Η διαρκής κυνική αγνόηση του διεθνισμού

του Γιάννη Φελέκη

Εκατόν πενήντα χρόνια μετά την υιοθέτηση του Κομμουνιστικού Μανιφέστου και του “Προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε”, οι προλετάριοι όλου του κόσμου εξακολουθούν να σέρνονται πίσω από την άρχουσα τάξη της χώρας τους. Και αλληλοσφάζονται για τα συμφέροντα των αφεντικών τους με πρόσχημα εθνοτικές, θρησκευτικές, γλωσσικές διαφορές ή εδαφικές διεκδικήσεις.

Η εθνική ενσωμάτωση του ιστορικού ρεφορμισμού

Οι ρεφορμιστικές ηγεσίες τόσο της 2ης όσο και της 3ης Διεθνούς στην πλειοψηφία τους με διάφορα προσχήματα συμπαρατάχθηκαν με την άρχουσα τάξη των χωρών τους. Συνέβαλλαν έτσι στην αλληλοσφαγή των προλεταρίων στις περιφερειακές και παγκόσμιες ιμπεριαλιστικές πολεμικές συγκρούσεις, όπως και ενάντια στον αγώνα των αποικιών γα την απελευθέρωσή τους. Μοναδική εξαίρεση το “pourquoi?” (γιατί;) του Γαλλικού ΚΚ κατά την επίθεση του Χίτλερ καθότι το σύμφωνο Χίτλερ – Στάλιν (το ονομαζόμενο Σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότωφ από τα ονόματα των αντίστοιχων υπουργών εξωτερικού που το υπέγραψαν) ήταν ακόμα σε ισχύ μιας και ο Χίτλερ δεν είχε ακόμα εισβάλλει στην Σοβιετική Ένωση.

Σε όλη τη διάρκεια της σταλινοποιημένης 3ης Διεθνούς, τα ΚΚ σε όλο τον πλανήτη εξαντλούσαν τον “διεθνισμό” τους υπηρετώντας δουλικά την εξωτερική πολιτική του Στάλιν. Ακολούθησαν τις κολοτούμπες του τη μία με τους Αγγλο-γάλλους “δημοκρατικούς” ιμπεριαλιστές και την άλλη με τους Ναζί αντι-ιμπεριαλιστές. Σε όλες τις περιπτώσεις, κατά κανόνα, ενάντια στα συμφέροντα και του κινήματος του προλεταριάτου των χωρών τους. Μέχρι που ο Στάλιν, πριν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου διέλυσε την 3η Διεθνή για να διευκολύνει τη συμμετοχή του στη μεταπολεμική μοιρασιά του πλανήτη με τους ιμπεριαλιστές συμμάχους του. Παρά την διάλυση της 3ης Διεθνούς, οι ηγεσίες των ΚΚ συνέχισαν δουλικά να υπηρετούν την εξωτερική πολιτική του Στάλιν και των διαδόχων του.

Με την μεταπολεμική ανάπτυξη του καπιταλισμού στην Ευρώπη και στο “δυτικό κόσμο” συνολικά, είχαμε τη σχετική νομιμότητα και τη μαζικοποίηση των ΚΚ, της εργατικής τάξης και των συνδικάτων της. Την ίδια περίοδο είχαμε το τέλος των υπέργηρων, ισόβιων αρχηγών των ΚΚ, όπως του Τόρες, του Τουλιάτη και των ομοίων τους ανά τον κόσμο, και πάνω απ’όλα τον θάνατο του ίδιου του Στάλιν. Έτσι φτάσαμε στο 20 Συνέδριο του ΚΚΣΕ και της “αποσταλινοποίησης”.

Με την “αποσταλινοποίηση” η νέα ηγεσία επιδίωκε να απαλλαγεί από τις πιο φριχτές πτυχές της σταλινικής περιόδου την οποία πιστά και αδιαμαρτύρητα υπηρέτησαν. Επιδίωκε να δείξει στο δυτικό κόσμο ένα πιο δημοκρατικό πρόσωπο που θα διευκόλυνε τα ανά τον κόσμο ΚΚ στη δουλειά τους, και στο εσωτερικό να δημιουργήσει μια ψευδαίσθηση αποκατάστασης της σοσιαλιστικής δημοκρατίας χωρίς να απομακρυνθούν από το σταλινικό μοντέλο διακυβέρνησης και εξωτερικής πολιτικής. Παρόλα αυτά, σημειώθηκε μια χαλαρότητα τόσο στο εσωτερικό της Σοβιετικής Ένωσης, όσο και στο εξωτερικό. Δεν είχαμε πια μαζικές εξοντώσεις διαφωνούντων ή υπόπτων για διαφωνία στη Σοβιετική Ένωση, ούτε δολοφονίες τροτσκιστών και διαφωνούντων στη δύση.

Παράλληλα, συστηματοποιήθηκε και θεωρητικοποιήθηκε η τριακονταετής πρακτική του Στάλιν της “ειρηνικής συνύπαρξης” με τον ιμπεριαλισμό, και την ολοκλήρωσαν σε ό,τι αφορούσε τον καπιταλιστικό κόσμο με το “ειρηνικό πέρασμα στον σοσιαλισμό”. Μέσα σε αυτό το διεθνές σκηνικό, τα ευρωπαϊκά ΚΚ ζούσαν μια ασφυκτική αντίφαση -από τη μια, να ακολουθούν πιστά τις κατά περίπτωση ντιρεκτίβες του ΚΚΣΕ και να θεωρούνται από το κράτος τους πράκτορές της και, από την άλλη, να πρέπει να βάλουν σε εφαρμογή την στρατηγική επιδίωξη του “ειρηνικού περάσματος” που σήμαινε να γίνουν αποδεκτοί συνομιλητές από την αστική τάξη της χώρας τους, από τον κρατικό μηχανισμό, ακόμα και το ΝΑΤΟ που επόπτευε το δυτικό κόσμο και τη CIA, που με τις “προβιές” τους εμπόδιζαν και την παραμικρή προσέγγιση των ΚΚ σε κυβερνητικές και επιτελικές αρμοδιότητες.

Αυτή η αντίφαση λύθηκε με αφορμή τη “σοβιετική” εισβολή και την Άνοιξη της Πράγας που επιδίωξε έναν στοιχειώδη εκδημοκρατισμό και το λεγόμενο “σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο”. Σε αντίθεση με την μέχρι τότε κατάσταση όπου είτε για να εκτονώσουν τη λαϊκή αγανάκτηση, είτε ακολουθώντας τις διάφορες αλλαγές που συνέβαιναν στη “σοβιετική” ηγεσία, η μία κομματική κλίκα ανέτρεπε και εξόντωνε την προηγούμενη ηγετική κλίκα στις χώρες του ανατολικού μπλοκ. Με την ευκαιρία αυτή, τα ευρωπαϊκά ΚΚ κατήγγειλαν την επέμβαση και πήραν απόσταση από τη Μόσχα διαμορφώνοντας τη θεωρία του ευρωκομμουνισμού ώστε να μπορούν σε εθνικό επίπεδο να έχουν την ευελιξία να καθορίζουν την εθνική τους πολιτική. Αυτό θα διευκόλυνε τη συνύπαρξή τους με την δική τους αστική τάξη και τη συμμετοχή τους στη συνδιαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος ώστε μέσα από τις βαθμιαίες αλλαγές θα φτάναμε ειρηνικά στο σοσιαλισμό -μετά τη δεύτερη παρουσία.

Εξαίρεση σε αυτή τη διαδικασία αποτέλεσε το ΚΚΕ και το ΚΚ Πορτογαλίας, που ήταν φιλοξενούμενοι και άμεσα εξαρτώμενοι από το ΚΚΣΕ, όπως και η γηραία Πασιονάρια. Οι ζωντανές δυνάμεις που δρούσαν και πολιτεύονταν στην Ελλάδα με την ολόφρεσκη δικτατορία της και οι Ισπανοί που δούλευαν παράνομα ή βρίσκονταν στις φυλακές της τριαντάχρονης τότε δικτατορίας του Φράνκο, αμέσως τάχτηκαν με τους ευρωκομμουνιστές, όπου πρωτοστατούσαν οι Γάλλοι και οι Ιταλοί. Στην Ελλάδα δημιουργήθηκε το ευρωκομμουνιστικό ΚΚΕ εσωτερικού, και στην Ισπανία το ανανέωμενο ΚΚ με ηγέτη τον Καρίγιο, που ήταν και ένας από τους θεωρητικούς του ευρωκομμουνισμού και αρχιτέκτονας του Πάκτο Μογκλόα, του αντίστοιχου του Ιστορικού Συμβιβασμού που έκανε ο Μπερλινγκουέρ στην Ιταλία, και ήταν σύμφωνα ομαλής συμβίωσης εργατικής και αστικής τάξης και ταξικής ειρήνης.

Το Γαλλικό ΚΚ, που η Γκωλική δεξιά το είχε στη γωνιά και δεν του έδινε τέτοιες ευκαιρίες, δεν μπόρεσε να κάνει κάτι ανάλογο. Έσπασε όμως ο διάβολος το ποδάρι του και το ’80, ενώ ο σοσιαλιστής Μιτεράν εξελέγη με σημαντική αυτοδυναμία, τους έβαλε στην κυβέρνηση για να τους κάνει συνένοχους και να τους βουλώσει το στόμα. Μέχρι πρόσφατα, στο Μέτωπο της Αριστεράς μάλωναν με τον Μελανσώ, που δεν ήθελε συγκυβέρνηση με τους σοσιαλιστές, ενώ οι ίδιοι πάντα είχαν έντονη φαγούρα για την συμμετοχή.

Στην περίπτωσή μας, λόγω της αυτοδυναμίας και της “αλαζονίας” του Ανδρέα, η επιθυμία τους παρέμεινε έντονα διακαής και χωρίς ανταπόκριση. Παρά τα παρακάλια “πάρε με και εμένα, μπάρμπα” για το καλό της χώρας, και το “σοσιαλισμός δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ” -μιας και δεν πιάσανε το 17% για να μην έχει αυτοδυναμία ο Ανδρέας και να αναγκαστεί να τους “παίξει”. Να όμως που μια σωτήρια μέρα του ’89 έσκασε ο Μητσοτάκης και μόνιασε τους δύο φανατικούς αντίπαλους και κυβέρνησαν με τον ληστή για να βάλει φυλακή τον κλέφτη. Με το αζημίωτο βέβαια, γιατί πήραν και αυτοί κάποια υπουργεία για δύο – τρία τρίμηνα, έτσι για να μη νομίζουν ότι είναι ανίκανοι να κυβερνήσουν. Όσο για την πιο πρόσφατη εμπειρία μας, και μάλιστα με τη συμμετοχή μερίδας συντρόφων της “επαναστατικής αριστεράς”, αποδείχτηκε ότι μια χαρά μπορούμε να κυβερνήσουμε και να διαχειριστούμε το σύστημα και μόνοι μας, ακόμα και χωρίς τον Καμμένο.

Για ενάμισι αιώνα, οι κυρίαρχες ρεφορμιστικές ηγεσίες της εργατικής τάξης κυνικότατα καταπάτησαν το “προλετάριοι όλου του κόσμου ενωθείτε!”, το “οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα!” και το “ο εχθρός βρίσκεται μέσα στην ίδια μας τη χώρα!”.

Η ευρωπαϊκή τραγωδία του “Προλεταριακού Διεθνισμού”

Με το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και βάσει των συμφωνιών που είχαν προηγηθεί, οι δυτικοί ιμπεριαλιστές υποχρεώθηκαν να παραχωρήσουν τον έλεγχο της ανατολικής Ευρώπης, που σε μεγάλο βαθμό είχε απελευθερωθεί από τον Κόκκινο Στρατό ή από αυτόχθονα αντάρτικα, όπως η Γιουγκοσλαβία – σε αντίθεση με το ΚΚΕ που, ενώ είχε ισχυρό αντάρτικό, είχε ήδη συμφωνήσει να συγκυβερνήσει με τον Παπανδρέου κάτω από τις διαταγές το Στρατηγού Σκόμπυ, που είχε αναλάβει να εφαρμόσει τα σχέδια του Τσώρτσιλ.

Με το ξέσπασμα του ψυχρού πολέμου, που ακολούθησε το τέλος του πολέμου και τη διαμόρφωση του δυτικού και ανατολικού μπλοκ, οι καπιταλιστές της δυτικής Ευρώπης, με την ώθηση και των ΗΠΑ, δημιούργησαν το ΝΑΤΟ σαν ασπίδα απέναντι στον από ανατολάς εχθρό και άφησαν στην άκρη τις μεταξύ τους παραδοσιακές έριδες που επί αιώνες αιματοκύλησαν την Ευρώπη. Ακολουθώντας το “ισχύς εν τη ενώσει” προσανατολίστηκαν όχι μόνο στην συλλογική και ταξική άμυνα μέσω του ΝΑΤΟ που είχε προηγηθεί αλλά και στην οικονομική και πολιτική συνεργασία –αρχικά με την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα και στη συνέχεια με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Όλα αυτά μείωναν τους ανταγωνισμούς και τις αιματηρές αντιπαραθέσεις εξασφαλίζοντάς τους ταυτόχρονα ένα ισχυρό πρόχωμα απέναντι στον από ανατολάς κίνδυνο κομμουνιστικής επέκτασης.

Οι ρεφορμιστικές πολιτικές και συνδικαλιστικές ηγεσίες της αριστεράς ακολούθησαν με μια πολιτική εθνικού προστατευτισμού, αφενός θεωρώντας ότι σε εθνικό επίπεδο το πολιτικό παιχνίδι ήταν πιο εύκολο και, αφ’ετέρου, επειδή ήταν ανταγωνιστικά στο ανατολικό μπλοκ και στο Σύμφωνο της Βαρσοβίας και την ΚΟΜΕΚΟΝ. Συμπορεύονταν με τις αστικές τάξεις και τις διεκδικήσεις της κάθε μιας στις διαρκείς διαπραγματεύσεις για το μοίρασμα των παραγωγικών και εμπορικών συμφωνιών ανάλογα με το τι συνέφερε τη κάθε χώρα, και παράλληλα στρατεύονταν στην καμπάνια της δικής τους αστικής τάξης για την ανταγωνιστικότητα των εθνικών τους προϊόντων, πράγμα που σήμαινε λιτότητα στις κοινωνικές υπηρεσίες και φθηνή εργατική δύναμη.

Όσο η αστική τάξη ενοποιούσε την Ευρώπη και την οικονομία της, φτάνοντας στην κατάργηση των εθνικών συνόρων των χωρών της, το προλεταριάτο, που θεωρητικά είχε στη σημαία του τον “προλεταριακό διεθνισμό”, αντί να τρέχει πριν από τους καπιταλιστές για την διεθνοποίησή του και για την πανευρωπαϊκή οργάνωση και δράση, περιορίστηκε στα όρια των εθνικών κρατών σαν ουρά της δικής του αστικής τάξης. Αντί τα εκατομμύρια των Ευρωπαίων εργαζομένων να παλεύουν ενωμένοι για την κατάκτηση υψηλότεροι βιοτικού επιπέδου για όλους και να προετοιμάζουν τις συνθήκες για την ανατροπή της καπιταλιστικής μειοψηφίας και την οικοδόμηση των “Σοσιαλιστικών Πολιτειών της Ευρώπης”, παρέμειναν κατακερματισμένοι, με τεράστιες μεταξύ τους ανισότητες και ευέλικτα εκμεταλλεύσιμοι στις μέρες μας. Οι δε ηγεσίες τους να μιξοκλαίνε για το “έλλειμμα δημοκρατίας” στους θεσμούς της ΕΕ, λες και στα εθνικά κράτη δεν υπήρχε έλλειμμα δημοκρατίας. Θεωρούν μάλλον βλάκες τους θεμελιωτές του μαρξισμού και την απόψή τους ότι “και η πιο προχωρημένη αστική δημοκρατία δεν παύει να είναι δικτατορία της αστικής τάξης”.

Το πρόβλημα δεν είναι να βαθμολογήσουμε την αστική δημοκρατία σε εθνικούς ή υπερεθνικούς θεσμούς. Είναι τι κάνουμε για να απαλλαγούμε από αυτούς μια για πάντα μαζί με την τάξη που εκπροσωπούνε.

Αντί αυτού, έχουμε από τη μια τους ευρωλάγνους, που σκίζονται για τον εκδημοκρατισμό της ΕΕ, και από την άλλη τους πιο σταλινογενείς και όχι μόνο, ακόμα και υπέρ διεθνιστές, να παλεύουν για την έξοδο της Ελλάδας από και τη διάλυσή της ΕΕ. Πανηγυρίζουν για το βρετανικό θαύμα, όπου στην απουσία αριστερού διεθνιστικού λόγου, το βρετανικό προλεταριάτο, με μπροστάρηδες τους ακροδεξιούς Νάητζελ Φάραντζ και Μπόρις Τζόνσον, σέρνεται στον αγώνα τους για την εθνική απελευθέρωση του βρετανικού ιμπεριαλισμού, της μεγαλύτερης αποικιοκρατικής δύναμης που για αιώνες κράτησε στην κατάσταση δούλων το μεγαλύτερο μέρος του πλανήτη και τα δισεκατομμύρια των λαών του. Σήμερα θέλουν να απαλλαγούν από τον “Πολωνό υδραυλικό που τους παίρνει τη δουλειά τους και τους τρώει το ψωμί τους”. Θέλουν επίσης να φράξουν τα σύνορά τους για να μην έχουν πρόσβαση άτομα από τους πρώην δούλους τους, που λιμοκτονούν κάτω από τη νεο-αποικιακή κατάσταση που τους έχουν επιβάλλει. Σε ό,τι αφορά την ελληνική περίπτωση κλαίνε και οδύρονται που η Μέρκελ, για το συμφέρον του ευρωπαϊκού αλλά και του ελληνικού καπιταλισμού, δεν προχώρησε στο Γκρέξιτ –και στην εθνική μας απελευθέρωση, γιατί, αν αυτό συνέβαινε, τα ευρώ αυτόματα θα φεύγαν από τις τσέπες και τους λογαριασμούς όλων των πλουσίων και σαν πολύτιμες δραχμές θα έμπαιναν στις τσέπες όλων των φτωχών και απένταρων, σαν συνέπεια του επαναστατικού ρόλου του εθνικού νομίσματος.

Με τον μεσαίωνα που δημιούργησε ο σύγχρονος καπιταλισμός, οι εξεγέρσεις των λαών είναι στην ημερήσια διάταξη απ’ άκρη σε άκρη του πλανήτη. Αυτό που απουσιάζει είναι η συνειδητή αντισυστημική οργάνωση και πρόγραμμα των εξεγερμένων, με αποτέλεσμα να καταλήγουν στη σφαγή ή να γίνονται το όχημα για την άνοδο διάφορων εκτρωματικών θεοκρατικών ή υπερεθνικιστών λαοσωτήρων που οδηγούν στα χειρότερα.

Για τον Μαρξ, και για όποιους δεν καπηλεύονται απλώς το όνομά του, ο διεθνισμός, η ταξική ανεξαρτησία, η εργατική δημοκρατία, και η ενεργή και συνειδητή συμμετοχή των εργαζομένων είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την απελευθέρωσή τους και για μια νέα κοινωνία με ελευθερία και ισότητα.

Γιάννης Φελέκης

2/11/2019


[Για «4» τεύχος 4, περιεχόμενα, κλικ εδώ]


https://tpt4.org/?p=4004

There is one comment

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s