Γαλλία: νίκη κατά του ευρωσυντάγματος;

Σπάρτακος 79, Μάης 2005


Γαλλία:

Δημοψήφισμα για το ευρωπαϊκό σύνταγμα: προς νίκη του κοινωνικού κινήματος;

 

Του Χρήστου Ιωνά

Τη στιγμή που γράφεται το άρθρο αυτό, είναι πολύ δύσκολο να ξέρουμε εάν το ΟΧΙ στο ευρωσύνταγμα θα έχει την πλειοψηφία των ψήφων στις 29 Μαΐου, παρόλο που πάνω από 15 διαδοχικές δημοσκοπήσεις θεωρούν ότι θα επικρατήσει (σήμερα με ποσοστό 56%, χάρη και στο Σιράκ που εμφανίστηκε στην τηλεόραση για να υπερασπίσει το «ναι»!). Ωστόσο, ο πανικός που έχει καταλάβει εδώ και ένα μήνα το φιλελεύθερο στρατόπεδο, τόσο στα δεξιά όσο και στην ηγεσία του Σοσιαλιστικού Κόμματος ή των Πρασίνων, αποτελεί καθημερινό και πολύ ευχάριστο θέαμα! Όμως, είναι προφανές πως ο στόχος που έθεσε το στρατόπεδο του κοινωνικού ΟΧΙ στο σύνταγμα του Ζισκάρ είναι αφενός να πετύχει αυτό που θα ήταν μια σημαντική πολιτική νίκη και, αφετέρου, μέσα από την ίδια καμπάνια να χαραχτούν οι πρακτικές δυνατότητες μιας πολιτικής λύσης της αντιφιλελεύθερης αριστεράς.

Ας θυμίσουμε το προηγούμενο κεφάλαιο (Σπάρτακος, αρ.78, Φλεβάρης 2005): το Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΣΚ) υιοθετεί το «ναι», με το 42% να είναι αντίθετοι. Το κύριο συνδικάτο, η CGT, παίρνει θέση υπέρ του «όχι», παρά τη θέση της εθνικής του ηγεσίας. Υπάρχουν αρκετά ελπιδοφόρες απεργίες στο δημόσιο και στην εκπαίδευση. Όλα αυτά από τα οποία εμείς καταλήγαμε στο ηθικό δίδαγμα: τίποτα δεν αξίζει όσο μια μεγάλη κινητοποίηση για να αντιμετωπίσουμε τη λογική των αφεντικών. Και ήδη από τότε επισημαίναμε τον πανικό που είχε αρχίσει να αγγίζει την ευρωπαϊκή αστική τάξη μπροστά στον κίνδυνο ενός ενδεχόμενου γαλλικού «όχι» στο ευρωσύνταγμα!

Δύο μήνες μετά, πού βρισκόμαστε; Πρώτα-πρώτα, ο Σιράκ πράγματι επέσπευσε ένα δημοψήφισμα που προβλεπόταν για το φθινόπωρο και το έφερε στην άνοιξη (29 Μαΐου), ελπίζοντας να προλάβει να μη φουσκώσει το «όχι». Αλλά κυρίως, η εξέλιξη της πρόθεσης ψήφου ήταν εντυπωσιακή και μάλιστα μέσα σε ένα φόντο αγώνων: το 40% (μάξιμουμ) υπέρ του «όχι» του τέλους Γενάρη έχει ήδη γίνει, εδώ και ένα μήνα 52% σε όλες τις δημοσκοπίσεις. Επιπλέον η ανάλυση της φύσης αυτής της ψήφου είναι αδιαμφισβήτητη: πρόκειται κυρίως για ένα αριστερό, κοινωνικό και αντι-φιλελεύθερο «όχι», που προωθείται από τις κινητοποιήσεις και από μια ενωτική και ενεργητική καμπάνια μιας πλατιάς αντιφιλελεύθερης αριστεράς.

Ας εξετάσουμε εδώ ορισμένα χαρακτηριστικά αυτής της εξαιρετικής κατάστασης.

Άνοδος των κοινωνικών αγώνων

Από το Φλεβάρη, οι κινητοποιήσεις έχουν κάνει ένα σημαντικό βήμα μπροστά, με ισχυρή καμπή τη σημαντική κινητοποίηση της 10ης Μαρτίου για τους μισθούς και το χρόνο εργασίας, όπου πάνω από ένα εκατομμύριο μισθωτοί ξανακατέβηκαν στους δρόμους, αριθμός που ταιριάζει με τις παλαιότερες μεγάλες κινητοποιήσεις του 2003. Και κυρίως, παρά τα ψέματα της κυβέρνησης, είδαμε εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές του ιδιωτικού τομέα: οι εργαζόμενοι του δημοσίου δεν ήταν μόνοι και οι υποτιθέμενες «κατ’εξουσιοδότηση» διαδηλώσεις των εργαζομένων του δημοσίου μεταμορφώνονται σιγά-σιγά σε ένα συνολικό κίνημα ενάντια στην πολιτική της κυβέρνησης, πράγμα που επιβεβαιώνουν και οι δημοσκοπήσεις (ο πρωθυπουργός έχει πλέον μόνο το 28% του κοινού υπέρ του!).

Στις 10 Μαρτίου ήταν επίσης η ευκαιρία για τους εργαζόμενους της εκπαίδευσης να διευρύνουν τον ιδιαίτερο αγώνα τους ενάντια στο νόμο που επέβαλε ο υπουργός Φιλλόν κατά του εκπαιδευτικού κόσμου, νόμο στον οποίο βρίσκουμε πολλά από τα στοιχεία της ευρωπαϊκής φιλελεύθερης σκέψης (μια εκπαίδευση με βασικό στόχο την προσαρμοστικότητα του μελλοντικού εργαζόμενου στον κόσμο της επιχείρησης). Δυστυχώς, για μια ακόμα φορά, πολλά συνδικάτα προσπάθησαν να εμποδίσουν την ανάπτυξη του κινήματος και η ηγεσία της FSU, που είναι κατά πολύ το μεγαλύτερο συνδικάτο του κλάδου, δεν θέλησε να προχωρήσει μόνη της και να δώσει σαφείς κατευθύνσεις για ριζοσπαστική δράση. Έτσι, είναι κυρίως οι μαθητές των λυκείων που πήραν τη σκυτάλη, με εντυπωσιακές διαδηλώσεις, είτε μόνοι τους είτε μαζί με σύζευξη με εργάτες, όπως στις 10 Μαρτίου. Μπροστά σε αυτή τη ριζοσπαστικοποίηση, η κυβέρνηση δεν δίστασε να παίξει το χαρτί του χειρότερου, χρησιμοποιώντας στις 8 Μαρτίου νεαρούς κίτρινους που -πρωτοφανές και ανησυχητικό- επιτέθηκαν βίαια στους μαθητές κάτω από τα απαθή βλέματα της αστυνομίας. Η προσπάθεια να τρομοκρατηθούν οι νέοι εν μέρει πέτυχε, αλλά το γεγονός αυτό βρίσκεται σήμερα στο επίκεντρο αμφισβήτησης από την πλευρά των συνδικάτων, των οικογενειών, των δημοσιογράφων. Επιπλέον, εάν η κινητοποίηση μειώθηκε σε αριθμούς, ωστόσο ριζοσπαστικοποιήθηκε, ξαναπιάνοντας μορφές αυτο-οργάνωσης και δράσης που έδωσαν στο κίνημα μια σαφώς αντιφιλελεύθερη διάσταση, ενώ τα δύο μαθητικά συνδικάτα, που ελέγχονται από το ΣΚ, προσπαθούσαν να διαπραγματευτούν ψίχουλα με την κυβέρνηση! Καταλήψεις λυκείων, σχολειών, συμβολικών χώρων, γενικές συνελεύσεις: ακόμα και αν το κίνημα θα δυσκολευτεί να πετύχει πολύ περισσότερα μέσα στο σημερινό πλαίσιο, η εμπειρία που μόλις έζησαν δεκάδες χιλιάδες μαθητές αποτελεί σημαντικό κεκτημένο και οι νεαροί μας σύντροφοι της JCR ήταν στην πρωτοπορία αυτής της κινητοποίησης.

Άλλος αγώνας κλειδί: η μάχη για την υπεράσπιση των δημοσίων υπηρεσιών (ενάντια στο κλείσιμο χιλιάδων ταχυδρομικών γραφείων, για παράδειγμα), που συμβολίζεται από την εθνική διαδήλωση κάτω από το χιόνι στις 5 Μαρτίου στη Γκερέ, πόλη του κέντρου της Γαλλία, σε μια περιοχή όπου εκατοντάδες αιρετοί παραιτήθηκαν για να διαμαρτυρηθούν για τις φιλελεύθερες επιθέσεις ενάντια σε αυτό που κρατάει τον κοινωνικό ιστό της περιοχής: τις κοινωνικές υπηρεσίες. Εάν ο τύπος προέβαλε κυρίως την εικόνα του Φρανσουά Ολάντ, ηγέτη του ΣΚ, να τον υποδέχονται με χιονοπόλεμο(!), αυτό που περισσότερο μετράει είναι ότι οι περισσότεροι από τους 7.000 διαδηλωτές φώναζαν συνθήματα που συνέδεαν το σύνταγμα του Ζισκάρ με τις φιλελεύθερες οδηγίες που θέλουν να ανοίξουν τις δημόσιες υπηρεσίες στον ανταγωνισμό και αυτό είναι κάτι που αντιστοιχεί σε ένα πραγματικό βίωμα εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων.

Άλλη ευχάριστη κινητοποίηση: των νέων εργαζομένων της Σιτροέν ενάντια στην επέκταση των ωραρίων, όπου και εκεί επανεμφανίστηκε η απεργία, σε έναν χώρο παραδοσιακής καταστολής (στη δεκαετία του ’70, υπήρχε μάλιστα και φασιστικό συνδικάτο σε αυτή την επιχείρηση…), με νίκη των εργαζομένων της οποίας οι επιπτώσεις μπορεί να γίνουν αισθητές και σε άλλες επιχειρήσεις.

Βέβαια, βλέπει κανείς ότι η είσοδος στην πάλη μαζικών τομέων δεν σημαίνει αναγκαστικά τη βεβαιότητα μιας νίκης: για την ώρα, οι εκπαιδευτικοί έχουν χάσει τη μάχη ενάντια στην άθλια νομοθεσία και οι μαθητές τη στιγμή αυτήν πλήττονται από τη διοίκηση. Αλλά, πάντως, μέσα από όλους αυτούς τους αγώνες, η σύγκρουση γίνεται με σαφήνεια κατανοητή από τους συμμετέχοντες όπως και από ένα μεγάλο μέρος της κοινής γνώμης (σχεδόν το 70% στις δημοσκοπήσεις συμφωνούσαν με την απεργία στις 10 Μαρτίου!) ως μια μάχη ενάντια στη φιλελεύθερη λογική σε εθνικό, αλλά και ευρωπαϊκό και ακόμα και παγκόσμιο, επίπεδο. Και ένα νέο συναίσθημα σφυρηλατείται, για το οποίο είχε ήδη γίνει λόγος στο θερινό πανεπιστήμιο της LCR: πολιτική ανυπακοή ενάντια στη φιλελεύθερη αδικία. Ένα ενδιαφέρον παράδειγμα αυτής πνευματικής κατάστασης είναι η ημέρα αλληλεγγύης με τους «αγαπημένους ηλικιωμένους» μας (dixit Raffarin): μετά από τον τρομερό απολογισμό του καύσωνα του 2003 (15.000 θάνατοι ηλικιωμένων), η κυβέρνηση, που είχε την ευθύνη της αδιαφορίας μπροστά σε ένα δράμα για το οποίο προειδοποιούσαν γιατροί και πυροσβέστες, είχε απλώς ενοχοποιήσει την κοινή γνώμη και είχε κηρύξει μια ημέρα εργασίας να προσφέρεται από τους μισθωτούς για να ενισχυθούν τα ασφαλιστικά ταμεία! Η ημέρα που επιλέχτηκε, είναι η Πεντηκοστή, ενώ σε δύο νομούς επιλέχτηκε το Πάσχα: όμως, στους δυο αυτούς νομούς, το Πάσχα ακριβώς, επικράτησε ένα τεράστιο μποϋκοτάζ. Και, στις συνθήκες αυτές, τα συνδικάτα κατάφεραν (επιτέλους!) να πούν όχι σε αυτή τη φιλανθρωπία, ότι πρέπει να φορολογηθούν οι επιχειρήσεις και όχι οι εργαζόμενοι: δεν αποκλείεται λοιπόν στις 16 Μαΐου, μόλις δύο εβδομάδες πριν το δημοψήφισμα για την Ευρώπη, η κυβερνητική πολιτική να χρειαστεί να αντιμετωπίσει και πάλι απεργία! Αλλά θα μπορούσε επίσης κανείς να υποψιαστεί ότι, ώς τότε, τόσο η δεξιά όσο και οι ρεφορμιστικές ηγεσίες θα έχουν προσπαθήσει να βρουν κάποια ρύθμιση… στις πλάτες των εργαζομένων.

Καμπάνια για ένα αριστερό «όχι»

Είναι σαφές: είναι ακριβώς το πλαίσιο που περιγράψαμε πιο πάνω που δίνει τον τόνο της εκλογικής καμπάνιας και μόνο η ηγεσία του ΣΚ βρίσκεται να προσπαθεί να παραστήσει ότι η κατάσταση της κυβέρνησης Σιράκ-Ραφαρέν είναι ανεξάρτητη του ψήφου για το ευρωσύνταγμα! Και, πράγματι, για την ώρα, όλος ο χώρος της δεξιάς-άκρας δεξιάς που θέλει ένα όχι για εθνικιστικούς λόγους βρίσκεται πραγματικά στο περιθώριο και το «όχι» βρίσκεται σαφέστατα από την πλευρά της κοινωνικής αριστεράς. Αυτό είναι προφανώς το αποτέλεσμα μιας δυναμικής που συνδέει τους κοινωνικούς αγώνες και μιας καμπάνιας που θεωρείται πλέον ως μια μορφή ενότητας της αντι-φιλελεύθερης αριστεράς. Το κάλεσμα των 200, για το οποίο μιλούσαμε το Φλεβάρη, έπαιξε ένα ρόλο κλειδί: το κείμενο αυτό, που προώθησε το ίδρυμα Κοπερνίκ, έδωσε το έναυσμα για την ανάπτυξη ενωτικών επιτροπών ή και διάφορων ενωτικών πρωτοβουλιών με αρκετή επιτυχία. Μπορούμε να πούμε ότι, αν εξαιρέσουμε τους κύκλους του τέως πρωθυπουργού, του σοσιαλιστή Φαμπιύς, και του εθνικιστή Σεβενεμάν (χωρίς να ξεχνάμε και τη λαμπερτική σέκτα, γύρω από μία «εθνική επιτροπή για το όχι», η οποία συσπειρώνει μόνο τον εαυτό της και μερικούς καθυστερημένους σταλινικούς), όλη η αριστερά που υποστηρίζει το «όχι» βρίσκεται μαζί σήμερα σε διάφορα κοινά μήτινγκ ή σε συγκεντρώσεις οργανωμένες από μία πολιτική δύναμη αλλά ανοιχτές και σε άλλες δυνάμεις. Το κοινό που προσέρχεται είναι πολυπληθές: 1.800 στο Παρίσι με την LCR και εκπρόσωπους του πορτογαλικού Μπλόκου της Αριστεράς και της ιταλικής Επανίδρυσης. 6.000 στη συγκέντρωση του Κομμουνιστικού Κόμματος στις 14 Απριλίου, όπου παρενέβησαν, κάτω από τα χειροκροτήματα η Μαρί-Ζορζ Μπυφέ (ΚΚΓ), ο Ολιβιέ Μπεζανσενό (LCR), ο Ζαν-Λυκ Μελενσόν (αριστερό ρεύμα του ΣΚ), ο Ζοζέ Μποβέ (Αγροτική Συνομοσπονδία) και άλλοι, αλλά και εκατοντάδες σε πόλεις της επαρχίας ή των προαστίων.

Με λίγα λόγια, η καμπάνια για το κοινωνικό «όχι» αναπτύσσεται μέσα από επιχειρηματολογίες και εκθέσεις και ακολουθώντας αναλύσεις και επιχειρήματα (και μέσα από διάφορα δίκτυα) που αρρωσταίνουν τους φιλελεύθερους και σοσιο-φιλελεύθερους: όταν ένας Λιονέλ Ζοσπέν επιχειρεί να πει πως για αυτόν η Ευρώπη δεν είναι φιλελεύθερη, δεν πείθει πλέον παρά τον εαυτό του και αυτό ακριβώς αποδεικνύουν οι δημοσκοπήσεις, για τις οποίες πρέπει να θυμίσουμε ότι η πρώτη που έδειξε ένα πλειοψηφικό «όχι» ήταν ακριβώς μετά την απεργία της 10ης Μαρτίου! Πράγματι, η εξέλιξη είναι αδιαμφισβήτητη (βλέπε τις λεπτομέρεις της δημοσκόπησης CSA της 12 Απριλίου): το «όχι» είναι πλειοψηφικό στους εργάτες (71%), τους υπαλλήλους (53%), τους μισθωτούς γενικά (59%, και 65% στους εργαζόμενους στο δημόσιο). Ανάλογα με τα διπλώματα, το «όχι» γίνεται μειοψηφικό στους πιο υψηλά διπλωματούχους (56% στους κάτω της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, 50% σε όσους έχουν κάνει τουλάχιστον 2 χρόνια πανεπιστημιακή εκπαίδευση και 35% κατόπιν). Και το πιο ευχάριστο σε σχέση με τις ηγεσίες του ΣΚ και των Πράσινων είναι το «όχι» ανάλογα με την πολιτική συγγένεια: 58% στους οπαδούς του ΣΚ, 66% στους Πράσινους, 84% στην άκρα αριστερά, 71% στο ΚΚ, 31% δεξιά. Το σκοτεινό σημείο που θα μπορούσε να είναι το 95% της άκρας δεξιάς σχετικοποιείται από το απλώς 54% των συμμάχων της εθνικιστών της δεξιάς και κυρίως από την απουσία αληθινής καμπάνιας των φασιστών, καθώς μεταξύ άλλων είναι μπλεγμένοι και με τις εσωτερικές τους διενέξεις για τη μέλουσα διαδοχή του επίλεκτου αρχηγού τους.

Μια δημοσκόπηση της Liberation δείχνει ότι ο «χώρος της νεολαίας» που θέλησε να χρησιμοποιήσει ο Σιράκ για να λανσάρει την καμπάνια για το «ναι», είναι αντιφατικός: 39% «ναι» και 32% «όχι» στους νέους 18-24 ετών, αλλά 27% «ναι» και 40% «όχι» στις ηλικίες 25-29.  Στους μαθητές λυκείου, 40% «ναι», 32% «όχι», αλλά 27% «ναι» και 42% «όχι» στους νέους εργαζόμενους. Και το τηλεοπτικό σόου του Σιράκ δεν επέτρεψε να βγει κάποιος αληθινός ενθουσιασμός στους νέους οπαδούς του «ναι», παρόλη την προσεκτική επιλογή!

Ένα από τα σοβαρά όρια της ανάπτυξης του κοινωνικού «όχι» παραμένει η στάση των ηγεσιών του συνδικαλιστικού κινήματος, που προσπαθούν για διάφορους λόγους να μην πάρουν θέση όταν το «όχι» μοιάζει πλειοψηφικό, ενώ πιέζουν ταυτόχρονα για να καλέσουν για «ναι»: χωρίς καν να μιλήσουμε για την ηγεσία της CFDT, που είναι τόσο ανεξάρτητη από τα πολιτικά κόμματα, όπως λέει, που οργάνωσε μια αληθινή εθνική κινητοποίηση (1.000 μέλη της!) για να έρθουν να ακούσουν τον Ζακ Ντελόρ, πρόεδρο του «ναι» στο ΣΚ, να υπερασπίζεται το ναι, ας αναφέρουμε το συνέδριο της UNSA (κοντά στο ΣΚ) της οποίας ο πρόεδρος είχε τόση δυσκολία να μπορέσει να περάσει το «ναι» που έθεσε τον εαυτό του σαν όρο για να καλέσει να ψηφιστεί το ναι! Αντίθετα, στα συνδικάτα που έχουν τοποθετηθεί υπέρ του «όχι», κάλεσμα για να ψηφιστεί το «όχι» είναι σπάνιο: εκτός από τα SUD (αλλά όχι και η συσπείρωσή τους στην Ομάδα των 10), ούτε η Force Ouvriere, ούτε η FSU και το σωματείο των καθηγητών της, το SNES, που μόλις διοργάνωσε το συνέδριό του (με σχεδόν παμψηφία για να καταδικαστεί το σύνταγμα του Ζισκάρ, αλλά μικρή πλειοψηφία για να μην υπάρξει δημόσιο κάλεσμα υπέρ του «όχι»). Με τέτοιες στάσεις μειώνεται προφανώς η εμβέλεια της καμπάνιας για το κοινωνικό «όχι», και θα μπορούσε αύριο, σε περίπτωση που αντιστραφεί η τάση, να χρησιμοποιηθούν για να περάσει το «ναι»… Βέβαια, μπορεί κανείς να καταλάβει τί διακυβεύεται: μέσα από τη συζήτηση για το σύνταγμα, που διεξάγεται σε πλαίσιο καθορισμένων κοινωνικών αγώνων, διεξάγεται και η συζήτηση για το συνδικαλιστικό προσανατολισμό, που αφορά όλο το γαλλικό εργατικό κίνημα. Αυτό που διακυβεύεται είναι ασφαλώς το εάν σε μια περίοδο όπου η εργοδοσία ούτε μπορεί ούτε θέλει να κάνει καμία παραχώρηση, εάν το συνδικαλιστικό κίνημα θα πρέπει να αναζητήσει κάποιο σάπιο συμβιβασμό ή εάν θα πρέπει να βαδίσει προς σύγκρουση, δίνοντας σαφώς την άποψή του στα σχέδια για την κοινωνία ολόκληρη, όπως με το σύνταγμα.

Οι αντιδραστικές… αντιδράσεις

Απέναντι σε αυτή την εξαιρετική πρόοδο, το στρατόπεδο του «ναι» βρέθηκε σε κατάσταση πανικού, ο οποίος εκφράζεται όχι μόνο στη Γαλλία, αλλά και στους Ευρωπαίους υπεύθυνους της φιλελεύθερης τάξης. Θα θέλαμε, καταρχήν, να διακρίνουμε τις στάσεις της δεξιάς από της ηγεσίας του ΣΚ ή των Πράσινων -τουλάχιστον για έναν προφανή λόγο: εάν ποτέ το «όχι» επικρατούσε, η κρίση που ξέσπασε στο ΣΚ θα έπαρνε μια στρατηγική διάσταση, την οποία έθεσε ακόμα και ο σοσιαλιστής Ανρί Εμανουελί σε μια συνέντευξή του στη Liberation και η οποία δεν είναι άλλη από την ίδια την αξία του σχεδίου του ΣΚ! Και οι ενδεχόμενες εξελίξεις μέσα στο ΣΚ ενδιαφέρουν όλη την αριστερά, όπως το επισημαίναμε το Φλεβάρη, πράγμα που θα ίσχυε λιγότερο για τους Πράσινους, των οποίων η ηγεσία έχει στην πράξη ήδη φαγωθεί από το ΣΚ! Πέρα από τη διαπίστωση αυτήν, στην πραγματικότητα είναι αδύνατον να προχωρήσει κανείς περισσότερο τη διάκριση, γιατί, από τη μια, η περίφημη προώθηση ενός αριστερού «ναι» ακόμα δεν έχει ξεκινήσει (εκτός από τις διακηρύξεις του Ζακ Λανγκ για τις αξίες, λόγια που ούτε καν χαμόγελο δεν προκαλούν πλέον στη γαλλική αστική τάξη), και γιατί από την άλλη τα επιχειρήματα για το «ναι» είναι ακριβώς τα ίδια στο στόμα ενός Σιράκ και στο στόμα ενός Ολάντ. Και η πραγματικότητα των επιχειρημάτων αυτών είναι άλλωστε τρομακτική: δεν υπάρχει κανένα εκτός από την επίθεση ενάντια στους οπαδούς του «όχι», με διάφορες οπτικές γωνίες. Και ακόμα και αν δυσαρεστεί τον Ολάντ (που συμβουλεύει τον Σιράκ να βάλει τον πρωθυπουργό του να βγάλει το σκασμό), η πραγματικότητα είναι ότι όποιος θέλει να αρνηθεί τη στενή σχέση μεταξύ κυβερνητικής πολιτικής Ραφαρέν και του επίκεντρου του κειμένου του Ζισκάρ περνάει στην καλύτερη περίπτωση για ηλίθιος, αλλά πιο συχνά για ψεύτης στην υπηρεσία της εργοδοσίας. Η εργοδοσία υιοθέτησε ακριβώς σε αυτή την περίοδο μια στάση θεληματικής διακριτικότητας που το «αριστερό ναι» δεν θέλησε να σχολιάσει, τη στιγμή που ο πρόεδρος του MEDEF(γαλλικός ΣΕΒ) το εξήγησε: ασφαλώς και είναι πλήρως υπέρ του συντάγματος, αλλά προτιμάει να μην παρέμβει στην εκλογική καμπάνια! Έτσι, η κυβέρνηση έχει καταντήσει, και σε αυτό την μιμείται και το ΣΚ, να οργανώνει εγχειρήματα εντυπωσιασμού, που όμως για την ώρα το μόνο τους αποτέλεσμα είναι να ενισχύουν το «όχι». Παράδειγμα: ο Σιράκ, πολύ ανήσυχος για τις επιπτώσεις της καμπάνιας ενάντια στην οδηγία Μπόλκεστάιν, προσπαθεί να παραστήσει τον κοινωνικό αγκιτάτορα απαιτώντας να εγκαταληφθεί η οδηγία. Αποτέλεσμα: παριστάνονει (μαζί με το ΣΚ!) ότι κέρδισε, αλλά ο ίδιος ο Μπόλκεστάιν εξηγεί πως η οδηγία του απλώς θα αλλάξει λίγο και ότι, πάντως, το προηγούμενο κείμενο είχε γίνει αποδεκτό από τους γάλλους επίτροπους, Μισέλ Μπαρνιέ (τωρινός υπουργός εξωτερικών) και Πασκάλ Λαμύ (ΣΚ)! Και άλλοι φιλελεύθεροι έρχονται να μας θυμίσουν ότι αυτή η οδηγία περιέχεται, στην πράξη, στα κεντρικά άρθρα του συντάγματος που αναφέρονται στην υποχρέωση να μην εμποδίζει τίποτα τον ανταγωνισμό! Άλλο παράδειγμα: απέναντι στις πολλές αναλύσεις που υπογραμμίζουν την επιδείνωση που θα αποτελούσε το σύνταγμα (νομιμοποίηση πρακτικών αντίθετων προς το συμφέρον των εργαζομένων) ή για τον μη δημοκρατικό χαρακτήρα του κειμένου αυτού (τρόπος επεξεργασίας, νομική παραδοξότητα ενός συντάγματος που στηρίζεται στην αρχή της οικονομικής λειτουργίας), οι (σοσιο)φιλελεύθεροι τα μπλέκουν όλα και λένε ότι όχι, θα είναι πρόοδος, ενώ μόλις στριμωχτούν, λένε ότι δεν πρέπει να ανησυχούμε, το κείμενο αυτό δεν έχει τίποτα το καινούργιο! Τελευταίο τακτικό εφεύρημα: ο μεγάλος δεξιός ανταγωνιστής του Σιράκ, ο πολύ αστός Νικολά Σαρκοζύ, καταφεύγει στη δημαγωγία: και αυτός συμφωνεί ότι αυτή η Ευρώπη δεν είναι καλή (ένα από τα επιχειρήματα του φιλελεύθερου στρατοπέδου: το σύμφωνο της Νίκαιας, που το επέβαλαν… οι ίδιοι, είναι κατά των εργαζομένων!). Και νά γιατί πρέπει να ψηφίσουμε «ναι»: με το ευρωσύνταγμα, δεν θα μπορούσε να ήταν χειρότερα! Δηλαδή, η φτώχεια στο επίπεδο της επιχειρηματολογίας.

Μένει έτσι η στρατηγική του αντι-«όχι»! Από την άποψη αυτήν, ο Σιράκ και το ΣΚ έδειξαν τους πόρους τους: περιφρόνηση για το στρατόπεδο του αριστερού «όχι» (το στρατόπεδο του φόβου, το πάθος ενάντια στη λογική -ειδικότητα ενός από τους αρθρογράφους της Liberation. Οι αριστεριστές σας λένε ψέματα και σας λένε ό,τι τους κατέβει), βρισιές (σύμφωνα με τον Ολάντ, ο Λε Πεν δεν κάνει καμπάνια γιατί άλλοι έχουν αναλάβει στη θέση τους: βέβαια, αυτό του εξασφάλισε μερικές καλές απαντήσεις από την αριστερά του «όχι», αλλά ακόμα και αποστασιοποιήσεις και από ορισμένους φίλους του!). Χωρίς να ξεχνάμε τη λογοκρισία: για το λανσάρισμα του «ναι» του Σιράκ στην τηλεόραση στις 14 Απριλίου, σε απευθείας εκπομπή με νέους, 2 αγωνιστές μέλη της LCR και του ATTAC που είχαν προεπιλεγεί απορρίφθηκαν, γιατί, όπως εξήγησαν οι σύντροφοί μας της LCR, οι νέοι για το «όχι» που θα έδειχνε η τηλεόραση δεν θα έπρεπε να είχαν διαβάσει το ευρωσύνταγμα, πράγμα που φαίνεται να επιτεύχθη! Λογοκρισία και πάλι στην τηλεόραση… ενάντια στον Μπαρόζο: ο πολύ φιλελεύθερος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ήταν να συμμετάσχει σε μια μεγάλη εκπομπή στις αρχές Απριλίου. Η εκπομπή ξεπρογραμματίστηκε, προφανώς με διαταγή του Σιράκ, ο οποίος φοβόταν ότι ο καλός του ο φίλος ο Μπαρόζο κινδύνευε να αυξήσει το «όχι»! Ας σημειώσουμε ακόμα μια υπουργική εγκύκλιο που απαγορεύει στους υπαλλήλους να συμμετάσχουν σε δημόσιες συγκεντρώσεις (δηλαδή στο πάνελ αλλά και στην αίθουσα!) από τα μέσα Μαΐου, πράγμα που καταγγέλλεται (πολύ διστακτικά για την ώρα) από τα συνδικάτα: ο λόγος βρίσκεται στις δημοσκοπήσεις, στη γραμμή «εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα»! Το βλέπουμε: είναι ο πανικός και οι πιο ενοχλημένοι σε όλα αυτά φαίνεται ότι είναι η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, που έχει υποσχεθεί να στείλει όλους τους ηγέτες της να κάνουν καμπάνια για το «ναι» στη Γαλλία! Από την πλευρά του ο Ντανιέλ Κον Μπεντίτ, ήδη γιουχαΐστηκε από ένα κοινό οικολόγων όταν ήρθε να εξηγήσει ώς ποιό σημείο η γαλλική αριστερά είναι παλαιολιθική. Όσο για τον Ρομάνο Πρόντι, ηγέτη του ιταλικού συνασπισμού της σοσιο-φιλελεύθερης αριστεράς, αναρωτιόμαστε σε ποιόν κόσμο ζει, όταν χρησιμοποιεί το εξής πατερναλιστικό επιχείρημα: «η Γαλλία δεν συνειδητοποιεί τις ευκαιρίες που έχει στην Ευρώπη». Προσθέτοντας, όπως και τον παλιό καλό καιρό: «Εάν η Κίνα κοιμόταν, ωραία! Όμως, έχει ξυπνήσει και η Γαλλία, η Ιταλία, η Γερμανία δεν μπορούν από μόνες τους να τα βάλουν μαζί της!». Αχ, αυτά τα κακομαθημένα γαλλάκια που δεν καταλαβαίνουν το συμφέρον τους!

Θα κρατήσουμε εδώ το βραβείο για έναν άνδρα και μια εφημερίδα: ο ανήρ είναι ο Ζυλιέν Ντρέ, τέως επαναστάτης που πέρασε πριν από καμιά 20-ριά χρόνια στη σοσιαλδημοκρατία και, μετά από μια μακριά περίοδο υποστήριξης ενός ρεύματος που θεωρείτο αριστερό, έγινε ο εκπρόσωπος τύπου του ΣΚ. Ο άνθρωπος είναι τόσο ενάντιος στο αριστερό «όχι» που είναι ο μόνος που υποστήριξε το Σιράκ, του οποίου το τηλεοπτικό εγχείρημα της 14 Απριλίου καταγγέλθηκε από όλους τους δημοσιογράφους των τηλεοπτικών: το λανσάρισμα μιας εκλογικής καμπάνιας βάζοντας γύρω γύρω, όχι δημοσιογράφους, αλλά τους ειδικούς των εκπομπών μαζικής αποβλάκωσης καταγγέλθηκε ως προπαγάνδα και πολιτική θέαμα, αλλά για τον τέως σύντροφο «Ζυζύ» ήταν απολύτως δικαιολογημένο. Το άλλο βραβείο το κρατάμε για την εφημερίδα Le Monde, που τόσο καίγεται ενάντια στο «όχι». Ας μην αναφερθούμε στην παρουσίαση της συγκέντρωσης της LCR, παρουσίαση ισάξια μιας ακροδεξιάς φυλλάδας. Ας κρατήσουμε, για να καταλάβουμε την καμπάνια αυτής της εφημερίδας, την επιστολή ενός αναγνώστη (12 Απριλίου): «Η προπαγάνδα υπέρ του «ναι» στο ευρωσύνταγμα κρύβεται ακόμα και στα σταυρόλεξα (6 Απριλίου)! Η λύση στον ορισμό του 5 οριζοντίος στο ερώτημα «αυτοί που δεν πιστεύουν στην Ευρώπη» ήταν το «όχι»! Και όμως, πολλοί από αυτούς που, όπως εγώ, θα πούμε όχι σε αυτό το κείμενο, πιστεύουμε στην Ευρώπη, θέλουμε την Ευρώπη. Απλώς, απορρίπτουν αυτό το καρκινικό σύνταγμα που φτιάχτηκε για να εξυπηρετεί τα αποκλειστικά συμφέροντα των τραπεζιτών, των μεγάλων επιχειρήσεων και των αμερικάνικων λόμπι ενάντια στους λαούς». Χωρίς σχόλια!

Προοπτικές

Ασφαλώς, απέχουμε πολύ, στα μέσα Απριλίου, από το πρωτοσέλιδο της Le Monde του Σαββάτου 9 Απριλίου, το οποίο ανήγγειλε τη μεγάλη επίθεση του «ναι». Ωστόσο, παρά το κενό του στρατοπέδου του «ναι», δύο στοιχεία τουλάχιστον μπορούν να επιτρέψουν μια αντιστροφή και μια τελική νίκη του «ναι». Πρώτα-πρώτα, μια κούραση των κινητοποιήσεων, που την αναζητάει μια ιερή συμμαχία και που εξηγεί και το πώς, μετά τις 10 Μαρτίου, ο υπουργός Εσωτερικών ανήγγειλε αύξηση των μισθών για το 2005 μεγαλύτερη και από το αποφασισμένο 1%: 1,8%! Πράγμα που από μόνο του έκανε τους εργοδότες να γκρινιάξουν! Άλλωστε, ο Ραφαρέν ανάγγειλε ότι η ανάκαμψη θα έλθει, κάπως αργά σε σχέση με τις προβλέψεις, αλλά όπως το είχε υποσχεθεί, θα έρθει μετά το δημοψήφισμα: ποιό να είναι το βάρος τέτοιων ανοησιών, τη στιγμή που η ανεργία, η οποία επρόκειτο να μειωθεί κατά 10% πέρασε στο 10,1%; Προφανώς εμείς ευχόμαστε μεγάλους αγώνες ώς τις 29 Μαΐου!

Άλλο ατού του φιλελεύθερου στρατοπέδου: η χειραγώγηση της τηλεοπτικής καμπάνιας: εάν για το «ναι» μιλάει η δεξιά, το ΣΚ, οι Πράσινοι, για το «όχι» μιλάει ασφαλώς το ΚΚΓ, αλλά και το Εθνικό Μέτωπο του Λε Πεν και δύο εθνικιστικές ομαδούλες της άκρας δεξιάς. Η LCR; Ούτε συζήτηση! Σύλλογοι όπως οι Copernic, ATTAC; Ούτε συζήτηση! Ο στόχος είναι προφανώς να φανεί ότι το «όχι» το υποστηρίζουν βασικά οι εθνικιστές και οι φασίστες και να απαξιωθεί τελείως το αριστερό «όχι». Απέναντι σε αυτό, οι διαμαρτυρίες πολλαπλασιάζονται και ήδη το ΚΚ πρότεινε ένα τμήμα του χρόνου που διαθέτει να το δώσει σε άλλες δυνάμεις της αριστεράς. Η LCR ήδη το δέχτηκε.

Βέβαια, ένα αριστερό «όχι» θα είχε εξαιρετικές επιπτώσεις (το μόνο που δεν κινδυνεύει να παρατηρηθεί είναι ασφαλώς «μια τρομερή απομόνωση της Γαλλίας» μέσα στην Ευρώπη, με την οποία εκφοβίζουν κάτι Ολάντ, Ντελόρ και Σιράκ. Ο Ζοζέ Μποβέ απάντησε σε αυτό εξηγώντας ότι το 1789 ο γαλλικός λαός δεν φοβήθηκε να είναι ο πρώτος που κατεδάφησε τη Βαστίλη του!). Επιπλέον, την ίδια ώρα που οι ηγέτες του ΣΚ προσπαθούν με κάθε τρόπο να πείσουν ότι, αν περάσει το «όχι», δεν θα υπάρξει νέο πλάνο εργασίας της Ευρώπης, η δεξιά εφημερίδα Figaro αποφάσισε, στις 18 Απριλίου, ότι οι ευρωπαίοι ειδικοί έχουν ήδη καταστρώσει ένα «πλάνο Β», για να δουν πώς να χειριστούν τη Γαλλία, «έστω και απλώς», όπως γράφει ο δημοσιογράφος, «για να καθησυχάσουν τις χρηματιστηριακές αγορές που μισούν την αβεβαιότητα». Ωραία ομολογία!

Πάντως, μέσα από την καμπάνια εγκαθίσταται ένα ενωτικό πλαίσιο εργασίας του οποίου ο στόχος, μετά το Μάη του 2005, θα είναι σε κάθε περίπτωση να συζητήσει τις προοπτικές της αντιφιλελεύθερης αριστεράς, είτε ο Σιράκ αναγκαστεί να παραιτηθεί μετά το Μάη είτε χρειαστεί να τον (υπο)μείνουμε ώς το 2007. Σε κάθε περίπτωση, η σημερινή καμπάνια είναι μια τρομερή ευκαιρία να συζητήσουμε πολιτική, και η LCR προετοιμάζει και τα επόμενα ραντεβού: τα 10 επείγοντα μέτρα για μια αντικαπιταλιστική πολιτική που μόλις δημοσίευσε βρίσκονται στην καρδιά της καμπάνιας για ένα αριστερό «όχι», για μια Ευρώπη των εργαζομένων.


Σπάρτακος 79, Μάης 2005

Αρχείο Σπάρτακου


https://wp.me/p6Uul6-wn

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s