Φεμινιστικός και αντιρατσιστικός οικοσοσιαλισμός
Να δουλεύουμε λιγότερο, να ζούμε καλύτερα
Εισαγωγή στο Μανιφέστο για μια Οικοσοσιαλιστική Επανάσταση
της Maral Jefroudi
[Το παρόν κείμενο αποτελεί εισήγηση της σ.Maral Jefroudi με θέμα: «Εισαγωγή στο Μανιφέστο για μια οικοσοσιαλιστική επανάσταση: Λιγότερη εργασία, καλύτερη ζωή» σεδημόσια εκδήλωση, που συνδιοργανώθηκε στις Φιλιππίνες, απότο IIRE-Philippines και το Partido Manggagawa τον Σεπτέμβριο του 2025, για το Μανιφέστου της 4ης Διεθνούς για μια οικοσοσιαλιστική επανάσταση – Ρήξη με την καπιταλιστική ανάπτυξη. Στην ίδια εκδήλωση ο σ.Daniel Tanuro ανέπτυξε το θέμα: «Μανιφέστο για μια οικοσοσιαλιστική επανάσταση: Πιθανές συνέπειες στις Φιλιππίνες».]
Μετάφραση ΤΠΤ – “4” από το International Viewpoint: “Ecosocialism: Introduction to the Manifesto for an Ecosocialist Revolution: Work Less, Live Better”, Friday 31 October 2025, by Maral Jefroudi
Ως αποτέλεσμα μιας συλλογικής διαδικασίας συγγραφής, συζήτησης και τροποποιήσεων που διήρκεσε τρία χρόνια, το Οικοσοσιαλιστικό Μανιφέστο είναι ένα συλλογικό έργο της 4ης Διεθνούς. Ωστόσο, βασίζεται σε μια ήδη μακρόχρονη κριτική μαρξιστική σκέψη που έχει απορρίψει τις οικονομικά ντετερμινιστικές αναγνώσεις του Μαρξ και τις σταδιακές ή μηχανιστικές αντιλήψεις για τη θεωρία της επαναστατικής αλλαγής. Επίσης βασίστηκε και στη συλλογική γνώση που παρήγε ένας σοσιαλιστικός φεμινισμός, ιδιαίτερα από όσες ασχολήθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες με τη θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής. Έτσι, μπορούμε να δούμε το Μανιφέστο ως την παρουσίαση μιας επιστημονικής μελέτης αποσαφήνισης της ιστορικής στιγμής: την καταστροφή στην οποία ζούμε τώρα, σε συνέχεια και ως τμήμα μιας χειραφετητικής παράδοσης.
Ωστόσο, το Μανιφέστο πηγαίνει πέρα από αυτό. Σπάει οριστικά και χωρίς μισόλογα με την καπιταλιστική παραγωγικίστικη έννοια της ανάπτυξης, αντιπροτείνοντας μια ζωντανή συζήτηση για τις ανάγκες και τις προτεραιότητες των κοινωνιών, καθώς και συλλογικούς δημοκρατικούς τρόπους για να επιτευχθεί αυτό χωρίς να υποτάσσεται η φωνή των πιο περιθωριοποιημένων στο «γενικότερο καλό». Όλα αυτά όμως σε ένα πλαίσιο που θεωρεί πως η αποτελεσματικότητα και η δημοκρατία δεν πρέπει να θυσιάζονται η μία για την άλλη. Εδώ θα αναπτύξω μερικά από αυτά τα σημεία συνέχειας και το κάλεσμα για δημοκρατία στην οικοδόμηση της «καλής ζωής» που υπερασπίζεται το Μανιφέστο.
Η σαφής συνέχεια του Μανιφέστου με τον μαρξιστικό φεμινισμό προέρχεται από το ότι θέτει στο επίκεντρο της καλής ζωής και του ελεύθερου χρόνου στην οπτική του για την μελλοντική κοινωνία. Οι μαρξίστριες φεμινίστριες που ανέπτυξαν τη θεωρία της κοινωνικής αναπαραγωγής βλέπουν τον καπιταλισμό μέσα από το πρίσμα της εργατικής δύναμης, της παραγωγής και της αναπαραγωγής της. Ενώ οι συζητήσεις για την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία μας απασχόλησαν για χρόνια, προκειμένου να κατανοήσουμε τη θέση της σφαίρας της αναπαραγωγής στον καπιταλισμό, η οικογένεια ως ο βασικός θεσμός αυτής της σφαίρας αναπαραγωγής, όπου η εργατική δύναμη αναπαράγεται με το χαμηλότερο δυνατό κόστος και η φροντίδα παρέχεται αποκλειστικά αλλά όχι επαρκώς σε όσους ανήκουν σε αυτήν, επιβίωσε. Η δημιουργία και η διάλυση των εργατικών οικογενειών είναι μια συνεχής διαδικασία.
Η εργατική δύναμη, ως «ιδιόμορφο εμπόρευμα» σύμφωνα με τον Μαρξ, είναι μοναδική ως «εμπόρευμα» κατά το ότι η παραγωγή και αναπαραγωγή του γίνεται κυρίως εκτός της καπιταλιστικής σφαίρας παραγωγής: στο σπίτι. Η ιδιαιτερότητα της εργατικής δύναμης έχει πολλές πτυχές. Σε αντίθεση με άλλα εμπορεύματα, τα οποία παράγονται για την αγορά, η αναπαραγωγή δεν μπόρεσε να γίνει μια δραστηριότητα καθοδηγούμενη από την αγορά εργασίας, ακόμη και στις πιο δυστοπικές στιγμές κρίσης. Είναι ένα ιδιόμορφο εμπόρευμα που εξακολουθεί να ανήκει στον πωλητή του ακόμη και μετά την πραγματοποίηση της ανταλλαγής.
Επομένως, αυτό που παρατηρούμε στη θέση του είναι μια διαδικασία εμπορευματοποίησης της εργασίας και της γης, μια συνεχιζόμενη διαδικασία, η οποία, όπως και άλλες πτυχές του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής (π.χ. η τυπική/πραγματική υποταγή των εργασιακών σχέσεων), δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί πλήρως. Είναι μια διαδικασία που είχε αντιμετωπίσει αντίσταση από τα πρώτα χρόνια του καπιταλισμού ενάντια στην ιδιωτικοποίηση των κοινών αγαθών, με τους αγώνες των αυτοχθόνων πληθυσμών για τη γη τους, τον αγώνα των εργαζομένων για την 8-ωρη εργασία, τα δικαιώματα κοινωνικής πρόνοιας, κ.λπ. Μια διαδικασία συσσώρευσης πλούτου μέσω της εκμετάλλευσης της υπεραξίας που πάει ταυτόχρονα μαζί με τη συνεχή τους απαλλοτρίωση (των ανθρώπων από τα κοινά αγαθά, των γυναικών από τις δεξιότητές τους κ.λπ.).
Η θεωρία της αξίας – εργασίας του Μαρξ μας φέρνει στην κεντρικότητα του πολιτικού αγώνα για τον προσδιορισμό της αξίας της εργατικής δύναμης, σε όρους μεριδίου μισθού. Με λίγα λόγια, σύμφωνα με τη θεωρία της αξίας-εργασία, ο «κοινωνικά απαραίτητος χρόνος εργασίας» για την παραγωγή ενός εμπορεύματος καθορίζει την αξία του. Είναι κοινωνικά απαραίτητος χρόνος, καθώς μιλάμε για μια μεταβλητή που εξαρτάται από τον χρόνο και τον τόπο και όχι από ατομικές ικανότητες. Ενώ είναι ευκολότερο να προσδιοριστεί πόσες ώρες αφηρημένης εργασίας πρέπει να δαπανηθούν για να παρασκευαστεί μια κούπα καφέ, ακόμη και στην πιο περίπλοκη μορφή της, αυτό που είναι απαραίτητο για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης σίγουρα χρειάζεται περισσότερη συζήτηση.
Ο Μαρξ λέει ότι είναι το «επίπεδο πολιτισμού» που είναι καθοριστικό σε αυτή τη σχέση. «Ναι, για το ψωμί παλεύουμε, αλλά και για τα τριαντάφυλλα», αναφέρει το Μανιφέστο [σελ.17]. «Μια καλή ζωή για όλους-ες-α προϋποθέτει ότι ικανοποιούνται οι βασικές ανθρώπινες ανάγκες -υγιεινή διατροφή, υγεία, στέγη, καθαρή ατμόσφαιρα και νερό. Μια καλή ζωή είναι επίσης μια ζωή που οι ίδιες-οι-α επιλέγουμε, που μας εκπληρώνει και αναδεικνύει την δημιουργικότητά μας…» [σελ.17]. Όταν αναγνωρίσουμε ότι η ταξική πάλη είναι εγγενής στην ίδια τη διαμόρφωση της εργατικής τάξης και ότι δεν είναι δευτερεύουσα σε σχέση με τις αντικειμενικές συνθήκες της εργασίας, τότε μιλάμε για τον αγώνα πάνω στο τι είναι μια αρκετά καλή ζωή για έναν εργαζόμενο. Δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί ποιος είναι ο κοινωνικά απαραίτητος χρόνος εργασίας για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, αν δεν συμφωνήσουμε για τις συνθήκες αυτής της ζωής. Το Μανιφέστο προτρέπει σε μια συζήτηση για τις ανάγκες της κοινωνίας, μια συζήτηση που πρέπει να πραγματοποιηθεί σε τοπικό επίπεδο, μια συζήτηση που αναγνωρίζει τα υλικά όρια των πόρων, αλλά δεν υποτάσσει τις ανάγκες των περιθωριοποιημένων και των μειονοτήτων στον «κοινό παρονομαστή» της πλειοψηφίας.
Ο οικοσοσιαλιστικός αγώνας πρέπει να είναι φεμινιστικός και αντιρατσιστικός
Παρόλο που γνωρίζουμε ότι δεν ήταν ο καπιταλισμός που εφηύρε την έμφυλη καταπίεση ή τον ρατσισμό, καταλαβαίνουμε ότι ασφαλώς χρησιμοποιεί τη ρατσιστική και σεξιστική διάταξη των δυναμικών εξουσίας για τους δικούς του σκοπούς. Έχοντας διαχωρίσει τη σφαίρα της παραγωγής από τη σφαίρα της αναπαραγωγής με πρωτόγνωρο τρόπο, σε σύγκριση με προηγούμενες ταξικές κοινωνίες, και ωθώντας ιστορικά τις γυναίκες στη σφαίρα της αναπαραγωγής, για να κάνουν την εργασία που είναι απαραίτητη για την αναπαραγωγή της ζωής ή τουλάχιστον να αναλάβουν την κύρια ευθύνη της οργάνωσής της, ο καπιταλισμός συνέβαλε στη διαμόρφωση της τωρινής μορφής διακρίσεων με βάση το φύλο, η οποία δεν καταπιέζει μόνο τις γυναίκες, αλλά και τα άτομα ΛΟΑΤΚΙ+ και άλλα άτομα που δεν ζουν μια ζωή που ταιριάζει στα πρότυπα της οικογένειας που οργανώνεται γύρω από την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης με το χαμηλότερο δυνατό κόστος.
Οι γυναίκες δεν είναι μόνο οι κύριοι παραγωγοί της ζωής μέσα στον οικιακό χώρο, αλλά αποτελούν και την πλειοψηφία των εργαζομένων στον τομέα της φροντίδας σε όλο τον κόσμο. Έτσι, είτε αμειβόμενη είτε μη αμειβόμενη, η εργασία φροντίδας γίνεται κυρίως από γυναίκες. Προτείνοντας την κοινωνικοποίηση της εργασίας φροντίδας, το Μανιφέστο θέλει να την καταστήσει υπόθεση όλων. Φιλοδοξώντας να αναδιοργανώσει τις δραστηριότητες που σχετίζονται με την κοινωνική αναπαραγωγή, υπογραμμίζει επίσης ότι αυτή η αναδιοργάνωση θα πρέπει να προσέξει να μην αναπαράγει στερεότυπα φύλου. Γιατί, ενώ υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν διαφορές μεταξύ των ανθρώπων, είναι ωστόσο η κοινωνική οργάνωση αυτών των διαφορών που συγκροτεί καταπιεστικό σύστημα, όχι οι ίδιες οι διαφορές.
Επομένως, το Μανιφέστο καλεί σε έναν φεμινιστικό, αντιρατσιστικό αγώνα, όχι μόνο επειδή είμαστε ενάντια σε όλες τις μορφές καταπίεσης, αλλά και επειδή γνωρίζουμε ότι αυτές οι καταπιέσεις είναι αναπόσπαστο τμήμα της λειτουργίας του καπιταλισμού όπως τον γνωρίζουμε. Το αν ο καπιταλισμός χρειάζεται την καταπίεση των φύλων ή τον ρατσισμό για να λειτουργήσει είναι ίσως ένα ζήτημα πολιτικής θεωρίας. Αυτό που γνωρίζουμε, όμως, είναι ότι δεν υπήρξε ιστορικά φάση τους καπιταλισμού που να μην ήταν ρατσιστικός ή σεξιστικός και, ως εκ τούτου, ο αντικαπιταλιστικός αγώνας πρέπει να είναι ταυτόχρονα και αντιρατσιστικός και αντισεξιστικός. Από την αρχική συσσώρευση κεφαλαίου που οδήγησε στον βιομηχανικό καπιταλισμό μέσω της δουλείας και της λεηλασίας, μέχρι την αναδιάρθρωση του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού με βάση τις δυναμικές εξουσίας της εποχής, που θέτει περιθωριοποιημένα τμήματα της κοινωνίας το ένα εναντίον του άλλου, η καπιταλιστική οργάνωση των εργασιακών σχέσεων συνέβαλε στη δημιουργία έμφυλων και φυλετικών ταυτοτήτων.
Όταν ο Μαρξ συζητά τα όρια της εργάσιμης ημέρας στο Κεφάλαιο, Τόμος 1, δίνει το παράδειγμα της δουλείας και των φυτειών, για να δείξει καταστάσεις όπου το κίνητρο για τη δημιουργία «απόλυτης υπεραξίας», με την επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας, μπορεί να λειτουργήσει χωρίς περιορισμούς. Η αύξηση της εργάσιμης ημέρας πέραν του κοινωνικά αποδεκτού καθίσταται δυνατή μόνο όταν η παραγωγή υπερβαίνει την ικανοποίηση των τοπικών αναγκών και επικεντρώνεται αποκλειστικά στην παραγωγή υπεραξίας. Η επιμήκυνση της εργάσιμης ημέρας είναι δυνατή μόνο όταν η αντικατάσταση της εργατικής δύναμης θεωρείται πιο κερδοφόρα από την αναπαραγωγή της. Όταν η εργατική δύναμη (δηλαδή, κυριολεκτικά, οι άνθρωποι) μπορεί να αγοραστεί ως εμπόρευμα στην παγκόσμια αγορά (δηλ. δουλεμπόριο), αποσυνδεδεμένη εντελώς από το κοινωνικό της δίκτυο, τότε η αναπαραγωγή της ικανότητάς της μπορεί να αγνοηθεί.
Η ιστορία του βιομηχανικού καπιταλισμού στην Ευρώπη αποκαλύπτει αυτή τη διπλή στάση (τοπική/αποσυνδεδεμένη) απέναντι στην εργασία. Μια σύγχρονη εκδοχή αυτής της ρατσιστικής προσέγγισης της εργασίας, η οποία διαμορφώνει τη σύνθεση του βιομηχανικού εφεδρικού στρατού και τη δημιουργία πλεονάζοντος πληθυσμού, μπορεί να παρατηρηθεί σε αγροκτήματα όπου απασχολούνται εποχιακοί εργαζόμενοι χωρίς χαρτιά, σε εργαστήρια κλωστοϋφαντουργίας, όπου εργάζονται πρόσφυγες χωρίς χαρτιά, ή σε οικιακές εργασίες όπου οι εργοδότες κατάσχουν τα διαβατήρια των αλλοδαπών, σχεδόν όλων γυναικών, εργαζομένων στον τομέα της φροντίδας.
Ο κύριος πλούτος μας: Ο ελεύθερος χρόνος
Η προτεραιότητα του καπιταλισμού δεν είναι να ικανοποιεί τις ανάγκες των ανθρώπων, αλλά να παράγει κέρδος. Εμείς θέλουμε ένα σύστημα παραγωγής που να δίνει προτεραιότητα στις ανάγκες των ανθρώπων και όχι στο κέρδος, γιατί αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουμε σε αυτόν τον πλανήτη. «Ο πραγματικός πλούτος δεν βρίσκεται στην αέναη συσσώρευση αγαθών -στο έχειν- άλλα στην αύξηση του ελεύθερου χρόνου -στο είναι», δηλώνει το Μανιφέστο [σελ.19]. Αυτή η κατάσταση του είναι, της ύπαρξης, δεν απαιτεί μόνο την πρόσβαση στα βασικά αγαθά για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης, αλλά και τον ελεύθερο χρόνο για να μπορέσουμε να ζήσουμε μια ικανοποιητική, επιλεγμένη, ζωή. Το Μανιφέστο καλεί να απελευθερωθεί ο ελεύθερος χρόνος από το να είναι μια απλώς υπολειμματική κατηγορία. Όχι αυτό που απομένει από τον χρόνο εργασίας, αλλά ένας αυτοσκοπός, ο κύριος πόρος που μας χρειάζεται για να χτίσουμε μαζί μια ζωή με νόημα. Έτσι, στην πραγματικότητα, κρατάμε ψηλά την ιστορική σημαία του αγώνα για τη μείωση του ωραρίου εργασίας.
Χρειαζόμαστε ελεύθερο χρόνο για να αποκτήσουμε νέες δεξιότητες, να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλον, να ασχοληθούμε με σημαντικές δραστηριότητες και να χτίσουμε κοινότητες. Ο ελεύθερος χρόνος είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για τη διατήρηση των διαδικασιών συλλογικής, χωρίς αποκλεισμούς, δημοκρατικής διαβούλευσης που θα οργανώσουν την κοινωνία μας. Το Μανιφέστο δηλώνει ότι η οικοσοσιαλιστική αλλαγή «θα σημάνει απαραίτητα έναν διπλό μετασχηματισμό της εργασίας. Ποσοτικά, θα δουλεύουμε πολύ λιγότερο. Ποιοτικά, θα δημιουργήσει τις συνθήκες ώστε η εργασία να μετατραπεί σε δραστηριότητα στο πλαίσιο μιας καλής ζωής σε μια συνειδητή διαμεσολάβηση μεταξύ των ανθρώπων (επομένως και μεταξύ ανδρών και γυναικών) και μεταξύ ανθρώπων και υπόλοιπης φύσης» [σελ.34-35].
Η σημερινή μισθωτή σχέση, η συνεχής δημιουργία πλεονάζοντος πληθυσμού, ο διαχωρισμός των σφαιρών παραγωγής και αναπαραγωγής και η “αορατοποίηση” του τι συμβαίνει στην τελευταία, όλα αυτά αναπαράγουν τις ταξικές σχέσεις, καθώς και τις δυναμικές εξουσίας που διαμορφώνονται από τις ειδικές καταπιέσεις. Όμως, ο τρόπος για να ξεφύγουμε από αυτά επίσης εγγράφεται στις ίδιες τις εμπειρίες που διαμορφώνονται από αυτές τις σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Το Μανιφέστο υπογραμμίζει τη σημασία της αυτοοργάνωσης των περιθωριοποιούμενων κοινοτήτων και τμημάτων της κοινωνίας και της ενσωμάτωσης της γνώσης που προέρχεται από αυτές τις εμπειρίες σε συλλογικές διαδικασίες διαβούλευσης. Τα άτομα με αναπηρία, οι γυναίκες, οι φυλετικοποιημένοι άνθρωποι, συμπεριλαμβανομένων των μεταναστών και των αυτοχθόνων πληθυσμών, είναι φορείς της αλλαγής για την οποία αγωνιζόμαστε.
Ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα του Μανιφέστου είναι ότι ξεδιπλώνει τις σχέσεις αποκλεισμού των περιθωριοποιημένων τμημάτων της κοινωνίας στην απόφαση για το τι είναι καλό για την κοινωνία. Οι άνθρωποι που πλήττονται περισσότερο από το σημερινό σύστημα είναι επίσης οι άνθρωποι που αποκλείονται συστηματικά από τον σχεδιασμό και την εφαρμογή των πολιτικών του. Αυτή η έκθεση συνοδεύεται από μια ισχυρή δέσμευση για τη δημοκρατία. Δεν υπάρχει μια λύση που να ταιριάζει σε όλους.
Κάθε συγκεκριμένο πλαίσιο έχει τα δικά του προβλήματα και προτεραιότητες. Ωστόσο, η αρχή «Αποκεντρώστε όσο γίνεται περισσότερο – Συντονίστε τόσο όσο χρειάζεται» [σελ.17] και η διοργάνωση δημοκρατικών διαδικασιών διαβούλευσης χωρίς αποκλεισμούς είναι απαραίτητες για την αλλαγή για την οποία αγωνιζόμαστε. Μέσα από αυτές τις διαδικασίες μπορούν να ληφθούν αποφάσεις για το τι θα παραχθεί και πώς θα παραχθεί, εντός των ορίων των υλικών πόρων.
Ένα άλλο σημαντικό σημείο στο Μανιφέστο: Όταν το Μανιφέστο συζητά την αναγκαιότητα της σύγκλισης των αγώνων, υπογραμμίζεται ότι ο στόχος δεν μπορεί να είναι στη βάση του «μεγαλύτερου κοινού παρονομαστή αιτημάτων»[σελ.46], κάτι που μπορεί να είναι εις βάρος των πιο περιθωριοποιημένων ομάδων. Η σύγκλιση των αγώνων είναι «μια διαδικασία δυναμικής συνάρθρωσης, που ανεβάζει το επίπεδο συνείδησης μέσα από τη δράση και την αντιπαράθεση απόψεων, με αμοιβαίο σεβασμό» [σελ.47].
Όποτε συζητείται ένα επαναστατικό σχέδιο, είναι αναπόφευκτο να τίθεται το ζήτημα του ουτοπισμού έναντι του ρεαλισμού. Μιλάμε άραγε για έναν μελλοντικό κόσμο ή για το εδώ και τώρα; Το Μανιφέστο ξεκινά από το εδώ και τώρα και προτείνει συγκεκριμένες διεκδικήσεις που ανοίγουν το δρόμο στην επαναστατική αλλαγή. Είναι σωστό ότι η φαντασία μας περιορίζεται από τις κοινωνικές συνθήκες στις οποίες ζούμε, την ιστορία μας και την κυρίαρχη ιδεολογία. Ωστόσο, ακόμη και μέσα σε αυτά τα όρια, συνειδητοποιούμε τις αλυσίδες μας όσο προχωράμε (Ρόζα Λούξεμπουργκ).
Χαρτογραφώντας λεπτομερώς τις οικοσοσιαλιστικές εναλλακτικές, όπως -και χωρίς να είναι η απαρίθμηση αυτή εξαντλητική- για τα δημόσια σχέδια πρόληψης καταστροφών, την επισιτιστική κυριαρχία, την κοινωνικοποίηση της ενέργειας, των χρηματοοικονομικών και της Big Tech, την εγγύηση της απασχόλησης, την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση και την επέκταση των κοινών αγαθών, το Μανιφέστο υπογραμμίζει τη σημασία των μεταβατικών διεκδικήσεων που ωθούν το σύστημα στην προοπτική για ένα οικοσοσιαλιστικό μέλλον. Η δέσμευση για τη δημοκρατία δεν είναι μόνο ιδεαλιστικό ζήτημα. Γνωρίζουμε ότι τα περιθωριοποιημένα τμήματα της εργατικής τάξης, συμπεριλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, των γυναικών, των queer ατόμων, των αυτοχθόνων πληθυσμών, των μεταναστών και των ατόμων με αναπηρία, βιώνουν τις κρίσεις του καπιταλισμού περισσότερο από άλλους. Όταν απελευθερωθούν από την παγίδα ατομικοποίησης της ενοχής και της αποτυχίας που στήνει το σύστημα και ανασυγκροτηθούν μέσω συλλογικής διαβούλευσης και οργάνωσης, είναι αυτές οι εμπειρίες που θα καθοδηγήσουν την προοπτική μας για να φανταστούμε και να οικοδομήσουμε εναλλακτικές.
Γνωρίζουμε επίσης ότι δεν μπορούμε να δημιουργήσουμε νησίδες στον καπιταλισμό χωρίς μια συνολική αλλαγή του συστήματος, αλλά και δεν υποτιμούμε τη δημιουργική δύναμη των εμπειριών που φαντάζονται και προσπαθούν να δημιουργήσουν παραδείγματα μετακαπιταλιστικών σχέσεων στον σημερινό κόσμο με τη μορφή ζωντανών κοινοτήτων, συνεταιρισμών, απεργιακών επιτροπών, κ.λπ. Ακόμα και αν αποτύχουν μακροπρόθεσμα, εμπλουτίζουν τη συλλογική μας φαντασία για έναν μετακαπιταλιστικό κόσμο.
Σε αυτό έχουμε μια σκυτάλη να πάρουμε, γιατί δεν είναι η πρώτη φορά που οι επαναστάτες μιλούν για την κοινωνικοποίηση των κουραστικών εργασιών ή της κοινωνικής αναπαραγωγής. Οι πρώτοι Ρώσοι επαναστάτες είχαν επίσης φανταστεί συλλογικές καντίνες, κοινωνικοποίηση της φροντίδας των παιδιών και ρήξη με την παραδοσιακή οικογένεια, ιδιαίτερα με το έργο της Αλεξάνδρας Κολοντάι και των συντροφισσών της. Αυτή η εμπειρία χάθηκε τη δεκαετία του 1930 με την σταλινική αντεπανάσταση, αλλά παραμένει μαζί μας και μας έχει βοηθήσει να αναπτύξουμε τις δικές μας εναλλακτικές λύσεις. Το Μανιφέστο αναγνωρίζει ότι δεν μπορείς να κερδίσεις τους ανθρώπους μόνο με επιχειρήματα. Οι τμηματικές νίκες δίνουν θάρρος στους ανθρώπους.
Το σύνθημά μας είναι εύκολο να το υποστηρίξουν οι άνθρωποι: «Να δουλεύουμε λιγότερο, να ζούμε και να δουλεύουμε καλύτερα, να ζούμε μια καλή ζωή» [σελ.33]. Όσο απλό και αν είναι, αυτό περιλαμβάνει και μια ζωντανή συζήτηση, όπου κι αν βρισκόμαστε, για το τι σημαίνει μια καλή ζωή σε έναν πλανήτη με περιορισμένους πόρους. Ποιες πρέπει να είναι οι προτεραιότητές μας, ποιες είναι οι εναλλακτικές απέναντι στους θεσμούς από τους οποίους θέλουμε να απαλλαγούμε; Πώς θα τις οικοδομήσουμε;
Το Μανιφέστο έχει σίγουρα πολλές απαντήσεις για την καταπολέμηση της οικολογικής καταστροφής που βιώνουμε σήμερα και ενθαρρύνει τις κοινότητες να αγωνιστούν ενάντια σε αυτή την καταστροφή εδώ και τώρα. Αλλά πηγαίνει και πέρα από αυτό, ενθαρρύνοντάς μας όλους να αγωνιστούμε ενάντια στα πρότυπα της καπιταλιστικής κοινωνίας για το τί θα ήταν μια καλή ζωή και να σπάσουμε αυτό το ιδεολογικό μπλοκάρισμα προτείνοντας τις δικές μας εναλλακτικές.
Maral Jefroudi
Σεπτέμβριος 2025
Μετάφραση ΤΠΤ – “4” από το International Viewpoint: “Ecosocialism: Introduction to the Manifesto for an Ecosocialist Revolution: Work Less, Live Better”, Friday 31 October 2025, by Maral Jefroudi
Η Maral Jefroudi είναι (συν-)διευθύνουσα του Διεθνούς Ινστιτούτου Έρευνας και Εκπαίδευσης (IIRE) του Άμστερνταμ και μέλος του SAP-Grenzeloos (ολλανδικού τμήματος της 4ης Διεθνούς).