Η Γαλλία σε σταυροδρόμι

του Léon Crémieux

27/9/2025

Γαλλία:

Χώρα και αριστερά στο σταυροδρόμι

Από τις αρχές Σεπτεμβρίου, στη Γαλλία συνυπάρχουν μια κοινωνική κρίση, μια πολιτική κρίση και η αρχή μιας νέας λαϊκής κινητοποίησης, που σηματοδοτήθηκε από τις κινητοποιήσεις της 10ης και της 18ης Σεπτεμβρίου και την προετοιμασία μιας νέας κινητοποίησης για τις 2 Οκτωβρίου, ενώ η χώρα βρίσκεται χωρίς κυβέρνηση μετά την ανατροπή της κυβέρνησης του Φρανσουά Μπαϊρού από την Εθνοσυνέλευση στις 8 Σεπτεμβρίου.

Η χαοτική πολιτική κρίση έχει αναζωπυρωθεί επανειλημμένα από την επανεκλογή του Μακρόν το 2022. Τότε, δεν κατάφερε να εξασφαλίσει για την κοινοβουλευτική του ομάδα στην Εθνοσυνέλευση παρά μόνο 250 έδρες (η απόλυτη πλειοψηφία θα απαιτούσε 289), καθώς, εκείνη την εποχή, δεν κατάφερε ούτε και πραγματικά θέλησε να επιτύχει συμφωνία με τους Ρεπουμπλικάνους (62 έδρες).

Μετά το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων το 2018/2019 και την ισχυρή συνδικαλιστική κινητοποίηση για τις συντάξεις το 2023, η κοινωνική δυσαρέσκεια δεν έπαψε να αυξάνεται στη Γαλλία, προσκρούοντας στις κυβερνήσεις του Μακρόν χωρίς να καταφέρει να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της. Η τωρινή πολιτική κρίση είναι επομένως ουσιαστικά αποτέλεσμα της κοινωνικής κρίσης, η οποία είναι εμφανής ήδη από την οικονομική κρίση του 2008. Το εκλογικό βάρος των δύο κύριων κομμάτων που ηγούνταν των κυβερνήσεων για περισσότερα από 40 χρόνια, των Ρεπουμπλικάνων στη δεξιά (LR) και των Σοσιαλιστών στην αριστερά (PS), κατέρρευσε μεταξύ των προεδρικών εκλογών του 2012 και του 2022. Οι συνολικές ψήφοι του PS και των Ρεπουμπλικάνων μειώθηκαν, μεταξύ των δύο αυτών εκλογών, από 56,81% σε 6,53% των ψήφων στον πρώτο γύρο. Ο Μακρόν σκέφτηκε να εκμεταλλευτεί αυτό το κενό για να καταλάβει τον χώρο που άφηναν ελεύθερο, να δημιουργήσει μια νέα πολιτική δύναμη και να εντείνει τις φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Σήμερα, είναι ο πιο αποδοκιμασμένος πρόεδρος της 5-ης Δημοκρατίας και όλοι καταλαβαίνουν ότι ο μακρονισμός δεν θα επιβιώσει μετά το τέλος της πενταετίας του Μακρόν το 2027… ή πιθανώς και νωρίτερα, αν αναγκαστεί να παραιτηθεί.

Η ελπίδα που δημιουργήθηκε το 2022 με τη δημιουργία ενός αντιφιλελεύθερου εκλογικού μετώπου (NUPES) αριστερά, με πυρήνα το κόμμα La France insoumise (LFI), δεν συνεχίστηκε τα δύο επόμενα χρόνια. Η παράλυση του NUPES το 2023/2024 οδήγησε στη διάσπασή του σε 4 λίστες κατά τις ευρωπαϊκές εκλογές της 9ης Ιουνίου 2024, με αποτέλεσμα ο Μακρόν να ελπίζει ότι θα τραβήξει την δεξιά πτέρυγα του PS στο δικό του κοινοβουλευτικό μπλοκ για να βγει από την παράλυση. Καθώς το RN [Εθνική Συσπείρωση -άκρα δεξιά] είχε καταλάβει την πρώτη θέση στις εκλογές αυτές με 31% των ψήφων, ο Μακρόν παίζοντας πόκερ αποφάσισε να διαλύσει την Εθνοσυνέλευση. Ελπίζοντας, απέναντι στην απειλή του RN, να συγκεντρώσει μια διευρυμένη πλειοψηφία από τη δεξιά και την αριστερά του στις βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν …ή ίσως και να εμφανιζόταν ως «δημοκρατικό προπύργιο» της προεδρίας απέναντι σε έναν πρωθυπουργό του RN και μια πλειοψηφία του RN στην Εθνοσυνέλευση.

Ωστόσο, αντί να οδηγήσει σε συσπείρωση γύρω από τους υποψηφίους του Μακρόν, η δεκαπενθήμερη προεκλογική εκστρατεία που προηγήθηκε των εκλογών είδε την εμφάνιση μιας κοινωνικής και πολιτικής κινητοποίησης στην αριστερά, με την ανασυγκρότηση μιας συσπείρωσης γύρω από ένα αντιφιλελεύθερο πρόγραμμα, το Νέο Λαϊκό Μέτωπο (NFP), το οποίο επικράτησε πολιτικά και σε αριθμό εδρών έναντι του RN και του Μακρόν, εμποδίζοντας την ακροδεξιά να αποκτήσει πλειοψηφία στη Βουλή… και μειώνοντας ακόμη περισσότερο τη θέση του μπλοκ του Μακρόν, το οποίο έχασε και άλλες 53 έδρες. Αρνούμενος να αναγνωρίσει το αποτέλεσμα των εκλογών και να ορίσει πρωθυπουργό από το NFP, ο Μακρόν προσπαθεί από τότε να στηριχθεί στην κοινοβουλευτική του μειοψηφία, ορίζοντας πρωθυπουργούς από το «κεντρικό μπλοκ», διαθέτοντας στην καλύτερη περίπτωση μια μειοψηφία 240 εδρών -με την υποστήριξη των LR.

Τον τελευταίο χρόνο, τρεις πρωθυπουργοί, πιστοί στον Μακρόν, διαδέχθηκαν ο ένας τον άλλον, βασιζόμενοι σε ανοχή που τους παραχώρησαν προσωρινά το RN ή το PS για να παραμείνουν στην εξουσία για μερικούς μήνες και να μην ανατραπούν αμέσως με πρόταση μομφής. Η σταθερά αυτών των κυβερνήσεων ήταν η επιμονή σε μια αντιδραστική και αντικοινωνική πολιτική, μαζί και με τις ρητορικές ασφάλειας και ξενοφοβίας του RN. Η κοινωνική δυσαρέσκεια ανάγκασε το PS, στις 13 Δεκεμβρίου 2024, να ψηφίσει μαζί με την υπόλοιπη αριστερά την μομφή κατά του Μισέλ Μπαρνιέ, διορισμένου τρεις μήνες νωρίτερα, όταν θέλησε να επιβάλει έναν προϋπολογισμό που περιελάμβανε 60 δισεκατομμύρια περικοπές στις δημόσιες δαπάνες και αυξήσεις φόρων, που φυσικά έπλητταν τις λαϊκές τάξεις. Ο Φρανσουά Μπαϊρού, πιστός του Μακρόν, μπόρεσε να αντικαταστήσει τον Μπαρνιέ τον Δεκέμβριο του 2024 μόνο χάρη στην επιείκεια του PS και του RN που, παρά την ψήφο μομφής που έδωσαν στην προηγούμενη κυβέρνηση, θέλησαν να δείξουν υπεύθυνη στάση, «μην εμποδίζοντας την έγκριση ενός προϋπολογισμού για τη Γαλλία». Τα έξι μήνες που ακολούθησαν είδαν να διατηρείται η διάσπαση των συνδικαλιστικών δυνάμεων και της πολιτικής αριστεράς. Το PS και η CFDT δέχτηκαν έναν ψεύτικο κοινωνικό διάλογο σε μια «σύσκεψη» με τους εργοδότες, που υποτίθεται ότι θα επανεξέταζε τη μεταρρύθμιση των συντάξεων, ενώ ο Μπαϊρού είχε ήδη επιβάλει ένα πλαίσιο που έδειχνε σαφώς ότι δεν υπήρχε καμία πρόθεση αλλαγής πολιτικής και επιστροφής στην ηλικία συνταξιοδότησης των 64 ετών.

Αυτή η διάσπαση των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων και η δηλωμένη άρνηση του RN να προχωρήσει σε νέα μομφή έδωσαν στον Μπαϊρού την εντύπωση ότι είχε το περιθώριο να συνεχίσει την πολιτική λιτότητας και περικοπών στους κοινωνικούς προϋπολογισμούς. Ωστόσο, στις αρχές Ιουλίου 2025, οι ανακοινώσεις σχετικά με τον προϋπολογισμό του 2026 προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις στη χώρα, καθώς έδειχναν τη βούληση να μειωθεί το δημοσιονομικό έλλειμμα από 5,4% σε 4,6%, με στόχο το 3% το 2029. Με πρόσχημα το «καταστροφικό» επίπεδο του δημόσιου χρέους, ο στόχος ήταν να επιβληθεί ένας προϋπολογισμός που θα μείωνε τις δημόσιες δαπάνες κατά 44 δισεκατομμύρια ευρώ, με πολλές κοινωνικές επιθέσεις: απώλεια 2 ημερών αργίας, δηλαδή επιβολή δύο ημερών δωρεάν εργασίας, πάγωμα του ύψους των κοινωνικών παροχών και των συντάξεων, επιθέσεις στις άδειες ασθενείας, βούληση για μείωση των επιδομάτων ανεργίας, νέες καταργήσεις θέσεων εργασίας των δημοσίων υπαλλήλων.

Το βασικό χαρακτηριστικό αυτού του σχεδίου προϋπολογισμού ήταν κυρίως ότι δεν περιλάμβανε κανένα μέτρο φορολογικής δικαιοσύνης που να στοχεύει τα υψηλά εισοδήματα, στο όνομα του να «διατηρηθούν τα μέσα παραγωγής» που αποτελούν περιουσία των πλουσιότερων και να διατηρηθεί η πολιτική της προσφοράς.

Για έξι μήνες, τόσο η κυβέρνηση όσο και τα μεγάλα μέσα ενημέρωσης προσπάθησαν να επιβάλουν τα ζητήματα της δημόσιας τάξης, της ασφάλειας και της καταπολέμησης της μετανάστευσης ως τα βασικά προβλήματα που απασχολούν τον πληθυσμό, με ένα δίδυμο στα υπουργεία δικαιοσύνης και εσωτερικών (τον μακρονιστή Gerald Darmanin και τον ρεπουμπλικάνο Bruno Retailleau) να επιμένουν να καλλιεργούν τα θέματα της ακροδεξιάς προετοιμάζοντας τις πιθανές δικές τους υποψηφιότητες για τις προεδρικές εκλογές του 2027. Αλλά και ο ίδιος ο Φρανουά Μπαϊρου επαναλάμβανε τις φαντασιώσεις για πλημμύρα της χώρας από μετανάστες.

Ωστόσο, τους τελευταίους μήνες, τα κοινωνικά ζητήματα επανήλθαν στο προσκήνιο της δημόσιας συζήτησης ως τα βασικά προβλήματα που απασχολούν τον πληθυσμό. Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ένα φορολογικό και ένα δημοσιονομικό ζήτημα έγιναν πολιτικές διεκδικήσεις. Πρώτον, για μια διαφορετική κατανομή της φορολογίας που θα επιβαρύνει τους πλουσιότερους, με την εφαρμογή του «φόρου Zucman» (που αποσκοπεί στη δημιουργία ενός ελάχιστου φόρου 2% για τις περιουσίες άνω των 100 εκατομμυρίων ευρώ, που αφορά 1.800 φορολογικά νοικοκυριά) και, δεύτερον, η αμφισβήτηση του μεγαλύτερου «πραγματικού» κονδυλίου του προϋπολογισμού, που είναι τα 270 δισεκατομμύρια ευρώ διαφόρων ενισχύσεων που δίνονται σε επιχειρήσεις, κυρίως στις μεγαλύτερες, οι οποίες αύξησαν σημαντικά τα κέρδη τους και τα κατέβαλαν σε μερίσματα, τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια. Αυτές οι δύο διεκδικήσεις αντικατοπτρίζουν απόλυτα την κοινωνική οργή, την κρίση της αγοραστικής δύναμης και της πρόσβασης στις δημόσιες υπηρεσίες που βιώνουν οι λαϊκές τάξεις.

Στη Γαλλία, από το 2003 έως το 2022, το μέσο εισόδημα του πλουσιότερου 0,1% του πληθυσμού αυξήθηκε κατά 119%, δηλαδή υπερδιπλάσια από του υπόλοιπου του πληθυσμού. Παράλληλα, το ποσοστό φτώχειας αυξήθηκε μεταξύ 2004 και 2023 από 12,4% σε 15,4% (INSEE, με όριο το 60% του διάμεσου επιπέδου διαβίωσης). Παρόλο που η Γαλλία βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (16,2% το 2024), η εξέλιξη του ποσοστού αυτού είναι αντίστροφη από την ευρωπαϊκή εξέλιξη.

Η κοινωνική κρίση έχει μακρά ιστορία. Οι φιλελεύθερες επιθέσεις, όπως σε πολλές χώρες, έθεσαν σε αμφισβήτηση τους μισθούς, τους κοινωνικούς προϋπολογισμούς, τις δημόσιες υπηρεσίες, την κοινωνική προστασία και το σύστημα υγείας. Στη Γαλλία, η «πολιτική της προσφοράς» εφαρμόστηκε επίσημα από το 2014, κατά τη διάρκεια της πενταετούς θητείας του σοσιαλιστή προέδρου Φρανσουά Ολάντ. Κύριος στόχος της ήταν η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων (φόροι παραγωγής) και των μεγάλων περιουσιών, η μείωση των κοινωνικών εισφορών τους, ένα ολόκληρο σύστημα ενισχύσεων και απαλλαγών. Οι διάφορες εκθέσεις που έχουν συνταχθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 2020 υπολογίζουν το ποσό των «ενισχύσεων» του προϋπολογισμού προς τις επιχειρήσεις σε 270 δισεκατομμύρια ευρώ το 2025, που είναι στην πραγματικότητα το πρώτο κονδύλι του κρατικού προϋπολογισμού, έστω και αν δεν καταγράφεται ποτέ ως τέτοιο (αλλά έχει καταγραφεί στην έκθεση του CLERSE της Λιλ το 2019, που ανατέθηκε από την CGT και την France Stratégie). Σε αυτό το σημείο, η Γαλλία υπερβαίνει κατά πολύ τα συστήματα που ισχύουν σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Στη δεκαετία του ’90, αυτός ο «προϋπολογισμός» ανερχόταν σε μόλις 30 δισεκατομμύρια. Σήμερα περιλαμβάνει 91 δισεκατομμύρια, σε απαλλαγές από τις κοινωνικές εισφορές επί των μισθών, πάνω από 100 δισεκατομμύρια, σε φορολογικές εξαιρέσεις (φορολογικές ελαφρύνσεις για την έρευνα, μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ, ειδικοί φορολογικοί κανόνες, κ.λπ.), 50 δισεκατομμύρια σε άμεσες ενισχύσεις (βλ. τη σύνοψη των Aron και Michel-Aguirre στο «Le Grand Détournement», Allary Editions, 2025)

Όλες αυτές οι πολιτικές επιδείνωσαν τις κοινωνικές αδικίες, την υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών, τις ανισότητες προς όφελος των πλουσιότερων, οι οποίες σταδιακά εντάθηκαν, δημιουργώντας μια πολύ βαθιά λαϊκή δυσαρέσκεια. Αυτό εκφράστηκε έντονα τα τελευταία χρόνια, κατά τη διάρκεια του κινήματος των Κίτρινων Γιλέκων το 2018, και πολύ έντονα το 2023, κατά τη διάρκεια της τεράστιας κινητοποίησης 6 μηνών ενάντια στη μεταρρύθμιση των συντάξεων που αποσκοπούσε στην αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης κατά δύο χρόνια, από 62 σε 64. Το RN προσπάθησε να πολώσει προς όφελός του αυτή τη δυσαρέσκεια, στοχεύοντας τις δαπάνες υπέρ των μεταναστών και το βάρος από τις ευρωπαϊκές ρυθμίσεις ως υπεύθυνα για τις δυσκολίες των λαϊκών τάξεων, αλλά η κατανόηση για τα φορολογικά προνόμια και για τη συγκέντρωση του πλούτου από τους πλουσιότερους έχει κυριαρχήσει σε μεγάλο βαθμό τους τελευταίους μήνες.

Η εμμονή των μεγάλων καπιταλιστικών ομίλων και, φυσικά, των πολιτικών της δεξιάς και της ακροδεξιάς, είναι να περιορίσουν αυτή τη λαϊκή δυσαρέσκεια και να αποτρέψουν την αριστερά από το να την εκμεταλλευτεί περαιτέρω. Αυτό οδηγεί όλο και περισσότερους μεγάλους εργοδότες να πιστεύουν ότι μια σταθερή λύση στην τωρινή κρίση μπορεί να προέλθει μόνο από μια συμμαχία της δεξιάς και της ακροδεξιάς, όπως η κυβέρνηση Μελόνι.

Η κατάσταση του κοινωνικού κινήματος και της πολιτικής αριστεράς είναι περίπλοκη στη Γαλλία

Η ανακοίνωση του προϋπολογισμού για το 2026 προκάλεσε την άμεση αντίδραση των αγωνιστικών χώρων, σε ένα πλαίσιο όπου λίγες εβδομάδες νωρίτερα είχε επιβεβαιωθεί η διάσπαση του συνδικαλιστικού μετώπου και η αδυναμία των κύριων αριστερών κομμάτων να συνεχίσουν να παρουσιάζουν κοινό μέτωπο.

Από τις 15 Ιουλίου, στα κοινωνικά δίκτυα Facebook, TikTok, X, το hashtag #bloquonstout (αποκλείουμε τα πάντα) μια πρόταση έγινε απόταμα δημοφιλής: για μια πλήρη και απεριόριστη διακοπή της λειτουργίας της χώρας στις 10 Σεπτεμβρίου, με μια ομάδα στο Telegram να συγκεντρώνει γρήγορα 10.000 άτομα. Ήταν μια αυθόρμητη δημοφιλία, που σηματοδοτούσε τόσο την κοινωνική οργή όσο και, στην αριστερά, την απογοήτευση πολλών ακτιβιστικών κύκλων μπροστά στην αδυναμία της αριστεράς να οργανωθεί απέναντι στην αντιδραστική επέλαση της κυβέρνησης και στην αυξανόμενη απειλή του RN. Αυτό το κίνημα θύμιζε τα Κίτρινα Γιλέκα, αλλά και γρήγορα πλαισιώθηκε από την οργανωτική παρουσία συνδικαλιστών και της ριζοσπαστικής αριστεράς, ανατρέποντας την απόπειρα ιδιοποίησης από ακροδεξιά δίκτυα όπως το «Les Essentiels». Σε αντίθεση με το 2018, το κίνημα έγινε δεκτό με συμπάθεια από την αριστερά, καθώς και από την CGT και τη Solidaires.

Αυτό που ήταν εντυπωσιακό ήταν η εξάπλωση των τοπικών συνελεύσεων για την προετοιμασία της κινητοποίησης. Περισσότερες από εκατό, που συγκέντρωσαν μέσα στο καλοκαίρι χιλιάδες ακτιβιστές, μια πληθώρα αποκεντρωμένων πρωτοβουλιών που προγραμματίστηκαν για τις 10 Σεπτεμβρίου ως πρωτοβουλίες αποκλεισμού. Στην πρωτοβουλία γρήγορα συνέκλιναν και οργανώσεις του κοινωνικού κινήματος, όπως η ATTAC και οι Soulèvements de la Terre. Παρά την ημερομηνία, η νεολαία κινητοποιήθηκε έντονα σε προπαρασκευαστικές γενικές συνελεύσεις σε περίπου είκοσι πανεπιστημιακές πόλεις. Συνολικά, την ημέρα αυτή συγκεντρώθηκαν πάνω από 200.000 άνθρωποι, με μεγάλη συμμετοχή της νεολαίας, σε τουλάχιστον 430 μπλοκαρίσματα (περιφερειακές οδοί, στρατηγικά σημεία), με σημαντικές διαδηλώσεις σε πολλές πόλεις. Κινητοποιώντας 80.000 αστυνομικούς, ο υπουργός Εσωτερικών είχε δώσει εντολή για άμεση επίθεση στα μπλοκαρίσματα δρόμων ή ειδικών χώρων και στα μπλοκαρίσματα λυκείων ή πανεπιστημίων.

Αν και το κίνημα αυτό δεν συνεχίστηκε τις επόμενες ημέρες, προσέφερε όμως το λίπασμα για την προετοιμασία της 18ης Σεπτεμβρίου. Χωρίς να έχουν καλέσει όλα τους για την 10η Σεπτεμβρίου, όλα τα συνδικάτα συγκεντρώθηκαν στα τέλη Αυγούστου καλώντας σε μια ημέρα απεργίας και κινητοποίησης ενάντια στον προϋπολογισμό Μπαϊρού και υπέρ της φορολογικής δικαιοσύνης, καθώς και για την κατάργηση της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης. Ήταν η πρώτη φορά που επιτεύχθηκε τέτοια ενότητα από το 2023.

Αν και η κινητοποίηση της 18ης Σεπτεμβρίου (1 εκατομμύριο άτομα σύμφωνα με τα συνδικάτα) δεν έφτασε τα νούμερα των διαδηλώσεων του 2023, ωστόσο η απεργία ήταν μαζική στις συγκοινωνίες (RATP και SNCF), στην εκπαίδευση και στην ενέργεια. Σε συνέχεια της 10ης Σεπτεμβρίου, πραγματοποιήθηκαν και 276 δράσεις αποκλεισμού δημόσιων δρόμων και 135 απόπειρες αποκλεισμού εγκαταστάσεων, οι οποίες καταστάλθηκαν πολύ γρήγορα, καθώς και πολυάριθμες δράσεις σε γυμνάσια και πανεπιστήμια.

Ένα από τα αξιοσημείωτα χαρακτηριστικά των διαδηλώσεων ήταν η ισχυρή παρουσία της νεολαίας, η έντονη αλληλεγγύη προς την Παλαιστίνη, οι φεμινιστικές οργανώσεις, οι συλλογικότητες Pink Bloc και οι διεκδικήσεις για το κλίμα. Αυτό αποτελεί ένδειξη μιας αγωνιστικής σύγκλισης που είναι χαρακτηριστικό της σημερινής κατάστασης.

Το βράδυ της 18ης Σεπτεμβρίου, η Intersyndicale (Διασυνδικαλιστική) παρέδωσε στον νέο πρωθυπουργό, Sébastien Lecornu, μακρονιστή που προέρχεται από το LR, τελεσίγραφο 5 ημερών για να ανταποκριθεί στα αιτήματά της. Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου, χωρίς, φυσικά, καμία δέσμευση. Ως εκ τούτου, η Διασυνδικαλιστική κάλεσε σε νέα ημέρα απεργίας στις 2 Οκτωβρίου, με την υποστήριξη όλων των κομμάτων του NFP. Αυτή η δια-συνδικαλιστική ενότητα είναι έκφραση της πίεσης που ασκείται στις ηγεσίες των συνδικάτων, και το ίδιο συμβαίνει και για την άμεση έκκληση των κομμάτων, συμπεριλαμβανομένου του PS, το οποίο ωστόσο αναζητά κάθε ένδειξη ανοίγματος από τον νέο πρωθυπουργό.

Η κοινωνική κινητοποίηση και η πολιτική κρίση θα συνεχιστούν και τις επόμενες εβδομάδες. Ωστόσο, είναι σαφές ότι η πολιτική ενότητα της αριστεράς απέχει πολύ από το να διατηρηθεί, καθώς όλα τα κόμματα κινητοποιούνται ταυτόχρονα για την προετοιμασία των δημοτικών εκλογών και για την πιθανότητα νέας διάλυσης της Βουλής. Η France insoumise στοιχηματίζει ανοιχτά στην παραίτηση του Μακρόν, θεωρώντας το έδαφος των προεδρικών εκλογών ως το πιο ευνοϊκό για την LFI, ενώ το Σοσιαλιστικό Κόμμα προσπαθεί να αναδιαρθρωθεί ως δύναμη ανεξάρτητη από το NFP, ωθούμενο από την φιλελεύθερη πτέρυγά του. Ωστόσο, η αντιδραστική πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση Μακρόν, συμπεριλαμβανομένων των δημοσιονομικών ανακοινώσεων που έκανε ο Σεμπαστιάν Λεκόρνου το Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου, δεν αφήνει περιθώρια για διάλογο με τους μακρονιστές.

Τις τελευταίες αυτές εβδομάδες, λοιπόν, παρατηρήθηκε μια ανασυγκρότηση των δυνάμεων ευνοϊκή προς τη συνδικαλιστική, κοινωνική και πολιτική αριστερά, αλλά η κατάσταση παραμένει ασταθής, καθώς καθορίζεται από τις προκλήσεις της κυβέρνησης, εν απουσία μιας ενιαίας πολιτικής και κοινών πρωτοβουλιών των κομμάτων του NFP. Η Διασυνδικαλιστική ενεργεί ενωτικά κάτω από πίεση και τα κόμματα του NFP δεν συγκροτούν πρωτοβουλιακή δύναμη για την οργάνωση και την προώθηση μιας εναλλακτικής κατεύθυνσης έναντι της πολιτικής λιτότητας του Μακρόν. Ωστόσο, υπάρχει το έδαφος για μια τέτοια προοπτική και το πρόγραμμα του NFP πρότεινε κατευθύνσεις προς αυτή την κατεύθυνση.

Είναι σαφές ότι, προς το παρόν, μόνο η δύναμη του κοινωνικού κινήματος θα μπορέσει να δημιουργήσει τον απαραίτητο συσχετισμό δυνάμεων και να κρυσταλλώσει την τωρινή δυσαρέσκεια με βάση τον αγώνα κατά της λιτότητας, αντικρούοντας και τις ρατσιστικές και κατασταλτικές κατευθύνσεις του RN. Κανείς δεν γνωρίζει πώς θα εξελιχθούν τα πράγματα στις επόμενες εβδομάδες, αν θα υπάρξει μομφή, διάλυση… Αλλά το κίνημα κινητοποίησης πρέπει να θέσει τους δικούς του στόχους για να δημιουργήσει ένα συσχετισμό δύναμης που θα επιβάλει την ενότητα και θα επιτρέψει να μπλοκαριστούν οι πολιτικές λιτότητας.

Αρκετά πολιτικά ζητήματα θα βρίσκονται στο επίκεντρο των επόμενων εβδομάδων:

  • Η μέγιστη αξιοποίηση των δυνατοτήτων αυτοοργάνωσης, των ενιαίων πρωτοβουλιών από τα κάτω με βάση τα δίκτυα που δημιουργήθηκαν γύρω από τις 10 Σεπτεμβρίου,
  • Η προώθηση των αιτημάτων για αναδιανομή του πλούτου, που έγιναν δημοφιλή με τον φόρο Zucman, αλλά και πέρα από αυτό, για το ζήτημα των κοινών αγαθών, της ανάγκης για δημόσια ιδιοκτησία των βασικών τομέων της παραγωγής.
  • Το ζήτημα του χρέους και της εξάρτησης από τις χρηματοπιστωτικές αγορές ως δικαιολογία για τις πολιτικές λιτότητας. Το χρέος που έχει συσσωρευτεί για τη διανομή φορολογικών δώρων και επιδοτήσεων σε καπιταλιστικές ομάδες είναι προφανώς ένα παράνομο χρέος, που χρησιμοποιείται για κερδοσκοπία στις αγορές.
  • Το ζήτημα μιας κυβέρνησης ρήξης με την λιτότητα που να ικανοποιήσει τα αιτήματα που εκφράζουν οι λαϊκές τάξεις. Αλλά αυτό θέτει επίσης το προφανές δημοκρατικό ερώτημα: οι θεσμοί της Πέμπτης Δημοκρατίας, η προεδρική εξουσία, το εκλογικό σύστημα είναι όλα εργαλεία που αποσκοπούν στον περιορισμό της δημοκρατικής έκφρασης. Αυτό θέτει, για άλλη μια φορά, όπως και κατά τη διάρκεια των Κίτρινων Γιλέκων, την απαίτηση να καταργηθούν οι θεσμοί της Πέμπτης Δημοκρατίας και να εκλεγεί μια Συντακτική Συνέλευση με πλήρη αναλογική εκπροσώπηση.

Η απειλή ανόδου του Εθνικού Συνασπισμού (RN) στην κυβέρνηση είναι πιο παρούσα από ποτέ, ιδιαίτερα μέσα στην τωρινή κακοφωνία της πολιτικής αριστεράς. Ωστόσο, όπως και τον Ιούνιο του 2024, μπορεί να οδηγήσει, με μεγαλύτερη ακόμα δύναμη, στη δημιουργία ενός πολιτικού και κοινωνικού μετώπου που να εκφράζει τις απαιτήσεις του λαού και να προωθεί μια πολιτική ρήξης με την καπιταλιστική λιτότητα.

Léon Crémieux

27/09/2025

Μετάφραση από τα γαλλικά: ΤΠΤ – “4”

Léon Crémieux “France : le pays et la gauche à un carrefour

Δημοσιευμένο στο Viento Sur: Léon Crémieux “Francia: el país y la izquierda en una encrucijada, 27/9/2025


https://tpt4.org/?p=10404

Σχολιάστε