του Ilya Budraitskis
Η επιβίωση της ρωσικής αριστεράς στον μετασοβιετικό κόσμο
[ Αναδημοσίευση από το elaliberta.gr ]
Η ιστορία του σύγχρονου αριστερού κινήματος στη Ρωσία αρχίζει στα τέλη της δεκαετίας του 1980, κατά την εποχή της περεστρόικα. Από την αρχή κουβαλούσε έναν αντιφατικό συνδυασμό δύο πολιτικών τάσεων της ύστερης σοβιετικής περιόδου: του λαϊκού (ενάντια στην αγορά, κρατικιστικού) σταλινισμού και του δημοκρατικού σοσιαλισμού∙ της νοσταλγικής εξιδανίκευσης της ΕΣΣΔ και της κριτικής της από τα αριστερά. Αυτές οι πολιτικές τάσεις εισήλθαν στη δημόσια πολιτική σκηνή στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και βρέθηκαν αμέσως στις αντίθετες πλευρές του πεδίου μάχης που χώριζε τους υποστηρικτές και τους αντιπάλους της περεστρόικα του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ.
Η μη σταλινική αριστερά, που αρχικά ανήκε στο γενικότερο δημοκρατικό κίνημα, δημιούργησε μια σειρά ανεξάρτητων οργανώσεων την περίοδο 1989-1991, συμπεριλαμβανομένης της Συνομοσπονδίας Αναρχοσυνδικαλιστών, η οποία έγινε η πρώτη εξέχουσα και αρκετά σημαντική αναρχική ομάδα στον μετασοβιετικό χώρο, και της Επιτροπής για την Εργατική Δημοκρατία και τον Διεθνή Σοσιαλισμό, της πρώτης τροτσκιστικής ομάδας. Αυτές και άλλες αντιαυταρχικές αριστερές ομάδες, που προέκυψαν κυρίως μεταξύ των φοιτητών, εστίασαν τις προσπάθειές τους στη δημιουργία επαφών με το αναπτυσσόμενο εργατικό κίνημα και τα νεοεμφανιζόμενα ανεξάρτητα συνδικάτα.
Η νίκη του Μπόρις Γέλτσιν τον Αύγουστο του 1991, η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης και η έναρξη των επιθετικών μεταρρυθμίσεων της αγοράς δίχασαν τελικά το άμορφο δημοκρατικό κίνημα: η δεξιά, φιλελεύθερη πτέρυγά του υποστήριξε ενεργά τη νέα κυβέρνηση, ενώ η αντιαυταρχική αριστερά μετακινήθηκε στις τάξεις της ριζοσπαστικής αντιπολίτευσης. Η ίδια η λογική των γεγονότων έσπρωξε αυτό το τμήμα της Αριστεράς να συμμετάσχει στο αναδυόμενο μαζικό κίνημα κατά της θεραπείας σοκ της αγοράς, ένα κίνημα στο οποίο κυριαρχούσαν οι σταλινικοί.
Ο Λαϊκός Σταλινισμός
Ο λαϊκός σταλινισμός, ο οποίος αντιτάχθηκε στην ηγεσία του Γκορμπατσόφ, αποκάλυψε για πρώτη φορά δημόσια την παρουσία του στις αρχές του 1988, όταν μια ανοιχτή επιστολή με τίτλο «Δεν μπορώ να εγκαταλείψω τις αρχές μου» από τη Νίνα Αντρέγιεβα, μια άγνωστη δασκάλα από το Λένινγκραντ, εμφανίστηκε στην επίσημη κομματική εφημερίδα Σοβιετική Ρωσία. Το κείμενο αυτό εξέφραζε την ανησυχία του για την «κατασυκοφάντηση» του σοβιετικού παρελθόντος (και ιδιαίτερα του ρόλου του Στάλιν) και για την ενίσχυση των αστικών «κοσμοπολίτικων» πολιτικών τάσεων που αποδυναμώνουν την ταξική προσέγγιση. Ενώ ασκούσε συγκαλυμμένη κριτική στην ηγεσία του κόμματος του Γκορμπατσόφ, η Αντρέγιεβα έστρεφε τα πυρά της σε μια σειρά από σοβιετικές πολιτιστικές προσωπικότητες, τις οποίες κατηγορούσε για «αριστεροφιλελεύθερο σοσιαλισμό» και «τροτσκισμό».
Ο αντιδυτικός σοβινισμός, ο θαυμασμός για τον Στάλιν και μια ταξική προσέγγιση που στρεφόταν κατά των κοσμοπολιτών και των προδοτών εντός της ελίτ, όπως περιγράφονται στο κείμενο της Αντρέγιεβα, αποτελούσαν από κοινού το βασικό συναίσθημα των μελών μιας σειράς οργανώσεων που δημιουργήθηκαν το 1990-91. Όλες τους αντιτάχθηκαν έντονα στην πορεία του Γκορμπατσόφ, η οποία περιελάμβανε στοιχεία εκδημοκρατισμού και την εισαγωγή στοιχείων της αγοράς. Οι οργανώσεις αυτές υπήρχαν αρχικά ως πλατφόρμες στο πλαίσιο του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αλλά μετά τη διάλυσή του τον Αύγουστο του 1991, δημιούργησαν ανεξάρτητα κόμματα, όπως το Ρωσικό Κομμουνιστικό Εργατικό Κόμμα (RKRP) και το Πανρωσικό Κομμουνιστικό Κόμμα των Μπολσεβίκων (VKPB , το οποίο εξέλεξε τη Νίνα Αντρέγιεβα ως ηγέτη του).
Τα κόμματα αυτά απέκτησαν γρήγορα δύναμη, ενώνοντας πρώην μέλη της βάσης του Σοβιετικού Κομμουνιστικού Κόμματος, αποπροσανατολισμένα μετά την απαγόρευσή του. Αυτό ίσχυε ιδιαίτερα για το RKRP και την ευρεία ένωση «Εργαζόμενη Ρωσία» που δημιουργήθηκε υπό την αιγίδα του, η οποία στα τέλη του 1991 αριθμούσε δεκάδες χιλιάδες ενεργά μέλη σε όλη τη χώρα. Αν το RKRP ήταν ένα συγκεντρωτικό κόμμα, τότε η Εργαζόμενη Ρωσία, με επικεφαλής τον ταλαντούχο ρήτορα Βίκτορ Ανπίλοφ, είχε σχεδιαστεί ως μια μαζική οργάνωση που επικεντρωνόταν σε δράσεις στους δρόμους ενάντια στις κοινωνικές και οικονομικές πολιτικές της κυβέρνησης Γέλτσιν.
Η ρητορική της Εργαζόμενης Ρωσίας, η οποία συγκέντρωνε έως και διακόσιες χιλιάδες ανθρώπους στις συγκεντρώσεις της στη Μόσχα στις αρχές της δεκαετίας του 1990, κληρονόμησε πλήρως τις παραδόσεις του λαϊκού σταλινισμού, με τις διακηρύξεις της ότι η ΕΣΣΔ είχε καταστραφεί από προδότες και πράκτορες της Δύσης, οι οποίοι, μέσω του ελέγχου των μέσων ενημέρωσης, επέβαλαν ψευδείς αξίες και, σύμφωνα με τα μυστικά σχέδια της CIA, πραγματοποιούσαν γενοκτονία του σοβιετικού λαού μέσω της εισαγωγής της ελεύθερης αγοράς. Στο πλαίσιο της ραγδαίας φτωχοποίησης της πλειοψηφίας, της κοινωνικής υποβάθμισης και της απίστευτης αύξησης της εγκληματικότητας, αυτή η ρητορική, που συνδύαζε την κριτική στον «άγριο καπιταλισμό» και τη λαχτάρα για ένα ισχυρό κράτος, μπόρεσε να γίνει η βάση για ένα ευρύ αντιπολιτευτικό κίνημα.
Αντιμετωπίζοντας τον Γέλτσιν
Στις 7 Νοεμβρίου 1991, για πρώτη φορά μετά από εβδομήντα χρόνια, η επέτειος της Οκτωβριανής Επανάστασης δεν γιορτάστηκε επίσημα. Η Σοβιετική Ένωση ζούσε τις τελευταίες εβδομάδες της επίσημης ύπαρξής της και η κυβέρνηση Γέλτσιν έκανε σοβαρά σχέδια για να ανακοινώσει τη δικαστική καταδίκη του κομμουνισμού ως εγκληματικής ολοκληρωτικής ιδεολογίας. Την ημέρα αυτή, η αντιαυταρχική αριστερά –κυρίως τροτσκιστές και αναρχοκομμουνιστές– και οι σταλινικοί με επικεφαλής τον Ανπίλοφ έβγαλαν ξεχωριστά τους υποστηρικτές τους στους δρόμους. Οι δύο διαδηλώσεις συγχωνεύτηκαν αυθόρμητα και τελικά πραγματοποιήθηκε μια κοινή συγκέντρωση.
Στη νέα πολιτική κατάσταση, η ταυτότητα της αντικυβερνητικής αντιπολίτευσης καθοριζόταν από τους σταλινικούς, ενώ οι αντιαυταρχικοί σοσιαλιστές αποτελούσαν μειοψηφία στο εσωτερικό της, ασκώντας κριτική στο σοβινισμό της και στην υιοθέτηση θεωριών συνωμοσίας. Αντίθετα, μια άλλη μειοψηφία σε αυτή την αντιπολίτευση αποτελούσαν οι Ρώσοι εθνικιστές, οι οποίοι διέδιδαν δραστήρια αντισημιτική και ρατσιστική προπαγάνδα στα συλλαλητήρια της Εργαζόμενης Ρωσίας. Το αποκορύφωμα αυτής της παράξενης, αντιφατικής μορφής ενιαίας αντιπολίτευσης (την οποία οι φιλοκυβερνητικοί φιλελεύθεροι ονόμασαν «κόκκινο-φαιά») ήταν μια ανοιχτή ένοπλη σύγκρουση στη Μόσχα το φθινόπωρο του 1993.
Η σύγκρουση μεταξύ του προέδρου Γιέλτσιν και του Ανώτατου Σοβιέτ, στο οποίο κυριαρχούσαν αριστεροί και εθνικιστές αντίπαλοι των ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων της αγοράς, οδήγησε σε μια συνταγματική κρίση κατά την οποία η εκτελεστική και η νομοθετική εξουσία μπλόκαραν η μία τις αποφάσεις της άλλης. Στις 21 Σεπτεμβρίου, ο Γέλτσιν αποφάσισε να κόψει αυτόν τον γόρδιο δεσμό διαλύοντας τη νομοθετική εξουσία και ανακοινώνοντας την εφαρμογή συνταγματικών μεταρρυθμίσεων. Σε απάντηση, το Ανώτατο Σοβιέτ άσκησε δίωξη κατά του Γέλτσιν και ανακήρυξε τον εαυτό του ως τη μόνη νόμιμη εξουσία στη χώρα.
Στις 3 και 4 Οκτωβρίου ξέσπασε ένας σύντομος εμφύλιος πόλεμος στους δρόμους της Μόσχας μεταξύ της αστυνομίας των ΜΑΤ και του στρατού, που παρέμεναν πιστοί στον Γέλτσιν, και των υποστηρικτών του Ανώτατου Σοβιέτ. Θα οδηγούσε στο θάνατο περισσότερων από διακόσιους ανθρώπους. Στις 4 Οκτωβρίου, μετά την καταστολή των διαδηλώσεων της αντιπολίτευσης στους δρόμους, ο Γέλτσιν διέταξε τα τανκς να εισβάλουν στον Λευκό Οίκο, το κυβερνείο της Ρωσίας, όπου συνεδρίαζε το εξεγερμένο κοινοβούλιο.
Οι σταλινικοί της Εργαζόμενης Ρωσίας, μαζί με τους εθνικιστές, αποτελούσαν τον μαχητικό πυρήνα υποστήριξης του Ανώτατου Σοβιέτ, ενώ η θέση της αντιαυταρχικής αριστεράς ήταν λιγότερο ξεκάθαρη. Ορισμένοι, όπως οι τροτσκιστές της Επιτροπής για την Εργατική Δημοκρατία και τον Διεθνή Σοσιαλισμό ή ο Μπόρις Καγκαρλίτσκι, ο ανεξάρτητος σοσιαλιστής βουλευτής του Σοβιέτ της Μόσχας, αντιτάχθηκαν απερίφραστα στον Γέλτσιν, θεωρώντας τον ως έναν δυνητικό δικτάτορα που υπερασπιζόταν τα συμφέροντα της νέας αστικής ελίτ. Παράλληλα, ορισμένοι αναρχικοί και σοσιαλιστές αποφάσισαν να πάρουν μια τρίτη θέση, εξίσου επικριτική και για τις δύο πλευρές της σύγκρουσης, και δημιούργησαν μια ιατρική ταξιαρχία που παρείχε τις πρώτες βοήθειες στους τραυματίες.
Η Κατευθυνόμενη Δημοκρατία
Η νίκη του Γέλτσιν και η επακόλουθη υιοθέτηση του νέου ρωσικού Συντάγματος τον Δεκέμβριο του 1993 δημιούργησαν ένα πολιτικό σύστημα που βασίζεται σε μια δυσαναλογία μεταξύ της σχεδόν απεριόριστης προεδρικής εξουσίας και ενός αδύναμου κοινοβουλίου (της Κρατικής Δούμας). Σύμφωνα με το κείμενο αυτό, ο πρόεδρος, ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών, είχε την εξουσία να διορίζει την κυβέρνηση και μπορούσε να διαλύσει τη Δούμα εάν απέρριπτε τρεις φορές την υποψηφιότητα του πρωθυπουργού. Επιπλέον, η Δούμα μπορούσε να διαλυθεί από τον πρόεδρο εντός επτά ημερών σε περίπτωση ψήφου δυσπιστίας κατά της εκάστοτε κυβέρνησης.
Το ρωσικό κοινοβούλιο έγινε το πιο αποδυναμωμένο και υποτελές όργανο της κρατικής εξουσίας, ενώ ακόμη και το κτίριο και τον προϋπολογισμό του τα διαχειρίζεται πλέον η προεδρική διοίκηση. Σε αυτό το σύστημα, γνωστό ως κατευθυνόμενη δημοκρατία, ένα περιορισμένο σύνολο κομμάτων της αντιπολίτευσης μπορούσε να συγκεντρώσει τις ψήφους των δυσαρεστημένων πολιτών στις εκλογές και να εκφράσει τη δυσαρέσκειά του από το κοινοβουλευτικό βήμα, αλλά δεν είχε καμία πραγματική ευκαιρία να επηρεάσει τη λήψη πολιτικών αποφάσεων.
Προκειμένου να αντικατασταθεί η επιθετική αντιπολίτευση του δρόμου που εκπροσωπούνταν από ομάδες όπως η Εργαζόμενη Ρωσία από ένα μετριοπαθές εκλογικό κόμμα έτοιμο να παίξει με τους νέους κανόνες, οι αρχές έδωσαν στο προηγουμένως απαγορευμένο Κομμουνιστικό Κόμμα την ευκαιρία να αποκαταστήσει την κομματική του οργάνωση. Στις πρώτες εκλογές για τη Δούμα στα τέλη του 1993, το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας (CPRF) κέρδισε 44 έδρες και 157 στις επόμενες εκλογές του 1995, αποτελώντας τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ομάδα.
Το αποτέλεσμα των γεγονότων του 1993 ήταν η περιθωριοποίηση των σταλινικών κομμάτων και η μαζική μετακίνηση των μελών και των υποστηρικτών τους προς το CPRF. Ιδεολογικά, από τη μια πλευρά, το κόμμα αντιπροσώπευε μια μετριοπαθή εκδοχή του λαϊκού σταλινισμού που περιγράφηκε παραπάνω∙ από την άλλη, παγίωσε τελικά τη συγχώνευσή του με τον Ορθόδοξο ιμπεριαλιστικό εθνικισμό. Αυτό αντανακλούσε εν μέρει τα χαρακτηριστικά της ακτιβιστικής και εκλογικής βάσης του κόμματος, η οποία συγκέντρωνε φτωχοποιημένους συνταξιούχους, τη μαζική διανόηση (γιατρούς, δασκάλους, επιστημονικούς ερευνητές) που έχασε ως αποτέλεσμα των μεταρρυθμίσεων της αγοράς, λουμπενοποιημένους εργάτες των πρώην σοβιετικών επιχειρήσεων, τη νοσταλγία των μεσαίων τάξεων της γραφειοκρατίας, ένα τμήμα της διευθύνουσας τάξης και αξιωματικούς του στρατού.
Στη ρητορική του CPRF, οι διαμαρτυρίες κατά των ιδιωτικοποιήσεων και της φτώχειας απέκτησαν πατερναλιστικό τόνο, υποστηρίζοντας την ανάγκη επιστροφής σε ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος που βασίζεται στην πατριαρχική ηθική και τις εθνικές παραδόσεις. Στα κείμενά του, ο «αιώνιος» ηγέτης του κόμματος, Γκενάντι Ζιουγκάνοφ, δικαιολόγησε την ανάγκη για σοσιαλισμό ως προϊόν ενός ιδιαίτερου ρωσικού πολιτισμού, ενώ ο πολιτικός οπορτουνισμός του μπορούσε πάντα να παρουσιάζεται ως εκδήλωση μιας «κρατικιστικής νοοτροπίας».
Ταυτόχρονα, το CPRF παρέμεινε το μεγαλύτερο μαζικό κόμμα της Ρωσίας: στα τέλη της δεκαετίας του 1990, τα μέλη του έφτασαν το μισό εκατομμύριο, ενώ σχεδόν οι μισές περιφέρειες της χώρας κυβερνούνταν από δημοκρατικά εκλεγμένους «κόκκινους κυβερνήτες». Οι τακτικές συγκεντρώσεις στους δρόμους που διοργάνωνε το κόμμα προσέλκυαν δεκάδες χιλιάδες κόσμου και δημιουργούσαν μια ευκαιρία για αγωνιστικές κινητοποιήσεις, μεταξύ άλλων και για την αντιαυταρχική αριστερά.
Οι Δύο Πόλεμοι
Η σχετική σταθεροποίηση του ρωσικού πολιτικού συστήματος κατά το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1990 συνοδεύτηκε από μια αύξηση των κοινωνικών συγκρούσεων που σχετίζονταν με τη σαρωτική ιδιωτικοποίηση των πρώην σοβιετικών επιχειρήσεων. Οι μαζικές περικοπές θέσεων εργασίας και οι πολύμηνες καθυστερήσεις των μισθών οδήγησαν σε διαμαρτυρίες στις οποίες η Αριστερά έπαιξε σημαντικό συντονιστικό και οργανωτικό ρόλο (κυρίως μέσω του ριζοσπαστικού συνδικάτου Υπεράσπιση της Εργασίας, το οποίο αναπτύχθηκε δυναμικά τόσο από αντιαυταρχικούς σοσιαλιστές όσο και από σταλινικούς του Ρωσικού Κομμουνιστικού Εργατικού Κόμματος).
Ένα από τα πιο εντυπωσιακά επεισόδια αυτού του αγώνα ήταν οι απεργίες που οδήγησαν σε καταλήψεις στο Βίμποργκ (κοντά στα σύνορα με τη Φινλανδία) και στο Γιασνογκόρσκ (στην περιοχή Τούλα της κεντρικής Ρωσίας), όπου οι εργάτες προσπάθησαν να διαχειριστούν τις επιχειρήσεις τους ανεξάρτητα, μέσω συνδικάτων και εργατικών συμβουλίων. Τον Μάιο του 1998 ξεκίνησε μια πανεθνική απεργία των Ρώσων ανθρακωρύχων, γνωστή και ως πόλεμος των σιδηροδρόμων. Οδηγούμενοι σε απόγνωση από τις χρόνιες καθυστερήσεις των μισθών, οι εργάτες απέκλεισαν βασικούς σιδηροδρομικούς άξονες και αυτοκινητόδρομους στις κύριες περιοχές εξόρυξης άνθρακα της Δυτικής Σιβηρίας (Κουζμπάς) και των Βορείων Ουραλίων (Δημοκρατία Κόμι). Σύντομα στους ανθρακωρύχους προστέθηκαν εργαζόμενοι από άλλες επιχειρήσεις και στο κέντρο της Μόσχας, κοντά στον Λευκό Οίκο της, στήθηκε ένας καταυλισμός διαμαρτυρίας με σκηνές, που οργανώθηκε από την Ανεξάρτητη Ένωση Ανθρακωρύχων.
Σχεδόν όλες οι αριστερές ομάδες συμμετείχαν ενεργά στις εκδηλώσεις, ασχολούμενες όχι μόνο με τη διάδοση της προπαγάνδας αλλά και με το συντονισμό των διαμαρτυριών σε διάφορες περιοχές της χώρας. Παρά το γεγονός ότι πληρώθηκε σημαντικό μέρος των μισθολογικών οφειλών, ο πόλεμος των σιδηροδρόμων ήταν ένας από τους λόγους για την πτώση της φιλελεύθερης κυβέρνησης του Σεργκέι Κιριένκο. Τον Σεπτέμβριο του 1998, εκπρόσωποι του CPRF εισήλθαν στο νέο υπουργικό συμβούλιο του Γιεβγκένι Πριμακόφ για πρώτη και μοναδική φορά στην ιστορία της μετασοβιετικής Ρωσίας.
Αν τόσο η αντιαυταρχική αριστερά όσο και οι σταλινικοί συμμετείχαν στο εργατικό κίνημα, διέφεραν σαφώς στη στάση τους απέναντι στις ρωσικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στην Τσετσενία. Ενώ οι υποστηρικτές του CPRF και οι πιο ριζοσπαστικές σταλινικές ομάδες συνέδεαν ακόμα την ηγεσία του Γέλτσιν με τον Πρώτο Τσετσενικό Πόλεμο (1994-96), για τον οποίο τον κατηγορούσαν, για τον Δεύτερο Τσετσενικό Πόλεμο, ο οποίος ξεκίνησε το 1999 με το σύνθημα της αποκατάστασης της κρατικής ενότητας, αποτελούσαν, σε κάποιο βαθμό, μέρος της γενικής πατριωτικής συναίνεσης.
Αντίθετα, η Αριστερά που κληρονόμησε την αντισταλινική διεθνιστική παράδοση αντιστάθηκε ενεργά στο ανερχόμενο κύμα σοβινισμού και αντικαυκασιανού ρατσισμού και πολλοί από αυτούς υπερασπίστηκαν ανοιχτά το αίτημα για πλήρη εθνική αυτοδιάθεση της Τσετσενίας. Αυτή η θέση έφερε την Αριστερά πιο κοντά σε ορισμένους φιλελεύθερους και οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα (όπως η Memorial), με τους οποίους διοργάνωναν τακτικά αντιπολεμικές συγκεντρώσεις στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη στα τέλη της δεκαετίας του 1990 και στις αρχές της δεκαετίας του 2000.
Από τον Γέλτσιν στον Πούτιν
Στις 31 Δεκεμβρίου 1999, την τελευταία ημέρα του εικοστού αιώνα, η μετασοβιετική Ρωσία εισήλθε σε μια νέα πολιτική πραγματικότητα: στο πρωτοχρονιάτικο διάγγελμά του, ο πρόεδρος Γέλτσιν ανακοίνωσε την παραίτησή του και ανακήρυξε δημοσίως τον διάδοχό του, τον Βλαντιμίρ Πούτιν, ο οποίος, εκείνη την εποχή, ηγείτο της κυβέρνησης ως πρωθυπουργός. Η ραγδαία άνοδος της δημοτικότητας του νέου προέδρου οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό σε ένα ηγεμονικό μοντέλο που απουσίαζε την προηγούμενη περίοδο.
Η πλειοψηφία Πούτιν ήταν μια συμμαχία, από τη μία πλευρά, των μεγάλων επιχειρήσεων, οι οποίες ήθελαν σταθερές εγγυήσεις για την ιδιοκτησία που αποκτήθηκε τη δεκαετία του 1990 και συνέχιση των μεταρρυθμίσεων της αγοράς, και οι οποίες επιζητούσαν την επιστροφή μιας ισχυρής συγκεντρωτικής διακυβέρνησης από τη γραφειοκρατία και τον στρατό, και, από την άλλη, των εκατομμυρίων εργαζομένων που είχαν κουραστεί από τις συνεχείς καθυστερήσεις των μισθών και την κοινωνική αστάθεια. Ο σχηματισμός μιας νέας κοινωνικής διαστρωμάτωσης στη ρωσική κοινωνία συντελέστηκε στο φόντο του ανεπούλωτου τραύματος της θεραπείας σοκ και της μαζικής αποβιομηχάνισης της δεκαετίας του 1990, όταν σχεδόν η μισή παραδοσιακή σοβιετική εργατική τάξη έχασε τη δουλειά της και, κατά συνέπεια, την προηγούμενη ταξική της ταυτότητα.
Ιδεολογικά, ο συνασπισμός αυτός διαμορφώθηκε από έναν εκπληκτικό συνδυασμό σοβιετικής νοσταλγίας σε συμβολικό επίπεδο (σε πλήρη αντίθεση με τον συστηματικό αντικομμουνισμό της περιόδου Γέλτσιν) και μιας νεοφιλελεύθερης πορείας που αποσκοπούσε στην οριστική υπέρβαση της σοβιετικής κληρονομιάς στην οικονομία και την κοινωνική σφαίρα. Έτσι, ενώ ο σοβιετικός εθνικός ύμνος επανήλθε με νέους στίχους το 2000, ένας νέος ρωσικός εργατικός κώδικας υιοθετήθηκε μεταξύ 2001 και 2004, μειώνοντας δραστικά τα δικαιώματα των εργαζομένων, παράλληλα με έναν νέο νόμο για τη γη, ο οποίος μετέτρεψε τη γη σε ένα πλήρως εμπορευματοποιημένο αντικείμενο αγοράς και πώλησης, και έναν νόμο για τη στέγαση που επέτρεψε την ιδιωτικοποίηση της αστικής οικονομίας.
Τέλος, το 2004, η κυβέρνηση εξαπέλυσε μαζική επίθεση στο σύστημα κοινωνικών παροχών (κυρίως δωρεάν μετακινήσεις και μειωμένο κόστος στέγασης) που απολαμβάνουν εκατομμύρια κάτοικοι, από φοιτητές μέχρι συνταξιούχους. Αυτή η μεταρρύθμιση, η λεγόμενη νομισματοποίηση των κοινωνικών παροχών (δηλαδή η αντικατάστασή τους με μικρές πληρωμές σε μετρητά) αντιμετώπισε μαζική αντίσταση: τον Ιανουάριο του 2005, ένα κύμα διαδηλώσεων σάρωσε όλη τη χώρα, και κοντά στη Μόσχα, οι διαδηλωτές απέκλεισαν τον βασικό αυτοκινητόδρομο προς την Αγία Πετρούπολη.
Παρά το γεγονός ότι, μόλις λίγες εβδομάδες αργότερα, η κυβέρνηση έκανε παραχωρήσεις, διατηρώντας το μεγαλύτερο μέρος των παροχών, η ριζοσπαστική αριστερά, η οποία συμμετείχε ενεργά στην εκστρατεία κατά της νομισματοποίησης, κατάφερε να εδραιώσει την επιτυχία της και να διοργανώσει το πρώτο Ρωσικό Κοινωνικό Φόρουμ στη Μόσχα τον Απρίλιο του 2005, στο οποίο συμμετείχαν εκατοντάδες εκπρόσωποι των ρωσικών περιφερειών.
Η Ανανέωση της Αριστεράς
Η νέα κοινωνική και πολιτική κατάσταση των αρχών της δεκαετίας του 2000 αποτέλεσε πρόκληση για τη ρωσική αριστερά, η οποία έπρεπε να αντιμετωπιστεί με προγραμματική και οργανωτική ανανέωση. Αν το μαζικό αντιπολιτευτικό κίνημα της δεκαετίας του 1990, στο οποίο κυριαρχούσαν οι σταλινικοί, είχε κυρίως χαρακτήρα οπισθοφυλακής και στρεφόταν κατά της καπιταλιστικής παλινόρθωσης, τώρα η Αριστερά έπρεπε να δημιουργήσει δομές σχετικές με την εποχή Πούτιν και την «ομαλοποίηση» του μετασοβιετικού καπιταλισμού.
Το 2002-3 έγινε μια προσπάθεια να δημιουργηθεί ένα Ρωσικό Εργατικό Κόμμα ως πολιτική εκπροσώπηση των ανεξάρτητων συνδικάτων με σοσιαλιστικό ταξικό πρόγραμμα. Στην πρωτοβουλία αυτή συμμετείχαν τόσο το αριστερόστροφο συνδικάτο «Υπεράσπιση της Εργασίας» όσο και η τροτσκιστική ομάδα «Σοσιαλιστική Αντίσταση», καθώς και τα προηγουμένως απολίτικα συνδικάτα των ελεγκτών εναέριας κυκλοφορίας και των λιμενεργατών. Παρά το δυναμικό ιδρυτικό συνέδριο, το οποίο συγκέντρωσε εκατοντάδες ακτιβιστές, το νέο κόμμα ήταν βραχύβιο: μετά από μια σειρά διασπάσεων, το Εργατικό Κόμμα είχε ήδη πάψει να υπάρχει από το 2004.
Ωστόσο, ορισμένοι από τους συμμετέχοντες σε αυτό το εγχείρημα συνέχισαν να προσπαθούν να δημιουργήσουν ένα πλατύ αριστερό κόμμα, εμπνεόμενοι σε μεγάλο βαθμό από την εμπειρία της δυτικοευρωπαϊκής αριστεράς. Το εγχείρημα αυτό σχετιζόταν αιτιωδώς με την «αποεπαρχιοποίηση» της ρωσικής αριστεράς και των κοινωνικών κινημάτων, και ιδιαίτερα με την ενσωμάτωσή τους στις διαμαρτυρίες κατά της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης, οι οποίες έγιναν πρωτοσέλιδο στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000.
Το καλοκαίρι του 2001, ένα λεωφορείο που μετέφερε δεκάδες εκπροσώπους αριστερών ομάδων (κυρίως τροτσκιστών και αναρχικών), συνδικάτων και κοινωνικών κινημάτων από διάφορες περιοχές της χώρας πήγε στη Γένοβα, όπου επρόκειτο να πραγματοποιηθούν διαδηλώσεις μεγάλης κλίμακας κατά των G8. Η ενεργός συμμετοχή τους στις εκδηλώσεις της Γένοβας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην περαιτέρω διεύρυνση των διεθνών επαφών και στο ξεπέρασμα της πολιτικής απομόνωσης του ρωσικού αριστερού κινήματος. Κατά την επόμενη δεκαετία, ρωσικές αντιπροσωπείες συμμετείχαν σε όλες τις σημαντικές διεθνείς αντιπαγκοσμιοποιητικές διαδηλώσεις, καθώς και σε ευρωπαϊκά κοινωνικά φόρουμ.
Βασικός παράγοντας για τις αλλαγές στο ρωσικό αριστερό κίνημα ήταν η ανάδυση μιας νέας γενιάς ακτιβιστών, των οποίων η κοσμοθεωρία και η πολιτική κουλτούρα είχαν ήδη διαμορφωθεί από τη μετασοβιετική πραγματικότητα. Οι αλλαγές αυτές επηρέασαν τόσο την παράδοση της αντιαυταρχικής αριστεράς όσο και τους σταλινικούς.
Σημαντικό ρόλο στις κοινωνικές και πολιτικές διαμαρτυρίες της δεκαετίας του 2000 διαδραμάτισε η Πρωτοπορία της Κόκκινης Νεολαίας, με επικεφαλής τον χαρισματικό Σεργκέι Ουντάλτσοφ – η πτέρυγα της νεολαίας της Εργαζόμενης Ρωσίας, η οποία σύντομα ήρθε σε ρήξη με τους παλαιότερους συντρόφους της και στη συνέχεια μετασχηματίστηκε σε Αριστερό Μέτωπο. Η παλιά Συνομοσπονδία Αναρχοσυνδικαλιστών έπαψε τελικά να υπάρχει στα τέλη της δεκαετίας του 1990, και μια νέα γενιά αναρχικών δημιούργησε την Αυτόνομη Δράση, μια δυναμική οργάνωση στενά συνδεδεμένη με τις νεανικές υποκουλτούρες, η οποία είχε καθοριστική επίδραση στην εμφάνιση ενός αξιόλογου κινήματος των Antifa του δρόμου.
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2000, υπήρχαν ήδη τρεις μεγάλες τροτσκιστικές ομάδες στη Ρωσία που διέφεραν σημαντικά μεταξύ τους ως προς τη στρατηγική: το Επαναστατικό Εργατικό Κόμμα (RRP), η Σοσιαλιστική Αντίσταση και το Σοσιαλιστικό Κίνημα Εμπρός. Ενώ το RRP επικεντρωνόταν στον εισοδισμό στο CPRF, το οποίο θεωρούσαν ως «παραδοσιακό εργατικό κόμμα», οι ακτιβιστές του Εμπρός θεωρούσαν ως κύριο καθήκον τους την πολιτικοποίηση των ανεξάρτητων συνδικάτων και τη δημιουργία μιας ευρείας αριστερής δομής για το μέλλον, παρόμοιας με το γαλλικό Νέο Αντικαπιταλιστικό Κόμμα.
Ανάκαμψη, Αντίσταση, Αναγέννηση
Η οικονομική ανάκαμψη της Ρωσίας κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 2000, που σχετίζεται κυρίως με τις τιμές του πετρελαίου, συνοδεύτηκε από αύξηση του εισοδήματος και επέκταση της ροής των ξένων επενδύσεων. Στα ερείπια των πρώην σοβιετικών επιχειρήσεων δημιουργήθηκαν νέες παραγωγικές εγκαταστάσεις, οι οποίες επικεντρώθηκαν στη ρωσική αγορά και αφορούσαν, κυρίως, τη βιομηχανία τροφίμων και την αυτοκινητοβιομηχανία. Σε αυτές τις επιχειρήσεις, οι οποίες ανήκαν σε πολυεθνικές εταιρείες, δημιουργήθηκε ένα νέο συνδικαλιστικό κίνημα κατά τη διάρκεια της ύστερης δεκαετίας του 2000.
Στα τέλη του 2007, ένα αίτημα για υψηλότερους μισθούς σε ένα εργοστάσιο της Ford κοντά στην Αγία Πετρούπολη οδήγησε σε απεργία τεσσάρων εβδομάδων, η οποία κατέληξε σε πλήρη νίκη του συνδικάτου. Η ιστορία αυτή έτυχε τεράστιας ανταπόκρισης σε εθνικό επίπεδο και ενέπνευσε τους εργαζόμενους και άλλων επιχειρήσεων που ανήκουν σε μεγάλες εταιρείες να δημιουργήσουν ανεξάρτητα συνδικάτα. Η διαδικασία αυτή, στην οποία έπαιξαν σημαντικό ρόλο εκπρόσωποι διαφόρων αριστερών ομάδων, επιβραδύνθηκε μόνο μετά το 2009, λόγω των συνεπειών της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Μια σημαντική τάση για την ανάπτυξη του ρωσικού αριστερού κινήματος κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν η ενεργός εμπλοκή του στην ακαδημαϊκή και πολιτιστική σφαίρα. Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, κλασικά μαρξιστικά έργα όπως το Ιστορία και ταξική συνείδηση του Γκέοργκ Λούκατς και το Για τον Μαρξ του Λουί Αλτουσέρ μεταφράστηκαν για πρώτη φορά στα ρωσικά, καθώς και πολλά κείμενα πιο πρόσφατων συγγραφέων, όπως ο Ζακ Ρανσιέρ, ο Ιμμάνουελ Βαλλερστάιν, ο Αντόνιο Νέγκρι ή ο Σλαβόι Ζίζεκ.
Το έργο αυτό πραγματοποιήθηκε τόσο από αμιγώς ακαδημαϊκούς εκδότες όσο και από τους ίδιους τους αριστερούς ακτιβιστές: για παράδειγμα, από τον Ελεύθερο Μαρξιστικό Εκδοτικό Οίκο, ο οποίος ιδρύθηκε από μέλη του σοσιαλιστικού κινήματος Εμπρός. Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 υπήρξε επίσης ένα αυξανόμενο ενδιαφέρον για τις αριστερές ιδέες στον τομέα της σύγχρονης ρωσικής τέχνης, με την καλλιτεχνική ομάδα της Αγίας Πετρούπολης Chto Delat? (Τι να κάνουμε;) και το Moscow Art Magazine να παίζουν καθοριστικό ρόλο.
Ωστόσο, παράλληλα με αυτή την ανανέωση της αριστερής πολιτικής, οι αρχές της δεκαετίας του 2000 ήταν μια περίοδος θεαματικής ανάπτυξης για τη ρωσική ακροδεξιά. Αν, στη δεκαετία του 1990, οι λιγοστές μοναρχικές, εκκλησιαστικές και ναζιστικές οργανώσεις κατάφεραν με κάποιο τρόπο να ενώσουν τις δυνάμεις τους με την ενωμένη αριστεροδεξιά αντιπολίτευση ενάντια στην κυβέρνηση Γέλτσιν, τότε την επόμενη δεκαετία αναδύθηκε μια ανεξάρτητη ακρορδεξιά νεανική σκηνή από σκίνχεντς και χούλιγκαν του ποδοσφαίρου, που επικεντρώθηκε στη βία στους δρόμους εναντίον εθνικών μειονοτήτων (κυρίως της διασποράς από τον Καύκασο και των εργατών μεταναστών από τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες της Κεντρικής Ασίας).
Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, στους δρόμους των ρωσικών πόλεων έχουν σημειωθεί κύματα βίας με ρατσιστικά κίνητρα και εκατοντάδες θύματα. Ως απάντηση στη βία των ακροδεξιών, προέκυψε το νεανικό κίνημα Antifa, το οποίο αρχικά καθοδηγήθηκε από ακτιβιστές της αναρχικής ομάδας Αυτόνομη Δράση και σε μικρότερο βαθμό από άλλες αριστερές ομάδες (τόσο τροτσκιστές όσο και τη σταλινική Πρωτοπορία της Κόκκινης Νεολαίας).
Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του 2000, είχε αρχίσει ένας πραγματικός πόλεμος δρόμου μεταξύ των ακροδεξιών και των Antifa, με αποκορύφωμα στις 19 Ιανουαρίου 2009 την πολιτική δολοφονία του Στανισλάβ Μαρκέλοφ, γνωστού αριστερού δικηγόρου και υπερασπιστή από άποψη αρχών των θυμάτων του φυλετικού μίσους, και της Αναστασίας Μπαμπούροβα, ακτιβίστριας της Αυτόνομης Δράσης. Ένα χρόνο αργότερα, ακριβώς την ίδια μέρα, όταν αποδείχθηκε η εμπλοκή της ακροδεξιάς σε αυτές τις δολοφονίες, περίπου δύο χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν σε αντιφασιστική διαδήλωση στη Μόσχα με το σύνθημα «Να θυμάσαι σημαίνει να πολεμάς». Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η 19η Ιανουαρίου αποτελεί παραδοσιακή ημέρα κινητοποίησης για την Αριστερά, στην οποία συμμετέχουν εκπρόσωποι σχεδόν όλων των υπαρχουσών οργανώσεων και αριστερών πολιτικών τάσεων.
Η Ανάσχεση του Κομμουνισμού
Εν τω μεταξύ, οι κοινωνικές και πολιτικές αλλαγές της δεκαετίας του 2000 επηρέασαν έντονα τη θέση του CPRF. Από τη μία πλευρά, οι κομμουνιστές του Ζιουγκάνοφ διατήρησαν σταθερά τη θέση τους στο σύστημα της κατευθυνόμενης δημοκρατίας και έρχονταν τακτικά δεύτεροι σε κάθε εκλογική αναμέτρηση, μετά την Ενωμένη Ρωσία του Πούτιν. Από την άλλη, έχασαν την ακτιβιστική τους βάση, μετατρεπόμενοι από μαζικό κόμμα σε εκλογικό.
Αλλά ενώ οι υποστηρικτές του ΚΚΡΟ της δεκαετίας του 1990 είχαν γεράσει ή είχαν γίνει πιστοί πουτινιστές, νέοι ακτιβιστές προσχώρησαν στο κόμμα, ιδίως στην οργάνωση της νεολαίας του, την Ένωση Κομμουνιστικής Νεολαίας (UCY), η οποία επικεντρώθηκε στην αναζήτηση νέων ιδεών και στη συνεργασία με την πιο ριζοσπαστική αριστερά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθεί το 2004 το Αριστερό Μέτωπο Νεολαίας∙ ήταν ένας συνασπισμός αριστερών ομάδων, συμπεριλαμβανομένης της UCY, της Πρωτοπορίας της Κόκκινης Νεολαίας και της τροτσκιστικής Σοσιαλιστικής Αντίστασης.
Σύντομα η πρωτοβουλία αυτή έγινε αντιληπτή ως απειλή από την ηγεσία του CPRF, και ορισμένοι από τους ενεργούς συμμετέχοντες σε αυτήν διαγράφηκαν από την UCY. Σε μια προσπάθεια να διατηρήσει το κόμμα στο πλαίσιο μιας εκλογικής πολιτικής που βασιζόταν σε σιωπηρές συμφωνίες με το Κρεμλίνο, η ηγεσία του CPRF διακήρυξε, το καλοκαίρι του 2007, μια «τροτσκιστική απειλή» για την οργάνωσή της και ξεκίνησε μια πλήρους κλίμακας εκκαθάριση του κόμματος.
Ως αποτέλεσμα αυτής της εκστρατείας, δεκάδες σημαντικοί ακτιβιστές διαγράφηκαν από το CPRF, συμπεριλαμβανομένων των ηγετών των κομματικών οργανώσεων στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη (οι οποίοι δεν ήταν καθόλου τροτσκιστές, αλλά απλώς υποστήριζαν ότι το κόμμα θα έπρεπε να δραστηριοποιηθεί περισσότερο στην εξωκοινοβουλευτική πολιτική). Παρ’ όλα αυτά, το CPRF συνέχισε να βιώνει εσωτερικούς ανταγωνισμούς μεταξύ, αφενός, της ηγεσίας του και της κοινοβουλευτικής παράταξης που ήταν ενσωματωμένη στο σύστημα της κατευθυνόμενης δημοκρατίας, και, αφετέρου, των τοπικών ηγετών του κόμματος που συνδέονταν με τα κινήματα κοινωνικής διαμαρτυρίας και ήταν διατεθειμένοι να ακολουθήσουν μια πιο ριζοσπαστική γραμμή.
Η Επιστροφή του Πούτιν
Στις 24 Σεπτεμβρίου 2011, στο συνέδριο του κυβερνώντος κόμματος «Ενωμένη Ρωσία», ο τότε πρόεδρος Ντμίτρι Μεντβέντεφ πρότεινε την υποψηφιότητα του Βλαντίμιρ Πούτιν για τις προεδρικές εκλογές του Μαρτίου του επόμενου έτους. Παρά το γεγονός ότι πολλοί είχαν προβλέψει αυτή την τροπή των γεγονότων, η απόφαση του Πούτιν να εξασφαλίσει μια τρίτη προεδρική θητεία φάνηκε να αμφισβητεί ανοιχτά το σύστημα της κατευθυνόμενης δημοκρατίας. Η επιστροφή του σήμαινε ότι το μέλλον αυτού του πολιτικού συστήματος ήταν πλέον αιτιωδώς συνδεδεμένο με το πρόσωπό του, και η λογική αυτής της απόφασης οδήγησε αναπόφευκτα σε δύο ακόμη διαδοχικές προεδρικές θητείες.
Το σημείο μηδέν για μια νέα πολιτική εποχή στη μετασοβιετική Ρωσία ήταν ο Δεκέμβριος του 2011. Την ημέρα αυτή, μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των εκλογών στην Κρατική Δούμα, χιλιάδες άνθρωποι κατέβηκαν στο κέντρο της Μόσχας για να διαμαρτυρηθούν για τη μαζική νοθεία, η οποία εξασφάλισε την άνευ όρων νίκη του ακλόνητου κυβερνώντος κόμματος «Ενωμένη Ρωσία». Λίγες ημέρες αργότερα, στις 10 Δεκεμβρίου, περίπου εκατό χιλιάδες άνθρωποι συμμετείχαν σε διαδήλωση με αίτημα δίκαιες εκλογές στη Μόσχα· εκείνη την εποχή, ήταν η μεγαλύτερη δράση δρόμου από την πολιτικά ταραγμένη εποχή των αρχών της δεκαετίας του 1990.
Κατά τη διάρκεια του επόμενου μήνα, διαδηλώσεις με χιλιάδες συμμετέχοντες επαναλήφθηκαν στη Μόσχα, την Αγία Πετρούπολη και άλλες μεγάλες πόλεις. Η πολιτικοποίηση που γρήγορα απλώθηκε σε ευρύτατα τμήματα της ρωσικής μεσαίας τάξης ήταν μάλλον μικτής φύσης: περιλάμβανε μια πολιτική διαμαρτυρία κατά της πορείας της χώρας προς μια καθαρή μορφή αυταρχισμού, καθώς και δυσαρέσκεια για τις συνέπειες της οικονομικής στασιμότητας που είχε επικρατήσει στη Ρωσία μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008.
Οι μαζικές κινητοποιήσεις του 2011 αιφνιδίασαν σχεδόν όλες τις υπάρχουσες εξωκοινοβουλευτικές πολιτικές δυνάμεις: τους φιλελεύθερους της αντιπολίτευσης καθώς και την άκρα δεξιά και την άκρα αριστερά. Η έλλειψη σαφούς πολιτικής ηγεμονίας στο αναδυόμενο κίνημα του δρόμου επέτρεψε σε όλες αυτές τις δυνάμεις να συμμετάσχουν και να παλέψουν για επιρροή. Έτσι, ο Σεργκέι Ουντάλτσοφ, ηγέτης του Αριστερού Μετώπου, κατάφερε σε σύντομο χρονικό διάστημα να γίνει ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους δημόσιους εκπροσώπους της διαμαρτυρίας, μαζί με τους φιλελεύθερους Μπόρις Νέμτσοφ και Αλεξέι Ναβάλνι ή τον εθνικιστή Αλεξάντερ Μπέλοφ.
Το Αριστερό Μέτωπο είχε δημιουργηθεί το 2008 με βάση τη σταλινική Πρωτοπορία της Κόκκινης Νεολαίας και μια σειρά από προσωπικότητες που προέρχονταν από το ρωσικό CPRF και τη αντιαυταρχική αριστερά. Έπαιξε εξέχοντα ρόλο στο κύμα διαμαρτυρίας του 2011-12, μαζί με άλλες ριζοσπαστικές αριστερές ομάδες, όπως το Ρωσικό Σοσιαλιστικό Κίνημα (που δημιουργήθηκε στις αρχές του 2011 από το συνδυασμό του σοσιαλιστικού κινήματος Εμπρός και ορισμένων άλλων τροτσκιστικών ομάδων) και την αναρχική Αυτόνομη Δράση. Μαζί, αυτές οι ομάδες σχημάτισαν ενιαία μπλοκ της ριζοσπαστικής αριστεράς στις διαδηλώσεις και εξασφάλισαν ότι οι εκπρόσωποί τους θα κέρδιζαν μια θέση στην εξέδρα στις δημόσιες συγκεντρώσεις.
Ταυτόχρονα, η Αριστερά προσπάθησε να παρουσιάσει μια προγραμματική και στρατηγική εναλλακτική λύση απέναντι στους φιλελεύθερους, οι οποίοι έβλεπαν ως στόχο του κινήματος κυρίως μια «διάσπαση της ελίτ», ικανή να επαναφέρει τη χώρα σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Οι εκπρόσωποι του Αριστερού Μετώπου και του Ρωσικού Σοσιαλιστικού Κινήματος επέμεναν ότι το κίνημα θα έπρεπε να διευρύνει τη βάση του πέρα από τη μεσαία τάξη της Μόσχας και των μεγάλων πόλεων, συνδυάζοντας τα δημοκρατικά αιτήματα με ένα πρόγραμμα κοινωνικών και οικονομικών αλλαγών.
Η Αντίδραση
Σαφώς, από την άποψη των αρχών, η προοπτική ενός διευρυνόμενου κινήματος διαμαρτυρίας αποτελούσε σημαντική απειλή. Σε απάντηση, το προεκλογικό πρόγραμμα του Πούτιν έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στη σημαντική αύξηση των μισθών και των συντάξεων του δημόσιου τομέα, οι οποίες δεν θα έπρεπε να είναι μικρότερες από τον μέσο μισθό της χώρας. Η ρητορική της προεκλογικής εκστρατείας του Πούτιν έφερε ταυτόχρονα τα χαρακτηριστικά του κοινωνικού λαϊκισμού και του αντιδραστικού συντηρητισμού: για παράδειγμα, οι διαδηλωτές καταγγέλλονταν ως μια δυτική «πέμπτη φάλαγγα» που ήθελε να καταστρέψει τη Ρωσία και χαρακτηρίζονταν ως μια μειοψηφία υποκριτών, σε αντίθεση με τη σιωπηλή πλειοψηφία που υποστήριζε τη σταθερότητα και τη διατήρηση των παραδοσιακών ρωσικών αξιών.
Η περίφημη παράσταση των Pussy Riot στον Καθεδρικό Ναό του Σωτήρος Χριστού της Μόσχας, η οποία είχε αρχικά φεμινιστικό και αντιαυταρχικό χαρακτήρα, παρουσιάστηκε από την κρατική προπαγάνδα ως ιδεολογικό σαμποτάζ που στρεφόταν κατά της Ορθοδοξίας και της εθνικής παράδοσης. Η σύλληψη των μελών των Pussy Riot, καθώς και η έναρξη μιας ομοφοβικής εκστρατείας στα κρατικά μέσα ενημέρωσης, συνέβαλαν στην ερμηνεία του κινήματος διαμαρτυρίας με όρους πολιτιστικών πολέμων, με τη διαμαρτυρόμενη μειονότητα καταδικασμένη σε ήττα.
Στις 6 Μαΐου 2012 είχε προγραμματιστεί στη Μόσχα διαδήλωση της αντιπολίτευσης για να διαμαρτυρηθεί κατά της ορκωμοσίας του Πούτιν. Μια προσχεδιασμένη προβοκάτσια οδήγησε σε μαζικές συγκρούσεις μεταξύ των διαδηλωτών και της αστυνομίας. Οι ποινικές υποθέσεις που κινήθηκαν ως αποτέλεσμα αυτής της ενέργειας έγιναν ένα ισχυρό εργαλείο για την καταστολή των επόμενων διαδηλώσεων: κατά τη διάρκεια του 2012-13, δεκάδες άτομα συνελήφθησαν με την κατηγορία της βίας κατά της αστυνομίας και της οργάνωσης μαζικών ταραχών, σημαντικό μέρος των οποίων ήταν εκπρόσωποι αριστερών ομάδων. Οι Σεργκέι Ουντάλτσοφ και Λεονίντ Ραζβοζάγιεφ, εκπρόσωποι του Αριστερού Μετώπου, και ο Αλεξέι Γκασκάροφ, ένας από τους κύριους δημόσιους εκπροσώπους της Αυτόνομης Δράσης και των Antifa, καταδικάστηκαν στη συνέχεια σε πολυετή φυλάκιση.
Τα γεγονότα στην Ουκρανία το 2014 συνέβαλαν στην περαιτέρω σταθεροποίηση του καθεστώτος και στην ενίσχυση των κατασταλτικών μέτρων. Η νίκη του Μαϊντάν παρουσιάστηκε από την κρατική προπαγάνδα τόσο ως αποτέλεσμα των επαναστατικών τεχνολογιών της Δύσης όσο και ως εθνικιστικό κίνημα εχθρικό προς τη Ρωσία και τους Ρώσους. Η επανενσωμάτωση της Κριμαίας και ο επακόλουθος πόλεμος στην ανατολική Ουκρανία, στον οποίο δρούσαν κρυφά τακτικές ρωσικές δυνάμεις, οδήγησαν στην άνοδο του αντι-ουκρανικού σοβινισμού και στη δημοτικότητα του Πούτιν ως εθνικού ηγέτη που θα μπορούσε να αντισταθεί αποτελεσματικά στην πίεση του ΝΑΤΟ.
Τα γεγονότα αυτά δίχασαν μια ρωσική αριστερά που ήταν ήδη αποδυναμωμένη από την καταστολή. Το CPRF, το Αριστερό Μέτωπο και άλλοι σταλινικοί είδαν το αποσχιστικό κίνημα στο Ντονέτσκ ως προοίμιο για μια εργατική εξέγερση ενάντια στο αντιδραστικό καθεστώς του Κιέβου, με την παρέμβαση της Ρωσίας να εκλαμβάνεται ως δίκαιη αντιπαράθεση με τον δυτικό ιμπεριαλισμό. Από την άλλη πλευρά, οι περισσότεροι τροτσκιστές και αναρχικοί πίστευαν ότι η Ουκρανία είχε γίνει αντικείμενο σύγκρουσης μεταξύ των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων τόσο της Δύσης όσο και της Ρωσίας και ότι οι λαϊκές δημοκρατίες στην Ανατολική Ουκρανία ήταν καθεστώτα μαριονέτες, που κάλυπταν τη ρωσική στρατιωτική επιθετικότητα. Αυτό το τμήμα της ρωσικής αριστεράς, σύμφωνα με την παράδοση του σοσιαλιστικού διεθνισμού, θεώρησε καθήκον του να ξεσκεπάσει τον ιμπεριαλισμό της δικής του χώρας.
Η Πρόκληση του Ναβάλνι
Τα αποτελέσματα του 2014 και της λεγόμενης Ρωσικής Άνοιξης –το σχίσμα στην αντιπολίτευση, η πατριωτική συσπείρωση γύρω από τον Πούτιν και η επίσημη ποινικοποίηση σχεδόν κάθε κοινωνικής διαμαρτυρίας ως απόπειρα «οργάνωσης ενός Μαϊντάν»– οδήγησαν σε παρατεταμένη υποχώρηση της πολιτικής δραστηριότητας και στην εξασθένιση των περισσότερων αριστερών ομάδων. Μέχρι το 2017, ωστόσο, η κατάσταση άρχισε να αλλάζει: η συνεχιζόμενη οικονομική ύφεση, η αφαίρεση των πολιτικών δικαιωμάτων, η αυξανόμενη φτώχεια και η κραυγαλέα κοινωνική ανισότητα της Ρωσίας του Πούτιν είχαν οδηγήσει στην άνοδο της δυσαρέσκειας και στην πολιτικοποίηση μιας νέας γενιάς.
Αυτές οι πολιτικές τάσεις εκφράστηκαν καλύτερα από τον Αλεξέι Ναβάλνι, τον φιλελεύθερο ακτιβιστή και βίντεο-μπλόγκερ που ειδικεύτηκε στην αποκάλυψη της διαφθοράς και του παράνομου πλουτισμού της ρωσικής ελίτ. Τον Μάρτιο του 2017, το κάλεσμά του να βγουν στους δρόμους και να μιλήσουν κατά της διαφθοράς του πρωθυπουργού Ντμίτρι Μεντβέντεφ υποστηρίχθηκε από χιλιάδες ανθρώπους σε ολόκληρη τη χώρα, συμπεριλαμβανομένου σημαντικού αριθμού μαθητών και φοιτητών.
Η ρητορική του Ναβάλνι διέφερε αισθητά από το ύφος των παλαιοκομματικών Ρώσων φιλελεύθερων: εξέθεσε όχι μόνο τους αξιωματούχους αλλά και τους δισεκατομμυριούχους που έβγαζαν χρήματα από τη χώρα σε offshore εταιρείες, και τόνισε την κραυγαλέα ασυμφωνία μεταξύ της πολυτέλειας τους και της φτώχειας των ρωσικών επαρχιών: στα τέλη της δεκαετίας του 2010, περίπου 20 εκατομμύρια Ρώσοι βρίσκονταν επισήμως σε κατάσταση φτώχειας – δηλαδή το μηνιαίο εισόδημά τους ήταν μικρότερο από το ελάχιστο όριο διαβίωσης (200 ευρώ).
Το Ίδρυμα κατά της Διαφθοράς με επικεφαλής τον Ναβάλνι διέφερε από τις παραδοσιακές φωνές και από άλλες απόψεις: έμοιαζε περισσότερο με μια κάθετα οργανωμένη εμπορική εκστρατεία με ομαδική νοοτροπία παρά με μια πολιτική οργάνωση ανοιχτή στη δημόσια συζήτηση των αποφάσεών της και στην αλληλεπίδραση με άλλες πολιτικές δυνάμεις. Πολλοί ριζοσπάστες αριστεροί, ενώ επέκριναν τον Ναβάλνι ως λαϊκιστή υποστηρικτή της αγοράς χωρίς σαφή ατζέντα, συμμετείχαν ωστόσο ενεργά στις διαδηλώσεις που υποκίνησε και μπόρεσαν να βρουν νέους υποστηρικτές στα πλαίσια της συνεχιζόμενης πολιτικοποίησης των νέων.
Τον Μάρτιο του 2018, ο Πούτιν επανεξελέγη για άλλη μια προεδρική θητεία. Οι εκλογές αυτές διεξήχθησαν σε πλήρη συμμόρφωση με τον κανόνα της κατευθυνόμενης δημοκρατίας: Ο Πούτιν κέρδισε την απόλυτη πλειοψηφία στον πρώτο γύρο, ενώ οι πιο υπολογίσιμοι αντίπαλοί του (κυρίως ο Αλεξέι Ναβάλνι) δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής. Δύο μήνες αργότερα, η κυβέρνηση ανακοίνωσε σχέδια για σημαντική αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης, απειλώντας άμεσα την ευημερία και τις προοπτικές ζωής μεγάλου μέρους της πλασματικής πλειοψηφίας Πούτιν.
Σε ολόκληρη τη χώρα άρχισαν οι διαδηλώσεις κατά της αντιλαϊκής μεταρρύθμισης, στις οποίες συμμετείχαν τόσο το CPRF όσο και οι υποστηρικτές του Ναβάλνι, καθώς και η καμπάνια «Λαός Ενάντια», η οποία σχηματίστηκε από ανεξάρτητα συνδικάτα και μέρος της ριζοσπαστικής αριστεράς (ιδίως το Ρωσικό Σοσιαλιστικό Κίνημα). Ωστόσο, δεν κατέστη δυνατό να σχηματιστεί ένας ενιαίος συνασπισμός διαμαρτυρίας: το CPRF, η οργάνωση του Ναβάλνι και η εκστρατεία «Λαός Ενάντια» δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν σε κοινές δράσεις.
Η Έξυπνη Ψήφος
Εν μέρει εξαιτίας αυτής της ατυχής εμπειρίας, και με το ένα μάτι στραμμένο στα καταρρέοντα ποσοστά δημοτικότητας της κυβέρνησης, το 2019, ο Ναβάλνι ανακοίνωσε τη στρατηγική του για την «έξυπνη ψήφο»: έναν μηχανισμό που θα ενθαρρύνει όλους τους ψηφοφόρους της αντιπολίτευσης να υποστηρίξουν όποιον υποψήφιο έχει τις μεγαλύτερες πιθανότητες να κερδίσει τον κυβερνώντα εκπρόσωπο της Ενωμένης Ρωσίας. Η στρατηγική αυτή όχι μόνο αποτελούσε σοβαρή απειλή για την κυριαρχία του κόμματος εξουσίας, αλλά συνέβαλε και στην προσέγγιση με την Αριστερά, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις ο δεύτερος υποψήφιος προερχόταν από το CPRF.
Το καλοκαίρι του 2019, στις εκλογές για το κοινοβούλιο της πόλης της Μόσχας (Δούμα της Μόσχας), χάρη στην έξυπνη ψήφο, το CPRF κατάφερε να επιτύχει το καλύτερο εκλογικό αποτέλεσμα στην πρωτεύουσα σε ολόκληρη την ιστορία του. Οι νέοι κομμουνιστές βουλευτές που εξελέγησαν μέσω της ενοποίησης της ψήφου διαμαρτυρίας έτειναν να εκπροσωπούν την πιο ριζοσπαστική πτέρυγα εντός του κόμματος και η εμφάνισή τους στη δημόσια σκηνή άλλαξε τον συσχετισμό δυνάμεων εντός του ίδιου του CPRF.
Η διάβρωση της πλειοψηφίας του Πούτιν, που ήταν ήδη εμφανής μετά τη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, έγινε ακόμη πιο έντονη το 2020, όταν η ρωσική κυβέρνηση παρείχε ελάχιστη στήριξη στον πληθυσμό κατά τη διάρκεια της πανδημίας COVID-19. Το αίσθημα οργής μετά τη σύλληψη του Αλεξέι Ναβάλνι τον Ιανουάριο του 2021, η οποία προκάλεσε μαζικές διαδηλώσεις σε δεκάδες ρωσικές πόλεις, έγινε αφορμή για την έκφραση της συσσωρευμένης κοινωνικής δυσαρέσκειας. Η στρατηγική των περισσότερων αριστερών ακτιβιστικών ομάδων –του Ρωσικού Σοσιαλιστικού Κινήματος, της Σοσιαλιστικής Εναλλακτικής, του Επαναστατικού Εργατικού Κόμματος και άλλων– ήταν να συμμετάσχουν σε αυτές τις διαμαρτυρίες με τα δικά τους συνθήματα και το δικό τους πρόγραμμα.
Η ενίσχυση των αυταρχικών τάσεων και ο απότομος περιορισμός κάθε μορφής δημόσιας πολιτικής στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 2010 αντισταθμίστηκε εν μέρει από την ανάπτυξη οιονεί πολιτικών μορφών αριστερής δραστηριότητας που προσέλκυσαν το ενδιαφέρον των νέων. Διάφορα βίντεο-μπλογκ που συζητούν ιστορικά ή πολιτιστικά ζητήματα έγιναν εξαιρετικά δημοφιλή, με πιο επιτυχημένα, παραδόξως, εκείνα των σταλινικών, τα βίντεο των οποίων υπερασπίζονται τα επιτεύγματα της Σοβιετικής Ένωσης και έφτασαν σε εκατομμύρια θεατές.
Οι σταλινικοί βίντεο-μπλόγκερ, ενώ συνέκλιναν με την επίσημη προπαγάνδα που έβλεπε τη Ρωσία του Πούτιν ως διάδοχο της ΕΣΣΔ, έδιναν επίσης έμφαση στις ασυνέχειες, αντιπαραβάλλοντας τη μυθοποιημένη χαμένη αρμονία της σοβιετικής κοινωνίας με μια σύγχρονη αίσθηση παρακμής. Έτσι, ο λαϊκός σταλινισμός του εικοστού πρώτου αιώνα συγκέντρωσε επιρροή ως διαδικτυακός λόγος που δεν σχετίζεται με την ακτιβιστική πολιτική.
Ένα άλλο σημαντικό φαινόμενο της τελευταίας πενταετίας ήταν το έντονο ενδιαφέρον της νέας γενιάς για μια φεμινιστική ατζέντα. Παρά την προηγούμενη υποστήριξη μιας φεμινιστικής ατζέντας στις δεκαετίες του 1990 και του 2000 από αντιαυταρχικούς αριστερούς, αναρχικούς και τροτσκιστές, μόνο στη δεκαετία του 2010 ο πολιτικός φεμινισμός στη Ρωσία έκανε ένα τεράστιο άλμα, τραβώντας την προσοχή μεγάλων τμημάτων των νέων.
Αυτό αντικατοπτρίστηκε όχι μόνο στα δημοφιλή βίντεο-μπλογκ και στην εμφάνιση σημαντικού αριθμού μεταφράσεων αγγλόφωνης βιβλιογραφίας για τη φεμινιστική θεωρία, αλλά και σε ακτιβιστικές πρωτοβουλίες κατά της ενδοοικογενειακής βίας και παρενόχλησης στα πανεπιστήμια ή για τη χρήση θηλυκών όρων που αφορούν το φύλο στα ρωσικά. Μια σημαντική διαφορά αυτού του νέου κύματος του ρωσικού φεμινισμού είναι η σύνδεσή του με την αριστερή αντικαπιταλιστική κριτική, η οποία εκδηλώνεται τόσο σε προγραμματικό επίπεδο όσο και στην πρακτική αλληλεπίδραση με αριστερές ομάδες.
Η ρωσική αριστερά μπαίνει στη δεκαετία του 2020 με νέες πολιτικές προκλήσεις λόγω της όλο και πιο αυταρχικής διολίσθησης του καθεστώτος και της αύξησης των κοινωνικών αντιφάσεων, αλλά εξακολουθεί να αντιμετωπίζει το ίδιο παλιό πρόβλημα τής μάλλον αδιαφανούς σχέσης της με το ιστορικό φορτίο του ρωσικού μαρξισμού και του πολύπλοκου σοβιετικού παρελθόντος. Η ανάγκη για μια τέτοια ιστορική συνέχεια συνδέεται άμεσα με το περίγραμμα του σχεδίου για ένα καλύτερο, σοσιαλιστικό μέλλον, το οποίο είναι απολύτως απαραίτητο για μια μετασοβιετική Ρωσία που ακροβατεί στο χείλος μιας βαθιάς κρίσης.
Ilya Budraitskis (*)
Μετάφραση: elaliberta.gr από:
Ilya Budraitskis, “How the Russian Left Survived in a Post-Soviet World.”, Jacobin, 26 Δεκεμβρίου 2021, https://jacobinmag.com/2021/12/russian-left-post-ussr-soviet-cprf-stalinists/. Αναδημοσίευση: Europe Solidaire Sans Frontières, http://www.europe-solidaire.org/spip.php?article60559
Το παρόν άρθρο είναι απόσπασμα από το βιβλίο Dissidents among Dissidents: Ideology, Politics and the Left in Post-Soviet Russia του Ilya Budraitskis, που μεταφράστηκε στα αγγλικά από τον Giuliano Vivaldi και κυκλοφορεί τον Ιανουάριο του 2022 από τις εκδόσεις Verso Books.
(*) Ο Ιlya Budraitskis είναι ιστορικός, παραγωγός του podcast Polititcheskyï dnievnik (Πολιτική καθημερινά) και είναι μέλος του Ρωσικού Σοσιαλιστικού Κινήματος (ρωσικού τμήματος της 4ης Διεθνούς).
Αναδημοσίευση από το elaliberta.gr