Ο Μακρόν έχει χάσει, αλλά εμείς δεν έχουμε ακόμα κερδίσει

Γαλλία:

Ο Μακρόν έχει χάσει, αλλά εμείς δεν έχουμε ακόμα κερδίσει

(Olivier Besancenot, 6 Απριλίου, στην τηλεόραση BFM)

[Σημείωση 15/4/2023: Το Συνταγματικό Συμβούλιο ενίσχυσε, στις 14/4, την προβοκάτσια που αποτελεί για τους εργαζόμενους και τον πληθυσμό ο νόμος που υιοθετήθηκε χωρίς ψηφοφορία των βουλευτών, για να επεκταθεί η διάρκεια της εργασίας από τα 62 στα 64 έτη. Παρόλο που ακόμα και πολύ “μετριοπαθείς” συνταγματολόγοι κατάγγειλαν μια διαδικασία μπουρδουκλώματος με βάση λαθεμένα στοιχεία, η διπλή απόφαση του Συνταγματικού Συμβουλίου πρώτον να επικυρώσει το νόμο αυτόν και δεύτερον να αρνηθεί την πρωτοβουλία για δημοψήφισμα που ζητούσε η αριστερά είναι κυρίως αποκαλυπτική: Το 9-μελές αυτό συμβούλιο, που δεν περιλαμβάνει κανέναν ειδικό στο θέμα, παρά μόνο πολιτικάντηδες του συστήματος, όπως ο τέως πρωθυπουργός Juppé (που έχει καταδικαστεί από τη δικαιοσύνη…), ή κέρβερους του χρηματοπιστωτικού συστήματος, όπως ένα μεγαλοστέλεχος των ιδιωτικών ασφαλίσεων! Ο ρόλος τους δεν είναι, στην πραγματικότητα, παρά μόνο να υπερασπίζονται τη συγκρότηση και τους θεσμούς του καθεστώτος που έστησε ο Ντε Γκωλ με το πραξικόπημά του… Μπορούμε έτσι να ελπίζουμε ότι αυτή η πολύ χοντροκομμένη προβοκάτσια, καθώς και η βιαστική αμέσως μετά υπογραφή του νόμου από τον Μακρόν, θα ενισχύσουν την κινητοποίηση! Σε κάθε περίπτωση, η άμεση απάντηση της διασυνδικαλιστικής στον Μακρόν, που νόμιζε ότι θα διασπούσε τα συνδικάτα προσκαλώντας τα να πάνε να φλυαρήσουν μαζί του, ήταν μια άμεση άρνηση αυτής της μανούβρας, της τόσο χοντροκομμένης, με άρνηση κάθε συνάντησης με την εκτελεστική εξουσία και ομόφωνο κάλεσμα για μια ενωτική αγωνιστική πρωτομαγιά. Στα μέσα λοιπόν του Απρίλη, ο αγώνας συνεχίζεται!]

του Χρήστου Ιωνά, 11/4/2023

[Περιοδικό «4», τεύχος 10, προδημοσίευση –Le même en français]

Τώρα, αρχές Απριλίου, εξακολουθεί να είναι δύσκολο να απαντηθεί αν η κυβέρνηση του Μακρόν λογικευτεί τελικά και αποσύρει, όπως της το ζητάνε εδώ και πάνω από δύο μήνες το 70% των Γάλλων και το 95% των μισθωτών, το νόμο για επέκταση των ετών εργασίας. Είναι πλέον καταφανές ότι το πολιτικό σχέδιο του Μακρόν είναι πλήρως μειοψηφικό και ότι η συνδικαλιστική ενότητα πάνω σε μια συγκεκριμένη διεκδίκηση (64 ετών, είναι ΌΧΙ!”) αποτέλεσε το κλειδί για την επιτυχία των κινητοποιήσεων, παρά τα σημερινά όρια του κινήματος.

Η φούσκα Μακρόν έσπασε

Το θυμόμαστε: το 2017, ο Μακρόν είχε εκλεγεί πρόεδρος προτείνοντας ένα πολιτικό σχέδιο που ο ίδιος το χαρακτήριζε “ούτε αριστερό ούτε δεξιό”. Εάν η μπλόφα αυτή, του μεγαλοτραπεζικού στελέχους, δούλεψε στην αρχή, η διάθεσή του ωστόσο να επιβάλει, μόλις επανεξελέγει, το 2022, μια επέκταση κατά δύο χρόνια του χρόνου εργασίας, ανεβάζοντας την ηλικία συνταξιοδότησης στα 64 έτη, έγινε αμέσως αντιληπτή για αυτό που είναι: ένα καθαρά δεξιό σχέδιο, που στηρίζεται σε ψέματα, τα οποία κατέρριψαν πολύ γρήγορα οι οικονομολόγοι ειδικοί.

  • Έτσι, όταν ο Μακρόν προβάλει τη “μεταρρύθμισή” του ως αναγκαία για να σώσει το συνταξιοδοτικό σύστημα, οι ειδικοί και τα συνδικάτα απέδειξαν, αντίστροφα, ότι το έλλειμμα, μικρό και βραχυχρόνιο, δεν θέτει με κανέναν τρόπο σε κίνδυνο το σύστημα.
  • Και ίσως πιο σημαντικό είναι η μαζική απόρριψη του επιχειρήματος, του υποτιθέμενου “κοινού νου”, ότι αφού ζούμε περισσότερο θα πρέπει να δουλεύουμε και περισσότερο. Το πλειοψηφικό αίσθημα είναι ότι, αντίθετα, αν υπάρχει πρόοδος, που μας επιτρέπει να ζούμε περισσότερο, τότε η πρόοδος αυτή θα πρέπει να μεταφραστεί και στις συνθήκες ζωής, εργασίας και σύνταξης, όπως είχε γίνει και το 1981, τότε που η ηλικία συνταξιοδότησης μειώθηκε από τα 65 στα 60 έτη!
  • Επιπλέον, καθώς η εργοδοσία έχει για κοινή πρακτική της να απολύει τους πιο ηλικιωμένους εργαζομένους της, πολλοί ήταν αυτοί που κατάλαβαν πολύ καλά πως η επέκταση της συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64 έτη θα σήμαινε απλώς δύο χρόνια επιπλέον στην ανεργία.
  • Και ακόμα περισσότερο, με τη συσσώρευση της εμπειρίας να το βοηθάει, όλος ο κόσμος κατάλαβε πολύ καλά πως το σχέδιο του Μακρόν και της εργοδοσίας είναι, στο βάθος, να συνεχίσει τη διάλυση του αναδιανεμητικού συστήματος. Το σχέδιο να επιβληθούν ταμεία συνταξιοδότησης με βάση την κεφαλαιοποίηση παραμένει το κλειδί των επιθέσεων ενάντια στα εργατικά κεκτημένα της κοινωνικής προστασίας.

Και αυτό που επίσης γίνεται εμφανές για πολύ κόσμο είναι ότι όταν ο Μακρόν, που βγήκε για να εμποδίσει την Μαρίν Λε Πεν να γίνει πρόεδρος της Δημοκρατίας, παριστάνει πως οι Γάλλοι ψήφισαν τη συνταξιοδοτική “του” μεταρρύθμιση, αυτό που τους επιβεβαιώνει είναι πως, θέλοντας να γίνει ο γάλλος Θάτσερ, αυτό που επιχειρεί στην πραγματικότητα κατά τη δεύτερη θητεία του είναι να περάσει με τη βία τη διάλυση, ή την ολοκλήρωσή τους, όλων ή των περισσότερων από τα κεκτημένα του εργατικού κινήματος.

  • Επιθέσεις κατά των συντάξεων, κατά του δημόσιου σχολείου, με τις προσπάθειες να επιβληθεί ένας “αξιοκρατικός” μισθός, ενάντια στο δημόσιο νοσοκομείο με την έλλειψη θέσεων που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από την ελληνική κατάσταση, ενάντια στα δημοκρατικά δικαιώματα, με έναν ιδιαίτερα αντισυνδικαλιστικό μακαρθισμό…
  • Για ένα μεγάλο τμήμα των διαδηλωτών, καθώς και για το 70% των Γάλλων που στηρίζουν τις κινητοποιήσεις, αποκαλώντας τον Μακρόν “Πρόεδρο των πλουσίων”, για να μην πούμε και των υπερ-πλουσίων, όπως ο Bernard Arnault (ο πιο πλούσιος άνθρωπος στον κόσμο αυτή τη στιγμή, 11/4/2023) ή η Bettencourt (η πιο πλούσια γυναίκα του κόσμου), αυτό δεν γίνεται μόνο για τα δώρα που κάνει στην εργοδοσία, αλλά και γιατί, περισσότερο και από τον Σαρκοζύ ή τον Ολάντ, επιτίθεται μετωπικά στον κόσμο της εργασίας.

Ο Μακρόν και το περιβάλλον του είναι πολύ κοντά στα σχέδια του Ναπολέοντα του 3ου που περιέγραφε ο Μαρξ!

Ανικανότητα και καταστολή

Μια από τις πιο σοβαρές πλευρές για τον Μακρόν και τους υποστηριχτές του είναι ότι με τη μάχη για τις συντάξεις κατέρρευσε και ο μύθος ενός μακρονικού πολιτικού συστήματος καλών τεχνοκρατών, με πετυχημένη επικοινωνία. Έτσι:

  • Η “μεταρρύθμιση” παρουσιάστηκε ως το μέσον για να μπορέσουν όλοι οι μελλοντικοί συνταξιούχοι να έχουν μια σύνταξη τουλάχιστον 1.200 ευρώ. Ο υπουργός εργασίας, ο Ντυσόπτ, μεσαίο στέλεχος του Σοσιαλιστικού Κόμματος που πέρασε στο μακρονισμό και υποτιθέμενος μάλιστα εκφραστής της “αριστερής πτέρυγας” του μακρονισμού, είχε αναλάβει να παρουσιάσει τη μεταρρύθμιση: απέναντι στην απόδειξη, από έναν οικονομολόγο, του πόσο ψέμα ήταν αυτό το ποσό του ελάχιστου 1.200 ευρώ, άρχισε να τα μασάει και η αλήθεια αποκαλύφθηκε: δεν είναι παρά μόνο 10 με 20.000 συνταξιούχοι από κάθε γενιά που θα είχαν δικαίωμα σε αυτό το ελάχιστο!
  • Ο ίδιος υπουργός γελοιοποιήθηκε ακόμα περισσότερο όταν τόλμησε να θέλει να σερβίρει τη μεταρρύθμισή του ως “αριστερή”, την ώρα που και η πρωθυπουργός αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι, αντίθετα απ’ό,τι υποστήριζε στην αρχή, η μεταρρύθμιση θα αποτελούσε πρόσθετη διάκριση κατά των γυναικών…
  • Αλλά ακόμα και ο τρόπος με τον οποίο σερβιρίστηκε η μεταρρύθμιση συμμετείχε σε αυτή την απουσία διαφάνειας: η επέκταση από τα 62 στα 64 έτη παρουσιάστηκε στο πλαίσιο ενός διορθωτικού νομοσχεδίου αναμόρφωσης του προϋπολογισμού της κοινωνικής ασφάλισης και, για πολλούς συνταγματολόγους, αυτό αποτελεί ένδειξη “απουσίας ειλικρίνειας” η οποία θα μπορούσε να καταστήσει το μέτρο αντισυνταγματικό, χωρίς να ξεχνάμε και τα άλλα στοιχεία στο όριο της νομιμότητας, όπως η προσφυγή σε πολλά από τα “μοναρχικά” ή “πραξικοπηματικά” άρθρα του γαλλικού Συντάγματος (το “διαρκές πραξικόπημα” όπως το είχε χαρακτηρίσει ο Μιτεράν… πριν το χρησιμοποιήσει και ο ίδιος αφού εκλέχτηκε πρόεδρος!), με τα οποία αποφεύχθη η ουσιαστική συζήτηση και ψήφιση από τη Βουλή.

Ίσως ποτέ άλλοτε δεν είχε φανεί τόσο καθαρά ο αντιδημοκρατικός χαρακτήρας της 5ης Γαλλικής Δημοκρατίας και αυτό είναι σημαντικό πολιτικό γεγονός που συνέβαλε στο να εκτιναχθεί η μαζικότητα των διαδηλώσεων (3,5 εκατομμύρια στους δρόμους) ακριβώς μετά από την υιοθέτηση του νόμου. Η τελευταία έγινε με βάση μία από αυτές τις “τυραννικές” διευθετήσεις, του περίφημου άρθρου 49-3, αν και δεν είναι η μόνη αμφισβητούμενη σε όλη αυτή τη διαδικασία. Έτσι, η πρόταση του Μελανσόν για μια νέα, 6η Δημοκρατία, ή του NPA για την ανάγκη συνταγματικής συνέλευσης παίρνουν μια όλο και πιο συγκεκριμένη διάσταση.

Με την εξουσία να είναι όλο και πιο απομονωμένη, ο Μακρόν καταφεύγει, έτσι, σε ένα μέσο που βρίσκεται στη βάση του ντεγκωλικού συντάγματος: την καταστολή του εργατικού κινήματος. Μετά από μια φάση σχετικής μετριοπάθειας -ίσα-ίσα να φανεί μια “αλλαγή” σε σχέση με τις φασιστοειδείς μεθόδους του προηγούμενου αρχηγού της αστυνομίας-, ο νέος αρχηγός της, προφανώς με πολιτική οδηγία, απέναντι στη διατήρηση και ενίσχυση των κινητοποιήσεων, ξαμόλησε τους πάνοπλους και υπερεξοπλισμένους αστυνομικούς του. Παρά τους πολλούς τραυματισμούς που προκλήθηκαν, παρά μια αληθινά πολεμική σκηνοθεσία για μια οικολογική διαδήλωση, οι διαδηλώσεις συνεχίζουν και απαιτούν ιδιαίτερα τη διάλυση ορισμένων από αυτά τα υπερβίαια (και συχνά ακροδεξιά) αστυνομικά σώματα ή και την παραίτηση του υπουργού εσωτερικών, Νταρμανέν, ενός παλιού μέλους της μοναρχικής ακροδεξιάς που περνιέται ο ίδιος για νέος Σαρκοζύ και που θέλει να γίνει χαλίφης στη θέση του χαλίφη!

Η καταστολή αυτή, όμως, μοιάζει η ίδια ως ομολογία αδυναμίας, πράγμα που ανησυχεί και ένα τμήμα της αστικής τάξης. Όταν ο Νταρμανέν αρχίζει να απειλεί όχι μόνο αυτό που ονομάζει “ακροαριστερά” (τον Μελανσόν!), αλλά ακόμα και τη Λίγκα για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (η οποία είχε ιδρυθεί τον 19ο αιώνα για να υποστηρίξει τον Ντρέυφους), ακόμα και οι κοντινοί του Μακρόν αρχίζουν να ενοχλούνται δημοσίως.

Ένα πρώτο αποτέλεσμα αναδύεται καυστικά για το σχέδιο Μακρόν: μια δημοσκόπηση δείχνει πως, αν γίνονταν προεδρικές εκλογές σήμερα, τότε η φασίστρια Μαρίν Λε Πεν θα κέρδιζε τον Μακρόν, με 54%. Δεν είναι περίεργο αυτό: όλη η συνδικαλιστική και πολιτική αριστερά προειδοποιεί τον Μακρόν πως παίζει με τη φωτιά και ότι το κόμμα της Λε Πεν, που είναι τελείως έξω από το ζήτημα των συντάξεων, θα μπορούσε ωστόσο να επωφεληθεί παραδόξως από την κατάσταση.

Αλλά, όπως το θύμιζε πρόσφατα και ο Ολιβιέ Μπεζανσενό, παραπέμποντας στον Ντανιέλ Μπενσαΐντ, ο πολιτικός χρόνος μπορεί να διαφέρει από τον κοινωνικό χρόνο και η αριστερά, που σήμερα μπορεί να φαίνεται ακόμα ως αυτή των φιλελεύθερων πολιτικών του Ζοσπέν (με τον Μελανσόν τότε υπουργό του…) και του Ολάντ, θα μπορούσε αύριο να ξανακερδίσει πολιτική φερεγγυότητα. Αλλά, για να γίνει κάτι τέτοιο, υπάρχει μια προϋπόθεση: μια νίκη στο ζήτημα των συντάξεων. Ήδη, όπως το προτείνει το NPA, είναι σημαντικό να συγκλίνουν όλες οι αριστερές πτέρυγες, η κοινωνική, η συνεργατική, η πολιτική, για να συζητήσουν για το τί θα μπορούσε να αποτελέσει αριστερό σχέδιο σε ρήξη με τις προηγούμενες εμπειρίες και αποτυχίες. Επομένως, χρειάζεται επειγόντως μια νίκη των κινητοποιήσεων!

Ένα κίνημα που έχει ήδη κατά πολύ νικήσει!

Όπως το είδαμε, το κίνημα αυτό διακρίνεται από τα προηγούμενα -και από τα κινήματα για τις συντάξεις του 2010 ή του 2019 και από τα Κίτρινα Γιλέκα- από μια μαζική του πολιτικοποίηση απέναντι στα ψέματα και στις αντεργατικές φιλοδοξίες της κυβέρνησης. Μπορούμε να το διαισθανθούμε αυτό από τα συνθήματα και από ορισμένες οργανωτικές μορφές του κινήματος. Έτσι, ένα από τα πιο δημοφιλή συνθήματα είναι ένα “ιστορικό” λογοπαίγνιο: “Μας βάζεις 64, σου βάζουμε 68” (Μάη), που κάνει μια σύνδεση με τη μεγαλύτερη εργατική απεργία στη Γαλλία.

Η δύναμη της κινητοποίησης είναι, πρώτον, οι ίδιοι οι αριθμοί των διαδηλωτών κατά τις 11 εθνικές ημέρες που οργανώθηκαν από τα μέσα Γενάρη και ιδιαίτερα ο πολλαπλασιασμός των διαδηλώσεων σε μικρές πόλεις, που ενίοτε δεν είχαν ποτέ καταγράψει διαδήλωση. Ορισμένες πόλεις άρχισαν να διαδηλώνουν μόνο κατά την 11η ημέρα κινητοποιήσεων, απόδειξη του ριζώματος του κινήματος, που ακριβώς ανησυχεί την εξουσία και τους μακρονικούς της βουλευτές, οι οποίοι αναγκάζονται να λογοδοτούν στις τοπικές τους περιφέρειες. Δεύτερον, και κυρίως, δεν πρέπει να ξεχνάμε την πολύ πλούσια καθημερινή δραστηριοποίηση της διαμαρτυρίας σε πολλά μέρη: με αποκλεισμούς δρόμων, σιδηροδρομικών σταθμών, διυλιστηρίων, καθώς και τη μαθητική και φοιτητική νεολαία να μπαίνει πλέον στο κίνημα, με αποκλεισμούς λυκείων και ακόμα και καταλήψεις πανεπιστημίων…

Ο ένας καθοριστικός παράγοντας της επιτυχίας του κινήματος είναι η ενότητα μεταξύ των συνδικάτων, που όλα τους έχουν πάρει εντολή από τη βάση τους να αρνηθούν τα δύο πρόσθετα έτη. Αυτό δεν ακυρώνει βέβαια καθόλου τον βαθιά ρεφορμιστικό χαρακτήρα των συνδικαλιστικών ηγεσιών, που έχουν ως στρατηγική τους κουλτούρα να αποφεύγουν τη σύγκρουση δυνάμεων. Αλλά ακόμα και αν ο ηγέτης της CFDT (του μεγαλύτερου συνδικάτου στη Γαλλία) θα προτιμούσε να “διαπραγματευτεί” με τον Μακρόν, είναι ωστόσο δεσμευμένος από το συνέδριό του στο ΟΧΙ στην επιμήκυνση των χρόνων εργασίας. Το ίδιο και η CGT, παρά τα αρκετά σεχταριστικά λόγια ορισμένων της στο τελευταίο της συνέδριο, η ενότητα κατά των 64 ετών επικυρώθηκε.

Δυσκολεύεται κανείς στην Ελλάδα να φανταστεί τη σημασία αυτής της ενότητας στη διεκδίκηση για την τόνωση της εμπιστοσύνης στις κινητοποιήσεις, την ώρα που η εξουσία κάνει τα πάντα για να προσπαθήσει να διασπάσει και να την σπάσει. Ακούγοντας τον Λοράν Μπερζέ (CFDT) να μιλάει σήμερα, απέναντι στο πείσμα του Μακρόν, για πρόβλημα “κοινωνικής δημοκρατίας” καταλαβαίνει πόσο το ίδιο το κίνημα έχει προχωρήσει: γιατί μια τέτοια διαπίστωση θέτει στη συνέχεια το ερώτημα του “τί κάνουμε;”. Μια θετική επίπτωση είναι άλλωστε ήδη πραγματική με την ανάκαμψη του ποσοστού των συνδικαλισμένων, σε μια χώρα όπου το ποσοστό συνδικαλισμένων είναι πολύ χαμηλό.

Όμως, αυτό που είναι επίσης προφανές και θέτει πρόβλημα είναι η σχεδόν πλήρης απουσία αυτοοργάνωσης ώς τώρα: όλες οι δράσεις ώς τώρα έγιναν από συνδικαλιστικές αποφάσεις και όχι από γενικές συνελεύσεις συνδικαλισμένων και μη. Ακόμα και οι λίγες γενικές συνελεύσεις που διοργανώθηκαν ώς σήμερα, για παράδειγμα στην εκπαίδευση, συγκέντρωσαν το πολύ μερικές δεκάδες απεργούς, που επιπλέον είναι αυτοί που συνήθως ήδη γνωρίζονταν μεταξύ τους μέσα από τα πολιτικά δίκτυα. Κατά δεύτερον, έτσι, επίσης πρόβλημα παραμένει η απουσία ώς τώρα πραγματικά επαναλαμβανόμενων απεργιών. Η απεργία που κηρύχθηκε για για τις 7 Μαρτίου, ασφαλώς όχι με τον πιο πειστικό τρόπο, δεν έδωσε, έτσι, ιδιαίτερα αποτελέσματα από αυτή τη σκοπιά. Σε ορισμένους μάλιστα τομείς (διυλιστήρια, τρένα, …), οι απεργοί αρνούνται να λειτουργήσουν ως υποκατάστατα μιας τεράστιας πλειοψηφίας που δεν θα προχωρούσε σε επαναλαμβανόμενη απεργία.

Για την εξήγηση αυτού, υπάρχουν πολλοί παράγοντες: χρηματικές δυσκολίες, παρά τη στήριξη των απεργιακών ταμείων, αλλά και το βάρος των προηγούμενων ηττών, χωρίς να λογαριάσουμε και το πολιτικό πλαίσιο μιας αριστεράς που παραμένει διασπασμένη ανάμεσα, π.χ., στην Ανυπότακτη Γαλλία, που έκανε μια γερή δουλειά αντιπολίτευσης στις συζητήσεις στο Κοινοβούλιο, και στο Κομμουνιστικό Κόμμα, που βοηθάει στην πράξη την κυβέρνηση επικεντρώνοντας την κριτική του στο NUPES (που είναι μια συσπείρωση της κοινοβουλευτικής αριστεράς, με τη μεγάλη πλειοψηφία να ανήκει στην Ανυπότακτη Γαλλία…), στο οποίο εξάλλου ανήκει, και μάλιστα με στόχο να διευρύνει την αριστερά στους φίλους του Ολάντ, τους φανατικούς φιλελεύθερους!

Σε αυτές τις συνθήκες, το διακύβευμα προφανώς δεν είναι η προσφυγή σε επαναστατική συνθηματολογία, για την ανάδειξη μιας υποτιθέμενης πρωτοπορίας ενάντια στις “προδοτικές ηγεσίες”. Γιατί, αν αυτό επέτρεπε τη στρατολόγηση ορισμένων σεκταριστών, αυτοί βρίσκονται πολύ πίσω από την προφανή γενική πολιτικοποίηση του κινήματος. Δυστυχώς είναι αυτό που, για παράδειγμα, κάνουν ομάδες που έφυγαν από το NPA, όπως οι μορενικοί ή η τάση “Αντικαπιταλισμός και επανάσταση”, των οποίων η στρατηγική οδηγεί ήδη σε πλήρη αποτυχία, καθώς θέλει να απομονώσει ένα ριζοσπαστικό κομμάτι που θα αναδυόταν μαγικά χάρη σε αφηρημένες εκκλήσεις για αυτοοργάνωση.

Το NPA, του οποίου η θέση στην κινητοποίηση συχνά χαιρετίζεται, προτείνει, από την πλευρά του, μια ενεργοποίηση μέσα στο κίνημα που να συνδέει τη σημασία διατήρησης της ενότητας από τη βάση ώς την κορυφή με την υπομονετική οικοδόμηση μορφών αυτοοργάνωσης, οι οποίες θα μπορέσουν να παίξουν κρίσιμο ρόλο για τη συνέχεια του κινήματος, καθώς αυτό δεν μπορεί πλέον να είναι απλώς επανάληψη κινητοποιήσεων μιας μέρας σε εθνική κλίμακα. Και υπάρχει και μια πρόταση του NPA που συζητιέται όλο και περισσότερο: για μια εθνική διαδήλωση στο Παρίσι. Αυτή θα αποκτήσει το νόημά της, βέβαια, με βάση την αναμενόμενη απάντηση, στις 14 Απριλίου, του Συνταγματικού Συμβουλίου, για τη νομιμότητα του νόμου που υιοθετήθηκε με το hold-up του κοινοβουλίου από τον Μακρόν και την Μπορν.

Σε κάθε περίπτωση, ο αγώνας συνεχίζεται!

Χρήστος Ιωνάς

11 Απριλίου 2023

«4» τεύχος 10, Μάης 2023

[Le même en français]


https://tpt4.org/?p=8531

There are 2 comments

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s