Ανέστης Σουβατζόγλου (1945-2020)

Οι δικοί μας:

Για τον σύντροφο Ανέστη

του Γιάννη Φελέκη

Ο σύντροφος Ανέστης Σουβατζόγλου πέθανε στις 15 Φλεβάρη σε ηλικία 75 χρονών, μετά από απανωτά καρδιακά επεισόδια που τον είχαν πολύ καταβάλει τελευταία. Μετά το τελευταίο επεισόδιο, μεταφέρθηκε μέσα στη νύχτα στο νοσοκομείο όπου, μετά από λίγο, εξέπνευσε.

Παρά την αναπηρία του εξαιτίας της πολυομελίτιδας που τον χτύπησε στην παιδική του ηλικία, και του άφησε το ένα πόδι πολύ ατροφικό, ο Ανέστης ποτέ του δεν παραιτήθηκε. Από την εφηβεία του ήταν στη νεολαία της ΕΔΑ και στο Κομμουνιστικό Διεθνιστικό Κόμμα Ελλάδας (ΚΔΚΕ) ελληνικό τμήμα της Τέταρτης Διεθνούς από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Μετά την 21η Απριλίου του ’67, από την επόμενη μέρα του πραξικοπήματος, συμμετείχε στην παράνομη δράση των Δημοκρατικών Επιτροπών Αντίστασης (ΔΕΑ) μέχρι τις 3 του Σεπτέμβρη, όταν, λόγο της πυκνής τους δράσης, σχεδόν το σύνολο των αγωνιστών των ΔΕΑ συνελήφθησαν από την Ασφάλεια Αθηνών. Για βδομάδες μαρτύρησαν στο χασάπικο της Μπουμπουλίνας και από εκεί η συνέχεια στο Αβέρωφ, το στρατοδικείο, την καταδίκη και την Άιγινα, και αποφυλακίστηκαν με την αμνηστία μετά το πραξικόπημα του βασιλιά.

Ο Ανέστης και το περίπτερό του ήταν πάντα το σταθερό σημείο που θα περνάγαμε συχνά για τα τσιγάρα μας και τα μεταξύ μας μηνύματα. Βρισκόταν στη γωνία Πανόρμου και Κηφισίας, μέχρι που κάποια στιγμή, μάλλον μέσα στο ’68, η Χούντα αφαίρεσε από την οικογένεια του Ανέστη το δικαίωμα να διατηρούν περίπτερο.

Το ’69 εγώ και ο Θεολόγος Ψαραδέλλης πέσαμε στη φάκα που μας έστησε η Ασφάλεια Προαστίων, η οποία προχώρησε σε συλλήψεις όχι μόνο όσων είχε στα κατάστιχά της προδικτατορικά και από τη δράση και τις συλλήψεις των ΔΕΑ, άλλα και από όλο μας τον περίγυρο, συμπεριλαμβανομένων και των οικογενειών μας. Μετά από ολονύκτιες ανακρίσεις, συνοδευόμενες από σωματική και ψυχολογική βία και απειλές, αφήνονταν ελεύθεροι μετά από μερικές μέρες ή βδομάδες, εκτός από πέντε συντρόφους –τον Ανέστη και τους Αντώνη Περάκη, Αντώνη Δαμίγο, Αντώνη Σωτηράκο και Δάντη Χρυσικό-, που μπορεί να μην είχαν καμία συμμετοχή στη συγκεκριμένη υπόθεση, άλλα ήταν απαραίτητοι για να εμφανιστεί μια «τρομοκρατική οργάνωση».

Μετά από δύο μήνες απομόνωσης, ανακρίσεων, βασανιστηρίων και τις άγαρμπες κακοποιήσεις των χωροφυλάκων, προφυλακιστήκαμε για άλλους τέσσερεις μήνες στις φυλακές Αβέρωφ, εκτός από τον Ψαραδέλλη, που είχε δραπετεύσει από τα κρατητήρια στη Φιλαδέλφια και βρισκόταν σε στρατόπεδο προσφύγων στην Τουρκία. Μετά το στρατοδικείο, που έγινε αρχές Νοέμβρη του ’69, αφού αποδείχτηκε ότι δεν είχαν καμία σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση, αθωώθηκαν και αποφυλακίστηκαν και οι πέντε που είχαν επιλεγεί από την Ασφάλεια για να συναπαρτίσουνε την «τρομοκρατική οργάνωση». Μάλλον για να μη σπάνε το κεφάλι τους οι ασφαλίτες που κατασκεύασαν την υπόθεση, ποιούς να παραπέμψουν και ποιούς να αφήσουν από τους δεκάδες «συνήθεις υπόπτους», ξεκίνησαν με αλφαβητική σειρά και την πλήρωσαν ο Ανέστης και οι Αντώνηδες.

Στα τέλη του ’71, κάτω από τη διεθνή κατακραυγή για την καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, η Χούντα αναγκάστηκε να άρει την απαγόρευση όλων των βιβλίων ακόμα και λογοτεχνικών, που θα μπορούσαν να θεωρηθούν ύποπτα ως αντιχουντικά, και ξαναεμφανίστηκαν στα βιβλιοπωλεία αριστερά βιβλία όπως και περιοδικά, αρκεί να μην αναφέρονταν στην ελληνική κατάσταση. Εκμεταλλευόμενοι αυτό το κλίμα, η παλαιά γενεά των συντρόφων του ΚΔΚΕ με τον Θύμιο Παπανικολάου άνοιξαν τις εκδόσεις Νέοι Στόχοι, εκδίδοντας μαρξιστικά βιβλία και το περιοδικό Νέοι Στόχοι. Σε αυτή την προσπάθεια, ο Ανέστης, παρά τις απανωτές συλλήψεις και διώξεις καθόλου δε δίστασε να γίνει η κολόνα του βιβλιοπωλείου, από την αρχή μέχρι το τέλος του ’78 που έκλεισε.

Στη συνέχεια ως μέλος της ΟΚΔΕ δε σημείωσε καμία απουσία, ούτε από τις εσωτερικές διαδικασίες, ούτε από την εξωτερική δράση μας. Ήταν σταθερός στο πόστο της διακίνησης των βιβλίων και των εντύπων μας, μέχρι που τα πόδια του τον εγκατέλειψαν εντελώς.

Τελευταία, αγωνιούσε πολύ με την καλπάζουσα καπιταλιστική επίθεση και τα χάλια της αριστεράς. Ήθελε όμως να ελπίζει ότι η ανθρωπότητα θα έβγαζε τα συμπεράσματά της από τις νίκες και τις ήττες της αριστεράς, όπως και από τα εγκλήματα που έγιναν εις βάρος του οράματος για μια κοινωνία ελεύθερη και χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Και πίστευε ότι για να ξαναζωντανέψει το όραμα είναι απαραίτητη η ύπαρξη της 4ης Διεθνούς.

Γιάννης Φελέκης

[Για «4» τεύχος 5, περιεχόμενα, κλικ εδώ]


Ανέστης Σουβατζόγλου

Στον Ανέστο

του Πέτρου Μανταίου

[Αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών, 17/2/2020:]

10 Οκτωβρίου 1967, ξυριζόμουν στους λουτήρες των Φυλακών Αβέρωφ. Μπήκε, πλησίασε και μου είπε με κόμπο στο λαιμό: «Χθες φάγανε τον Τσε!». Είχαμε στους θαλάμους κρυμμένα τρανζιστοράκια. Με πήγαν στου Αβέρωφ από την Μπουμπουλίνας. Ήταν ο μόνος που ήξερα στον θάλαμο.

«Ανακάλυψα το σούπερ επαναστατικό όπλο!», είπε, αντί για καλωσόρισμα, ενθουσιωδώς. «Ποιο, ρε;», ρώτησα, ξέροντας ότι παραμονεύει πλάκα. «Ηλ-κόν!», απάντησε δήθεν σοβαρά. «Τι θα πει “Ηλ-κόν”;» «Ηλεκτρικό κονσερβοκούτι!», είπε στομφωδώς τρίβοντας αυτάρεσκα το μουστάκι.

Παιδί. Συνομήλικοι. Αυτός και το ποδήλατό του. Τον έβλεπα στα σφαιριστήρια της Εσλιν, το «Α-Μπε-Σε» (ABC): πινγκ πονγκ, ποδοσφαιράκι, λίγο μπιλιάρδο. Τον θαύμαζα. Έκανε ποδήλατο με ένα πόδι. Το άλλο, ατροφικό, πολιομυελίτιδα. Στο ατροφικό, όταν τον συλλάβανε, του κάνανε φάλαγγα. ΔΕΑ (Δημοκρατικές Επιτροπές Αντιστάσεως). Αύγουστος 1967.

Το ποδήλατο ήταν τα πόδια του. Ανεβοκατέβαινε την Πανόρμου. Έμενε στα Τουρκοβούνια, Βραστόβου. Το ποδήλατο κι ένα μπαστούνι. Με το μπαστούνι, αργότερα, «οργανωμένοι» πια, βάδιζε στα συλλαλητήρια: «Νό-μί-μό το κού-κού-έ!» φώναζε με υψωμένη γροθιά, στηριγμένος επάνω μου. Περπάτησε και σε Μαραθώνιες Πορείες!

Ήταν το πείσμα με άφθονα σγουρά μαλλιά, μουστάκι (αργότερα γένια), ένα ποδήλατο κι ένα μπαστούνι. Είχε πια διπλή ιδιότητα: Λαμπράκης και τροτσκιστής, επαναστάτης. Το φεγγάρι που ασχολήθηκε με την κεραμική, το πρώτο κεραμικό του ήταν μια σφιγμένη γροθιά.

Στις «Εσπερίδες» του Γιάννη Αργύρη, ένα βράδυ, έριχνε άγριες ματιές στον Ωνάση, που μπήκε με παρέα. Πονηρός ο Ωνάσης, το ’πιασε. «Τι σκέφτεσαι, νεαρέ;», τον ρώτησε εύθυμα και υπαινικτικά. «Σκέφτομαι σε ποιο δέντρο της πλατείας Συντάγματος θα σε κρεμάσω!». Πρώτος απ’ όλους ξεκαρδίστηκε ο Ωνάσης. Ερωτευμένος διά βίου. Πόνεσε σε ποίημά του: «…Κι απ’ το τσιγάρο αργά αργά, παίρνω αχόρταγα φιλιά, αυτά που μ’ αρνηθήκανε τα δυο σου χείλη…». Ανέστος Σουβαντζόγλου. Αδελφός. Σήμερα, δωδεκάμισι, στο κοιμητήρι Καισαριανής.

Πέτρος Μανταίος


https://tpt4.org/?p=4288

Σχολιάστε