Συνεργατική φορολογική εναρμόνιση και καταγγελία του χρέους
Για μια νέα αλληλεγγύη σε μια νέα Ευρώπη
των Daniel Albarracín, Alex Merlo και Mats Lucia Bayer (*)
5/6/2020 [Viento Sur]
Οι αντιφάσεις των νομιμοποιητικών προφάσεων του κεφαλαίου
Οι άρχουσες τάξεις έχουν ξεκινήσει μια επίθεση για να ενισχύσουν την αυτο-νομιμοποίησή τους, τροποποιώντας την κατανόηση και την εφαρμογή όλων των εργαλείων δημόσιας και κοινωνικής πολιτικής, για μια ακόμα φορά προς όφελός τους. Ξαναπιάνοντας την παλιά ρητορική που λέει ότι είναι οι επιχειρήσεις αυτές που δημιουργούν τον πλούτο και ότι, χωρίς αυτές, η εργασία δεν μπορεί να αξίζει από μόνη της τίποτα, διατείνονται επιπλέον ότι έχουν και έναν πρόσθετο ευεργετικό ρόλο, καθώς θα είχαν μια πρόσθετη αξία από την ίδια τη δημιουργία θέσεων εργασίας μέσω αναδιανομής, στην οποία θα μπορούσε να προσβλέπει κανείς ανάλογα με την παραγωγικότητα και την αξία του. Έτσι, οι φόροι θεωρούνται ως πληγή για τις επενδύσεις και απαιτείται η μείωση ή η αναστολή τους.
Το παράδοξο βρίσκεται στην ίδια την αυτο-περιγραφή, στην αντίφαση και στην επίλυσή της. Από τη μια μεριά, θα πουν ότι οι επιχειρηματίες ρισκάρουν τις αποταμιεύσεις τους, προωθούν ανακαινιστικές πρωτοβουλίες (Schumpeter, J.A., 1983)1, που δημιουργούν από μόνες τους αξία, οργανώνοντας την παραγωγή με ορθολογικό τρόπο. Βέβαια, η αποταμίευση πηγάζει κυρίως από κληρονομιές, από κέρδη που έχουν εξαχθεί από την εκμετάλλευση της εργασίας, από ολιγοπωλιακή ιδιοποίηση ή και από χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία, ενώ το μεγαλύτερο τμήμα των ανακαινίσεων χρηματοδοτείται από δημόσιες επενδύσεις (Mazzucato, M, 2014)2 στο χώρο της θεμελιακής έρευνας και το 80% των ανακαινίσεων προέρχεται από τη δημιουργικότητα των εργαζομένων (Nieto, M., 2018)3 και, τέλος, αυτοί που οργανώνουν ορθολογικά την παραγωγοί είναι οι διευθύνοντές της. Οι καπιταλιστές, ως το στρώμα αυτό που ζει από τα μερίσματα των μετοχών των μεγάλων επιχειρήσεων, ως πιστωτές ομολογιούχοι ή ιδιοκτήτες βασικών μέσων παραγωγής, είναι μια επιφανής παρασιτική μειονότητα.
Ωστόσο, αυτό δεν είναι το πιο εντυπωσιακό παράδοξο, καθώς σήμερα εγγράφεται και σε μια έκκληση προς το κράτος για στήριξη, με την απαίτηση να αναλάβει ο δημόσιος τομέας ένα τμήμα του εργασιακού κόστους του κεφαλαίου, να εγγυηθεί τη δανειοδότησή του, για να ξεπεραστούν τα προβλήματα ρευστότητας και φερεγγυότητας απέναντι στην κρίση, ενώ ταυτόχρονα αποποιείται τη δική του ευθύνη για το δανεισμό του και ζητάει και μειώσεις και αναστολές φόρων. Έτσι, οι καπιταλιστές δεν εκπληρώνουν κανέναν από τους όρους της αυτο-νομιμοποίησής τους, πέρα από το γεγονός ότι, για εμάς, ακόμα και αν τα εκπλήρωναν αυτά, η ίδια η λογική του κέρδους, του ανταγωνισμού και της συσσώρευσης θα καθιστούσαν ούτως ή άλλως το οικονομικό σύστημα άδικο, αστήριχτο και αναποτελεσματικό, καθώς θα στηριζόταν στην εκμετάλλευση της εργασίας στις διάφορες μορφές της (διαχείριση, γνώση, παραγωγή), αλλά και στην εκμετάλλευση της φύσης. Εδώ έχουμε έναν κρατικό νεοφιλελευθερισμό, κατά τον οποίο “για να μπορέσει να λειτουργήσει η αγορά”, πρέπει ο δημόσιος τομέας να αναλάβει το ρόλο ενός “μεγάλου αδελφού” και να στηρίζει, έτσι, τις μεγάλες επιχειρήσεις που λειτουργούν στην καπιταλιστική αλυσίδα αξίας.
Αντιστρόφως αναλογική φορολόγηση, χρέωση και θεσμικοί μηχανισμοί εκμετάλλευσης
Ο κρατικός νεοφιλελευθερισμός, ιδιαίτερα, χρησιμοποιεί ένα τριπλό πρότυπο να εξάγει αξία από την εργασία:
- εντατικοποίηση της εργασίας και επισφαλοποίηση της απασχόλησης
- ένα φορολογικό πρότυπο αντίστροφης αναλογικότητας και απο-φορολόγησης
- ένα χρηματοπιστωτικό πρότυπο με το οποίο ο μηχανισμός της χρέωσης πιέζει τους δανειζόμενους σε όλη την κλίμακα, ατομικά και συλλογικά.
Ας αρχίσουμε από το φορολογικό πρότυπο. Αυτό μοιάζει κάπως με έναν Ρομπέν των Δασών από την ανάποδη, καθώς πρόκειται για μια επιπλέον ιδιοποίηση εργατικών εισοδημάτων από το κεφάλαιο, που προστίθεται στην παραδοσιακή εκμετάλλευση της εργασίας μέσα από τη μισθωτή σχέση (για την οποία έχουμε γράψει σε άλλα κείμενα, βλ. Albarracín, D., 20024). Με αυτό το στόχο έχουν στηθεί τα φορολογικά καθεστώτα: αυτά, σε τελευταία ανάλυση, αυτό που κάνουν είναι να αφαιρούν αξία από την εργασία, αντισταθμίζοντας, από την πλευρά των δαπανών, την εμπορευματική εξωτερίκευση των υπηρεσιών, τις υπεργολαβίες από το δημόσιο, με τη λογική των συμπράξεων δημόσιου – ιδιωτικού (υπολογίζεται ότι ο οικονομικός όγκος αυτής της πλασματικής αγοράς που έχει δημιουργήσει ο δημόσιος τομέας για τις ιδιωτικές επιχειρήσεις μπορεί να ανέρχεται έως και στο 20% του ετήσιου ΑΕΠ, αλλά και με πρόσθετο κόστος κατά 25% -σε σχέση με μια απλή ιδιωτική παραγωγή- που τροφοδοτεί τα επιχειρηματικά κέρδη). Σε αυτά προστίθενται, βέβαια, και όλα τα μέτρα απευθείας επιδότησης ή σωτηρίας του κεφαλαίου. Εάν παραμένουν ορισμένα δημόσια αγαθά και λειτουργικές παροχές εκτός αγοράς, αυτά αμφισβητούνται μαζί με όλα τα μέτρα κοινωνικής ειρήνης (συντάξεις, επιδόματα ανεργίας και άλλα μέτρα κοινωνικής προστασίας)5. Το στάδιο του κρατικού χρηματιστηριοποιημένου νεοφιλελευθερισμού, ακόμα, εφαρμόζει φορολογικές πολιτικές με τις οποίες μειώνεται το βάρος των προοδευτικών άμεσων φόρων και αυξάνεται το βάρος των έμμεσων και αντίστροφα αναλογικών φόρων, όπως ο ΦΠΑ μεταξύ άλλων.
Από τη δεκαετία του 1990 τουλάχιστον, προστίθεται και μια τρίτη διευθέτηση για την εξαγωγή αξίας της εργασίας από το κεφάλαιο: είναι οι χρηματοπιστωτικές πολιτικές. Από τη μια, είναι οι μηχανισμοί δανειοδότησης σε ατομική κλίμακα. Αλλά και σε δημόσια κλίμακα, μέσα από:
- την πολιτική που προωθεί τις ιδιωτικές τράπεζες, οι οποίες πλέον μπορούν να λειτουργούν με ελάχιστες ρυθμίσεις,
- μια νομισματική πολιτική που προωθεί τη μαζική εξαγορά, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ομολόγων των ιδιωτικών επιχειρήσεων -που έτσι καλύπτουν τη φερεγγυότητά τους-,
- το προνόμιο των τραπεζών να μεσολαβούν στη χρηματοδότηση του δημόσιου τομέα από την ΕΚΤ, και
- με δεδομένη την οικονομική πολιτική δημοσίων ελλειμμάτων που δημιουργεί το ιδιωτικό κεφάλαιο, προσφέροντας από το κράτος τεράστιες ποσότητες δημοσίου χρέους, που προστίθενται στους μηχανισμούς εξαγωγής αξίας της εργασίας από το κεφάλαιο μέσα από τον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Πρόκειται επίσης για ένα στάδιο κατά το οποίο το κράτος χρησιμοποιεί το μηχανισμό του χρέους με διπλό στόχο: έναν υλικό στόχο και έναν ηθικό.
- Ο υλικός στόχος είναι να καλυφθούν από τους φόρους οι ανάγκες του κεφαλαίου (υποδομές, επιδοτήσεις, χρηματοπιστωτικές διασώσεις, κοινωνικοποίηση ζημιών, κλπ.), φόρους που, βέβαια, κατά 80%, προέρχονται από την εργασία είτε άμεσα (φόρος εισοδήματος) είτε έμμεσα (όπως οι διάφοροι φόροι κατανάλωσης).
- Ο ηθικός στόχος υιοθετεί διεστραμμένες μορφές, ωραιοποιημένες από έναν νεοφιλελεύθερο λόγο που ενοχοποιεί όλο τον πληθυσμό για το βάρος του χρέους, απαιτώντας να σταματήσουν οι αναδιανεμητικές λειτουργίες και οι μη εμπορευματικές υπηρεσίες του δημόσιου τομέα, για να υπάρξει κοινωνική λιτότητα και τμηματικές ιδιωτικοποιήσεις (που μπορούν να γίνουν με την εγγύηση της δημόσιας χρηματοδότησης μέσα από ιδιωτικές παροχές).
Η κοινωνική αυτή λιτότητα είναι ακριβώς το αντίστροφο της τρομακτικής γενναιοδωρίας με την οποία αντιμετωπίζονται οι μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις. Για να ολοκληρώσουν και να κλείσουν τον κύκλο, παγιώνονται οι νομοθεσίες που προβλέπουν να προέχει η αποπληρωμή του δημοσίου χρέους επί της κάλυψης οποιουδήποτε δημοσιονομικού στόχου, όπως συμβαίνει με το άρθρο 135 του ισπανικού Συντάγματος ή μέσα από τις ευρωπαϊκές πολιτικές δημοσιονομικής σταθερότητας.
ΕΈ: Ένας υπερεθνικός οργανισμός μετατροπής των ιδιωτικών χρεών σε δημόσιο χρέος, σε ευρωπαϊκή κλίμακα
Η πολιτική του χρηματιστηριοποιημένου κρατικού νεοφιλελευθερισμού κράτησε αρκετό διάστημα, αλλά προσέκρουσε στη στενότητα του έθνους-κράτους. Έτσι ώστε οι βορειο-ευρωπαϊκές ελίτ είδαν μια ευκαιρία ποιοτικού άλματος αυτών των πολιτικών στην ευρωπαϊκή κλίμακα. Η ΕΚΤ αγοράζει μαζικά ιδιωτικό χρέος, με βάση τις πολιτικές εξαγοράς ομολόγων, στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, έστω και με τον οικονομικό κίνδυνο της υποτίμησής τους. Το στοιχείο αυτό έπαιξε επίσης κρίσιμο ρόλο στην ελληνική κρίση, κατά την οποία η ΕΚΤ εγγυήθηκε όλα τα ελληνικά ομόλογα που βρίσκονταν στην κατοχή των γαλλικών και γερμανικών τραπεζών (Toussaint, E., 20206). Η εγγύηση που μπορεί να προσφέρει η ΕΚΤ, απορροφώντας υποτιμημένα στοιχεία ενεργητικού του ιδιωτικού κεφαλαίου, συνίσταται στη στήριξη μιας πολιτικής μόνιμης διαρθρωτικής προσαρμογής και προτεραιοποίησης της αποπληρωμής των χρεών από τα κράτη μέλη.
Το αποτέλεσμα είναι ότι, μέσα από τους μηχανισμούς του νομίσματος και του χρέους, στήνεται ένας μηχανισμός εκμετάλλευσης των πληθυσμών που μετατρέπεται ταυτόχρονα σε συνεχή επιδείνωση της ποιότητας και της έκτασης των δημοσίων υπηρεσιών και των κοινωνικών δικαιωμάτων. Με λίγα λόγια, η παγιοποίηση ενός κράτους που εγκαταλείπει τη λειτουργία του της κοινωνικής συνοχής, για να δώσει προτεραιότητα στη λειτουργία του της πειθάρχησης και της εξαγωγής αξίας από την εργασία, σε συνδυασμό με την εξασθένιση των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Η ΕΕ, έτσι, ενισχύει το ρόλο αυτόν, πολύ πέρα από την ύπαρξη μιας ζώνης ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων και εμπορευμάτων, με τις λειτουργίες της χρηματιστηριοποίησης, με τις οποίες ο συνεργατικός ρόλος των κρατών εγγράφεται στην κινητοποίηση της χρηματιστηριοποίησης υπέρ των μεγάλων πολυεθνικών επιχειρήσεων, μετατρέποντας την αναδιανεμητική λειτουργία σε εξορθολογισμό πόρων. Έτσι, η ΕΕ δεν παίζει μόνο ένα ρόλο συνεργασίας μεταξύ των ευρωπαϊκών αρχουσών τάξεων, αλλά και παγιώνει ταυτόχρονα ένα νεοφιλελεύθερο τύπο κράτους, που συντονίζεται πλέον σε υπερεθνική κλίμακα, τουλάχιστον από αυτές τις πλευρές.
Ένας “φόρος covid” εμβληματική πρόταση κατά της σημερινής επίθεσης;
Χωρίς να τίθεται σε αμφισβήτηση αυτή η δομή, εμφανίζεται ωστόσο τώρα μια στροφή προς την εφαρμογή μιας σειράς από πολιτικές που παραπέμπουν στην ικανότητα δανεισμού των κρατών, για να αντιμετωπιστεί η μεγάλη ύφεση που πυροδότησε η πανδημία και που αποδείχτηκε ήδη πολύ καταστροφική, ιδιαίτερα με δεδομένη την ήδη αδύναμη καπιταλιστική δυναμική. Έτσι, σταμάτησε ξαφνικά η εμμονή του ελέγχου των δημοσίων δαπανών, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά την κάλυψη των αναγκών του κεφαλαίου (εγγυήσεις δανείων και κάλυψη εργατικού κόστους σε μεγάλη κλίμακα, σε ένα πλαίσιο μειωμένων εισοδημάτων). Προσωρινά σταματάει και το Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης, το οποίο ενισχύεται και από μια νομισματική και χρηματοδοτική πολιτική της ΕΕ με βάση την ποσοτική χαλάρωση.
Δεν χρειάζεται να επισημάνουμε ότι όλα αυτά τα μέτρα είναι αντι-παραγωγικά για τις λαϊκές τάξεις. Όμως, επίσης αντιλαϊκή είναι και η απουσία δίκαιου φορολογικού συστήματος που να είναι σε θέση να χρηματοδοτήσει πρωτοβουλίες χρηματοδότησης, επένδυσης, μεταβιβάσεων ή ενισχύσεων που να εντάσσονται σε μια πολιτική οικονομικής, αναδιανεμητικής ανοικοδόμησης με κοινωνική προστασία.
Πολύ γρήγορα, διάφορες αντιπολιτευόμενες δυνάμεις έθεσαν το ζήτημα μιας τέτοιας ατζέντας. Όλες οι λεγόμενες προοδευτικές δυνάμεις προτείνουν κάποιου είδους “φόρο covid”, είτε σε εθνικό επίπεδο είτε σε επίπεδο ΕΕ. Οι προτάσεις αυτές μοιάζουν θετικές, αλλά στην πλειονότητά τους, όταν φτάνουν να μιλήσουν για το ευρωπαϊκό επίπεδο, προσκρούουν στην αφέλεια με την οποία θεωρείται πως θα μπορούσε να εφαρμοστεί από τους θεσμούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης μια αναδιανεμητική, προοδευτική φορολόγηση επί του κεφαλαίου ή της περιουσίας, και με εμβέλεια κατά της φοροαποφυγής.
Όμως, οι Συνθήκες με τις οποίες λειτουργεί η Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν στήσει μια οικονομική αρχιτεκτονική και ένα θεσμικό πλαίσιο λήψης αποφάσεων που καθιστούν απολύτως αδύνατη μια τέτοια εφαρμογή, εκτός από επικοινωνιακά επεισόδια κατά τα οποία η Κομισιόν, ή και κάποιο άλλο όργανο, υποβάλλει μεγαλοπρεπή μέτρα, για να νομιμοποιήσει τα ίδια τα όργανα. Αλλά, αμέσως μετά, όλα αυτά απορρίπτονται, είτε από το Συμβούλιο (μέσω κάποιου συνασπισμού από την κεντρική, τη βόρειο ή την ανατολική Ευρώπη, ή και από μία μόνο χώρα, καθώς ισχύει η ομοφωνία σε σημαντικά ζητήματα), είτε από τις μεγάλες χώρες του eurogroup, είτε από τα γερμανικά δικαστήρια.
Το ίδιο γίνεται και με τα διάφορα ταμεία ανοικοδόμησης ή ανάκαμψης. Κάθε ενδεχόμενος μηχανισμός αλληλεγγύης προσκρούει στο εμπόδιο κάποιου συνασπισμού, έστω και ελάχιστου, που αναλαμβάνει να εμποδίσει την όποια αλλαγή, δεδομένου του τρόπου υιοθέτησης των αποφάσεων στην ΕΕ, που απαιτεί είτε ποιοτική πλειοψηφία είτε ομοφωνία στις βασικές αποφάσεις, θωρακίζοντας έτσι το γεγονός ότι η ΕΕ θα συνεχίσει να λειτουργεί με βάση τον αυτόματο πιλότο που διαθέτει: δηλαδή με το να είναι μια αγορά χωρίς μηχανισμό πραγματικής σύγκλισης, με ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων και των εμπορευμάτων, υποστηριζόμενα από πολιτικές διαρκούς διαρθρωτικής προσαρμογής και τη συνοδεία της αντίστοιχης χρηματοπιστωτικής πολιτικής.
Με άλλα λόγια, παρά τα θετικά σημάδια που θέλουν να επιδείξουν οι δυνάμεις της αλλαγής στα σημερινά δημοσιονομικά ζητήματα, παραμένει ωστόσο κρίσιμο το να ωριμάσουν οι σχετικές συζητήσεις για τον τύπο της ενδεχόμενης μεταρρύθμισης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αν θέλει κανείς να ξεφύγει από τις λογικές της επαιτείας.
Αντιπρόταση: Ένα σχέδιο εναρμονισμένης φορολογικής συνεργασίας και ευρωπαϊκού ταμείου έξω από τον κορσέ των Συνθηκών της ΕΕ
Η Ευρωπαϊκή Ένωση διαθέτει μια θεσμική οικονομική αρχιτεκτονική που είναι πολύ ανακαινιστική και σε συνεχή αλλαγή, όσο οι μεταρρυθμίσεις που προτείνονται δεν αντιβαίνουν τις θεμελιώδεις της αρχές, που έχουν θωρακιστεί με τις Συνθήκες. Όπως το είπαμε, καμία αλλαγή δεν μπορεί κανείς να περιμένει από την οικονομική της αρχιτεκτονική, και όχι μόνο εξαιτίας του συσχετισμού δυνάμεων με αρκετές χώρες, αλλά και εξαιτίας του θεσμικού μηχανισμού λήψης των αποφάσεων.
Στην πράξη, η έκταση και το βάθος της σημερινής οικονομικής κρίσης θέτει την ΕΕ απέναντι στα δικά της ιστορικά όρια στο εσωτερικό του καπιταλισμού. Οι κυρίαρχες δυνάμεις αντιμετωπίζουν ένα δίλημμα που διαφαίνεται και σε όλες τις διαπραγματεύσεις που βλέπουμε τους τελευταίους δύο μήνες. Από τη μια μεριά, είναι η υποστήριξη των συμφερόντων των κυρίαρχων κεφαλαίων της ηπείρου με την υποτίμηση ή σε βάρος των περιφερειακών και ημιπεριφερειακών οικονομιών και, από την άλλη, είναι ο κίνδυνος ρήξεων μέσα στην ΕΕ που θα μπορούσε να επιφέρει. Ακόμα και μια τόσο ανώδυνη πρόταση όπως αυτήν που υπέδειξαν οι Μέρκελ και Μακρόν για ένα Ταμείο Ανοικοδόμησης με βάση μεταβιβάσεις, ή και η πρόταση της Κομισιόν, που προτείνει κάτι ενδιάμεσο μεταξύ επιδοτήσεων και δανείων, μπορεί να παραλύσουν ή να αντιστραφούν από μια μειοψηφική συμμαχία μπλοκαρίσματος.
Οι πολιτικές ομάδες της αριστεράς υιοθέτησαν πολύ διαφορετικές θέσεις μεταξύ τους. Το μεγαλύτερο τμήμα, όπως η Die Linke και ο Σύριζα, πρότειναν ένα ομοσπονδιακό σύστημα φορολόγησης που να περιλαμβάνει νέους άμεσους φόρους στο επίπεδο της ΕΕ, ζητώντας μια αναγκαία, αυξανόμενη και προοδευτική, φορολογική εναρμόνιση, το οποίο έχει επανειλημμένως προσκρούσει στις ορντο-φιλελεύθερες και νεο-φιλελεύθερες συνταγές, καθώς και, ανάλογα με την περίπτωση, και στη δομή της λήψης αποφάσεων που έχει επικυρωθεί από τις Συνθήκες της ΕΕ. Άλλοι υιοθέτησαν προσεγγίσεις εθνικού καταφυγίου, όπως, εν μέρει, το Πορτογαλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, και, κυρίως, το ΚΚΕ, αλλά με αδιαφορία για το διεθνές πλαίσιο και μάλλον σε άσκηση αυτο-προβολής.
Υπήρξαν επίσης και άλλες προτάσεις υπέρ μιας φορολογικής ενοποίησης, με βάση μια φορολογική εναρμόνιση, εκ μέρους ομάδων που συνδέονται με το ακραίο κέντρο (παραδοσιακά τέτοιες προτάσεις συνδέονται με φιλελεύθερες ομάδες, διάφορων προσανατολισμών -π.χ. νεοφιλελεύθερες, σοσιαλφιλελεύθερες ή πρασινο-φιλελεύθερες-, ή και με την ίδια την Κομισιόν -πιο τεχνοκρατικής εμβέλειας-): οι προτάσεις αυτές είναι για την υιοθέτηση ευρωπαϊκών έμμεσων φόρων, για μια βαθμιαία μεταβίβαση φορολογικών αρμοδιοτήτων προς την ΕΕ, ενώ μερικές φορές οι προτάσεις αυτές συνδέονται και με ταυτόχρονη μείωση των φόρων σε εθνικό επίπεδο.
Οι ομάδες της δεξιάς, διακυβερνητικού προσανατολισμού και συνήθως ορντο-φιλελεύθερες, πρότειναν μηχανισμούς περικοπής ή συγκράτησης των ευρωπαϊκών προϋπολογισμών και μείωσης των εθνικών συνεισφορών, μέσα από πλαίσια απο-φορολόγησης σε ευρωπαϊκή κλίμακα, υιοθετώντας αποκλειστικά χρηματοπιστωτικά εργαλεία, για να προωθηθούν δάνεια με αιρεσιμότητες για την εφαρμογή πολιτικών κοινωνικής λιτότητας.
Ωστόσο, για όσους θα ήθελαν να υπερασπιστούν τη λαϊκή κυριαρχία και να είναι ταυτόχρονα και διεθνιστές και αλληλέγγυοι, δεν μπορούν πλέον να το κάνουν χρησιμοποιώντας την κλασική ομοσπονδιακή πρόταση που είχε a priori η αριστερά. Αυτή η εποχή έχει περάσει, όπως το αποδεικνύει και η μοίρα των φιλο-ΕΕ λύσεων όπως αυτές που πρότεινε η ελληνική κυβέρνηση το 2015.
Τί σημαίνει αυτό άραγε; Η ομοσπονδοποίηση είναι ένα σχήμα ενσωμάτωσης των αρμοδιοτήτων. Αλλά το κρίσιμο ερώτημα είναι πώς ενσωματώνονται και ποιόν εξυπηρετούν; Εάν κάτι τέτοιο γίνει μέσα στο πλαίσιο των θωρακισμένων Συνθηκών, που είναι προωθητικές της εμπορευματοποίησης και φιλικές προς το κεφάλαιο και που κατευθύνονται από μια οικονομική αρχιτεκτονική που ακολουθεί το δικό της αυτόματο πιλότο (ενιαίο νόμισμα, σύμφωνο σταθερότητας, μη αναδιανεμητικός και πολύ μικρός προϋπολογισμός, νομισματική πολιτική υπέρ του ιδιωτικού πιστωτικού συστήματος), τότε η ομοσπονδοποίηση των φόρων ισοδυναμεί με το να ανατεθεί στο λύκο να φυλάει τα πρόβατα.
Για μια ακόμα φορά, αιτήματα τέτοιου τύπου προς την ΕΕ, εμπεριέχουν και έναν πρόσθετο ειδικό κίνδυνο. Για πολύ καιρό, η ΕΕ είχε συγκροτηθεί ως χώρος υποσχέσεων, όπου ένας προοδευτισμός τροφοδοτούσε ιδέες για μεγαλύτερο προϋπολογισμό, για αναδιανομές, για ευρωπαϊκή κοινωνική πολιτική, κλπ., προτάσεις όμως που συνεχώς αναβάλλονταν από το βέτο των χωρών του Βορά, την ίδια ώρα που, αντίθετα, προχωρούσαν τα μέτρα της νεοφιλελεύθερης διακυβέρνησης. Τα προοδευτικά αιτήματα προς την ΕΕ, έτσι, χρησιμεύουν στο να αναπαράγονται αυτές οι φρούδες ελπίδες που, έγκλειστες μέσα στην πραγματική πολιτική που απρόσκοπτα εφαρμόζεται, απλώς περιμένουν, έτσι, τη Δευτέρα Παρουσία. Πρέπει να προχωρήσουμε στο δύσκολο έργο του να διατυπώσουμε αιτήματα διεθνούς και ευρωπαϊκής πολιτικής που να μην εξυπηρετούν απλώς, τελικά, τη νομιμοποίηση της υπαρκτής ευρωπαϊκής θεσμικότητας.
Είναι, λοιπόν, απαραίτητο να τεθεί ένα άλλο θεσμικό, οικονομικό, πολιτικό και νομικό πλαίσιο. Και τί κάνουμε στο μέτρο που κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ;
Αυτό που είναι δυνατόν είναι να προωθηθεί μια πολιτική έξω από τις Συνθήκες της ΕΕ, και σε ανυπακοή7 απέναντί τους, από διάφορες χώρες και περιοχές8. Αυτό που χρειάζεται είναι να προωθήσουμε ένα ευρωπαϊκό ταμείο που να διαθέτει ισχυρή πολιτική κοινωνικής, υγειονομικής και οικο-μεταβατικής επένδυσης, με διάσταση συνεργατική, αναδιανεμητική και προσανατολισμένη προς αυτές τις ανάγκες και που θα θελήσει να συνδυάσει μια προοδευτική φορολογική πολιτική, καταργώντας το φορολογικό ανταγωνισμό προς τα κάτω, με ίσως ως καλύτερη φόρμουλα την προώθηση και τη συμφωνία μιας πολιτικής εναρμονισμένης φορολογικής συνεργασίας ανάμεσα σε όλες τις χώρες και τις περιοχές που το συνυπογράφουν, χωρίς να εντάσσεται σε πλαίσιο που θα το καθιστούσε απαγορευτικό η ΕΕ.
Αυτό μπορεί να γίνει με φορολογικές μεταρρυθμίσεις όπου οι άμεσοι και προοδευτικοί φόροι μπορούν να βαραίνουν όλο και περισσότερο, μέσα από ένα σχήμα σύγκλισης προς τα πάνω, που να εξισώσει τη φορολογική πίεση στο κεφάλαιο, στην περιουσία, στην κληρονομιά και στα υψηλά εισοδήματα. Και μπορεί να γίνει με ένα από τα δύο: ή να καθοριστούν κρατικές συνεισφορές κάθε χώρας προς το ταμείο με βάση την κατά κεφαλήν οικονομική δυνατότητα της κάθε μίας ή, αλλιώς, να ομοσπονδοποιηθεί κάποιο τμήμα των κρατικών φόρων, εάν τα φορολογικά συστήματα εναρμονίσουν τα εθνικά τους καθεστώτα.
Μια συμμαχία χωρών έξω από τις ευρωπαϊκές συνθήκες είναι επίσης και η μόνη ρεαλιστική στρατηγική προοπτική, για να αντιμετωπιστεί και η υφαρπαγή που πραγματοποιείται μέσα από τους φορολογικούς παραδείσους, μέσα και έξω από την ΕΕ. Μόνο μια συντονισμένη δράση από κάθε φορά περισσότερες πληττόμενες χώρες μπορεί να εφαρμόσει κυρώσεις, εμπορικές ή άλλες -όπως προτείνει ο Gabriel Zucman. Η ΕΕ έχει αποδείξει την γενναιοδωρία της σε αυτούς τους φορολογικούς παραδείσους, μεταξύ άλλων, επειδή το αποτέλεσμα είναι πολύ λειτουργικό για αρκετά κεφάλαια και τράπεζες, ιδιαίτερα από την Κεντρική Ευρώπη. Όσο οι χώρες που λειτουργούν ως φορολογικοί παράδεισοι διαθέτουν έως και δικαίωμα βέτο στις αποφάσεις που παίρνονται συλλογικά από τις ευρωπαϊκές χώρες θα είναι αδύνατον να υπάρξει πολιτική που να τελειώνει με αυτή τη συνεχιζόμενη φορολογική ληστεία.
Μια τέτοιου είδους διευθέτηση θα μπορούσε να αποτελεί τον προάγγελο μιας αλληλέγγυας υπερεθνικής συγκρότησης που οι δυνάμεις της αλλαγής εδώ και πολύ καιρό ζητούνε. Η ίδια η ιστορία πολλών εθνών-κρατών προέρχεται από έναν τέτοιο αγώνα για κυρίαρχο φορολογικό καθεστώς (βλ. π.χ. την ανάδυση των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής μέσα από την πάλη τους ενάντια στο βρετανικό φόρο στο τσάι). Η προσπάθεια θα είναι να εκτοπιστούν οι παλιές Ευρωπαϊκές Συνθήκες για να υπάρξει μεγαλύτερος χώρος για νέες συμφωνίες που, χωρίς αμφισβητήσεις, θα μπορούν να εμπλουτιστούν με άλλες αρχές και μέτρα.
Άλλα αναγκαία σημεία θα ήταν η μη αναγνώριση των συμφώνων δημοσιονομικής σταθερότητας, οι δανειστικές συμβάσεις για πολιτικές που έπληξαν τους πληθυσμούς ώστε να ευνοηθεί το κεφάλαιο, ή και η συμπερίληψη μιας πολιτικής πραγματικής σύγκλισης, ή και ο έλεγχος των κινήσεων κεφαλαίων και το κυνήγι των φορολογικών παραδείσων.
Συνοπτικά, η πρόταση συνίσταται στα εξής στοιχεία:
- Μια υπερεθνική συμφωνία εναρμονισμένης φορολογικής συνεργασίας, μέσα από μια πανοπλία άμεσης και προοδευτικής φορολόγησης, που να ορίζει τις ελάχιστες φορολογικές βάσεις και τύπους, περιορίζοντας στο μέγιστο τις μειώσεις και εκπτώσεις. Θα άρχιζε από τη φορολόγηση των κερδών και των περιουσιών.
- Τη δημιουργία ενός υπερεθνικού κυρίαρχου ταμείου επενδύσεων, για την ανοικοδόμηση της δημόσιας υγείας και τη χρηματοδότηση της αλλαγής του παραγωγικού μοντέλου, μέσα από μεταβιβάσεις όπου αυτό θεωρηθεί αναγκαίο και δικαιολογημένο.
- Μια εθνική συνεισφορά ανάλογη της κατά κεφαλήν οικονομικής δυνατότητας της κάθε χώρας ή περιοχής ή, από τη στιγμή που επιτυγχάνεται η πλήρης φορολογική εναρμόνιση των χωρών σε ορισμένους φόρους, και, για να αποφευχθεί ένας φορολογικός ανταγωνισμός προς τα κάτω, η ομοσπονδοποίηση ενός τμήματος των φόρων αυτών.
- Μια συμφωνία για λογιστικό έλεγχο των κρατικών χρεών και των χρεών των διάφορων οργάνων της ΕΕ, για να καθοριστεί το τμήμα τους που είναι επονείδιστο και θα πρέπει να διαγραφεί ή να αναδιαρθρωθεί.
Η πρόταση αυτή μπορεί να παρουσιαστεί και να απαιτηθεί απευθείας προς τις κυβερνήσεις των διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών, χωρίς να μπορεί να χρησιμοποιηθεί η έλλειψη συμφωνίας σε ευρωπαϊκό επίπεδο ως πρόφαση για να μην εφαρμοστεί. Η δημιουργία φορολογήσεων τέτοιου τύπου και μόνο σε μία χώρα θα ήταν προχώρημα, ενώ η αμοιβαιοποίηση μέσα από ένα κοινό ταμείο που θα λειτουργούσε με βάση τις ανάγκες, θα μπορούσε να χαράξει το δρόμο προς ένα νέο πλαίσιο ευρωπαϊκής συνεργασίας με βάση την αλληλεγγύη και όχι την αγορά.
Daniel Albarracín, Alex Merlo και Mats Lucia Bayer(*)
5/6/2020
(*) Οι συγγραφείς είναι και οι τρεις μέλη της ισπανικής οργάνωσης Anticapitalistas (που είναι το ισπανικό τμήμα της 4ης Διεθνούς)
Μετάφραση: Περιοδικό “4”, από το ισπανικό πρωτότυπο:
Σημειώσεις:
1Schumpeter, J.A. (1983) “Capitalismo, Socialismo y Democracia”. Oikos-Tau Ediciones.
2Mazzucato, M. (2014) “El estado emprendedor. Mitos del sector público frente al privado”. RBA libros
3Σύμφωνα με την έκθεση της PriceWater (2015), αναφέρεται από τον Nieto, M.; 2018:323, στο: Guerrero, D. y Nieto, M. (Eds) (2018) “Qué enseña la economía marxista”, El Viejo Topo.
4Daniel Albarracín “¿Cuál es el vínculo social central?: Relación Salarial y Sociedad Contemporánea” (2009, v.o. 2002)
5“Las prestaciones no contributivas, el IMV y la respuesta a la emergencia social”, Gloria Marín.
6Toussaint, E. (2020) “Capitulación entre adultos. Grecia 2015: una alternativa era posible”. El Viejo Topo. Το ίδιο και στα ελληνικά: Ερίκ Τουσέν “Συνθηκολόγηση Ενηλίκων”, εκδόσεις Red Marks, 2020.
7Daniel Albarracín “La Unión Europea contra Europa. Desobedecer y Caminar”, 7/2/2017.
8Ας θυμίσουμε ότι συμφωνίες ενισχυμένης συνεργασίας μπορούν να πάνε πολύ πιο πέρα από τις Συνθήκες της ΕΕ. Ωστόσο, οι τελευταίες απαιτούν να είναι συμβατές με τις Συνθήκες της Ένωσης. Έτσι ώστε αυτό δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο εν μέρει.
[…] D., Merlo, A. y Lucia M. (2020) “Συνεργατική φορολογική εναρμόνιση και καταγγελία του …”, από το πρωτότυπο: “Cooperación fiscal armonizada y auditorías de la deuda, un […]