Μια πρωτόγνωρη επίθεση κατά των μεταναστών

του Γιώργου Μανιάτη

Μια χωρίς προηγούμενο επίθεση στα δικαιώματα των μεταναστών και μεταναστριών

Δέκα χρόνια πριν, το καλοκαίρι του 2015, η Ελλάδα συμπύκνωσε την πολύμορφη κρίση της ΕΕ: ήταν το “Όχι” του Δημοψηφίσματος του Ιουλίου και ήταν ταυτόχρονα και το “Καλοκαίρι της Μετανάστευσης”, με τη διεκδίκηση ελευθερίας μετακίνησης από χιλιάδες μετανάστες και το μεγάλο κίνημα αλληλεγγύης σε όλη τη μεταναστευτική διαδρομή από τα Βαλκάνια μέχρι τη δυτική και βόρεια Ευρώπη. Σήμερα, 10 χρόνια μετά, η κατάσταση εμφανίζεται σαν  αντεστραμμένη εικόνα του 2015, με τον επίσημο ρατσισμό να αποτελεί κεντρική πτυχή της Ακροδεξιάς Διεθνούς και του παραδείγματος Τραμπ (και Πούτιν), αλλά και τον άξονα των νέων ευρωπαϊκών πολιτικών για το Άσυλο και τη Μετανάστευση. Και σε αυτό η Ελλάδα μοιάζει να πρωτοπορεί, όπως μας το εξηγεί ο Γ.Μανιάτης, που εμπλέκεται στα δίκτυα στήριξης των μεταναστών-ριών στην Ελλάδα…

Περιοδικό “4”, αρ.15 Νοέμβρης 2025


Το καλοκαίρι του 2025, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, με τη στήριξη της Ακροδεξιάς και με αποχή του ΠΑΣΟΚ, κήρυξε μια ψευδεπίγραφη κατάσταση “έκτακτης ανάγκης” και “εθνικής απειλής” εξαιτίας μιας μικρής αύξησης των προσφυγικών αφίξεων στη Νότια Κρήτη – παρότι αυτές συμβαίνουν σταθερά την τελευταία τριετία. Η προσφυγική αυτή διαδρομή της ανατολικής Μεσογείου, με αφετηρία συνήθως την Ανατολική Λιβύη, είναι αυτή που ακολουθούν οι πρόσφυγες-ισσες που δραπετεύουν από το σπαρασσόμενο Σουδάν, την Ερυθραία και την Υεμένη, καθώς και πρόσφυγες της φτώχειας από χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Ένας σημαντικός λόγος για την ανάπτυξη αυτής της διαδρομής είναι ότι παρακάμπτει τα στενά περάσματα του ανατολικού Αιγαίου και του Έβρου όπου, συστηματικά και με την κάλυψη Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής Φρόντεξ, οι ελληνικές αρχές πραγματοποιούν βίαιες επαναπροωθήσεις στην Τουρκία, με μεγάλο φόρο αίματος.

Με το τέχνασμα της κήρυξης κατάστασης έκτακτης ανάγκης στα σύνορα η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανέστειλε για δεύτερη φορά μέσα σε 5 χρόνια το δικαίωμα στο άσυλο για τρεις μήνες. Στο διάστημα αυτό οι νεοεισερχόμενοι-ες πρόσφυγες συλλαμβάνονταν και κρατούνταν προς απέλαση σε κέντρα κράτησης, ενώ όπως κατήγγειλαν οι αστυνομικοί φρουροί και συνοδοί τους, υποβλήθηκαν σε μεγάλη ταλαιπωρία και καψώνια.

Ενάμιση μήνα αργότερα η κυβέρνηση της ΝΔ επέκτεινε την εξαίρεση δικαιωμάτων των μετανατστών-ριών οριζόντια. Ο νόμος Βορίδη-Πλεύρη “για τις διαδικασίες επιστροφών” που ψηφίστηκε στις 8 Σεπτεμβρίου προβλέπει την επέκταση της διοικητικής κράτησης από τους 18 στους 24 μήνες και την ποινικοποίηση της παραμονής στη χώρα χωρίς χαρτιά, εισάγοντας ποινές φυλάκισης 2-5 χρόνων χωρίς δικαίωμα αναστολής της ποινής και με βαριά πρόστιμα. Για να λειτουργήσει ο εκβιασμός “φυλακή ή επιστροφή”, που αποτελεί το σλόγκαν του Υπουργείου Μετανάστευσης, ο νόμος καταργεί κάθε άλλο τρόπο νομιμοποίησης της παραμονής (εκτός από την αγορά “χρυσής βίζας”) και περιορίζει τις δυνατότητες αποφυλάκισης. Το καθεστώς εξαίρεσης δικαιωμάτων ολοκληρώνεται με την γενίκευση της προσχηματικής και αυθαίρετης χρήσης του “κινδύνου για τη δημόσια ασφάλεια” αλλά και τη δυνατότητα αντικατάστασης των διερμηνέων από μεταφραστήρια τεχνητής νοημοσύνης.

Το ακροδεξιό φάρμακο των “αποτελεσματικών απελάσεων”

Η αύξηση των απελάσεων παρουσιάζεται στον νόμο Βορίδη-Πλεύρη ως στόχος καθεαυτός, αλλά και μέτρο μείωσης της “παράνομης” μετανάστευσης συνολικά: Η επιβολή πολυετούς στέρησης ελευθερίας και οι απάνθρωπες συνθήκες στα ελληνικά κέντρα κράτησης και τις φυλακές υποτίθεται ότι θα κάμψει όχι μόνο όσους την υφίστανται, αλλά και θα “στείλει το μήνυμα” στους “άλλους” να μην επιχειρήσουν να μεταναστεύσουν στην Ε.Ε. μέσω της Ελλάδας. Η εφαρμογή του νόμου ξεκίνησε με τη διανομή φυλλαδίων στα προσφυγικά στρατόπεδα που αναφέρουν ότι η απόρριψη της αίτησης ασύλου σημαίνει 5-7 χρόνια φυλάκισης και πρόστιμα χιλιάδων ευρώ, αποκρύπτοντας τα νομικά μέσα και τις εγγυήσεις που προβλέπονται από το το Ευρωπαϊκό και το Διεθνές Δίκαιο όσο και από το ελληνικό Σύνταγμα, ενώ προκαταλαμβάνεται η σύμπραξη του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης στην παραβίασή τους, μέσω του προγράμματος των “οικειοθελών επιστροφών”.

Πεδίο εφαρμογής του νόμου ωστόσο είναι ολόκληρος ο μεταναστευτικός πληθυσμός. Πρώτα από όλα οι χιλιάδες μετανάστες και μετανάστριες χωρίς χαρτιά που ζουν και εργάζονται σε όλη την Ελλάδα και δεν είχαν ποτέ, είτε δεν μπόρεσαν να ανανεώσουν τις άδειες παραμονής τους. Ο φόβος εγκαθίσταται έτσι στις μεταναστευτικές κοινότητες, σε μια χώρα που διατηρεί τους μετανάστες της σε ένα διαρκές καθεστώς επισφάλειας, με εύκολη την απώλεια ή ανάκληση της άδειας παραμονής και με εξαιρετικά περιοριστική πολιτογράφηση. Έτσι η ποινικοποίηση των μεταναστών-ριών χωρίς χαρτιά επιδρά πάνω σε όλους-ες-α, καθιστώντας τους δυνάμει απελάσιμους και εκτεθειμένους στη διαρκή απειλή της κρατικής και εργοδοτικής αυθαιρεσίας και εκμετάλλευσης.

Ένα σήμα κινδύνου που πρέπει να πάρουμε σοβαρά

Η στροφή που σηματοδότησε η ανάθεση στην ακροδεξιά τάση της Νέας Δημοκρατίας της διαχείρισης της μετανάστευσης τον Μάρτιο του 2025 δεν είναι πρωτόγνωρη. Η περίοδος των μνημονιακών κυβερνήσεων του 2010-15 είχε επίσης χαρακτηριστεί από την ανάδειξη του μεταναστευτικού σε βασικό πυλώνα των πολιτικών του νόμου και της τάξης και της κατασκευής τους ως “εσωτερικού εχθρού” (αστυνομικό πογκρόμ με την ονομασία Ξένιος Δίας το 2012, υπόθαλψη της δράσης της Χρυσής Αυγής, κλπ.). Ακόμη παλιότερα, την περίοδο από το 1990 έως την πρώτη διαδικασία νομιμοποίησης το 1997, οι Αλβανοί και άλλοι Βαλκάνιοι μετανάστες και μετανάστριες βίωσαν τη γενικευμένη εξαίρεση δικαιωμάτων. Αλλά και σήμερα η πολιτική μηδενικής ανοχής βρίσκεται μέσα σε μια θεμελιώδη αντίφαση σε σχέση με τις μεγάλες ελλείψεις εργαζομένων ιδιαίτερα σε κλάδους έντασης εργασίας και φροντίδας, πράγμα που προεξοφλεί ότι η εφαρμογή του νόμου θα είναι μερική και επιλεκτική, προσαρμοζόμενη στις ανάγκες των εργοδοτών.

Υπάρχουν ωστόσο σημαντικοί λόγοι που η στοχοποίηση των μεταναστών-ριών σήμερα πρέπει να σημάνει συναγερμό και να κλονίσει τις ρουτίνες και ιεραρχήσεις της Αριστεράς και του αναρχικού/αντιεξουσιαστικού χώρου. Αντιμέτωπη με μια μια χωρίς επιστροφή κρίση νομιμοποίησης, αλλά χωρίς να απειλείται ουσιαστικά, η κυβέρνηση Μητσοτάκη φαίνεται ότι έχει το χρόνο και τα μέσα για να εφαρμόσει με συστηματικό τρόπο πολιτικές ηθικού πανικού, επιλεκτικής καταστολής και ποινικοποίησης των κινημάτων και της λαϊκής αμφισβήτησης. Ιδιαίτερα όσον αφορά την επίθεση στους μετανάστες και τις μετανάστριες, αυτή αναδεικνύεται σε κεντρικό ιδεολογικό πεδίο ανάκτησης της κοινωνικής συναίνεσης και εδώ η κυβέρνηση φαίνεται να παίζει χωρίς αντίπαλο, με το αντιρατσιστικό κίνημα σε κρίση και την επίσημη Αριστερά σε αφωνία –σε αντίθεση τόσο με την περίοδο 2009-15 κατά την οποία πραγματοποιήθηκαν σημαντικοί αντιρατσιστικοί και μεταναστευτικοί αγώνες (όπως η απεργία πείνας των 300 μεταναστών εργατών το 2011, οι διάφορες κινήσεις ενάντια στα κέντρα κράτησης, η κινητοποίηση μετά την δολοφονική επαναπροώθηση στο Φαρμακονήσι, ο διεθνικός συντονισμός στα NoBorder camp (ιδιαίτερα της Λέσβου το 2009), η καμπάνια για την ιθαγένεια της λεγόμενης 2ης Γενιάς μεταναστών, πολλές αντιφασιστικές πρωτοβουλίες κ.α.), όσο και με τα μέσα της δεκαετίας του ‘90, όταν το αντιρατσιστικό κίνημα συγκροτήθηκε για πρώτη φορά στη βάση της διεκδίκησης της νομιμοποίησης όλων των μεταναστών-ριών και δημιούργησε το συντονιστικό μεταναστευτικών και αντιρατσιστικών οργανώσεων, τα στέκια μεταναστών και τα αντιρατσιστικά φεστιβάλ σε πολλές πόλεις.

Σήμερα, ο επίσημος ρατσισμός αποτελεί κεντρική πτυχή της Ακροδεξιάς Διεθνούς και του παραδείγματος Τραμπ (και Πούτιν για άλλους) από την οποία αντλεί ο Μητσοτάκης και χαρακτηρίζεται από την ανεξέλεγκτη νομοθέτηση στη βάση του Δικαίου της εξαίρεσης με περιφρόνηση των αστικοδημοκρατικών θεσμών και με μια πρωτοφανή επίθεση στη δημόσια σφαίρα, ιδιαίτερα την ψηφιακή, από το οργανωμένο ψεύδος της μεταφασιστικής προπαγάνδας. Αλλά και το ευρωπαϊκό παράδειγμα που μορφοποιείται στην εφαρμογή τους επόμενους μήνες του Συμφώνου για τη Μετανάστευση και το Άσυλο και του Κοινού Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου έχει ενσωματώσει στον πυρήνα του τις πολιτικές εξαίρεσης με τον Κανονισμό για τις λεγόμενες συνοριακές κρίσεις και με την αδιαφανή και ανεξέλεγκτη δράση της Φρόντεξ. Η κοινή ευρωπαϊκή πολιτική των Χοτ Σποτ, της γενίκευσης της κράτησης στις διαδικασίες ασύλου, των διακρατικών συμφωνιών επιστροφών και της ανάδειξης των “αποτελεσματικών απελάσεων” σε βασικό μέτρο επιτυχίας της μεταναστευτικής πολιτικής –με διάθεση τεράστιων ευρωπαϊκών κονδυλίων και πόρων– είναι αυτή που παρέχει το πραγματικό νομιμοποιητικό πλαίσιο για τις πολιτικές εξαίρεσης δικαιωμάτων της κυβέρνησης Μητσοτάκη.

Ωστόσο, οι απελάσεις και η μαζική φυλάκιση επιλέγονται από τις κυρίαρχες δυνάμεις όχι λόγω της –μακροπρόθεσμα αμφίβολης– αποτελεσματικότητάς τους στη διαχείριση της μετανάστευσης. Τα στατιστικά διαγράμματα της αύξησης των απελάσεων συνιστούν περισσότερο μια προβολή κάθαρσης του εθνικού σώματος από τους “εσωτερικούς εχθρούς” στο επίπεδο του εθνικού φαντασιακού που παίρνει τη μορφή της πολύ υλικής άσκησης παραδειγματικής βίας στα σώματα των μεταναστών και μεταναστριών. Σήμερα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι ποτέ στα μεταπολιτευτικά χρόνια η εκδικητικότητα και η αδιαφορία για την ανθρώπινη ζωή και ελευθερία δεν αποτυπωνόταν με τόσο ρητό τρόπο στους νόμους, τη ρητορική και τις κρατικές πολιτικές.

Δέκα χρόνια πριν, στο μακρύ καλοκαίρι του 2015, η Ελλάδα συμπύκνωσε την πολύμορφη κρίση της ΕΕ: Από τη μια το Όχι του Δημοψηφίσματος του Ιουλίου, κορύφωση και άδοξο τέλος του εγχειρήματος της “αριστερής κυβέρνησης” του ΣΥΡΙΖΑ, έκλεινε με μια βαριά ήττα για την εργατική τάξη τον κύκλο των κοινωνικών αγώνων που ξεκίνησε με το ξέσπασμα της κρίσης του 2008. Από την άλλη, το Καλοκαίρι της Μετανάστευσης: Η αποφασιστική διεκδίκηση της ελευθερίας μετακίνησης από χιλιάδες μετανάστριες και μετανάστες άνοιγε τα σύνορα και ταυτόχρονα ενέπνεε και παρακινούσε ένα μεγάλο διεθνιστικό κίνημα αλληλεγγύης και κοινωνικής διαθεσιμότητας. Στον αντίποδα του συμβιβασμού, ένα πλήθος εγχειρημάτων, κινηματικών υποδομών και τοπικών και διεθνικών αγώνων αναπτύχθηκαν σε όλη τη μεταναστευτική διαδρομή από τα Βαλκάνια μέχρι τη δυτική και βόρεια Ευρώπη. Σήμερα, σε μια κατάσταση που παρουσιάζεται σαν την αντεστραμμένη εικόνα του 2015, πρέπει να ξαναπιάσουμε από κάπου το νήμα.

Γιώργος Μανιάτης

7/11/2025

«4» τεύχος 15, Νοέμβρης 2025


https://tpt4.org/?p=10492

There is one comment

Σχολιάστε