των Karina Nohales – Javiera Manzi , 14/1/2022
Χιλή:
Ο λαός νίκησε, αλλά το ουσιαστικό παραμένει!
των Karina Nohales – Javiera Manzi , 14/1/2022
Στο κείμενο αυτό, η Karina Nohales και η Javiera Manzi, φεμινίστριες της Coordinadora Feminista 8M της Χιλής, αναλύουν τις τελευταίες εκλογές, που οδήγησαν στη νίκη του συνασπισμού της αριστεράς, με υποψήφιο τον Gabriel Boric, απέναντι στην άκρα δεξιά του José Antonio Kast. Όπως μας εξηγούν, «η πρόσφατη εμπειρία ανασύνθεσης του κοινωνικού ιστού στη Χιλή, που οδήγησε σε έναν κύκλο μαζικής πολιτικοποίησης, έδειξε με σαφήνεια ότι ο δρόμος και η εκλογική διαδικασία δεν είναι ανεξάρτητα και ότι, σε ορισμένες στιγμές, αν εγκαταλειφθεί το ένα μπορεί να τορπιλίσει και το άλλο».
Το παρόν κείμενο εντάσσεται στη συλλογή «Convención Constitucional 2022», που είναι προϊόν συνεργασίας μεταξύ του Jacobin América Latina και του Fundación Rosa Luxemburgo.
Την Κυριακή 19 Δεκεμβρίου πρόεδρος της Χιλής εξελέγη ο Gabriel Boric Font. Σε μια εκλογή με πρωτόγνωρο επίπεδο εκλογικής συμμετοχής, ο υποψήφιος των κομμάτων της αριστεράς, συσπειρωμένων στο συνασπισμό Apruebo Dignidad [=Έγκριση Αξιοπρέπειας], επιβλήθηκε με σχεδόν 12 ποσοστιαίες μονάδες διαφορά (56% έναντι 44%) στον υποψήφιο της άκρας δεξιάς, τον José Antonio Kast και έγινε, στα 35 του χρόνια, ο πιο νέος πρόεδρος που είχε ποτέ η Χιλή και ο πρόεδρος με τους περισσότερους ψήφους ποτέ στη χώρα. Τον Μάρτιο του 2022, ο Sebastián Piñera θα πρέπει έτσι να παραδώσει την εξουσία στη γενιά των φοιτητών(-τριών) που κινητοποιήθηκαν υπέρ της δημόσιας εκπαίδευσης, κατά την πρώτη του θητεία (2010-2014).
Ο εκλογικός κύκλος της εξέγερσης
Η προεδρική εκλογή αυτή ήταν η προτελευταία ενός κύκλου εκλογών που διεξήχθησαν στη Χιλή από την αρχή των μαθητικών κινητοποιήσεων που οδήγησαν σε μια πολύ ισχυρή εξέγερση. Από τις 18 Οκτωβρίου του 2019 διεξήχθησαν, έτσι: το δημοψήφισμα για νέο Σύνταγμα, η εκλογή των μελών της Συντακτικής και η ανανέωση όλων των αιρετών από το λαό θέσεων -δημοτικοί σύμβουλοι και δήμαρχοι, περιφερειακοί κυβερνήτες και δημοτικά συμβούλια, βουλευτές και η προεδρεία της χώρας. Το μόνο που μένει, πλέον, είναι το δημοψήφισμα για την έγκριση της νέας Carta Magna [του νέου Συντάγματος]. Με τέτοια εκλογική χιονοστιβάδα, είναι αναπόφευκτο η μορφή αυτή να αποκτήσει μια κεντρικότητα στη μετάφραση της κοινωνικής αμφισβήτησης.
Κατά την τελευταία δεκαετία, σημαντική πλευρά για την κατανόηση της τοπικής πολιτικής συμπεριφοράς ήταν το υψηλό επίπεδο της εκλογικής αποχής. Από το 2012, όταν η ψήφος έγινε προαιρετική, η αποχή δεν έπαψε να αυξάνει, τάση που για πρώτη φορά αντιστράφηκε τον Οκτώβρη του 2020, στο δημοψήφισμα για ένα νέο Σύνταγμα. Η καμπύλη της συμμετοχής στις εκλογές δεν ακολούθησε μια σταθερή τάση: Από το 50,9% συμμετοχής στο δημοψήφισμα -στο οποίο το «υπέρ» επιβλήθηκε του «κατά» με 79% έναντι 21%- περάσαμε σε μια συμμετοχή 47% στον πρώτο γύρο της προεδρικής εκλογής, δηλαδή σε επίπεδο αποχής πολύ ανάλογο με των τελευταίων εκλογών πριν από την εξέγερση.
Όλα δείχνουν ότι οι λαϊκές δυνάμεις, ως εκλογική δύναμη, υπήρξαν πολύ επιλεκτικές στις μάχες τους. Αυτό οδήγησε σε ορισμένα εκλογικά αποτελέσματα που είναι αρκετά δύσκολο να ερμηνευτούν, έστω και αν είναι βέβαιο πως η μικρότερη εκλογική συμμετοχή ευνόησε τις συντηρητικές δυνάμεις (το καλύτερο παράδειγμα ήταν οι βουλευτικές εκλογές) και πως ο λαός επέλεξε το δεύτερο γύρο των προεδρικών σαν μια κρίσιμη δική του μάχη για να καθορίσει το αποτέλεσμά τους.
Οι εκλογικές αναμετρήσεις, και ιδιαίτερα η διεύρυνση της λαϊκής συμμετοχής σε αυτές, καθορίστηκαν από τις δύο βασικές συνιστώσες της εξέγερσης που ξέσπασε στη Χιλή και που αναμφίβολα συνδέονται εσώτερα: την απόρριψη του νεοφιλελευθερισμού και όσων τον προώθησαν και την απόρριψη της κληρονομιάς της δικτατορίας. Τόσο στο δημοψήφισμα για ένα Νέο Σύνταγμα όσο και στον πρόσφατο δεύτερο γύρο, που γρήγορα πήρε μια δημοψηφιστική χροιά, ακολουθήθηκαν και οι δύο αυτοί άξονες. Εάν το 2019, η μαζική κινητοποίηση, που κατόπιν εκφράστηκε μέσα από το χείμαρρο στο δημοψήφισμα, κατάφερε μέσα σε λίγες εβδομάδες αυτό που δεν είχε καταφέρει σε 30 χρόνια κανένα από τα κόμματα της δημοκρατικής μετάβασης (να βάλει τέλος στο Σύνταγμα του Πινοτσέτ), στο δεύτερο γύρο των προεδρικών εκλογών έκλεισε το δρόμο στην υποψηφιότητα που προσπαθούσε να το αποκαταστήσει, διασώζοντας έτσι και το θεσμικό χώρο μέσα από τον οποίο φιλοδοξεί να διαλύσει τη συνέχειά του: τη Συντακτική Συνέλευση.
Η εμπειρία ανασύνθεσης του κοινωνικού ιστού, συνάρθρωσης και έντονης κινητοποίησης (και παρά τη διακοπή που σήμαινε η πανδημία) οδήγησε σε έναν κύκλο πολιτικοποίησης των μαζών, μέσα από τον οποίο πλατιά τμήματα διαπίστωσαν τα ίδια ότι ο δρόμος και οι εκλογές δεν πάνε χωριστά και ότι, σε ορισμένες συγκυρίες, αν εγκαταλειφθεί το ένα, κινδυνεύει και το άλλο. Σε ένα περιβάλλον μεγάλης αποχής αλλά και ιστορικής απομάκρυνσης ενός τμήματος της αριστεράς από τους δρόμους της θεσμικής αμφισβήτησης, αυτό σηματοδοτεί μια καμπή στην ανασύνθεση των δυνάμεων του μετασχηματισμού.
Ο πρώτος γύρος των προεδρικών
Στις 18 Ιουλίου διοργανώθηκαν οι προκριματικές εκλογές για τους υποψήφιους προέδρους, στις οποίες οι δύο συνασπισμοί, Chile Vamos [=Πάμε, Χιλή!, είναι ο συνασπισμός της δεξιάς] και Apruebo Dignidad, επέλεξαν με λαϊκή ψήφο, ποιός θα ήταν ο υποψήφιός τους για πρόεδρος της χώρας. Σε αυτές, ο Gabriel Boric επικράτησε του υποψηφίου του Κομμουνιστικού Κόμματος, του Daniel Jadue, σε μια προκριματική όπου ψήφισαν 1,7 εκατομμύρια άνθρωποι. Ταυτόχρονα, από τους υποψήφιους του Chile Vamos, επικράτησε ο ανεξάρτητος, αν και υποστηριζόμενος από την UDI, Sebastián Sichel, που μαζί με τους άλλους τρεις του συνασπισμού του πήραν 1,3 εκατομμύρια ψήφους. Τελικά, αυτές ήταν οι προκριματικές με τη μεγαλύτερη συμμετοχή στην ιστορία, ενώ ο συνασπισμός Apruebo Dignidad ήταν αυτός που πήρε τους περισσότερους ψήφους.
Τέσσερεις μήνες αργότερα, στον πρώτο γύρο των εκλογών, στις 21 Νοεμβρίου, ο Μπόριτς πήρε 1,8 εκατομμύρια ψήφους, δηλαδή δεν κατάφερε να διευρύνει το δικό του κοινό παρά μόνο κατά ελάχιστα, 100.000, σε σχέση με τις προκριματικές. Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι αυτή τη φορά είχε απέναντί του και διάφορους υποψηφίους από άλλους τομείς. Ωστόσο, έμεινε πίσω από τον υποψήφιο της άκρας δεξιάς, τον José Antonio Kast, που δεν είχε καν περάσει από προκριματικές και, όμως, ήρθε πρώτος. Η χαμηλή λαϊκή συμμετοχή στις εκλογές αυτές, μαζί με τη διασπορά των υποψηφίων, τον ασύλληπτο ρόλο των επιχειρηματιών για τον υποψήφιό τους (τον Sebastián Sichel) και τη χαμηλή εμπλοκή των πλατύτερων στρωμάτων άφησαν τον αριστερό υποψήφιο σε μια θέση που θα μπορούσε να αντιστραφεί μόνο με αντιστροφή της ιστορικής εκλογικής τάσης.
Ένα από τα πιο αξιοσημείωτα στοιχεία του πρώτου γύρου των προεδρικών εκλογών είναι ότι οι κύριοι πολιτικοί συνασπισμοί που κυβέρνησαν τη Χιλή μετά τη δικτατορία (αυτοί που αποκαλούνται «κέντρο», είτε αριστερό είτε δεξιό) έχασαν την ιστορική τους ηγεμονία και αποκλείστηκαν από τον επόμενο γύρο. Ένα δεύτερο αξιοσημείωτο γεγονός είναι ότι, για πρώτη φορά, πέρασαν στο δεύτερο γύρο συνασπισμοί, όπως οι Apruebo Dignidad και Frente Social Cristiano [=Χριστιανικό Κοινωνικό Μέτωπο, που δημιουργήθηκαν στον ίδιο αυτό κύκλο αμφισβήτησης μετά την εξέγερση. Αν ο πρώτος διέθετε εκλογική ομάδα (με τους βουλευτές του Frente Amplio και του Κομμουνιστικού Κόμματος), ο δεύτερος εγγράφεται ανοιχτά στο διεθνές φαινόμενο της ανάδυσης αυτού που ονομάζεται ακραία δεξιά.
Ένα τρίτο αξιοσημείωτο στοιχείο είναι ο «παράγων Φράνκο Παρίσι» και το κόμμα του, «Κόμμα του Λαού», που με ένα εκατομμύριο ψήφους ήρθε στην τρίτη θέση, αναδυόμενος ως το μεγάλο outsider του πρώτου γύρου, με μια αφήγηση που αναζωογονεί τη νεοφιλελεύθερη υπόσχεση επιτυχίας μέσα από την ατομική προσπάθεια και με μια υποτιθέμενα λογική κατά των ελίτ και των καταχρήσεων. Το «φαινόμενο Παρίσι», με έναν υποψήφιο που έκανε όλη του την καμπάνια από το εξωτερικό, είναι ενδιαφέρον να αναλυθεί καθώς εκφράζει τον ίδιο το χώρο αμφισβήτησης που συγκροτείται σήμερα από τη διαδικασία πολιτικοποίησης των μαζών.
Πράγματι, ο Παρίσι ερμηνεύει μια ευαίσθητη συνειδησιακή χορδή που ριζώνει στη νεοφιλελεύθερη ιδέα της εσώτερης αξίας, αλλά και προσπαθεί να βγάλει την αγορά από το χώρο των κοινωνικών δικαιωμάτων. Αυτό το αφήγημα μεσοβασιλείας, που βάζει το άτομο στο κέντρο, επικρίνει τη διαφθορά των ελίτ, αλλά σβήνει τα κοινωνικά δικαιώματα, προσκρούει στον ορίζοντα των αριστερών και, ιδιαίτερα, του φεμινισμού, που υποστηρίζει τον κοινωνικό χαρακτήρα της ύπαρξης και την ανάγκη κοινωνικοποίησης της εργασίας που τον στηρίζει. Αντίθετα από τα κόμματα των ιστορικών συνασπισμών, κατά τα τριάντα τελευταία χρόνια, που συντάχτηκαν πάνω-κάτω πίσω από τον Μπόριτς και τον Καστ, ο Παρίσι δεν ευθυγραμμίστηκε καταρχάς με κανέναν, αφήνοντας ανοιχτή τη μάχη για το ποιός θα κερδίσει το εκατομμύριο των ψήφων του σε αυτή την κρίσιμη στιγμή.
Μετά τον πρώτο γύρο, το Κόμμα του Λαού άρχισε να υιοθετεί όλο και πιο καθαρά μια πολιτική αποκατάστασης της πατριαρχίας, το οποίο εκφράστηκε τόσο στην ίδια την εκλογική καμπάνια με την όλο και μεγαλύτερη συμμετοχή ανδρών στο εκλογικού του σώμα όσο και, πιο συγκεκριμένα, με την αποκάλυψη ότι ο ίδιος ο υποψήφιος έχει συσσωρεύσει ένα εκατομμύριο δολάρια σε χρέη διατροφής που δεν δίνει. Απροσδόκητα, το θέμα αυτό πολιτικοποιήθηκε και άνοιξε μια αναπόφευκτη συζήτηση, όπου τόσο ο Μπόριτς όσο και ο Καστ αναγκάστηκαν όχι μόνο να πάρουν μια γενική θέση αλλά και να τοποθετηθούν στο συγκεκριμένο για το γυναικείο κοινό. Ενώ ο πρώτος στήριξε τη γυναικεία αντίληψη, ο δεύτερος σχετικοποίησε την οικονομική βία συντασσόμενος απολύτως με τον άντρα που αρνείται να πληρώνει διατροφή.
Ο δεύτερος γύρος και τα αποτελέσματά του
Ο δεύτερος γύρος πήρε μια δημοψηφιστική χροιά (και μάλιστα αρκετά επικά). Σε λιγότερο από ένα χρόνο, η Χιλή αντιμετώπιζε ένα δίλημμα για τις προϋποθέσεις της συνέχισης του κύκλου μετασχηματισμών έναντι της απειλής για ριζική ανατροπή του. Αυτό είναι που εκφράστηκε όχι μόνο στην ίδια την καμπάνια αλλά -και με πολύ πιο θεαματική ακρίβεια- στο τελικό αποτέλεσμα, που επαναλαμβάνει τα εκλογικά ποσοστά του δημοψηφίσματος του 1988, όταν η χώρα έπρεπε να αποφασίσει εάν ήθελε να συνεχίσει να έχει τον Πινοτσέτ στην εξουσία. Τότε το Όχι επιβλήθηκε με 56% έναντι 44% του Ναι. Όπως θα το έλεγε και ο Mark Fisher, πάνω από 30 χρόνια αργότερα, αντιμετωπίζουμε τα φαντάσματα που πλανώνται πάνω από τη δημοκρατία, με μια ανασύνθεση των ιστορικών τους διαχωριστικών και τις πολιτικές τους συσχετίσεις.
Από τότε που υπάρχουν δύο γύροι στις προεδρικές εκλογές της Χιλής, πάντα νικάει ο/η υποψήφιος που περνάει πρώτος στον πρώτο γύρο. Αυτή τη φορά όμως, η ιστορική αυτή τάση ανατράπηκε από έναν καθοριστικό παράγοντα: το 8% των εκλογέων που απείχαν στον πρώτο γύρο αποφάσισαν να πάνε στις κάλπες, καταρρίπτοντας με αυτό κάθε ρεκόρ συμμετοχής στην πρόσφατη ιστορία μας, για να φτάσουμε στο 55,6%. Ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες επιπλέον ψήφοι.
Αυτός είναι ο παράγοντας που, κυριολεκτικά, ανέτρεψε το σενάριο. Παρόλο που το Νοέμβριο ο Καστ ξεπέρασε τον Μπόριτς σε έντεκα από τις δεκαέξι περιφέρειες της χώρας, ο Μπόριτς αντίστροφα ξεπέρασε τώρα τον Καστ σε έντεκα από τις 16 αυτές περιφέρειες, ενώ σε 4 το έκανε με πάνω από 60% των ψήφων, όπου συμπεριλαμβάνεται η ευρύτερη περιφέρεια του Σαντιάγκο, στο κέντρο της χώρας, η περιφέρεια του Ατακάμα, στο βόρειο άκρο της, και η περιφέρεια του Μαγκαγιάνες, στο νότιο άκρο. Από πού άραγε ξεπήδησαν όλοι αυτοί οι ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες νέοι ψήφοι και τί ήταν αυτό άραγε που τους κινητοποίησε στις κάλπες;
Γυναίκες και φεμινισμός: το κέντρο της πρωτοβουλίας
Μόλις έγιναν γνωστά τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου στις προεδρικές δόθηκε ένα σήμα κινδύνου. Από την αρχή έμοιαζε πιθανόν ο Χοσέ Αντόνιο Καστ να φτάσει στο δεύτερο γύρο, αλλά τόσο στο στρατόπεδο των λαϊκών οργανώσεων όσο και στους χώρους του Apruebo Dignidad κανείς δεν περίμενε πάρει την πρώτη θέση. Παρόλο που μερικές δημοσκοπήσεις προέβλεπαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο, η φερεγγυότητα των εργαλείων αυτών έχει αμφισβητηθεί από πολύ καιρό, ενώ επιπλέον μια τέτοια προβολή προσέκρουε από πολλές απόψεις και σε μια εμπειρική διαίσθηση: Πώς μπορούσε στη Χιλή της εξέγερσης ο υποψήφιος της άκρας δεξιάς να φτάσει πρώτος;
Παρόλο που στις προηγούμενες εκλογές, ο Apruebo Dignidad αύξησε τα εκλογικά του ποσοστά και έθεσε υποψηφιότητα ως η πιο βιώσιμη εκλογική εναλλακτική απέναντι στην ανάδυση του Καστ, ωστόσο ούτε τα κοινωνικά κινήματα ούτε οι λαϊκές οργανώσεις δεν τον υποστήριξαν δημόσια ούτε και έκαναν καμπάνια υπέρ του. Είναι προφανές ότι πολλοί και πολλές από όσους συμμετέχουν σε αυτά τα κινήματα είχαν πάει να ψηφίσουν τον Μπόριτς, όμως δεν υπήρξε συλλογική επεξεργασία ούτε και οργανική τοποθέτηση υπέρ του.
Η αμηχανία που προκλήθηκε το βράδυ της 21ης Νοεμβρίου οδήγησε σε μορφές και πρωτοβουλίες που δεν είχαν υπάρξει κατά την πρώτη αναμέτρηση, με τοποθετήσεις, και συλλογικές και ατομικές, που καλούσαν για διοργάνωση καμπάνιας εκτός του Apruebo Dignidad. Μέσα σε λίγες μόλις ώρες διαχύθηκε ταχύτατα ένα αίσθημα επείγοντος που, αντίστροφα από την παράλυση που προκαλούσε το εκλογικό αποτέλεσμα, οδήγησε στις πρώτες απαντήσεις από τους οργανωμένους τομείς.
Το ίδιο βράδυ, το «Φεμινιστικό Συντονιστικό 8 Μάρτη» (Coordinadora Feminista 8M) κάλεσε σε έκτακτη ολομέλεια, για να συζητηθούν τα αποτελέσματα και ο προσανατολισμός μας. Υιοθετήθηκε εκεί μια δημόσια δήλωση με το σύνθημα «Τώρα και όχι Αύριο» (Hoy y no mañana) σε υποστήριξη του Γκαμπριέλ Μπόριτς, καθώς και σε ανοιχτό κάλεσμα για μια Αντιφασιστική Φεμινιστική Συνέλευση. Σε αυτή την πρώτη μαζική αντίδραση, που οργανώθηκε μόλις τρεις μέρες μετά τον πρώτο γύρο, συμμετείχαν κάπου δύο χιλιάδες άνθρωποι1, με φυσική παρουσία στο Πανεπιστήμιο του Σαντιάγκο της Χιλής (USACH) είτε και μέσα από τη διαδικτυακή συνέλευση που διοργανώθηκε παράλληλα. Στη συνέλευση αυτή πήραν το λόγο ακτιβιστές και ακτιβίστριες από το Δίκτυο Ενάντια στη Βία κατά των Γυναικών (Red Chilena Contra la Violencia Hacia Las Mujeres), από την Οργάνωση Ποικίλων Διεμφυλικών (Organización de Trans Diversidades), από πολλές συλλογικότητες όπως οι Yo Cuido, ο σύλλογος Autoras de Chile, το δίκτυο Red de Actrices de Chile, η Φοιτητική Ομοσπονδία του πανεπιστημίου USACH, το δίκτυο για την άμβλωση Con Amigas y en la Casa, το δίκτυο Red de Profesionales por el Derecho a Decidir, οι Negrocéntricxs, Familia es Familia, Pedaleras Antipatriarcales y Bisidencias, Cátedra Amanda Labarca, Anamuri, La Morada και από τοπικές συνελεύσεις, όπως του σταθμού του μετρό La Granja και των Mujeres Autoconvocadas de Macul. Όλες και η κάθε μία από τις οργανώσεις αυτές, πολλές από τις οποίες δεν είχαν ποτέ αναμειχθεί σε εκλογικές διαδικασίες ούτε και χρησιμοποίησαν το δρόμο της θεσμικής συμμετοχής, αναφέρθηκαν στην ανάγκη για ένα πρόσθετο βήμα προς ένα γενικό και αποφασιστικό κάλεσμα όχι μόνο για να ψηφιστεί ο Γκαμπριέλ Μπόριτς, αλλά και για να κινητοποιηθεί ό,τι χρειαστεί ώστε να διευρυνθεί η εκλογική του στήριξη σε όσους δεν είχαν ώς τότε αναμειχθεί.
Υπήρχε ένα κοινό αίσθημα του επείγοντος να ηττηθεί το σχέδιο πατριαρχικής, νεοφιλελεύθερης και αυταρχικής αποκατάστασης που το βλέπαμε πλέον να φτάνει τόσο γρήγορα. Σε αυτό το πλαίσιο, η εμπειρία των φεμινιστριών της Βραζιλίας πήρε κεντρική θέση στις παρεμβάσεις της ημέρας: η άρνηση (Ele Não2) δεν θα ήταν αρκετή για να επιβληθούμε στις εκλογές. Η καμπάνια που έπρεπε να γίνει πέρα από τα πολιτικά κόμματα και θα έπρεπε να είναι σαφής από την πρώτη στιγμή στο να δηλώνει την επιλογή της και στο κάλεσμά της. Όπως το είπαν οι οργανώσεις των υγειονομικών, αυτό που παιζόταν ήταν πολύ περισσότερο απ’ό,τι στις προηγούμενες εκλογές: το διακύβευμα ήταν για τη διατήρηση των δικαιωμάτων που είχαν κατακτηθεί και για τη ζωή των γυναικών, των κοριτσιών και των διαφορετικών. Η κάθε μία απ’όσες συμμετείχαν ήξερε πως θα ήταν αναγκαίο να ηττηθεί ο Καστ και ότι η ήττα του θα έπρεπε να είναι συντριπτική. Όπως και εγένετο.
Με το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να αμφισβητεί την ψήφο των γυναικών, τα σεξουαλικά και αναπαραγωγικά δικαιώματα, να κατακρίνει τις ανύπαντρες μητέρες και να αναγκάζεται σε δημόσια συγγνώμη μετά από την αρχική του θέση για κατάργηση του υπουργείου γυναικών και ισότητας φύλων, το φεμινιστικό και ΛΟΑΤΚΙ+ κίνημα έκανε ένα ακόμα κρίσιμο βήμα στη διατύπωση ενός πολιτικά πρωταγωνιστικού του ρόλου. Και αυτό επειδή ακριβώς οι ίδιοι αυτοί που λένε πως οι δικές μας ζωές δεν είναι πολιτικό ζήτημα αυτοί είναι που μετέτρεψαν τις ζωές μας, τις επιθυμίες μας και τα δικαιώματά μας σε κεντρικό προγραμματικό ζήτημα.
Πρόσθετο κεντρικό βήμα σε αυτή τη γενική και ενωτική έκκληση, για το φεμινιστικό κίνημα, ήταν η διοργάνωση του «Nuestra urgencia por vencer», που έγινε τις τελευταίες μέρες της καμπάνιας και στο οποίο συμμετείχαν φεμινίστριες από τις γενιές του ογδόντα, ιστορικά μέλη της ομάδας Mujeres por la Vida, καθώς και καλλιτέχνιδες, ακτιβίστριες και αγωνίστριες από διάφορες οργανώσεις καθώς και από κόμματα του Apruebo Dignidad. Η ετερογένεια και η ενότητα αυτού του συνόλου δημιούργησε ένα αναμφισβήτητο προηγούμενο.
Επιπλέον, η ανάδυση του χώρου αυτού μέσα στην καμπάνια, ενάντια σε όλους τους αντιδραστικούς τομείς, σήμαινε και τη διατύπωση της ευαισθησίας και της φροντίδας σε αντιπαράθεση με την επικοινωνία τους που βασίζεται στο μίσος και στις ψευτιές (τα fake news). Και σε πιο προσωπικό επίπεδο, πολλές και πολλοί ήταν αυτοί που αποφάσισαν για τον ποιον να ψηφίσουν ως τμήμα μιας διάθεσης προσοχής για τον εαυτό τους αλλά και για τους δικούς τους, φίλους(-ες), συγγενείς και ανθρώπους που ήξεραν πως θα κινδύνευαν. Η ψηφοφορία απέκτησε, έτσι, σε διάφορες κλίμακες, μια έκφραση αυτής της διάθεσης για φροντίδα. Το κάλεσμα, που δεν ήταν για ψήφο εμπιστοσύνης, απαίτησε ωστόσο τη διοργάνωση μιας ανοιχτής καμπάνιας, χωρίς μεμψιμοιρίες.
Μέρα με τη μέρα, όλο και περισσότεροι ήταν οι οργανωμένοι τομείς που δημοσίευαν καλέσματα για να ψηφιστεί ο Γκαμπριέλ Μπόριτς, ορισμένοι επικεντρωνόμενοι στην αντιφασιστική χροιά, άλλοι παραπέμποντας σε κάποιο πρόγραμμα μετασχηματισμού με τους στόχους των ιστορικών αγώνων και άλλοι, ακόμα, αναγνωρίζοντας πως η νίκη του θα αποτελούσε την προϋπόθεση για τη δυνατότητα να συνεχίσουν να προσφέρουν μια δική τους πολιτική εναλλακτική.
Στις φεμινιστικές οργανώσεις, από τα κοινωνικά κινήματα, προστέθηκαν και:
- συνδικαλιστικές οργανώσεις και σωματεία που πήραν πρωτοβουλίες: το Colegio de Profesoras y Porfesores, η Unión Portuaria de Chile, η Coordinadora Nacional de Trabajadores No+afp, η Asociación Nacional de Empleados y Empleadas Fiscales, οι Trabajadores del Cobre
- κοινωνικο-περιβαλλοντικές οργανώσεις όπως το Movimiento por las Aguas y los Territorios (MAT) και το Movimiento de Defensa del Agua, la Tierra y la Protección del Medioambiente (MODATIMA)
- οργανώσεις της αριστεράς έξω από τον Apruebo Dignidad, όπως οι Solidaridad, Movimiento Anticapitalista, Convergencia 2 de Abril, Lista del pueblo
- οργανώσεις ευαγγελικών εκκλησιών
- προσωπικότητες της εξέγερσης και των θυμάτων της κρατικής τρομοκρατίας, όπως οι Fabiola Campillai και Gustavo Gatica
- ακτιβιστές(-τριες) του φοιτητικού κινήματος, όπως ο Víctor Chanfreau.
Σε αυτά προστίθεται και η γενική υποστήριξη που έλαβε ο Μπόριτς από διάφορους ανεξάρτητους της Συντακτικής Συνέλευσης (Independientes No Neutrales, Pueblo Constituyente, Movimientos Sociales Constituyentes και την τέως Lista del Pueblo) καθώς και από μέλη της από τους αυτόχθονες λαούς (Escaños Reservados de Pueblos Originarios). Όλες αυτές οι οργανώσεις και άτομα, που δεν είχαν πάρει δημόσια θέση πριν από τον πρώτο γύρο, έκαναν δηλώσεις, ενέργειες και καμπάνιες για το δεύτερο γύρο.
1 Feministas se organizan en la Usach por los derechos de las mujeres ante un posible gobierno de extrema derecha.
2“Ele Não” (“Αυτός όχι”) ήταν το σύνθημα των βραζιλιάνων φεμινιστριών, στις εκλογές του 2018, ενάντια στον Μπολσονάρο.
Τα οχυρά του δεύτερου γύρου
Η εκλογική συμμετοχή αυξήθηκε σε όλες τις γωνιές της χώρας. Το μεγαλύτερο ποσοστό αύξησης καταγράφηκε στη μητροπολιτική περιφέρεια του Σαντιάγκο (που αποτελεί και το 40% του εκλογικού σώματος), με ένα 11% περισσότερους ψήφους σε σχέση με το 8% της εθνικής αύξησης. Αυτό προήλθε κυρίως από τις περιθωριακές και λαϊκές συνοικίες του πολεοδομικού συγκροτήματος. Από τις 52 κοινότητες που αποτελούν την πρωτεύουσα, ήταν οι πιο φτωχές αυτές που έχοντας καταγράψει, σε πολλές περιπτώσεις, τους μεγαλύτερους δείκτες αποχής ήταν και αυτές που πήγαν μαζικά να ψηφίσουν για τον Μπόριτς, ο οποίος πήρε σε μέρη όπως τα La Pintana, Los Espejo, Cerro Navia, Puente Alto, La Granja, Renca, San Joaquín ποσοστά άνω του 70%, πολύ ανώτερα του εθνικού του 55%.
Και μάλιστα αυτό επετεύχθη παρά το προφανές σαμποτάζ που έκανε η κυβέρνηση στα μέσα συγκοινωνίας, δυσκολεύοντας την πρόσβαση και το χρόνο για την ψήφιση, ιδιαίτερα στις πιο απομακρυσμένες από τα αστικά κέντρα περιοχές. Αποστάσεις που κανονικά γίνονται σε δεκαπέντε λεπτά χρειάζονταν δύο ώρες τη μέρα των εκλογών. Ο στόχος ήταν, προφανώς, να περιοριστεί η συμμετοχή από τις περιφέρειες.
Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει να γίνει για την κοινότητα Paine, απ’όπου κατάγεται η οικογένεια Καστ και που αποτελεί για αυτήν ένα είδος φέουδου. Αντίθετα από τον πρώτο γύρο, στην Πάινε κέρδισε ο Μπόριτς με 54,6% των ψήφων, προκαλώντας συντριβή στον «ναζί», όπως τον αποκαλούν στη δική του περιοχή. Σε αντιπαράθεση, ο Χοσέ Αντόνιο Καστ, εκτός λίγων εξαιρέσεων, δεν ξεπέρασε το 70% παρά μόνο στις τρεις κοινότητες του 1% πιο πλούσιου της χώρας, που ήταν και οι μόνες κοινότητες όπου είχε επικρατήσει το Όχι στο δημοψήφισμα για Νέο Σύνταγμα.
Άλλος ένας πυρήνας όπου ο Μπόριτς ξεπέρασε το 70% των ψήφων ήταν και οι περιοχές κοινωνικοπεριβαλλοντικής καταστροφής που, εξαιτίας του εξορυκτικισμού, έχουν κηρυχτεί «περιοχές θυσίας». Οι Petorca, Puchuncaví, Huasco, Freirina, περιοχές με μακρόχρονους οικολογικούς αγώνες και αντιστάσεις, ρίχτηκαν στη μάχη για να κόψουν το δρόμο στον αρνητισμό του Καστ απέναντι στην κλιματική κρίση.
Ένα τρίτο πρωταγωνιστικό οχυρό ήταν η μαζικότητα της ψήφου των γυναικών για τον υποψήφιο του Apruebo Dignidad. Δεν διαθέτουμε ακόμα όλα τα στοιχεία, ανά ηλικία και φύλο, της Εκλογικής Υπηρεσίας, αλλά σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της πλατφόρμας Decide Chile, της επιχείρησης big data Unlhoster, «οι γυναίκες κάτω των 50 ετών ήταν η κινητήρια δύναμη του θριάμβου του Μπόριτς», καθώς και η συμμετοχή τους εκτινάχθηκε και η στήριξή τους προς τον Μπόριτς ήταν πολύ μεγαλύτερη του μέσου όρου. Ενώ στον πρώτο γύρο συμμετείχε το 53% των γυναικών κάτω των 30 ετών με δικαίωμα ψήφου και το 58% των γυναικών 30 με 50 ετών, στο δεύτερο γύρο η συμμετοχή τους αυξήθηκε και έφτασε αντίστοιχα στο 63% και 67%, καθιστώντας τον τομέα αυτόν «αναμφισβήτητο κέντρο της επιτυχίας». Ο Μπόριτς πήρε το 65% των ψήφων των γυναικών κάτω των 30 ετών και το 61% των γυναικών από 30 ώς 50 ετών.
Αυτό το ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες ψήφοι που καθόρισε το θρίαμβο του Μπόριτς προήλθε από την αυτοοργάνωση, την κινητοποίηση και την πολιτική απόφαση των φτωχών συνοικιών, των περιοχών του εξορυκτικισμού, της λαϊκής νεολαίας και των γυναικών. Δηλαδή, όλων αυτών των τομέων που πήραν πάνω τους το καθήκον να σταματήσουν τη σίγουρη απειλή ενάντια στις ζωές και τα δικαιώματά τους.
Το ερώτημα που μένει ανοιχτό είναι: Σε ποιές δυνάμεις θα βασιστεί και για ποιές θα κυβερνήσει ο Μπόριτς;
Χωρίς επινοητικότητα
Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για το μέλλον, αλλά ασφαλώς μπορούμε να ανοικοδομήσουμε τα βήματα που έγιναν για να μπορέσουμε να βρεθούμε στη σημερινή κατάσταση. Η πλειονότητα των κοινωνικών τομέων, που σταμάτησαν την εκλογική τους αποχή, καθιστώντας εφικτό το θρίαμβο του Μπόριτς, κινητοποιήθηκαν κυρίως με τη βεβαιότητα ότι είναι αναγκαίο να συντριβεί ο Καστ στις εκλογές και λιγότερο από εσώτερη εμπιστοσύνη προς τον πρόεδρο που τώρα εξελέγη. Πολλές κοινωνικές οργανώσεις διεξήγαν μια καμπάνια διεκδικώντας την ανεξαρτησία τους απέναντι στο συνασπισμό Apruebo Dignidad. Αποτελεί αναπόφευκτο στοιχείο η θέση που κατέχει η μνήμη στην πολιτική δυναμική σε κάθε στροφή της συγκυρίας. Είναι η μνήμη του παρελθόντος που λέει «ποτέ πια» Πινοτσέτ, καθώς και η πιο πρόσφατη μνήμη που διαμορφώθηκε στη φωτιά της εξέγερσης.
Ο Γκαμπριέλ Μπόριτς υπέγραψε, μόνος του και σε αντίθεση με τη βάση του κόμματός του, το Σύμφωνο Κοινωνικής Ειρήνης και για το Νέο Σύνταγμα (Acuerdo por la Paz Social y la Nueva Constitución) της 15 Νοεμβρίου 2019, σύμφωνο που επέτρεψε τη διεξαγωγή της συνταγματικής διαδικασίας, αλλά με όρους που επέκριναν ευρεία λαϊκά τμήματα και που ερμηνεύτηκε επίσης και ως υποχώρηση σε σχέση με την απαίτηση των μαζών στο δρόμο για να αποπεμφθεί ο Σεμπαστιάν Πινιέρα για τις συστηματικές παραβιάσεις των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Αυτό προκάλεσε μάλιστα και ρήξη και αποχώρηση από αγωνιστές μέσα από τον ίδιο το συνασπισμό του Μπόριτς, καθώς και τη δημόσια αμφισβήτησή του από πολλά κινήματα και κινητοποιημένους τομείς. Αργότερα, η απόφαση του ίδιου αυτού Μπόριτς όπως και πολλών από τους συντρόφους του της κοινοβουλευτικής ομάδας του να εγκρίνουν το νομοσχέδιο που επιβάλλει σοβαρές ποινές σε διάφορες μορφές διαμαρτυρίας, στο πλαίσιο της εξέγερσης, επίσης τον βάρυναν. Οι βουλευτές αυτοί ζήτησαν αργότερα συγγνώμη για την απόφασή τους, αλλά οι συγγνώμες τους δεν είχαν το βάρος για να κάμψουν τη δυσπιστία που είχαν ήδη προκαλέσει.
Δεν είναι τυχαία η επικέντρωση που πήρε η διεκδίκηση για απελευθέρωση των πολιτικών κρατούμενων τη νύχτα της 19 Δεκεμβρίου, όταν, μετά το θρίαμβο, ο Μπόριτς απεύθυνε τον πρώτο του λόγο ως νέος εκλεγμένος πρόεδρος της χώρας. Από τους πάνω από εκατό χιλιάδες που συγκεντρώθηκαν στην Alameda το σύνθημα που ακούστηκε ηχηρά ήταν «απελευθέρωση των κρατουμένων του αγώνα», απέναντι στο οποίο ο Μπόριτς σταμάτησε το λόγο του για να πει: «ήδη μιλάμε στους συγγενείς τους». Την επόμενη μέρα, το πρώτο μέτρο που ανήγγειλε επισήμως ο προσεχής πρόεδρος ήταν ότι θα αποσυρθούν όλες οι διώξεις, με το Νόμο Κρατικής Ασφάλειας, πολιτικών κρατουμένων της εξέγερσης. Έστω και αν αυτό είναι περισσότερο συμβολικό παρά πραγματικό (στο μέτρο που ούτε όλοι οι κρατούμενοι(-ες) δεν έχουν στερηθεί την ελευθερία τους με βάση αυτό το νόμο και στο μέτρο που όσοι κρατούνται μπορεί να κρατούνται και με βάση άλλους νόμους), αναμφίβολα μοιάζει να είναι καλό σημάδι.
Μετά το αποτέλεσμα του πρώτου προεδρικού γύρου, ο συνασπισμός Apruebo Dignidad προσπάθησε να πλησιάσει τα κόμματα της τέως Concertación, ιδιαίτερα τη Χριστιανική Δημοκρατία (που αποφάσισε να υποστηρίξει την καμπάνια και μετά να μπει στην αντιπολίτευση) και το Σοσιαλιστικό Κόμμα (που από την πρώτη στιγμή δημοσιοποίησαν τη στήριξή τους). Στην κορυφή, έτσι, η πρώτη πρώτη προσπάθεια επικεντρώθηκε στη σύλληψη της «κεντρώας» ψήφου. Ωστόσο, από πρώτες μέρες άρχισε να ξεδιπλώνει η λαϊκή πρωτοβουλία, που γέμιζε τις συγκεντρώσεις στις πόλεις και τα χωριά του υποψηφίου σε όλη τη χώρα. Χιλιάδες χειρονομίες λαϊκής στήριξης και στοργής προς τον Μπόριτς έγιναν viral στα κοινωνικά δίκτυα και στον τύπο, δίνοντας στην καμπάνια ένα χαρακτήρα δημιουργικότητας και αυτονομίας που δεν την είχε προηγουμένως. Αντίθετα, ο Καστ δεν κατάφερε σε καμιά στιγμή να συγκεντρώσει πλήθη και μάλιστα, φοβούμενος τους δικούς του εκλογείς, εθεάθη περισσότερο να αποφεύγει τις φυσικές επαφές με τους οπαδούς του.
Βλέποντας τις τάσεις αυτές, ο Apruebo Dignidad φάνηκε να αναγνωρίζει πως το κλειδί της νίκης στο δεύτερο γύρο δεν ήταν να προσθέσει τους ψήφους της τέως Concertación, αλλά να πλησιάσει όσους έμεναν απόμακροι, πράγμα και που έκανε. Όμως το έκανε επαναφέροντας και τη φιγούρα της Michelle Bachelet, που διαθέτει ασφαλώς ευρεία στήριξη στον πληθυσμό και που ήρθε στην Χιλή για να δηλώσει τη στήριξή της στον υποψήφιο. Για μια στιγμή η χώρα, που είχε καταδικάσει στις κάλπες την παλιά κυβερνητική συμμαχία, δελεαζόταν και πάλι από έναν μπατσελετισμό ανησυχητικής συνέχειας. Με τις εβδομάδες, δημιουργήθηκε μια πρωτόγνωρη συνάρθρωση, που συγκέντρωνε μαζί τις κύριες προσωπικότητες των 30 μεταδικτατορικών χρόνων και αυτούς(-ες) από εμάς που είμαστε και οι κύριοι επικριτές τους στη διάρκεια της εξέγερσης.
Ο Apruebo Dignidad κέρδισε τις προεδρικές εκλογές με ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων που φαίνεται να ικανοποιούν ειλικρινά σημαντικές λαϊκές διεκδικήσεις, ιδιαίτερα σε διεύρυνση των κοινωνικών δικαιωμάτων προς ομάδες που ήταν ιστορικά αποκλεισμένες. Ωστόσο, με την εξαίρεση του Κομμουνιστικού Κόμματος, δεν πρόκειται για συνασπισμό όπου να επικρατεί το λαϊκό στοιχείο. Έχοντας, βέβαια, ανέλθει στη διακυβέρνηση ακριβώς χάρη στους τομείς που κινητοποιήθηκαν για να το καταστήσουν αυτό εφικτό, έχει την τεράστια δυνατότητα να το καταφέρει αυτό. Εάν κυβερνήσει με και υποστηριζόμενο από τη δύναμη του λαού ή αν, αντίθετα, περιοριστεί στο να προσφέρει μια φιλική επανάληψη από τα ίδια της «μετάβασης», αυτό μένει να το δούμε. Σε αυτό το ανοιχτό ερώτημα παίζεται η απάντηση για μεγαλύτερο ή μικρότερο χώρο στην αμέσως επόμενη περίοδο για την οικοδόμηση αναδυόμενων πολιτικών δυνάμεων με αντικαπιταλιστικό ορίζοντα, ξεκινώντας από τη συνάρθρωση των λαϊκών οργανώσεων που οδήγησαν σε αυτόν τον κύκλο έναν δρόμο θεσμικού αγώνα εκτός των παραδοσιακών κομμάτων. Όσο ο Apruebo Dignidad δεν κάνει συγκεκριμένα βήματα μπροστά, ας μας επιτραπεί να ασκήσουμε ελεύθερα το δικαίωμά μας να αμφιβάλουμε.
Ο χώρος της αντιπολίτευσης
Πέρα από το πόσο πολύ ή λίγο κριτικές ήταν οι στηρίξεις που έδωσαν οι διάφοροι λαϊκοί τομείς στον Μπόριτς, το βέβαιο είναι πως την αντιπολίτευση στην προεδρική περίοδο που έρχεται θα την διεξάγει κυρίως η άκρα δεξιά. Θα πρόκειται επιπλέον για μία αντιπολίτευση πολύ διαφορετική από αυτό που έκανε ο λαός στις προηγούμενες θητείες, καθώς θα μπορεί να βασίζεται στους ηγεμονικούς επικοινωνιακούς μηχανισμούς που ήδη έχουν τεθεί στη διάθεσή της για να πλήξουν τη Συντακτική Συνέλευση και για να βομβαρδίσουν με τα «αντικομουνιστικά» τους κάθε ιδέα για μεταρρύθμιση.
Την παραμονή των εκλογών, η βουλευτίνα και μέλος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, η Teresa Marinovic, δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «Ο Καστ έχει ήδη κερδίσει» (Kast ya ganó). Προβλέποντας την εκλογική ήττα του κόμματός της, δήλωνε: «Απέχουμε ελάχιστα από τις προεδρικές εκλογές, όμως τα αποτελέσματα του δεύτερου αυτού γύρου τα ξέρουμε ήδη: ο Κάστ κέρδισε. Κέρδισε, ακόμα και αν πάρει λιγότερους ψήφους από τον Γκαμπριέλ Μπόριτς. Ο Καστ κέρδισε, γιατί διέλυσε τη θέση σύμφωνα με την οποία ο λόγος του δεν είναι βιώσιμος ή ότι είναι καταδικασμένος να αντιπροσωπεύει μια χούφτα ανθρώπων». Και έχει δίκιο: ο Καστ πέρασε από το 7,9% στις προεδρικές εκλογές του 2017 στην παγίωση της δικής του ηγεσίας πάνω στη δεξιά, ακόμα και αυτής που εμφανίζεται ως φιλελεύθερη, σταθεροποιώντας και τη διαμόρφωση μιας δικής του κοινοβουλευτικής ομάδας.
Ωστόσο, και αντίθετα απ’ό,τι υποστηρίζεται στο ίδιο άρθρο, η απόσταση ανάμεσα στον Τραμπ, τον Μπολσονάρο και τον Καστ δεν είναι ζήτημα χαρακτήρα. Η άκρα δεξιά στη Χιλή περιορίστηκε στην επανάληψη ενός διεθνούς σεναρίου, μιας φόρμουλας, αλλά ούτε οι ΗΠΑ του 2016 ούτε η Βραζιλία του 2018 δεν ήταν η Χιλή των ανοιχτών από την εξέγερση πολιτικών οριζόντων. Σε ένα πλαίσιο σημαδεμένο από την κινητοποίηση και την πολιτικοποίηση των μαζών, ο Καστ δεν κατάφερε να αναπτύξει μια δική του κινητοποίηση ούτε και μπόρεσε να προτείνει κάτι συγκεκριμένο για τη χώρα. Η καμπάνια του ήταν μια προσπάθεια να αποπολιτικοποιηθεί η συζήτηση και να της αφαιρέσει κάθε προγραμματικό βάθος. Νόμιζε ότι μιλούσε στη Χιλή του παρελθόντος. Ο Καστ είναι κατά πολύ ο εκπρόσωπος μιας αστικής τάξης που παίρνει τις επιθυμίες της για πραγματικότητα και η επιθυμία της είναι να μην είχε ποτέ υπάρξει εξέγερση.
Σήμερα αισθανόμαστε ανακουφισμένοι που εμποδίσαμε τον Καστ και το πρόγραμμά του κατά των γυναικών, κατά των σεξουαλικών και έμφυλων αποκλίσεων, κατά των μεταναστών και κατά των φτωχών, να ανέλθει στην εξουσία. Ανακουφισμένοι που εξασφαλίσαμε την ανάπτυξη της συνταγματικής διαδικασίας. Που διαπιστώσαμε για άλλη μια φορά πως όταν ο λαός ιδιοποιείται τη μάχη τότε την κερδίζει, αλλά ξέρουμε καλά πως η πάλη κατά του νεοφασισμού δεν αρχίζει ούτε τελειώνει στις κάλπες. Ακριβώς το αντίθετο: μόλις αρχίζει. Επίσης ξέρουμε πως ήταν ακριβώς τα κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστερά ή κεντροαριστερά αυτά που, με τις πολιτικές τους της επισφαλοποίησης, άνοιξαν το δρόμο για την ανάδυση αυτών των ακραίων δεξιών.
Δεν είναι υποτασσόμενοι στα κόμματα αυτά, στο όνομα του μικρότερου κακού ή του εφικτού, που μπορούμε να νικήσουμε τις δεξιές αυτές, όχι μόνο εκλογικά, αλλά και κοινωνικά. Στο σημερινό ιστορικό ύψος που βρισκόμαστε, παραμένει στην ημερήσια διάταξη το απαράβατο καθήκον να διαμορφώσει ο λαός τη δική του εναλλακτική, που ήδη αναδύεται αμεσολάβητα, μέσα από την επιθυμία για άλλη ζωή, μια ζωή που οι μάζες ήδη αρχίζουν να την φαντάζονται και να την γράφουν.
Ένα καθήκον που ξεπερνάει τα σύνορα
Αρπάζουμε την ευκαιρία της κατάληξης, για να μεταφέρουμε ένα μήνυμα στους/στις συντρόφους(-ες) των άλλων χωρών, ιδιαίτερα της Λατινικής Αμερικής. Έχουμε συνείδηση της διεθνούς σημασίας που έχουν τόσο το εκλογικό αποτέλεσμα όσο και η σημερινή συνταγματική διαδικασία, εν μέσω της επιδεινωνόμενης παγκόσμιας κρίσης του αρπακτικού νεοφιλελευθερισμού. Ξέρουμε πως ο δρόμος αυτός είναι ανοιχτός για τους εξεγερμένους λαούς, με βλέψεις που ξεπερνάν τα σύνορα και ότι δεν αρκεί να υιοθετήσουμε την αμυντική στάση του «No pasarán», αλλά και να διατυπώσουμε μια εναλλακτική ζωτικού και επείγοντος μετασχηματισμού.
Θέλουμε να ξέρετε ότι, τουλάχιστον από την άποψη του φεμινιστικού κινήματος στη Χιλή, το κάθε βήμα συνοδεύτηκε από αγώνες και μαθήματα -με τις επιτυχίες και τα λάθη τους- πολλών λαών. Οι γυναικείοι αγώνες στην Πολωνία, την Ισπανία και την Αργεντινή, που ρίχτηκαν στην απεργία, η πάλη και η αντίσταση στην αρνητική ακροδεξιά από τον λαό στη Βραζιλία, οι διαμαρτυρίες στον Ισημερινό και την Κολομβία, οι εξεγέρσεις στο Χονγκ Κονγκ, στο Λίβανο και στο Σουδάν. Είναι αδύνατον να αναφερθούν όλες. Και αν μπορέσαμε και εδώ να ενταχθούμε σε αυτό τον αστερισμό των εξεγέρσεων, αν μπορέσαμε να νικήσουμε και στις κάλπες τη νεοφασιστική εναλλακτική, είναι γιατί ηθελημένα αφεθήκαμε να οδηγηθούμε και να συνοδέψουμε όλες αυτές τις εμπειρίες. Η δική μας επιθυμία είναι, έτσι, όπως εμείς συνεχίζουμε να σας βλέπουμε, έτσι κι εσείς μπορείτε να συνοδέψετε και να πάρετε από τη συλλογική μας εμπειρία του δρόμου προς μία ζωή που επιθυμούμε και που ξεπερνάει τα σύνορα.
Karina Nohales και Javiera Manzi
Ακτιβίστριες της Coordinadora Feminista 8M de Chile.
Μετάφραση: ΤΠΤ από το: Jacobin América Latina: Karina Nohales y Javiera Manzi ‘Chile: Fue el pueblo”
Το κείμενο έχει μεταφραστεί και στα γαλλικά από το Contretemps: Karina Nohales et Javiera Manzi “Chili : le peuple l’a emporté, mais l’essentiel reste à faire”
Βλέπε επίσης στο site μας:
- Αλληλεγγύη με τη λαϊκή εξέγερση στη Χιλή, Γραφείο της 4ης Διεθνούς, Ανακοίνωση, 8/11/2019
- Καταβαράθρωση για τα «κόμματα της τάξης». «Ποιά Χιλή για να γυρίσουμε τη σελίδα της δικτατορίας;», του Franck Gaudichaud, 17/5/2021
- Gabriel Boric: Πρώτος πρόεδρος του νέου ή τελευταίος πρόεδρος του παλαιού; του Pablo Abufom 21/12/2021