Μαθήματα από την εμπειρία των Podemos

Ισπανία: 10 χρόνια μετά τις «πλατείες»

Για έναν απολογισμό από την εμπειρία των Podemos

των Brais Fernández και Miguel Urbán Crespo1


Εισαγωγή στη γαλλική έκδοση :

Ο σχηματισμός, το Γενάρη του 2020, της «προοδευτικής κυβέρνησης» συνασπισμού ανάμεσα στο ισπανικό σοσιαλιστικό κόμμα (PSOE) και στους Podemos σηματοδοτεί το τέλος ενός πολιτικού κύκλου που είχε ξεκινήσει με τις μαζικές κοινωνικές κινητοποιήσεις της περιόδου 2012-2015. Σε πολιτικό επίπεδο, η ανάδυση των Podemos φάνηκε για μια στιγμή να αποκρυσταλλώνει μια εναλλακτική ρήξης με τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, όπως είχε φανεί για μια στιγμή και για το Σύριζα στην Ελλάδα. Η ελπίδα αυτή συνετρίβη, ενώ η κατάληξη και των δύο αυτών εμπειριών αποδείχτηκε στην ουσία ταυτόσημη: διαχειριστική κανονικοποίηση και ενσωμάτωση σε ένα σύστημα και σε μια νεοφιλελεύθερη πορεία στην ουσία αναλλοίωτη, με τους Podemos ως στήριγμα της παραδοσιακής σοσιαλδημοκρατίας και τον Σύριζα να έχει πάρει τη θέση της, αφού είχε εφαρμόσει μία από τις πιο δραστικές πολιτικές λιτότητας των τελευταίων δεκαετιών σε όλη την ήπειρο.

Ωστόσο υπάρχουν τμήματα της αριστεράς, ιδιαίτερα στη Γαλλία2, που θεωρούν πως ο «προοδευτισμός» των Σάντσεθ και Ιγκλέσιας αποτελεί πηγή έμπνευσης. Ανάλογες ελπίδες είχαν εναποτεθεί το 2015 στην πορτογαλική σοσιαλιστική κυβέρνηση, που είχε την εξωτερική στήριξη των κομμουνιστών και του Μπλόκου της αριστεράς. Στο παρόν άρθρο, ο Μπράις Φερνάντεθ και ο Μιγκέλ Ούρμπαν Κρέσπο, δύο παλαιοί ηγέτες του αντικαπιταλιστικού τομέα των Podemos, κάνουν έναν απολογισμό χωρίς παρωπίδες αναλύοντας τις βαθύτερες αιτίες αυτής της εξέλιξης. Οι Anticapitalistas και το ρεύμα τους συμμετείχαν στην ίδρυση του κινήματος και, παρό,τι μειοψηφικοί, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εσωτερική τους ζωή και στη δημόσια παρουσία τους. Προσωπικότητες που προέρχονται από αυτούς, όπως η Teresa Rodriguez στην Ανδαλουσία, ο δήμαρχος του Κάντιθ José Maria Gonzalez, ο επονομαζόμενος «Κίτσι», ο Raul Camarguo στη Μαδρίτη ή ο ίδιος ο Miguel Urbán στο ευρωκοινοβούλιο υπήρξαν, πράγματι, από τα πιο εμβληματικά πρόσωπα των Podemos σε όλη την ανοδική τους φάση.

Στο πλαίσιο αυτό, η απόφασή τους να εγκαταλείψουν τους Podemos, που πάρθηκε λίγο μετά το σχηματισμό της κυβέρνησης συνασπισμού με το PSOE και που επικυρώθηκε με μια ψηφοφορία στη βάση τον Μάϊο του 2020 (με το 90% των ψήφων) αποκτάει ιδιαίτερη σημασία. Τα μαθήματα της εμπειρίας αυτής, όπως και των άλλων ανάλογου τύπου (ιδιαίτερα του Σύριζα στην Ελλάδα και του Μπλόκο της αριστεράς στην Πορτογαλία) είναι αναμφίβολα κρίσιμης σημασίας για τον επαναπροσανατολισμό των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από την όξυνση των αντιφάσεων ενός συστήματος το οποίο, περισσότερο από ποτέ, αποτελεί θανάσιμη απειλή για την επιβίωση της ανθρωπότητας.

Στάθης Κουβελάκης


Ο απολογισμός της εμπειρίας των Podemos είναι ταυτόχρονα και εύκολο και δύσκολο έργο. Από τη μια, αν κρατηθούμε από το αποτέλεσμα, τότε ο απολογισμός είναι αναμφίβολα καταστροφικός. Οι Podemos δεν μπόρεσαν να εκπληρώσουν τους στόχους για τους οποίους γεννήθηκαν και μετατράπηκαν, σε γκραμσιανούς όρους, σε ένα σχέδιο «μετασχηματισμού σε βάθος»3. Ωστόσο, η γέννησή τους σήμανε το άνοιγμα ενός ανέκδοτου πολιτικού κύκλου στην Ισπανία. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες, μια αντι-νεοφιλελεύθερη πολιτική δύναμη καθόριζε σα στόχο της το να καταλάβει την πολιτική εξουσία.

Η ανάλυσή μας θα επιχειρήσει θα κινηθεί ανάμεσα στους δύο αυτούς πόλους: ανάμεσα στη φιλοδοξία της τόλμης που προϋπέθετε η δημιουργία τους και στην αναγνώριση των ορίων, των λαθών και των αποτυχιών. Αυτό που γεννήθηκε ως δύναμη για να τα αλλάξει όλα μετατράπηκε σε μια δύναμη λειτουργική προς το σύστημα που διαχειρίζεται. Ήταν δυνατή άραγε μια διαφορετική εξέλιξη; Μήπως η εξέλιξη αυτή ακυρώνει την υπόθεση της οικοδόμησης πλατιών πολιτικών οργανώσεων γύρω από συγκεκριμένους στόχους;

Τα ερωτήματα αυτά είναι πιο σημαντικά απ’ό,τι φαίνεται. Ιδιαίτερα αν δούμε ότι ανήκουμε σε ένα διεθνές σοσιαλιστικό και αντικαπιταλιστικό κίνημα που προσπαθεί να βγάλει μαθήματα από τις εθνικές εμπειρίες, να τις συνδέσει μεταξύ τους και να χαράξει λογικούς παραλληλισμούς που να επιτρέψουν τη συζήτηση και την επεξεργασία κοινών στρατηγικών. Θα πρέπει άραγε να συμμετάσχουμε ενεργητικά σε φαινόμενα όπως η καμπάνια του Σάντερς, του Σύριζα, της εργατικής αριστεράς του Κόρμπιν και κινημάτων όπως ο τσαβισμός; Ώς πού να συμμετάσχουμε; Γιατί τα κινήματα αυτά δεν πετυχαίνουν τους στόχους τους; Ή, αντίστροφα, πρέπει άραγε να τοποθετηθούμε στο περιθώριό τους; Ποιά προβλήματα αντιμετωπίζουμε σε τέτοιες εμπειρίες; Θα προσπαθήσουμε να προτείνουμε ορισμένες απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, με βάση την εμπειρία των Podemos.

Στην πηγή των Podemos

Οι Podemos ιδρύθηκαν στη βάση μιας συμφωνίας «από τα πάνω» ανάμεσα στον Πάμπλο Ιγκλέσιας και σε αυτό που τότε ήταν η Izquierda Anticapitalista (Αντικαπιταλιστική Αριστερά, και σήμερα Anticapitalistas, όπως και κατονομάζονται εφεξής)4. Τα εκ των υστέρων αφηγήματα για το φαινόμενο δίνουν, όπως συχνά συμβαίνει, μια τελεολογική ανάγνωση για τους Podemos. Αυτοί παρουσιάζονται ως η ευφυής ιδέα μιας ομάδας πολιτολόγων, που θα είχε συλληφθεί και διαμορφωθεί ήδη από την αρχή. Αλλά αυτή είναι μια αντίληψη απολύτως λαθεμένη.

Στην αρχή, συνυπήρχαν μέσα στους Podemos διαφορετικές αντιλήψεις για το ποιό έπρεπε να είναι το σχέδιο. Από τη μια μεριά ήταν η αντίληψη πως η Izquierda Unida ήταν ένα σχέδιο απολύτως ανεπαρκές στο να συλλάβει τη δυσαρέσκεια και το χώρο που άφηνε το «15Μ»5 [ή «κίνημα των αγανακτισμένων»]. Η ιδέα ότι χρειάζεται μια άλλη αριστερά ήταν έτσι παρούσα. Και η εμπειρία του πορτογαλικού Bloco de Esquerda6 πρόσφερε το παράδειγμα: μιας πλουραλιστικής οργάνωσης, με έντονη δημόσια παρουσία, με ριζοσπαστικό λόγο και με μια πρακτική που διαρθρώνεται γύρω από ένα αγωνιστικό κόμμα. Προς την ίδια κατεύθυνση, η εκλογική άνοδος του Σύριζα φαινόταν να αποτελεί μια διαδικασία που ταίριαζε βαθιά στην ιδρυτική υπόθεση των Podemos.

Να θυμίσουμε ότι το 2014 ο Σύριζα ήταν μια συσπείρωση ριζοσπαστικής αριστεράς μαζί με πιο μετριοπαθείς τομείς, γύρω από ένα αντι-νεοφιλελεύθερο σχέδιο. Η ίδρυσή του επίσης συνδεόταν και με μια αγωνιστική εμπειρία κατά τη διοργάνωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού φόρουμ στην Αθήνα, ενώ επρόκειτο και για μια εμπειρία που κατανοούσε τη σημασία του να μην υποτάσσεται στο σοσιαλφιλελευθερισμό του ΠΑΣΟΚ και στη διαχείρισή του των μνημονίων λιτότητας. Το αντικαπιταλιστικό τμήμα των Podemos, εκείνη τη στιγμή, οργάνωνε την αντίληψή του γύρω από αυτά τα διεθνή παραδείγματα, έστω και αν γρήγορα αυτά ξεπεράστηκαν.

Η αντίληψη αυτή συνυπήρχε και με μια άλλη, που ερχόταν από τις λατινοαμερικάνικες διαδικασίες λαϊκισμού που είχαν σημαδέψει την πολιτική ζωή και εμπειρία της ομάδας που συγκροτήθηκε γύρω από τον Πάμπλο Ιγκλέσιας και τον Ερεχόν. Σύμφωνα με αυτήν, ο στόχος ήταν να δημιουργηθεί ένα ρευστό σχέδιο γύρω από μια ευέλικτη και αυτόνομη μιντιακή ομάδα που να μπορέσει να εκτιναχθεί εκλογικά χάρη σε μια απόμακρη αλλά αντιπροσωπευτική σχέση με μια ετερογενή και άνευρη μάζα. Ένα μικρό επικοινωνιακό κομάντο ικανό να στριμώξει στη γωνία το παραδοσιακό πολιτικό πανόραμα ή, όπως το χαρακτήριζε το ίδιο το δίδυμο Ιγκλέσιας-Ερεχόν, την οικοδόμηση μιας «εκλογικής πολεμικής μηχανής».

Όμως, το ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά των Podemos, στις πρώτες φάσεις του, ήταν η ικανότητά του να ξεπερνάει όλες τις προβλέψεις. Στην πραγματικότητα, για να χρησιμοποιήσουμε μια παλαιότερη φόρμουλα, η «ποσότητα» μετατράπηκε σε «ποιότητα». Ο όγκος του σχεδίου, η επίδρασή του, η εισροή ανθρώπων, κλπ., ξεπέρασε τους ιδρυτές του. Επιπλέον, το ξεπέρασμα αυτό διοχετεύτηκε με πολύ μεγαλύτερη δεξιότητα προς τη «λαϊκιστική υπόθεση» σε σχέση με την «αντικαπιταλιστική υπόθεση», αναγκάζοντας τη δεύτερη να παίζει συνεχώς στο γήπεδο της πρώτης.

Για να καταλάβουμε τους λόγους αυτού, πρέπει να συνυπολογίσουμε τις συνθήκες μέσα στις οποίες γεννήθηκαν οι Podemos. Καταρχήν, η μόνη οργανωμένη αριστερά που συμμετείχε στο σχηματισμό των Podemos ήταν οι Anticapitalistas. Μια οργάνωση μερικών εκατοντάδων αγωνιστών, πολύ λίγο ριζωμένη πέρα από τις μεγάλες πόλεις και πολύ «επικεντρωμένη», αν μπορούμε να το πούμε έτσι, στην παράδοση της ριζοσπαστικής αριστεράς, αλλά που είχε αρκετά συνείδηση της ανάγκης να ξεπεραστεί από άλλα σχέδια, χωρίς όμως και να διαλυθεί. Στην πρώτη περίοδο, οι υπόλοιποι τομείς της κοινωνικής αγωνιστικότητας κοίταζαν τους Podemos με σκεπτικισμό αν όχι με εχθρότητα. Η παραδοσιακή αριστερά κοίταζε τους Podemos σαφώς ως εχθρό.

Κατά κάποιον τρόπο, η αρχική φάση ανάδυσης των Podemos θυμίζει τη στιγμή που η CUP7 μπήκε στο κοινοβούλιο της Καταλονίας. Ο David Fernandez8 έλεγε τότε ότι «πίεσαν την αριστερά και συνέτριψαν τη δεξιά». Εμείς θα προσθέταμε ότι επίσης δημιούργησαν και μια ελπίδα και ένα συναίσθημα που είναι απαραίτητα για να οικοδομηθεί μια κοινωνική ευαισθησία που να είναι σε θέση να συνδεθεί με τους ανθρώπους σε εξαιρετικές στιγμές. Παρόλα αυτά, οι οργανωτικές βάσεις των Podemos, το αρχικό του κεφάλαιο, ήταν εξαιρετικά αδύναμα και υπερβολικά εύθραυστα για να οργανώσουν τον ανθρώπινο χείμαρρο που τους κατέκλυσε (ο τρόπος με τον οποίο οι πολέμιοι των Podemos, όταν είδαν πως οι Podemos ήταν επιτυχία, μπήκαν στο σχέδιο για να πάρουν πόστα, αυτό είναι μια άλλη ιστορία. Η ιστορία αυτή, δηλαδή του τρόπου με τον οποίο η επιτυχία προσελκύει τους οπορτουνιστές, μένει να περιγραφεί).

Ένας άλλος παράγοντας ήταν η κατάσταση των κοινωνικών αγώνων τη στιγμή του σχηματισμού των Podemos. Είναι σίγουρο πως υπάρχει μια σχέση ανάμεσα στους Podemos και στο 15Μ. Οι Podemos δεν θα είχαν πετύχει χωρίς το χώρο που τους άφησε ο κύκλος του 15Μ. Το 15Μ ήταν, πάνω απ’όλα, έκφραση της οργανικής κρίσης που έπληττε το ισπανικό καθεστώς: μια ολόκληρη γενιά, χτυπημένη από την κρίση, αποστασιοποιόταν από τα παραδοσιακά της κόμματα. Αλλά το 15Μ και οι αγώνες που ξεπήδησαν από αυτό βρίσκονταν ήδη σε βαθιά κρίση τη στιγμή που εμφανίστηκαν οι Podemos. Χωρίς πολιτικό ορίζοντα, οι αγώνες εξαντλούνται. Οι Podemos ήταν σε θέση να προσφέρουν ένα νέο ορίζοντα σε αυτή τη βαθύτερη διαδικασία (να κερδηθούν οι εκλογές και να ανοίξει μια συνταγματική διαδικασία), αλλά είχαν ήδη σταματήσει να τροφοδοτούνται από τους αγώνες και το ριζοσπαστισμό τους. Αυτός ο ετεροχρονισμός αποτέλεσε έλλειμμα για να μπορέσουν οι Podemos, πέραν της ρητορικής, να συνδεθούν με τους μαζικούς κοινωνικούς αγώνες. Στην πραγματικότητα, όπως ακριβώς και το 15M εγκαινίασε, για να το πούμε με τα λόγια του Ντανιέλ Μπενσαΐντ, μια ορισμένη «αυταπάτη του κοινωνικού» -αυτάρκεια των κοινωνικών κινημάτων και άρνηση του πολιτικού ερωτήματος ως αποτέλεσμα μιας πρώτης φάσης ανόδου των κοινωνικών αγώνων- έτσι και οι Podemos στην αρχή τους εγκαινίασαν μια «αυταπάτη του εκλογικού», όπου η «θεσμική κατάληψη» απορρόφησε τις όλο και πιο αδύναμες ενέργειες ενός παρακμάζοντος πολιτικού κύκλου.

Τέλος, υπάρχουν και οι πιο βαθιοί παράγοντες, που έχουν σχέση με την πολιτική διάρθρωση του ύστερου καπιταλισμού. Η αδυναμία και η απομόνωση του εργατικού κινήματος παράγουν αποδιαρθρωμένες και ανόργανες κοινωνίες, μέσα στις οποίες ο ρόλος των μίντια έχει φτάσει να τα υψώνει σχεδόν στη θέση που κατείχαν πριν τα κόμματα -ως συλλογικοί διανοούμενοι που προσφέρουν ένα πλαίσιο για τις βλέψεις, τη θέληση για δράση, τη δημιουργία σχέσεων.

Η ηγεσία του Πάμπλο Ιγκλέσιας, πέρα από την προσωπικότητά του, καθοριζόταν πάντα από την κατάσταση αυτήν. Η ικανότητά του να τοποθετείται ως μια προσωπικότητα αναφοράς και να επωφελείται από τη θέση αυτή για να λανσάρει ανατρεπτικές διαδικασίες δεν συνοδεύτηκε ποτέ από μια στρατηγική για να αντισταθμιστεί η αδυναμία αυτή και μάλιστα χρησιμοποιήθηκε συνειδητά για να τροφοδοτήσει τις εσωτερικές διαμάχες. Εμείς, ως Anticapitalistas, είχαμε αυτό το στοιχείο συνεχώς στο νου μας και ήταν και ένα από τα κύρια σημεία τριβών με τον ηγετικό πυρήνα του Ιγκλέσιας. Καταλαβαίναμε ότι οι Κύκλοι9 έπρεπε να είναι χώροι λαϊκής αυτοοργάνωσης που θα μπορούσαν (με δοκιμές και λάθη) να οικοδομήσουν, από κάτω και συλλογικά, μια κοινωνική πλειοψηφία έτσι ώστε να αντιμετωπιστεί η κύρια πρόκληση μιας συντακτικής διαδικασίας. Κύκλοι ιδωμένοι ως σημεία πρόσδεσης αναγκαία για τη διεύρυνση του κοινωνικού χώρου που θα επέτρεπε σε μια εναλλακτική προς τις ελίτ σκέψη να γίνει πλειοψηφική. Καθώς και εμβόλιο αναγκαίο κατά των κινδύνων υπερ-ηγεσίας…

Όμως, το τεράστιο κύρος που διέθεταν οι δημόσιες προσωπικότητες δεν χρησιμοποιήθηκε ποτέ για να ενισχυθεί το σχέδιο από οργανική άποψη. Αντίθετα, χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για να περιθωριοποιηθούν και να εξουδετερωθούν οι τομείς μέσα στους Podemos που στοιχημάτιζαν στην προώθηση των μαζών και στο σχηματισμό μιας οργάνωσης νέου τύπου. Για τον λόγο αυτό, ήταν η ίδια η διαδικασία αυτοοργάνωσης σε σύνδεση με τους Κύκλους αυτή που υπήρξε το πρώτο θύμα της «εκλογικής πολεμικής μηχανής» ενισχύοντας το μοντέλο της υπερ-ηγεσίας σε βάρος της δημιουργικότητας και της δημοκρατικής δοκιμασίας που θα μπορούσε να αντιπροσωπεύσει ο κοινωνικός χείμαρρος που στο πρώτο διάστημα συσπειρώθηκε γύρω από τους Podemos.

Από την άποψη αυτήν, μπορούμε να πούμε ανοιχτά πως οι αποφάσεις ενός μικρού πυρήνα καθόρισαν την ανάπτυξη ενός ολόκληρου σχεδίου. Το παράδοξο είναι πως, ακόμα και όταν ο μικρός αυτός πυρήνας συνειδητοποίησε πως πήγαινε υπερβολικά μακρυά και προσπάθησε απελπισμένα να διορθώσει την πορεία του, είχε ήδη καταστρέψει τις προϋποθέσεις που θα του επέτρεπαν να το κάνει. Έως τις τελευταίες επιλογές των Podemos (να κυβερνήσει μαζί με το PSOE και σε αντάλλαγμα να δεχτεί έναν ρόλο υποτακτικού κάτω από τη σοσιαλφιλελεύθερη ηγεμονία), υπήρξαν πάρα πολλές προσπάθειες οργάνωσης του σχεδίου από τα κάτω και, σε ορισμένο βαθμό, και διόρθωσης των αδυναμιών. Αλλά ήταν ήδη πολύ αργά: υπάρχει στιγμή για την κάθε επιλογή.

Κατά την άποψή μας, υπάρχει μια ένταση ανάμεσα στη λενινιστική αλήθεια (οι οργανώσεις οικοδομούνται εάν είχαν μια προηγούμενη ικανοποιητική συσσώρευση για αυτό) και στη λουξεμπουργκική αλήθεια (οι οργανώσεις οικοδομούνται μέσα από τις διαδικασίες). Ένταση που, στην περίπτωση των Podemos, δεν διέθετε ούτε την αγωνιστική συσσώρευση που θα απαιτούσε η δόμηση της ανερχόμενης διαδικασίας, ούτε και η διαδικασία δεν είχε ως στόχο να αντισταθμίσει την αρχική αυτή αδυναμία.

Η στρατηγική

Υπήρχε μια στιγμή, σήμερα μακρινή, που η δυνατότητα να κερδίσουν τις εκλογές οι Podemos έμοιαζε πραγματική. Εκείνος ο αναβρασμός, η «συλλογική μέθη» εκείνη, οδήγησε κατά πολύ στην υποτίμηση των προβλημάτων που θέτει μια πολιτική αλλαγή σε μια δυτική καπιταλιστική δημοκρατία. Η στρατηγική συζήτηση κατέληξε στο να περιοριστεί σε δύο ερωτήματα μόνο. Στο απόγειό της, ολόκληρη η προοπτική των Podemos περιοριζόταν στο να κερδηθούν οι εκλογές και να ανοίξει μια συντακτική διαδικασία10 «που θα αποφάσιζε για τα πάντα». Στην καθοδική της φάση, όλη η συζήτηση ανάχθηκε στην κυβέρνηση μαζί ή όχι με το PSOE. Και στην παρακμιακή της φάση, κατέληξε στο πόσα υπουργεία για τους Podemos σε μια κυβέρνηση με σοσιαλιστική ηγεσία. Όλο αυτό μπορεί να συμπυκνωθεί εικονογραφικά στο ότι οι Podemos γεννήθηκαν για μια «έφοδο στον ουρανό» και κατέληξαν στο «να σωθούν τα προσχήματα».

Ασφαλώς αυτά συνοδεύτηκαν πάντα με μια θριαμβευτική ρητορική μέσα στη μέθη της αμεσότητας στους ρυθμούς των κοινωνικών δικτύων και των μαζικών μέσων επικοινωνίας. Έτσι, η υποτιθέμενη διαφωνία για την «επικοινωνία» μετατράπηκε σε μια εμμονή όπου το επείγον περνούσε πάντα πριν από το σημαντικό. Ένας τακτικισμός χωρίς στρατηγική, που έφερνε βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα και μεσοπρόθεσμα προβλήματα. Ή, σύμφωνα με τα λόγια που αποδίδονται στον Σουν Τζου, «τακτική χωρίς στρατηγική είναι ένας θόρυβος πριν την ήττα». Γιατί δεν μπορούμε να ξεχάσουμε πως, πέρα από το γεγονός ότι οι Podemos άγγιξαν εκλογικά αποτελέσματα που η αριστερά είχε να δει δεκαετίες στην Ισπανία, οι ιδρυτικές τους στρατηγικές υποθέσεις (μη υποταγή στο PSOE, καθεστωτική ρήξη και συντακτική διαδικασία) διαγράφτηκαν από τον πολιτικό ορίζοντα του βιολετί σχηματισμού.

Απ’όλες τις συζητήσεις ουσίας με πρακτικές επιπτώσεις στις οποίες οι Podemos έδειξαν μια τεράστια αδυναμία, θα υπογραμμίσουμε εδώ ιδιαίτερα τρεις.

1. Το ζήτημα του κράτους

Κατά πρώτον, μια τρομακτική αφέλεια στο ζήτημα του κράτους.

Η πολιτικάντικη αντίληψη, που χαρακτηρίζει την κυρίαρχη πολιτικολογία, θεωρεί πως το κράτος είναι ένας ευέλικτος μηχανισμός, κάτι σαν «μια κοινωνική σχέση», αλλά χωρίς να εξάγει στρατηγικά συμπεράσματα. Το επίπεδο σκληρότητας με το οποίο απάντησε το κράτος στην ανάδυση των Podemos δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλό στο χώρο της καταστολής, ήταν όμως στο επίπεδο της ιδεολογίας. Μέσα στους Podemos, δεν υπήρξε ποτέ αληθινή -ούτε και στρατηγική- συζήτηση για το τί σημαίνει ότι το κράτος θα αποτελούσε «συμπύκνωση συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις»11. Τα οπορτουνιστικά εγκώμια για την πατρίδα και την αστυνομία, που ήθελαν να αντισταθμίσουν επιδερμικά και οπορτουνιστικά το έλλειμμα αυτό, έκρυψαν το ουσιαστικό: την αδυναμία να εντοπιστούν, να κατακλυστούν και να κερδηθούν κρίσιμα τμήματα του κράτους που θα επέτρεπαν να οικοδομηθεί συσχετισμός δυνάμεων στο εσωτερικό του.

Ας είμαστε σαφείς: ο δικαστικός μηχανισμός, η αστυνομία και ο στρατός, εξαιτίας της πολιτικο-ιδεολογικής και ταξικής τους σύνθεσης, είναι όργανα διαρθρωτικά αντιδραστικά, τα οποία απλώς θα μπορούσαν να εξουδετερωθούν μέσω περικύκλωσης από ζωντανές, ενεργές και ανταγωνιστικές κοινωνικές δυνάμεις. Οι εργαζόμενοι στην υγεία και στην εκπαίδευση ή η δημόσια διοίκηση αποτελούν μια δυνητική βάση πάνω στην οποία θα μπορούσε να διαρθρωθεί μια διαδικασία συντακτικών αλλαγών που θα μπορούσε να βαρύνει μέσα στο κράτος. Οι τομείς αυτοί θα ήταν και οι πιο επιρρεπείς στο να στηρίξουν αυτά που αντιπροσώπευαν στην αρχή οι Podemos. Όμως, τίποτα δεν έγινε για να οργανωθούν και να αποκτήσουν πολιτική δύναμη: όταν κερδήθηκαν κάποιες εκλογές, όπως σε δήμους, δεν υπήρχε κανένα σχέδιο ούτε και καμία δύναμη για να απαντηθούν οι προκλήσεις της «θεσμικής εφόδου» που προβλεπόταν.

Καμιά στιγμή δεν βγήκαν ούτε τα μαθήματα από την εμπειρία του Σύριζα στην κυβέρνηση, των δυσκολιών του να αντιμετωπίσει όχι μόνο μια εχθρική κρατική μηχανή αλλά, και κυρίως, να αναπτύξει μια πολιτική αντι-λιτότητας μέσα στο πλαίσιο του συσχετισμού δυνάμεων με την ΕΕ (όπου ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας ισοδυναμεί με ένα τεθωρακισμένο χρηματοπιστωτικής εφόδου που είναι σε θέση να ανατρέψει κυβερνήσεις και πολιτικές αν δεν σέβονται στο σχήμα της λιτότητας, μηχανισμός που ήδη διαγράφεται στον ορίζοντα της κυβέρνησης συνασπισμού στην Ισπανία).

Μετά τον Σύριζα στην Ελλάδα, το επόμενο παράδειγμα δόθηκε από τους «δήμους της αλλαγής», όπου το σύνθημα εισόδου του «Ναι, μπορούμε» κατέληξε, με την ανάληψη του πλαισίου εξαθλιωμένης διαχείρισης που επιβάλλουν οι δημοσιονομικοί κανόνες, στο «τί να κάνουμε;», «Δεν μπορούμε», που ήταν και το πρελούδιο της εκλογικής ήττας σε πολλούς από αυτούς. Αλλά το πιο επικίνδυνο της κατάστασης αυτής δεν ήταν η ίδια η ήττα, αλλά η άρνησή της: η ικανότητα δηλαδή να μετατρέπεται η ανάγκη σε αρετή, κηρύσσοντας ανούσιες νίκες που έκρυβαν τη δυσκολία και τις αντιφάσεις της διαδικασίας της αλλαγής και που εμπόδιζαν να εξαχθούν τα πολιτικά μαθήματα των διαδικασιών αυτών. Μια λογική φυγής προς τα εμπρός που σε απομακρύνει από την κοινωνική σου βάση, ενισχύοντας τους μηχανισμούς αντιπροσώπευσης σε βάρος των δυναμικών λαϊκής οργάνωσης.

2. Η οικονομική στρατηγική

Το δεύτερο θέμα όπου οι Podemos έβαλαν νερό ήταν το ζήτημα της πολιτικής οικονομίας.

Η ηγετική ομάδα των Podemos, φυλακισμένη στις μετα-μαρξιστικές της προκαταλήψεις, θεωρούσε πάντα την κοινωνία ως ένα έδαφος για πολιτικάντικα παιχνίδια, απέναντι στο οποίο η οικονομική εξουσία θα ήταν απλώς μια εξουσία για καταπολέμηση και όχι η κοινωνική σχέση που καθορίζει το σύνολο της κοινωνίας. Μη διαθέτοντας, στην αρχή, οικονομικό πρόγραμμα (πέρα από μερικές βασικές διεκδικήσεις, όπως εθνικοποίηση των τραπεζών, λογιστικό έλεγχο από τους πολίτες και μη αποπληρωμή του χρέους και/ή εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας), οι Podemos έφτασαν γρήγορα να υποστηρίζουν κεϋνσιανές θέσεις, ντυμένες με μια νέα επιχείρηση μάρκετιν που ήθελε να «σοσιαλδημοκρατικοποιήσει» την εικόνα του κόμματος και να εμφανιστεί ως κυβερνητική δύναμη.

Το ευρωκομμουνιστικό αυτό remake έφτασε ώς το βάθος του γενικού προσανατολισμού του κινήματος στο οποίο στηρίζονταν οι Podemos: δηλαδή να στοχοποιηθεί η καρδιά του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου. Η κύρια μάχη μετατοπίστηκε προς μια επιφανειακή αντίληψη του θεσμικού, το οποίο κατανοήθηκε ως η προσπάθεια να κερδηθούν πόστα μέσα στον αντιπροσωπευτικό μηχανισμό του κράτους. Η μετατόπιση αυτή σάπισε το συσχετισμό των δυνάμεων, δημιούργησε ψεύτικα συναισθήματα νίκης και κατέστησε απαγορευτικές οποιεσδήποτε ενάρετες σχέσεις μεταξύ θεσμού και λαϊκής κινητοποίησης. Ο δήμος της Μαδρίτης -εκεί όπου η Μανουέλα Καρμένα, η δήμαρχος που είχαν αναδείξει οι Podemos και η οποία αργότερα εντάχθηκε στον «ερεχονισμό»12, ολοκλήρωσε την πιο μεγάλη χρηματοπιστωτική επιχείρηση ακινήτων στη υπηρεσία των τραπεζών που έχει γίνει ποτέ στην Ισπανία, στο όνομα της «προόδου»- αποτελεί καλό παράδειγμα των επιπτώσεων που έχει η αντίληψη αυτή για τα πράγματα.

3. Το ζήτημα των εθνοτήτων

Τέλος, οι εθνικές ιδιαιτερότητες του Ισπανικού Κράτους αποτέλεσαν πραγματικό ναρκοπέδιο για τους Podemos.

Στην Ισπανία υπάρχουν έθνη χωρίς κράτος και μαζικά ανεξαρτησιακά κινήματα, όπως στη χώρα των Βάσκων και στην Καταλονία. Και σε άλλα έθνη, όπως στη Γαλικία, υπάρχει έντονο εθνικό συναίσθημα. Αλλά η κρίση του ισπανικού πολιτικού συστήματος έχει επεκτείνει το αίσθημα αυτό εδαφικής αδικίας πρακτικά σε όλες τις περιοχές της χώρας. Στην αρχική τους φάση, οι Podemos μπόρεσαν να διοχετεύσουν το αίσθημα αυτό προς την ιδέα μιας συντακτικής διαδικασίας. Αλλά, όταν εγκαταλείφθηκε η προοπτική αυτή, τότε επέστρεψε η δυσφορία στο εδαφικό της επίπεδο, με την εξαίρεση της Καταλονίας, όπου συνδυάστηκαν η επιθυμία για συντακτική αλλαγή μαζί με την ανεξαρτησιακή βλέψη.

Σήμερα οι Podemos κινδυνεύουν να εξαφανιστούν από τα περισσότερα εδάφη της Ισπανίας -οι πρόσφατες εκλογές στη Γαλικία αποτελούν καλό παράδειγμα, καθώς ο χώρος τους καταλείφθηκε από κόμματα που θέτουν το εθνικό-εδαφικό ζήτημα στο κέντρο της πολιτικής τους λογικής, το οποίο και μοιάζει να είναι ταυτόχρονα και πιο ικανό για να αμφισβητήσει το καθεστώς του 1978. Η άρνηση των Podemos να ερευνήσουν σε βάθος τη συνομοσπονδιακή και πολυεθνική φύση των λαών της Ισπανίας αφαίρεσε όλο το χώρο ανάμεσα στα συγκεντροποιητικά σχέδια της δεξιάς, στο κρατικό σχέδιο των αυτονομιών του PSOE και στους παλιούς και τους νέους περιφερειακούς εθνικισμούς που, σήμερα, αποτελούν την κύρια αντιπολίτευση ή εναλλακτική στο ισπανικό πολιτικό σύστημα.

Μερικά συμπεράσματα

Αυτό που έπληξε τους Podemos είναι η διαδικασία [γκραμσιανού] «μετασχηματισμού». Η διαδικασία αυτή έχει δύο πλευρές:

Από τη μια, έπαψε να είναι αντιστυστημικό και συντακτικό κόμμα, για να καταλάβει το χώρο που άλλοτε κατείχε στο ισπανικό πολιτικό σύστημα το Κομμουνιστικό Κόμμα, αλλά χωρίς τις σχέσεις που διέθετε το τελευταίο με το εργατικό κίνημα: δηλαδή ένα αριστερό κόμμα, θολά ρεφορμιστικό, που υπερασπίζεται τη σημερινή δημόσια τάξη και προσαρμόζεται στην οικονομική πολιτική της άρχουσας τάξης.

Από την άλλη, οι Podemos, έχοντας χαλαρώσει τις σχέσεις τους με την κοινωνική δύναμη που τους συγκρότησε, δεν είναι πλέον τίποτε άλλο σήμερα από μερικά υπουργικά χαρτοφυλάκια με κάποια ορισμένη εκλογική βάση.

Αναμφισβήτητα, η νέα σημερινή κρίση σημαίνει ότι θα χρειαστούν νέα εργαλεία ενάντια στο σύστημα, έστω και σε πολύ διαφορετικές περιστάσεις τη φορά αυτήν. Το σημερινό πρόβλημα είναι ότι βρισκόμαστε στην αρχή μια μακριάς ανοικοδόμησης, αλλά και ταυτόχρονα σε έναν αγώνα δρόμου ενάντια σε μια καταστροφική κρίση, όχι μόνο κοινωνικά αλλά και οικολογικά (και η πανδημία του κορονοϊού είναι ένα προσχέδιο αυτού που θα σημαίνει η κλιματική καταστροφή εάν δεν κάνουμε τίποτα). Η κατάσταση αυτή μας παραπέμπει σε ένα θεμελιώδες ερώτημα: μπορεί μια επαναστατική οργάνωση να στοιχηματίσει και πάλι σε ένα πλατύ αντινεοφιλελεύθερο και αντικαθεστωτικό σχέδιο, όπως το έκαναν οι Podemos στο ξεκίνημά τους;

Για εμάς η απάντηση είναι σαφής, είναι «ναι». Οι Podemos υπήρξαν ένα ριψοκίνδυνο και τολμηρό στοίχημα που μας επέτρεψε να κάνουμε πολιτική (εάν θεωρήσουμε την πολιτική, όπως το έλεγε ο Λένιν, ως τη στιγμή που εκατομμύρια άνθρωποι τίθενται σε κίνηση). Βέβαια, υπάρχουν στιγμές ανόδου και στιγμές καθόδου, στιγμές όπου η επαναστατική πολιτική είναι η τέχνη της αντίστασης, η τέχνη του να κρατηθεί ζωντανή η ελπίδα, έχοντας πάντα το στόχο να ετοιμαστούν αυτά που ο Μπενσαΐντ ονόμαζε «άλματα»: κρατώντας πάντα μια αργή ανυπομονησία13.

Απέναντι σε μια πραγμοποιημένη ριζοσπαστική αριστερά, που απορρίπτει τις ζωντανές διαδικασίες φαντασιωνόμενη ότι είναι σε θέση να τις διοχετεύσει προς τον εαυτό της, η εμπειρία των Podemos επέτρεψε σε ένα τμήμα του αντικαπιταλιστικού σοσιαλισμού να παλέψει για να δώσει μια πολιτική κατεύθυνση μετασχηματισμού του «πραγματικού κινήματος». Τα αποτελέσματα δεν ήταν αυτά που ελπίζαμε, αλλά προσπαθήσαμε να δείξουμε σε ποιό βαθμό αυτό οφειλόταν σε μια πολιτική πάλη της οποίας το αποτέλεσμα δεν ήταν εκ των προτέρων προκαθορισμένο, ακόμα και αν επικαθοριζόταν από τις αρχικές της συνθήκες.

Πρέπει να ξεφύγουμε από το δελεασμό της καταφυγής στην «αυταπάτη του κοινωνικού», στο προϊόν μιας πολιτικής ήττας που θα μας έκανε να ψάξουμε έναν πιο βολικό χώρο με λιγότερες αντιφάσεις. Με λίγα λόγια, η επάνοδος απλώς σε αυτό που κάναμε πριν από τους Podemos δεν αποτελεί επιλογή.

Μεταξύ άλλων, καθώς έχουμε μπει σε μια ιστορική περίοδο, με γρήγορους και επιταχυνόμενους σπασμούς, στην οποία οι κοινωνικές εκρήξεις και η πολιτική δυσαρέσκεια συνδυάζονται με μια βαθιά πολιτιστική εμπλοκή. Η «προοδευτική κυβέρνηση»14 στην Ισπανία δείχνει όλα τα όρια μιας κυβέρνησης κάτω από την ηγεμονία του σοσιαλφιλελευθερισμού. Πέρα από την προπαγάνδα για αυτοκατανάλωση, η κυβέρνηση PSOE-Podemos δεν ήταν σε θέση να κάνει την οποιαδήποτε κάπως σημαντική προοδευτική μεταρρύθμιση: το περίφημο ελάχιστο ζωτικό εισόδημα αποτελεί παταγώδη αποτυχία (μόνο το 6% των αιτήσεων θα ικανοποιηθούν), τα κρατικά ταμεία αδειάζουν, καθώς δεν αυξήθηκαν οι φόροι των πλουσίων (πράγμα που προαναγγέλλει ακόμα περισσότερη λιτότητα και δημοσιονομικές περικοπές), η κυβέρνηση είναι ανίκανη να σταματήσει τα κλεισίματα στρατηγικών επιχειρήσεων, γιατί αρνιέται να θέσει σε αμφισβήτηση την ιδιοκτησία, ακόμα και σε χώρους όπως η δημόσια εκπαίδευση ή η υγεία, και πέρα από μια προπαγάνδα όλο και λιγότερο πιστευτή δεν υπάρχει κανένα απτό αντινεοφιλελεύθερο σχέδιο. Δεν κατέστη καν ευφικτό να καταργηθεί η μεταρρύθμιση του κώδικα εργασίας, ιστορική απαίτηση του εργατικού κινήματος που είχε περιληφθεί στην κυβερνητική συμφωνία ανάμεσα σε PSOE και Podemos.

Η κατάσταση είναι αναμφίβολα ανησυχητική: η αποτυχία και η πολιτική δειλία του προοδευτισμού θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην ανάπτυξη αντιδραστικών επιλογών, οι οποίες θα επικάλυπταν την πολιτική απογοήτευση και αποστράτευση. Η αδυναμία του κράτους και των πολιτικών δυνάμεων στο να προτείνουν βελτιώσεις «χωρίς πάλη των τάξεων» ανοίγει το χώρο σε κάθε είδους τερατώδεις επιλογές. Οι συνθήκες αυτές, μαζί με τη βαθιά οικονομική, κοινωνική και οικολογική κρίση που γνωρίζει ο καπιταλισμός (η πιο σημαντική της εποχής μας), ανοίγει ένα σκοτεινό πανόραμα: εάν η ιστορία συνεχίσει τη φυσική της πορεία, το λογικό συμπέρασμα θα είναι η καταστροφή. Η επείγουσα ανάγκη ενός φρένου έκτακτης ανάγκης ανοίγει το δρόμο στην ανάγκη διαρκούς ανοίγματος.

Η σημερινή κατηφόρα των Podemos και ο μετασχηματισμός τους σε ένα αδύναμο και όλο και πιο ασήμαντο κόμμα δεν ακυρώνει την εμπειρία τους: μας δίνει όμως μαθήματα για άλλες αντίστοιχες διαδικασίες που αναμφίβολα θα υπάρξουν. Να ετοιμάσουμε μια επαναστατική οργάνωση. Να συσσωρεύσουμε στελέχη. Να συνδεθούμε με τους αγώνες. Να δυναμώσουμε όσο γίνεται περισσότερο έτσι ώστε, όταν έρθει η ώρα, να έχουμε αρκετή δύναμη ώστε να δώσουμε κατεύθυνση στην επιθυμία για αλλαγή. Σε κάθε περίπτωση, σημαίνει να προχωρούμε μέσα στην αβεβαιότητα, με αμφιβολίες, οι οποίες, όπως το έλεγε ο Μιγκέλ Ρομέρο15, δεν είναι ο εχθρός μας. Ο εχθρός μας είναι η παραίτηση.

Brais Fernández και Miguel Urbán

26 Οκτωβρίου 2020


Σημειώσεις

1Ο Brais Fernandez είναι μέλος των Anticapitalistas (τμήμα της 4ης Διεθνούς στο Ισπανικό Κράτος) και μέλος της συντακτικής επιτροπής του περιοδικού Viento Sur. Ο Miguel Urban Crespo είναι ευρωβουλευτής, μέλος των Anticapitalistas και από τους ιδρυτές των Podemos. Το παρόν άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά, στις 26 Οκτωβρίου 2020, στο Jacobin-América Latina (https://jacobinlat.com/2020/10/26/algunas-lecciones-de-la-experiencia-de-podemos-2/). Μεταφράστηκε στα γαλλικά από τον Fabrice Thomas και δημοσιεύτηκε στο Inprecor και αναδημοσιεύτηκε από το Contretemps (με εισαγωγή και σχόλια του Στάθη Κουβελάκη), καθώς και από το βελγικό Gauche Anticapitaliste (https://www.gaucheanticapitaliste.org/quelques-lecons-de-lexperience-de-podemos/).

2Βλέπε, για παράδειγμα, Pierre Jacquemain, « En Espagne, Podemos mène la danse », Regards, 27 Νοέμβρης 2020, διαθέσιμο στην ιστοσελίδα regards.fr/monde/article/espagne-comment-podemos-est-devenu-incontournable-au-gouvernement.

3Ο «τρανσφορμιτισμός» (ή «βαθύς μετασχηματισμός»), κατά τον Γκράμσι, είναι μια διαδικασία με την οποία οι πολιτικές ελίτ ενσωματώνουν με κοοπτάτσια στοιχεία που αρχικά είναι έξω από την περιφέρειά τους και συχνά προέρχονται από τις υποταγμένες τάξεις. Ο «μετασχηματισμός» αυτός φιλοδοξεί να βουλώσει τα ελλείμματα ηγεμονίας της άρχουσας τάξης, η οποία κανονικά προτιμάει να διαλύει τα πλαίσια αντιπολιτευτικών συσπειρώσεων από το να ενσωματώνει οργανικά υποταγμένες ομάδες στο δικό της κοινωνικό εθνικό-λαϊκό μπλοκ εξουσίας.

4Anticapitalistas ή προηγουμένως Izquierda Anticapitalista (Αντικαπιταλιστική Αριστερά) είναι το ισπανικό τμήμα της 4ης Διεθνούς. Στη συνέχεια της ισπανικής LCR πριν, ιδρύθηκε το 1991, με το όνομα Izquierda Alternativa (Εναλλακτική Αριστερά). Το 1993 εντάσσεται στο συνασπισμό γύρω από το ισπανικό Κομμουνιστικό Κόμμα Izquierda Unida (IU – Ενωμένη Αριστερά) και μετονομάζεται, το 1995, σε Espacio Alternativo (Εναλλακτικός χώρος), εσωτερικό ρεύμα της IU. Συγκροτείται ξεχωριστά το 2008 και ονομάζεται Izquierda Anticapitalista (Αντικαπιταλιστική Αριστερά).

5Η ημερομηνία, 15 Μαΐου του 2011 (ή «15Μ»), χρησιμοποιείται για να κατονομαστεί το κύμα κινητοποιήσεων των Αγανακτισμένων, που ξεκίνησε την Άνοιξη του 2011 με την κατάληψη πλατειών στις περισσότερες πόλεις της Ισπανίας και που ακολουθήθηκε για τους επόμενους μήνες και χρόνια με «κύματα» κινητοποιήσεων, με απεργίες και διαδηλώσεις, σε ζητήματα όπως η υγεία, η εκπαίδευση, η επισφάλεια, οι εξώσεις, …

6Το Bloco de Esquerda (BE) ιδρύεται το Μάρτιο του 1999 με τη συγχώνευση δύο οργανώσεων της άκρας αριστεράς -την UDP (União Democrática Popular -Λαϊκή Δημοκρατική Ένωση), που προερχόταν από το μαοϊκό ρεύμα, και το PSR (Partido Socialista Revolucionário -Επαναστατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα), πορτογαλικό τμήμα της 4ης Διεθνούς- και της οργάνωσης Política XXI, ένα κίνημα που είχαν δημιουργήσει, το 1994, αγωνιστές που προέρχονταν από το Πορτογαλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Η συγκρότηση του Μπλόκο (BE) βάζει τέλος στον κατακερματισμό της άκρας αριστεράς στην Πορτογαλία, όντας ταυτόχρονα το αποτέλεσμα και της κοινωνικής κινητοποίησης κατά το δημοψήφισμα του 1998 για την αποποινικοποίηση της έκτρωσης, η οποία συνέβαλε και ενίσχυσε τη συνεργασία μεταξύ των διάφορων δυνάμεων της αριστεράς αυτής.

7Η Candidatura d’Unitat Popular (CUP = Υποψηφιότητα Λαϊκής Ενότητας), είναι μια οργάνωση της ανεξαρτησιακής ριζοσπαστικής αριστεράς στην Καταλονία. Παραδοσιακά η CUP κατέβαινε μόνο στις δημοτικές εκλογές, όμως, το 2012 αποφάσισε να κατέβει στις εκλογές για το κοινοβούλιο της Καταλονίας και πήρε 3,5% των ψήφων εκλέγοντας 3 βουλευτές.

8Ο David Fernandez ήταν ο εκπρόσωπος τύπου της CUP στο καταλανικό κοινοβούλιο από το 2012 ώς το 2015.

9Οι τοπικοί «κύκλοι» είχαν συγκροτηθεί ως οι δομές βάσης των Podemos, εκεί όπου συσπειρώνονταν φυσικά τα μέλη των Podemos σε όλη την επικράτεια. Κάποια στιγμή είχαν φτάσει να συσπειρώνουν πάνω από 40.000 ανθρώπους. Ο αριθμός αυτός μπορεί να συγκριθεί με τον αριθμό των «ηλεκτρονικών μελών», που ήταν την ίδια περίοδο κάπου 400.000, και στους οποίους στην ουσία στηριζόταν η ηγετική ομάδα του Πάμπλο Ιγκλέσιας.

10«Συντακτική διαδικασία» είναι η έκφραση που χρησιμοποιήθηκε για να συμπυκνώσει την προοπτική μιας παρατεταμένης λαϊκής κινητοποίησης στη βάση, αυτο-οργανωνόμενης, για να ορίσει και να επιβάλει ένα νέο Σύνταγμα στο ισπανικό κράτος, στη θέση του συντάγματος που είχε παζαρευτεί με το φρανκικό κράτος το 1978.

11Το κράτος ως συμπύκνωση ταξικών δυνάμεων προέρχεται από την αντίστοιχη διατύπωση του Νίκου Πουλαντζά.

12«Ερεχονισμός»: είναι η πολιτική γραμμή των οπαδών του Ινίγκο Ερεχόν (Inigo Errejon), ενός από τους συνιδρυτές των Podemos. Ο Ερεχόν αντιτάχθηκε στον Πάμπλο Ιγκλέσιας, ιδιαίτερα στη Μαδρίτη, και μετά αποχώρησε σε μια ακόμα πιο «σοσιαλδημοκρατική» βάση.

13Για τα «άλματα», βλέπε Daniel Bensaïd, « Les sauts, les sauts, les sauts » (2002), διαθέσιμο στο ιντερνέτ στη σελίδα danielbensaid.org/Les-sauts-Les-sauts-Les-sauts . «Αργή ανυπομονησία» είναι επίσης τίτλος του έργου του Daniel Bensaïd, Une lente impatience, Paris, Stock, 2004.

14Ο όρος «προοδευτική κυβέρνηση» χρησιμοποιείται από το PSOE και τους Podemos για να χαρακτηριστεί η κυβέρνηση που έχουν συγκροτήσει μαζί.

15Ο Miguel Romero (1945-2014), ο επονομαζόμενος « el Moro », ήταν ιστορικό στέλεχος της 4ης Διεθνούς στην Ισπανία, της γενιάς που πολέμησε κατά του φρανκισμού.


Μετάφραση: ΤΠΤ

Το άρθρο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο Jacobin America Latina στα ισπανικά.

Στα γαλλικά μεταφράστηκε από τον Fabrice Thomas και δημοσιεύτηκε από το Inprecor N° 679-680 novembre-décembre 2020 καθώς και από το Contretemps, με παρουσίαση και μερικές πρόσθετες σημειώσεις του Στάθη Κουβελάκη [μερικές από τις οποίες και εμείς δανειστήκαμε], καθώς, τέλος, και από το βελγικό Gauche Anticapitaliste.


https://tpt4.org/?p=6130

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s