Από την αριστερή πανσπερμία στο δήθεν κόμμα των μελών και ουσιαστικά στο εκλογικό μέτωπο
Ένας απολογισμός χρειάζεται, ακόμα και σκληρός, αν η “ανασύνθεση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς” θέλει να ξεπεράσει τα εμπόδια, που μπορεί και η ίδια να βάζει. Ο σ.Γ.Φελέκης καταγράφει ορισμένα από αυτά τα αρνητικά στοιχεία της 10-χρονης εμπειρίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. [ΤΠΤ]
Δεν είναι μάλλον τυχαίο το γεγονός ότι η ελληνική αριστερά καταλαμβάνεται συνήθως από άκρατη ενωτική διάθεση ενόψει εκλογικών αναμετρήσεων. Αντί το κίνητρο να είναι τα βαριά καθήκοντα για την αντιμετώπιση της νεοφιλελεύθερης επίθεσης όπως και του κατακερματισμού της αριστεράς, η επιδίωξη –όπως αποδείχτηκε από όλη την πορεία μέχρι σήμερα– ήταν να κουκουλωθούν όλες οι μεταξύ μας γνωστές σοβαρές προγραμματικές και τακτικές διαφορές με το επιχείρημα και την απαίτηση να λειτουργήσουμε σαν ενιαίο κόμμα με εσωτερική πειθαρχία και εκλογή οργάνων με ενιαίο ψηφοδέλτιο και πλειοψηφικό σύστημα. Η εμπειρία σχεδόν δύο αιώνων εργατικού κινήματος και αριστερών αγώνων όπως και οι σοβαρές προθέσεις παραμένουν βουλωμένο γράμμα.
Με τη γνωστή μέθοδο της κοπτοραπτικής φτιάχνεται ένα κείμενο με γενικολογίες –να βγούμε από την Ε.Ε., να βγούμε από το ευρώ, να κρατικοποιηθούν οι τράπεζες με εργατικό έλεγχο, να καταργηθεί το χρέος– τα οποία υποτίθεται ότι καλύπτουν όλους/ες και, αν υπάρχουν αντιρρήσεις ή διαφωνίες, η πλειοψηφία αποφασίζει απαιτώντας πειθαρχία στις αποφάσεις. Το γιατί, πού, πότε, από ποιούς/ές, και πώς, μπορεί ο καθένας/καθεμία -αν τυχόν τον/την απασχολεί- να νομίσει ό,τι θέλει.
Ο αποδεδειγμένος στόχος εσωτερικά παρέμεινε το ποιός/α θα στρατολογήσει ποιόν/α από τους πολυάριθμους ανένταχτους/ες, που βάσει των υποσχέσεων για κάτι καινούργιο συγκινούνται και προσχωρούν στο εγχείρημα μέχρι να διαπιστώσουν ότι πρόκειται για άλλη μια απ’τα παλαιά. Οι κοινές τοπικές οργανώσεις, η κοινή συζήτηση και δράση, έμειναν στο χαρτί της απόφασης, εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις όπου υπήρχαν αρκετοί ανένταχτοι/ες ικανοί/ες να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες.
Το κοινό έντυπο, που αποφασίστηκε ομόφωνα από όλες τις πανελλαδικές συνδιασκέψεις και τα ενδιάμεσα Πανελλαδικά Συντονιστικά Όργανα, και που θα ήταν ο τρόπος οργάνωσης της κοινής μας δράσης και της κοινής συζήτησης για την προγραμματική, στρατηγική και τακτική ομογενοποίηση, και που ήταν απαραίτητο για ουσιαστική ενοποίηση και ως κοινό μας όργανο απεύθυνσης στην κοινωνία, πάντα αναβαλλόταν και ουδέποτε εκδόθηκε. Όπως και μια σειρά άλλα πράγματα που θα σηματοδοτούσαν για την ΑΝΤΑΡΣΥΑ μια ταυτότητα.
Οι συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνέχισαν να λειτουργούν κατά μόνας, όπως και στο παρελθόν και οι ανένταχτοι/ες αναγκαστικά αδρανοποιήθηκαν, εκτός από ελάχιστους/ες που ένιωθαν πιο κοντά στη μία ή την άλλη οργάνωση και εντάχθηκαν ή παραμένουν σαν ανένταχτοι δορυφόροι. Στην καλύτερη περίπτωση, όλον αυτόν τον κόσμο τον θυμούνται για καμία ψήφο ενόψει συνδιασκέψεων για την εκλογή περισσότερων κομματικών αντιπροσώπων ή ενόψει γενικών εκλογών, που δυστυχώς φέτος έχουμε πολλές και θα τους/τις ζαλίσουμε.
Η εσωτερική συζήτηση και η έντονη διαμάχη, τα πρώτα έξι χρόνια, περιορίστηκε σε όλες τις συνδιασκέψεις και τα Π.Σ.Ο. στον εκλογικίστικο στόχο του “πώς θα υλοποιηθεί η συμπόρευση με το Σχέδιο Β του συντρόφου Αλέκου Αλαβάνου μετά την απομάκρυσή του από το ΣΥΡΙΖΑ”. Το πρόβλημα κόλλαγε στο γεγονός ότι η πιο μεγάλη συνιστώσα μας, λόγω των εσωτερικών της συσχετισμών, στο ένα ΠΣΟ ήταν υπέρ και στο επόμενο κατά, μέχρι το ’14 όπου η ΑΡΑΝ και η ΑΡΑΣ, που ήταν σταθερά υπέρ, κουράστηκαν να περιμένουν και αποχώρησαν προσχωρώντας στο Σχεδιο Β και, μετά τον Ιούλη το ’15, στη Λαϊκή Ενότητα που είχε πιο σίγουρη την εκλογική επιτυχία. Αυτό η ΑΝΤΑΡΣΥΑ το γλύτωσε εύκολα μιας και η Λαϊκή Ενότητα μας έκλεισε την πόρτα χωρίς δεύτερη κουβέντα.
Η μακροχρόνια εμπειρία του εργατικού κινήματος διδάσκει ότι για οποιαδήποτε ενοποιητική διαδικασία είναι απαραίτητο ένα συγκεκριμένο κοινό πολιτικό έδαφος που να αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο στόχο. Αυτό μπορεί να κυμαίνεται από μια εκλογική συνεργασία που η κάθε συνιστώσα λέει τα δικά της και απλά κατεβάζουν ένα κοινό ψηφοδέλτιο αλληλοστήριξης, ένα εκλογικό μέτωπο στη βάση μιας εκλογικής πλατφόρμας κοινά αποδεκτής και συμφωνημένης, ένα μέτωπο κοινής δράσης για ένα ή περισσότερα θέματα που συμφωνούν όσοι/ες συμφωνούν, μέχρι και την ενοποίηση διαφορετικών οργανώσεων και κομμάτων αφού διαπιστώσουν, είτε μέσα από την ανεξάρτητη πορεία τους, είτε μέσα από μια διαδικασία κοινής δράσης και κοινής συζήτησης, ότι έχουν αποκτήσει κοινό έδαφος για την στρατηγική, την τακτική, και τα κριτήρια για την εκτίμηση μιας κατάστασης και συνεπώς θεωρούν ότι αυτά τους επιτρέπουν να συγχωνευτούν σε ένα πιο ισχυρό επαναστατικό κόμμα, ή τουλάχιστον σε ένα κεντριστικό πολιτικό μόρφωμα, που μέσα από τη διαδικασία της κοινής δράσης και της συντροφικής συζήτησης μπορεί να εξελιχθεί σε επαναστατικό κόμμα – αρκεί να το θέλει και να το επιδιώκει.
Γιατί, αν είναι, όπως στην περίπτωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι σύντροφοι να θεωρούν ότι τα κόμματα και τα προγράμματά τους τα έχουν τελειωμένα και βλέπουν την ίδια την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως ‘χώρο μαζικής παρέμβασης‘ και ωφέλιμη για τα εκλογικά κατεβάσματα, αυτό με τίποτα δεν ανταποκρίνεται σε αυτό που στην εποχή μας είναι απελπιστικά επείγον και αναγκαίο, μιας και ήδη βρισκόμαστε σε κατάσταση προχωρημένης βαρβαρότητας.
Η μοναδική συγκολλητική ουσία που είχε και έχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τις περισσότερες από τις συνιστώσες της ήταν και παραμένουν (τραυματισμένες) οι συσπειρώσεις και παρεμβάσεις στους εργασιακούς και φοιτητικούς χώρους, που χρονολογούνται από τα τέλη της δεκαετίας του ΄70 και της εποχής του ‘ηθικόν ακμαίον’ –όπως επίσης και κάποιες δημοτικές κινήσεις που μάλλον στηρίζονται σε κάποιους/ες σοβαρούς συντρόφους/ισσες και μακροημερεύουν.
Ποτέ, βέβαια, δεν είναι αργά –αλλά η βούληση και ή καλή πρόθεση για κάτι καλύτερο είναι αναγκαία προϋπόθεση.
Γιάννης Φελέκης
3/2/2019
[…] […]