Η Ισλαμοφοβία στην Ευρώπη

του Joseph Daher

Αν και η ισλαμοφοβία, που συνδέεται με μορφές αντιαραβικού ρατσισμού καθώς και με την ιστορία της αποικιοκρατίας και του ιμπεριαλισμού, σίγουρα υπήρχε πριν από το 2000, όμως εκτινάχθηκε στις δυτικές χώρες μετά τις επιθέσεις της 11 Σεπτεμβρίου 2001 από την τζιχαντιστική οργάνωση αλ-Κάϊντα. Ένας νέος εχθρός είχε βρεθεί και νόμοι με διακρίσεις εναντίον των μουσουλμανικών πληθυσμών άνθισαν στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Αυστραλία, αλλά και αλλού, όπως στην Ινδία, Ρωσία και Κίνα.

Τα δυτικά κράτη κατέστησαν τους μουσουλμάνους τον επικίνδυνο “άλλο” μετά τις επιθέσεις της 11/9. Ο λεγόμενος “Αντιτρομοκρατικός Πόλεμος” βοήθησε τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους να δικαιολογήσουν τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ και στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής με προκάλυμμα την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.

Στην Ευρώπη όπως και στις ΗΠΑ, νέα αντιτρομοκρατικά μέτρα και πολιτικές στόχευαν ως επί το πλείστον μουσουλμάνους, στους οποίους συμπεριφέρονταν ως εύλογα αντικείμενα υποψίας, και άλλους μή λευκούς πληθυσμούς. Δομώντας αυτή τη “διαφορετικότητα” και την “επικινδυνότητα”, οι αρχές έχουν πολλαπλασιάσει τους νόμους και τα μέσα για την επιτήρηση των μουσουλμάνων, για να ελέγχουν την κάθε κίνησή τους, και να επιβεβαιώνουν συνεχώς τη συμμόρφωσή τους στις λεγόμενες “Δυτικές Αξίες” ή, στη Γαλλία, τις “Δημοκρατικές Αξίες”.

Η ισλαμοφοβία συνεχίζει να αναπτύσσεται στις ΗΠΑ και σε ευρωπαϊκές χώρες την τελευταία δεκαετία, με τις κυβερνήσεις να εκμεταλλεύονται την άνοδο μιας νέας τζιχαντιστικής οργάνωσης, του “Ισλαμικού Κράτος” (Islamic State – IS), και την άφιξη εκατομμυρίων προσφύγων από την περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής για να εντείνουν τις ρατσιστικές και κατασταλτικές πολιτικές. Οι πρόσφυγες, φυσικά, προσπαθούν να διαφύγουν από την θανατηφόρα καταστολή αυταρχικών και δεσποτικών καθεστώτων, όπως της Συρίας, την άνοδο του Ισλαμικού Κράτους στη Συρία και στο Ιράκ, όπως και τις ξένες παρεμβάσεις.

Οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης στεγάζουν 20 εκατομμύρια μουσουλμάνους. Ο αριθμός των ακροδεξιών και φασιστικών πολιτικών κομμάτων που καθιστούν τους μουσουλμάνους αποδιοπομπαίους τράγους αυξάνεται. Η [γαλλική] Εθνική Συσπείρωση (προηγούμενα γνωστή ως Εθνικό Μέτωπο -Front national), το Κόμμα Ανεξαρτησίας του Ηνωμένου Βασιλείου (United Kingdom Independence Party – UKIP), η Αγγλική Λίγκα Άμυνας (English Defense League -EDL), το ισπανικό Vox και το Αυστριακό Κόμμα Ελευθερίας είναι μερικά από τα πολιτικά κόμματα που έχουν κοινή συλλογιστική και πολιτική: να τελειώσει το “μουσουλμανικό ζήτημα” στην Ευρώπη.

Αυτά τα ακροδεξιά πολιτικά κινήματα, όμως, δεν είναι αυτά που έχουν εφαρμόσει τις ρατσιστικές πολιτικές και τις πολιτικές αποκλεισμού εναντίον των μουσουλμανικών πληθυσμών. Είναι οι σοσιαλ-φιλελεύθερες και οι δεξιές κυβερνήσεις που το έχουν κάνει. Κεντροδεξιοί πολιτικοί ηγέτες έχουν, για παράδειγμα, μιλήσει επανειλημμένως εναντίον της “ισλαμικής τρομοκρατίας” (η γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ) και την ασυμβατότητα με τις ευρωπαϊκές αξίες του λεγόμενου “ισλαμικού αποχωριτισμού” (ο γάλλος Πρόεδρος Εμμανουήλ Μακρόν).

Το παρόν άρθρο ασχολείται με την αυξανόμενη ισλαμοφοβική πολιτική ατμόσφαιρα και την άνοδο της βίας εναντίον των μουσουλμάνων στην Ευρώπη, τα οποία επίσης εξυπηρετούν γενικότερα την επίθεση κατά των δημοκρατικών δικαιωμάτων ευρύτερων τμημάτων της κοινωνίας, ιδιαίτερα αριστερών ομάδων και ακτιβιστών.

Η συνέχιση του ρατσισμού

Η ισλαμοφοβία δεν μετρά τη θρησκευτικότητα του ανθρώπου. Είναι μια μορφή ρατσισμού εναντίον ατόμων και πληθυσμών που θεωρούνται ή συλλαμβάνονται ως Μουσουλμάνοι, είτε αυτοί είναι ενεργοί πιστοί είτε άθεοι, αλλά φέρουν μουσουλμανικό όνομα.

Ο ρατσισμός δεν είναι μια γνώμη που εντοπίζεται στο ψυχολογικό και ατομικό επίπεδο, αλλά μια σχέση κυριαρχίας: ομάδες ανθρώπων, στους οποίους αποδίδονται ιδιαίτερα φυλετικά χαρακτηριστικά, συλλαμβάνονται και θεωρούνται όχι μόνο ως πολίτες εντελώς διαφορετικοί, αλλά και κυρίως αντιμετωπίζονται με ιδιαίτερη μεταχείριση. Αυτή η διαφορά, που μάλλον πρέπει να χαρακτηρίζεται ως άνιση μεταχείριση, μεταφράζεται πολύ συγκεκριμένα σε άρνηση ή τουλάχιστον σε ανισότητα δικαιωμάτων ή ευκαιριών –για παράδειγμα, όταν είναι κανείς Μουσουλμάνος, Άραβας ή Μαύρος, στο να βρει δουλειά ή στέγαση ή, για τις μουσουλμάνες γυναίκες, το δικαίωμα να φορέσουν μαντίλα στο δημόσιο σχολείο.

Μετά από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, σταμάτησαν οι “σοβαρές” προσπάθειες να ταξινομούνται οι άνθρωποι κατά φυλή, αλλά ο ρατσισμός πήρε άλλες μορφές. Η συντηρητική “επανάσταση” της δεκαετίας του ’80 ενίσχυσε την επίσημη ρητορική των κυβερνήσεων με την προώθηση “πολιτισμικών” εξηγήσεων για να προωθήσουν πολιτικές διακρίσεων και ρατσισμού. Αυτό συνοδεύτηκε από την εφαρμογή νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Συνδεόταν, επίσης, με την άνοδο της έννοιας της “σύγκρουσης πολιτισμών” του Σάμουελ Χάντινγκτον (Samuel Huntington).

Οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές στις δυτικές χώρες οδήγησαν σε περαιτέρω επισφάλεια και μια μαζική φτωχοποίηση των πληθυσμών της εργατικής τάξης. Καθώς τα εργατικά σωματεία και η αντίσταση από τα κάτω συνθλίβονταν, αυξήθηκε ο ανταγωνισμός ανάμεσα στους εργάτες. Στους κύκλους της εργατικής τάξης, αυτοί που πλήρωσαν περισσότερο αυτές τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές ήταν οι γυναίκες, οι νέοι και οι πληθυσμοί με μεταναστευτική και/ή μειονοτική προέλευση.

Κάτω σε αυτές τις περιστάσεις, δεν μπορούσαν πλέον να κρύβονται οι κοινωνικές ανισότητες –αλλά οι αιτίες τους αποδίδονταν σε “πολιτισμικούς παράγοντες” που υποτίθεται αφορούσαν ένα άτομο ή μία μειονοτική ομάδα. Οι ανισότητες εξηγούνταν επομένως από τον πολιτισμό μιας ομάδας που τον θεωρούσαν ομοιογενή.

Στη Γαλλία, για παράδειγμα, οι αραβικοί/μουσουλμανικοί πληθυσμοί (ή αυτοί που θεωρούνταν ως τέτοιοι) κατηγορήθηκαν για “ανεπαρκή ενσωμάτωση”. Οι πολιτισμοί και/ή οι θρησκείες τους θεωρούνταν “ασύμβατα” με το “γαλλικό πολιτισμό”.

Στη Μεγάλη Βρετανία, υπήρχε παρόμοια δυναμική. Ο “Πόλεμος κατά της τρομοκρατίας” στη δεκαετία του 2000 οικοδομήθηκε πάνω σε μια παλαιότερη ιδέα, ότι οι μουσουλμάνοι “αυτο-διαχωρίζονται” και δεν δέχονται τις “βρετανικές αξίες”. Αυτό, όντως, έγινε ο ακρογωνιαίος λίθος της στρατηγικής “Αποτροπή” (δείτε πιο κάτω), που ωθούσε τους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα να κατασκοπεύουν τους μουσουλμάνους ψάχνοντας για σημάδια ριζοσπαστικοποίησης και “μη-βίαιου εξτρεμισμού1.

Δεν θεωρείται πλέον ότι οι ανισότητες στην κοινωνία παράγονται από τις κρατικές κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές πολιτικές. Ο στόχος είναι να απονομιμοποιούνται οι διεκδικήσεις και τα αιτήματα που καταγγέλλουν τις ανισότητες μιας συγκεκριμένης κοινωνίας.

Η ανάπτυξη των ρατσιστικών διακρίσεων σε όλες τις σφαίρες της κοινωνικής ζωής οδηγεί σε μια τριπλή διαδικασία επισφαλοποίησης, γκετοποίησης, και εθνοποίησης των μειονοτικών και/ή μεταναστευτικών πληθυσμών.

Επίθεση στα δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα

Ο λεγόμενος “Πόλεμος κατά της τρομοκρατίας” οδήγησε στο να δικαιολογηθούν δύο μαζικοί πόλεμοι, στην κατοχή του Αφγανιστάν και του Ιράκ, και σε άλλες στρατιωτικές παρεμβάσεις σε χώρες με μουσουλμανική πλειοψηφία, ενώ ενισχύθηκαν επίσης και η ποινικοποίηση και οι πολιτικές αποκλεισμού κατά των μουσουλμάνων.

Κατά τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οι απαγορεύσεις μορφών μουσουλμανικής ενδυμασίας σε διάφορους δημόσιους χώρους έχει προχωρήσει από την απαγόρευση του χιτζάμπ (μαντήλας) σε γαλλικά σχολεία και περιορισμούς για δασκάλους σε μερικά μέρη της Γερμανίας ώς την πλήρη απαγόρευση του νικάμπ (μπούργκα), που καλύπτει όλο το πρόσωπο, σε δημόσιους χώρους στη Δανία, στο Βέλγιο, στη Γαλλία και πιο πρόσφατα στην Ελβετία.

Αυτό συνοδεύεται από την αυξανόμενη βία που στοχεύει τους μυσουλμάνους, τα τεμένη και τα σύμβολά τους. Αυτό δείχνει πως τα αντιμουσουλμανικά αισθήματα έχουν διεισδύσει πολύ πιο πέρα από ορισμένους περιορισμένους τομείς της κοινωνίας ώστε να φτάσουνε σε ευρύτερους τομείς.

Σε μια έκθεση που δημοσιεύτηκε το 2012, με τίτλο “Επιλογή και προκατάληψη: διακρίσεις κατά Μουσουλμάνων στην Ευρώπη” (“Choice and prejudice: discrimination against Muslims in Europe”), η Διεθνής Αμνηστία έκρουε ήδη τον κώδωνα για το ισλαμοφοβικό κλίμα. Πολλές ευρωπαϊκές χώρες (Γαλλία, Ελβετία, Αυστρία, κτλ.) ξεχώρισαν για τέτοιες πρακτικές, ενώ και πολιτικά κόμματα, στην αναζήτηση ψήφων, τις ενθαρρύνουν, έστω σιωπηλώς, προσθέτει η Έκθεση.

Ο συντάκτης της έκθεσης περιγράφει, για παράδειγμα, το πως “μουσουλμάνες γυναίκες αποκλείονται από δουλειές και απαγορεύεται σε νέα κορίτσια να πάνε σχολείο απλώς επειδή φοράνε παραδοσιακά ρούχα όπως η μαντίλα… Άντρες μπορούν να απολυθούν επειδή έχουν μούσια που συνδέονται με το Ισλαμ”. Οι μουσουλμάνοι στη Βρετανία γενικά πληρώνονται 13-21% λιγότερο από άλλους με ίσα προσόντα, ενώ οι μουσουλμάνοι που αναζητούν δουλειά ήταν τρεις φορές λιγότερο πιθανό να τους προσφερθεί συνέντευξη2.

Αυτό επεκτείνεται σε όλη την ήπειρο. Στη Γαλλία, πλήθος νόμοι τις τελευταίες δύο δεκαετίες έχουν άμεσα ή έμμεσα στοχεύσει αραβικούς/μουσουλμανικούς πληθυσμούς, ξεκινώντας από την απαγόρευση του χιτζάμπ στα σχολεία το 2004 και της κάλυψης προσώπου νικάμπ σε όλους τους δημόσιους χώρους το 2011. Το 2016 ακολούθησαν τα μέτρα κατά του μπουρκίνι (ενδυμασία κολύμβησης για συντηρητικές μουσουλμάνες γυναίκες).

Η Συλλογικότητα Κατά της Ισλαμοφοβίας στη Γαλλία πολλές φορές έχει κατηγορήσει το γαλλικό κράτος και τις δημόσιες αρχές ότι συμμετέχουν, δια των πράξεών τους, στην εξάπλωση της ισλαμοφοβίας. Η επιβολή της κατάστασης εκτάκτου ανάγκης και ευρύτερα η αντιτρομοκρατική πολιτική που διεξάγεται από το 2015 έχουν οδηγήσει, σύμφωνα με τη Συλλογικότητα, στην “ανάδυση μιας ισλαμοφοβίας ασφαλείας3.

Ο γάλλος πρόεδρος Μακρόν ανακοίνωσε έναν νόμο κατά των “διαχωρισμών4, στις 12 Οκτωβρίου 2020, ο οποίος εγκρίθηκε στις 16 Φεβρουαρίου, 2021, από τη Βουλή. Η συζήτηση και η υιοθεσία του νόμου ήταν το πρόσχημα για όλων των ειδών τις ρατσιστικές διακηρύξεις από την πλειοψηφία των βουλευτών της δεξιάς και της άκρας δεξιάς. Δυστυχώς, ακόμα και κάποια τμήματα της αριστεράς συμμετείχαν επίσης5.

Εντωμεταξύ, τα κρατικής ιδιοκτησίας και τα παραδοσιακά μέσα μαζικής ενημέρωσης κατηγόρησαν για “ισλαμο-αριστερισμό” οργανώσεις και άτομα που ήταν αντίθετοι σε αυτό το νόμο. Η επιδίωξη ήταν να απονομιμοποιηθεί οποιαδήποτε αλληλεγγύη της αριστεράς προς τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς.

Στο νέο αυτό νόμο “κατά του διαχωρισμού” της Γαλλίας, τα 51 άρθρα του προσφέρουν περισσότερα εργαλεία ασφαλείας. Για να λάβουν επιχορηγήσεις από το κράτος, οι σύλλογοι θα πρέπει να υπογράφουν μια “Δεσμευτική πολιτειακή σύμβαση για το σεβασμό των αρχών και των αξιών της Πολιτείας”. Επίσης επεκτείνονται οι λόγοι για την διάλυση συλλόγων που “απειλούν τη δημόσια τάξη”, όπως ακριβώς η κυβέρνηση απαγόρευσε και διέλυσε ορισμένους μουσουλμανικούς συλλόγους τους τελευταίους μήνες, σαν τη Συλλογικότητα Κατά της Ισλαμοφοβίας στη Γαλλία, της οποίας ο ρόλος είναι να προσφέρει αρωγή σε θύματα της ισλαμοφοβίας6.

Ταυτόχρονα, η λεγόμενη “θρησκευτική ουδετερότητα” που απαιτείται από τους υπαλλήλους δημοσίων υπηρεσιών επεκτείνεται και στους υπαλλήλους του ιδιωτικού τομέα που είναι επιφορτισμένοι με έργο δημόσιας υπηρεσίας, μαζί με όλες τις υποχρεώσεις που τη συνοδεύουν, ιδιαίτερα την απαγόρευση της μαντίλας. Θα υπάρχει αυξημένος έλεγχος των τεμενών, η υποχρέωση να δηλώνονται οι δωρεές από το εξωτερικό, μια αλλαγή στο καθεστώς των δραστηριοτήτων ισλαμικής λατρείας από το νόμο του 1901 προς έναν πιο περιοριστικό νόμο “διαχωρισμού” του 1905, και αυξημένος έλεγχος όλων των δραστηριοτήτων των πολιτιστικών συλλόγων.

Γενικότερα, αυτός ο νόμος ουσιαστικά πλήττει και φιμώνει τους μουσουλμάνους και τις οργανώσεις τους, καθιστώντας τους υπεύθυνους για τις διακρίσεις που οι ίδιοι καταγγέλλουν.

Παρόμοια στο Ηνωμένο Βασίλειο, η βρετανική κυβέρνηση επίσης στιγμάτισε τους μουσουλμάνους με διάφορες λεγόμενες πολιτικές “ασφαλείας” όπως το πρόγραμμα ασφαλείας “Αποτροπή” (Prevent), του οποίου η εφαρμογή ξεκίνησε το 2005. Αυτό το πρόγραμμα, που ξανασχεδιάστηκε από τους Συντηρητικούς το 2011, αλλά εγκαινιάστηκε πρώτα από τον Τόνυ Μπλαιρ και το New Labour το 2007, στοχεύει στο να “καταπολεμήσει την τρομοκρατία” και τον “εξτρεμισμό”.

Αυτό το πρόγραμμα επιτρέπει στις βρετανικές αρχές να παρακολουθούν όποιον δεν συμφωνεί με την κυβερνητική πολιτική και τις πράξεις του βρετανικού κράτους, όπως αν αντιτίθεται στους πολέμους στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν, στον βομβαρδισμό της Λιβύης, και στις “βρετανικές βασικές αξίες”, ή υποστηρίζει τον αγώνα των Παλαιστινίων.

Σε αυτήν την καμπάνια στοχοποιήθηκαν ιδιαίτερα οι μουσουλμάνοι μαθητές. Το πρόγραμμα “Αποτροπή” ζήταγε επίσης από τους δασκάλους να καταγγέλλουν σημάδια “ριζοσπαστικοποίησης” των νεαρών μουσουλμάνων…

Σύμφωνα με μια μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2017, η μεγάλη πλειοψηφία των δασκάλων και των υπαλλήλων σε σχολεία επιβεβαίωσαν την ανησυχία τους για τον στιγματισμό των μουσουλμάνων μαθητών με την στρατηγική του προγράμματος “Αποτροπή” και δήλωσαν ότι, αντιθέτως, υποσκάπτει τις προσπάθειες ένταξης σε σχολεία, ενώ είναι και αναποτελεσματικό κατά του θρησκευτικού εξτρεμισμού7.

Όπως εξήγησε η Ναρζάνιν Μασούμι (Narzanin Massoumi), “είναι 150 φορές πιο πιθανό να σταματήσουν και να ερευνήσουν έναν πακιστανό πολίτη, με το παράρτημα 6 του Νόμου για την Τρομοκρατία –μια δρακόντεια νομοθεσία που επιτρέπει να εμποδίζονται και να ελέγχονται άνθρωποι σε λιμάνια χωρίς καν ‘βάσιμες υποψίες’–, από ό,τι αν είναι λευκός”.

Αυτός ο νόμος επιτρέπει σε αξιωματικούς να προσάγουν άτομα χωρίς υποψίες και να τους κρατήσουν μέχρι εννέα ώρες σε αεροδρόμια, λιμάνια, και διεθνείς σιδηροδρομικούς σταθμούς. Εν τούτοις, μόνο 100 άτομα έχουν κατηγορηθεί και 44 έχουν καταδικαστεί από τότε που ο νόμος εφαρμόστηκε το 2001.

Σε αμφότερες τη Γαλλία και τη Βρετανία η αύξηση των ισλαμόφοβων πολιτικών έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον έλεγχο και στον περιορισμό των πολιτικών δικαιωμάτων όλων –όχι μόνο των μουσουλμάνων. Στη Γαλλία, οι λεγόμενοι νόμοι για την “αντιτρομοκρατία” και την “ασφάλεια” στόχευσαν αριστερούς και οικολόγους ακτιβιστές και οργανώσεις. Στις 28 Νοεμβρίου του 2020 μαζικές διαδηλώσεις έγιναν στη Γαλλία κατά του “νόμου για την καθολική ασφάλεια” ενώνοντας διάφορες δημοκρατικές και προοδευτικές δυνάμεις –από οργανώσεις δημοσιογράφων μέχρι τη ριζοσπαστική αριστερά– για να καταπολεμήσουν την ατιμωρησία της αστυνομίας και την επέκταση της εξουσίας παρακολούθησης.

Γενικότερα, αυτή η διαδήλωση ήταν για να αγωνιστούν για την αυτοάμυνα κατά του κρατικού μηχανισμού και των πολιτικών που στερούν ελευθερίες. Αυτά ιεραρχούνται ψηλά ανάμεσα στα εργαλεία της κυρίαρχης τάξης στην περίοδο παγκόσμιας κρίσης.

Παρόμοια στην Αγγλία, το πρόγραμμα ασφαλείας “Αποτροπή”δεν έμεινε στις επιθέσεις εναντίον μουσουλμάνων, αλλά αργότερα στοχοποίησε την αριστερά –οικολόγους, αριστερές οργανώσεις, κινήματα υπέρ των Παλαιστινίων, κτλ. Για παράδειγμα, μαρξιστικά εκπαιδευτικά κείμενα κατατάσσονται σε εν δυνάμει εργαλεία «ριζοσπαστικοποίησης», επομένως οι δάσκαλοι δεν μπορούν πλέον να χρησιμοποιήσουν αντικαπιταλιστικό υλικό.

Η δαιμονοποίηση των μουσουλμάνων

Οι πολιτικές των κυβερνήσεων και των παραδοσιακών μέσων μαζικής επικοινωνίας έχουν συμμετάσχει στη δαιμονοποίηση των μουσουλμάνων. Πολλές μελέτες έχουν δείξει ότι η αρνητική απεικόνιση των μουσουλμάνων στα μέσα ενημέρωσης αυξάνουν την πιθανότητα ο πληθυσμός να στηρίξει κυβερνητικές πολιτικές που πλήττουν τους μουσουλμάνους και διαβρώνουν τα δικαιώματά τους.

Το 2007, μια έκθεση της Εκτελεστικής Αρχής του Μείζονος Λονδίνου αποκάλυψε ότι, στην ειδησιογραφία μιας εβδομάδας των βρετανικών μέσων, το 91% των άρθρων για μουσουλμάνους ήταν αρνητικά. Μια πιο πρόσφατη μελέτη του Μουσουλμανικού Συμβουλίου της Βρετανίας αποκάλυψε ότι δεν έχουν αλλάξει και πολλά.

Μια δημοσκόπηση των Αραβικών Νέων και της εταιρίας Δημοσκόπησης YouGov (Arab News/YouGov) επισήμανε ότι η πλειοψηφία των Βρετανών υποστηρίζουν το “φυλετικό φακέλωμα” (racial profiling) των Αράβων. Το 2019, η YouGov βρήκε ότι το 38% των Βρετανών πίστευαν πως το Ισλάμ δεν είναι συμβατό με τις δυτικές αξίες. Ήταν πολύ μεγαλύτερο το ποσοστό των απαντήσεων που είχαν δυσμενή άποψη για το Ισλάμ σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη θρησκεία8.

Επιπλέον, μετά από τα σχόλια του Μπόρις Τζόνσον, που σύγκρινε τις γυναίκες που φορούσαν μπούρκα με “γραμματοκιβώτια” και “ληστές τραπεζών”, υπήρχαν αναφορές ότι τα ισλαμοφοβικά περιστατικά αυξήθηκαν κατά 37% την επόμενη βδομάδα. Μια εσωτερική έρευνα των Συντηρητικών, εν τούτοις, χαρακτήρισε τα σχόλια “κόσμια και ανεκτικά”.

Το 2019, μια έρευνα που έγινε για λογαριασμό της Bertelsmann Stiftung’s Religious Monitor επιβεβαίωσε πάλι μεγάλη καχυποψία απέναντι τους μουσουλμάνους σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στη Γερμανία και στην Ελβετία κάθε δεύτερη απάντηση ήταν ότι θεωρούν το Ισλάμ απειλή9. Το 44% των Γερμανών, για παράδειγμα, βλέπει “μια θεμελιώδη αντίφαση ανάμεσα στο Ισλάμ και στην κουλτούρα και τις αξίες της Γερμανίας”. Ο αριθμός για τα ίδια στη Φιλανδία είναι ένα αξιοσημείωτο 62%, και στην Ιταλία είναι 53%.

Στην Ισπανία και στη Γαλλία, το 60% περίπου θεωρούν ότι το Ισλάμ είναι ασύμβατο με τη “Δύση”. Στην Αυστρία, ο ένας στους τρεις δεν θέλει να έχει μουσουλμάνους γείτονες10. Στην Ουγγαρία, όπου πληθαίνουν οι αντιμεταναστευτικές και οι ρατσιστικές πολιτικές από το 2015, το 72% είχε δυσμενή άποψη για τους μουσουλμάνους το 2016, σύμφωνα με μια έρευνα του Κέντρου Ερευνών Pew, ενώ σε μια έρευνα του 2017 το 64% των ερωτώμενων στην Ουγγαρία συμφωνούσαν με τη δήλωση ότι “η περαιτέρω μετανάστευση από κυρίως μουσουλμανικές χώρες πρέπει να σταματήσει11.

Ευρύτερα, μια νέα έκθεση της Αμνηστίας, που δημοσιεύθηκε στις αρχές του 2021, περιγράφει πως οι διακρίσεις στις ευρωπαϊκές πολιτικές κατά της τρομοκρατίας έχουν προωθήσει ένα περιβάλλον όπου οι μουσουλμάνοι είναι περισσότερο πιθανό να υποστούν λεκτικό μίσος και επιθέσεις, ενώ ενισχύεται η ρατσιστική άποψη ότι το Ισλάμ αποτελεί “απειλή”. Οι μουσουλμάνοι, επομένως, συνεχίζουν να είναι θύματα “φυλετικού φακελώματος” και σε δυσανάλογο βαθμό υπόκεινται σε παρακολούθηση, περιορισμό κινήσεων, σύλληψη και απέλαση12.

Έκρηξη της βίας

Η συνεχιζόμενη ποινικοποίηση των μουσουλμάνων και οι ρατσιστικές πολιτικές εναντίον τους οδήγησαν σε μια έκρηξη ισλαμοφοβικών πράξεων τα τελευταία χρόνια, συμπεριλαμβανομένων δολοφονιών και μορφών τρομοκρατίας από ακροδεξιά κινήματα και/ή φασίστες και φασιστικές οργανώσεις.

Μόνο το 2018, στη Γαλλία, υπήρξε άνοδος κατά 52% των ισλαμοφοβικών περιστατικών, ενώ στην Αυστρία υπήρξε αύξηση περίπου 74%, με 540 περιστατικά. Στη Γερμανία, ο αριθμός των εγκλημάτων που χαρακτηρίζονται ως ισλαμοφοβικά αυξήθηκε κατά 4.4% μετρώντας 950 παραβάσεις το 2019, σύμφωνα με στατιστικές της γερμανικής αστυνομίας.

Επαναλαμβανόμενες επιθέσεις σε κέντρα προσφύγων και τεμένη, που μπορεί και να αποκρουστούν, έχουν πολλαπλασιαστεί, όπως με τη δολοφονία εννέα ανθρώπων στην Hanau το Φεβρουάριο του 2020 ως το πιο κραυγαλέο παράδειγμα13. Ο δράστης της επίθεσης στην Hanau είχε αυτό που οι γερμανικές αρχές έχουν αποκαλέσει “μια βαθειά ρατσιστική νοοτροπία14.

Στη Βρετανία υπήρχαν 143.920 αντιμουσουλμανικά ή αντιισλαμικά τουιταρίσματα που στάλθηκαν από το Ηνωμένο Βασίλειο –κατά μέσον όρο 393 τη μέρα μεταξύ Μαρτίου του 2016 και Μαρτίου του 2017. Ο αριθμός των ισλαμοφοβικών επιθέσεων επίσης πολλαπλασιάστηκε κατά 5 φορές τη μέρα μετά την επίθεση αυτοκτονίας στο γήπεδο του Μάντσεστερ στις 22 Μαΐου 2017.

Οι ισλαμοφοβικές επιθέσεις είναι επίσης μέρος μιας όλο και πιο επιθετικής και εχθρικής πολιτικής ατμόσφαιρας, ενώ τα φασιστικά και τα ακροδεξιά κινήματα κινητοποιούνται όλο και πιο πολύ για αυτά τα ζητήματα. Στην Αγγλία, δύο φασιστικές ομάδες, η «Βρετανία Πρώτα» (Britain First) και η «Αγγλική Λίγκα Άμυνας» (English Defense League –EDL), έχουν επίσης αυξήσει τις ισλαμοφοβικές επιθέσεις.

Στους ηγέτες της «Βρετανίας Πρώτα» έχει απαγορευθεί να πηγαίνουν σε όλα τα τεμένη, μετά από μια σειρά από απόπειρες να εκφοβίσουν μουσουλμάνους στους τόπους λατρείας. Από την άλλη, ο Τόμι Ρόμπινσον (Τommy Robinson) ηγέτης της EDL καλεί για τον σχηματισμό “πολιτοφυλακών” για να “κανονίσουν” το ζήτημα του Ισλάμ στη Μεγάλη Βρετανία.

Οι μουσουλμάνοι και τα τεμένη έχουν γίνει όλο και περισσότερο στόχος επίσης και των γαλλικών ακροδεξιών και φασιστικών κινημάτων και ομάδων. Οι ακροδεξιοί τρομοκράτες έχουν δικαιολογήσει τις επιθέσεις τους ως αγώνα εναντίον μιας “μουσουλμανικής εισβολής”. Ο φασίστας Άντερς Μπρέηβικ (Anders Breivik), που δολοφόνησε 77 άτομα το 2011 στη Νορβηγία, ισχυρίστηκε, για παράδειγμα, ότι δρούσε για να διατηρήσει τη «χριστιανοσύνη» εναντίον της πολυπολιτισμικότητας και να αποτρέψει την “Ευρωαραβία” (Eurabia) –μια θεωρία που εκλαϊκεύθηκε από την Μπατ Γε’ορ15 ότι η Ευρώπη θα αποικηθεί από τον “αραβικό κόσμο”.

Η γραμμή ανάμεσα στην πολιτική και στη δράση, ανάμεσα σε ρητορική και σε έμπρακτη βία, είναι πολύ δύσκολο να χαραχθεί. Και η διαδικασία με την οποία η ισλαμοφοβία εξαπλώνεται στην ευρωπαϊκή κοινωνία είναι σύνθετη, με πολλαπλές αιτίες και ατελείωτες διακλαδώσεις.

Φεμινισμός ή, αντίθετα, “γυναικοεθνικισμός”;

Από την άποψη αυτή, π.χ., έχει υπάρξει μια εργαλειοποίηση16 των γυναικείων δικαιωμάτων, για να επιτεθούν στο μουσουλμανικό πληθυσμό, που ευρέως θεωρείται πιο πατριαρχικός, ουσιαστικοποιώντας τους μουσουλμάνους ως απειλή για τα δικαιώματα των γυναικών. Έτσι, μια μορφή «γυναικοεθνικισμού» αναπτύσσεται. Όπως εξηγεί η πανεπιστημιακός Σάρα Φάρις (Sara Farris), αυτή είναι μια εργαλειοποίηση των γυναικών μεταναστριών στην Ευρώπη από δεξιούς εθνικιστές –και νεοφιλελεύθερους17.

Η άκρα δεξιά και η δεξιά ιδιοποιούνται ένα μέρος του φεμινιστικού λόγου, όχι για να υπερασπιστούν αποτελεσματικά τις γυναίκες –συνεχίζουν να διατηρούν τις συντηρητικές και αντιδραστικές θέσεις τους όσον αφορά τα γυναικεία και τα ΛΟΑΤΚΙ δικαιώματα18– αλλά για να σηκώσουν ένα φράγμα ανάμεσα σε “Εμάς”, την υποτιθέμενα ισότιμη και χειραφετημένη «Δυτική κοινωνία», και σε “Αυτούς”, ένα καταπιεστικό και απειλητικό Ισλάμ.

Για παράδειγμα, η απαγόρευση της μπούρκας σε αρκετές χώρες στην Ευρώπη εφαρμόστηκε για να στηρίξει δήθεν τα δικαιώματα των γυναικών και την ισότητα. O κύριος σκοπός αυτών των απαγορεύσεων, όμως, ήταν νέες καμπάνιες στιγματισμού εναντίον των μουσουλμανικών πληθυσμών.

Υπάρχουν ακόμα και άλλες, υποτιθέμενα «αριστερές και φεμινιστικές», φωνές που επίσης υποστηρίζουν αυτή τη πρωτοβουλία στο όνομα της ισότητας, δηλώνοντας ότι “η πλήρης κάλυψη δεν είναι παρά μια κινητή φυλακή για τις γυναίκες”. Το πατερναλιστικό τους επιχείρημα, όμως, -“το ότι κάποια άτομα ανέχονται ή και αποδέχονται τις διακρίσεις που υφίστανται δεν είναι λόγος για να σταματήσουμε να αντιπαλεύουμε αυτές τις ίδιες διακρίσεις”– αρνιέται την αυτενέργεια των γυναικών που φοράνε μπούρκα και παραβλέπει ότι, αντίθετα, αυτή η πρωτοβουλία το μόνο που μπορεί να πετύχει είναι να ενισχύσει τις διακρίσεις που υφίστανται.

Γενικότερα, υπάρχουν ακόμα και εξέχουσες φεμινίστριες, αν και μειοψηφία, που έχουν υποστηρίξει νόμους όπως για απαγόρευση της κάλυψης και του μπουρκίνι στη Γαλλία –για παράδειγμα, η γνωστή φεμινίστρια διανοούμενη Ελιζαμπέτ Μπαντεντέρ (Elizabeth Badinter)– και αυτό έχει δυναμώσει τις αντιισλαμικές θέσεις το όνομα των δικαιωμάτων των γυναικών.

Είναι όντως μια πραγματική παγίδα για το γυναικείο κίνημα. Διαρρηγνύει την αλληλεγγύη ανάμεσα σε γυναίκες, βάζοντας από τη μια πλευρά τις μουσουλμάνες γυναίκες, με ή χωρίς μαντίλες, που απεικονίζονται ως υποταγμένα θύματα και ποτέ ως υποκείμενα της δικής τους χειραφέτησης εκτός αν δείξουν την προσκόλλησή τους στις “Δυτικές αξίες”. Από την άλλη πλευρά, η Δυτική κοινωνία, ακόμα και ο Δυτικός φεμινισμός, θεωρείται ικανός να αποφασίζει για την “κανονικότητα” της ισότητας φύλων και για τους δρόμους προς την απελευθέρωση.

Τέτοιοι προσανατολισμοί είναι σε αντίθεση με οποιαδήποτε έννοια αυτενέργειας των γυναικών, αναθεματίζοντας τις γυναίκες που φοράνε μπούρκα ή μαντίλα, μιλώντας εκ μέρους τους και ανακηρύσσοντάς τες αυτόματα ως καταπιεσμένες χωρίς να τους παρέχεται ο λόγος ή χωρίς κάν να ακουστούν οι ίδιες.

Επιπλέον, η χρήση του κατασταλτικού κρατικού μηχανισμού δεν είναι ποτέ όχημα χειραφέτησης. Οι μουσουλμάνες γυναίκες, που ήδη υφίστανται αρκούντως διακρίσεις και στερεότυπα, που έχουν υπολογίσιμες επιπτώσεις στην πραγματοποίηση των δικαιωμάτων τους, δεν χρειάζονται άλλους να αποφασίζουν για τα δικά τους δικαιώματα και τις δικές τους ενέργειες.

Το ζήτημα της κάλυψης και της μπούρκας αφορά μόνο τις γυναίκες: οι ίδιες πρέπει να αποφασίσουν και εντελώς ανεξάρτητα, αν θέλουν να τα φορέσουν ή όχι. Όταν επιβάλλεται με τη βία -από το κράτος και/ή από ένα άτομο– είτε να φορέσουν είτε να αφαιρέσουν την κάλυψη και την μπούρκα, αυτό είναι μια αντιδραστική πράξη που αντιβαίνει σε οποιαδήποτε στήριξη της αυτονομίας των γυναικών.

Η αντιμετώπιση των δομικών προβλημάτων του σεξισμού και του ρατσισμού δεν μπορεί να γίνει επιλέγοντας το στιγματισμό μιας ομάδας που ήδη υφίσταται διακρίσεις. Μόνο ένα αντιρατσιστικό και αντικαπιταλιστικό φεμινιστικό κίνημα μπορεί να αντιμετωπίσει αυτά τα ζητήματα.

Συμπέρασμα

Η συνεχώς αυξανόμενη ισλαμοφοβία στην Ευρώπη τις τελευταίες δύο δεκαετίες δεν περιορίζεται στην αντίδραση προς τις επιθέσεις του τρομοκρατικού Ισλαμικού Κράτους, ούτε οφείλεται μόνο στην προπαγάνδα ακροδεξιών ομάδων, όπως ισχυρίζονται τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης και οι κυβερνήσεις. Πάνω από όλα είναι αποτέλεσμα των αυξανόμενων αυταρχικών και ρατσιστικών πολιτικών των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων.

Η ισλαμοφοβία και οι ρατσιστικές πολιτικές των κυρίαρχων τάξεων έχουν στόχο να εμπεδώσουν την εθνικιστική φαντασίωση προσκαλώντας την πλειοψηφική εθνο-φυλετική ομάδα να ενωθεί κατά επινοημένων απειλών που θα συνιστούσαν οι μουσουλμάνοι και, γενικότερα, οι μη-λευκοί πληθυσμοί.

Εντωμεταξύ, διάφορες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις βαθαίνουν τη νεοφιλελεύθερη και εθνικιστική ατζέντα τους, ενώ τα περισσότερα φιλελεύθερα και σοσιαλφιλελεύθερα κόμματα δεν έχουν αντιταχθεί σε αυτό, το αντίθετο μάλλον.

Επιπλέον, είναι σημαντικό να καταλάβουμε πως η ισλαμοφοβία παίζει ένα μεγαλύτερο κοινωνικό ρόλο, με την προσπάθεια να συστηματοποιηθούν οι επιθέσεις των κυρίαρχων τάξεων, όπως και η διεύρυνση του κρατικού ελέγχου. Αυτά απευθύνονται όχι μόνο προς μουσουλμανικούς πληθυσμούς, που χαρακτηρίζονται ως επικίνδυνοι, άλλα και προς όλους στην αριστερά που αμφισβητούν το κυρίαρχο σύστημα.

Επομένως, ο αγώνας εναντίον της ισλαμοφοβίας και όλων των μορφών ρατσισμού είναι ένας τρόπος υπεράσπισης των δικαιωμάτων όλων που εμπλέκονται στην αμφισβήτηση αυτού του άνισου αυταρχικού συστήματος. Από αυτή την οπτική, δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι και οι τζιχαντιστικές οργανώσεις και άλλοι επίσης τρέφονται εν μέρει από τις ρατσιστικές, αντικοινωνικές και ιμπεριαλιστικές πολιτικές των δυτικών κυβερνήσεων.

Ταυτόχρονα, υπάρχει μια αυξανόμενη αντίσταση από μουσουλμάνους, μαύρους και μη-λευκούς πληθυσμούς, όπως και από τμήματα της αριστεράς, εναντίον των ρατσιστικών πολιτικών και των πολιτικών ασφαλείας διαφόρων κυβερνήσεων. Ο φόνος του Τζωρτζ Φλόηντ (George Floyd) κάτω από το γόνατο ενός αξιωματικού της αστυνομίας στην Μιννεάπολη την άνοιξη του 2020 ξεκίνησε ένα κύμα αντιρατσιστικών κινητοποιήσεων, ιστορικής κλίμακας και διάρκειας, αλλά και, κυρίως, παγκοσμίων διαστάσεων.

Σχεδόν όλες οι δυτικές χώρες επηρεάστηκαν. Στο Παρίσι, στο κάλεσμα της «Επιτροπής Ανταμά»19, δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέφυγαν στο δικαστήριο για να απαιτήσουν “αλήθεια και δικαιοσύνη”. Διαδηλώσεις καταδίκασαν τον κρατικό ρατσισμό, τις κοινωνικοοικονομικές διακρίσεις και την αστυνομική βία.

Οι μαρξιστές πρέπει να αμφισβητούν την ισλαμοφοβία, μαζί με όλες τις μορφές ρατσισμού. Παρόμοια, πρέπει να υπερασπίσουμε τη θρησκευτική ελευθερία και ταυτόχρονα και το δικαίωμα των καταπιεσμένων ομάδων σε αυτοδιάθεση. Στην Κριτική του Προγράμματος Γκότα, ο Καρλ Μαρξ επιχειρηματολόγησε ότι πρέπει να απορρίψουμε την κρατική παρέμβαση σε ζητήματα πίστης και λατρείας.

Οι αγώνες των εργατών μόνο δεν επαρκούν για να ενωθεί η εργατική τάξη. Οι σοσιαλιστές σε αυτούς τους αγώνες πρέπει επίσης να είναι υπερασπιστές της απελευθέρωσης όλων των καταπιεσμένων. Αυτό προαπαιτεί να θέτουν τα αιτήματα των δικαιωμάτων για γυναίκες, θρησκευτικές μειονότητες, ΛΟΑΤΚΙ κοινότητες, και καταπιεσμένες φυλετικές και εθνοτικές ομάδες. Οποιοσδήποτε συμβιβασμός ή υποχώρηση σε σχέση με τη ρητή δέσμευση για τέτοια αιτήματα από την αριστερά θα αποτελούσε εμπόδιο για την επίτευξη της ενότητας της εργατικής τάξης προς τη ριζική μεταμόρφωση της κοινωνίας.

Η αριστερά πρέπει πράγματι να καταλάβει ότι, πέρα από την καπιταλιστική δυναμική, τα ζητήματα φύλου, οι διακρίσεις που βασίζονται σε θρησκεία και/ή φυλή επηρεάζουν τη δομή και τη δυναμική των κοινωνιών μας, τους τόπους εργασίας μας και την ανάπτυξη της συνείδησης. Δεν πρόκειται για το αν τα ταξικά ζητήματα προέχουν έναντι του φύλου/φυλής/θρησκείας ή το αντίθετο, αλλά για το πώς αυτά τα στοιχεία συγκλίνουν μέσα στην καπιταλιστική παραγωγή και στις σχέσεις εξουσίας, πράγμα που καταλήγει σε μια σύνθετη πραγματικότητα.

Οι διακρίσεις που βασίζονται σε φυλή, φύλο, οικονομική, πολιτισμική και ιδεολογική καταπίεση δεν πρέπει να υποτιμούνται, γιατί ενέχει ο κίνδυνος να ξεχάσουμε την πολυπλοκότητα του καθήκοντος όταν οικοδομούμε ένα προοδευτικό κίνημα που πρέπει να συμπεριλάβει εργάτες όλων των προελεύσεων.

Η αποτυχία να λάβουμε υπόψιν αυτές τις διασυνδέσεις θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στον σκληρό αγώνα για την ενότητα της εργατικής τάξης και την ανάπτυξη του πολιτικού σχεδίου για τη ριζοσπαστική μεταμόρφωση της κοινωνίας.

Οι μαρξιστές αντιτίθενται σε όλες τις μορφές εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Όπως δήλωσε ο Μαρξ: “Η εργασία των ανθρώπων με λευκή επιδερμίδα δεν μπορεί να χειραφετηθεί εκεί όπου στιγματίζεται η εργασία των ανθρώπων με μαύρη επιδερμίδα”.

Joseph Daher

ATC (Against The Current), αρ.212, Μάϊος – Ιούνιος 2021

Μετάφραση: ΤΠΤ

το κείμενο στα αγγλικά: Joseph Daher “Islamophobia in Europe – Racism and Islamophobia”

[Βλέπε επίσης, ειδικότερα για τη Γαλλία και την ισλαμοφοβία, προηγούμενο άρθρο του Joseph Daher στο site μας «Κρατικός ρατσισμός, ισλαμοφοβία και θρησκευτικοί φονταμενταλισμοί« (France: Racisme d’État, islamophobie et fondamentalismes religieux, SolidaritéS, 12/11/2020).]


Σημειώσεις

1Αυτό το καθήκον έγινε νομικά δεσμευτικό από τον Νόμο Αντιτρομοκρατίας και Ασφάλειας του 2015 των τόρυ. Αλλά εισήχθη πρώτα από την κυβέρνηση του Τόνυ Μπλαιρ μετά από τους βομβαρδισμούς στις 7 Ιούλη στο Λονδίνο.

2The Independent, 3 July 2017 “East London acid attack: When Muslims are the victims, we refuse to call it terrorism”. http://www.independent.co.uk/voices/east-london-acid-attack-terrorism-islamophobia-a7817466.html

3Βλ. https://issuu.com/ccif/docs/ccif_rapport_final_complet

4Loi sur le «séparatisme» [=διαχωρισμός ή αποχωρητισμός].

5Τώρα πλέον εκκρεμεί η συζήτηση στη Γερουσία για αυτό το νόμο, που έχει επικριθεί οξύτατα από τη Διεθνή Αμνηστία, καθώς επιβάλλει περιοριστικούς κανόνες σε θρησκευτικές οργανώσεις και επιτρέπει στο κράτος να απαγορεύει ιεροκήρυκες με πρόφαση υποτιθέμενο εξτρεμισμό τους.

6Βλ. https://againstthecurrent.org/state-racism-islamophobia-religious-fundamentalism/

7The Guardian, 3 July 2017 “Prevent strategy stigmatising Muslim pupils, say teachers”. https://www.theguardian.com/uk-news/2017/jul/03/prevent-strategy-anti-radicalisation-stigmatising-muslim-pupils-teachers?CMP=share_btn_tw

8Foreign Policy, 29 January 2021 “Defining Islamophobia Is the First Step Toward Addressing It. https://foreignpolicy.com/2021/01/29/islamophobia-united-kingdom-anti-racist-definitions/

9Bertelsmann Stiftung, 19 July 2019, “Religious tolerance is widespread – but it does not extend to Islam”. https://www.bertelsmann-stiftung.de/en/topics/latest-news/2019/july/religious-tolerance-is-widespread-but-it-does-not-extend-to-islam

10The Guardian, 28 September 2020 “There’s a social pandemic poisoning Europe: hatred of Muslims”. https://www.theguardian.com/

11Brookings, 24 July 2019 “Anti-Muslim populism in Hungary: From the margins to the mainstream. https://www.brookings.edu/research/anti-muslim-populism-in-hungary-from-the-margins-to-the-mainstream/

12Amnesty International, 3 February 2021 “Europe: How to combat counter-terror discrimination”. https://www.amnesty.org/en/latest/news/2021/02/europe-how-to-combat-counter-terror-discrimination/

13The Guardian, 28 September 2020 “There’s a social pandemic poisoning Europe: hatred of Muslims”. https://www.theguardian.com/commentisfree/2020/sep/28/europe-social-pandemic-hatred-muslims-blm

14New York TImes, 6 March 2020 “Why is Europe so Islamophobic?”. https://www.nytimes.com/2020/03/06/opinion/europe-islamophobia-attacks.html

15Bat Ye’or, που είναι το συγγραφικό όνομα της Ζιζέλ Λίτμαν (Gisele Littman).

16Δηλαδή μια οπορτουνιστική χειραγώγηση].

17Βλ. Sara Faris, In the Name of Women’s Rights, The Rise of Femonationalism 2017.

18Βλέπουμε για παράδειγμα την υπεράσπισή τους για το παραδοσιακό μοντέλο οικογένειας και κατά τον γάμο ατόμων του ίδιου φύλου, την προθυμία τους να περιορίσουν τα δικαιώματα των εκτρώσεων, την υποστήριξη προς νεοφιλελεύθερες πολιτικές, κτλ.

19“Comité vérité et justice pour Adama” = επιτροπή για την αλήθεια σε σχέση με τη δολοφονία του Ανταμά Τραορέ από αστυνομικούς στις 19 Ιουλίου 2016.


https://tpt4.org/?p=6064

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s