Μετά τη μεγάλη βλάβη στο ισπανικό δίκτυο ηλεκτροδότησης:
Ποιό ενεργειακό μοντέλο για την οικολογική μετάβαση;
του Daniel Albarracin Sanchez
Η βλάβη στο δίκτυο ηλεκτροδότησης της 28 Απριλίου αναστάτωσε για μερικές ώρες την Ιβηρική χερσόνησο και τη Νότια Γαλλία. Όλες και όλοι που ζουν εκεί θίχθηκαν με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Αυτό υπήρξε αντικείμενο πολλών συζητήσεων που, δεδομένων των συστημικών κινδύνων επανάληψης μιας τέτοιας κατάστασης, απαιτούν έναν σοβαρό προβληματισμό και ανάλυση, για να μη μείνουμε στα ανέκδοτα. Πρέπει να πάρουμε μαθήματα για το μέλλον.
Daniel Albarracin Sanchez, 6 Ιουνίου 2025, Inprecor & Viento Sur
Εισαγωγή
Για το θέμα αυτό μπορούμε να πούμε ότι το ενεργειακό σύστημα βρίσκεται σε μια ιστορική καμπή. Η επείγουσα κλιματική κατάσταση, η γεωπολιτική αστάθεια και ο περιορισμός των ενεργειακών πηγών μας αναγκάζουν να ξανασκεφτούμε τον τρόπο που παράγουμε, διανέμουμε και καταναλώνουμε την ενέργεια. Σε αυτό το πλαίσιο η αύξηση της ενεργειακής παραγωγικής δυνατότητας βασιζόμενη στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας παρουσιάζεται σαν ένα κρίσιμο στοίχημα.
Αλλά η οποιαδήποτε ανάπτυξη δεν είναι πάντοτε καλή : στην πράξη αναπαράγει πολλές από τις λογικές του συστήματος των ορυκτών καυσίμων που είναι προορισμένο να αντικαταστήσει, γιατί το τωρινό μοντέλο της ενεργειακής μετάβασης καθοδηγείται από μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις, που έχουν στόχο το κέρδος. Ένα ιδιωτικό ολιγοπώλιο έχει διεισδύσει και προαγοράσει όλες τις πηγές και τις τεχνολογίες, συμπεριλαμβανομένων και των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, υπό την προστασία του Κράτους και με ένα σύστημα τιμών που του εξασφαλίζουν περιθώρια ελιγμών και μια αγορά στον πιο αποδοτικό τομέα της οικονομίας της Ισπανίας. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση είναι αναγκαίο να υπερασπιστούμε μια δίκαιη, δημοκρατική και σχεδιοποιημένη οικοσοσιαλιστική μετάβαση που βάζει στο κέντρο τη συλλογική ζωή και ευημερία.
Πως λειτουργεί το σύστημα ηλεκτροδότησης;
Το σύστημα ηλεκτροδότησης δεν είναι η κυριότερη μορφή παροχής ενέργειας και δεν αντιπροσωπεύει παρά μόνο το 24% της χρησιμοποιούμενης ενέργειας, το υπόλοιπο παρέχεται από ορυκτά καύσιμα που χρησιμοποιούνται για τις μεταφορές και τη θέρμανση. Το δίκτυο ηλεκτροδότησης απαιτεί μια πολύπλοκη υποδομή που επιτρέπει στον ηλεκτρισμό που παράγεται να φτάσει στα σημεία κατανάλωσης με ακαριαίο, συνεχή και ασφαλή τρόπο Για να αντιληφθούμε τις τωρινές προκλήσεις και αποφάσεις που προϋποθέτει η μεταβολή του είναι σημαντικό να γνωρίσουμε τα βασικά στοιχεία του και τις αλληλοεπιδράσεις τους.
Το σύστημα ηλεκτροδότησης περιλαμβάνει τέσσερις μεγάλες φάσεις:
- Παραγωγή ενέργειας στους σταθμούς παραγωγής (θερμοηλεκτρικοί, πυρηνικοί, υδροηλεκτρικοί, ηλιακοί, αιολικοί κλπ.)
- Μεταφορά της ηλεκτρικής ενέργειας υπό υψηλή τάση σε μεγάλες αποστάσεις μέσω των γραμμών μεταφοράς
- Διανομή της ηλεκτρικής ενέργειας υπό μέση και χαμηλή τάση στις κατοικίες, τις επιχειρήσεις και τα γραφεία.
- Κατανάλωση : τελική χρησιμοποίηση της ηλεκτρικής ενέργειας από τους οικιακούς, βιομηχανικούς ή δημόσιους χρήστες.
Το συγκεντροποιημένο σύστημα ηλεκτροδότησης απαιτεί η παραγωγή και η κατανάλωση να είναι κάθε στιγμή εξισορροπημένες. Αυτό απαιτεί έναν συνεχή τεχνικό έλεγχο, γενικά αυτοματοποιημένο, για να προσαρμόζει ακαριαία την προσφορά στην πραγματική ζήτηση, την παραγωγή στην κατανάλωση. Για να ανταποκριθεί σε αυτή την απαίτηση, δεν απαιτείται μόνο μια τέλεια επιτήρηση και συντονισμός αλλά και ο συνδυασμός τεχνολογιών που παρουσιάζουν πολύ διαφορετικά χαρακτηριστικά, ορισμένα πιο δύσκολο να διαχειριστούν απ’ ότι άλλα – αυτή είναι η περίπτωση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας – στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
Τα χαρακτηριστικά των τεχνολογιών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας
Συνοπτικά, οι κύριες σύγχρονες τεχνολογίες παρουσιάζουν τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
Θερμοηλεκτρικοί σταθμοί (φυσικό αέριο, άνθρακας, πετρέλαιο)
Συμβάλουν στη διαχείριση του συγκεντροποιημένου συστήματος ηλεκτροδότησης έχοντας το πλεονέκτημα ότι μπορούν να τεθούν εντός ή εκτός λειτουργίας1 ανάλογα με τη ζήτηση. Έχουν επίσης μια υψηλή εγκατεστημένη ισχύ και μια αδράνεια που εξασφαλίζουν την σταθερότητα του συστήματος.
Ωστόσο, μολύνουν πολύ το περιβάλλον, εκπέμπουν μεγάλες ποσότητες CO2 και άλλων αερίων, χωρίς να ξεχνάμε την εξωτερική εξάρτηση που συνεπάγεται η προσφυγή στην εισαγωγή αυτών των καυσίμων, την ασάφεια που προκαλούν οι γεωπολιτικές αναταράξεις και άλλοι σοβαροί κίνδυνοι στο περιβάλλον και στην υγεία.
Πυρηνικοί σταθμοί
Αποδίδουν συχνά στην τεχνολογία αυτή το πλεονέκτημα του ότι είναι μια συνεχής παραγωγή που συμβάλει στη σταθερότητα του δικτύου, λόγω της αδράνειας της. Αλλά πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτή η συνέχεια δεν είναι πλεονέκτημα, αλλά στοιχείο ακαμψίας, γιατί αν οι πυρηνικοί σταθμοί μπορούν να σταματήσουν, η επαναλειτουργία τους είναι πολύ αργή και πολύ δαπανηρή. Το γεγονός της υποχρέωσης διαρκούς παραγωγής είναι ακριβώς το αντίθετο από εκείνο που έχει ανάγκη το σύστημα του συγκεντροποιημένου δικτύου. Τα πυρηνικά λόμπι προσπαθούν να προωθήσουν την τεχνολογία τους με το προσόν της σταθερότητας του, αλλά αυτό συνεπάγεται ότι πρέπει να προσαρμοσθεί το σύστημα και οι υπόλοιπες ενεργειακές πηγές.
Είναι επίσης αλήθεια ότι δεν εκπέμπουν άμεσα CO2, αλλά διάφορα στοιχεία κάνουν απολύτως απορριπτέα τη χρήση τους στο πλαίσιο της οικολογικής μετάβασης μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα : ακόμη και αν τα κόστη εκμετάλλευσης τους είναι χαμηλά, τα κόστη επένδυσης τους είναι μεγάλα, γεγονός που τους κάνει ελάχιστα αποδοτικούς. Η διάρκεια ζωής τους περιορίζεται σε μερικές δεκαετίες και προκύπτουν πολύ υψηλά κόστη αποσύνδεσης και επανεπένδυσης. Η διαχείριση των ραδιενεργών αποβλήτων επεκτείνεται σε γεωλογική κλίμακα και δεν υπάρχουν κατάλληλοι υποδοχείς που να ανθίστανται στη διάβρωση για περισσότερο από έναν αιώνα. Επίσης, παρά τις βελτιώσεις σε θέματα ασφαλείας, οι κίνδυνοι κάνουν μακροπρόθεσμα βέβαιη την περίπτωση ατυχήματος, όπως θα το βεβαίωνε ο Ulrich Beck2, χωρίς να παραγνωρίζουμε την κατανάλωση νερού, αναγκαία για την ψύξη των μονάδων.
Οι ανανεώσιμες πηγές
Οι ανανεώσιμες πηγές παρουσιάζουν την εναλλακτική λύση, αλλά δεν είναι απαλλαγμένες από αντιφάσεις. Καταρχήν το συγκεντροποιημένο σύστημα δεν είναι σωστά προσαρμοσμένο στις ανανεώσιμες πηγές.
Η αιολική ενέργεια είναι καθαρή, καθώς και η ηλιακή φωτοβολταική ενέργεια, αυτή μάλιστα παράγεται από μικρά τεμάχια που είναι εύκολο να εγκατασταθούν. Και οι δύο έχουν μικρό κόστος εκμετάλλευσης. Αλλά είναι αδιάλειπτες, πιο δύσκολες στη διαχείριση, απαιτούν τη διάθεση μεγάλων επιφανειών και το σημερινό τεχνολογικό μοντέλο δεν δημιουργεί αδράνεια. Για να αυξηθεί η συμβατότητα τους σε ένα σταθερό περιβάλλον, με το τωρινό σύστημα, χρειάζονται λύσεις αποθήκευσης ή επικουρίας, που σήμερα είναι ανεπαρκείς. Σε χώρες με επάρκεια νερού, όπως οι σκανδιναβικές χώρες, οι υδροηλεκτρικές μονάδες λειτουργούν κανονικά, αλλά σε χώρες που θίγονται από χρόνιες ξηρασίες, όπως η δική μας, οι συσσωρευτές αποτελούν μια εναλλακτική λύση. Αυτοί είναι εξίσου δαπανηροί τόσο από οικονομική σκοπιά όσο και από τη σκοπιά των κρίσιμων υλικών (λίθιο, κοβάλτιο, νικέλιο) με την οικολογική επιβάρυνση που προκύπτει, ενώ το υδρογόνο είναι ελάχιστα αποτελεσματικό σαν συσσωρευτής και οι χρήσεις του είναι περιορισμένες.
Όσο περισσότερο ενσωματώνουμε αδιάλειπτες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας στο δίκτυο, τόσο το δίκτυο ηλεκτροδότησης γίνεται τεχνικά πιο πολύπλοκο. Γιαυτό, παράλληλα με την ανανεώσιμη παραγωγή ενέργειας, είναι αναγκαίο να προωθηθεί ένα μοντέλο αποκεντρωμένο και κατανεμημένο με τρόπο ώστε να δοθεί προτεραιότητα στην αυτοκατανάλωση σε ενεργειακές κοινότητες, γεγονός που μειώνει την πίεση στο κεντρικό δίκτυο. Πρέπει επίσης να εφαρμοστούν πολιτικές διαχείρισης της ζήτησης που να ενθαρρύνουν την κατανάλωση σε ώρες που η παραγωγή είναι μεγαλύτερη. Στον τομέα αυτόν μπορούν ήδη να παρθούν ορισμένα μέτρα. Στο βαθμό που το σύστημα ηλεκτροδότησης απαιτεί έναν συγχρονισμό μεταξύ της παραγωγής και της κατανάλωσης, τι νόημα έχει την Άνοιξη και το Καλοκαίρι, η υψηλότερη χρέωση της κατανάλωσης να γίνεται τις πιο ηλιόλουστες ώρες; Αντίθετα αυτή την περίοδο του έτους θα έπρεπε η ηλεκτρική ενέργεια να είναι φτηνότερη κατά τις πιο ηλιόλουστες ώρες της ημέρας.
Τι δεν λειτουργεί στην τωρινή ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας
Χωρίς να αποτελεί μια πραγματική εναλλακτική λύση στο σύστημα ορυκτών καυσίμων, η τωρινή ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας καθοδηγείται από τη λογική της αγοράς και όχι των κοινωνικών ή οικολογικών αναγκών. Οι ιδιωτικές επιχειρήσεις επενδύουν με ακατάστατο τρόπο, προωθώντας τις ζώνες όπου η σύνδεση στο δίκτυο ηλεκτροδότησης είναι πιο εύκολη και αποδοτική, και εκείνες όπου η κατανάλωση είναι πιο σημαντική, χωρίς να πάρουν υπόψη τους τις συνέπειες στις περιοχές και τις συγκρούσεις με τις ανάγκες των τοπικών κοινοτήτων, που συχνά είναι εγκατεστημένες πολύ κοντά σε αυτά τα σημεία σύνδεσης.
Στην πραγματικότητα αυτή η λογική υπερεκμετάλλευσης των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δεν περιορίζει την προσφυγή στις μη ανανεώσιμες πηγές ενέργειας : σε πολλές περιπτώσεις απλά προστίθεται σε αυτές, όσο τα συστήματα ορυκτών καυσίμων και πυρηνικής ενέργειας διατηρούνται στο βαθμό που συνεχίζουν να παράγουν κέρδη. Άλλωστε, η συγκεντροποίηση του συστήματος – που αναπαράγει το μοντέλο των ορυκτών καυσίμων – μέσα από τις ηλιακές και αιολικές μεγα-εγκαταστάσεις και ένα συγκεντροποιημένο δίκτυο ηλεκτροδότησης που για να είναι σταθερό απαιτεί ένα σημαντικό τμήμα ρυπαντικής ενέργειας, έρχεται συχνά σε σύγκρουση με τους αγροτικούς πληθυσμούς, τις παραδοσιακές αγροτικές χρήσεις και τη βιοποικιλότητα.
Αντί να προχωρούν προς μια μείωση της κατανάλωσης και μια αναδιοργάνωση του ενεργειακού μοντέλου, αναπαράγουν ένα παραγωγίστικο μοντέλο που συγκρούεται μετωπικά με τα οικολογικά όρια του πλανήτη.
Προς ένα δίκαιο και διαρκές ενεργειακό μοντέλο
Η ενέργεια είναι ένα ουσιαστικό κοινωνικό αγαθό. Πρέπει να διαχειρίζεται από έναν δημόσιο σχεδιασμό, με μια δημοκρατική συμμέτοχή των κοινοτήτων, και όχι σαν ένα πεδίο κερδοφορίας. Είναι αναγκαίο οι δημόσιες εξουσίες να ξαναναλάβουν την πρωτοβουλία στη θεώρηση ενός ενεργειακού συστήματος, προσανατολιζόμενες προς ένα μοντέλο που θα συνδυάζει :
- Την ανανεώσιμη ενέργεια σαν κύρια πηγή , μειώνοντας και αντικαθιστώντας προοδευτικά την ενέργεια από ορυκτά καύσιμα και πυρηνικά.
- Μια αποκεντρωμένη, βάσει των κοινοτήτων, διανομή με συστήματα αυτοκατανάλωσης, τοπικά δίκτυα και αποθήκευση ενέργειας προσαρμοσμένη σε κάθε περιοχή.
- Μια συνεργασία αγροτικών και αστικών κοινοτήτων, ενσωματώνοντας κριτήρια κοινωνικά, περιβαλλοντικά και τοπίου στην επιλογή των χώρων και των μοντέλων διαχείρισης.
- Μια δημοκρατική συμμετοχή στις ενεργειακές αποφάσεις, αναγνωρίζοντας την ενέργεια σαν δικαίωμα και όχι σαν εμπόρευμα.
Το μοντέλο αυτό απαιτεί μια δημόσια επένδυση που θα υποστηρίξει όχι μόνο τις υποδομές παραγωγής, αλλά επίσης και τα έξυπνα δίκτυα διανομής, την αποθήκευση, την ενεργειακή αποτελεσματικότητα και την τεχνική και κοινωνική εκπαίδευση. Μια δημόσια επένδυση δεν μπορεί να περιοριστεί στη χρηματοδότηση των υποδομών από τις οποίες βγάζουν κέρδη οι επιχειρήσεις. Πρέπει να ωφελεί το σύνολο της κοινωνίας. Για παράδειγμα, η μαζική χωροθέτηση των μπαταριών και των συστημάτων αποθήκευσης, αν και μπορεί να συμβάλει στη σταθεροποίηση του συστήματος ηλεκτροδότησης, έρχεται επίσης να μειώσει το κόστος επένδυσης που οι ιδιωτικές εταιρίες θα όφειλαν να αναλάβουν. Αν ο δημόσιος τομέας νοικιάζει μπαταρίες σε μεγάλη κλίμακα, θα ήταν λογικό το σύνολο του συστήματος να είναι δημόσιο, με μια κοινωνικοποίηση αυτού του στρατηγικού τομέα. Το κόστος, αν και μεγάλο, θα είναι σίγουρα κατώτερο του 5% που προβλέπεται για τις δαπάνες για την Άμυνα από τώρα μέχρι το 2030. Θα ήταν σίγουρα μια πολύ καλύτερη επιλογή.
Ωστόσο η εφαρμογή της κοινωνικοποίησης δεν αρκεί. Αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται από ένα σχεδιασμό επαναχωροθέτησης των υποδομών και τεχνολογικών μετατροπών. Το μοντέλο αυτό βασιζόμενο στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας – και μόνο περιθωριακά στο φυσικό αέριο για καταστάσεις έκτακτης ανάγκης – θα πρέπει να αντικαταστήσει τις άλλες τεχνολογίες και πηγές ενέργειας. Να αναπτυχθεί ένα μοντέλο αποκεντρωμένο και οι πηγές ενέργειας να προσαρμοσθούν στις ιδιαιτερότητες των περιοχών, με δημοκρατικές αποφάσεις της κάθε κοινότητας σχετικά με τη χωροθέτηση των εγκαταστάσεων. Ομοίως φαίνεται αναγκαίο η αναδιοργάνωση και η επαναχωροθέτηση των υποδομών να πραγματοποιηθούν μέσα στο πλαίσιο μιας μετάβασης βασιζόμενης στην έρευνα και την ανανέωση. Έτσι θα μπορεί να στηρίζεται όλο και περισσότερο σε τεχνολογίες low tech – που αποκαλούνται και «ήπιες» ή «ελαφρές» – ανεξάρτητες από τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων και ικανές να ελαχιστοποιήσουν τη χρησιμοποίηση υλικών και ενέργειας, εντασσόμενες σε μια «ελικοειδή οικονομία», όπου τα υλικά επανεντάσσονται όσο περισσότερο γίνεται στην φυσική αλυσίδα – έχοντας υπόψη μας ότι η θερμοδυναμική είναι ξεροκέφαλη στο θέμα αυτό, όπως μας υπογραμμίζει συχνά ο καθηγητής Jose Manuel Naredo3. Προσφέροντας ταυτόχρονα επαρκείς υπηρεσίες στο σύνολο του πληθυσμού.
Ενεργειακή ακεραιότητα και περιοχή
Σε έναν κόσμο που σημαδεύεται όλο και περισσότερο από εντάσεις γύρω από τον έλεγχο των ενεργειακών πηγών, η ενεργειακή αυτάρκεια γίνεται ένα στοιχείο – κλειδί της κυριαρχίας. Η Ιβηρική χερσόνησος και ιδιαίτερα ο νότος, διαθέτουν ένα τεράστιο δυναμικό, αρκετά σημαντικό για να ικανοποιήσει ένα μεγάλο μέρος της ζήτησης του με τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Αλλά αυτό απαιτεί μια αλλαγή μοντέλου : η αλλαγή των ενεργειακών πηγών δεν αρκεί, χρειάζεται επίσης και η μεταβολή του συσχετισμού των δυνάμεων που δομούν το σύστημα.
Μια πραγματική ενεργειακή ακεραιότητα συνεπάγεται τη συλλογική απόφαση για το ποια ενέργεια πρέπει να παραχθεί, πως, που, για ποιόν και με ποιες συνέπειες. Αυτό απαιτεί την αναγνώριση ότι η ενέργεια δεν είναι ουδέτερη, ότι η άνιση πρόσβαση σε αυτήν επηρεάζει όλες τις όψεις της ζωής και ότι κάθε μετατροπή πρέπει να συνοδεύεται από μια εδαφική και κοινωνική δικαιοσύνη, πρώτο βήμα της οποίας είναι το ξερίζωμα της ενεργειακής προσωρινότητας μέσω της εγγύησης της βασικής τροφοδοσίας σε όλο τον πληθυσμό, λαμβάνοντας υπόψη τα όρια της βιόσφαιρας μας.
Η δικαιοσύνη αυτή συνεπάγεται, όπως ήδη αναφέραμε, μια συμφωνία για τη χωροθέτηση των εγκαταστάσεων σύμφωνα με κριτήρια που δεν διακυβεύουν τις δυνατότητες και τις ανάγκες της αγροτικής παραγωγής, ούτε τις ανάγκες των αγροτικών κοινοτήτων, και που περιλαμβάνουν την τεχνική προσαρμογή των αναγκαίων υποδομών. Για παράδειγμα : η ανάπτυξη αιολικών χωρίς πτερύγια, που μεταβιβάζουν ενέργεια μέσω των δονήσεων που επάγονται από vortex – γιατί τα πουλιά ακολουθούν τον ίδιο δρόμο με τον άνεμο που εκμεταλλεύονται οι μονάδες αυτές – ή η εγκατάσταση ηλιακών πάνελ στα πάρκινγκ, στις στέγες των κτιρίων και των εργοστασίων και στις αγροτικές περιοχές, με τρόπο που να έχουν την ελάχιστη επίπτωση στους πληθυσμούς, τη γεωργία και τη βιοποικιλότητα.
Τα βιοφυσικά όρια : η κρυμμένη όψη της μετάβασης
Δεν μπορούμε να μιλάμε για ενεργειακή μετάβαση χωρίς να αναγνωρίζουμε τα υλικά όρια του πλανήτη. Ο εξηλεκτρισμός της οικονομίας, από πολλές απόψεις αναγκαίος, δεν πρέπει να εκλαμβάνεται στο πλαίσιο μιας απεριόριστης ανάπτυξης της παραγωγής ανανεώσιμης ενέργειας. Μοιάζει αναγκαίο να αυξηθεί ριζικά η τωρινή δυνατότητα, υπό τον όρο να μην γίνει αυτό με τρόπο ανοργάνωτο και σύμφωνα με τα κριτήρια της αγοράς, αλλά παίρνοντας υπόψη τις κοινωνικές, περιβαλλοντικές, και τεχνικές ανάγκες και συνθήκες. Αλλά πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό συνεπάγεται την κατοχή τεράστιων ποσοτήτων υλικών όπως ο χαλκός, το λίθιο και οι σπάνιες γαίες, η διαθεσιμότητα των οποίων είναι περιορισμένη και ο κύκλος της ζωής τους θέτει τεράστιες οικολογικές προκλήσεις. Αυτό θα επιβάλει επίσης να συνεχίσει η επιστημονική έρευνα και αναπτυχθούν υποδομές όπου θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν άλλα υλικά που υπάρχουν σε αφθονία, όπως το αλουμίνιο που, αν και όχι τόσο καλός αγωγός όπως ο χαλκός, θα μπορούσε να ταιριάζει σε ορισμένες δραστηριότητες.
Οι σημερινές υποδομές των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας εξαρτώνται έμμεσα από την ενέργεια ορυκτών καυσίμων για την εξόρυξη τους, την κατασκευή τους, τη μεταφορά και τη συντήρηση τους. Η διάρκεια ζωής τους είναι περιορισμένη – γενικά όχι περισσότερο από 30 χρόνια – γεγονός που συνεπάγεται την επανακατασκευή τους και δημιουργούν απόβλητα. Δεν αρκεί λοιπόν η αλλαγή των πηγών ενέργειας, είναι αναγκαία η αλλαγή του οικονομικού μοντέλου προς μια δίκαιη και απλή οικονομία, που λειτουργεί με επιλογές για την ικανοποίηση των ενεργειακών αναγκών, που αποφεύγει τις υπερβολικές και επιφανειακές καταναλώσεις, αντί να προσπαθεί να διατηρήσει το ίδιο επίπεδο κατανάλωσης.
Αυτό συνεπάγεται :
- Την προώθηση τρόπων ζωής και κατανάλωσης απλών, αποτελεσματικών και ισότιμων, χωρίς παραίτηση από την ικανοποίηση των αναγκών που συνδέονται με την ευημερία και έναν αξιοπρεπή τρόπο ζωής.
- Την προώθηση των δημόσιων, συλλογικών και εξηλεκτρισμένων μεταφορών, δίνοντας προτεραιότητα στα μεταφορικά μέσα σε ράγες και στα τραμ, αλλά επίσης στα λεωφορεία ή στο μετρό, και η χρήση των ηλεκτρικών αυτοκινήτων σε επίπεδο πόλεων να περιοριστεί στις βασικές υπηρεσίες (ταξί, νοσοκομειακά, πυροσβεστικά). Θα πρέπει επίσης να αναπτυχθούν δημοτικά συστήματα κοινών μεταφορών για την εξυπηρέτηση των αγροτικών περιοχών που δεν εξυπηρετούνται.
- Να δοθεί προτεραιότητα στη χρήση της ενέργειας για την κάλυψη των βασικών αναγκών και των δραστηριοτήτων μεγάλης κοινωνικής χρησιμότητας.
Ποια οικονομική πολιτική για ποιο ενεργειακό μοντέλο;
Μια οικολογική ενεργειακή μετάβαση απαιτεί μια οικονομική πολιτική στην υπηρεσία του κοινού καλού. Το ζήτημα δεν είναι μόνο η αλλαγή του ενεργειακού χάρτη, αλλά η οικοδόμηση ενός άλλου μοντέλου ανάπτυξης. Ενός μοντέλου που δεν επιζητεί μια απεριόριστη ανάπτυξη, αλλά την ισορροπία με τα όρια της φύσης και της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Αυτό χρειάζεται :
- Έναν δημόσιο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό, με τεχνικά, κοινωνικά και οικολογικά κριτήρια.
- Μια δημοκρατική συμμετοχή και διαπραγμάτευση των κοινοτήτων για τις στρατηγικές αποφάσεις.
- Έναν αναπροσανατολισμό της απασχόλησης και της επαγγελματικής κατάρτισης προς οικολογικούς τομείς.
- Μια αποκέντρωση των συστημάτων παραγωγής και διανομής, διατηρώντας μια διάρθρωση, δηλαδή μια συνεργασία, ανάμεσα στα διάφορα συστήματα.
Οι παγκόσμιες οικονομικές και πολιτικές ελίτ δείχνουν να έχουν επιλέξει την αντίθετη κατεύθυνση : μια αυταρχική και αντικοινωνική μετάβαση, βασιζόμενη στον έλεγχο των στρατηγικών πόρων, στην υπερεκμετάλλευση, στη συνεχή προσφυγή στη βία, τις ανισότητες και τον αποκλεισμό. Πρόκειται για ένα μοντέλο όπου τα ορυκτά καύσιμα, η πυρηνική ενέργεια και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας υπερβολικά συγκεντροποιημένες συνυπάρχουν σε ένα σύστημα όλο και πιο ασταθές, εξορυκτικό και στρατιωτικοποιημένο. Ένα μοντέλο που οχυρώνεται για να αντιμετωπίσει τις διαμαρτυρίες, περιορίζει τα δικαιώματα και σταθεροποιεί τα προνόμια μιας μειοψηφίας.
Αυτός ο δρόμος δεν είναι μόνο κοινωνικά άδικος, είναι επίσης αντιοικολογικός και πολιτικά ανυπόφορος. Πηγαίνει αντίθετα στα συμφέροντα της πλειοψηφίας, ιδιαίτερα των λαϊκών τάξεων και των λαών του Νότου, και εμποδίζει κάθε πιθανότητα πραγματικής μετάβασης προς ένα βιώσιμο μέλλον.
Το ενεργειακό μοντέλο δεν είναι ένα απλό τεχνικό ζήτημα : είναι ένα βαθιά πολιτικό θέμα. Καθορίζει ποια ζωή είναι εφικτή και για ποιόν. Γιαυτό ο αγώνας για ένα νέο ενεργειακό σύστημα είναι επίσης ένας αγώνας για τη δημοκρατία, τη δικαιοσύνη και την αξιοπρέπεια. Ομοίως το σύστημα ηλεκτροδότησης δεν είναι μόνο ένα τεχνικό δίκτυο : είναι επίσης ένα πεδίο αποφάσεων πολιτικών, κοινωνικών και οικολογικών. Κάθε τεχνολογία έχει τους όρους της, τα πλεονεκτήματα και τα όρια της, και καμιά, ούτε ακόμη και οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δεν αποφεύγει τις επιπτώσεις. Γιαυτό μια δίκαια ενεργειακή μετάβαση απαιτεί όχι μόνο περισσότερες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, αλλά επίσης έναν συνειδητά δημοκρατικό σχεδιασμό, από το δημόσιο τομέα και τις κοινότητες, που θα δώσει την προτεραιότητα στις κοινωνικά αναγκαίες χρήσεις, θα ελαχιστοποιήσει τις επιπτώσεις και θα διανείμει την ενέργεια με πιο δημοκρατικό τρόπο.
Η αποφυγή των διακοπών στην ηλεκτροδότηση στο μέλλον δεν εξαρτάται μόνο από την εγκατάσταση περισσότερων φωτοβολταικών ή αιολικών, αλλά από ένα βαθύ μετασχηματισμό του τρόπου ζωής, παραγωγής και οργάνωσης μας. Χρειαζόμαστε ένα μοντέλο δημόσιο, δημοκρατικό, στο ύψος των αναγκών, οικολογικό και δίκαιο. Και πρέπει να το αναπτύξουμε από τώρα, γιατί το τωρινό μοντέλο είναι όλο και πιο αβέβαιο και επικίνδυνο.
Daniel Albarracin Sanchez
6 Ιουνίου 2025
Ο Daniel Albarracin Sanchez είναι οικονομολόγος και κοινωνιολόγος, καθηγητής στον τομέα εφηρμοσμένης οικονομίας στο Πανεπιστήμιο της Σεβίλλης. Μέλος του συμβουλευτικού συμβουλίου του Viento Sur και μέλος των Anticapitalistas, ισπανικό τμήμα της 4ης Διεθνούς.
Μετάφραση ΤΠΤ – “4” από:
- γαλλικά: Après la grande panne d’électricité : quel modèle énergétique pour la transition écologique ? / 19 août 2025 par Daniel Albarracín, Inprecor, numéro 734-735 – juillet-août 2025
- ισπανικά: Modelo energético / Porque no será el último apagón: ¿Qué modelo energético y sistema de distribución para la transición ecológica? / Daniel Albarracín / Jun 6, 2025 / Viento Sur
Σημειώσεις:
1Οι θερμοηλεκτρικοί σταθμοί φυσικού αερίου και πετρελαίου μπορούν να τεθούν εντός ή εκτός του συστήματος άμεσα και χωρίς πρόβλημα, εκείνοι του άνθρακα μπορούν να τεθούν άμεσα εκτός λειτουργίας αλλά απαιτείται χρόνος περί τις 24 ώρες για τη θέση τους πάλι σε λειτουργία. (σημ. του μεταφραστή)
2Ο Ulrich Beck London (1944 – 2015) είναι ένας Γερμανός κοινωνιολόγος, καθηγητής – ερευνητής στο London School of Economics συγγραφέας του Societe du risque (1986) και πολλών έργων και στοχασμών για την πολιτική και οικονομική διαχείριση και μετριασμό των κινδύνων στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες.
3Ο Jose Manuel Naredo Perez (1942…) είναι ένας Ισπανός οικονομολόγος και στατιστικολόγος, πρωτοπόρος στην έρευνα και τη διάδοση της οικολογικής οικονομίας στην Ισπανία, τομέας όπου έχει προσφέρει πολλές συμβολές σαν συγγραφέας και εκδότης.
[…] […]