H τελευταία μάχη του Τρότσκι

Για τα 80 χρόνια από την ίδρυση της 4ης Διεθνούς

του Daniel Bensaïd(*)

H τελευταία μάχη του Τρότσκι

 

Ο κόσμος αλλάζει. Το τέως σταλινικό οικοδόμημα δεν είναι πλέον παρά μια σειρά από ερείπια. Αυταπάτες διαλύονται. Αλλά αυτό που απειλεί το εργατικό κίνημα είναι η απώλεια της μνήμης. Εξού και το ενδιαφέρον μιας συνέχειας στην πρακτική και στο πρόγραμμα για να μπορέσει κανείς να προσανατολιστεί μέσα στις πλατιές ανασυνθέσεις που προαναγγέλλονται. Η τελευταία μάχη του Τρότσκι, η μάχη για την 4η Διεθνή μας προσφέρει την προσέγγιση για την οικοδόμηση του νέου διεθνισμού.

Από το σχηματισμό της Αριστερής Αντιπολίτευσης έως την ίδρυση, το 1938, της 4ης Διεθνούς, η πάλη του Τρότσκι ενάντια στο σταλινικό εκφυλισμό συγκεντρώθηκε στην υπεράσπιση του επαναστατικού απέναντι στην άνοδο του σοβινισμού και της κρατικής λογικής. Μισόν αιώνα αργότερα, η αποφασιστική του σημασία από ιστορική άποψη αναδύεται σε όλη της την έκταση.

Από τη μια πλευρά, η διεθνοποίηση της παραγωγής, των συναλλαγών, του καταμερισμού της εργασίας, της πληροφορίας, των υπηρεσιών έχουν προοδεύσει με γιγαντιαία βήματα. Ένα μικρό φτερούγισμα στο Τόκυο έχει άμεση επίπτωση στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης. Η αστική τάξη και οι πολυεθνικές εταιρείες εξοπλίζονται με ένα πλατύ μηχανισμό συνεργασιών και νομισματικής, διπλωματικής, στρατιωτικής δράσης, μέσα στον οποίο συνδυάζονται συναντήσεις κορυφής (ΝΑΤΟ, Οργάνωση Συμφώνου Νοτιοανατολικής Ασίας), πιστωτικά όργανα (Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, Παγκόσμια Τράπεζα), κ.λπ..

Από την άλλη πλευρά, το εργατικό κίνημα είναι όλο και πιο κατατμημένο και κομματιασμένο μέσα στο πλαίσιο των εθνικών κρατών. Παρόλο που ήταν πραγματικά στην πρωτοπορία και προπορευόταν στην ιστορία ιδρύοντας, πριν από πάνω από έναν αιώνα, την 1η Διεθνή, έχει σήμερα καθυστέρηση σε σχέση με τις πολυεθνικές και τις κυβερνήσεις στην οργάνωση της αντίδρασής του στο σχέδιο οικονομικής και νομισματικής ένωσης, έστω και σε ευρωπαϊκό ηπειρωτικό επίπεδο. Η απώλεια είναι τεράστια και διαρκής.

Επίμονες καχυποψίες

Ο ίδιος ο διεθνισμός έχει και αυτός παραμορφωθεί. Καταρχήν μέσα από τη στενή σύνδεση των σοσιαλδημοκρατών με τις ιμπεριαλιστικές τους αστικές τάξεις και την ενεργητική τους στήριξη στις αποικιοκρατικές πολιτικές και σήμερα ακόμα στην εκμετάλλευση και στη λήστευση του τρίτου κόσμου. Μέσα από την υποταγή έπειτα του κομμουνιστικού κινήματος στα συμφέροντα της σταλινικής κρατικής γραφειοκρατίας και σε μια μητέρα πατρίδα του υπαρκτού σοσιαλισμού, είτε σοβιετική είτε κινέζικη. Οι «φίλοι» της ΕΣΣΔ, της Κίνας, της Αλβανίας, αντικατέστησαν, σε όλο τον κόσμο, τους επαναστάτες που συνεργάζονται μέσα σε ισότητα και σε αμοιβαίο σεβασμό. Τέλος, ο γραφειοκρατικός εκφυλισμός των νικηφόρων επαναστάσεων κατέληξε στη λογική του κατάληξη: Στις σινοσοβιετικές, σινοβιετναμικές συρράξεις, στον πόλεμο ανάμεσα στο Βιετνάμ και στην Καμπότζη.

Ωστόσο, τα σημερινά γεγονότα θέτουν και πάλι στο φως της ημέρας την επικαιρότητα του διεθνισμού και τον αναντικατάστατο ρόλο του. Πόσοι λατινοαμερικάνοι ή ασιάτες σύντροφοι, αυθεντικοί επαναστάτες, δεν μας πρόσαψαν το ότι κρίναμε ανεύθυνα το «σοσιαλιστικό στρατόπεδο», που –παρά τα μειονεκτήματά του– αποτελούσε στα μάτια τους, μέσα στους παγκόσμιους συσχετισμούς των δυνάμεων, ένα απαραίτητο λογιστικό, πολιτικό, υλικό αποθεματικό;

Στις αρχές της πολωνικής εργατικής εξέγερσης του 1980-81, ένας παλιός Χιλιανός φίλος μας έλεγε: «Αυτό που γίνεται στην Πολωνία είναι εκπληκτικό. Είναι η λαμπρή απόδειξη της πραγματικότητας της γραφειοκρατίας και των διεκδικήσεων ενός ανεξάρτητου κοινωνικού κινήματος. Αλλά, καθώς δεν έχουν καμία δυνατότητα να κερδίσουν, να φτιάξουν δίπλα στα σύνορα με την ΕΣΣΔ ένα δημοκρατικό σοσιαλισμό, καλύτερα για μας οι Σοβιετικοί να επαναφέρουν την τάξη το συντομότερο δυνατόν». Κυνισμός, απατηλός ρεαλισμός, διπλή συνείδηση;

Είναι μια συζήτηση που επαναλήφθηκε πάρα πολλές φορές. Εμείς εξηγούσαμε ότι αυτός ο υποτιθέμενος ρεαλισμός ήταν πολύ κοντόφθαλμος. Ότι οι ανατολικές γραφειοκρατικές κοινωνίες διαβρώνονταν από πολύ πραγματικές αντιφάσεις και ότι αυτές οι αντιφάσεις στο τέλος θα εκρηγνύονταν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο. Το να αρνηθεί κανείς να ετοιμαστεί για αυτό κατέληγε, στην καλύτερη περίπτωση, σε μια ασύνετη στάση: Μακροπρόθεσμα, οι επαναστάτες του Τρίτου Κόσμου δεν μπορούν να στηρίζονται παρά μόνο στην αλληλεγγύη των λαών, στην αγωνιστική και ταξική κοινότητα, στο συνειδητό διεθνισμό, και όχι στη διπλωματική πίστη κρατών που έχουν φθαρεί ως τα κόκαλα, ούτε στην αλληλεγγύη κάποιου «σοσιαλιστικού στρατοπέδου». Στη χειρότερη περίπτωση, η «ρεαλπολιτίκ» τους τους ωθούσε στο στρατόπεδο των καταπιεστών, έως την υποστήριξη της ομαλοποίησης α λα Πράγα ή Βαρσοβία, όχι από αγάπη για τη γραφειοκρατία, αλλά από έναν κακοχωνεμένο αντιϊμπεριαλισμό που, στο όνομα της πάλης ενάντια στον κύριο εχθρό, θυσιάζει τις μόνες του φυσικές συμμαχίες για τα στιλέτα του δευτερεύοντος εχθρού. Η συζήτηση αυτή φτάνει σήμερα στο τέλος της.

Πάνω σε ερείπια: κομματιασμένος διεθνισμός

Από εδώ αναδύεται, όχι μια αυθόρμητη αναγέννηση ενός μαζικού διεθνισμού, αλλά η επανεμφάνιση τεταμένων διενέξεων, θρησκευτικών φανατισμών, εθνικών ολοκληρωτισμών, μουχλιασμένων και ξαναζεσταμένων εθνικισμών.

Υπάρχει για αυτό ένας βαθύς πολιτικός λόγος. Δεν μπορεί κανείς να σπαταλάει χωρίς επιπτώσεις μια τεράστια ελπίδα, μια εκπληκτική ώθηση των λαών για αδελφοποίηση, όπως αυτή που προκάλεσε η οκτωβριανή επανάσταση. Η ιστορία δεν γνωρίζει παρακάμψεις, δεν ανοίγει παρενθέσεις σε σχέση με έναν προκαθορισμένο δρόμο. Οι εμπειρίες της και οι πειραματισμοί της βαραίνουν με όλο το βάρος των καταστροφών τους. Και ο αιώνας αυτός ήταν ιδιαίτερα γόνιμος σε καταστροφές. Με πολιτικούς μηχανισμούς και με τις όλο και πιο τερατώδεις στρατιωτικές μηχανές, η σύγκρουση των κρατών, των μπλοκ, των στρατοπέδων, απώθησε τη λογική της πάλης των τάξεων. Ο αντίστοιχος σοβινισμός των σοσιαλδημοκρατικών και σταλινικών γραφειοκρατιών μόλυνε σε βάθος το εργατικό κίνημα. Δεν θα μπορέσουν να σβηστούν με κάποια μαγική κίνηση ενός σφουγγαριού οι βαθιές επιπτώσεις των «πατριωτικών» πολέμων, των αποικιοκρατικών πολέμων που υποστηρίχθηκαν, των συμβιβασμών απέναντι στην ξενοφοβία ενάντια στους μετανάστες (ιστορίες σε σχέση με το δικαίωμα ψήφου τους ή σε σχέση με τις μπουλντόζες που γκρεμίζουν τα σπίτια τους).

Υπάρχει προφανώς ένας κοινωνικός λόγος που μόνο μια αγγελική ματιά θα μπορούσε αγνοήσει. Οι εκμεταλλευόμενοι δεν είναι ποτέ αυθόρμητα ενωμένοι. Μπορούν να μαζευτούν μαζί στον κοινό αγώνα, αλλά ο ανταγωνισμός στην αγορά εργασίας δεν παύει ταυτόχρονα να τους βάζει τους μεν ενάντια στους δε. Αυτό που ισχύει στην κλίμακα μιας χώρας ισχύει, ακόμα περισσότερο, σε διεθνή κλίμακα. Όχι μόνο μέσα από τη χρησιμοποίηση των μεταναστευτικών πολιτικών, αλλά και ακόμα και σε πιο απλό επίπεδο. Εμείς παλεύουμε στις ευρωπαϊκές χώρες ενάντια στις επιπτώσεις της κρίσης, τις πολιτικές λιτότητας, την ανεργία. Αλλά οι επιπτώσεις αυτές είναι, για την ώρα, μετριασμένες εξαιτίας των περασμένων κατακτήσεων του εργατικού κινήματος (κοινωνική ασφάλιση, επιδόματα ανεργίας). Οι αστικές τάξεις δεν μπόρεσαν να διαχειριστούν τις ανισορροπίες αυτές παρά μόνο μεταφέροντας το κόστος στους πιο αδύναμους (τρίτος κόσμος και ανατολικές χώρες). Η σοσιαλδημοκρατία οικοδόμησε τις εκλογικές της επιτυχίες πάνω σε αυτή την εικόνα του μικρότερου κακού. Αλλά η υλική βάση αυτών των νέων κοινωνικών συμβιβασμών, είναι μια συγκέντρωση του πλούτου, των τεχνολογιών αιχμής, της πρωτόγνωρης χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης στις επτά πιο πλούσιες χώρες και μια αυξημένη καταλήστευση των πιο φτωχών. Εδώ και μια δεκαετία, ο τρίτος κόσμος, ας το επαναλάβουμε για μια ακόμα φορά, είναι καθαρός εξαγωγέας κεφαλαίων υπέρ των μητροπόλεων.

Στις συνθήκες αυτές, δεν αρκεί να πέσει το τείχος του Βερολίνου. Ούτε αρκεί να καταρρεύσουν μαζί του οι αυταπάτες των ασιατών ή λατινοαμερικάνων επαναστατών για την πραγματικότητα και τον πραγματικό ρόλο του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» για να ξαναβρούν το δρόμο του αγωνιστικού διεθνισμού. Το πρόβλημα τίθεται προφανώς από τα πρώτα κιόλας βήματα, τις πρώτες προσπάθειες σκέψης και αναδιοργάνωσης (όπως η συνάντηση των κομμάτων της λατινοαμερικάνικης αριστεράς, στο Σάο Πάολο, τον τελευταίο Ιούλιο).

Αλλά για να βρεθεί μια θετική λύση, θα έπρεπε οι λατινοαμερικάνοι επαναστάτες, για παράδειγμα, να μπορούν να συναντήσουν ένα διεθνιστικό ενδιαφέρον και διάθεση μιας τελείως διαφορετικής έκτασης από το εργατικό κίνημα της Δυτικής Ευρώπης, των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας, τη στιγμή που συχνά έχουν σαν εταίρους τους κυβερνητικά και παρακυβερνητικά όργανα που τα διαχειρίζεται η σοσιαλδημοκρατία. Θα έπρεπε να μπορέσουν επιτέλους να συναντήσουν όχι πλέον τους άρχοντες γραφειοκράτες, αλλά τους αγωνιστές των σοσιαλιστικών και δημοκρατικών ρευμάτων στην Ανατολική Ευρώπη. Όμως τα ρεύματα αυτά δεν είναι σήμερα παρά λεπτοί ιστοί. Η ανταλλαγή ιδεών μαζί τους είναι απαραίτητη και μπορεί να είναι γόνιμη, αλλά δεν μπορεί να αντισταθμίσει, βραχυπρόθεσμα, την απώλεια υλικής βοήθειας, έστω περιορισμένης και υπό όρους, που μπορούσε για παράδειγμα να δώσει η Ανατολική Γερμανία.

Βέβαια, υπάρχουν οι σπόροι για μια διεθνιστική ανανέωση. Υπάρχουν στη νεολαία όπως και στους εργαζόμενους διαθέσεις γενναιοδωρίας και αλληλεγγύης που εκδηλώνονται μέσα από χίλια κανάλια, ακόμα και μέσα από τις πολιτικές καμπάνιες ενάντια στο χρέος του τρίτου κόσμου, ενάντια στον πόλεμο και στον ανταγωνισμό των εξοπλισμών, για τις μεγάλες οικολογικές υποθέσεις, ακόμα και μέσα από τις πρωτοβουλίες υπέρ των ρουμάνικων χωριών ή για τα θύματα από καταστροφές. Αλλά η διαθεσιμότητα αυτή παραμένει μήλον της έριδος. Μπορεί να διοχετευτεί και να εξουδετερωθεί μέσα από φιλανθρωπικούς θεσμούς ή να αναπτυχθεί προς την κατεύθυνση μιας αυξημένης συνειδητοποίησης των παραγόντων της αθλιότητας στον κόσμο. Η ανοικοδόμηση αυτής της διεθνιστικής συνείδησης είναι και αυτή ένας αγώνας.

Ο λαβύρινθος της αμφιβολίας…

Ακόμα και στους πεπεισμένους και αυθεντικούς διεθνιστές παραμένει ένα εμπόδιο στο δρόμο αυτόν: Το εμπόδιο του απολογισμού των περασμένων Διεθνών. Ο Μαρξ διέλυσε την Πρώτη μετά την ήττα της Κομμούνας, προτιμώντας το από το να την δει να εκφυλίζεται σε μια σέκτα γεμάτη καυγάδες χωρίς πρακτικές επαληθεύσεις. Η Δεύτερη έγινε η κρατική γελοιογραφία που ξέρουμε. Την Τρίτη την κατήργησε ο Στάλιν το 1943, για να μπορέσει να διαπραγματευτεί τελείως ελεύθερα, σαν κράτος απέναντι σε κράτος, την αναδιοργάνωση του κόσμου. Η Τέταρτη, που ιδρύθηκε στο φόντο της ήττας, διατήρησε μια πολύτιμη συνέχεια, αλλά ποτέ δεν μπόρεσε να μετασχηματιστεί σε μαζική Διεθνή. Πέρα από τη διαπίστωση, οι σύντροφοι που αρνούνται την επικαιρότητα μιας Διεθνούς προτείνουν δύο τύπων αιτίες.

Οι μεν υποστηρίζουν πως θα ήταν υπέρ μιας Διεθνούς, αλλά ότι οι άμεσες συνθήκες της οικοδόμησής της δεν υπάρχουν, ότι μια μειοψηφική Διεθνής θα είχε αναπόφευκτα μια αντίστροφη επίπτωση και μια σεκταριστική λογική. Διαπιστώνουν, όχι αδικαιολόγητα, ότι το νεφέλωμα των ρευμάτων που αναφέρονται στον τροτσκισμό και στην 4η Διεθνή έχει παράγει διεθνώς μια γερή διμοιρία από παραληρούσες σέκτες, των οποίων τα ήθη και οι οργανωτικές αντιλήψεις πολλές φορές δεν έχουν τίποτα να ζηλέψουν (σε μικρογραφία) από τα πιο σκληρά σταλινικά κόμματα.

Οι άλλοι πετάνε στις ηττημένες ουτοπίες την ίδια την ιδέα μιας Διεθνούς, ιδέα που είναι βέβαια γενναιόδωρη και ενθουσιαστική, αθώα όπως το εργατικό κίνημα στη γέννησή του, αλλά της οποίας η ιστορία απέδειξε –σύμφωνα με αυτούς– την πρακτική της ανεδαφικότητα.

Μέσα στους λαβυρίνθους της αμφιβολίας, θα διαλέξουμε πάντα το νήμα των αρχών. Και εδώ είναι που μας περιμένει η «τελευταία μάχη του Τρότσκι».

Για να εκφράσουν ένα σχέδιο καθολικής απελευθέρωσης, οι εργαζόμενοι έχουν, μέσα στις συνθήκες εκμετάλλευσής τους, τη δυνατότητα να δουν τον κόσμο ταυτόχρονα με τα μάτια του Χιλιανού προλετάριου του Σαντιάγκο, του Νικαραγουανού στη Μανάγκουα, του Πολωνού στο Γκντανσκ, του Κινέζου κ.λ.π. προλετάριου. Η δυνατότητα αυτή δεν μπορεί να γίνει πραγματικότητα παρά μόνο μέσα από την οικοδόμηση ενός διεθνούς εργατικού κινήματος, συνδικαλιστικού και πολιτικού. Εάν είναι αλήθεια ότι η ύπαρξη καθορίζει τη συνείδηση, ο διεθνισμός απαιτεί μια Διεθνή.

Ας ξαναπιάσουμε το παράδειγμα του Χιλιανού φίλου μας της ρεαλπολιτίκ: Ο ρεαλισμός του του υπαγόρευε να θυσιάσει τα συμφέροντα του Πολωνού εργαζόμενου για αυτό που πίστευε ότι είναι το δικό του συμφέρον σαν Χιλιανού επαναστάτη. Μην εκπληρώνοντας το διεθνιστικό του καθήκον έπαιζε στην πραγματικότητα το παιχνίδι της εκκλησιαστικής αντίδρασης στην Πολωνία και του πολωνικού σοβινισμού. Δεν μπορούμε να το ορκιστούμε, αλλά μπορούμε λογικά να φανταστούμε ότι η πορεία της Αλληλεγγύης (Solidarnosc) και των ηγετών της θα ήταν διαφορετική εάν είχαν συναντήσει ένα ισχυρό διεθνιστικό κίνημα. Δεν επιτρέπεται κατάχρηση των αρχών. Υπάρχουν άλλωστε λίγες.

Νά εξάλλου γιατί οι αποκλίσεις από τις αρχές κοστίζουν τόσο ακριβά. Και νά γιατί η μάχη του Τρότσκι διαρθρώνεται γύρω από τον αγώνα για μια νέα Διεθνή αμέσως μόλις εκτιμάει τη σταλινοποιημένη Κομιντέρν σαν αμετάκλητα αποτυχημένη. Από το 1933 ως την ιδρυτική συνδιάσκεψη του 1938, το ζήτημα αυτό βρίσκεται στο κέντρο της πυρετώδους, έμμονης δραστηριότητάς του μέσα στην περίοδο της συσσώρευσης ηττών και της πορείας προς τον πόλεμο. Η προσέγγισή του είναι ωστόσο σαφής. Μερικές φορές πρόσαψαν στον Τρότσκι τη βιασύνη του. Όμως, κατά τη διάρκεια των πέντε αυτών χρόνων, έχει ρίξει τις προσπάθειές του σε δύο μέτωπα. Μια προσπάθεια ξεκαθαρίσματος και μια προσπάθεια συσπείρωσης.

Από τη μια μεριά, ο στόχος είναι να μπουν οι προγραμματικές βάσεις για μια νέα Διεθνή. Δεν πρόκειται για την οικοδόμηση μιας θεωρίας, μιας γενικής άποψης για τον κόσμο, αλλά μόνο για τα κύρια μαθήματα που έχει αφομοιώσει το διεθνές εργατικό κίνημα. Ο στόχος του είναι να εμπλουτίσει την κληρονομιά των πρώτων συνεδρίων της Κομμουνιστικής Διεθνούς με τις αποφασιστικές εμπειρίες που προσφέρουν, ήδη, η ήττα της δεύτερης κινέζικης επανάστασης (συζήτηση που οδηγεί στη θεωρία της διαρκούς επανάστασης), η νίκη του ναζισμού στη Γερμανία (δημοκρατικές διεκδικήσεις και ενιαίο εργατικό μέτωπο).

Ταυτόχρονα, πολλαπλασιάζει τις προσπάθειες για να συσπειρώσει τους επαναστάτες που προήλθαν από τη σοσιαλδημοκρατία όπως και από τα σταλινικά κόμματα, τις προτάσεις για συνδιασκέψεις, τα ανοιχτά γράμματα. Το σχέδιό του δεν είναι το σχέδιο για μια «τροτσκιστική» Διεθνή. Είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει μια πλουραλιστική Διεθνή, αλλά με δύο προϋποθέσεις:

  • Ότι η συζήτηση για τα ουσιαστικά ζητήματα να γίνει με πλήρη σαφήνεια, να μην κρυφτεί μέσα από αμφίβολους συμβιβασμούς και να επιτρέψει την επιβεβαίωση της συμβατότητας των ενδεχόμενων αποκλίσεων.
  • Ότι πέρα από τις αποκλίσεις αυτές, οι εταίροι να συμφωνήσουν στην ίδια την οικοδόμηση μιας Διεθνούς, στην εσωτερική δημοκρατία και στη δημοκρατία των τμημάτων της. Στην περίπτωση αυτή, τα ζητήματα που δεν έχουν λυθεί μπορούν να εξελιχθούν σε σχέση με την κοινή πρακτική και τις νέες εμπειρίες.

Το νήμα των αρχών

Μόνο το 1938, μπροστά στην άμεση απειλή του παγκοσμίου πολέμου και αφού έχουν εξαντληθεί οι προσπάθειες αυτές, ιδρύεται η 4η Διεθνής, μέσα σε συνθήκες ριζικά διαφορετικά από των προηγουμένων της. Η κάθε μία από τις τρεις πρώτες είχε συμπέσει με μια φάση ανάπτυξης και οργάνωσης, ή και νίκης του εργατικού κινήματος. Η κάθε μία τους στηριζόταν στην αρχή στην ύπαρξη τουλάχιστον ενός μαζικού τμήματος (του αγγλικού για την Πρώτη, του γερμανικού για τη Δεύτερη, του σοβιετικού για την Τρίτη).

Η 4η Διεθνής γεννήθηκε, αντίθετα, από την ήττα και είχε το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεών της στην εξορία, στα σταλινικά ή στα ναζιστικά στρατόπεδα. Ορισμένοι ιστορικοί ή αγωνιστές συμπέραναν ότι η ίδρυση της 4ης Διεθνούς συνδεόταν για τον Τρότσκι με την πρόγνωση σύμφωνα με την οποία ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, που προέβλεπε, θα κατέληγε στην πτώση του σταλινισμού και σε μια ανάκαμψη της παγκόσμιας επανάστασης που θα ήταν το ίδιο συγκλονιστική με αυτήν που εμφανίστηκε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Στην περίπτωση αυτήν, θα βλέπαμε να επανεμφανίζεται το επαναστατικό μπολσεβίκικο ρεύμα στην ΕΣΣΔ χωρίς να έχει στην πραγματικότητα σπάσει η συνέχειά του με μία ή δύο δεκαετίες σταλινικής αντίδρασης. Η πρόγνωση αυτή δεν επαληθεύτηκε.

Αλλά η δημιουργία της Διεθνούς πήγαζε από αρχές, όχι από μια πρόγνωση. Η ύπαρξή της, η διατήρηση ενός πλαισίου κοινής προγραμματικής σκέψης στην καρδιά του τυφώνα, επέτρεψε στους αγωνιστές της να προσανατολιστούν, να κρατήσουν την πυξίδα, μέσα σε πρωτόγνωρες και απρόβλεπτες συνθήκες, ενώ τόσα ρεύματα ποσοτικά πολύ πιο σημαντικά πριν από τον πόλεμο εξαφανίζονταν ψυχή τε και σώματι.

Τα σημερινά γεγονότα αποτελούν μια νέα μεγάλη αλλαγή της κατάστασης. Ο μισός αιώνας που έχει περάσει δεν αποτελεί μια παρένθεση που τώρα κλείνει. Η ιστορία δεν επανέρχεται στα βήματά της για να μας προσφέρει να ξαναπιάσουμε τη στιγμή όπου οι εξορμήσεις της Γκεπεού διέκοψαν τη συζήτηση ανάμεσα στην Αριστερή Αντιπολίτευση και στην μπουχαρινική Αντιπολίτευση, ούτε και η πτώση του τείχους του Βερολίνου δεν μας γυρίζει πίσω στο χρόνο, για να ξαναξεκινήσουμε παρέα με την Ρόζα Λούξεμπουργκ. Ο καιρός έχει αλλάξει πολλούς χάρτες και έχει σβήσει πολλά σήματα. Σε σημείο που η Οκτωβριανή Επανάσταση να μη φαίνεται, ούτε στην ίδια την ΕΣΣΔ, σαν η θεμελιακή εμπειρία και η φυσική πηγή της επανίδρυσης ενός ανεξάρτητου εργατικού κινήματος.

Αυτοί που θέλουν να επανασυνδεθούν με τις καλύτερες παραδόσεις του εργατικού κινήματος έχουν κάθε δικαίωμα να τα θέσουν όλα σε αμφισβήτηση. Στις συνθήκες αυτές, η 4η Διεθνής όπως είναι δεν φαίνεται σαν η φυσική εναλλακτική λύση στις γραφειοκρατικές ηγεσίες που καταρρέουν. Αυτό θα μπορούσε να συνέβαινε κατά τη δεκαετία του τριάντα ή μετά τον πόλεμο: Η λάμψη της ρωσικής Επανάστασης λειτουργούσε ακόμα σε άμεση γραμμή, οι άνθρωποι ήταν συχνά ακόμα οι ίδιοι. Σήμερα, η διεθνής αναδιοργάνωση του εργατικού κινήματος είναι ένα πολύ πιο ανοιχτό και σύνθετο εργοτάξιο.

Εμείς κρατάμε έναν στόχο, όχι υπερβολικό, αλλά σίγουρα φιλόδοξο: Την ανοικοδόμηση μακροπρόθεσμα μιας μαζικής επαναστατικής Διεθνούς. Θεωρούμε την 4η Διεθνή σαν ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο από ένα πολύτιμο εργαλείο για το καθήκον αυτό. Πολύτιμο, επειδή τίποτα το καλό δεν θα βγει από τη μέθοδο της ισοπέδωσης των πάντων ή μηδενίζοντας τους μετρητές. Μπορούμε να θέτουμε νέα ζητήματα, αλλά τα θέτουμε πάντα με μια παλιά γλώσσα. Μπορούμε να ρωτούμε τον κόσμο που αλλάζει, αλλά τα ίδια τα ερωτήματα που του θέτουμε προϋποθέτουν μια θεωρία, ανοιχτή, έτοιμη να εμπλουτιστεί, να αυτοκριθεί, αλλά αρκετά συνεκτική για να οργανώσει ένα διάλογο.

Με άλλα λόγια, απέναντι στην απώλεια της μνήμης που απειλεί το εργατικό κίνημα, έχει σημασία να διατηρηθεί μια συνέχεια στην πρακτική και στο πρόγραμμα, που να μας επιτρέψει να προσανατολιστούμε στις πλατιές ανασυνθέσεις που έρχονται. Ταυτόχρονα, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να επέμβουμε, χωρίς προκαταλήψεις ούτε σεκταρισμούς, στα στοιχεία, ακόμα και περιορισμένα και εύθραυστα, μοριακής ανασύνθεσης, σε εθνικό ή περιφερειακό επίπεδο, είτε πρόκειται για κινητοποιήσεις και κοινές δραστηριότητες με ρεύματα που, χτες, αγνοούσαν το ένα το άλλο ή και βρίζονταν, είτε πρόκειται για ανταλλαγές εμπειριών ή σκέψης. Ξέροντας να μένουμε υπομονετικοί.

Ο τραυματισμός ήταν βαθύς. Η ανάρρωση θα πάρει καιρό. Δεν μπορεί να επιταχυνθεί παρά μόνο με νέα μεγάλα γεγονότα, με νέες εποικοδομητικές εμπειρίες που να είναι σε θέση να αποσαφηνίσουν τα μεγάλα ερωτήματα και να πολώσουν τις διασκορπισμένες σήμερα δυνάμεις. Από την ικανότητά μας να κρατήσουμε και τις δύο άκρες της αλυσίδας, να μην χάσουμε το νήμα μιας πολιτικής ταυτότητας και να στρατευτούμε χωρίς προκαταλήψεις στους διαλόγους που ανοίγονται, εξαρτάται το μέλλον μας. Δρόμος στενός αναμφισβήτητα, ανάμεσα στο δελεασμό μιας ψευτο-ασφάλειας της σεκταριστικής ρητορικής και στο μαλακό μαξιλάρι της αμφιβολίας χωρίς μέθοδο.

Αντίθετα από πολλά στερεότυπα, από άγνοια ή από κακή πρόθεση, ο Τρότσκι της μάχης για την 4η Διεθνή δεν είναι ο βιαστικός μεγαλομανής αλλά ο υπομονετικός παιδαγωγός, του οποίου πρέπει να αφομοιώσουμε την προσέγγιση: «Δεν ξέρω σε ποιο στάδιο θα φτάσει η 4η Διεθνής. Κανείς δεν το ξέρει. Είναι πιθανόν να πρέπει και πάλι να μπούμε μέσα σε μια ενοποιημένη Διεθνή με την 2η και την 3η. Είναι αδύνατον να θεωρήσουμε τη μοίρα της 4ης ανεξάρτητα από τη μοίρα των εθνικών της τμημάτων και το αντίστροφο (…) Πρέπει να προβλέψουμε καταστάσεις χωρίς προηγούμενο στην ιστορία (…) Εάν θεωρήσουμε την 4η Διεθνή μόνο σαν μια διεθνή μορφή που μας υποχρεώνει να παραμείνουμε ανεξάρτητες προπαγανδιστικές κοινότητες σε όλες τις συνθήκες, τότε είμαστε χαμένοι. Όχι, η 4η Διεθνής είναι ένα πρόγραμμα, μια στρατηγική, ένας πυρήνας διεθνούς ηγεσίας. Η αξία της πρέπει να συνίσταται σε μια στάση που να μην παραείναι νομική».

Daniel Bensaïd

Rouge no 1418, 1990

daniel-bensaid


(*) Το κείμενο αυτό δημοσιεύθηκε πρώτη φορά το 1990 στη Rouge, no. 1418, suppl., pp. 32-35, υπό τον τίτλο “Le dernier combat de Trotsky”. Η ελληνική του μετάφραση δημοσιεύτηκε στον Σπάρτακο, 28, ∆εκέμβρης 1990-Γενάρης 1991, σσ. 33-37. Αυτή τη μετάφραση αναδημοσιεύουμε κι εδώ, ως ένα φόρο τιμής στο σύντροφό μας Daniel. Το κείμενο γράφτηκε σε μια περίοδο η οποία αποτελεί ένα σημείο καμπής στην ιστορία των αγώνων για την κοινωνική χειραφέτηση: τη στιγμή που κατέρρεαν τα γραφειοκρατικά καθεστώτα της Ανατολής. Νομίζουμε, ωστόσο, ότι διατηρεί αμείωτη σχεδόν την επικαιρότητά του, αφού και σήμερα το πρόβλημα με το οποίο πρέπει να αναμετρηθούμε έγκειται ακριβώς στο πώς θα καταφέρουμε να οικοδομήσουμε μια μαζική επαναστατική ∆ιεθνή, κρατώντας την αλυσίδα «κι από τις δύο της άκρες», εμμένοντας, δηλαδή, αφενός στις αρχές του επαναστατικού μαρξισμού και δοκιμάζοντας αφετέρου εμπειρίες ανασύνθεσης του διασκορπισμένου αντικαπιταλιστικού δυναμικού, χωρίς να μετατρέπουμε τις αρχές μας σε, αποτρεπτικές για κάθε νέα δημιουργική σύνθεση, «προκαταλήψεις». H Σ.Ε. του Σπάρτακου [Σπάρτακος αρ.101, Φλεβάρης 2010, για τον Daniel Bensaïd (25 Μαρτίου 1946 – 12 Ιανουαρίου 2010)].


Σπάρτακος 28, Δεκέμβρης 1990 – Φλεβάρης 1991

Σπάρτακος 101, Φεβρουάριος 2010

Σπάρτακος αρχείο


https://wp.me/p6Uul6-lo

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s