Περιοδικό “4” τεύχος 9 Νοέμβρης 2022
Άκρα Δεξιά:
Νοσηρά συμπτώματα ενός καπιταλισμού σε παρακμή
του Martín Mosquera
“Όποιος δεν θέλει να μιλάει για τον καπιταλισμό θα πρέπει να σωπαίνει σε ό,τι αφορά το φασισμό» έγραφε το 1939 ο Max Horkheimer. Αυτό ισχύει και για την περίπτωση της σύγχρονης ακροδεξιάς: επιβάλλεται να μιλήσουμε για τον καπιταλισμό και, κυρίως, για την κρίση του.
Κάθε μέρα γίνεται όλο και πιο προφανές ότι το σύστημα μέσα στο οποίο ζούμε περνάει μια γενική κρίση, και ότι δεν βρισκόμαστε παρά στην αρχή μιας μακράς μεταβατικής περιόδου. Μετά από κάθε ανάλογη φάση ο καπιταλισμός πραγματοποιούσε μια βαθιά μετάλλαξη: το 1873, το 1929, το 1973, …. Σε κάθε μια από αυτές τις περιπτώσεις, μπορούμε να παρατηρήσουμε βαθιές αλλαγές, όχι μόνο στο οικονομικό πεδίο αλλά και στον ίδιο τον τρόπο που διαρθρώνονται όλες οι συνιστώσες του καπιταλιστικού συστήματος, μέχρι το θεσμικό, ιδεολογικό και γεωπολιτικό πεδίο.
Αν και είναι συνηθισμένο το να ταυτίζουμε κάθε κρίση με τη χρονιά του κραχ που την ξεκίνησε, είναι σημαντικό να καταλάβουμε ότι η ανάπτυξη και η λύση της αποτελούν, από κοινού, έναν ολόκληρο ιστορικό κύκλο. Η περίοδος που άνοιξε το 1873 και έκλεισε στην αρχή της δεκαετίας του 1890 είναι γνωστή σαν η (πρώτη) Μεγάλη Ύφεση, που έθαψε τον καπιταλισμό του ελεύθερου ανταγωνισμού, που εγκαθιδρύθηκε από το 1848. Η κρίση του 1929 άρχισε στην πραγματικότητα με τον πόλεμο του 1914-1918, και συνέχισε να εξαπλώνεται μέχρι το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Ο Eric Hobsbawm μιλά για την περίοδο αυτή σαν «εποχή των καταστροφών»: οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι, η μεγαλύτερη οικονομική ύφεση στην ιστορία του καπιταλισμού, η άνοδος του φασισμού στην Ευρώπη, το ολοκαύτωμα. Μόνο όλη αυτή η καταστροφή και μια νέα βαθιά μετάλλαξη μπορούσαν να επιτρέψουν στον καπιταλισμό να σταθεροποιηθεί. Την μεταπολεμική περίοδο είδαμε λοιπόν να αναδύεται το «φορντιστικό σύμφωνο» και το Κράτος Πρόνοιας, που επέτρεψαν τρεις νέες δεκαετίες επέκτασης. Σ’ αυτή την περίπτωση, η πολιτική και κοινωνική σταθερότητα δημιούργησε την αυταπάτη ότι οι εσωτερικές αντιφάσεις του καπιταλισμού είχαν εξαφανιστεί, και ότι η τάση του προς κυκλικές κρίσεις είχε ηττηθεί.
Ωστόσο ο «κεϋνσιανός καπιταλισμός», όπως τον ονόμασαν, γνώρισε την δική του κρίση τη δεκαετία του 1970. Ξανά, η ανάπτυξη και η επίλυση της έγιναν με τίμημα μια μεταβατική περίοδο μακρά και γεμάτη σπασμούς: η υποχώρηση της εργατικής ανόδου του τέλους της δεκαετίας του 1960, η «συντηρητική παλινόρθωση» της Θάτσερ και του Ρήγκαν, οι δικτατορίες στη Λατινική Αμερική και, σαν ύψιστο σημείο, η πτώση του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» και η καπιταλιστική παλινόρθωση στην Ανατολική Ευρώπη. Η δεκαετία του 1990 αποτέλεσε το απόγειο του νεοφιλελευθερισμού, που επιβλήθηκε με μια δύναμη που έχει λίγα ανάλογα στην παγκόσμια ιστορία. Αλλά μετά την κρίση του 2008 και, με πιο χαρακτηριστικό τρόπο, μετά την παράλυση της παραγωγής που επέβαλε ο Covid-19, μπήκαμε σε μια νέα περίοδο γενικευμένης κρίσης. Κατά συνέπεια βρεθήκαμε σε έναν νέο κύκλο αστάθειας και ανισορροπίας σε παγκόσμιο επίπεδο.
Συχνά ακούμε αυτή τη φράση, που οφείλεται στον Βρετανό Τροτσκιστή Τόνυ Κλιφ και ορίζει την εποχή μας σαν «τη δεκαετία του 1930 σε αργή κίνηση» Αλλά αυτός ο ορισμός έχει πολλά όρια: οι διαφορές με την περίοδο του Μεσοπολέμου είναι τόσο σημαντικές τουλάχιστον όσο και οι αναλογίες, αρχίζοντας από την απουσία της απειλής επανάστασης από τη μεριά της εργατικής τάξης. Ωστόσο, εάν αντισταθούμε στον πειρασμό των υπερβολικά γρήγορων αναλογιών, μπορούμε να δεχθούμε ότι αυτή η φράση περιέχει ένα μέρος της αλήθειας. Η εισβολή της νέας άκρας δεξιάς δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από αυτό το τοπίο της κρίσης και της μετάβασης : η παλιά ισορροπία έχει σπάσει και δεν έχουν συμπληρωθεί οι συνθήκες για να εγκαθιδρυθεί μια νέα. Επομένως είμαστε στην περίφημη μεσοβασιλεία στην οποία αναφερόταν ο Γκράμσι, σε εκείνη όπου «παρατηρούμε τα πιο διαφορετικά νοσηρά φαινόμενα (συμπτώματα)»1 (1).
Ο νεοφιλελευθερισμός και η κρίση του
Όπως εξηγεί ο David Harvey, ο νεοφιλελευθερισμός ήταν ένα σχέδιο ανασύνθεσης της εξουσίας των οικονομικών ελίτ, που είχαν ανάγκη να κάνουν να γύρει η ζυγαριά του συσχετισμού των δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις υπέρ τους, για να βγουν από το αδιέξοδο όπου είχε βρεθεί ο μεταπολεμικός κεϋνσιανισμός. Ο εμπορικός ανταγωνισμός, απελευθερωμένος από τα εμπόδια που του είχαν επιβληθεί την προηγούμενη περίοδο, χρησιμοποιήθηκε για να πειθαρχήσουν τους εργαζόμενους/-ες και το πλεονάζων κεφάλαιο. Η καταστροφή επιχειρήσεων και ολόκληρων βιομηχανιών, σε συνδυασμό με την έκρηξη της ανεργίας, εξασθένησε σοβαρά τα συνδικάτα και επέτρεψε την αποκατάσταση ενός επιθυμητού για το πιο ανταγωνιστικό κεφάλαιο ποσοστού κέρδους.
Στο απόγειο του ο νεοφιλελευθερισμός μπόρεσε να διαρθρωθεί με συναινετικές μορφές πολιτικής κυριαρχίας, μέχρι του σημείου να πετύχει ένα σχεδόν μονοπώλιο της θολής έννοιας «δημοκρατία». Πριν από την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την αποδιάρθρωση του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου», ο καπιταλισμός που θριάμβευε μπόρεσε να διακηρύξει το τέλος του «αιώνα των άκρων» και να τοποθετηθεί στο στρατόπεδο των νικητών στην παλιά διαμάχη ανάμεσα στη «δημοκρατία» και τον «ολοκληρωτισμό». Ο γάμος ανάμεσα στην οικονομία της αγοράς και τη φιλελεύθερη δημοκρατία παρουσιάστηκε σαν «το τέλος της ιστορίας»: η μέγιστη ελευθερία στο πολιτικό πεδίο, η αυτοκρατορία της εκλογικής δημοκρατίας, σε συνδυασμό με μία χωρίς όρια κυριαρχία της αγοράς στο οικονομικό πεδίο.
Αλλά, όπως επισημαίνει ο Adrian Piva, φτάνουμε σε ένα σημείο όπου ο καπιταλισμός δεν μπορεί πια να εγγυηθεί την πολιτική κυριαρχία του μόνο μέσα από την πειθάρχηση της αγοράς. Ο καπιταλισμός «επαναπολιτικοποιείται»: ενώ επανέρχονται οι ενεργητικές κινήσεις κρατικής παρέμβασης στην οικονομία, τα Κράτη σκληραίνουν στο πολιτικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, ο ηγεμονικός άξονας που συνέδεε το νεοφιλελευθερισμό με τη δημοκρατία αρχίζει να εξαφανίζεται. Αλλά αρκεί να πούμε ότι αυτή η αυταρχική σκλήρυνση των Κρατών δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα ακόμη σύμπτωμα της κρίσης; Η μήπως είναι επίσης ένα μέσον της αποφασιστικότητας του, μια όψη του τοπίου που μας περιμένει στο τέλος του δρόμου; Ο ιστορικός φασισμός, όπως και το New Deal των ΗΠΑ, προοιώνισαν γενικές τάσεις που χαρακτήρισαν τη νέα φυσιογνωμία του μεταπολεμικού καπιταλισμού. Πρέπει να συμπεράνουμε ότι σήμερα προχωρούμε προς μια φάση του καπιταλισμού όπου θα είναι κεντρικοί οι πολιτικοί μηχανισμοί που έχουν στόχο την πειθάρχηση των μαζών, μηχανισμοί των οποίων η Άκρα Δεξιά είναι η πιο προφανής έκφραση;
Στην τάση αυτή προστίθεται ένα άλλο φαινόμενο: σαράντα χρόνια νεοφιλελεύθερης επίθεσης οδήγησαν τον κόσμο της εργασίας σε μια γενικευμένη αστάθεια και σε μια κοινωνική ανομία, που αφυπνίζουν μια επιθυμία τάξης και προστασίας σε σημαντικά τμήματα του πληθυσμού. Για να το πούμε διαφορετικά, η απαίτηση για τάξη αρχίζει να γίνεται, με κάποιον τρόπο, ένα αίτημα που έρχεται από τα κάτω. Θα μπορούσαμε να δούμε την εμφάνιση κάποιας εναρμόνισης ανάμεσα στη συντηρητική επιθυμία ορισμένων τομέων των λαϊκών τάξεων για προστασία και την ανάγκη αυταρχικότητας του καπιταλισμού που θα σταθεροποιούσε μια νέα μορφή πολιτικής κυριαρχίας;
Τα τελευταία χρόνια, τα παλιά εργατικά οχυρά άλλαξαν πολύ τις εκλογικές τους συνήθειες, ιδιαίτερα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, με την υποστήριξη του Τραμπ στην Εργατική Ζώνη (Rust Belt) ή τη διείσδυση της Λεπέν στον αποβιομηχανοποιημένο γαλλικό εργατικό Βορρά. Η «εθνική προτίμηση» έγινε το κυρίαρχο σύνθημα της Άκρας Δεξιάς στις ανεπτυγμένες χώρες. Αλλά αυτό παραμένει συνειδητά ασαφές για το αντικείμενο αυτής της προτίμησης : απέναντι σε τι το έθνος θα έχει προτεραιότητα : τις παγκοσμιοποιημένες ελίτ, τις πολυεθνικές, τους μετανάστες/-τριες; Οι ακροδεξιοί προσπαθούν κυρίως να κεφαλαιοποιήσουν την απαίτηση πολιτών της αντίστοιχης χώρας τους για απασχόληση και παροχές του κοινωνικού κράτους σε βάρος των μεταναστών/-τριων. Αυτή την πολιτική είναι που ο Habermas ονόμασε «πρόνοια-σωβινισμός».
Είναι ξεκάθαρο ότι, ως ένα βαθμό, η Άκρα Δεξιά προσχώρησε σε μια στρεβλή έκφραση της αγανάκτησης ενός τμήματος των λαϊκών στρωμάτων που έχουν υποστεί δεκαετίες νεοφιλελεύθερης επίθεσης. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι σε ορισμένες χώρες και σε ορισμένους τομείς, για ένα τμήμα των εργαζομένων η ψήφος στην Άκρα Δεξιά έγινε μια χειρονομία ταξικού αυτοπροσδιορισμού. Καθώς και –μια αναγκαία για να αναλυθεί πλευρά– αυτός ο όλο και περισσότερο πληβειακός χαρακτήρας της Άκρας Δεξιάς παρουσιάζει μια ανησυχητική αναλογία με την περίοδο του μεσοπολέμου.
Νεοφασισμός;
Ο Jose Ortega y Gasset έγραφε τη δεκαετία του 1920 ότι : «ο φασισμός έχει μια αινιγματική όψη: αφήνει να εμφανιστούν σε αυτόν τα πιο αντίθετα περιεχόμενα. Διακηρύσσει τον αυταρχισμό και οργανώνει την ανταρσία. Πολεμάει τη σύγχρονη δημοκρατία, αλλά δεν πιστεύει στην παλινόρθωση εκείνου που υπήρχε παλαιότερα. Προτείνει τη δημιουργία ενός ισχυρού κράτους και χρησιμοποιεί τα πιο σκαιά μέσα, σαν να ήταν μια στασιαστική ομάδα ή μια μυστική εταιρία. Από όποια άκρη και αν τον πιάσουμε, βρίσκουμε μέσα στο φασισμό κάθε πράγμα και το αντίθετο του, βρίσκουμε ότι είναι ταυτόχρονα Α και όχι Α.».
Αυτά τα παράδοξα χαρακτηριστικά συνοψίζονται ίσως σε ένα: την ικανότητα να καλύπτει την αντιδραστική πολιτική με ένα μανδύα ανταρσίας και να το εντάσσει με τον ίδιο τρόπο σε ένα μαζικό κίνημα. Αυτό το καμουφλάζ του επιτρέπει να κεφαλαιοποιεί πάνω στις κοινωνικές απογοητεύσεις διαφόρων τύπων και να υιοθετεί ένα προφίλ «ελευθερωτή». Ο φασισμός δήλωνε η Χάννα Αρεντ είναι «η προσωρινή συμμαχία του πλήθους και της ελίτ». Αυτή η ιδιόμορφη «αντεπανάσταση που στηρίζεται στους αδικημένους», που διαφοροποιεί το φασισμό από άλλα αυταρχικά κινήματα, θα αναγνωριστεί από τους πιο σοβαρούς σύγχρονους μαρξιστές αναλυτές σαν ο ιστορικός φασισμός. Ο Τολιάτι τον όριζε σαν ένα «αντιδραστικό μαζικό καθεστώς», παρατηρώντας την τεράστια κινητοποίηση που συνόδευσε την άνοδο του και που ονειρευόταν μια «λαϊκή ανταρσία» ενάντια στις «ελίτ». Ο Τρότσκι έγραψε ότι «την εποχή της παρακμής της αστικής τάξης, αυτή η τελευταία χρειάζεται πάλι “πληβειακές” διαδικασίες για να επιλύσει τα καθήκοντα της». Πράγματι ο φασισμός θεωρούσε τον εαυτό του σαν «επανάσταση ενάντια στην επανάσταση»: μια «γενική κινητοποίηση της κοινωνίας», κύρια της πτωχευμένης από την οικονομική κρίση μικροαστικής τάξης, για να αποφύγει την επαναστατική κινητοποίηση της εργατικής τάξης.
Η σύγχρονη Άκρα Δεξιά παρουσιάζει επίσης μαζικά χαρακτηριστικά, «λαϊκίστικα». Ωστόσο η διείσδυση της στα λαϊκά στρώματα πάει μαζί με τη ρήξη με μια παράδοση και με μια ανάμνηση του εργατικού κινήματος, την πραγματική αντιφασιστική «υγειονομική ζώνη». Από την άποψη αυτή συνηθίζουμε να θυμόμαστε τη φράση του Βάλτερ Μπέντζαμιν: «κάθε άνοδος του φασισμού μαρτυρά μια αποτυχημένη επανάσταση». Στη δεκαετία του 1930 ο φασισμός ήταν, όπως έλεγε ο Άντζελο Τάσκα, «μια όψιμη και προληπτική αντεπανάσταση», που ανοίγει ένα δρόμο σε μια ενδιάμεση κατάσταση όπου οι επαναστατικές απόπειρες έχουν αποτύχει, αλλά όπου το εργατικό κίνημα δεν έχει ακόμη τεθεί εκτός μάχης. Ο φασισμός δεν νίκησε άμεσα την επανάσταση, αλλά έρχεται να τελειώσει τη δουλειά. Πάλι ο παραλληλισμός με την εποχή μας δεν είναι παρά μερικά μόνο κατάλληλος, αλλά βοηθάει στο να παρατηρήσουμε μια δυναμική. Μακροπρόθεσμα είναι αδύνατον να αφαιρέσουμε την επανεμφάνιση της Άκρας Δεξιάς από την υποχώρηση των σοσιαλιστικών παραδόσεων του εργατικού κινήματος και της νεοφιλελεύθερης στροφής ενός αξιόλογου τμήματος της αριστεράς κατά τις δεκαετίες του 1980 και του 1990.
Στη Λατινική Αμερική, αντίθετα, αναπτύσσεται μια ιδιαιτερότητα που πρέπει να υπογραμμισθεί: η Άκρα Δεξιά συνδέεται με αυτή την, σε παγκόσμια κλίμακα, εξαίρεση που προέκυψε από τον «προοδευτικό κύκλο». Δηλαδή δεν αναδύεται σαν μια άμεση απάντηση στην κρίση του νεοφιλελευθερισμού, αλλά περισσότερο σαν μια αντίδραση σε μια πολιτική περίοδο που ήταν ακριβώς η απάντηση στην κρίση του νεοφιλελευθερισμού. Για το λόγο αυτό η Άκρα Δεξιά αυτής της περιοχής του κόσμου δεν έχει κανένα πρόβλημα στο να συμπαραταχθεί με έναν οικονομικό υπερφιλελευθερισμό και επιβεβαιώνει ένα εξαιρετικά αντικομουνιστικό προφίλ, συνδεόμενη με μια πιο παραδοσιακή ταξική βάση, στα μεσοστρώματα. Οι προοδευτικές κυβερνήσεις δημιούργησαν μια αντίδραση που δεν περίμεναν και ήταν ανίκανες να αντιμετωπίσουν. Έβαλαν σε κατάσταση συναγερμού τις κυρίαρχες τάξεις χωρίς να πάρουν εκείνα τα ριζοσπαστικά μέτρα που θα επέτρεπαν το να τις θέσουν σε κατάσταση που να μην μπορούν να βλάψουν. Έτσι με τη μερική ρήξη τους με το νεοφιλελευθερισμό κατέληξαν στο να απογοητεύσουν και να αποπροσανατολίσουν την ίδια τους τη βάση. Ποτέ δεν θα είχαμε Μπολσονάρο χωρίς τις απογοητεύσεις που δημιούργησε το Κόμμα των Εργαζομένων.
Να οικοδομήσουμε το «κόμμα του νέου κόσμου»
Μια αριστερά που υποχωρεί κανονικά απέναντι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές δεν μπορεί να κάνει τίποτα άλλο παρά να διαλύει προοδευτικά την ιστορική συμμαχία ανάμεσα στο εργατικό κίνημα και τη σοσιαλιστική παράδοση. Αλλά αντίθετα όλα δείχνουν ότι όταν εμφανίζεται μια νέα ριζοσπαστική αριστερά, χωρίς συμβιβασμούς απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό, οι λαϊκοί τομείς δεν αργούν να αντιδράσουν θετικά: ο Μπέρνυ Σάντερς και ο Τζέρεμι Κόρμπιν στην αγγλοσαξωνική σοσιαλδημοκρατία, οι Ποντέμος, ο Σύριζα και η Ανυπότακτη Γαλλία στην ηπειρωτική Ευρώπη, ο μπολιβαριανισμός στη Λατινική Αμερική. Για την ώρα ο δεσμός δεν έχει τελείως κοπεί: η Άκρα Δεξιά στηρίζεται κύρια στη ριζοσπαστικοποίηση της παραδοσιακής βάσης της δεξιάς, που πάντα περιλάμβανε και ένα τμήμα της εργατικής τάξης, επωφελούμενη από την πτώση του ηθικού των λαϊκών τομέων –που τους οδηγεί κύρια σε μια αποστροφή της πολιτικής και γενικά εκδηλώνεται με την εκλογική αποχή– παρά στην κεφαλαιοποίηση τους.
Προκύπτει ένα στρατηγικό συμπέρασμα. Αν θέλουμε να καταπολεμήσουμε την Άκρα Δεξιά, δεν μπορούμε να υποταχθούμε, όπως έλεγε ο Κέινς στο Μεσοπόλεμο, στο «κόμμα του παλιού κόσμου»: ΟΙ Μακρόν, Κλίντον, Αλχμίν είναι εκπρόσωποι του στάτους κβο, ενάντια στο οποίο στρέφεται η αντιδραστική εξέγερση, δεν υπάρχει θέμα δημιουργίας μιας συμμαχίας ανάμεσα στην Αριστερά και στο φιλελεύθερο Κέντρο, που θα θύμιζε το Λαϊκό Μέτωπο της δεκαετίας του 1930. Εάν η Αριστερά εμφανισθεί σαν το αριστερό άκρο του στάτους κβο, η λαϊκή δυσαρέσκεια θα συνεχίσει το δρόμο της προς τις αυταρχικές λύσεις. Γιατί, όπως λέει ο Ροντρίγκο Νούνες στην ανάλυση του για το μπολσοναρισμό, η Άκρα Δεξιά έχει την ικανότητα να αναγνωρίζει ότι «τα πράγματα πάνε πολύ άσχημα». Πέρα από μεταβατικές υποστηρίξεις στην υπηρεσία πρακτικών στόχων, όπως να φράξουμε το δρόμο στον Τραμπ, τη Λεπέν, ή τον Μπολσονάρο τη στιγμή των εκλογών, μια διαρκής συμφωνία ισοδυναμεί με ενίσχυση της αιτίας προσπαθώντας να αποφύγουμε την έκβαση.
Η κοινωνική δυσαρέσκεια απέναντι στο νεοφιλελευθερισμό είναι πάντα ασταθής και δεν έχει ακόμη καθορισθεί στο πολιτικό πεδίο. Όπως διακηρύσσουν οι Ιταλοί operaistes, αν υπάρχει μια κρίση του καπιταλισμού είναι γιατί υπάρχουν αγώνες. Η κρίση είναι το σύμπτωμα ενός ακόμη διαθέσιμου πολιτικού δυναμικού. Αντίθετα με ό,τι συνέβη τη δεκαετία του 1930, η Άκρα Δεξιά δεν καταφέρνει, για την ώρα, να σταθεροποιηθεί όταν έρχεται στην κυβέρνηση, και δεν καταφέρνει να δώσει μια συνολική απάντηση στην κρίση. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει ένα διαθέσιμο πεδίο για να πολιτικοποιηθούν τα προβλήματα της εποχής και να προσανατολιστούν προς μια απελευθερωτική κατεύθυνση.
Martín Mosquera
Κύριο άρθρο του τεύχους 6 της Revista Jacobin με τίτλο «¿No pasarán?»
14/7/2022
Μετάφραση στα ελληνικά: ΤΠΤ – “4”
[Ο Martín Mosquera είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μπουένος Άϊρες, μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Revista Intersecciones, αρχισυντάκτης του Jacobin America Latina και αγωνιστής της Democracia Socialista (συμπαθών τμήμα της 4ης Διεθνούς στην Αργεντινή). Το άρθρο αυτό είναι το editorial της Revista Jacobin Νο 6.]
Περιοδικό “4” τεύχος 9 Νοέμβρης 2022
Σημειώσεις:
- 1A. Γκράμσι, Τετράδια φυλακής (1936), αναφερόμενο από τον G. Achcar, Symptomes morbides – La rechute du soulevement arabe, Actes Sud 2017. Ο G. Achcar γράφει για αυτό ότι «η αγγλική μετάφραση απέδωσε το “fenomeni morbidi” (“νοσηρά φαινόμενα” στη γαλλική μετάφραση) “morbid symptoms” που παραμένει πιστό στην έννοια».
[…] Άκρα δεξιά: Νοσηρά συμπτώματα ενός καπιταλισμού σε παρ… […]