Κίνα – Ιαπωνία: Kung Fu vs Karate
Του Δημήτρη Τσίρκα
Το τελευταίο διάστημα γίναμε μάρτυρες μίας σοβαρής επιδείνωσης στις ήδη προβληματικές, εδώ και μερικά χρόνια, σχέσεις της Κίνας με την Ιαπωνία. Αφορμή για την τελευταία κλιμάκωση της αντιπαράθεσης είναι η έκδοση ενός σχολικού βιβλίου από τη πλευρά της Ιαπωνίας που αποσιωπά το φονικό αποικιακό της παρελθόν και τα εγκλήματα που διέπραξε κατά του κινεζικού λαού στη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου. Στις 9 του Απρίλη μία διαδήλωση 30.000 ατόμων διέσχισε το κέντρο του Πεκίνου και προκάλεσε μικρές ζημιές στην Ιαπωνική πρεσβεία. Την επόμενη μέρα 10.000 διαδηλωτές βάδισαν κατά του ιαπωνικού προξενείου στην Πόλη Γκουαντσού και άλλοι τόσοι κατά ενός ιαπωνικού σούπερ μάρκετ στην πόλη Σερντσέν. Οι διαδηλώσεις που συνεχίστηκαν και την επόμενη εβδομάδα στη Σανγκάη, με μικρότερη όμως ένταση φαίνεται πως είχαν τη σιωπηρή στήριξη της κινεζικής κυβέρνησης που και στο παρελθόν είχε προσπαθήσει να δημιουργήσει αντί- ιαπωνικό κλίμα για ν’ ασκήσει πίεση στη γειτονική χώρα, αποσπώντας ταυτόχρονα τη προσοχή από τα εσωτερικά προβλήματα. Την ίδια στιγμή στην Ιαπωνία είδε το φως της δημοσιότητας δημοσκόπηση που δείχνει ότι το 58% του ιαπωνικού λαού έχει αρνητική άποψη για την Κίνα, ενώ πύκνωσαν και οι εκατέρωθεν προκλητικές δηλώσεις.
Δύο εθνικισμοί συγκρούονται
Ο «πληγωμένος» ιαπωνικός εθνικισμός
Τα σοβαρά προβλήματα μεταξύ των δύο χωρών ξεκίνησαν, φαινομενικά τουλάχιστον, από τη στιγμή που ανέλαβε πρωθυπουργός της Ιαπωνίας ο Γιουνιχίρο Κοϊζούμι. Ο Κοϊζούμι συνδέεται με την ακραία εθνικιστική τάση του κυβερνώντος κόμματός LDP, ονόματι Φουκάντα, τα μέλη της οποίας πίεζαν ανέκαθεν για αύξηση των στρατιωτικών δαπανών, απάλειψη από το σύνταγμα της χώρας του λεγόμενου και πασιφιστικού άρθρου 9, ενώ το 1972 είχαν διαφωνήσει με την αναγνώριση της Κίνας από την Ιαπωνία. Από την αρχή της θητείας του ο Κοϊζουμι επισκέπτεται κάθε χρόνο το αφιλεγόμενο μνημείο Γιασουκούνι που είναι αφιερωμένο στους νεκρούς Ιάπωνες του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου μεταξύ των οποίων και 16 πρώτης τάξης εγκληματίες πολέμου. Ενώ γενικότερα προσπάθησε να ενισχύσει τις εθνικιστικές τάσεις στην ιαπωνική κοινωνία. Οι κινήσεις αυτές προκάλεσαν την έντονη αντίδραση της Νότιας Κορέας και κυρίως της Κίνας η οποία δεν επέτρεψε στον Ιάπωνα πρωθυπουργό να επισκεφτεί τη χώρα δύο φορές: το 2002 στην τριακοστή επέτειο της εξομάλυνσης των σχέσεων μεταξύ των δύο χωρών και το 2003 στην εικοστή πέμπτη επέτειο της συμφωνίας ειρήνης μεταξύ τους.
Στη πραγματικότητα οι κινήσεις Κοϊζούμι δεν αποτελούν παρά μία επιτάχυνση των αλλαγών πολιτικής που δρομολογούν διαδοχικές ιαπωνικές ηγεσίες ήδη από την αρχή της δεκαετίας του ’90. Οι αλλαγές αυτές επιδιώκουν την ενίσχυση του «πληγωμένου», από τη χρόνια οικονομική στασιμότητα, εθνικισμού της χώρας με στόχο να δημιουργήσουν την απαραίτητη κοινωνική συναίνεση που θα της επιτρέψει να παίξει έναν πιο ενεργό πολιτικό και στρατιωτικό ρόλο στο μεταψυχροπολεμικό κόσμο, αντίστοιχο με τη θέση της ως οικονομική υπερδύναμη. Για να γίνει κατανοητό το μέγεθος αυτών των αλλαγών μία μικρή ιστορική αναδρομή είναι απαραίτητη.
Μετά το τέλος του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου οι αμερικάνοι νικητές συνέταξαν το 1946 το νέο σύνταγμα της Ιαπωνίας που παραμένει το ίδιο μέχρι σήμερα, εξοπλίζοντάς το με την αποκήρυξη του δικαιώματος της χώρας να διεξάγει πόλεμο, όπως προβλέπει το άρθρο 9. Ωστόσο με το ξεκίνημα του ψυχρού πολέμου και το χάσιμο της Κίνας το 1949 η ιαπωνική κυβέρνηση, με τις ευλογίες της Ουάσινγκτον, αποφάσισε να συγκροτήσει τη Δύναμη Αυτοάμυνας (ΔΑ). Πρόκειται για ένα κανονικό στρατό που δημιουργήθηκε το 1954 κατά παράβαση του συντάγματος και σε αντιπαράθεση με τη θέληση της πλειοψηφίας του ιαπωνικού λαού. Παρ’ όλα αυτά το άρθρο 9 παρέμεινε ενεργό απαγορεύοντας τη χρήση των ένοπλων δυνάμεων έξω από τα σύνορα της Ιαπωνίας κάτι που είχε και τη συντριπτική έγκριση του ιαπωνικού λαού. Όλα αυτά άρχισαν ν’ αλλάζουν τη δεκαετία του ’90 μετά τη πτώση του ανατολικού μπλοκ. Στην αρχή της δεκαετίας η ιαπωνική κυβέρνηση έστειλε ειρηνευτικό σώμα στην Καμπότζη (με δική της μάλιστα πρωτοβουλία) και αργότερα στη Μοζαμβίκη, τη Ρουάντα, τα Υψίπεδα του Γκολάν και στο Ανατολικό Τιμόρ, ενώ εκμεταλλεύτηκε θαυμάσια την έντονη κρίση στην Κορεατική χερσόνησο στα μέσα του ‘90 για χαλαρώσει τις αντιδράσεις του ιαπωνικού λαού απέναντι σε μία πιο ενεργή συμμετοχή της χώρας στις διεθνείς στρατιωτικές εξελίξεις. Στη πραγματικότητα η Βορειοκρεατική απειλή παραμένει μέχρι σήμερα το βασικότερο μέσο νομιμοποίησης των προσπαθειών επαναστρατιοτικοποίησης της χώρας. Από τότε διεξάγεται μία έντονη συζήτηση στους ηγετικούς κύκλους του κράτους για την απάλειψη του περιοριστικού άρθρου 9 από το σύνταγμα. Μετά την 11η του Σεπτέμβρη η Ιαπωνία κλιμάκωσε τις διεθνείς επεμβάσεις της στο εξωτερικό συμμετέχοντας με σημαντική ναυτική δύναμη στον πόλεμο του Αφγανιστάν και για πρώτη φορά μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στέλνοντας στρατό σε εμπόλεμη ζώνη, στο Ιράκ.
Η αλλαγή στρατηγικής από την ιαπωνική άρχουσα τάξη κρίθηκε απαραίτητη για να μπορέσει η χώρα να προασπίσει τα συμφέροντά της ως οικονομική υπερδύναμη στο μεταψυχροπολεμικό διεθνές πλαίσιο. Έτσι σταδιακά τα τελευταία χρόνια έχει οικοδομήσει έναν αξιόλογο στρατό 178.000 ανδρών, με το 5ο ναυτικό στον κόσμο και αεροπορία μεγαλύτερη από αυτή του Ισραήλ. Το 1% του ΑΕΠ που δαπανά κάθε χρόνο είναι αρκετό για να την κατατάξει στη δεύτερη από πλευράς στρατιωτικών δαπανών το χρόνο (λόγω του τεράστιου ΑΕΠ της). Ταυτόχρονα η κυβέρνηση σχεδιάζει ν’ αυξήσει τις αμυντικές δαπάνες, εκσυγχρονίζοντας το στρατό της στα πλαίσια της συμφωνίας για την αντιπυραυλική άμυνα που υπέγραψε με τις ΗΠΑ ,ενώ προετοιμάζει την κατασκευή μικρών αεροπλανοφόρων που θα της επιτρέπουν τη στρατιωτική ανάπτυξη μακριά από το έδαφός της. Οι κινήσεις αυτές συνοδεύτηκαν από μία συστηματική προσπάθεια από πλευράς του κράτους να διαβρώσει τα φιλειρηνικά συναισθήματα του ιαπωνικού λαού ξαναγράφοντας την ιστορία και δημιουργώντας τακτικά εστίες έντασης πότε με την Κίνα, τη Κορέα αλλά και τη Ρωσία, προκαλώντας κύματα εθνικισμού στη Ιαπωνία και έντονες αντιδράσεις από τους γείτονές της, ιδιαίτερα την Κίνα, τη νέα μεγάλη δύναμη της περιοχής.
Η ανερχόμενη κινεζική δύναμη
Η Ιαπωνία δεν είναι η μόνη δύναμη που διεκδικεί ν’ αναβαθμίσει το ρόλο της στη Νοτιοανατολική Ασία. Παρόμοια πορεία και μάλιστα με πιο γοργούς ρυθμούς ακολουθεί και η Κίνα προσπαθώντας να εξαργυρώσει τη μετεξέλιξή της σε παγκόσμια οικονομική δύναμη στο πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο. Οι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης 9% επί δύο δεκαετίες που στηρίχθηκαν στη γοργή ενσωμάτωση της χώρας στη παγκόσμια αγορά και στη σταδιακή υιοθέτηση της οικονομίας της αγοράς είχαν ως αποτέλεσμα τεράστιες αλλαγές στον κοινωνικό ιστό της χώρας. Προσπαθώντας να συμβαδίσει με αυτές της αλλαγές η κυρίαρχη τάξη υιοθετεί όλο και περισσότερο τον εθνικισμό ως επίσημη κρατική ιδεολογία και βασικότερο εργαλείο νομιμοποίησης του αυταρχικού μονοκομματικού καθεστώτος, εγκαταλείποντας «τον κινεζικό δρόμο προς το σοσιαλισμό». Ο λόγος είναι μάλλον προφανής. Η σοσιαλιστική ρητορεία σε μία χώρα που οικοδομείται ο πιο άγριος καπιταλισμός έχει μικρότερα αποτελέσματα και από τις προεκλογικές σοσιαλιστικές κορώνες της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας. Ταυτόχρονα η αναμόχλευση του εθνικισμού από τη κινεζική γραφειοκρατία της επιτρέπει να εκτρέπει τη τεράστια λαϊκή δυσαρέσκεια από τα εσωτερικά προβλήματα, σε πιο ασφαλή για την ίδια κανάλια.
Ωστόσο θα ήταν εξαιρετικά επιφανειακή μία ανάλυση που εντοπίζει την εντεινόμενη εχθρότητα μεταξύ των δύο χωρών στην αναζωπύρωση των εθνικιστικών παθών για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης, κυρίως της Κίνας και δευτερευόντως της Ιαπωνίας. Τα αίτια είναι βαθύτερα και εστιάζονται κατά κύριο λόγο στις οικονομικές εξελίξεις στη πιο δυναμικά αναπτυσσόμενη ζώνη του πλανήτη. Μία οικονομική υπερδύναμη, η Ιαπωνία που όμως βρίσκεται σε τροχιά παρακμής προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το οικονομικό της πλεονέκτημα. Ανασυγκροτείται στρατιωτικά και πολιτικά, αξιοποιώντας τη στρατηγική συμμαχία της με τη μόνη υπερδύναμη για να εδραιώσει τη κυριαρχία της, σε μία περιοχή που πριν μία δεκαετία θεωρούνταν η πίσω αυλή της. Αυτές οι φιλοδοξίες της Ιαπωνίας έρχονται σε σύγκρουση με την ανερχόμενη κινεζική δύναμη η οποία αποτελεί πλέον το οικονομικό και εμπορικό κέντρο της περιοχής. Οι αριθμοί είναι ενδεικτικοί: η Κίνα απορροφά το 60% των ξένων άμεσων επενδύσεων που πραγματοποιούνται στην Ασία και αντιπροσωπεύει το 50% του εμπορίου της. Το 2003 το εμπόριο της Κίνας αντιπροσώπευε το 5,5% του παγκόσμιου εμπορίου δηλαδή 850 δις δολάρια όσο περίπου και της Ιαπωνίας. Συμπεριλαμβανομένου του Χονγκ Κονγκ η Κίνα αποτελεί τη μεγαλύτερη αγορά για τις εξαγωγές τη Νότιας Κορέας, Ταϊβάν. Σιγκαπούρης, Ιαπωνίας, Μαλαισίας και Φιλιππίνων. Ταυτόχρονα η Κίνα προωθεί μία ζώνη ελευθέρου εμπορίου με τις χώρες του ASEAN σε αντίθεση με την Ιαπωνία που επιδιώκει διμερείς εμπορικές συμφωνίες με ορισμένες από αυτές. Βέβαια το μεγάλο άνοιγμα της κινεζικής οικονομίας τα είκοσι τελευταία χρόνια την έχει κάνει ιδιαίτερα ευάλωτη στις διακυμάνσεις της παγκόσμιας αγοράς. Η κινεζική γραφειοκρατία γνωρίζει πως οι εξαγωγές και οι ξένες άμεσες επενδύσεις που εξασφαλίζουν τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης μπορούν πολύ εύκολα να πληγούν από μία πολιτική ή στρατιωτική αναταραχή στη περιοχή. Για το λόγο αυτό το τελευταίο διάστημα έχει πάρει μία σειρά μέτρων για την εξομάλυνση των σχέσεών της με γειτονικές χώρες όπως η Ινδία και το Βιετνάμ.
Ταυτόχρονα η φρενήρης ανάπτυξη της Κίνας έχει εκτοξεύσει τις ενεργειακές της ανάγκες πιέζοντας προς τα πάνω τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου και δημιουργώντας ένα νέο πεδίο ανταγωνισμού με την Ιαπωνία. Η Κίνα αποτελεί πλέον τη δεύτερη μεγαλύτερη καταναλώτρια και εισαγωγός αργού πετρελαίου στον κόσμο ξεπερνώντας τους Ιάπωνες από το 2003. Χαρακτηριστικό παράδειγμα του ανταγωνισμού των δύο χωρών για ενεργειακές πηγές αποτελεί η απόρριψη από τη Ρωσία μίας πρότασης κατασκευής αγωγού πετρελαίου από την Ανατολική Σιβηρία ως το δίκτυο Ντακίνγκ της Κίνας και η υιοθέτηση μίας ανταγωνιστικότερης ιαπωνικής πρότασηγια κατασκευή αγωγού 4200 χμ από το Ταϊσνετ στη Νακόντκα. Αλλά και η πιο πρόσφατη αντιπαράθεση για τα δικαιώματα εξόρυξης του φυσικού αερίου στη θάλασσα της Ανατολικής Κίνας.
Ο οικονομικός ανταγωνισμός μεταξύ των δύο χωρών ωστόσο, συνοδεύεται από μία συνεχώς μεγαλύτερη αλληλεξάρτηση των οικονομιών τους. Από το 2002 η Κίνα αποτελεί τον πρώτο εμπορικό εταίρο της Ιαπωνίας, αφήνοντας στη δεύτερη θέση τις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα η Ιαπωνία είναι ο μεγαλύτερος ξένος επενδυτής στη Κίνα με επενδύσεις που ξεπερνούν τα $34 δισεκατομμύρια δολάρια και ο βασικός προμηθευτής της χώρας σε τεχνολογία. Η εξάρτηση των δύο οικονομιών μπορεί να είναι μικρότερη για την Ιαπωνία, ωστόσο κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι. Η καχεκτική ανάπτυξη των τελευταίων τριών ετών στην οικονομία της οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις αυξημένες εξαγωγές προς την Κίνα, ενώ οι ιαπωνικές εταιρίες όλο και πιο συχνά αναζητούν κερδοφόρες επενδυτικές διεξόδους στη κινεζική οικονομία, εκμεταλλευόμενες το εξαιρετικά χαμηλό εργατικό κόστος.
Η ολοένα και αυξανόμενη οικονομική αλληλεξάρτηση των δύο χωρών δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα οδηγήσει στην άμβλυνση των μεταξύ τους ανταγωνισμών, οδηγώντας σε μία επωφελής και για τις δύο συνεργασία. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της Κίνας με την Ταϊβάν, όπου παρά τη μεγάλη αλληλεπίδραση των οικονομιών τους, οι σχέσεις τους βαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Στη πραγματικότητα μέσα στο ιμπεριαλιστικό σύστημα οι κυρίαρχες σχέσεις είναι αυτές μεταξύ των εθνικών κρατών τα οποία ενσαρκώνουν τα συμφέροντα ξεχωριστών και ανταγωνιστικών μεταξύ τους αστικών τάξεων. Η λειτουργία του νόμου της συνδυασμένης και ανισόμερης ανάπτυξης έχει ως αποτέλεσμα, η επέκταση της δύναμη ενός κράτους να απειλεί την επέκταση ή ακόμη και επιβίωση των άλλων, ακόμη και αν αυτό δεν είναι ορατό για μεγάλο χρονικό διάστημα. Έτσι στις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ήταν προς το συμφέρον τόσο των ΗΠΑ όσο και της Δυτικής Ευρώπης και Ιαπωνίας η οικονομική ανασυγκρότηση των δεύτερων. Ωστόσο από τη δεκαετία του ’70 και μετά ήταν προφανές ότι η οικονομική και πολιτική ηγεμονία των ΗΠΑ άρχισε ν’ απειλείται σοβαρά από τις χώρες αυτές. Κάτι ανάλογο συμβαίνει σήμερα και με την Κίνα. Όλες οι μεγάλες χώρες βρίσκουν εξαιρετικά επικερδές να επενδύουν σε αυτή, μετατρέποντάς την όμως σταδιακά σε μεγάλη δύναμη ικανή ν’ αμφισβητήσει τα στρατηγικά τους συμφέροντα.
Ο ρόλος των ΗΠΑ
Οι Ηνωμένες Πολιτείες εδώ και πολλά χρόνια πιέζουν την Ιαπωνία να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο στις διεθνείς πολιτικές και στρατιωτικές εξελιξεις. Διαδοχικές κυβερνήσεις της Ουάσινγκτόν ενθαρρύνουν τον επανεξοπλισμό και την αύξηση των αμυντικών δαπανών της χώρας. Ταυτόχρονα πιέζουν για την απάλειψη του άρθρου 9 που θα επιτρέψει στον ιαπωνικό στρατό να επεμβαίνει με άνεση εκτός συνόρων. Στα πλαίσια αυτά έχουν υπογράψει μία σειρά αμυντικών συμφωνιών με το ιαπωνικό κράτος αναβαθμίζοντας τη συνεργασία τους. Η σημαντικότερη από αυτές είναι η συμφωνία για την αντιπυραυλική άμυνα που θα αναβαθμίσει εξαιρετικά τις στρατιωτικές δυνατότητες της Ιαπωνίας. Οι ΗΠΑ στοχεύουν στη δημιουργία μίας αντίστοιχης στρατιωτικής συμμαχίας στον Ειρηνικό με αυτή που απολαμβάνουν με τη Βρετανία στον Ατλαντικό. Η στρατηγική σαφώς δεν είναι άλλη από τον περιορισμό της Κίνας, την οποία οι νεοσυντηρητικοί του Λευκού Οίκο περιγράφουν ως στρατηγικό αντίπαλο, αλλά και ο έλεγχος της ευρύτερης περιοχής της Νοτιοανατολικής Ασίας που αποτελεί την πιο δυναμικά αναπτυσσόμενη ζώνη του πλανήτη.
Ωστόσο μία αναβαθμισμένη στρατιωτικά και πολιτικά Ιαπωνία δεν είναι καθόλου σίγουρο πως θα συνεχίσει να είναι ο πειθήνιος και πάντα πρόθυμος σύμμαχος των ΗΠΑ στις ιμπεριαλιστικές τους εξορμήσεις. Αντίθετα αυτή ακριβώς η αναβάθμιση δημιουργεί τις προϋποθέσεις για όλο και μεγαλύτερη χειραφέτηση της από τον ισχυρό της σύμμαχο. Έτσι κάθε φορά που τα συμφέροντα των δύο χωρών δεν συμπίπτουν η Ιαπωνία θα είναι σε θέση να χαράξει τη δική της πορεία η οποία μπορεί και να συγκρούεται με αυτή των ΗΠΑ. Το παράδειγμα της Γερμανίας φαίνεται να επιβεβαιώνει αυτή την ανάλυση. Ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 η Ουάσινγκτον στήριξε και ενθάρρυνε τις προσπάθειες της Γερμανίας να αναλάβει έναν πιο ενεργό στρατιωτικό και πολιτικό ρόλο έξω από τα σύνορά της. Στην αρχή αυτό φάνηκε να λειτουργεί προς όφελος των ΗΠΑ αφού απέκτησαν έναν νέο ισχυρό σύμμαχο σε εξορμήσεις όπως αυτή του πολέμου στο Κόσοβο το 1999. η επέμβαση στο Ιράκ όμως απέδειξε στην Ουάσινγκτον πως η Γερμανία αισθάνεται πλέον αρκετά ισχυρή ώστε ν’ αμφισβητεί τη πολιτική της όταν κρίνει πως αυτή δεν ευθυγραμμίζεται με τα δικά της συμφέροντα.
Μία σειρά κινήσεις της Ιαπωνίας την τελευταία περίοδο αποδεικνύουν την υφέρπουσα τάση αυτονόμησής της από τις ΗΠΑ. Δημιούργησε οικονομικές σχέσεις με το Βιετνάμ πριν τις ΗΠΑ, ενώ το 2002 επανενεργοποίησε τις διπλωματικές σχέσεις με τη Βόρεια Κορέα χωρίς να ζητήσει την άδεια της Ουάσινγκτον. Την περίοδο μάλιστα που ο Μπούς κατέτασσε τη χώρα αυτή στον «άξονα του κακού». Παράλληλα το Φεβρουάριο του 2004 η ιαπωνική κυβέρνηση ανακοίνωσε τη συμφωνία της με το Ιράν για την εκμετάλλευση του κοιτάσματος Αζαντεγκάν, παρά τις έντονες αντιδράσεις του Λευκού Οίκου. Βέβαια τίποτα από όλα αυτά δεν σημαίνει ότι επίκειται μία ρήξη στις σχέσεις των δύο χωρών. Η σχετική ακόμη αδυναμία της Ιαπωνίας και η σύμπλευση των συμφερόντων τους καθιστούν ένα τέτοιο ενδεχόμενο μάλλον απίθανο στο κοντινό μέλλον.
Το ίδιο ισχύει και για τις σχέσεις της Κίνας με την Ιαπωνία. Καμία από τις δύο χώρες δεν επιθυμεί να ξεφύγει η κατάσταση από τον έλεγχο. Ο ανταγωνισμός όμως μεταξύ τους θα συνεχίσει να οξύνεται επιτείνοντας την αστάθεια στη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας η οποία μαζί με τη Μέση Ανατολή αποτελούν τα νέα πεδία σύγκρουσης των παραδοσιακών και αρχόμενων δυνάμεων για κυριαρχία ,σε έναν κόσμο που όλο και περισσότερο προσομοιάζει με αυτόν των αρχών του προηγούμενου αιώνα.