Περιοδικό “4”, τεύχος 9, Νοέμβρης 2022
| Ο δρόμος προς την κάλπη / Η αδύνατη ανάπτυξη / Πληθωρισμός και αισχροκέρδεια / Η ελληνοτουρκική σύγκρουση / Η Αριστερά μπροστά στις εκλογές |
Editorial
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη διαφήμιζε για χρόνια την ιδέα της εξάντλησης της κυβερνητικής θητείας της περήφανα ως ένδειξη της σοβαρότητας και της ηθικής ανωτερότητάς της. Μετά από δισταγμούς και αντιφάσεις αυτό το καλοκαίρι, η εξάντληση της τετραετίας τής επιβλήθηκε όχι σαν αρετή άλλα σαν αναγκαιότητα και έχει μετατραπεί σε αργό και βασανιστικό πολιτικό Γολγοθά. Κάθε μέρα που περνάει – μέσα στην κρίση του βιοτικού επιπέδου και κάτω από τη σκιά της πολεμικής απειλής με την Τουρκία – φέρνει φθορά και δοκιμασία.
Ο μακρύς δρόμος προς την κάλπη
Η αποκάλυψη της παρακολούθησης του Ανδρουλάκη του ΠΑΣΟΚ από την ΕΥΠ έκαψε το χαρτί της εφεδρείας του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ στους εκλογικούς σχεδιασμούς του Μητσοτάκη. Ο Ανδρουλάκης επέλεξε το δρόμο της ηρωοποίησής του υπό τη συνοδεία των ήχων της ορχήστρας του ΣΥΡΙΖΑ. Η ΝΔ επανασχεδιάζει τώρα την τακτική της στην κατεύθυνση ενός σκηνικού πόλωσης που θα εξαφανίσει το “κέντρο” αφού δεν είναι συνεργάσιμο (αλλά θα ενισχύσει το ΣΥΡΙΖΑ) και στο βάθος υπάρχει το ενδεχόμενο αλλαγής του εκλογικού νόμου ώστε αν χρειαστούν γίνουν δεύτερες εκλογές να διενεργηθούν με ενισχυμένη αναλογική και πρωτοφανές μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα.
Όσοι έλπιζαν σε επανασύσταση του μεγάλου ευρωπαϊστικού τόξου, στη δευτέρα παρουσία των μνημονιακών μετώπων σωτηρίας, θα πέσουν στο κενό της αβύσσου που θα ανοίξει ανάμεσα σε ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ και πιθανά ενός νέου εκλογικού συστήματος που θα συμπιέσει τα μικρά κόμματα.
Η συγκυρία αυτή επιτρέπει την αργή επανασυσπείρωση και αντεπίθεση του ΣΥΡΙΖΑ με μια κλασική αντιπολίτευση λαϊκισμού, σκανδαλολογίας και ενίοτε εθνικής πλειοδοσίας για να καλύψει την ιδεολογική εξάντληση και την απουσία του μεγαλύτερου όπλου κάθε αντιπολίτευσης: την καλλιέργεια ελπίδας για το μέλλον. Ο παπανδρεϊσμός του 2011-2015 του Τσιπρά, η ειδική σχέση των μαζών με τον “αρχηγό”, είναι ντεμοντέ και στην πραγματικότητα ο αρχηγός είναι σύμβολο αναξιοπιστίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί σήμερα με τον Πάτση να “πατσίσει” με τη Νέα Δημοκρατία για ό,τι πέρασε στη διάρκεια της δικής του θητείας από τα πραγματικά ή υποτιθέμενα δικά του σκάνδαλα, το πτυχίο του Καρανίκα ή το “Ρασπούτιν” Παπαγελλόπουλο. Και δεν είναι ιδιαίτερο δύσκολο – με τον τρόπο που η ΝΔ που έχει μοιράσει την πίτα του κρατικού προϋπολογισμού – κάθε δευτέρα πρωί τα λαγωνικά του ΣΥΡΙΖΑ να αποκαλύπτουν και ένα καινούργιο σκάνδαλο στα social media, το μόνο πεδίο των “κοινωνικών αγώνων” στο οποίο το κόμμα της Προοδευτικής Συμμαχίας είναι ενεργό. Το ερώτημα είναι “ποιο το πολιτικό σχέδιο; Τι εναλλακτική; Ο περιορισμός κάποιων “ακροτήτων” της Δεξιάς δεν είναι ικανός να παράσχει “εναλλακτική”.
Παρότι ο δρόμος προς τη νίκη δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, η ΝΔ παραμένει φαβορί. Γιατί η ΝΔ έχει συσπειρώσει γύρω της το μεγαλύτερο μέρος της αστικής τάξης, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει την ενεργητική υποστήριξη της εργατικής και η κοινωνική δυσαρέσκεια των μικρομεσαίων έχει τάσεις ακροδεξιάς διαφυγής.
Από τον πρώτο αναπτυξιακό νόμο, τα κονδύλια “για τη στήριξη του τύπου” μέχρι και τις αναθέσεις έργων χωρίς διαγωνισμό “υπό τις έκτακτες συνθήκες της πανδημίας” η κυβέρνηση έχει επιλέξει ένα τυπικό νεοελληνικό τρόπο διαχείρισης των δημοσίων οικονομικών που δένει επιχειρηματικά συμφέροντα γύρω από το κέντρο της.
Από τα προγεφυρώματα που προσπάθησε να χτίσει προς την αστική τάξη ο ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο που κυβερνούσε (Δασκαλόπουλος του ΣΕΒ, οικογένεια Κόκκαλη, Σαββίδης, φιλική “διαμεσολάβηση” προς Μελισσανίδη για το γήπεδο της ΑΕΚ) λίγα πράγματα απομένουν. Το ρωσόφιλο μπλοκ έχει αποκτήσει κοινοβουλευτικό διάδρομο μέσω Βελόπουλου. Απέναντι στην κυβέρνηση στέκεται ο ιδιοκτήτης του Ολυμπιακού, του MEGA και των εφημερίδων του πάλαι ποτέ ΔΟΛ. Ο Μαρινάκης είχε παλιές “διαφωνίες” με τις κυβερνητικές επιλογές στο Λιμάνι και γι’ αυτό το λόγο διεμβόλισε την παράταξη της ΝΔ στον Πειραιά και εξασφάλισε τον έλεγχο του Δήμου. Η σύγκρουσή του ωστόσο με την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν πολύ σκληρότερη. Διατήρησε την παραδοσιακή στήριξη του συγκροτήματος ΔΟΛ στο ΠΑΣΟΚ μ’ έναν έντονα όμως αντι-ΣΥΡΙΖΑ τόνο μέχρι τώρα. Ενδεχομένως εξαιτίας της ανάληψης μεγάλων δημόσιων έργων από τις κοινοπραξίες Βαρδινογιάννη και Μυτιληναίου στρέφεται με δριμύ τρόπο εναντίον της κυβέρνησης με σκοπό να την εκβιάσει. Θα επαναληφθεί η ιστορία και ο Μαρινάκης θα γίνει για τον Μητσοτάκη υιό ότι υπήρξε ο Αριστείδης Αλαφούζος για τον Μητσοτάκη πατέρα;
Η τελική ήττα του πατέρα Μητσοτάκη, βέβαια, δεν ήταν σε τελευταία ανάλυση αποτέλεσμα της αποστασίας του Σαμαρά και τη δημιουργία της Πολιτικής Άνοιξης αλλά της κοινωνικής αγανάκτησης εναντίον της κυβέρνησής του. Η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του υιού είναι απρόσβλητη και η κοινή γνώμη δεν είναι στον ίδιο βαθμό μαινόμενη κατά της κυβέρνησης.
Σε κάθε περίπτωση, πολιτική σταθερότητα με ισχυρή κυβέρνηση Νέας Δημοκρατίας είναι προοπτική καθόλα αρεστή στις ελίτ εντός και εκτός ελλαδικού χώρου. Όμως η αστική τάξη είναι μεγάλη “στο πορτοφόλι”, μικρή σε αριθμούς. Η Νέα Δημοκρατία μπορεί να κυβερνά για χάρη της αστικής τάξης διότι έχει εξασφαλίσει την υποστήριξη σημαντικής μερίδας των μικροαστικών στρωμάτων, των συνταξιούχων και ενός μικρού τμήματος εργαζομένων. Η κοινωνική κατάσταση έχει δραματική χειροτερεύσει, μια βουβή δυσαρέσκεια είναι υπαρκτή και οι ελπίδες από το μέλλον μετρημένες. Η ΝΔ παραμένει φαβορί αλλά το κοινωνικό εκλογικό μπλοκ του Σεπτεμβρίου του 2019 δεν είναι καθόλου δεδομένο.
Η αδύνατη ανάπτυξη
Η “Ελλάδα της δημιουργίας”, “η Ελλάδα της επιχειρηματικότητας”, η περιορισμένης πειστικότητας αυθυποβολή μεγαλείου του ελληνικού καπιταλισμού η οποία καλλιεργήθηκε από τον Κυριάκο Μητσοτάκη βυθίστηκαν άπατα μέσα στην πανδημία και το παγκόσμιο πληθωριστικό κύμα. Έχει δικαιολογία ότι “η ζωή τα έφερε αλλιώς”. Σε κάθε περίπτωση, οποιαδήποτε επίκληση κάποιου μεγάλου άλματος προς τα εμπρός είναι σήμερα χλωμότερη απ’ ό,τι 4 χρόνια πριν. Μέσα στο 2022 καλύφθηκαν οι απώλειες της πανδημίας του 2021 αλλά οι προοπτικές ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια (2% το 2023 σύμφωνα με την τελευταία εκτίμηση της Τράπεζας της Ελλάδας) παρουσιάζονται ισχνές. Δεν διαφαίνεται καμία προοπτική γρήγορης ανάκτησης των απωλειών της καταστροφικής δεκαετίας του 2010.
Η αναιμική ανάκαμψη οφείλεται αποκλειστικά στο τουριστικό συνάλλαγμα και τον ευρωπαϊκό μηχανισμό του RFF. Επιτράπηκε από την προσωρινή χαλάρωση της δημοσιονομικής λιτότητας και την αύξηση του συνολικού ελλείμματος της κυβέρνησης. Η απόλυτη εξάρτηση του “εθνικού εισοδήματος” από τον τουριστικό τομέα έχει συνέπειες βαθιά αρνητικές. Οι παλινωδίες στη διαχείριση της πανδημίας από την κατάσταση πολιορκίας των χειμώνων στα covid-free ελληνικά καλοκαίρια ήταν μόνο μια από τις πιο κραυγαλέες. Η πτώση της ανεργίας στη χώρα έχει πάρει τη μορφή της ανόδου της τουριστικής ημι-απασχόλησης. Ο πληθωρισμός για το μεγαλύτερο διάστημα του προηγούμενου έτους ήταν υψηλότερος (έως και 12% το Σεπτέμβριο) από το μέσο όρο της ευρωζώνης και η απώλεια της αγοραστικής δύναμης για τους χαμηλόμισθους εκτιμάται από το ΙΝΕ της ΓΣΕΕ (Δελτίο Οικον. Εξελίξεων Νοέμβρης 2022) ως και 40% για τους χαμηλόμισθους.
Η βασική φιλοσοφία του Μητσοτάκη ήταν ότι ο “πόνος θα γίνει χάδι”, οι ωδίνες των απορρυθμίσεων θα δώσουν τη θέση τους σε μια εκ των έσω αναγέννηση του ελληνικού καπιταλισμού. Τα πράγματα προφανώς δεν εξελίσσονται κατ’ αυτό τον τρόπο. Ζούμε σε μια εποχή τεράστιων κρατικών παρεμβάσεων διεθνώς στην οικονομία, χθες στήριξης της αγοράς ομολόγων, της χτυπημένης από την πανδημία οικονομίας, σήμερα του ενεργειακού τομέα. Ο (ελληνικός) καπιταλισμός δεν δουλεύει αλλά δεν υπάρχουν εναλλακτικές στο σύστημα από “τα αριστερά”.
Πληθωρισμός και αισχροκέρδεια
Στην πραγματικότητα, “διαχειριστικές” και “αντισυστημικές” φωνές στα αριστερά συντείνουν στην ίδια βασική ιδέα ότι ο πληθωρισμός είναι αποτέλεσμα αισχροκέρδειας με τις τιμές ενέργειας. Είναι προφανές ότι ο τρόπος που έγινε η απορρύθμιση της αγοράς ενέργειας στην Ελλάδα οδήγησε σε γρηγορότερη μετακύλιση των αυξημένων τιμών στο τελικό καταναλωτή, σε ακριβότερη κατά μέσο όρο κιλοβατώρα, και οι εταιρείες ενέργειας έστησαν ένα κερδοσκοπικό πάρτι πάνω στις ανοδικές τάσεις των διεθνών τιμών. Τα νοικοκυριά δεν επωφελήθηκαν ποτέ από τις μειωμένες τιμές της ενέργειας στα μέσα της προηγούμενης δεκαετίας και αντίθετα επιβαρύνθηκαν υπέρμετρα από τις αυξήσεις του τελευταίου έτους. Η κυβέρνηση απέφυγε την άμεση φορολογία των μυθικών υπερκερδών γιατί δεν ήθελε να “επηρεάσει” το νέο τοπίο της απελευθερωμένης ενέργειας στην Ελλάδα αρνητικά με ιδιαίτερη έμφαση στη βιωσιμότητα του νέου ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ΔΕΗ. Παρότι η κερδοσκοπία των εταιρειών ενέργειας αντεπιδρά επί του πληθωρισμού και φυσικά τον αυξάνει, οι προϋπάρχουσες πληθωριστικές πιέσεις είναι η αιτία και όχι το αποτέλεσμα της αισχροκέρδειας. Ακόμη κι αν φορολογήσει άγρια τις ενεργειακές εταιρείες, βάλει πλαφόν στις τιμές ενέργειας, δεν θα είναι αρκετό για την ελληνική κυβέρνηση να αντιμετωπίσει στη ρίζα του τον πληθωρισμό. Οι αισχροκερδείς τακτικές αναπτύσσονται πάνω σε πραγματικές κινήσεις της παγκόσμιας οικονομίας, την αδυναμία παραγωγικής επένδυσης και αξιοποίησης του πακτωλού χρήματος που διοχετεύτηκε στην παγκόσμια οικονομία για την αντιμετώπιση πρώτα της κρίσης και ύστερα της πανδημίας.
Η μεγάλη ύφεση της δεκαετίας του 1970 πυροδοτήθηκε από την πετρελαϊκή κρίση αλλά δεν δημιουργήθηκε από αυτή. Ο στασιμοπληθωρισμός που ακολούθησε στις αναπτυγμένες οικονομίες της δύσης υποχώρησε πολύ αργότερα από τις τιμές της ενέργειας. Οι παρεμβάσεις στην αγορά ενέργειας θα μπορούσαν να εξασθενήσουν τις συνέπειες του πληθωρισμού αν οι εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών και των περισσότερων κεντρικών τραπεζών είναι σωστές, δηλαδή ότι ο πληθωρισμός είναι προσωρινό φαινόμενο και ότι με συντονισμένη μείωση των επιτοκίων θα αποκλιμακωθεί ήδη μέσα στο 2023. Οι εκτιμήσεις αυτών των οργανισμών σημειωτέον για την εξέλιξη του πληθωρισμού τα προηγούμενα έτη έχουν αναιρεθεί. Για να χρησιμοποιήσουμε ένα ακόμη, πιο χοντροκομμένο, παράδειγμα είναι σαν να απέδιδε κανείς την πείνα του 1941-44 όχι στη γερμανική κατοχή αλλά στους μαυραγορίτες.
Η κατακραυγή κατά της αισχροκέρδειας από την αριστερά, κοινός τόπος από την πιο mainstream ως την πιο ριζοσπαστική εκδοχή της καλύπτει την απουσία πραγματικής αντικαπιταλιστικής στρατηγικής απάντησης στη σημερινή οικονομική κρίση με ριζικές δομικές αναδιαρθρώσεις που θα πηγαίνουν μακρύτερα από την κριτική των “χρηματιστηρίων” και των “κερδοσκόπων”. Μια στρατηγική ριζικής αποεμπορευματοποίησης του τομέα της ενέργειας, συνολικής απεξάρτησης από τους υδρογονάνθρακες (και όχι σαν το ΚΚΕ άρνησης της “κλιματικής αλλαγής” και επιμονής στο λιγνίτη), οργάνωσή της παραγωγής και διανομής της ενέργειας υπό τον έλεγχο των εργαζομένων στην παραγωγή της ενέργειας και των εργαζομένων καταναλωτών ενέργειας, γενικά, είναι αναγκαία μέρη ενός ευρύτερου αντικαπιταλιστικού προγράμματος.
Η ελληνοτουρκική σύγκρουση
Η όξυνση του εχθρικού κλίματος μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας παρουσιάζεται από την κυβέρνηση, την αντιπολίτευση, τα ΜΜΕ αλλά και τους περισσότερους εγχώριους “αναλυτές” ως μονομερής κλιμάκωση της Τουρκικής προκλητικότητας η οποία αμφισβητεί ευθέως την ελληνική κυριαρχία στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Την ίδια ώρα πολλοί με προεξάρχοντα τον Πρωθυπουργό αποδίδουν την πολεμική ρητορική σε λόγους εσωτερικής κατανάλωσης στην Τουρκία, στην πίεση από τη δραματική κατάσταση της Τουρκικής οικονομίας με τον καλπάζοντα πληθωρισμό και τη δοκιμασία των επερχόμενων βουλευτικών εκλογών για την κυβέρνηση του AKP. Είναι θέατρο για εσωτερική κατανάλωση; Νταηλίκι ως μέρος ενός χονδροειδούς διπλωματικού εκβιασμού; Ή είναι έκφραση ενός πραγματικού γεωπολιτικού αναθεωρητισμού και επεκτατισμού της Τουρκίας απέναντι σε μια Ελλάδα που υπερασπίζεται το status quo;
Οι διαφορές για την υφαλοκρηπίδα, τον εναέριο χώρο και τον καθορισμό των θαλάσσιων συνόρων του Αιγαίου, που έφτασαν στην κορύφωσή τους με την κρίση του Σισμίκ τον Μάρτιο του 1987 και των Ιμίων-Καρντάκ έδειξαν ότι οι δύο χώρες δεν ήταν σε τελική ανάλυση έτοιμες για αποφασιστικές κινήσεις αλλαγής του status quo γύρω από τα ζητήματα αυτά, σε αντίθεση, για παράδειγμα, με τα γεγονότα της Κύπρου όπου είχαμε το ελληνικό πραξικόπημα και την Τουρκική εισβολή του 1974. Ακολούθησε μια μακρά περίοδο κατευνασμού στις διμερείς σχέσεις στις οποίες μάλιστα είχε συμβάλει η άνοδος της κυβέρνησης Ερντογάν που στην πρώτη περίοδό της επιδίωξε καλές διπλωματικές σχέσεις με όλα τα γειτονικά κράτη της Τουρκίας.
Αντίθετα με την επίσημη αφήγηση, είναι η ελληνική υποστήριξη στην προσπάθεια της Κύπρου να ορίσει ΑΟΖ στην Ανατολική Μεσόγειο χωρίς τη συμμετοχή της Τουρκίας και προηγούμενη λύση του Κυπριακού η αιτία που οδήγησε στην κλιμάκωση της έντασης ανάμεσα στις δύο χώρες. Είναι αυτή η μάχη για τη διαμόρφωση ενός νέου status quo στην Ανατολική Μεσόγειο που έχει ανασύρει και οξύνει κι όλες τις παλιές διαφορές. Η πολιτική απώθησης της Τουρκίας σε μια γεωγραφική ζώνη στην οποία διακυβεύονται ζωτικά συμφέροντά της βαραίνει ως ευθύνη την Ελληνική και κυπριακή πλευρά, που υπονόμευσαν την πιο πρόσφατη διαπραγματευτική διαδικασία του Crans-Montana και, πιθανά, τελευταία ευκαιρία για ομοσπονδιακή λύση του κυπριακού.
Η εξωτερική πολιτική της Τουρκίας δεν καθορίζεται απλά από εσωτερικές προτεραιότητες διαχείρισης της τουρκικής “κοινής γνώμης”. Η Τουρκία είναι σαφώς μια αναδυόμενη περιφερειακή οικονομική δύναμη με γεωπολιτικές φιλοδοξίες, “διψασμένη” για νέους ενεργειακούς πόρους, έχει επενδύσει εκτενώς στη δημιουργία ενός εξορυκτικού εξερευνητικού στόλου με στόχο την ανεύρεση και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στη θαλάσσια περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και βρίσκει μπροστά το εμπόδιο της Ελλάδας που επιχειρεί να υψώσει ένα τείχος διπλωματικής απομόνωσης. Ο πόλεμος σ’ αυτή την περίπτωση δεν είναι μια απλά μια πιθανότητα με όρους ατυχήματος. Ακόμη και η όξυνση των τελευταίων μηνών έχει προκληθεί πρακτικά από την κυβέρνηση Μητσοτάκη, όταν λίγες μέρες μετά την πρόσκλησή του από τον Ερντογάν να επισκεφθεί την Κωνσταντινούπολη και την προσπάθεια να αναθερμανθούν οι ελληνοτουρκικές σχέσεις, ο πρωθυπουργός μας στην επίσκεψή του στις ΗΠΑ ζήτησε από την κυβέρνηση Μπάιντεν να μη στείλει εκσυγχρονισμένα F-16 στην Τουρκία, κίνηση που εισπράχθηκε ως απόλυτη “κακοπιστία”, την ώρα που η ελληνική πολεμική αεροπορία εκσυγχρονίζεται.
Η Ελλάδα δένεται στο άρμα των Γαλλικών ιμπεριαλιστικών επιδιώξεων απώθησης της Τουρκικής επιρροής από το Μαγκρέμπ και τη Μέση Ανατολή, περιοχές που η Γαλλία θεωρεί “ζωτικό χώρο”. Υπογράφει αμυντικό σύμφωνο που επιτρέπει τη συμμετοχή ελληνικών δυνάμεων σε γαλλικές στρατιωτικές επιχειρήσεις που λίγη σχέση έχουν με την “εθνική άμυνα” και των δύο χωρών. Ο Έβρος μετατρέπεται σε μια από τις μεγαλύτερες αμερικανικές βάσεις της Μεσογείου. Η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ότι η ανάπτυξη των Αμερικανικών δυνάμεων θα λειτουργήσει αποτρεπτικά για την Τουρκία. Η Ελλάδα χρησιμοποιεί την “ευμενή ουδετερότητα” της Τουρκίας προς τη Ρωσία του Πούτιν και την αντιτάσσει το δικό της ρόλο ως πιστού και σταθερού μέλους της συμμαχίας του ΝΑΤΟ. Η πολιτική του “καλού παιδιού” στο ΝΑΤΟ, η ελληνογαλλική entente και το γκρέμισμα των γεφυρών προς τη “ομόθρησκη” Ρωσία με κυρώσεις και αποστολή όπλων στην Ουκρανία είναι όλα υπολογισμένα υπό το πρίσμα της ελληνοτουρκικής σύγκρουσης. Η ελληνική αστική τάξη δεν είχε εδώ και δεκαετίες καμιά ιδιαίτερη πρεμούρα για νατοϊκό μονοπολισμό, Οι γεωπολιτικές κινήσεις της υποτάσσονταν και συνεχίζουν να υποτάσσονται στις προτεραιότητες που θέτει η σύγκρουση με την Τουρκία. Σήμερα τη ρίχνουν στην αγκαλιά της “Δύσης” με τον υπολογισμό ότι η Τουρκία κινδυνεύει να αποξενωθεί από τη Δύση.
Οι πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων έχουν παραμείνει ίδιες ανεξάρτητα από το κόμμα που κυβερνά. Μόνο το ύφος αλλάζει. Η κυβέρνηση Τσίπρα ήταν πιο κατευναστική αλλά επί της ουσίας προώθησε την ίδια πολιτική, επέδειξε αδιαλλαξία στις διαπραγματεύσεις για το Κυπριακό και άφησε τον Καμμένο να σπάσει ένα μακρόχρονο μορατόριουμ αποφυγής προκλήσεων στο Αιγαίο αφήνοντάς τον να πετάξει πάνω από τα Ίμια.
Η Ελληνική πλευρά έχει χαράξει μια δική της στρατηγική της έντασης με κλιμάκωση προκλήσεων και τετελεσμένων όπως, παραδείγματος χάρη, τη σταδιακή επέκταση της ελληνικής αιγιαλίτιδας ζώνης στα 12 μίλια σε νέες περιοχές σκηνοθετημένη εκ των προτέρων ώστε να λαμβάνει χώρα μετά από κάθε έξαρση της σύγκρουσης. “Η Ελλάδα μεγαλώνει” δήλωσε ο πρωθυπουργός στη Βουλή για την επέκταση της ζώνης στο Ιόνιο το περασμένο χρόνο. Επόμενο βήμα τα 12 μίλια στην Κρήτη.
Μια πολεμική σύγκρουση ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία θα είχε πολύ βαριές οικονομικές, πολιτικές και διπλωματικές συνέπειες και για τις δύο χώρες. Το κόστος θα το πληρώσουν πρώτα και κύρια οι “από κάτω”. Αλλά αν συμβεί, δεν θα είναι ατύχημα.
Η ελληνοτουρκική σύγκρουση κυριαρχεί στα ελληνικά ΜΜΕ και σίγουρα χρησιμοποιείται για τη δημιουργία κλίματος ανασφάλειας με σκοπό την ενίσχυση της δημοτικότητας της κυβέρνησης. Αλλά ούτε εδώ, όπως και στην Τουρκία, δεν πρόκειται απλά για θέμα εσωτερικής κατανάλωσης.
Η αριστερά στην Ελλάδα παρακολουθεί τουλάχιστον με αμηχανία. Επιλέγει το στρουθοκαμηλισμό. Ο ΣΥΡΙΖΑ πλησιάζοντας προς τις εκλογές έχει επιλέξει το δρόμο της εθνικής πλειοδοσίας. “Η Ελλάδα δικαιούται και οφείλει” να επεκτείνει τα ελληνικά χωρικά ύδατα στα 12 μίλια στο Αιγαίο, δήλωσε ο Τσίπρας λίγες μέρες πριν. Το ΚΚΕ επιμένει ακόμη και σήμερα ότι “για λογαριασμό αυτών των [αμερικανονατοϊκών] συμφερόντων στήνονται παζάρια που ενισχύουν τις αμφισβητήσεις κυριαρχικών δικαιωμάτων και συνόρων από την Τουρκία, με αποτέλεσμα την ένταση στα Ελληνοτουρκικά”, δηλαδή επιμένει να θεωρεί κόντρα σε κάθε δεδομένο ότι οι Τούρκοι είναι “βαλτοί” από τους Αμερικανούς και το ΝΑΤΟ για να αμφισβητούν τα σύνορα της χώρας. Η αλήθεια είναι ότι η Τουρκία έχει ανεξάρτητη πολιτική από τις ΗΠΑ και βρίσκεται στην πράξη πιο κοντά στη Ρωσία απ’ ό,τι στους νατοϊκούς συμμάχους της. Η γεωπολιτική ανάλυση του ΚΚΕ εδράζεται σε μια ανεστραμμένη παράλληλη πραγματικότητα. Όσο για το δε ΜΕΡΑ25 στο τελευταίο το “στρατηγικό” 40-σέλιδο ντοκουμέντο από τον προηγούμενη Μάη δεν περιέχεται ούτε μία λέξη για τα ελληνοτουρκικά!
Είναι αναγκαίο δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής και διεθνιστικής αριστεράς που κατανοούν τον κίνδυνο για την κοινωνική πλειοψηφία της χώρας από τον πόλεμο και το εθνικιστικό δηλητήριο να πάρουν συγκεκριμένες πρωτοβουλίες, να ξαναπιάσουν το νήμα των προσπαθειών που διακόπηκαν το 2018 και να αναδείξουν την ενότητα συμφερόντων των εργαζομένων, των καταπιεσμένων, των μεταναστών, των γυναικών και των νέων και στις δύο πλευρές του Αιγαίου.
Η Αριστερά μπροστά στις εκλογές
Ακούγεται συχνά σε αριστερούς κύκλους ότι η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι η “χειρότερη κυβέρνηση” στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Είναι ένα επιχείρημα βέβαια που λειτουργεί υπέρ του ελάχιστου κοινού παρονομαστή “του να φύγει η Δεξιά”. Υπάρχουν όντως μερικές πολύ αποκρουστικές πλευρές σ’ αυτή την κυβέρνηση. Η εργαλειοποίηση των μεταναστών και των προσφύγων στον ιδιότυπο συνοριακό πόλεμο μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας όπου οι ελληνικές αρχές έχουν επιτρέψει κάθε παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των συμβάσεων για τους πρόσφυγες με συστηματική εγκληματική βία, ταπεινώσεις, παράνομες επαναπροωθήσεις και συνοπτικές απελάσεις ανθρώπων που ζητούν άσυλο θα δικαιολογούσε τον τίτλο της χειρότερης κυβέρνησης, παρόλο που τα ελληνοαλβανικά σύνορα θα είχαν μια δική τους ιστορία να διηγηθούν από τη δεκαετία του 1990 για τα εγκλήματα του ελληνικού κράτους και των κυβερνήσεών του. Μεγάλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας όμως αντιμετωπίζουν την αντιμεταναστευτική πολιτική της κυβέρνησης με σημάδια κόπωσης, απάθεια ή διάφορους βαθμούς επιδοκιμασίας. Η Νέα Δημοκρατία έχει σε μεγάλο βαθμό ενσωματώσει ακροδεξιές, εθνικιστικές και ρατσιστικές στάσεις που γιγαντώθηκαν στα χρόνια της κρίσης και των μνημονίων αλλά βρέθηκαν χωρίς αυτοδύναμη πολιτική έκφραση μετά την κατάρρευση της Χρυσής Αυγής. Ο ακροδεξιός οχετός κρατιέται πίσω από ένα προσωπείο φιλελεύθερου κέντρου.
Η κατασταλτική και ρεβανσιστική αντιμετώπιση από την κυβέρνηση του Μητσοτάκη των ριζοσπαστικών κινημάτων, αυτόνομων χώρων, στεκιών, εκφράσεων νεανικής διαμαρτυρίας είναι μια ακόμη αποκρουστική όψη της που συνδυάζεται με την ουσιαστική εξάλειψη του δικαιώματος στην απεργία και τη συλλογική διεκδίκηση στους χώρους δουλειάς. Οι πιο αγωνιστές και αγωνίστριες των κινημάτων νοιώθουν αυτή την πολιτική στο πετσί τους. Όμως τμήματα εργαζομένων και νέων στέκονται σ’ αυτό το ιστορικό σταυροδρόμι μακριά από τους κοινωνικούς αγώνες και δείχνουν μικρή σχετικά διάθεση πια να υπερασπιστούν τα ιστορικά δικαιώματά τους στην οργάνωση και την υπεράσπιση των συμφερόντων τους.
Το χειρότερο μ’ αυτή την κυβέρνηση είναι η αδυναμία της αριστεράς να αρθρώσει ένα αντιπολιτευτικό λόγο που να ανταποκρίνεται στις αποκρουστικές όψεις της πολιτικής της κυβέρνησης και να πείσει κιόλας από πάνω. Ο ΣΥΡΙΖΑ κι ο αρχηγός του είναι η ζωντανή μνήμη της διάψευσης κάθε προσδοκίας από την αριστερά. Το ΚΚΕ ζει στο ναρκισσισμό της ιστορικότητάς του αλλά με τις θέσεις του για τα δικαιώματα της LGBT κοινότητας και την εμμονή του στους υδρογονάνθρακες μετατρέπεται σ’ εύκολο ιδεολογικό σάκο του μποξ για φιλελεύθερους. Το ΜΕΡΑ25 ζει στο ναρκισσισμό του αρχηγού του. Κι αυτές είναι οι μόνες εκλογικά ορατές επιλογές που διαθέτουμε απέναντι στη “χειρότερη κυβέρνηση” της εποχής μας. Οικοδομώντας σήμερα την Αναμέτρηση, αυτή τη νέα οργάνωση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, ελπίζουμε να συμβάλλουμε στο τέλος αυτής της μίζερης κατάστασης, να φτάσουμε να οικοδομήσουμε ξανά μια αριστερά που δεν θα ντρέπεται για τον εαυτό της και την πρόθεσή της να μπει μπροστά στον αγώνα για την ανατροπή του καπιταλισμού και την κοινωνική χειραφέτηση.
Η Συντακτική Επιτροπή του «4»
Περιοδικό “4”, τεύχος 9, Νοέμβρης 2022
[…] Editorial | Ο δρόμος προς την κάλπη / Η αδύνατη ανάπτυξη / Πλη… […]