του Ashley Smith
Ο πόλεμος των microchips, μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας, είναι ένας αγώνας ώς το τέλος για την κυριαρχία στην πιο κρίσιμη τεχνολογία.
ΗΠΑ/Κίνα:
Ο πόλεμος των μικροεπεξεργαστών
Το καινούργιο βιβλίο του Chris Miller «O πόλεμος των τσιπ: Η μάχη για την πιο κρίσιμη τεχνολογία» είναι ο καλύτερος απολογισμός της αντιπαλότητας ανάμεσα στις Η.Π.Α. και την Κίνα στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας. Ο Miller είναι ένας πανεπιστημιακός του κατεστημένου, ένας υπέρμαχος του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και ένας οπαδός του καπιταλισμού της ελεύθερης αγοράς (…) Εξιστορεί την ανάπτυξη των μικροτσίπ στο πολιτικο-στρατιωτικό συγκρότημα της Ουάσιγκτον, τον κεντρικό ρόλο που έπαιξαν στην ήττα της Ε.Σ.Σ.Δ. κατά τον ψυχρό πόλεμο και τη σημασία τους στην ενδο-ιμπεριαλιστική σύγκρουση που σήμερα αντιπαραθέτει την Ουάσιγκτον και το Πεκίνο. Παρά τη θέση που παίρνει συστηματικά υπέρ των Η.Π.Α. το βιβλίο αυτό είναι αναγκαίο στη διεθνιστική αριστερά για να κατανοήσει τον κεντρικό ρόλο της υψηλής τεχνολογίας στη διαμάχη ανάμεσα στις Η.Π.Α. και την Κίνα.
Όπως εξηγεί ο Miller, ο σύγχρονος καπιταλισμός, με τα κράτη του και τις γιγαντιαίες επιχειρήσεις του, είχε ανάγκη από μια όλο και μεγαλύτερη ικανότητα για «να υπολογίζει τους μισθούς, να παρακολουθεί τις πωλήσεις, να συλλέγει τις επίσημες στατιστικές και να κοσκινίζει τα αναγκαία για την κοστολόγηση των ασφαλιστικών συμβολαίων δεδομένα για τις πυρκαγιές και τις ξηρασίες». Αυτά τα καθήκοντα καλύπτονταν αρχικά από μεγάλες στρατιές ανθρώπινων «υπολογιστών».
Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ώθησε τις μεγάλες δυνάμεις να αυτοματοποιήσουν τα καθήκοντα αυτά. Αλλά τα μηχανικά μέσα που επινόησαν αποδείχθηκαν ενοχλητικά και ανακριβή. Τότε οι ερευνητές του πανεπιστημίου της Πενσυλβάνια έβαλαν σε λειτουργία τους πρώτους υπολογιστές που χρησιμοποιούσαν λυχνίες κενού, αλλά αυτοί ήταν τεράστιοι, αργοί και ελάχιστα αξιόπιστοι. Στη δεκαετία του 1950, ενώ εντεινόταν ο ψυχρός πόλεμος, μια ομάδα πρωτοπόρων μηχανικών διαφόρων εταιριών και start up όπως η Texas Instruments και η Fairchild Semiconductor επινόησαν τα ολοκληρωμένα κυκλώματα μέσα σε τσιπ από πυρίτιο για να αντικαταστήσουν τις λυχνίες κενού. Αυτό επέτρεψε την κατασκευή υπολογιστών πολύ πιο μικρών και αξιόπιστων. Μετά την εκτόξευση του Σπούτνικ από τη Μόσχα, το Υπουργείο Άμυνας, μέσω της Υπηρεσίας του για έργα προχωρημένης έρευνας (DARPA), στράφηκε προς τις εταιρίες αυτές για την ανάπτυξη των μικροεπεξεργαστών και των υπολογιστών για τα αεροπλάνα, τους πυραύλους και τα διαστημικά οχήματα. Οι επιχειρήσεις κατασκεύασαν νέα εργοστάσια για την κατασκευή υπολογιστών για όλα τα παραπάνω, από τον Απόλλωνα ΙΙ μέχρι τον πύραυλο Minuteman.
To 1965, το Πεντάγωνο και η NASA αγόρασαν το 72% περίπου όλων των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων. Έτσι, το αμερικανικό Κράτος ενίσχυσε την ανάπτυξη των εταιριών υψηλής τεχνολογίας της Silicon Valley και από τότε αυτοί οι δύο δέθηκαν στενά, συγχωνεύοντας την ιμπεριαλιστική πολιτική, την καπιταλιστική βιομηχανία και το στρατό.
Κέρδη και παγκοσμιοποίηση
Μη ικανοποιημένες από τα όρια των κυβερνητικών συμβολαίων, οι εταιρίες κατάλαβαν ότι μπορούσαν να πετύχουν τεράστια κέρδη στον τομέα, σε πλήρη ανάπτυξη, της ηλεκτρονικής για το πλατύ κοινό, που γρήγορα έγινε ο κυριότερος αγοραστής των μικροεπεξεργαστών. Ο ανταγωνισμός για τα κέρδη και τα κομμάτια της αγοράς ενίσχυσε την ανανέωση, τις αποτελεσματικότερες διαδικασίες παραγωγής και την αναζήτηση όλο και φθηνότερης εργατικής δύναμης.
Οι επιχειρήσεις αυτές εξαπολύθηκαν σε έναν αγώνα αναζήτησης νέων μέσων ενσωμάτωσης περισσότερων κυκλωμάτων μέσα στους μικροεπεξεργαστές πυριτίου για να μεγαλώσουν την υπολογιστική τους ικανότητα. Ο Gordon Moore, συνιδρυτής της Fairchild και της Intel, προέβλεψε το διπλασιασμό του αριθμού των ολοκληρωμένων κυκλωμάτων στα τσιπ κάθε δύο χρόνια –αυτό αποκαλείται νόμος του Moore. Ανανέωσαν, με όλο και πιο πολύπλοκες τεχνολογίες, με ένα όλο και υψηλότερο επενδυτικό κόστος. Για να μειώσουν το εργατικό κόστος, έφτιαξαν εργοστάσια μακριά από τα συνδικαλιστικά οχυρά των παραδοσιακών βιομηχανικών κέντρων της χώρας και χρησιμοποίησαν γυναίκες με χαμηλούς μισθούς.
Η αναζήτησή τους για φθηνότερο εργατικό δυναμικό τους έσπρωξε στον εκπατρισμό των εργοστασίων τους προς ασιατικές χώρες συμμάχους των Η.Π.Α. όπως το Χονγκ Κονγκ, η Ταϊβάν, η Μαλαισία, η Σιγκαπούρη και η Νότια Κορέα. Στις χώρες αυτές οι μισθωτοί –κυρίως οι γυναίκες– αμείβονταν κατά ένα τμήμα του αμερικανικού εργατικού κόστους. Έτσι, παρατηρεί ο Miller, «η βιομηχανία των ημιαγωγών παγκοσμιοποιήθηκε δεκαετίες προτού ο οποιοσδήποτε ακούσει αυτή τη λέξη, βάζοντας τις βάσεις των αλυσίδων προμήθειας επικεντρωμένων στην Ασία που γνωρίζουμε σήμερα». Το αμερικανικό Κράτος ενθάρρυνε αυτή τη διεθνοποίηση, συμπεριλαμβανομένης της Ιαπωνίας, του παλιού του εχθρού του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου που έγινε υποτακτικός του στον ψυχρό πόλεμο. Στην ανάπτυξη μιας ιαπωνικής βιομηχανίας ηλεκτρονικής προσανατολισμένης στην αμερικανική αγορά, η Ουάσιγκτον έβλεπε ένα μέσον να δέσει τη χώρα αυτή, καθώς και άλλα ασιατικά Κράτη, στο άρμα της –ενάντια στην Κίνα του Μάο και την Ε.Σ.Σ.Δ.
Ο πόλεμος των Η.Π.Α. στο Βιετνάμ επιτάχυνε όλες αυτές τις εξελίξεις. Επειδή ο επίγειος πόλεμος είχε αποτύχει, η Ουάσιγκτον στράφηκε προς το χαλί βομβών σε μια απελπισμένη απόπειρα να συντρίψει τον αγώνα για εθνική απελευθέρωση. Αλλά τα κατευθυνόμενα βλήματά τους εξαρτιόνταν πάντα από τις λυχνίες κενού και επομένως ήταν ελάχιστα αξιόπιστα και ανακριβή. Για να «μετατρέψουν την αλυσίδα του θανάτου» οι Η.Π.Α. προχώρησαν σε ένα συμβόλαιο με την Texas Instruments για την κατασκευή συστημάτων πλοήγησης βασισμένων σε τσιπ αντί για λυχνίες. Αν και ήταν πολύ πιο αποτελεσματικά, δεν μπόρεσαν να νικήσουν τους Βιετναμέζους. Ωστόσο, όπως επίμονα παρατηρεί ο Miller, «το Βιετνάμ ήταν ένα επιτυχημένο πεδίο δοκιμών για τα όπλα που συνδύαζαν τη μικροηλεκτρονική και τα εκρηκτικά με έναν τρόπο που θα άλλαζε τελείως τον πόλεμο και θα μεταμόρφωνε την αμερικανική στρατιωτική ισχύ».
Η επιτυχία των όπλων αυτών ανάγκασε τη Σοβιετική Ένωση να δημιουργήσει τη δική της Silicon Valley: το Zelenograd. Αλλά, όπως σημειώνει με πληρότητα ο Miller, δεν διέθετε ένα πυκνό δίκτυο κερδοφόρων επιχειρήσεων που στις Η.Π.Α. ήταν η πηγή της ανανέωσης και έτσι περιορίστηκε στην κλοπή και στην αντιγραφή των τσιπ.
Αν και αυτό προσέφερε στις Η.Π.Α. το πλεονέκτημα στον αγώνα δρόμου των εξοπλισμών, η Ουάσιγκτον φοβόταν μήπως η ήττα της στο Βιετνάμ οδηγήσει τους ασιατικούς δορυφόρους της σε στροφή προς την Κίνα και την Ε.Σ.Σ.Δ. Για να το αποφύγουν, οι Η.Π.Α., ενθάρρυναν την συνεχή ανάπτυξη της βιομηχανίας υψηλής τεχνολογίας σε ολόκληρη την περιοχή. «Από τη Νότια Κορέα ως την Ταϊβάν, από τη Σιγκαπούρη ως τις Φιλιππίνες», γράφει ο Miller, «ο χάρτης των εγκαταστάσεων συναρμολόγησης ημιαγωγών θα έμοιαζε περισσότερο με χάρτη αμερικανικών στρατιωτικών βάσεων στην Ασία (…). Στο τέλος της δεκαετίας του 1970, αντί να γίνουν πιόνια του ντόμινο που τα πλησίαζε προς τον κομμουνισμό, οι σύμμαχοι των Η.Π.Α. στην Ασία ήταν ακόμη πιο βαθιά ενσωματωμένοι στο σύστημα των Η.Π.Α.».
Οι Η.Π.Α. ενσωμάτωσαν τις προόδους της βιομηχανίας για να μετατρέψουν το στρατό τους και να νικήσουν στον ψυχρό πόλεμο. Στη δεκαετία του 1970, ο William Perry, υφυπουργός Αμύνης στην κυβέρνηση Κάρτερ, έβαλε σε ενέργεια μια νέα «offset strategy» (στρατηγική βιομηχανικής αντιστάθμισης) με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας και της ακρίβειας των πυραύλων του Πενταγώνου ώστε να αντιπαρατεθεί στο ποσοτικά σημαντικότερο οπλοστάσιο της Μόσχας και να την αναγκάσει να προσπαθήσει να ακολουθήσει το ρυθμό της –μια προσπάθεια που δεν ήταν δυνατόν να υποστηριχθεί και να νικήσει.
Ωστόσο οι Η.Π.Α. σύντομα αντιμετώπισαν μια αναπάντεχη συνέπεια της παγκοσμιοποίησης της παραγωγής των μικροεπεξεργαστών: τη δημιουργία ανταγωνιστικών κέντρων στη βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας. Το ιαπωνικό Κράτος χρηματοδότησε τη Sony, τη Nikon και άλλες εταιρίες που αύξησαν το μερίδιο τους στην αγορά σε βάρος των εταιριών της Silicon Valley. Από το 1986 η Ιαπωνία παρήγαγε περισσότερους μικροεπεξεργαστές από τις Η.Π.Α. και κατασκεύαζε το 70% του παγκόσμιου εξοπλισμού λιθογραφίας, αναγκαίου για την παραγωγή των ηλεκτρονικών τσιπ. Οι Η.Π.Α. έγιναν εξαρτημένες από την Ιαπωνία τη στιγμή μάλιστα που το Τόκιο φαινόταν έτοιμο να εκδηλωθεί σαν μια ανταγωνιστική υπερδύναμη. Αλλά δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που το αμερικανικό Κράτος και κεφάλαιο επιβεβαιώνονται απέναντι σε έναν ανταγωνιστή. Η Ουάσιγκτον μείωσε τα επιτόκια και τους φόρους και ανάγκασε την Ιαπωνία (καθώς και άλλες χώρες) να δεχθούν τη «Reverse Plaza Accord», που υποτίμησε το δολάριο. Οι αμερικανικές επιχειρήσεις μπόρεσαν έτσι να εξασφαλίσουν φτηνά δάνεια και, χάρη στην υποτίμηση του δολαρίου, να προωθήσουν τις εξαγωγές τους σε ανταγωνιστικές τιμές, δηλαδή κατώτερες από εκείνες των διεθνών ανταγωνιστών τους. Η Micron, η Intel και άλλες επωφελήθηκαν πολύ, αποκαθιστώντας μερικά την τεχνολογική κυριαρχία των Η.Π.Α. Η Ουάσιγκτον μέσω της DAPRA (Υπηρεσία για τα έργα προχωρημένης έρευνας για την άμυνα) και της NASA, τις βοήθησε στη διαδικασία αυτή, υπογράφοντας συμβόλαια με start-up όπως η Quallcomm για τα συστήματα διαστημικής επικοινωνίας.
Η Ιαπωνία και οι επιχειρήσεις της βρέθηκαν σύντομα σε θέση άμυνας. Αντιμετώπιζαν ανταγωνισμό στο υψηλότερο επίπεδο από τις αμερικανικές εταιρίες και στο χαμηλότερο επίπεδο από την ανάδυση κατασκευαστών μικροεπεξεργαστών σε χώρες όπως η Νότια Κορέα, που χρηματοδότησε τους δικούς της κατασκευαστές, όπως η Samsung, και τους παρήγαγαν με κόστος πολύ χαμηλότερο από ό,τι η Ιαπωνία.
Παράλληλα ο δεύτερος ψυχρός πόλεμος του Ρήγκαν ανάγκασε την Ε.Σ.Σ.Δ. να ριχτεί σε έναν ανταγωνισμό εξοπλισμών υψηλής τεχνολογίας που δεν είχε τα μέσα να τους χρηματοδοτήσει και δεν μπορούσε να κερδίσει, ιδιαίτερα λόγω της κατοχής του Αφγανιστάν που διήρκεσε μια δεκαετία. Τελικά, η αυτοκρατορία της κατέρρευσε το 1989 και η ίδια η Ε.Σ.Σ.Δ. διαλύθηκε το 1991. Ο Miller αποδίδει τη νίκη των Η.Π.Α. στα τεχνολογικά τους επιτεύγματα δηλώνοντας ότι: «ο ψυχρός πόλεμος τελείωσε: νίκησε η Silicon Valley».
Αλαζονεία της Ουάσιγκτον
Οι Η.Π.Α. μπήκαν σε μια νέα περίοδο ηγεμονίας χωρίς προηγούμενο: την μονοπολική περίοδο. Η Ουάσιγκτον, για να αποδείξει την ισχύ της, έκανε χρήση του εξοπλισμού της υψηλής τεχνολογίας κατά τον πόλεμο του Κόλπου το 1991, εξαπολύοντας διηπειρωτικούς πυραύλους τηλεκατευθυνόμενους με ακρίβεια και βόμβες που κατέστρεψαν το στρατό και την υποδομή του Ιράκ, οδηγώντας εκείνη που ήταν μια σχετικά ανεπτυγμένη κοινωνία στην προβιομηχανική εποχή.
Ο Miller επικρότησε αυτή τη βαρβαρότητα, μνημονεύοντας τους New York Times που διακήρυσσαν ότι ο πόλεμος ήταν «ένας θρίαμβος του πυριτίου επί του σιδήρου» και ότι «Ο χαρακτηρισμός του ήρωα πολέμου αξίζει στα ηλεκτρονικά τσιπ». Η Ουάσιγκτον θριαμβεύοντας υιοθέτησε μια νέα ιμπεριαλιστική στρατηγική που συνίστατο στην επιτήρηση της παγκόσμιας οικονομίας ενσωματώνοντας τα Κράτη σε μια νεοφιλελεύθερη παγκόσμια τάξη της παγκοσμιοποίησης των ελεύθερων συναλλαγών.
Οι Η.Π.Α. χρησιμοποίησαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Διεθνή Τράπεζα, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου και τον Ο.Η.Ε. για να επιβάλουν την τήρηση αυτής της τάξης, στέλνοντας το στρατό τους για να προχωρήσουν σε καθεστωτικές αλλαγές στα λεγόμενα ατίθασα κράτη και για να διεξάγουν τις λεγόμενες αποστολές διατήρησης της ειρήνης σε χώρες όπως η Αϊτή, που είχαν ρημαχτεί από τις πολιτικές της ελεύθερης αγοράς. Πίεσαν όλα τα Κράτη του κόσμου για να περιορίσουν το κοινωνικό τους Κράτος, περιορίζοντας το ρόλο των κυβερνήσεων στην εφαρμογή των νόμων και των κανόνων του παγκόσμιου καπιταλισμού (…).
Αντίθετα με τις ελπίδες της Ουάσιγκτον, η παγκοσμιοποίηση επέφερε μια σχετική παρακμή της αμερικανικής τεχνολογικής βιομηχανίας. Οι Η.Π.Α. διατήρησαν την πρωτοκαθεδρία στο σχεδιασμό των μικροεπεξεργαστών, αλλά η κατασκευή τους εξασφαλίζεται όλο και περισσότερο από την TSMC στην Ταιβάν και τη Samsung στην Νότια Κορέα. Ορισμένα καίρια μέσα, όπως η λιθογραφία EUV (άκρα υπεριώδης), αναγκαία στην παραγωγή των τσιπ υψηλής ποιότητας, κατασκευάζονται πια από την ASML στην Ολλανδία.
Συνεπώς, εξηγεί ο Miller, «το 1990 τα αμερικανικά εργοστάσια κατασκεύαζαν το 37% των μικροεπεξεργαστών παγκοσμίως, το 2000 ο αριθμός αυτός έπεσε στο 19% και το 2010 στο 13%». Επομένως τα περισσότερα εργοστάσια από τα οποία εξαρτώνταν οι Η.Π.Α. βρίσκονταν σε ασιατικές χώρες, κοντά στην Κίνα, που γινόταν ραγδαία ένας ανταγωνιστής των Η.Π.Α.
Εξόρμηση της Κίνας
Η Ουάσιγκτον αγνόησε τα προβλήματα αυτά μέχρις ότου η οικονομική ανάπτυξη της Κίνας, σε συνδυασμό με τη μεγάλη ύφεση και τις ήττες των Η.Π.Α. στο Ιράκ και μετά στο Αφγανιστάν οδήγησαν στη σχετική της κάμψη σαν υπερδύναμη. Οι Η.Π.Α. παραμένουν η κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη, αλλά πια σε μια ασύμμετρη πολυπολική παγκόσμια τάξη όπου αντιμετωπίζουν την Κίνα και τη Ρωσία σαν ιμπεριαλιστές ανταγωνιστές, καθώς και μια πλειάδα περιφερειακών δυνάμεων που συγκρούονται μεταξύ τους.
Αν και η Κίνα έγινε η δεύτερη παγκόσμια οικονομία, παραμένει εξαρτημένη από τις Η.Π.Α. και τους συμμάχους της για τα ηλεκτρονικά τσιπ. «Κατά τη διάρκεια του μεγαλύτερου τμήματος των δεκαετιών του 2000 και του 2010» παρατηρεί ο Miller «η Κίνα ξόδεψε περισσότερα χρήματα για να εισάγει ημιαγωγούς απ’ ό,τι για πετρέλαιο. Τα πληροφορικά τσιπ υψηλής ισχύος ήταν τόσο σημαντικά όσο και τα υγρά καύσιμα για την τροφοδοσία της οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας. Σε κάθε περίπτωση, αντίθετα με το πετρέλαιο, η προσφορά των τσιπ μονοπωλείται από τους γεωπολιτικούς ανταγωνιστές της Κίνας».
Το 2015 ο Xi Jinping καθόρισε σαν στόχο για την Κίνα το ξεπέρασμα αυτής της εξάρτησης. Σε έναν λόγο του που εξέπληξε και μνημονεύεται από τον Miller, o Xi παρότρυνε τα στελέχη του τεχνολογικού τομέα και τους κομματικούς υπεύθυνους της Κίνας να «καταλάβουν με έφοδο τα οχυρά της έρευνας και της ανάπτυξης των βασικών τεχνολογιών». Ξεκίνησε προγράμματα, όπως το Κίνα 2025, που επιδοτούν τους εθνικούς πρωταθλητές στην υψηλή τεχνολογία και τους παραγωγούς των τσιπ, με στόχο τη μείωση του τμήματος των τσιπ που εισάγονται στη χώρα από το 85% το 2015 στο 30% μέχρι το 2025.
Ο Xi ενεθάρρυνε τις κινέζικες εταιρίες για να δημιουργήσουν joint ventures με πολυεθνικές όπως η IBM και η Qualcomm υπό τον όρο ότι θα δεχθούν να μεταφέρουν την τεχνολογία τους σε αντάλλαγμα μιας πρόσβασης στην κινεζική αγορά. Ώθησε επίσης τις επιχειρήσεις να αγοράσουν ή να συγχωνευθούν με εταιρίες υψηλής τεχνολογίας στην Ασία, στην Ευρώπη και τις Η.Π.Α.
Το αποτέλεσμα αυτών των προσπαθειών είναι ότι η Κίνα οικοδόμησε ένα οικοσύστημα υψηλής τεχνολογίας που περιλαμβάνει εταιρίες όπως η Huawei, που άρχισε να αναπτύσσει ορισμένα από τα πιο προχωρημένα τσιπ του κόσμου για τα έξυπνα τηλέφωνα, έγινε ο δεύτερος πελάτης της TSMC (Ταιβάν) και ήταν πρωτοπόρος στην επόμενη γενιά τηλεπικοινωνιακής υποδομής (την 5G) που πρόβλεπε να πουλήσει σε χώρες όλου του κόσμου.
«Εάν οι τάσεις του τέλους της δεκαετίας του 2010 διατηρηθούν», δηλώνει ο Miller «μέχρι το 2030, η κινέζικη βιομηχανία των τσιπ θα μπορούσε να ανταγωνιστεί τη Silicon Valley σε όρους απήχησης. Αυτό δεν θα περιοριζόταν στην αναστάτωση των εταιριών τεχνολογίας και των εμπορικών ροών. Αυτό θα έθετε επίσης σε αμφισβήτηση την ισορροπία των στρατιωτικών δυνάμεων».
Η αυτοκρατορία αντεπιτίθεται
Η ηγεσία της Ουάσιγκτον συνειδητοποίησε ότι είχε υποστεί μια σχετική κάμψη, ότι είχε γίνει εξαρτημένη από την Ταϊβάν και τη Νότια Κορέα για τα τσιπ και ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει την Κίνα σαν έναν αντίπαλο εφοδιασμένο με μια βιομηχανία υψηλής τεχνολογίας όλο και πιο πολύπλοκη και βαθιά ενσωματωμένη στο στρατό της. Ακόμη και τα στελέχη του τεχνολογικού τομέα έλεγαν ιδιωτικά, γράφει ο Miller, ότι «φοβούνται ότι οι κινέζοι ανταγωνιστές με την υποστήριξη του Κράτους θα πάρουν τμήματα της αγοράς σε βάρος τους».
Έτσι απέναντι στην Κίνα αναπτύχθηκε ένα νέο «Washington Silicon Valley Consensus». Οι τρεις τελευταίες προεδρικές διοικήσεις πέρασαν από μια στρατηγική συμπόρευσης με την Κίνα σε μια στρατηγική φραξίματος της ανόδου της ισχύος της Κίνας, ιδιαίτερα στον τομέα της υψηλής τεχνολογίας. Για να επαναλάβουμε την κατάλληλη έκφραση των πολιτειολόγων Henry Farrell και Abraham Newman, οι Η.Π.Α. «στρατιωτικοποίησαν την ανεξαρτησία» στοχεύοντας την εξάρτηση της Κίνας στον τομέα των αλλοδαπών μικροεπεξεργαστών.
Στα πλαίσια του «άλματος προς την Ασία» το 2016 η διοίκηση Ομπάμα απαγόρευσε στις αμερικανικές εταιρίες την πώληση ημιαγωγών στην κινέζικη εταιρία ZTE, με πρόσχημα ότι αυτή είχε παραβιάσει τις κυρώσεις για το Ιράν. Μόνο μια συμφωνία με τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ, που προέβλεπε την πληρωμή ενός προστίμου για να ξαναποκτήσει πρόσβαση στους Αμερικανούς προμηθευτές, επέτρεψε στην εταιρία αυτή να αποφύγει μια ολική χρεοκοπία, αλλά η απαγόρευση ήταν ένα προειδοποιητικό μήνυμα.
Η διοίκηση Τραμπ που αναπροσανατόλισε τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό από τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας» προς την αντιπαλότητα με τις μεγάλες δυνάμεις, με την Κίνα και τη Ρωσία, στόχευε την τεχνολογική βιομηχανία του Πεκίνου, ιδιαίτερα τη Huawei. Επικαλούμενη την εθνική ασφάλεια, το Υπουργείο Εμπορίου απαγόρευσε στις αμερικανικές εταιρίες την πώληση τσιπ, υλικού και λογισμικού στην εταιρία αυτή.
Σύντομα και άλλες εταιρίες και σύμμαχοι των Η.Π.Α. αντιλήφθηκαν και άρχισαν να συντάσσονται με αυτήν. Η ταϊβανέζικη εταιρία TSMC ακολούθησε το ρεύμα, καθώς και η Μεγάλη Βρετανία και άλλες χώρες, περιορίζοντας την πρόσβαση στα τσιπ υψηλής ποιότητας και σαμποτάροντας τις απόπειρες κατάληψης της αγοράς των 5G. Στη συνέχεια οι Η.Π.Α. έβαλαν στη μαύρη λίστα τους κινέζους κατασκευαστές υπερυπολογιστών Sugon και Phytium και επέβαλαν περιορισμούς στη SMIC, τον πιο προχωρημένο κατασκευαστή μικροεπεξεργαστών τους.
Η διοίκηση Μπάιντεν συνέχισε τη στρατηγική του Τραμπ στο θέμα της αντιπαλότητας ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, αλλά εγκατέλειψε τις μονόπλευρες τακτικές της υπέρ των πολύπλευρων τακτικών. Διατήρησε τους φόρους εισαγωγής και τις απαγορεύσεις που έθιγαν τις κινέζικες εταιρίες και τα συνδύασε με μια νέα βιομηχανική πολιτική που απέβλεπε στην αποκατάσταση της εθνικής παραγωγής και στις επενδύσεις στην έρευνα και την ανάπτυξη των μικροεπεξεργαστών.
Κατά τη διάρκεια ενός λόγου που εκφώνησε το 2021 στον Λευκό Οίκο μπροστά στους επικεφαλής των εταιριών, ο Τζο Μπάιντεν δήλωσε: «Για πολύ μεγάλο διάστημα, σαν έθνος, δεν προχωρήσαμε στις σημαντικές και τολμηρές επενδύσεις που έχουμε ανάγκη για να ξεπεράσουμε τους παγκόσμιους ανταγωνιστές μας». Κραδαίνοντας μια πλακέτα πυριτίου κατηγόρησε τους συγκεντρωμένους εργοδότες ότι «καθυστέρησαν στον τομέα της έρευνας, της ανάπτυξης και της παραγωγής (…). Οφείλουμε να περάσουμε στην υψηλότερη ταχύτητα.»
Για να ανατρέψει την τάση εξαφάνισης των εθνικών εργοστασίων, ο Τζο Μπάιντεν έκλεισε μια συμφωνία με την TSMC για τη δημιουργία ενός εργοστασίου 40 δισεκατομμυρίων δολαρίων στην Αριζόνα. Η Samsung, σε αντάλλαγμα φορολογικών ελαφρύνσεων, θα έπρεπε να ξοδέψει 191 δισεκατομμύρια δολάρια για την κατασκευή 11 καινούργιων εργοστασίων στο Τέξας. Η «Chips and Science Act» της κυβέρνησης θα διοχετεύσει 280 δισεκατομμύρια δολάρια για τη χρηματοδότηση νέων εργοστασίων και νέων εργασιών μελέτης και έρευνας στον τομέα των εξειδικευμένων τσιπ, της τεχνητής ευφυίας και της ρομποτικής.
Ακόμη και αν η TSMC (Ταϊβάν) και η Samsung (Νότια Κορέα) κατασκευάσουν εργοστάσια στις Η.Π.Α., δεν θέλουν να γίνουν απλά πιόνια της Ουάσιγκτον και ταυτόχρονα κατασκευάζουν εργοστάσια στην Κίνα. Αλλά κανένα από τα εργοστάσια αυτά δεν είναι τόσο προχωρημένο όσο εκείνα της χώρας τους. Τα δύο κράτη προστατεύουν τις βιομηχανίες τους παίζοντας ταυτόχρονα με τη μία και την άλλη μεγάλη δύναμη.
Για να τους πείσει, ο Τζο Μπάιντεν αύξησε τον αριθμό των κινέζικων εταιριών στη μαύρη λίστα για να εμποδίσει το μοίρασμα της τεχνολογίας. Όπως ο Τραμπ, χρησιμοποιεί την εθνική ασφάλεια σαν άλλοθι για να υποκινήσει τις εταιρίες των άλλων χωρών να κάνουν το ίδιο, ώστε να εμποδίσει την Κίνα να έχει πρόσβαση στους πιο προχωρημένους μικροεπεξεργαστές, στα εργαλεία παραγωγής και στα εργοστάσια.
Η επίθεση αυτή δεν κάνει άλλο από το να επιταχύνει τη θέληση της Κίνας να καθιερώσει τη δική της βιομηχανία μικροεπεξεργαστών. Η απόπειρα της Ουάσιγκτον να εμποδίσει την πρόσβαση της Κίνας στην TSMC οξύνει τη σύγκρουση ανάμεσα στις Η.Π.Α. και την Κίνα στο θέμα της Ταϊβάν, που το Πεκίνο θεωρεί αποσπασμένη επαρχία του ενώ οι Η.Π.Α. την εξοπλίζουν για να αποτρέψουν κάθε κινέζικη απόπειρα να την καταλάβει και να αποκλείσει την αμερικανική ηγεμονία από την Ανατολική Ασία και την τεχνολογική της βιομηχανία.
Έτσι, όπως δηλώνει ο Miller, «η Ταϊβάν δεν είναι μόνο η πηγή των προχωρημένων μικροεπεξεργαστών στους οποίους υπολογίζουν οι στρατοί των δύο χωρών. Είναι επίσης το πιθανότερο πεδίο μάχης». Με την κλιμάκωση των εντάσεων, οι αναλυτές της κινέζικης κυβέρνησης «δήλωσαν δημόσια ότι (…) “πρέπει να πάρουμε την TSMC”».(…).
Ashley Smith
Truthout, 28/2/2023 & Inprecor N° 709-710
Μετάφραση: ΤΠΤ – “4”
Ο Ashley Smith είναι δημοσιογράφος σοσιαλιστής αγωνιστής και ζει στο Burlington του Vermont (ΗΠΑ). Έχει δημοσιεύσει πολλά κείμενα, μεταξύ άλλων στα Truthout, International Socialist Review, Socialist Worker, ZNet, Jacobin, New Politics, Spectre, αλλά και αλλού και στο ιντερνέτ. Τώρα δουλεύει ένα βιβλίο για τις εκδόσεις Haymarket Books με τίτλο “Σοσιαλισμός και αντι-ιμπεριαλισμός” (Socialism and Anti-Imperialism). Δημοσιεύουμε εδώ μεγάλα αποσπάσματα από το άρθρο του «Ο πόλεμος των chip του Μπάιντεν με την Κίνα είναι ένας υπέρτατος αγώνας για την κυριαρχία στην Υψηλή Τεχνολογία», που πρωτοδημοσιεύτηκε στο Truthout το Φλεβάρη του 2023, σε σχέση με το βιβλίο του Chris Miller, “Chip War: The Fight for the World’s Most Critical Technology”, Simon & Shuster, New York 2022.
[Περιοδικό «4», τεύχος 12, Νοέμβρης 2023]
[…] ΗΠΑ / Κίνα: Ο πόλεμος των μικροεπεξεργαστών, 28/2/2023 | του A… […]