του Joseph Daher
Σχεδόν 10 χρόνια μετά το ξεκίνημα της συριακής λαϊκής εξέγερσης, το καθεστώς επικρατεί πλέον σε περισσότερο από το 70% του συριακού εδάφους. Με τη βοήθεια της Ρωσίας, του Ιράν, της λιβανέζικης Χεζμπολάχ και άλλων θρησκευτικών και αντιδραστικών πολιτοφυλακών, η Δαμασκός έχει συντρίψει την αρχική λαϊκή εξέγερση και, κατά πολύ, έχει νικήσει σε αυτό που μετατράπηκε σιγά-σιγά, με τα χρόνια, σε περιφερειακό και διεθνή πόλεμο. Ωστόσο, το συριακό καθεστώς αντιμετωπίζει τεράστιες κοινωνικοοικονομικές προκλήσεις που καθόλου δεν έχουν ξεπεραστεί.
Η κατάσταση για τις λαϊκές τάξεις στη Συρία είναι πιο πολύ και από καταστροφική. Το ποσοστό φτώχειας ξεπερνάει το 85% του συνόλου του πληθυσμού. Το Φεβρουάριο του 2021, το Παγκόσμιο Πρόγραμμα για τη Διατροφή του ΟΗΕ εκτιμάει πως ο αριθμός των Σύριων που υφίστανται τροφική ανασφάλεια είναι 12,4 εκατομμύρια, δηλαδή σχεδόν το 60% του πληθυσμού. Πάνω από το ήμισυ του συριακού λαού έχει μετακινηθεί στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό ως αποτέλεσμα των επιπτώσεων του πολέμου. Είναι πάνω από 6,6 εκατομμύρια οι πρόσφυγες και πάνω από 6,1 οι μετακινημένοι στο εσωτερικό, ενώ είναι πολύ μικρό το τμήμα των προσφύγων που έχει επιστρέψει στη Συρία.
Το ξέσπασμα της κρίσης του Covid-19 στα τέλη Μαρτίου 2020 επιδείνωσε ακόμα περισσότερο την κρίσιμη κοινωνικο-οικονομική κατάσταση της μεγάλης πλειοψηφίας των Σύριων. Το καθεστώς Ασάντ έχει επίσης καταστρέψει πάμπολλα νοσοκομεία, αφήνοντας το σύστημα υγείας διαλυμένο και υπο-χρηματοδοτούμενο, χωρίς πολλά φάρμακα και ιατρικό υλικό, εξαιτίας ιδιαίτερα των διεθνών κυρώσεων. Οι καταστροφές που έχει προκαλέσει η σύγκρουση, που είναι κατά μεγάλο μέρος οι επιπτώσεις της καταστολής του καθεστώτος Ασάν και των συμμάχων του, είναι τεράστιες και αντικατοπτρίζονται στη θεαματική μείωση του ΑΕΠ, από τα 60,2 δις $ ΗΠΑ το 2010 σε περίπου 21,6 δις $ το 2019, ενώ το σύνολο των συσσωρευμένων οικονομικών απωλειών στη διάρκεια της σύγκρουσης εκτιμάται σε 53,1 δις δολάρια.
Οι ρίζες της λαϊκής εξέγερσης
Οι ρίζες της λαϊκής εξέγερσης στη Συρία, και γενικότερα στη Μέση Ανατολή και στη Βόρειο Αφρική (ΜΑΒΑ), βρίσκονται στην απουσία δημοκρατίας και στην ανικανότητα της πολιτικής οικονομίας της χώρας να απαντήσει στις επιθυμίες των λαϊκών τάξεων.
Ο Μπασάρ αλ-Ασάντ παγίωσε την περιουσιοποίηση του καθεστώτος συγκεντρώνοντας την εξουσία στα χέρια της οικογένειας και της κλίκας του κατά τη δεκαετία που προηγήθηκε της έκρηξης της επαναστατικής κρίσης, μαζί με μια επιπλέον επιτάχυνση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, επωφελούμενος και από μια μειονότητα επιχειρηματιών συνδεδεμένων με το καθεστώς. Για τις λαϊκές τάξεις, που ήταν αποκλεισμένες από τα λάφυρα, αυτό οδήγησε σε μετανάστευση της ειδικευμένης εργατικής δύναμης και σε μαζικά ποσοστά ανεργίας και υπο-απασχόλησης, ιδιαίτερα στη νεολαία. Το ποσοστό των Σύριων που ζούσαν κάτω από το κατώφλι της φτώχειας έφτανε το 33% το 2010, πράγμα που αφορούσε έτσι 7 εκατομμύρια άτομα, ενώ ένα 30% μόλις το ξεπερνούσε αυτό το κατώφλι: για σύγκριση, το 2000 το ποσοστό των Σύριων κάτω από το κατώφλι της φτώχειας ήταν 14%!
Η αυξανόμενη φτωχοποίηση των μαζών, μέσα σε ένα κλίμα διαφθοράς και συνεχώς αυξανόμενων κοινωνικών ανισοτήτων, προετοίμασε το έδαφος για τη λαϊκή εξέγερση, που το μόνο που χρειάστηκε ήταν μια σπίθα. Η οποία και δόθηκε από τις λαϊκές εξεγέρσεις στην Τυνησία και στην Αίγυπτο. Αυτές ενθάρρυναν τις λαϊκές τάξεις και στις άλλες χώρες για να εξεγερθούν. Στη Συρία, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού κατέβηκαν στο δρόμο με τα ίδια αιτήματα και των άλλων εξεγέρσεων: ελευθερία, αξιοπρέπεια, δημοκρατία, κοινωνική δικαιοσύνη και ισότητα.
Στα πρώτα χρόνια της εξέγερσης, το συριακό κίνημα διαμαρτυρίας δημιούργησε θεσμούς εναλλακτικούς προς το κράτος, μετά από την απώλεια κύρους της εξουσίας σε ορισμένες περιοχές. Οι διαδηλωτές δημιούργησαν τοπικές συντονιστικές επιτροπές και τοπικά συμβούλια, προσφέροντας υπηρεσίες προς τον τοπικό πληθυσμό και συντονίζοντας το κίνημα της λαϊκής αμφισβήτησης. Στα απελευθερωμένα εδάφη, οι επαναστάτες δημιούργησαν μια κατάσταση κοντά στη δυαδική εξουσία, που αμφισβητεί την εξουσία του καθεστώτος. Ασφαλώς, δεν πρέπει να εξιδανικεύσουμε τη φάση αυτή και τα όριά της. Οι νέες αυτές δομές εξουσίας δεν αντιπροσώπευαν μια κοινωνική επαναστατική μορφή εναλλακτική προς τις υπαρκτές πολιτικές και οικονομικές δομές του συριακού καπιταλισμού και είχαν και περιορισμούς από την άποψη ενός εναλλακτικού συστήματος δημοκρατικής αυτονομίας. Υπήρξαν προβλήματα, ιδιαίτερα με την υπο-αντιπροσώπευση των γυναικών, καθώς και των εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων. Ωστόσο, οι επιτροπές και τα συμβούλια κατάφεραν να σχηματίσουν μια πολιτική εναλλακτική που προσέλκυε πλατιά τμήματα του πληθυσμού.
Την ίδια ώρα, ένοπλες ομάδες, κάτω από την αιγίδα του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (ΕΣΣ -FSA στα αγγλικά) αναπτύχθηκαν, κατά το 2011 και 2012. Η στρατιωτικοποίηση αυτή κατά πολύ ωθήθηκε από τη βίαιη καταστολή του καθεστώτος, η οποία έσπρωξε τμήματα της αντιπολίτευσης στο να αντιπαραβάλουν μια θεμιτή ένοπλη άμυνα. Ο ΕΣΣ δεν λειτούργησε ποτέ ως ενοποιημένος οργανισμός και μάλλον χαρακτηρίστηκε από τον πλουραλισμό του, κατά τα πρώτα χρόνια της εξέγερσης. Ωστόσο, η απουσία αυτή συγκεντροποίησης και ριζωμένης πολιτικής ηγεσίας, που να συντονίζει ή να ενοποιεί ομοσπονδιακά τις ένοπλες ομάδες του ΕΣΣ γύρω από ένα κοινό πολιτικό πρόγραμμα μετατράπηκε γρήγορα σε πρόβλημα και άφησε ανοιχτή την πόρτα σε χειρισμούς από ξένες χώρες. Ο ΕΣΣ σιγά-σιγά εξασθένισε και περιθωριοποιήθηκε στη διάρκεια του πολέμου και της καταστολής του συριακού καθεστώτος (και εν μέρει και από τις επιθέσεις των τζιχαντιστικών ομάδων), από την έλλειψη οργανωμένης στήριξης και από τη διάσπασή του σε δίκτυα πολλαπλών διαφορετικών ομάδων. Με την εξασθένιση των δυνάμεων του ΕΣΣ, οι εναπομείνασες ομάδες μετατράπηκαν σε αναμεταδότες ξένων κρατών, ιδιαίτερα της Τουρκίας στο βόρειο τμήμα, και/ή έπεσαν στην κυριαρχία των ισλαμικών και τζιχαντιστικών φονταμενταλιστικών δυνάμεων.
Οι αντεπαναστατικές δυνάμεις
Τα δημοκρατικά όργανα σιγά-σιγά υπονομεύτηκαν από πολλές αντεπαναστατικές δυνάμεις. Η πιο σημαντική από αυτές ήταν, ασφαλώς, το δεσποτικό καθεστώς του Ασάντ, που είχε σα στόχο να συντρίψει στρατιωτικά τη λαϊκή εξέγερση.
- Το καθεστώς αυτό παραμένει η πιο σημαντική απειλή για τις συριακές λαϊκές τάξεις. Η αντοχή του καθεστώτος βασίζεται στην κινητοποίηση της λαϊκής του βάσης, μέσα από θρησκευτικές, φυλετικές, περιφερειακές και πελατειακές σχέσεις, καθώς και στη μαζική στήριξη των ξένων συμμάχων του.
- Η δεύτερη αντεπαναστατική δύναμη είναι οι ισλαμικές και τζιχαντιστικές φονταμενταλιστικές οργανώσεις. Οι οργανώσεις αυτές δεν είχαν τις ίδιες καταστροφικές δυνατότητες με την κρατική μηχανή των Ασάντ, αλλά αντιτάχθηκαν ριζικά στα αρχικά αιτήματα και στόχους της λαϊκής εξέγερσης, επιτιθέμενες στα δημοκρατικά στοιχεία του κινήματος διαμαρτυρίας και προσπαθώντας να επιβάλουν ένα νέο, αυταρχικό και με αποκλεισμούς, πολιτικό σύστημα.
- Τέλος, οι περιφερειακές δυνάμεις και τα ιμπεριαλιστικά κράτη διεθνώς αποτέλεσαν την τρίτη αντεπαναστατική δύναμη. Η βοήθεια που προσέφεραν οι σύμμαχοι της Δαμασκού, η Ρωσία, το Ιράν και η Χεζμπολάχ, μαζί και με τις άλλες ξένες σιιτικές ισλαμικές φονταμενταλιστικές πολιτοφυλακές που στήριζε η Τεχεράνη, προσέφεραν στο καθεστώς την κρίσιμη στήριξη, πολιτική, οικονομική και στρατιωτική, που του επέτρεψε να επιβιώσει.
Οι περιφερειακές αυτές δυνάμεις θεώρησαν το κίνημα λαϊκής διαμαρτυρίας στη Συρία και το ενδεχόμενο πτώσης των Ασάντ ως απειλή για τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα. Στο μέτρο που αύξαινε η επιρροή τους στη Συρία και στο κράτος της, η Τεχεράνη και η Μόσχα, ιδιαίτερα, επενδύθηκαν όλο και περισσότερο στο να εξασφαλίσουν την επιβίωση του καθεστώτος, για την εκμετάλλευση ορισμένων φυσικών πόρων και για την επέκταση της οικονομικής τους επιρροής στη χώρα.
- Αντίθετα από αυτούς, οι υποτιθέμενοι “φίλοι της Συρίας” (Σαουδική Αραβία, Κατάρ και Τουρκία) αποτέλεσαν μια άλλη διεθνή δύναμη της αντεπανάστασης. Υποστήριξαν τις περισσότερες αντιδραστικές ισλαμικές φονταμενταλιστικές ομάδες, συνέβαλαν στο να μετατρέψουν τη λαϊκή εξέγερση σε θρησκευτικό/εθνικό πόλεμο και, σε κάθε στάδιο, αντιτάχθηκαν στη δημοκρατική εξέγερση από φόβο ότι θα αποτελούσε δυνητική απειλή για τα δικά τους αυταρχικά καθεστώτα.
- Τα δυτικά κράτη, με την ηγεσία των ΗΠΑ, ούτε αυτά ήθελαν ριζοσπαστικές αλλαγές στη Συρία και απέρριψαν κάθε σχέδιο που θα είχε ως στόχο να βοηθήσει τις δημοκρατικές ένοπλες δυνάμεις που μάχονταν για να ανατρέψουν τον Ασάντ. Η αμερικανική πολιτική επικεντρώθηκε στη σταθεροποίηση του καθεστώτος και σε αυτό που ονόμασαν “War on Terror”, πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, κατά του Ισλαμικού Κράτους.
Παρά τις διαφοροποιήσεις τους αυτές, όλες αυτές οι περιφερειακές και διεθνείς δυνάμεις ήταν ενωμένες ενάντια στην εξέγερση και στο να εμποδίσουν τη διάδοσή της πέρα από τα σύνορα της χώρας.
Το ζήτημα της Ροζάβα και η συριακή επανάσταση
Στην αρχή της ανόδου της επαναστατικής διαδικασίας στη Συρία, το Μάρτιο του 2011, οι κούρδοι διαδηλωτές οργανώθηκαν αρχικά με παρόμοιο τρόπο όπως και στις άλλες περιοχές της χώρας, χάρη στη δημιουργία των Επιτροπών Τοπικού Συντονισμού (ΕΤΣ) και σε άλλες ομαδοποιήσεις νέων από διάφορες συνιστώσες του συριακού πληθυσμού. Ωστόσο, η συνεργασία μεταξύ των διάφορων συντονιστικών επιτροπών, αραβικών και κούρδικων, άρχισε σιγά-σιγά και εξασθένιζε και κατέληξε στο να σταματήσει, εξαιτίας των όλο και πιο σημαντικών διαχωρισμών μέσα στο κίνημα της λαϊκής διαμαρτυρίας, εξαιτίας των όλο και βαθύτερων διαφωνιών με τη συριακή αραβική αντιπολίτευση, καθώς και χάρη στην αύξηση, με τα χρόνια, των εθνικών εντάσεων ανάμεσα σε Άραβες και Κούρδους και τη βαθμιαία μετατροπή της λαϊκής εξέγερσης σε ένοπλη σύγκρουση.
Από την πλευρά του το Partiya Yekitiya Demokrat (PYD ή Κόμμα Δημοκρατικής Ένωσης), που ιστορικά και ιδεολογικά προέρχεται από το Κόμμα των Εργαζομένων του Κουρδιστάν (PKK) στην Τουρκία, χάρη στην αρχική ευνοϊκή στάση του συριακού καθεστώτος, πέτυχε να διευρύνει τον έλεγχό του στην κούρδικη πολιτική σκηνή στη Συρία. Η Δαμασκός χρειαζόταν όλες τις ένοπλες δυνάμεις της για να καταπνίξει τις διαδηλώσεις στην υπόλοιπη χώρα και δεν ήθελε να ανοίξει νέο στρατιωτικό μέτωπο, έστω και αν διατήρησε μια περιορισμένη παρουσία σε ορισμένες πόλεις, όπως η Καμίσλι και η Αλ-Χασακά.
Το PYD επίσης επωφελήθηκε από τις διαφωνίες μεταξύ των περιφερειακών και διεθνών δυνάμεων που επεμβαίνουν στη Συρία, ιδιαίτερα με τη βοήθεια από τις ΗΠΑ (και σε μικρότερο βαθμό από τη Ρωσία), για να προωθήσει τα δικά του πολιτικά συμφέροντα. Ωστόσο, αυτή η στήριξη των ξένων δυνάμεων έσβησε σιγά-σιγά ή τουλάχιστον έγινε λιγότερο σταθερή. Η αυτονομία του PYD σε μεγάλες περιοχές στα βορειοανατολικά της Συρίας έγινε στοιχείο συχνών διαφωνιών μεταξύ των διάφορων τοπικών και περιφερειακών δυνάμεων, ιδιαίτερα της Τουρκίας του Ερντογάν, η οποία επεκτείνει τον πόλεμό της κατά της κουρδικής αυτοδιάθεσης και στις γειτονικές της χώρες. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα κατά την ένοπλη εισβολή του τουρκικού στρατού, με τη συνεπικούρηση από ομάδες της ένοπλης συριακής αντιπολίτευσης, κατά κύριο λόγο ισλαμικών φονταμενταλιστικών, που εντάχθηκαν σιγά-σιγά πλήρως στην υπηρεσία της κυβέρνησης της Άγκυρας, ενάντια στην περιοχή του Αφρίν, το Γενάρη του 2018. Σχεδόν 200.000 άνθρωποι εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, εξαιτίας της τουρκικής στρατιωτικής επιχείρησης και της κατοχής που ακολούθησε, ενώ οι παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων συνεχίστηκαν κατά των τοπικών πληθυσμών. Τον Οκτώβριο του 2019, η Τουρκία ξεκίνησε μια νέα στρατιωτική επιχείρηση, ενθαρρυνόμενη και από το γεγονός ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν θα την αμφισβητούσε στην πράξη. Ο στόχος της ήταν να διώξει τις Συριακές Δημοκρατικές Δυνάμεις (ΣΔΔ), που κυριαρχούνταν από το PYD, από όλη την περιοχή στα σύνορα της Τουρκίας και να εγκαταστήσει μια αποκαλούμενη “ζώνη ασφαλείας”, στην οποία επίσης προέβλεπε να μεταφέρει και να εγκαταστήσει ένα τμήμα των σύριων προσφύγων που ζουν σήμερα στην Τουρκία.
Ταυτόχρονα, η Δαμασκός αρνιέται να δεχτεί οποιαδήποτε μορφή παραχώρησης προς τις αρχές που ελέγχονται από το PYD στο βορειοανατολικό τμήμα, και βέβαια κάθε μορφή αυτονομίας, έστω και ελάχιστης. Οι εχθρικές ρητορικές των συριακών κρατικών μίντια και οι πολιτικοί ελιγμοί του συριακού καθεστώτος κατά των ΣΔΔ, αντίθετα, αυξάνουν από τότε, για να υποσκάψουν ακόμα περισσότερο την αυτονομία του.
Το PYD είδε την εξέγερση ως ευκαιρία για να γίνει η κυρίαρχη κουρδική πολιτική δύναμη στη Συρία. Οι περιοχές διακυβέρνησης του PYD χαιρετίστηκαν για τον ανοιχτό τους χαρακτήρα, για τη συμμετοχή των γυναικών σε όλες τις σφαίρες της ζωής, ακόμα και στη στρατιωτική πάλη, για την κοσμικότητα της νομοθεσίας και των θεσμών τους και, ως ένα σημείο, και για την ένταξη και συμμετοχή διάφορων εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων. Ωστόσο, οι αυταρχικές πρακτικές των δυνάμεων του PYD ενάντια σε ανταγωνιστικές κουρδικές πολιτικές δυνάμεις και σε αγωνιστές άλλων κοινοτήτων επίσης επικρίθηκαν. Όπως ακόμα επικρίσεις υπήρξαν και για ορισμένες πρακτικές διακρίσεων και/ή ασφάλειας κατά μερικών τμημάτων του αραβικού πληθυσμού σε ορισμένες περιοχές ελέγχου του.
Υποκειμενικές αδυναμίες στα αριστερά
Οι διάφορες αντεπαναστατικές δυνάμεις, όλες τους, συνέβαλαν στη συντριβή της συριακής λαϊκής εξέγερσης. Εάν, όμως, δεν πρέπει να διστάσουμε να τις κατονομάσουμε αυτές τις δυνάμεις ως υπεύθυνες για την ήττα, πρέπει επίσης να εξετάσουμε και να επικρίνουμε και τα λάθη και τις ελλείψεις της συριακής αντιπολίτευσης.
Το ένα από τα πιο σημαντικά προβλήματα της αντιπολίτευσης ήταν η λαθεμένη συμμαχία που αναζητούσαν οι δημοκράτες και ορισμένοι στην αριστερά με το κίνημα των Αδελφών Μουσουλμάνων και με άλλες ισλαμικές φονταμενταλιστικές δυνάμεις της εξέγερσης, καθώς και με τους διεθνείς υποστηρικτές τους, οι οποίοι αντιτάσσονταν στα θεμελιακά δημοκρατικά αιτήματα της εξέγερσης, ιδιαίτερα των γυναικών και των θρησκευτικών και εθνικών μειονοτήτων. Η λαθεμένη αυτή συμμαχία συνέβαλε στο να διαλυθεί ο ενοποιητικός αρχικός χαρακτήρας του λαϊκού κινήματος στη Συρία. Το πρόβλημα αυτό υπήρχε και πριν από τη λαϊκή εξέγερση, αλλά αναδύθηκε με μεγαλύτερη σαφήνεια με αυτήν.
Οι διάφορες αριστερές ομάδες ήταν πολύ αδύναμες, μετά από δεκαετίες καταστολής από το καθεστώς, και δεν μπορούσαν έτσι να αποτελέσουν έναν οργανωμένο, δημοκρατικό και προοδευτικό, ανεξάρτητο πόλο. Έτσι, η αντιπολίτευση στο καθεστώς των Ασάντ δεν κατάφερε να παρουσιάσει μια βιώσιμη πολιτική εναλλακτική που να μπορέσει να εμπνεύσει τις λαϊκές τάξεις και τις καταπιεσμένες ομάδες.
Η απουσία απάντησης σε ορισμένα ερωτήματα εκδηλώθηκε ιδιαίτερα σε δύο κύρια σημεία: στις γυναίκες και στους Κούρδους. Και στις δύο περιπτώσεις, πλατιά τμήματα της συριακής αντιπολίτευσης αναπαρήγαν πολιτικές διάκρισης σε βάρος αυτών των δύο τμημάτων, αποξενωνόμενα έτσι δυνάμεις-κλειδιά που θα ήταν κρίσιμες για την ενότητα ενάντια στο καθεστώς.
Για να μπορούσε να επικρατήσει του καθεστώτος των Ασάντ, η αντιπολίτευση θα έπρεπε να είχε συνδυάσει την πάλη τόσο κατά του αυταρχισμού, όσο και κατά της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Εάν είχε αναπτύξει δημοκρατικές διεκδικήσεις μαζί με διεκδικήσεις για όλες και όλους τους(τις) εργαζόμενους(-ες) και για την αυτοδιάθεση των Κούρδων και για τη χειραφέτηση των γυναικών, τότε η αντιπολίτευση θα μπορούσε να είχε κατακτήσει πολύ πιο γερές θέσεις, για να οικοδομήσει πιο βαθιά και πιο πλατιά αλληλεγγύη ανάμεσα στις διάφορες κοινωνικές δυνάμεις στο εσωτερικό της συριακής επανάστασης.
Μια άλλη αδυναμία της αντιπολίτευσης ήταν η αδύναμη ανάπτυξη της ταξικής οργάνωσης και της μαζικής προοδευτικής πολιτικής οργάνωσης. Οι λαϊκές εξεγέρσεις στην Τυνησία και στο Σουδάν απέδειξαν τη σημασία που έχουν είτε μια μαζική συνδικαλιστική οργάνωση, όπως η τυνήσια UGTT, είτε οι σουδανέζικοι επαγγελματικοί σύνδεσμοι στο να επιτρέψουν την επιτυχία συντονισμένων μαζικών αγώνων.
Επίσης, και οι μαζικές φεμινιστικές οργανώσεις έπαιξαν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην Τυνησία και στο Σουδάν, προωθώντας τα δικαιώματα των γυναικών και κατακτώντας δημοκρατικά και κοινωνικο-οικονομικά δικαιώματα, έστω και αν αυτά παραμένουν εύθραυστα και δεν έχουν ακόμα πλήρως σταθεροποιηθεί. Οι σύριοι επαναστάτες δεν διέθεταν τέτοιες μαζικές οργανωμένες δυνάμεις επί τόπου, ούτε και μέσα σε μαζικές οργανώσεις, πράγμα που εξασθένιζε το κίνημα, ενώ θα είναι σημαντικά στοιχεία για την οικοδόμηση των μελλοντικών αγώνων.
Ποιές προοπτικές για τη Συρία;
Η λαϊκή εξέγερση που ξεκίνησε στη Συρία το 2011, όπως και σε όλη την περιοχή της Μέσης Ανατολής και της Βορείου Αφρική, είναι μια παρατεταμένη, μακρόχρονη, επαναστατική διαδικασία. Μπορεί να περάσει από φάσεις έντονων λαϊκών κινητοποιήσεων και ηττών, που να ακολουθούνται από νέες επαναστατικές εξεγέρσεις. Στη Συρία, οι συνθήκες που οδήγησαν στη λαϊκή εξέγερση εξακολουθούν να είναι παρούσες και το καθεστώς όχι μόνο δεν μπόρεσε να τις λύσει αλλά και τις έχει οξύνει περισσότερο.
Η Δαμασκός και οι άλλες πρωτεύουσες στην περιοχή εκτιμούν ότι μπορούν να κρατήσουν τις δεσποτικές τους κυριαρχίες με μια συνεχή μαζική βία κατά των πληθυσμών τους. Αυτό είναι καταδικασμένο σε αποτυχία και μπορούμε να αναμένουμε και νέες εκρήξεις λαϊκών διαμαρτυριών.
Παρά την υποστήριξη των ξένων του συμμάχων και παρά τα πλοκάμια της αντοχής του, το καθεστώς Ασάντ αντιμετωπίζει άλυτα προβλήματα. Η ανικανότητά του να επιλύσει τα σοβαρά κοινωνικο-οικονομικά προβλήματα της χώρας, σε συνδυασμό με την ατελείωτη καταστολή του, έχει προκαλέσει κριτικές και νέες διαμαρτυρίες.
Κατά το 2020 και στις αρχές του 2021, έγιναν πολλές διαδηλώσεις για να καταγγελθούν τα οικονομικά προβλήματα και η ακρίβεια της ζωής. Ωστόσο, οι συνθήκες αυτές δεν μεταφράζονται αυτόματα σε πολιτικές ευκαιρίες, ιδιαίτερα μετά από εννιά χρόνια ενός καταστροφικού και δολοφονικού πολέμου. Η απουσία δομημένης συριακής πολιτικής αντιπολίτευσης, ανεξάρτητης, δημοκρατικής, προοδευτικής και περιεκτικής, που να μπορεί να εντάσσει και να προσελκύει τις πιο φτωχές τάξεις, δυσκολεύει τους διάφορους τομείς του πληθυσμού να ενωθούν και να προκαλέσουν το καθεστώς πάλι σε εθνικό επίπεδο.
Όμως αυτή είναι η κύρια πρόκληση. Σε δύσκολες συνθήκες καταστολής, έντονης εξαθλίωσης και κοινωνικής αποδιάρθρωσης, μια προοδευτική πολιτική εναλλακτική πρέπει, ωστόσο, να είναι σε θέση να εκφράσει και τις τοπικές αντιστάσεις.
Joseph Daher
Μετάφραση: ΤΠΤ-4
από το: “Syrie : 10 ans après le soulèvement populaire”, Revue L’Anticapitaliste n°124 (mars 2020)
https://lanticapitaliste.org/actualite/international/syrie-10-ans-apres-le-soulevement-populaire
[και μετάφραση στα αγγλικά από το International Viewpoint εδώ]