Editorial, «4» τεύχος 11, Ιούλης 2023

Editorial

Οι εκλογές της 25ης Ιουνίου κατέγραψαν ένα πρωτοφανή δεξιόστροφο συσχετισμό, το χειρότερο σ’ ολόκληρη την μεταπολιτευτική περίοδο από τις εκλογές του 1974. Το αποτέλεσμα του ‘74 ήταν συγκυριακό, εξαρτημένο από τους φόβους και τις ανασφάλειες των πρώτων ημερών της μεταπολίτευσης. Το αποτέλεσμα του Ιούνη είναι σε ένα ορισμένο βαθμό προϊόν βαθύτερων, εθνικών και διεθνών πολιτικών και ιδεολογικών διεργασιών που ξεκίνησαν από την οικονομική κρίση του 2009. Η άκρα δεξιά βγαίνει σε πολλές χώρες της “Δύσης” από το πολιτικό περιθώριο και “κανονικοποιείται” σε βάρος παραδοσιακών πολιτικών εκπροσωπήσεων με αιχμές την ανάκτηση του “εθνικού” ζωτικού χώρου απέναντι στην “παγκοσμιοποίηση” και τον έλεγχο των μεταναστευτικών ροών.

Ο συνδυασμός ηγεμονίας της Νέας Δημοκρατίας πάνω στο “κεντρώο” χώρο και ισχυρής καταγραφής ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών στα δεξιά της είναι η ποιοτική διαφορά αυτού του εκλογικού αποτελέσματος. Η Νέα Δημοκρατία έχει καταφέρει να εκφράσει ηγεμονικά το φιλελεύθερο, φιλοευρωπαϊκό μπλοκ του 2015, να συσπειρώσει τμήματα των μεσαίων τάξεων, να διατηρήσει την υποστήριξη των συνταξιούχων και να κερδίσει ακόμη και μικρά τμήματα δημοσίων υπαλλήλων. Όμως αδυνατεί να ελέγξει την παραδοσιακή συντηρητική της βάση. Συνεχίζεται η διαδικασίας της ριζοσπαστικοποίησης στα δεξιά του πολιτικού συστήματος. Ξεκίνησε με τα “προγράμματα σταθεροποίησης”, την καταστροφική οικονομική κρίση και μετεωρική εμφάνιση του νεοναζιστικού σχηματισμού της Χρυσής Αυγής αλλά διατηρήθηκε και τροφοδοτήθηκε τα τελευταία χρόνια από 1) το εθνικιστικό κύμα αντιδράσεων για τη Συμφωνία των Πρεσπών 2) την πανδημία και την άνοδο μιας κύρια εκπορευόμενης από κύκλους της εκκλησίας και της άκρας δεξιάς συνωμοσιολογικής και ανορθολογικής αντίθεσης στα lockdown και τον υποχρεωτικό εμβολιασμό 3) την επίσημη σκληρή κυβερνητική γραμμή και ρητορική για τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές στα σύνορα της Ελλάδας.

Το κέντρο βάρους του πολιτικού συστήματος έχει μετατοπιστεί στα δεξιά. Η Νέα Δημοκρατία πορεύεται με το πολιτικό ψυχολογικό πλεονέκτημα της ισχυρής εντολής. 34 βουλευτές της άκρας δεξιάς βρίσκονται μέσα στη Βουλή που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως εφεδρεία της ΝΔ. Ένα μόνιμο σκηνικό διελκυστίνδων και ερωτοτροπιών ανάμεσα στη Νέα Δημοκρατία και τις ακροδεξιές κοινοβουλευτικές ομάδες είναι πιθανό. Είναι νωρίς να πούμε αν η Νέα Δημοκρατία θα προχωρήσει σε συνταγματική αναθεώρηση για την αλλαγή του άρθρου 16 με την υποστήριξη της άκρας δεξιάς.

Τα κόμματα της άκρας δεξιάς θα δώσουν ξανά “θεσμική” έκφραση στο διάχυτο ρατσισμό, εθνικισμό, ομοφοβία και σκοταδισμό που διαπερνούν τμήματα της βάσης του κυβερνώντος κόμματος. Η άκρα δεξιά έχει επιρροή πάνω στη βάση της ΝΔ αλλά στη σημερινή μορφή είναι ταυτόχρονα χειραγωγίσιμη από τη ΝΔ. Είναι φατριαστική, κατακερματισμένη και χωρίς χαρισματική ηγεσία. Παρά την αδιαμφισβήτητη επιρροή του, ο Κασιδιάρης ούτε μπορεί να ηγηθεί των Σπαρτιατών αποτελεσματικά μέσω remote control ούτε μπορεί να ενοποιήσει υπό το πρόσωπό του τον ευρύτερο χώρο. Για να βρεθούν καλυμμαύκι και περικεφαλαία μαζί, χρειάζεται η κατάλληλη ηγετική φυσιογνωμία.

Περισσότερο από μια νίκη της Νέας Δημοκρατίας το εκλογικό αποτέλεσμα μπορεί να ερμηνευτεί σαν, πρώτα και κύρια, ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Το 2019 ο ΣΥΡΙΖΑ είχε κατέβει στις εκλογές με έμφαση στη σταθερότητα, τη διασφάλιση της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας και την επιδοματική πολιτική υποστήριξης των “αδύναμων”. Στη διάρκεια της διακυβέρνησής του επιχείρησε περισσότερο να ρίξει γέφυρες προς την άρχουσα τάξη παρά να ανασυγκροτηθεί οργανωτικά μετά τη διάσπαση του 2015 και την αποχώρηση των πιο ενεργών μέσα στα κινήματα μελών και στελεχών του. Πολιτική επιτυχία του Κυριάκου Μητσοτάκη ήταν να πείσει κύκλους της αστικής τάξης και το “φιλοευρωπαϊκό κέντρο” ότι η εξημέρωση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μάταιη και ότι η δική του γραμμή ολικής επαναφοράς και ρεβάνς έναντι του “λαϊκισμού” είναι ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός.

Ο ΣΥΡΙΖΑ έφυγε από την εξουσία χωρίς να έχει οργανικούς και στέρεους δεσμούς ούτε μ’ αυτούς που τον ψήφιζαν ούτε μ’ αυτούς που θα ήθελε να τον ψηφίζουν.

Το εκλογικό πρόγραμμα και ο επίσημος λόγος του ΣΥΡΙΖΑ το 2023 έμοιαζαν να γυρίζουν το χρόνο πίσω: έμφαση στην “κοινωνική δικαιοσύνη” με αυξήσεις μισθών και επανακρατικοποιήσεις που δεν έπεισαν κανένα. Στη θέση της “μαντάμ Μέρκελ” ο κακός του παραμυθιού ήταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το “σύστημα” του. Η Νέα Δημοκρατία χτύπησε τις αξιώσεις του ΣΥΡΙΖΑ χτυπώντας τον Βαρουφάκη. Το Μερα25 σε συμμαχία με ΛΑΕ και ο αρχηγός του σχήματος παρέμεναν μια ειρωνική υπενθύμιση παλαιών δραμάτων. Η σουρεαλιστική άμιλλα μεταξύ Βαρουφάκη και του πρώην υφισταμένου στο υπουργείου Οικονομικών, Τσακαλώτου για το “παράλληλο νόμισμα” ήταν εκτός τόπου και χρόνου και εξυπηρέτησε τους στόχους της νεοδημοκρατικής προπαγάνδας ότι με τον ΣΥΡΙΖΑ η χώρα θα μπει σε νέες περιπέτειες. Η Νέα Δημοκρατία πυροβόλησε και σκότωσε ξανά το ίδιο αντιμνημονιακό πτώμα του 2015.

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν συνάντησε την κοινωνία αλλά ούτε και η κοινωνία συναντήθηκε μαζί του.

Τα χρόνια της πανδημίας ήταν ένα πάγωμα του πολιτικού χρόνου για την αριστερά και τα κινήματα. Οι “από τα κάτω ωθήσεις” ήταν αδύναμες για να αλλάξουν τις συνθήκες του κεντρικού πολιτικού παιχνιδιού. Τα ξεσπάσματα ήταν αραιά. Η μαζική συγκέντρωση στο τέλος της δίκης της Χρυσής Αυγής, ο φοιτητικός αγώνας κατά της πανεπιστημιακής αστυνομίας και, τέλος, οι μαζικότερες κινητοποιήσεις της τετραετίας που πυροδότησε το δυστύχημα στα Τέμπη. Οι τελευταίες δημιούργησαν ένα κλίμα ευφορίας, ένα αίσθημα ότι μπαίνουμε σ’ ένα νέο αγωνιστικό κύκλο και ότι η κυβέρνηση Μητσοτάκη είναι στριμωγμένη. Το εκλογικό αποτέλεσμα των εκλογών του Μαΐου οδήγησε σε πλήρη αντιστροφή αυτής της ευφορίας. Βασικά εκδηλώθηκε ένα μόνιμο χαρακτηριστικό των κοινωνικών αγώνων στη χώρα τις τελευταίες δεκαετίες: ο κινηματικός αποσυντονισμός ανάμεσα στις γενιές του πληθυσμού. Το Δεκέμβρη του 2006 είδαμε ένα πρωτοφανές ξεχείλισμα οργής κυρίως από τη μαθητική νεολαία που αγκάλιασε όμως όλους τους τομείς της νεολαίας από το σχολείο μέχρι τους νέους και νέες που εργάζονταν με επισφαλείς όρους εργασίας. Συντηρητικά αντανακλαστικά σε πλατιά λαϊκά και εργατικά στρώματα επικράτησαν και ο Αλέκος Αλαβάνος, μόνος κοινοβουλευτικός αρχηγός που στήριξε το κίνημα, καταβαραθρώθηκε. Αντίθετα στη διάρκεια των “αντιμνημονιακών” αγώνων, ήταν φανερή η απουσία της νεολαίας, τουλάχιστον ενός πρωτοπόρου ρόλου της. Τμήματα της νεολαίας δεν θεωρούσαν δική τους υπόθεση την υπεράσπιση των συντάξεων ή των εργατικών κεκτημένων των μεγαλύτερων γενεών. Αντίθετα, πάλι τώρα, οι κινητοποιήσεις για το δυστύχημα στα Τέμπη ήταν μαζικές γιατί δίπλα στους οργανωμένους/ες και συνήθεις κινηματίες βρέθηκαν μαζικά νέοι και νέες που διαδήλωσαν τη δυσαρέσκειά τους ουσιαστικά για το παρόν και μέλλον της χώρας, τη μίζερη πραγματικότητα της “νέας κανονικότητας”, την απουσία προοπτικών. Στις κάλπες του Μαΐου και του Ιουνίου επικράτησε η λογική του “energy pass” και του “καλαθιού του νοικοκυριού”, η επιβίωση στο χαμηλότερο κοινό παρανομαστή, η ανάγκη για “σταθερότητα”, το αίσθημα ότι τα πράγματα δεν μπορούν να γίνουν καλύτερα και είναι προτιμότερο να μη γίνουν χειρότερα. Επικράτησε η κοινωνική ψυχολογία των μεγαλύτερων γενιών που έχασαν την “παρτίδα” τους τη δεκαετία του 2010.

Η απουσία ελπίδων από την αριστερά στο πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε αρκετά μεγάλο βαθμό πίσω από την αυξημένη αποχή. Στις εκλογές του Ιουνίου άγγιξε ένα ιστορικό αρνητικό ρεκόρ. Ο Αλέξης Παπαχελάς στην Καθημερινή οικτίρει εκείνους που προτίμησαν την παραλία από το να ψηφίσουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη και να κλείσουν το δρόμο στα κομματίδια της Άκρας Δεξιάς που στέρησαν πολύτιμες κοινοβουλευτικές έδρες από τη Νέα Δημοκρατία. Είναι κι αυτό μια άποψις. Ωστόσο οι περισσότερες στατιστικές και κοινωνιολογικές μελέτες για το φαινόμενο της αποχής καταδεικνύουν ότι το ποσοστό συμμετοχής στις εκλογικές είναι αντιστρόφως ανάλογο του βιοτικού επιπέδου των ψηφοφόρων. Οι κατώτερες τάξεις είναι αυτές που δεν ψηφίζουν στις εκλογές, δυνητικοί υποστηρικτές των εργατικών και προοδευτικών κομμάτων σε ένα φαύλο κύκλο αποκλεισμού και αδιαφορίας.

Η επόμενη μέρα εγκαινιάζει μια μακρά περίοδο διεργασιών και ανακατατάξεων. Η ανάδειξη νέας ηγεσίας για το ΣΥΡΙΖΑ φαντάζει ως μια δύσκολη μετάβαση σ’ ένα νέο ιστορικό κύκλο. Παρολαυτά το πολιτικό σχέδιο, το πρόγραμμα, η “οργάνωση”, το ρίζωμα στην κοινωνία είναι πεδία πιο σημαντικά από τα πρόσωπα. Στη πιο δύσκολη κρίσιμη στιγμή της διαδρομής του Αλέξη Τσίπρα, και με τη μισή άκρα αριστερά της χώρας να είναι “προεδρικοί”, ανακαλύψαμε ότι ο πραγματικός αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ είναι ο Αλέκος Φλαμπουράρης και πραγματική “προεδρική τάση” το κόμμα των πολιτικών μηχανικών με τις μυθικές ιδιοκτησίες σε ακίνητα δηλωμένα στο πόθεν έσχες τους.

Τα πρόσωπα έχουν τη σημασία τους αλλά είναι συνισταμένες δυνάμεων που ασκούνται πάνω τους.

Και με νέο, άφθαρτο, χαρισματικό ή μη ηγετικό πρόσωπο, το κόμμα θα δυσκολευτεί να απαλλαγεί από το στίγμα της μεγάλης κολοτούμπας του 2015 και την πολιτική αναξιοπιστία του. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει περιοριστεί στο ρόλο μιας εξαιρετικά αδύναμης αξιωματικής αντιπολίτευσης. Οι σειρήνες της μετατόπισης προς το κέντρο θα είναι ισχυρές. Οι πιέσεις για τη σύγκλιση της “κεντροαριστεράς” θα αυξάνονται με το χρόνο. Οι από κάτω, οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες, σε κανονικές συνθήκες, έλκονται στην πλειοψηφία τους από κόμματα που μπορούν να κυβερνήσουν στο όνομά τους. Από τα πάνω, μερίδες της αστικής τάξης, που επί της ουσίας προτιμούν το Μητσοτάκη, θέλουν ένα εφεδρικό πολιτικό μηχανισμό που το ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί σοβαρά να τους τον εξασφαλίσει.

Το ΠΑΣΟΚ γλίτωσε από το φάσμα της πολιτικής εξαφάνισης προς το παρόν χάρη στην καθαρή νίκη της ΝΔ και την καθαρή ήττα του ΣΥΡΙΖΑ που τον απάλλαξαν από τη δοκιμασία της επιλογής ανάμεσά τους. Παραμένει ωστόσο ο αδύναμος κρίκος του πολιτικού συστήματος. Οι διαδοχικές ηγεσίες του ΠΑΣΟΚ μετά τον Ευάγγελο Βενιζέλο, επιχειρούν να το διασώσουν εμμένοντας στον ανεξάρτητο ρόλο του και το διμέτωπο απέναντι σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Το μετεκλογικό μήνυμα της ηγεσίας του είναι ότι θα ανακτήσει τη θέση του ως κεντροαριστερής αξιωματικής αντιπολίτευσης υποσκελίζοντας το ΣΥΡΙΖΑ πριν από οτιδήποτε άλλο. Πανηγυρίζουν αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει Γεώργιο Παπανδρέου και Λοβέρδο στο κόμμα του, χωρίς βέβαια να αποκλείουμε ότι η μάχη για τη διαδοχή στο ΣΥΡΙΖΑ είναι αδύνατον να εξελιχθεί άσχημα. Ο Μητσοτάκης με την υπουργοποίηση Φλωρίδη μετά τις εκλογές όπως με στρατολόγηση δευτεροκλασάτων στελεχών της περιόδου Φώφης Γεννηματά πριν τις εκλογές έστειλε το μήνυμα στο ΠΑΣΟΚ ότι αυτός είναι ο “χρυσός χορηγός” του ως διαρκή δεξαμενή άντλησης στελεχιακού δυναμικού την ώρα που οι εκροές προς το ΣΥΡΙΖΑ έχουν σταματήσει. Το ΠΑΣΟΚ έχει ρίζωμα στην τοπική αυτοδιοίκηση και τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία, το συγκριτικό πλεονέκτημά του απέναντι στο ΣΥΡΙΖΑ. Ξανακέρδισε τους αγρότες στην Κρήτη αλλά είναι πίσω από το ΚΚΕ στο λεκανοπέδιο. Για να ανταγωνιστεί το ΣΥΡΙZA πρέπει να πάει αριστερά. Τα επιχειρηματικά συμφέροντα που διατήρησαν ζωντανό το ΠΑΣΟΚ θέλουν ο ΣΥΡΙΖΑ να πάει δεξιά.

Το ΚΚΕ εμφανίζεται ως ο κερδισμένος των εκλογών στην αριστερά. Από το “ιστορικό” 4,4% στις εκλογές του 1993, στο χαμηλότερο κατώφλι της εκλογικής ιστορίας του κόμματος όταν κρινόταν η επιβίωσή του μετά την πτώση του Τείχους, την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, τη διάσπαση του ενιαίου Συνασπισμού, την αποχώρηση της ΚΝΕ, τη διαγραφή της μισής σχεδόν ανανεωτικής ΚΕ του στο… 7,69% 30 χρόνια μετά. Είναι μικρότερο ποσοστό από εκείνο του 2009 πριν την έναρξη των μνημονίων. Έχει αλλάξει κάτι αξιοσημείωτο στη φυσιογνωμία, τη στρατηγική και τακτική του ΚΚΕ; Η ψήφος στο ΚΚΕ στερείται “θετικής σημασίας” πέρα από τον κύκλο των μελών και των παραδοσιακών φίλων. Είναι τιμωρητική ψήφος απέναντι σε άλλους αριστερούς πολιτικούς σχηματισμούς. Κάθε φορά που το κίνημα ανέβηκε, πέρασε πάνω από τον κυματοθραύστη του ΚΚΕ.

Το κόμμα της Ζωής Κωνσταντοπούλου αντικαθιστά το ΜΕΡΑ25 στη Βουλή ως η χειρότερη δυνατή εκδοχή του. Πιο προσωποπαγές, πιο απολιτικό, με πολύ λιγότερα στελέχη από ό,τι ποτέ υπήρξε το κόμμα του Γιάννη Βαρουφάκη. Έχει μια ξεχασμένη αριστερίζουσα ιδρυτική διακήρυξη αλλά το κόμμα αυτό είναι γραφείο δημοσίων σχέσεων της αρχηγού του η οποία με κάθε τρόπο έχει δηλώσει ότι “δεν πάμε αριστερά, δεν πάμε δεξιά, πάμε μπροστά”, τάχθηκε με τους Μακεδονομάχους στη Συμφωνία των Πρεσπών, συναγελάζεται με απόστρατους και λειτουργεί το κόμμα ως προσωπικό φέουδο της.

Η εξωκοινοβουλευτική αριστερά βγαίνει… “διευρυμένη” από τις εκλογές. Μετά τη ΛΑΕ, έχουμε και το ΜΕΡΑ25 μεταξύ μας. Το ΜΕΡΑ25 έχασε σε απήχηση όταν η συζήτηση πήγε από τα σημερινά προβλήματα στο “παράλληλο νόμισμα”, το σχέδιο Δήμητρα και τη διαπραγμάτευση του 2015. Την ίδια ώρα τα ΜΜΕ πριμοδοτούσαν με τηλεοπτικό χρόνο τη Ζωή Κωνσταντοπούλου που έκανε μια τελείως απολιτική εκλογική εκστρατεία με γενικότητες που απευθύνονταν δεξιά και αριστερά. Δεν χαιρόμαστε καθόλου που είναι το ΚΚΕ το μοναδικό κόμμα στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ στην επόμενη βουλή και με την Πλεύση Ελευθερίας να δίνει ένα συγκεχυμένο πολιτικό στίγμα. Αλλά το συμπέρασμα είναι ότι το ρήγμα του 2015 δεν είναι αρκετό από μόνο του για να ανακαθορίσει τις πολιτικές γραμμές διαίρεσης το 2023. Η συζήτηση για τον πολιτικό φορέα δεν μπορεί να γίνει με όρους τύπου “να ξαναπιάσουμε το νήμα της διαπραγμάτευσης”, του παλιού καλού ΣΥΡΙΖΑ ή των προδομένων υποσχέσεων του δημοψηφίσματος.

Η συζήτηση για τις συμμαχίες θα αναμοχλευτεί ενόψει των αυτοδιοικητικών εκλογών γιατί η εξωκοινοβουλευτική αριστερά διεπόμενη από ένα συμπλεγματικό εκλογικισμό μόνο τότε συζητά για τις συμμαχίες, μπροστά στις εκλογές, όπως το έκανε τους λίγους μήνες πριν τις εθνικές εκλογές του Μαϊού. Θα ήταν καλό οποιαδήποτε συζήτηση να ξεκινήσει με όσο το δυνατό λιγότερες αυταπάτες και όσο το δυνατό καλύτερη κατανόηση του σημείου στο οποίο βρίσκεται ο σημερινός πολιτικός και ταξικός συσχετισμός γιατί αλλιώς δεν θα μπορέσουμε να μιλήσουμε για τους όρους με τους οποίους αυτός ο συσχετισμός μπορεί να αλλάξει.

Editorial

«4» τεύχος 11, Ιούλης 2023


https://tpt4.org/?p=8828

There is one comment

Σχολιάστε