Ernest Mandel
Οι τροτσκιστές και η αντίσταση στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο
Αναδημοσιεύουμε εδώ ένα κλασικό κείμενο του Ερνέστ Μαντέλ, του 1976, που συζητάει τις περιπλοκές που μπορεί να υπάρξουν μέσα σε έναν συγκεκριμένο ιμπεριαλιστικό πόλεμο, με αφορμή τις συζητήσεις σε σχέση με τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ορισμένες από τις αναλύσεις και το αναλυτικό πλαίσιο μοιάζουν απολύτως σύγχρονα, ιδιαίτερα απέναντι και σε σημερινούς πολέμους και στα καθήκοντά μας. [ΤΠΤ – “Περιοδικό 4”]
Θέλω να υπεισέλθω στο ζήτημα του κινήματος της αντίστασης στην Ευρώπη ανάμεσα στα 1940 και 1944 με λεπτομέρειες. Θέλω να το κάνω ειδικότερα επειδή κάποιοι σύντροφοι τους οποίους σέβομαι και τους οποίους ελπίζω να δω πίσω στην Τέταρτη Διεθνή, οι σύντροφοι της ομάδας της Lutte Ouvrière στη Γαλλία, φιλοτιμήθηκαν να εγείρουν ειδικά αυτό το ζήτημα ενάντια στην Τέταρτη Διεθνή.
Από την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς, οι κομμουνιστές διαπαιδαγωγήθηκαν, σαν θέση αρχής, στην απόρριψη της ιδέας της «υπεράσπισης του έθνους» ή της «υπεράσπισης της πατρίδας» στις ιμπεριαλιστικές χώρες. Αυτό σήμαινε ολοκληρωτική άρνηση με κάθε τι που είχε να κάνει με ιμπεριαλιστικούς πολέμους. Το τροτσκιστικό κίνημα διαπαιδαγωγήθηκε στο ίδιο πνεύμα. Αυτό έγινε όλο και πιο αναγκαίο με τη δεξιά στροφή της Κομιντέρν και το σύμφωνο Στάλιν – Λαβάλ του 1935 που μετέτρεψε τους σταλινικούς των Δυτικοευρωπαϊκών χωρών και μερικών αποικιακών χωρών στους χειρότερους υποστηρικτές του ιμπεριαλιστικού σωβινισμού.
Στην Ινδία για παράδειγμα, αυτό οδήγησε στην καταστροφική προδοσία από τους σταλινικούς της εθνικής εξέγερσης του 1942. Όταν ξεκίνησε η εξέγερση, οι Βρετανοί αποικιοκράτες άνοιξαν τις φυλακές για τους ηγέτες του Ινδικού Κομμουνιστικού Κόμματος προκειμένου να τους μετατρέψουν σε προπαγανδιστές ενάντια στην εξέγερση και υπέρ του ιμπεριαλιστικού πολέμου. Αυτή η τρομερή προδοσία έριξε τις βάσεις για τη συνεχή μαζική επιρροή του εθνικιστικού αστικού κόμματος του Κογκρέσου στις επόμενες δεκαετίες.
Το κίνημά μας είναι εμβολιασμένο ενάντια στον εθνικισμό στις ιμπεριαλιστικές χώρες, ενάντια στην ιδέα της υποστήριξης των ιμπεριαλιστικών πολεμικών επιχειρήσεων σε οποιαδήποτε μορφή. Αυτό αποτελεί μια καλή διαπαιδαγώγηση και δεν προτείνω να αναθεωρηθεί αυτή η παράδοση. Όμως αυτό που μένει έξω από τον λογαριασμό είναι τα στοιχεία της πιο σύνθετης Λενινιστικής θέσης του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου. Πολύ απλά δεν είναι αλήθεια ότι η θέση του Λένιν μπορεί να υποβιβαστεί στη διατύπωση: «Αυτός είναι ένας αντιδραστικό ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Εμείς δεν έχουμε καμιά σχέση με αυτόν». Η θέση του Λένιν ήταν πολύ πιο εκλεπτυσμένη. Έλεγε «Υπάρχουν τουλάχιστον δύο πόλεμοι και θέλουμε να εισαγάγουμε και έναν τρίτο». (Αυτός ο τρίτος ήταν ο προλεταριακός εμφύλιος πόλεμος ενάντια στην αστική τάξη που στην πραγματικότητα προήλθε από τον πόλεμο στη Ρωσία.)
Ο Λένιν έδωσε μια αποφασιστική μάχη ενάντια στα σεχταριστικά ρεύματα μέσα στη διεθνή τάση που δεν αναγνώριζαν τη διάκριση ανάμεσα στους δύο πολέμους. Τόνιζε: «Υπάρχει ένας δι-ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Με τον πόλεμο αυτόν δεν έχουμε καμιά δουλειά. Αλλά υπάρχουν επίσης πόλεμοι των εθνικών εξεγέρσεων από τις καταπιεσμένες εθνότητες. Η Ιρλανδική εξέγερση είναι 100% δικαιολογημένη. Ακόμη και αν ο Γερμανικός ιμπεριαλισμός προσπαθεί να επωφεληθεί από αυτή, ακόμη και αν οι ηγέτες του εθνικού κινήματος έχουν επαφή με τα γερμανικά υποβρύχια, αυτό δεν αλλάζει τη δίκαιη φύση του Ιρλανδικού πολέμου της ανεξαρτησίας από τον Βρετανικό ιμπεριαλισμό. Το ίδιο ισχύει για τα εθνικά κινήματα στις αποικιακές και μισο-αποικιακές χώρες, το Ινδικό κίνημα, το Τουρκικό κίνημα, το Περσικό κίνημα». Και πρόσθετε: «Το ίδιο ισχύει για τις καταπιεσμένες εθνότητες στη Ρωσία και στην Αυστο-Ουγγαρία. Το Πολωνικό εθνικό κίνημα είναι ένα δίκαιο κίνημα, το Τσεχικό εθνικό κίνημα είναι ένα δίκαιο κίνημα. Ένα κίνημα από κάποια καταπιεσμένη εθνότητα ενάντια στον ιμπεριαλιστή καταπιεστή είναι δίκαιο κίνημα. Και το γεγονός ότι η ηγεσία αυτών των κινημάτων μπορεί να προδίδει συνδέοντας αυτά τα κινήματα πολιτικά και οργανωτικά με τον ιμπεριαλισμό είναι ένας λόγος να καταγγέλλουμε αυτούς τους ηγέτες, όχι όμως ένας λόγος να καταγγέλλουμε αυτά τα κινήματα».
Πέντε πόλεμοι
Τώρα αν δούμε το πρόβλημα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου από αυτή την περισσότερο διαλεκτική, περισσότερο σωστή Λενινιστική άποψη, πρέπει να πούμε ότι είναι πράγματι μια εξαιρετικά περίπλοκη υπόθεση. Μπορούμε να πούμε με τον κίνδυνο να γίνουμε λίγο υπερβολικοί ότι ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν στην πραγματικότητα ένας συνδυασμός από πέντε διαφορετικούς πολέμους. Αυτό σε πρώτη ματιά μοιάζει σαν μια εξωφρενική πρόταση αλλά νομίζω ότι μια λεπτομερέστερη εξέταση θα την επιβεβαιώσει.
1.
Πρώτον υπήρξε ένας ενδο-ιμπεριαλιστικός πόλεμος, ένας πόλεμος ανάμεσα στους Ναζί, τους Ιταλούς και τους Γιαπωνέζους ιμπεριαλιστές από τη μια μεριά και τους Αγγλο-Αμερικανο-Γάλλους ιμπεριαλιστές από την άλλη. Αυτός ήταν ένας αντιδραστικός πόλεμος, ένας πόλεμος ανάμεσα σε διαφορετικές ομάδες ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Δεν έχουμε τίποτε να κάνουμε με αυτόν τον πόλεμο, είμαστε ολοκληρωτικά εναντίον του.
2.
Δεύτερον, υπήρξε ένας δίκαιος πόλεμος αυτοάμυνας του λαού της Κίνας, μιας καταπιεσμένης μισο-αποικιακής χώρας ενάντια στον Γιαπωνέζικο ιμπεριαλισμό. Σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί δικαιολογία για κάποιον επαναστάτη, η συμμαχία του Τσαγκ Κάι Σεκ με τον Αμερικάνικο ιμπεριαλισμό για να αλλάξει την εκτίμηση του σχετικά με τη φύση του Κινεζικού πολέμου. Ήταν ένας πόλεμος εθνικής απελευθέρωσης ενάντια σε μια ληστρική συμμορία, τους Γιαπωνέζους ιμπεριαλιστές που ήθελαν να σκλαβώσουν τον Κινεζικό λαό. Ο Τρότσκι πάνω σ’ αυτό ήταν απόλυτα ξεκάθαρος και δεν άφηνε καμιά αμφιβολία. Ο πόλεμος αυτός για την ανεξαρτησία άρχισε πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, στα 1937. Κατά μια έννοια άρχισε στα 1931 με τη Γιαπωνέζικη εκστρατεία στη Μαντζουρία. Περιπλέχθηκε με τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά παρέμεινε ένα ξεχωριστό και αυτόνομο συστατικό του.
3.
Τρίτο, υπήρξε ένας δίκαιος πόλεμος για την εθνική υπεράσπιση της Σοβιετικής Ένωσης, ενός εργατικού κράτους, ενάντια σε μια ιμπεριαλιστική δύναμη. Το γεγονός ότι η Σοβιετική ηγεσία συμμάχησε η ίδια όχι μόνο στρατιωτικά –που ήταν απόλυτα δικαιολογημένο– αλλά επίσης και πολιτικά με τους Δυτικούς ιμπεριαλιστές με κανένα τρόπο δεν άλλαζε τη δίκαιη φύση αυτού του πολέμου. Ο πόλεμος των Σοβιετικών εργατών και αγροτών, των Σοβιετικών λαών και των Σοβιετικών κρατών, να υπερασπίσουν τη Σοβιετική Ένωση ενάντια στον Γερμανικό ιμπεριαλισμό ήταν ένας δίκαιος πόλεμος από κάθε Μαρξιστική – Λενινιστική άποψη. Στον πόλεμο αυτόν ήμασταν 100 τοις εκατό υπέρ της νίκης του ενός στρατοπέδου, χωρίς καμιά επιφύλαξη ή αμφιβολίες. Υπερασπιστήκαμε την απόλυτη νίκη του Σοβιετικού λαού ενάντια στις δολοφόνους ληστές του Γερμανικού ιμπεριαλισμού.
4.
Τέταρτο, υπήρξε ένας δίκαιος πόλεμος για την εθνική απελευθέρωση των καταπιεσμένων αποικιακών λαών της Αφρικής και της Ασίας (στη Λατινική Αμερική δεν υπήρξε ένας τέτοιος πόλεμος), που εξαπολύθηκε από τις μάζες ενάντια στον Βρετανικό και τον Γαλλικό ιμπεριαλισμό, μερικές φορές ενάντια στον Γιαπωνέζικο ιμπεριαλισμό και μερικές φορές ενάντια και στους δύο διαδοχικά, στον έναν μετά τον άλλο. Εδώ πάλι, επρόκειτο για απόλυτα δικαιολογημένους πολέμους εθνικής απελευθέρωσης, ανεξάρτητα από το ειδικότερο χαρακτήρα των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ήμασταν ακριβώς υπέρ της νίκης της εξέγερσης του λαού της Ινδίας ενάντια στον Βρετανικό ιμπεριαλισμό και των μικρών ξεκινημάτων εξέγερσης στην Κεϋλάνη, όπως ήμασταν υπέρ της νίκης των ανταρτών στη Βιρμανία, την Ινδοκίνα και την Ινδονησία ενάντια στο Γιαπωνέζικο, το Γαλλικό και τον Ολλανδικό ιμπεριαλισμό διαδοχικά. Στις Φιλιππίνες η κατάσταση ήταν ακόμη πιο σύνθετη. Δεν θέλω να μπω σε λεπτομέρειες, αλλά το βασικό σημείο είναι ότι όλοι αυτοί οι πόλεμοι εθνικής απελευθέρωσης ήταν δίκαιοι πόλεμοι, ανεξάρτητα από τη φύση της πολιτικής τους ηγεσίας. Δεν πρέπει κάποιος να παρέχει πολιτική εμπιστοσύνη ή να δίνει πολιτική στήριξη στους ηγέτες ενός συγκεκριμένου αγώνα προκειμένου να αναγνωρίσει το δίκαιο αυτού του αγώνα. Όταν μια απεργία οδηγείται από μια προδοτική γραφειοκρατική συνδικαλιστική ηγεσία δε δίνεις καμιά εμπιστοσύνη σε αυτήν –αλλά δεν σταματάς να υποστηρίζεις την απεργία.
5.
Τώρα έρχομαι στον πέμπτο πόλεμο που είναι ο πιο σύνθετος. Δεν ισχυρίζομαι ότι διεξήχθη σε ολόκληρη την κατεχόμενη από τον ιμπεριαλισμό των Ναζί Ευρώπη αλλά ειδικότερα σε δύο χώρες, τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα, σε μια μεγάλη έκταση στην Πολωνία, στο πρώτο στάδιο στη Γαλλία και στην Ιταλία. Αυτός ήταν ένας πόλεμος απελευθέρωσης για τους καταπιεζόμενους εργάτες, αγρότες, και για τα μικροαστικά στρώματα των πόλεων ενάντια στους Γερμανούς Ναζί ιμπεριαλιστές και τους υποτακτικούς τους. Το να αρνούμαστε την αυτόνομη φύση αυτού του πολέμου σημαίνει στην πραγματικότητα ότι ισχυριζόμαστε πως οι εργάτες και οι αγρότες της Δυτικής Ευρώπης δεν είχαν το δικαίωμα να αγωνισθούν ενάντια σε αυτούς που την ίδια στιγμή τους σκλάβωναν, παρά μόνο εάν στο μυαλό τους είχαν ξεκαθαρίσει ότι δεν θα φέρουν άλλους δυνάστες στη θέση αυτών που υπήρχαν. Αυτή είναι μια απαράδεκτη θέση.
Είναι αλήθεια ότι εάν η ηγεσία αυτής της μαζικής αντίστασης παρέμενε στα χέρια των αστών εθνικιστών, των σταλινικών ή των σοσιαλδημοκρατών θα ξεπουλιόνταν τελικά στους Δυτικούς ιμπεριαλιστές. Το καθήκον των επαναστατών ήταν να αποτρέψουν να συμβεί αυτό προσπαθώντας να εκδιώξουν αυτούς τους φαλκιδευτές από την ηγεσία του κινήματος. Όμως είναι αδύνατον να αποτρέψεις αυτήν την προδοσία απέχοντας από τη συμμετοχή σε αυτό το κίνημα.
Μια εκδοχή της διαρκούς επανάστασης
Τι βρίσκεται κάτω από αυτόν τον πέμπτο πόλεμο; Υπήρχαν οι απάνθρωπες συνθήκες στις κατεχόμενες χώρες. Πώς μπορεί κάποιος να αμφιβάλλει γι αυτό; Πώς μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι ο πραγματικός λόγος της εξέγερσης ήταν κάποιο ιδεολογικό υπόβαθρο –τέτοιο όπως ο σωβινισμός του Γαλλικού λαού ή της ηγεσίας του ΚΚ; Μια τέτοια εξήγηση δεν έχει καμιά έννοια. Οι άνθρωποι δεν πολεμούσαν επειδή ήταν σωβινιστές. Οι άνθρωποι πολεμούσαν επειδή ήταν πεινασμένοι, επειδή ήταν υπερ-εκμεταλλευόμενοι, επειδή γίνονταν μαζικοί εκτοπισμοί σκλάβων εργατών στη Γερμανία, επειδή γίνονταν μαζικές σφαγές, επειδή υπήρχαν στρατόπεδα συγκέντρωσης, επειδή δεν είχαν δικαίωμα να απεργήσουν, επειδή απαγορεύθηκαν τα συνδικάτα, επειδή κομμουνιστές, σοσιαλιστές και συνδικαλιστές φυλακίζονταν.
Για τους λόγους αυτούς εξεγείρονταν οι άνθρωποι και όχι γιατί ήταν σωβινιστές. Συχνά ήταν και σωβινιστές, αλλά αυτός δεν ήταν ο κύριος λόγος. Ο κύριος λόγος ήταν οι απάνθρωπες υλικές συνθήκες διαβίωσης, η κοινωνική, πολιτική και εθνική τους καταπίεση, που ήταν τόσο ανυπόφορη που ωθούσε εκατομμύρια στο δρόμο της πάλης. Και πρέπει να απαντήσουμε στο ερώτημα: επρόκειτο για μια δίκαιη πάλη ή ήταν λάθος η εξέγερση ενάντια σε αυτή την υπερεκμετάλλευση και την καταπίεση; Ποιος μπορεί στα σοβαρά να ισχυριστεί ότι η εργατική τάξη της Δυτικής και της Ανατολικής Ευρώπης έπρεπε να απέχει ή να παραμείνει παθητική μπροστά στη φρίκη της ναζιστικής καταπίεσης και της Ναζιστικής κατοχής; Αυτή τη θέση δεν είναι δυνατόν να την υπερασπισθεί κάποιος.
Έτσι η μόνη σωστή θέση είναι ότι υπήρξε ένα πέμπτος πόλεμος που είχε επίσης μια αυτόνομη ύπαρξη μέσα σε όλα αυτά διαδραματίζονταν ανάμεσα στα 1939 και 1945. Η σωστή επαναστατική μαρξιστική θέση (αυτό το λέω και με μια κάποια απολογιστική απόχρωση, επειδή ήταν αυτή που υπερασπίσθηκαν από την αρχή οι Βέλγοι Τροτσκιστές ενάντια σε αυτό που αποκαλούσαν είτε δεξιά τάση είτε υπεραριστερή τάση του Ευρωπαϊκού Τροτσκιστικού κινήματος εκείνη την εποχή) έπρεπε να είναι η εξής: υποστηρίζουμε πλήρως όλους τους μαζικούς αγώνες και τις εξεγέρσεις, ένοπλες ή άοπλες, ενάντια στον ιμπεριαλισμό των Ναζί στην κατεχόμενη Ευρώπη, προκειμένου να τους μετατρέψουμε σε μια νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση –δηλαδή να αγωνισθούμε για να εκδιώξουμε από την ηγεσία των αγώνων αυτούς που τους συνέδεαν με τους δυτικούς ιμπεριαλιστές και οι οποίοι ήθελαν στην πραγματικότητα να διατηρήσουν τον καπιταλισμό με το τέλος του πολέμου, όπως πράγματι συνέβη.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτό που ξεκίνησε στην Ευρώπη το 1941 ήταν μια αυθεντική παραλλαγή μιας διαδικασίας διαρκούς επανάστασης, που μπορούσε να μετασχηματίσει αυτό το κίνημα αντίστασης σε μια σοσιαλιστική επανάσταση. Λέω «μπορούσε» και σε μια τουλάχιστον περίπτωση ήταν αυτό ακριβώς που συνέβη. Συνέβη στη Γιουγκοσλαβία. Αυτό ακριβώς είναι που έκαναν οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές. Ό,τι και να πούμε για το γραφειοκρατικό τρόπο με τον οποίο το έκαναν, για τα εγκλήματα που διέπραξαν στην πορεία για να το κάνουν ή για τις πολιτικές και ιδεολογικές αποκλίσεις που συνόδευσαν αυτήν τη διαδικασία, βασικά όμως έκαναν αυτό ακριβώς.
Η γιουγκοσλαβική εμπειρία
Δεν έχουμε πρόθεση να γίνουμε απολογητές του Τίτο όμως πρέπει να καταλάβουμε τι έκανε. Ήταν ένα αξιοθαύμαστο πράγμα. Στο ξεκίνημα της εξέγερσης το 1941 το Γιουγκοσλαβικό ΚΚ είχε απλώς 5.000 ενεργά μέλη. Όμως, το 1945 κατέλαβε την εξουσία επικεφαλής ενός στρατού μισού εκατομμυρίου εργατών και χωρικών. Αυτό δεν ήταν ένα μικρό κατόρθωμα. Δείχνει τη δυνατότητα και την ευκαιρία. Συμπεριφέρθηκαν σαν επαναστάτες, γραφειοκρατικο-κεντριστές επαναστάτες σταλινικής προέλευσης αν θέλετε, όμως δεν μπορούμε να τους ονομάσουμε αντεπαναστάτες. Κατάργησαν τον καπιταλισμό. Δεν ήταν ο Σοβιετικός στρατός, δεν ήταν ο Στάλιν, σαν μια συνέπεια του «ψυχρού πολέμου» που κατάργησε τον καπιταλισμό στη Γιουγκοσλαβία. Ήταν το Γιουγκοσλαβικό ΚΚ που οδήγησε αυτόν τον αγώνα, που τον συνόδευε και με μια μεγάλη μάχη ενάντια στον Στάλιν.
Υπάρχουν όλες οι αποδείξεις, όλα τα γράμματα που εστάλησαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα της Σοβιετικής Ένωσης προς τους Γιουγκοσλάβους που έλεγαν: «Μην επιτίθεσθε στην ιδιωτική ιδιοκτησία. Μην ωθείτε τους Αμερικανούς σε εχθρότητα προς τη Σοβιετική Ένωση με το να επιτίθεσθε στην ιδιωτική ιδιοκτησία». Όμως ο Τίτο και οι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν έδωσαν μια δεκάρα για το το τι έλεγε ο Στάλιν να κάνουν ή να μην κάνουν. Οδήγησαν μια γνήσια διαδικασία διαρκούς επανάστασης με την ιστορική έννοια της λέξης, μετασχημάτισαν μια μαζική εξέγερση ενάντια στο ναζιστικό ιμπεριαλισμό -μια εξέγερση που ξεκίνησε σε μια διαταξική βάση, αλλά ακολουθώντας μια προλεταριακή γραφειοκρατική πορεία- σε μια γνήσια σοσιαλιστική επανάσταση.
Στο τέλος του 1945 η Γιουγκοσλαβία έγινε ένα εργατικό κράτος. Υπήρξε μια τεράστια μαζική εξέγερση στα 1944-45, οι εργάτες κατέλαβαν τα εργοστάσια, η γη καταλήφθηκε από τους αγρότες (και αργότερα από το κράτος, με έναν υπερβολικό και υπερ-συγκεντρωτικό τρόπο). Η ιδιωτική ιδιοκτησία καταργήθηκε σε μεγάλο βαθμό. Κανένας δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι το Γιουγκοσλαβικό Κομμουνιστικό Κόμμα κατήργησε τον καπιταλισμό, έστω και με τις δικές του γραφειοκρατικές μεθόδους, καταπνίγοντας την εργατική δημοκρατία, εκτελώντας ακόμη και μερικούς ανθρώπους τους οποίους κατηγόρησε ότι ήταν Τροτσκιστές (που δεν ήταν αληθινό αφού δεν υπήρχε τότε Τροτσκιστικό τμήμα στη Γιουγκοσλαβία ή σε κάποιο προηγούμενο χρόνο). Και δεν κατήργησαν τον καπιταλισμό με κάποιες γραφειοκρατικές κινήσεις με τη βοήθεια ενός ξένου στρατού, όπως έγινε στην Ανατολική Ευρώπη, αλλά με μια γνήσια λαϊκή επανάσταση, μια πελώρια μαζική κινητοποίηση, μια από τις πιο μεγάλες που συνέβησαν ποτέ στην Ευρώπη. Πρέπει να μελετήσετε την ιστορία αυτού που συνέβη στη Γιουγκοσλαβία -και το πώς, όπως το περιγράφουν αστοί συγγραφείς, σε κάθε μεμονωμένο χωριό υπήρξε ένας εμφύλιος πόλεμος. Αυτή είναι η αλήθεια σχετικά με αυτό. Τη μόνη σύγκριση που μπορείτε να κάνετε είναι με το Βιετνάμ.
Ανάμεσα στον οπορτουνισμό…
Έτσι νομίζω ότι οι επαναστάτες έπρεπε βασικά να προσπαθήσουν να κάνουν στις άλλες κατεχόμενες χώρες ό,τι έκαναν οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές στη Γιουγκοσλαβία –ασφαλώς με καλύτερες μεθόδους και καλύτερα αποτελέσματα, που να οδηγούν σε εργατική δημοκρατία και εργατική εξουσία που ασκείται απευθείας από εργατικά συμβούλια και όχι από ένα γραφειοκρατικοποιημένο εργατικό κόμμα και μια προνομιούχα γραφειοκρατία.
Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι ήταν δικό μας λάθος που η προλεταριακή επανάσταση απέτυχε στην Ευρώπη το 1945, επειδή δεν εφαρμόσαμε τη σωστή γραμμή στο κίνημα αντίστασης. Αυτό θα ήταν γελοίο. Ακόμη και με την καλύτερη από τις γραμμές, ο συσχετισμός των δυνάμεων ήταν τέτοιος που δε θα είχαμε επιτυχία. Ο συσχετισμός των δυνάμεων ανάμεσα στα κομμουνιστικά κόμματα και σε μας, το κύρος των ΚΚ, οι δεσμοί των ΚΚ με τη Σοβιετική Ένωση, το χαμηλό επίπεδο της συνείδησης της εργατικής τάξης σαν αποτέλεσμα μιας μακράς περιόδου από ήττες –όλα αυτά έκαναν αδύνατο για τους τροτσκιστές να ανταγωνισθούν τους σταλινικούς για την ηγεσία του μαζικού κινήματος. Έτσι τα λάθη που έγιναν τόσο με την έννοια της δεξιάς απόκλισης όσο και την έννοια της υπερ-αριστερής στην πραγματικότητα είχαν πολύ μικρό αποτέλεσμα στην ιστορία. Υπάρχουν μερικά απλά μαθήματα από τα οποία μπορούμε να εξάγουμε πολιτικά συμπεράσματα προκειμένου να μην επαναλάβουμε αυτά τα λάθη στο μέλλον. Όχι όμως ότι η ιστορία δεν άλλαξε εξαιτίας των λαθών μας.
Αυτά τα μαθήματα έχουν μια δυαδική φύση. Οι ηγέτες σύντροφοι της μιας από τις δύο γαλλικές τροτσκιστικές οργανώσεις του Parti Ouvrier Internationaliste / POI (που ήταν το επίσημο τμήμα), έκαναν δεξιά λάθη στα 1940-41. Δεν υπάρχει αμφιβολία σχετικά με αυτό. Άρχισαν από μια σωστή ουσιαστικά γραμμή, αυτήν που μόλις υπογραμμίσαμε, αλλά την πήγαν ένα βήμα πιο μακρυά. Στην εφαρμογή αυτής της γραμμής περιέλαβαν ευκαιριακές συμμαχίες με αυτό που αποκαλούσαν «εθνική αστική τάξη».
Θα πρέπει να προσθέσω ότι ήταν σε θέση να χρησιμοποιούν μια πρόταση του Τρότσκι για να υποστηρίζουν τη θέση τους. Ας το θυμηθούμε πριν να φτάσουμε τόσο βιαστικά σε ένα συμπέρασμα πάνω στο ζήτημα αυτό. Αυτή η πρόταση προέρχεται από ένα από τα τελευταία άρθρα του Τρότσκι: «Η Γαλλία μετατρέπεται σε ένα καταπιεζόμενο έθνος». Σε ένα καταπιεσμένο έθνος δεν υπάρχει λόγος αρχής να απορριφθούν ευκαιριακές, τακτικές συμφωνίες με την «εθνική αστική τάξη» ενάντια στον ιμπεριαλισμό. Υπάρχουν δύο προϋποθέσεις: δεν κάνουμε καμιά πολιτική συμφωνία με την αστική τάξη. Έστω και αν καθαρά συμφωνίες τακτικής είναι παραδεκτές. Θα έπρεπε για παράδειγμα να είχε γίνει μια τέτοια συμφωνία στην εξέγερση του 1942 στην Ινδία. Είναι ένα ζήτημα τακτικής όχι ένα ζήτημα αρχής.
Αυτό που ήταν λάθος στη θέση της ηγεσίας του POI ήταν το να κάνει μια γενίκευση από μια προσωρινή, συγκυριακή κατάσταση. Αν η Γαλλία είχε γίνει μονίμως μια μισο-αποικιακή χώρα τότε θα είχαμε μια διαφορετική ιστορία. Όμως επρόκειτο για μια προσωρινή κατάσταση, για την ακρίβεια ένα επεισόδιο του πολέμου. Η Γαλλία παρέμενε μια ιμπεριαλιστική δύναμη, με ιμπεριαλιστικές δομές, που συνεχίζονταν μέσα από τη λειτουργία των Γκολιστών να εκμεταλλεύονται πολλούς αποικιακούς λαούς και να διατηρούν την αυτοκρατορία τους στην Αφρική ανέπαφη. Το να αλλάζει κάποιος τη στάση του απέναντι στην αστική τάξη απλώς κάτω από το φως αυτού που συνέβη στη διάρκεια δύο χρόνων στο έδαφος της Γαλλίας ήταν μια ανώριμη κίνηση που εμπεριείχε το σπέρμα μεγάλων πολιτικών λαθών.
Στην πραγματικότητα όμως αυτό δεν τους οδήγησε σε ό,τι νάναι. Αυτοί που ισχυρίζονται ότι οι Γάλλοι Τροτσκιστές «πρόδωσαν» κάνοντας συμμαχία με την αστική τάξη στα 1940-41 δεν καταλαβαίνουν τη διαφορά ανάμεσα στην αρχή ενός θεωρητικού λάθους και στην πραγματικά προδοτική παρέμβαση στην ταξική πάλη. Δεν υπήρξε ποτέ καμία συμφωνία με την αστική τάξη, ποτέ κάποια υποστήριξη γι’αυτήν όταν προέκυψε ζήτημα. Οποτεδήποτε ξέσπασαν απεργίες οι Γάλλοι τροτσκιστές ήταν 100 τοις εκατό με την πλευρά των εργατών. Είτε επρόκειτο για απεργίες ενάντια στους Γάλλους καπιταλιστές, τους Γερμανούς καπιταλιστές, ή έναν συνδυασμό και των δύο, βρέθηκαν πάντοτε στο πλευρό των εργατών. Επομένως, πού βρίσκεται η προδοσία; Για την ακρίβεια, συγχέουν ένα ενδεχόμενο πολιτικό λάθος και ένα πραγματικό θεωρητικό λάθος –που τελικά θα μπορούσε ίσως να έχει σοβαρές συνέπειες, αλλά στην πραγματικότητα δεν έγιναν ποτέ. Το ότι υπήρξε θεωρητικό λάθος δεν το αρνιέμαι. Όμως νομίζω ότι οι σύντροφοι της μειοψηφίας του POI, που αγωνίστηκαν ενάντια σε αυτό το λάθος, έκαναν σωστή δουλειά και από το 1942 αυτό ανατράπηκε κατά πολύ.
… και τον αριστερισμό
Ωστόσο, το αντίστροφο, σεχταριστικό λάθος ήταν πολύ πιο σοβαρό κατά την άποψη μου. Εδώ η υπεραριστερή τάση των τροτσκιστών δεν αναγνώρισε κανένα προοδευτικό περιεχόμενο στο κίνημα της αντίστασης και αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε διάκριση ανάμεσα στη μαζική αντίσταση, την ένοπλη μαζική πάλη και τους χειρισμούς και τα σχέδια των αστών εθνικιστών, των σοσιαλδημοκρατών ή στην κακή ηγεσία των μαζών από τους σταλινικούς. Το λάθος αυτό ήταν πολύ χειρότερο γιατί οδηγούσε στην αποχή από τη σημαντική ζωντανή πάλη των μαζών. Οι σύντροφοι αυτοί (όπως είναι και της ομάδας της Lutte Ouvrière) που επιμένουν ακόμη και σήμερα να ταυτίζουν το μαζικό κίνημα στις κατεχόμενες χώρες με τον ιμπεριαλισμό –ισχυριζόμενοι ότι ο πόλεμος στη Γιουγκοσλαβία ήταν ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος επειδή διεξαγόταν από εθνικιστές– αναθεωρούν ολοκληρωτικά τη μαρξιστική μέθοδο. Αντί να καθορίσουν την ταξική φύση ενός μαζικού κινήματος από τις αντικειμενικές του ρίζες και σημασία, προσπαθούν να το κάνουν στη βάση της ιδεολογίας του. Αυτό αποτελεί ένα απαράδεκτο πισωγύρισμα προς τον ιστορικό ιδεαλισμό. Όταν οι εργάτες εξεγείρονται ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση με εθνικιστικά συνθήματα τότε λες: «Η εξέγερση είναι σωστή. Παρακαλώ αλλάξτε τα συνθήματα». Δεν λες: «Η εξέγερση είναι κακή επειδή τα συνθήματα δεν είναι καλά». Ο αγώνας δεν γίνεται αστικός επειδή τα συνθήματα είναι αστικά –αυτή είναι μια λαθεμένη και απόλυτα ιδεαλιστική προσέγγιση.
Ο Τρότσκι προειδοποίησε το τροτσκιστικό κίνημα ενάντια κυρίως σε τέτοια λάθη στο τελευταίο του βασικό κείμενο, τη Διακήρυξη της έκτακτης συνδιάσκεψης του 1940. Υπογράμμισε ότι πρέπει με προσοχή να μην κρίνουμε τους εργάτες με τον τρόπο με τον οποίο κρίνουμε την αστική τάξη, ακόμη και όταν μιλούν για εθνική άμυνα. Είναι αναγκαίο να διακρίνουμε ανάμεσα στο τι λένε και στο τι εννοούν –να κρίνουμε την αντικειμενική ιστορική φύση της παρέμβασής τους και όχι τις λέξεις που χρησιμοποιούν. Το γεγονός ότι τα σεχταριστικά τμήματα του τροτσκιστικού κινήματος δεν το κατάλαβαν και πήραν μια θέση αποχής από τις μεγάλες συγκρούσεις στις οποίες εμπλέκονταν εκατοντάδες χιλιάδες ή ακόμη και εκατομμύρια άνθρωποι ήταν πολύ επικίνδυνο για το μέλλον της Τετάρτης Διεθνούς.
Το να απέχεις από τέτοιες συγκρούσεις, σε ιδεολογική βάση, μπορεί να είναι απόλυτα αυτοκτονικό για ένα ζωντανό επαναστατικό κίνημα. Εμείς δεν είχαμε τμήμα στη Γιουγκοσλαβία. Αν είχαμε κάποιο θα ήταν ευτύχημα να μην είναι σεχταριστικό. Διαφορετικά δεν θα μπορούσαμε να απευθυνθούμε στους Γιουγκοσλάβους Κομμουνιστές και τους εργάτες με το κύρος που έχουμε σήμερα. Η πρώτη μας παρέμβαση στη Γιουγκοσλαβία έγινε μόλις το 1948. Ήταν μια σωστή παρέμβαση και, έτσι, τώρα μπορούμε να μιλάμε με καθαρή σημαία και αξιόλογο κύρος στη Γιουγκοσλαβία. Όμως, εάν η γραμμή της Lutte Ouvrière είχε εφαρμοστεί στην πράξη στη Γιουγκοσλαβία ανάμεσα στο 1941 και 1944 και εάν οι Γιουγκοσλάβοι τροτσκιστές είχαν μείνει ουδέτεροι στον εμφύλιο πόλεμο, δε θα ήμασταν πολύ περήφανοι σήμερα και σίγουρα δεν θα ήμασταν σε ισχυρή θέση για να υπερασπίσουμε το πρόγραμμα της Τετάρτης Διεθνούς. Όπως συνέβη με μερικούς Γιουγκοσλάβους Κομμουνιστές που αργότερα έγιναν τροτσκιστές, αυτοί ήταν ήδη ήρωες του εμφυλίου πολέμου, πράγμα που τους έδινε μια σταθερή θέση και ηθικό κύρος. Αυτό κάνει ευκολότερο γι αυτούς και για μας να συζητούμε για τροτσκισμό στη Γιουγκοσλαβία σήμερα. Εάν έπρεπε να σηκώνουμε το ηθικό βάρος μιας παθητικότητας ή αποχής από έναν μεγάλο εμφύλιο πόλεμο, τότε θα βρισκόμασταν και σήμερα σε πιο δύσκολη θέση.
Ernest Mandel
Λονδίνο, 1976
Το παραπάνω κείμενο βασίστηκε στη μεταγραφή ενός σεμιναρίου ιστορίας της 4ης Διεθνούς που οργανώθηκε από το International Marxist Group (βρετανικό τμήμα της 4ης Διεθνούς) στο Λονδίνο το 1976 και βρίσκεται στο Marxists’ Internet Archive (Ernest Mandel, «Trotskyists and the Resistance in World War Two»). Αναδημοσιεύουμε την ελληνική μετάφραση από το elaliberta.gr, με μικρές διορθώσεις, ενώ προσθέσαμε ορισμένους υπότιτλους, με άξονα, τη γαλλική έκδοση (μετάφραση) του άρθρου στο σχετικό αρχείο του Ερνέστ Μαντέλ «Les trotskystes et la Résistance pendant la Seconde guerre mondiale».
[…] […]