξιά για τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, ενώ οι μεγάλες επιχειρήσεις και η μεσαία τάξη των Ασκανάζι υποστηρίζουν την Αριστερά.

Έτσι, στις πρόσφατες εκλογές, για παράδειγμα, ενώ στις συνοικίες της ανώτερης μεσαίας τάξης όπως αυτές της Κφαρ Σμαργιαχού (Kfar Shmaryahu) και Ραμάτ Χασαρόν (Ramat Hasharon), ο Μπάρακ έλαβε 75% και 62% των ψήφων αντίστοιχα, και στις ‘αναπτυσσόμενες πόλεις’ όπως τις Σντερότ και Άσντοτ, έλαβε 13% και 9% αντίστοιχα.

Αυτές οι διαφορές στους τύπους της ψήφου αντανακλούν την Ισραηλινή κατάσταση στην οποία το να ανήκεις στην Αριστερά/Στρατόπεδο Ειρήνης (και να ψηφίζεις Εργατικούς) συνεπάγεται, όχι τόσο διαφορετικές πολιτικές θέσεις από αυτούς που ψήφισαν την Δεξιά, όσο μια κοινή ‘πολιτισμική ταυτότητα’ των Ασκενάζι εναντίον της οποίας αντιδρά η ψήφος των Μιζράχι..

Αυτή η πολιτισμική ταυτότητα αποτελείται από Ανατολιτιστικές (Orientalist), ρατσιστικές θέσεις τυλιγμένες σε μια, κατά τη δική τους αντίληψη, εικόνα διαφωτισμού, ορθολογισμού, διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους, και δημοκρατίας σε αντίθεση με την ‘οπισθοδρομικότητα’, ‘παραδοσιαρχία’, και ‘πρωτογονισμό’ που αποδίδονται στους ορθόδοξους υποστηρικτές της Δεξιάς (δείτε συνέντευξη Αμνόν Ραζ-Κρακότζκιν (Amnon Raz-Krakotzkin) στο Between the Lines, Φεβρουάριος 2001).

Η εξέταση αυτής της αντίληψης για τον εαυτό τους, εντούτοις, αποκαλύπτει ότι το βασικό αντικείμενο του μίσους των Ασκενάζι δεν είναι η λαϊκή δεξιά ούτε το Εθνικό Θρησκευτικό Κόμμα (Μαφντάλ (Mafdal), το οποίο καθοδηγεί το κίνημα αποίκησης) αλλά το Κόμμα Σας (Shas)που ενσαρκώνει, κατά τη δική τους άποψη, πιθανή απειλή προς την ηγεμονία των Ασκενάζι, έμφυτη στην αυτό-οργάνωση των Μιζράχι.

Ούτε το Λικούντ ούτε το Εθνικό Θρησκευτικό Κόμμα δεν αποκλείστηκαν από τη συμμετοχή στην ενοποιημένη κυβέρνηση που ο Μπάρακ προσπάθησε να στήσει μετά τη νίκη του Εργατικού Κόμματος στις εκλογές του 1999. Το ρατσιστικό σύνθημα ‘Απλώς όχι το Σας’ (απαιτώντας να μην επιτραπεί στην Σας η συμμετοχή στην κυβέρνηση) ακούστηκε από τη Σιωνιστική Αριστερά και το Κεφάλαιο, οι οποίοι χρηματοδότησαν τεράστιες διαφημίσεις σε πολλές Ισραηλινές καθημερινές εφημερίδες.

Επιπλέον, ο διαχωρισμός κράτους και εκκλησίας που διεκδικεί η Σιωνιστική Αριστερά, δεν έχει καμία σχέση με μια κοσμοθεωρία που βασίζεται σε δημοκρατικές αξίες, στηριγμένη στην ελευθερία συνείδησης και θρησκείας. Αντιθέτως, οι συλλογικοί στόχοι του Σιωνισμού αντιλαμβάνονταν, και ως επί το πλείστον ακόμα αντιλαμβάνονται σήμερα, ως δικαιολογία για την καθυπόταξη των ατομικών δικαιωμάτων στις ανάγκες του ‘έθνους και του κράτους’.

Μια πραγματική αφοσίωση σε ανθρωπιστικές και οικουμενικές αξίες αναπόφευκτα αποδυναμώνεται όταν βρίσκεται αντιμέτωπη με τη Σιωνιστική συνάφεια με θρησκευτικές πηγές, σύμβολα, και τον προσδιορισμό του εθνικισμού ως θρησκευτική ένταξη, τα οποία όλα οδηγούν σε θρησκευτική νομοθεσία σε κεντρικούς τομείς της ατομικής και κοινωνικής ζωής.

Ο χαρακτηρισμός του Σας στη βάση της ορθοδοξίας του μόνο, όπως γίνεται από τη Σιωνιστική Αριστερά, παραβλέπει ηθελημένα το γεγονός ότι η πλειοψηφία των ψηφοφόρων του δεν είναι ορθόδοξοι και ότι η υποστήριξή τους πηγάζει από τη διαμαρτυρία τους ενάντια στην πολιτισμική, πολιτική και οικονομική περιθωριοποίηση των Μιζραχίμ από το πολιτικό και πολιτισμικό κατεστημένο της Αριστεράς, με το Σιωνιστικό Εργατικό κίνημα επί κεφαλής. Αυτός ο προσδιορισμός στοχεύει στο να παρουσιάσει τον αγώνα ενάντια σε αυτό το κίνημα σαν ‘τη μάχη μεταξύ των δυνάμεων του διαφωτισμού εναντίον αυτών του σκότους’, και έτσι να ακυρώσει τις προσπάθειες των Μιζραχίμ να διαμαρτυρηθούν και να οργανωθούν.

Η Προδοσία της Ισραηλινής Αριστεράς

Στη διάρκεια των 7 χρόνων από το Όσλο, η εξωκοινοβουλευτική Ισραηλινή Αριστερά έχει υποστηρίξει τις προσταγές των Εργατικών στις διαπραγματεύσεις με του Παλαιστίνιους, ενώ σχεδόν σιωπούσε για τη μαζική αύξηση στο χτίσιμο οικισμών. Επί πλέον ακόμα και τα πιο ριζοσπαστικά τμήματα της Αριστεράς, κυρίως οπαδοί του Χαντάς (Hadash) ( του μετώπου που ηγείται το Κομμουνιστικό Κόμμα, και του οποίου τα μέλη είναι κυρίως Παλαιστίνιους του 1948) και το Μέρετζ (Meretz), (το Κόμμα Πολιτικών Δικαιωμάτων που θεωρείται ότι βρίσκεται αριστερά των Εργατικών) με το να μην δηλώνουν ότι η διαδικασία ειρήνης στη τωρινή της μορφή είναι κατοχή και καταπίεση μεταμφιεσμένα, βοήθησαν να διατηρηθεί η παραπλανητική εικόνα της. Ουσιαστικά, αυτό καθησύχασε την Αριστερά ότι αυτό που συνέβαινε ήταν όντως διαδικασία ειρήνης που σκοπό είχε να εκπληρώσει τα εθνικά δικαιώματα του Παλαιστινιακού λαού.

Έτσι, όταν έφτασε ο καιρός, όλο το φάσμα της εξωκοινοβουλευτικής Ισραηλινής Αριστεράς ήταν ώριμο να δεχτεί την εκδοχή του Μπάρακ όσον αφορά την αποτυχία των συνομιλιών του Καμπ Ντέηβιντ (όπως και αυτών στην Τάμπα ), υιοθετώντας τον ισχυρισμό του ότι ‘δεν υπάρχει συνέταιρος στην ειρήνη’. Και ακόμα, όταν ξέσπασε η Ιντιφάντα, οι περισσότεροι από αυτούς δέχτηκαν- είτε σαφώς είτε σιωπηρά – τα βάρβαρα μέσα καταστολής της.

Παρά το μαζικό σκότωμα περισσοτέρων από 400 Παλαιστινίων συμπεριλαμβανομένων και 13 Ισραηλινών πολιτών, η Αριστερά κάλεσε για ‘ψήφο στον Μπάρακ’ στις πρόσφατες εκλογές ενώ τον απεικόνιζε ως ο άνθρωπος ‘ο οποίος μπορεί να εξασφαλίσει την εφαρμογή της διαδικασίας ειρήνης’.

Η παραδοσιακή αφοσίωση στο Σιωνιστικό Εργατικό κίνημα μοιραζότανε από ακόμα περισσότερους ριζοσπαστικούς κύκλους της Αριστεράς. Διανοούμενοι και ακαδημαϊκοί, γνωστοί για την γνήσια προσκόλλησή τους στην αναζήτηση μιας ‘δίκαιας λύσης’, αποκαλύφθηκαν να έχουν στην πραγματικότητα δεχτεί την ουσιαστική διαίρεση μεταξύ ‘Αριστεράς’ και ‘Δεξιάς’ ως αντιπροσωπευτική των θέσεων της ‘ειρήνης’ εναντίον ‘πολέμου’.

Είχαν δεχτεί την υπόθεση ότι παρά τα τρομερά και καταπιεστικά μέσα που χρησιμοποιήθηκαν από τον Μπάρακ (και παραβλέποντας την Θατσερική οικονομική πολιτική του) ‘προχώρησε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο πολιτικό πριν από αυτόν στην παρουσίαση συμβιβαστικών προτάσεων στους Παλαιστινίους’.

Για παράδειγμα, ο καθηγητής Ζε’εβ Στερνχελλ (Ze’ev Sternhell), ο οποίος αποκάλυψε στο βιβλίο του Χτίσιμο Εθνών ή μιας Νέας Κοινωνίας την φαινομενικά φασιστική φύση του ‘Εθνικού Σοσιαλισμού’ που υιοθετήθηκε από το Σιωνιστικό Εργατικό κίνημα, κάλεσε τον λαό να ψηφίσει τον Μπάρακ επειδή οι προτάσεις του προς του Παλαιστινίους ήταν ‘ένα μεγάλο βήμα μπροστά’ και επειδή ‘ο Μπάρακ είχε ελευθερωθεί όπως ο Ράμπιν και ο Πέρες από τους μύθους από τους οποίους ήταν δέσμιος’, όπως ‘ο μύθος που προσδιορίζει ότι το Ισραήλ έχει τη δυνατότητα, εξ’ αιτίας της τεχνολογικής και στρατιωτικής της δύναμης, να υποχρεώσει τον Αραβικό κόσμο να δεχτεί τους όρους της’ (Χα’αρετζ 26 Ιανουαρίου).

Το Χαντάς, που δέχτηκε τις προτάσεις Κλίντον-Μπάρακ στο Καμπ Ντέηβιντ, καθυστέρησε να καλέσει τους ψηφοφόρους του να ρίξουν λευκό ψηφοδέλτιο, μέχρι 3 μέρες πριν από τις εκλογές, καθώς περιμένε να δει τι θα πετύχαινε ο Μπάρακ όσον αφορά την επίτευξη κάποιας συμφωνίας στην Τάμπα. Ακόμα και τότε, δεν άκουσε την πίεση που ερχόταν από τον Παλαιστινιακό δρόμο στο Ισραήλ και δεν συμμετείχε μαζί με τους περισσότερους ηγέτες που καλούσαν για μποϋκοτάρισμα των εκλογών.

Η σύνδεση με το Εργατικό Κόμμα , η οποία είναι ακόμα μάλλον δυνατή ανάμεσα στην ηγεσία του Χαντάς, αντανακλάται σε μια συνέντευξη που έδωσε ο Μ.Κ. Μοχάμεντ Μπαρκέ (M.K. Muhammed Barkeh) δύο μέρες μετά τις εκλογές, στην οποία σχεδόν ζήτησε συγνώμη που κάλεσε για λευκό ψηφοδέλτιο: ‘Εμείς συνεχίσαμε να μιλάμε με τους υπουργούς του Μπάρακ μέχρι την τελευταία στιγμή, αλλά δεν μας άφησαν άλλη επιλογή [και εμείς υποχρεωθήκαμε] να δεχτούμε το λευκό ψηφοδέλτιο που είναι η χειρότερη επιλογή στην οποία μπορεί να φτάσει κανείς’ (Μα’αριβ (Ma’ariv) 9 Φεβρουαρίου).

Έτσι, το Χαντάς στην πραγματικότητα δεν έχει ενεργή συμμετοχή στο ιστορικό σημείο αλλαγής της πολιτικής συμπεριφοράς των Παλαιστινίων στο Ισραήλ.

Μερικοί Γνήσιοι Αριστεροί Ισραηλινοί

Αντίθετα με το Χαντάς, μια πολύ μικρή ομάδα Ισραηλινών Εβραίων έχουν υιοθετήσει ξεκάθαρα τη θέση της αποφυγής της ψήφου (κυρίως με το λευκή ψηφοδέλτιο), εντούτοις, με την πλήρη πολιτική της σημασία. Η θέση τους βασίστηκε στις σοβαρές τους αντιρρήσεις για την διαδικασία στο Όσλο και την πρόσφατη εκδοχή του Καμπ Ντέηβιντ, όπως και στην βαθιά αφοσίωσή τους στα εθνικά δικαιώματα του Παλαιστινιακού λαού. Αυτή η θέση υποδεικνύει την εγκατάλειψη της Σιωνιστικής Αριστεράς μαζί με την παραδοσιακή της περιφρόνηση για τους Παλαιστινίους πολίτες του Ισραήλ ή και την προσβλητικά συγκαταβατική στάση τους απέναντί τους.

Αντίθετα με την πλειοψηφία της Ισραηλινής Αριστεράς, αυτή η ομάδα υποστηρίζει κατηγορηματικά το Παλαιστινιακό Δικαίωμα Επιστροφής (ΔΕ) (Right of Return), η οποία είναι η τελική δοκιμασία για την υιοθεσία μιας θέσης για δίκαια λύση στην Παλαιστινιακή-Ισραηλινή σύγκρουση. Η χωρίς επιφύλαξη υποστήριξη του ΔΕ δείχνει αναγνώριση των πραγματικών ριζών της σύγκρουσης, δηλαδή, το Σιωνιστικό σχέδιο που από την έναρξή του στόχευε να εγκαθιδρύσει ένα αποκλειστικά Εβραϊκό κράτος σε ολόκληρη την ιστορική Παλαιστίνη, και το οποίο οδήγησε στην εκδίωξη του Παλαιστινιακού λαού από την πατρίδα του το 1948.

Αυτή η αναγνώριση υποδηλώνει την αναγκαιότητα μιας ουσιαστικής μετατροπής του Εβραϊκού κράτους απάρτχαϊντ σε κράτος όλων των πολιτών της. Σε αντίθεση, η προσκόλληση σε Εβραϊκό κράτος αναπόφευκτα συνεπάγεται την απόρριψη του ΔΕ, που σύμφωνα με την επικρατούσα αντίληψη, ‘απειλεί το Εβραϊκό κράτος’ με την προνομιούχα θέση των Εβραίων.

Η προοπτική να αναδυθεί μια ριζοσπαστική Αριστερά ανάμεσα σε Ισραηλινούς Εβραίους που θα αγωνίζονται για τα εθνικά δικαιώματα του Παλαιστινιακού λαού, πράγματι δεν εξαρτάται μόνο από την αποσύνδεση από την ηγεμονία της Σιωνιστικής Αριστεράς, αλλά και από το να αμφισβητήσει τη φύση του Σιωνιστικού Κράτους Ασκενάζι μέσα στην οποία η καταπίεση των Μιζραχίμ όπως και των Παλαιστινίων είναι δομικά εγγενής.

Σε αυτό το στάδιο όμως, ο δρόμος που οδηγεί στην μετάφραση της διαμαρτυρίας των Μιζραχίμ, (που είναι ιστορικά εναντίον της Αριστεράς με την ψήφο προς Σας και Λικούντ), σε αγώνα ενάντια στην καταπίεσή τους από ολόκληρο το κατεστημένο των Ασκενάζι, μολονότι εναντίον αυτών των Παλαιστινίων, έχει εμπόδια.

Ενδυνάμωση της Εθνικής Συνείδησης των Παλαιστινίων στο Ισραήλ

Η ανταπόκριση των Παλαιστινίων στο Ισραήλ στο κάλεσμα για μποϋκοτάρισμα των εκλογών ήταν καταπληκτική. 82% από αυτούς δεν ψήφισαν καθόλου, και από το 18% που ψήφισε, μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό ανταποκρίθηκε στο Χαντάς να ρίξει λευκό ψηφοδέλτιο.

Αυτό το μαζικό μποϋκοτάρισμα δείχνει την άρνησή τους να συνεχίσουν να συμμετάσχουν στο παιχνίδι που ενορχηστρώνεται από την Σιωνιστική Αριστερά και την απελευθέρωσή τους από την παραδοσιακή τους πίστη στο Ισραηλινό ‘στρατόπεδο ειρήνης’.

Μπορεί να αποδειχθεί ότι είναι ένα βήμα μπροστά στην ενδυνάμωση της εθνικής ταυτότητας των Παλαιστινίων στο Ισραήλ, που υποδηλώνει την αλληλεγγύη με τους αδερφούς τους στα Κατεχόμενα Εδάφη του ’67 και στην διασπορά, όπως και την ετοιμότητά τους να αγωνιστούν για τα συλλογικά τους δικαιώματα ως εθνική μειονότητα στο Ισραήλ.

Η υιοθέτηση του συνθήματος των συλλογικών δικαιωμάτων που τέθηκε από την Εθνική Δημοκρατική Συμμαχία (Τατζαμού (Tajamu)) από ένα όλο και ευρύτερο στρώμα Παλαιστινίων πολιτών στο Ισραήλ, είναι ένα μεγάλο βήμα πέραν του στόχου της ‘πολιτισμικής αυτονομίας’ (που πρόσφατα μερικοί Εβραίοι φιλελεύθεροι είναι πρόθυμοι να υιοθετήσουν) επειδή συνεπάγεται την αναγκαιότητα μιας σημαντικότερης μετατροπής της Εβραϊκής φύσης του κράτους.

Φαίνεται ότι στη σκηνή του Ισραήλ σήμερα, αυτή ακριβώς η εθνική αποκρυστάλλωση των Παλαιστινίων μέσα σε αυτήν, όσον αφορά αμφότερα τη συνειδητοποίηση και την πολιτική οργάνωση, είναι αυτό που αποτελεί την σοβαρότερη απειλή στο καθεστώς του Σιωνιστικού Απάρτχαϊντ, επειδή στοχεύει τα θεμέλια του Σιωνιστικού κράτους. Αυτός είναι ο λόγος γιατ μπορούν και πρέπει να είναι η κινητήρια δύναμη στο χτίσιμο μιας πραγματικής Παλαιστινιακής- Ισραηλινής Αριστεράς.

Η αποκοπή αυτών των Παλαιστινίων από την Σιωνιστική Αριστερά, αποτελεί την αφαίρεση μιας κεντρικής πηγής νομιμοποίησης που οι Παλαιστίνιοι του 1948 έδιναν στην Εβραϊκή Αριστερά με την προσκόλληση της στις θέσεις των Εργατικών (και της Μέρετζ). Χωρίς αυτό το φύλλο συκής, ίσως βοηθήσουν να πειστούν ευρύτεροι κύκλοι στην Ισραηλινή παραδοσιακή Αριστερά να υιοθετήσουν μια γνήσια, δίκαιη θέση για τη σύγκρουση.

Παρ’ όλα αυτά, μια αναγκαία προϋπόθεση για να αναπτυχθεί η Ισραηλινή Αριστερά σε ευρύ αντί-κατοχικό και αντί-απάρχαϊντ κίνημα, είναι να αποβάλλει τις Ανατολιτιστικές και ρατσιστικές απόψεις της προς τις μάζες των Μιζραχίμ, η καταπίεση των οποίων τους καθιστά την πιο υποσχόμενη δυναμική για να αμφισβητήσουν τα θεμέλια του κράτους του Ισραήλ μέσα στην Ισραηλινή Εβραϊκή κοινωνία.

Μόνο τότε θα μπορέσει να ανοίξει ο δρόμος για έναν κοινό αγώνα από αυτούς που έχουν εκδιωχθεί και περιθωριοποιηθεί από το Εβραϊκό Σιωνιστικό κράτος, Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί.

Η ανάγκη για έναν κοινό αγώνα για ριζική δημοκρατικοποίηση έχει γίνει εμφανής στο φως της ίδρυσης της Ενοποιημένης Εθνικής Κυβέρνησης και της νέας εποχής που ακολουθεί.

Τώρα, που η χίμαιρα της Αριστεράς έχει εξαφανιστεί, πιθανώς να βρισκόμαστε πίσω στις μέρες όταν τα περισσότερα Σιωνιστικά ρεύματα ήταν ενωμένα γύρω από μια πολεμική πολιτική που παρουσιάζεται ότι υπηρετεί την ‘ασφάλεια’ του Ισραήλ.

Ο Σαρόν δεν έχει κρύψει ποτέ ότι ταυτίζεται με τη Δεξιά Πτέρυγα του Σιωνιστικού Εργατικού κινήματος. Μαζί με τον Σιμόν Πέρες, νικητή του Βραβείου Νόμπελ για την Ειρήνη, είναι θαυμαστής της πολιτικής της ‘ασφάλειας’ του Μπεν Γκουριόν με την οποία ανατράφηκε, και στην εφαρμογή της οποίας συμμετείχε ως νεαρός αξιωματικός.

Χωρίς πραγματική αντιπολίτευση και με την νομιμοποίηση των Εργατικών υπουργών ‘άμυνας’ και εξωτερικών, τα πάντα φαίνονται δεκτά με τη πρόφαση ‘κατάστασης εθνικής ανάγκης’.

Επίσης, χωρίς πραγματική φωνή για τις κακουχίες των Μιζραχίμ εργατών και των ανέργων, αυτή η πρόφαση εξυπηρετεί να τους αποσιωπήσει για λίγο καιρό ακόμα. Για αυτό το λόγο είναι τόσο επιτακτική η ανάγκη για την δομικά αδύνατη Ισραηλινή Αριστερά να συμμαχήσει με τις εμφανιζόμενες μαχητικές δυνάμεις των Παλαιστινίων στο Ισραήλ στον αγώνα για τους κοινούς τους στόχους της εθνικής και κοινωνικής δικαιοσύνης και ισότητας.

Tikva Honig-Parnass


Σπάρτακος 60, Ιούλης 2001

Σπάρτακος αρχείο


https://tpt4.org/?p=2521

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s