του Θοδωρή Ζέη (L’Anticapitaliste, 24/10/2018)
Ο Θοσωρής Ζέης δουλεύει στο χώρο της νομικής στήριξης σε μετανάστες. Γράφει, επιστρέφοντας από το « hotspot » της Μυτιλήνης, ένα στρατόπεδο με τρομακτικές συνθήκες, σύμβολο της Ευρώπης-φρούριο.
Αν θέλουμε να εντοπίσουμε ένα αφετηριακό σημείο στην διαμόρφωση των νέων μεταναστευτικών πολιτικών στην Ευρώπη, ως πολιτικών εθνικής και ανθρώπινης ασφάλειας, ως την νέα αρχιτεκτονική βιοπολιτικού ελέγχου, αυτό θα ήταν κατά βάση μετά το Τάμπερε το 1999, όπου το Έκτακτο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Κορυφής μεταξύ άλλων αποφάσισε την εντατικοποίηση της αστυνομικής και τελωνειακής συνεργασίας σε ποινικές υποθέσεις στο πλαίσιο της Ε.Ε. Φυσικά, παρόμοιες μέριμνες είχε η Συνθήκη του Σεγκεν. Όμως σίγουρα το αποφασιστικό σημείο καμπής, ήταν σε παγκόσμιο επίπεδο, το Πρωτόκολλο το Παλέρμο (Σύμβαση του ΟΗΕ ενάντια στο Διεθνικό Έγκλημα – Παλέρμο 2000). Τότε συνδέθηκε άμεσα η Μετανάστευση με την Εγκληματικότητα γεγονός που είχε σαν συνέπεια την ανάπτυξη νομικών πλαισίων με έμφαση στον περιορισμό της μετανάστευσης και στον έλεγχο των «παράνομων» εισόδων. Κατασκευάστηκε έτσι ένα νέο σύστημα αποκλεισμών, σε συνδυασμό με μια νέα αναπαράσταση για τον «εχθρό» που στιγμάτισε τους υπηκόους «τρίτων» χωρών ως φορέων του οργανωμένου εγκλήματος του ισλαμικού φονταμενταλισμού και της τρομοκρατίας. Νομιμοποιήθηκε έτσι η ανάπτυξη μηχανισμών κρατικής ασφάλειας, η επέκταση αστυνομικών αρμοδιοτήτων, η δημιουργία νέων συστημάτων πληροφοριών αλλά κυρίως μια συλλογική συνείδηση εναντίον των μη Ευρωπαίων – Άλλων.
Δεν ήταν καθόλου τυχαίο λοιπόν αυτό που συνέβη στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2015 με την άφιξη περίπου ενός εκατομμυρίων ανθρώπων το μεγαλύτερο μέρος των οποίων στο ανατολικό σύνορο της Ευρώπης, την Ελλάδα, κυρίως στα νησιά του Αιγαίου στα σύνορα με την Τουρκία και που ονομάστηκε «προσφυγική κρίση» τόσο από τις εθνικές και ευρωπαϊκές αρχές όσο και από τα ΜΜΕ. Ο «ηθικός πανικός» που προκλήθηκε τεχνητά, οδήγησε στο κλείσιμο του δρόμου προς τον Βορρά και στην συνθήκη Ε.Ε – Τουρκίας η οποία στόχευσε στον αποτελεσματικό έλεγχο των ροών από την Τουρκία με την εφαρμογή ενός νέου συστήματος δυο ταχυτήτων που άρχισε να ισχύει από τις 20 Μαρτίου του 2015 και που μετέβαλε τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου σε «ζώνη ταμπόν» παγιδεύοντας στα camps των νησιών σε άθλιες συνθήκες τους μετανάστες που έφτασαν στην χώρα την επομένη της 20 Μαρτίου 2015.
Από την άποψη αυτή το camp στη Μόρια της Λέσβου αποτελεί το τραγικό παράδειγμα της ανάδυσης αυτού που σήμερα ονομάζεται «Ευρώπη Φρούριο», μια αφήγηση που εγγράφεται στα σώματα 10.000 περίπου σήμερα ανθρώπων που ζουν εκεί το δράμα της μάταιης αναμονής για την ένταξη τους στον λεγόμενο «Πρώτο Κόσμο» της Αγοράς και των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Έχοντας μόλις επιστρέψει από την Λέσβο, μεταφέρω την τελευταία εικόνα από αυτόν τον σύγχρονο τύπο εκτοπισμού.
10.000 περίπου αιτούντες άσυλο, περίπου το 1/3 του συνολικού πληθυσμού της πόλης καθώς η πόλη της Μυτιλήνης αριθμεί περίπου 30.000 κατοίκους, ζουν σε ένα χώρο που έχει υποδομές για περίπου 3000 άτομα. Το 52% ζει σε σκηνές μέσα και τελευταία, έξω και γύρω από το camp. Ανήλικοι είναι το 30% και οι γυναίκες το 22%. Το μισό περίπου του πληθυσμού είναι οικογένειες, ενώ οι ασυνόδευτοι ανήλικοι που ζουν στη Μόρια είναι περίπου 406. 47% περίπου είναι ευάλωτοι. Οι περιφερειακές υγειονομικές αρχές, μετά από πρόσφατο επιτόπιο έλεγχο διαπίστωσαν ότι οι συνθήκες χειροτέρευσαν δραματικά τόσο όσον αφορά τον χώρο του camp λόγω του συνωστισμού ανθρώπων στα κοντέινερ και στις σκηνές, όσο και στον περιβάλλοντα χώρο από τα λύματα που διοχετεύονται ανεξέλεγκτα στα ρέματα που υπάρχουν στην περιοχή. Η κατάσταση της υγείας των ανθρώπων αυτών γίνεται μέρα με τη μέρα πιο επισφαλής, ειδικά για τα ανήλικα παιδιά, ενώ αναφέρονται πλέον συχνά, σε εβδομαδιαία βάση απόπειρες αυτοκτονίας και αυτοτραυματισμού εφήβων. Την περασμένη εβδομάδα αναφέρθηκε ότι παραιτήθηκε ο τελευταίος γιατρός που είχε μείνει, αφήνοντας χωρίς κάλυψη χιλιάδες επείγοντα περιστατικά. Η κατάσταση έντασης με την τοπική κοινωνία οδηγεί όλο και πιο συχνά σε σοβαρά επεισόδια γενικευμένης ρατσιστικής βίας. Δεν είναι τυχαίο που οι Περιφερειακές Αρχές, λαμβάνοντας υπόψη τις εκθέσεις για την απειλή στην δημόσια υγεία, έδωσε διορία ενός μήνα για την ουσιαστική βελτίωση των συνθηκών στο camp απειλώντας να το κλείσει σε αντίθετη περίπτωση. Το Υπουργείο Μετανάστευσης, σχεδιάζει μετά από αυτά την μεταφορά 2000 περίπου ανθρώπων που θεωρούνται «ευάλωτοι» από το camp της Μόρια σε άλλες δομές που ετοιμάζονται σε διάφορα σημεία της χώρας. Την ίδια στιγμή οι διαδικασίες για την εξέταση των αιτημάτων ασύλου και οικογενειακής επανένωσης με συγγενείς τους στην Ευρώπη αργούν δραματικά καθώς οι αρμόδιες υπηρεσίες αδυνατούν να ανταποκριθούν σε χρόνους λογικούς, ενώ το νομικό πλαίσιο κινείται προς την κατεύθυνση του περιορισμού των δικαιωμάτων ακρόασης ειδικά στον δεύτερο βαθμό εξέτασης και στην υποβολή νέων αιτημάτων μετά από οριστική απορριπτική απόφαση, ώστε να επιταχυνθούν οι διαδικασίες. Ο ίδιος ο νέος αριστερός Υπουργός Μετανάστευσης δηλώνει αμήχανα «εξαρτιόμαστε από τις ροές..»
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, σε καμιά χώρα δεν φαίνεται καμμιά απολύτως προοπτική αλλαγής του υποδείγματος πολιτικής για το άσυλο και βελτίωσης της σχετικής νομοθεσίας, καθώς διαφαίνεται μια στρατηγική της ακροδεξιάς για διάλυση των υπολειμμάτων κοινωνικής αλληλεγγύης, δηλαδή ο,τι απέμεινε από την παρατεταμένη λιτότητα και την «οικονομική κρίση».
Αντίθετα, παρατηρούμε σε θεσμικό επίπεδο να παραβιάζονται ακόμη και αυτά τα θεσμικά κεκτημένα που ψηφίζονται και ισχύουν μέσα από τις νόμιμες διαδικασίες, μέσω διμερών ημιεπίσημων «deals» όπως πχ μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας σχετικά με τις εκκρεμείς οικογενειακές επανενώσεις όπου επελέγη η μορφή της «Διμερούς Διοικητικής Διευθέτησης». Αυτή η επιλογή πρακτικά σημαίνει ότι προκρίνονται fast track διεθνείς συνθήκες που συνάπτονται διμερώς μέσω ανταλλαγής επιστολών, χωρίς να απαιτείται η δημοκρατική επικύρωση από το κοινοβούλιο.
Οι πολιτικές αυτές συνιστούν πολλά βήματα υποχώρησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρέπει επειγόντως να εντείνουμε τις προσπάθειες ανασυγκρότησης των ανεξάρτητων δικτύων αλληλεγγύης στις χώρες καταρχήν του Νότου, Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία, αλλά και σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και επεξεργασίας νέων προτάσεων για πολιτική δράση απέναντι στον ρατσισμό και την ακροδεξιά.