ΝΑΖΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ
Tου Sylvain Pattieu
Με το άρθρο αυτό ο Sylvain Pattieu απαντά στην άποψη για τις σχέσεις ανάμεσα στο ναζισμό και στην εργοδοσία που θεωρεί τον πρώτο σαν μιά απλή μαριονέτα του δεύτερου και παρουσιάζει την πολυπλοκότητα και τις αντιφάσεις των σχέσεων τους..
Εκείνοι που θέλουν να κατανοήσουν το ναζισμό πρέπει να αποφύγουν δύο θεωρήσεις : Η πρώτη θεωρεί το ναζισμό σαν την έκφραση της θέλησης και της τρέλας ενός ανθρώπου, του Αδόλφου Χίτλερ. Το θέμα δεν είναι να αρνηθεί κανείς τη χαρισματική επιβολή και τη βασική θέση που κατείχε μέσα στο καθεστώς, αλλά ο ναζισμός, όπως και η γενοκτονία, είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς παραγόντων , και όχι απλά το προιόν της θέλησης ενός ανθρώπου ή μιας ιδεολογίας. Η δεύτερη, που συμφωνεί με την αντίληψη της Κομιντέρν της δεκαετίας του 1930, θεωρεί τους ναζί απλές μαριονέτες στα χέρια του «μεγάλου κεφαλαίου». Ένα πρόσφατο παράδειγμα αυτής της απλουστευτικής θεώρησης είναι το άρθρο που εμφανίστηκε πρόσφατα στη Lutte Ouvriere όπου αναφέρει ότι : « Πολύ πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, οι ομάδες κρούσης των ναζί είχαν αξιόλογη οικονομική υποστήριξη από μέρους της μεγάλης γερμανικής εργοδοσίας, τους Krupp και τους Thyssen, που τους έβλεπαν σαν εργαλείο ικανό να αντιμετωπίσει τη γερμανική εργατική τάξη.. Αυτές οι ομάδες κρούσης είχαν στρατολογήσει χιλιάδες μικρέμπορους εξαγρειωμένους, γιατί είχαν καταστραφεί από την οικονομική κρίση που άρχισε το 1929, αλλά επίσης στρατολογούσαν από τον υπόκοσμο της κοινωνίας. Η εργοδοσία δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα απαιτητική για την ηθική των ανθρώπων της.»
Το να θεωρούμε τους ναζί σαν απλά υποχείρια της εργοδοσίας είναι μια ιστορική ανακολουθία. Τίθενται δύο ξεχωριστά προβλήματα : εκείνο της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία και εκείνο της οικονομικής πολιτικής που άσκησε κατά τα 12 χρόνια που έμεινε στην κυβέρνηση, σε τι μπορούσε να «υπηρετήσει» τα συμφέροντα του γερμανικού καπιταλισμού και ποιος κυβερνούσε στην πραγματικότητα την οικονομία, οι ναζί ή η εργοδοσία;
Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία
Η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία δεν εξηγείται μόνο από τη δράση της μεγάλης εργοδοσίας της Γερμανίας. Ο ιστορικός P. Paxton υπενθυμίζει ότι «η λεπτομερειακή έρευνα των αρχείων της βιομηχανίας δείχνει ότι οι περισσότεροι γερμανοί επιχειρηματίες, χρηματοδοτούσαν όλους τους μη μαρξιστικούς πολιτικούς σχηματισμούς που είχαν έστω και τη μικρότερη πιθανότητα να φράξουν το δρόμο στους μαρξιστές». Επομένως ορισμένοι γερμανοί εργοδότες χρηματοδοτούσαν τους ναζί, όχι όμως κατά προτεραιότητα, και προτιμούσαν να δίνουν τον οβολό τους στα συντηρητικά κόμματα, που, από τη σκοπιά τους, ήταν πολύ περισσότερο προβλέψιμα και αξιόπιστα από αυτό το εξτρεμιστικό κόμμα με τα ασαφή οικονομικά σχέδια. Ο ναζισμός δεν ήταν ένα είδος ιδιωτικού στρατού που χρηματοδοτούσαν οι εργοδότες, η περίπτωση του βιομήχανου της μεταλλουργίας Thyssen, που υποστήριξε από νωρίς το Χίτλερ (αλλά τα χάλασε μαζί του το 1939), είναι μια εξαίρεση. Αλλά τα εκλογικά αποτελέσματα του ναζιστικού κόμματος (έστω και αν δεν πήρε ποτέ την απόλυτη πλειοψηφία), η ικανότητα του να καταλαμβάνει τους δρόμους και να πολλαπλασιάζει τις επιθέσεις ενάντια στην αριστερά, καθώς επίσης και η κατάσταση πολιτικού αδιεξόδου όπου βρισκόταν η δεξιά το έκαναν έναν αναπόφευκτο συνομιλητή. Ο Χίτλερ δεσμεύθηκε σε μια πολιτική του όλα ή τίποτα, διεκδικώντας τη θέση του καγκελάριου ενώ η δεξιά του πρότεινε να συμμετέχει σε κυβέρνηση συνασπισμού, κάτι που του απέδωσε πολλά αλλά κόντεψε να του στοιχίσει πολύ ακριβά. Το Νοέμβριο του 1932, όταν οι ψήφοι του ναζιστικού κόμματος έπεσαν στο 33%, από το 37% των εκλογών του περασμένου Ιουλίου, τα ταμεία του ναζιστικού κόμματος ήταν άδεια.
Τα εσωτερικά αδιέξοδα της δεξιάς εξαιτίας των οικονομικών δυσχερειών και της κοινωνικής αναταραχής που συντηρούσαν οι ίδιοι οι ναζί (συγκρούσεις στο δρόμο με τους κομμουνιστές, πολιτικές βιαιοπραγίες) είναι που προκάλεσαν την ονομασία του Χίτλερ σε καγκελάριο, τον Ιανουάριο του 1933. Ο ανταγωνισμός στη δεξιά ανάμεσα στον Φον Πάππεν και τον Σλάιχερ, οδήγησαν στη σύναψη μιας μυστικής συμφωνίας ανάμεσα στον γέρο πρόεδρο Χίντεμπουργκ και τον Φον Πάπεν για την τοποθέτηση του Χίτλερ, σαν λύση συμβιβασμού, στην καγκελαρία με την πλειοψηφία των υπουργών από τα συντηρητικά κόμματα. Γεγονός που οδήγησε τον ιστορικό Alan Bullock να μιλήσει για μια «συνομωσία της σκάλας υπηρεσίας».
Ο Χίτλερ στην εξουσία
Οι επιχειρηματικοί κύκλοι της Γερμανίας ήταν από καιρό εχθρικοί στη δημοκρατία της Βαιμάρης και επιθυμούσαν μια αυταρχική συντηρητική κυβέρνηση, ικανή να κρατήσει την τάξη. Ο Χίτλερ έδωσε εγγυήσεις για την αποτελεσματικότητα του με την άφιξη του στην εξουσία, συντρίβοντας το εργατικό κίνημα (συνδικάτα, κόμματα της αριστεράς) και καταστέλλοντας την πιο ανήσυχη πτέρυγα του ναζιστικού κόμματος (τα SA με τη Νύχτα των Μεγάλων Μαχαιριών το 1934). Ο ναζισμός απελευθέρωσε τη μεγάλη βιομηχανία από ένα ταραγμένο κοινωνικό κλίμα, χωρίς να αγγίξει τα εργοδοτικά προνόμια και την ατομική ιδιοκτησία. Κατά συνέπεια δέχθηκαν τις ανάλογες ενισχύσεις από μια εργοδοσία που ήθελε να τα έχει καλά μαζί τους. Αλλά οι ναζί έπρεπε να συνυπάρξουν με αυτούς τους εργοδοτικούς κύκλους, όπως και με το στρατό, που ήταν πολύ ισχυρός στη Γερμανία, και έφτασαν στην ηγεμονία σταδιακά. Ο Χίτλερ, με το τετραετές πλάνο του 1936, προώθησε τον επανεξοπλισμό και την αυτάρκεια, με την προοπτική του πολέμου, ενάντια στις εξαγωγικές βιομηχανίες που ευνοούσαν το διεθνές εμπόριο. Ευνόησε τα βιομηχανικά συμφέροντα που συνδέονταν με την IG Farben, το γίγαντα της χημικής βιομηχανίας. Το 3ο Ράιχ υπήρξε μια πηγή μεγάλων κερδών για τους βιομηχανικούς τομείς. Τα κέρδη της IG Farben πέρασαν από 70 εκατομμύρια μάρκα το 1933 σε 300 εκατομμύρια το 1940.
Η βιομηχανία, απαραίτητη για τους πολεμικούς στόχους του καθεστώτος, είχε περιθώρια διαπραγματεύσεων ώστε να μην υποταχθεί στο ναζιστικό καθεστώς. Ωστόσο, η πρωτοβουλία για την οικονομική πολιτική παρέμενε στους ναζί καθώς και οι διαδικασίες εφαρμογής της, δεδομένης μιας σχετικής προτεραιότητας του πολιτικού απέναντι στο οικονομικό. Τα βιομηχανικά συμφέροντα δεν εξυπηρετήθηκαν λιγότερο σχεδόν μέχρι το τέλος της ναζιστικής πολιτικής. Η εργοδοσία της Γερμανίας δεν δίστασε να ιδιοποιηθεί το εβραικό κεφάλαιο, μετά τα αντεβραικά μέτρα, με τον «εξαριανισμό» των επιχειρήσεων. Εκμεταλλεύθηκαν ανενδοίαστα το φτηνότερο εργατικό δυναμικό που είχε συγκεντρωθεί στα γκέτο της Πολωνίας, ενώ η μεγάλη βιομηχανία επωφελήθηκε πολύ από τη λεηλασία των πλουτοπαραγωγικών πηγών των περιοχών που κατέλαβε ο στρατός.. Μόνο στο τέλος, ο ριζοσπαστικός μηδενισμός των ναζί ήρθε σε σύγκρουση με μια ορθολογική οικονομική πολιτική, δείγμα της σχετικής αυτονομίας του ναζιστικού κράτους. Η εξολόθρευση των Εβραίων, των Τσιγγάνων και άλλων κατηγοριών, που καταδικάστηκαν σε εξαφάνιση μέσα στα στρατόπεδα, πραγματοποιήθηκε λόγω του πολέμου και της βίαιης κατάκτησης αλλά δεν ανταποκρίνεται σε καμιά μηχανιστική οικονομική εξήγηση, και κατέληξε στο να βλάψει την πολεμική και τη βιομηχανική προσπάθεια. Σ’ αυτό το τελευταίο στάδιο, η ναζιστική πολιτική δεν συνέπιπτε πια με το υπέρτατο συμφέρον του καπιταλισμού, την αναπαραγωγή του.