Τσουνάμι: μια «φυσική καταστροφή»; Όχι ακριβώς!
Του Άγγελου Καλοδούκα
Ο μεγάλος σεισμός των 9 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ με επίκεντρο 25 μίλια από τις ακτές της Σουμάτρας, ήταν το αποτέλεσμα μιας απλής φυσικής αιτίας: στην περιοχή συγκρούονται η ευρασιατική με την ινδική τεκτονική πλάκα. Ο σεισμός αυτός είχε προβλεφθεί εδώ και αρκετά χρόνια. Ένας αμερικανός σεισμολόγος πριν δυο δεκαετίες, είχε προβλέψει ότι θα γινόταν ο σεισμός στη διάρκεια της δεκαετίας που διανύουμε (με μια μέθοδο μακροχρόνιας πρόβλεψης).
Μόλις τον περασμένο Ιούνιο, η Ωκεανογραφική υπηρεσία του ΟΗΕ διαπίστωνε τον κίνδυνο για ένα γιγαντιαίο τσουνάμι που ενδεχομένως να εμφανιζόταν στην περιοχή του Ινδικού ωκεανού, ακριβώς λόγω του προβλεπόμενου μεγάλου σεισμού. Ωστόσο, καμιά απόφαση για τη λήψη προληπτικών μέτρων δεν ελήφθη. Θεωρήθηκε ότι το (εξευτελιστικό στην πραγματικότητα) ποσό των 10-30 εκατομμυρίων δολαρίων ήταν «απαγορευτικό» για τις χώρες της περιοχής. Επιπλέον θεωρήθηκε, από τις άρχουσες τάξεις των χωρών της περιοχής, ότι δεν έπρεπε να πληγεί η τουριστική βιομηχανία της περιοχής λόγω του φόβου που ενδεχομένως θα προκαλούσε η δημοσιοποίηση του κινδύνου.
Στην πραγματικότητα δεν υπήρχε καν η ανάγκη για πολύπλοκα και πολυδάπανα συστήματα υψηλής τεχνολογίας: θα αρκούσε μια ακτοφυλακή και ένα δημόσιο σύστημα εκκένωσης παράκτιων περιοχών και προειδοποίησης μέσω απλών τηλεφωνικών γραμμών. Γιατί χρόνος υπήρχε: το τσουνάμι για να πλήξει τις περισσότερες περιοχές χρειαζόταν δυο έως τρεις ώρες.
Το τελικό αποτέλεσμα, αυτής της (προαναγγελθείσας) καταστροφής, ήταν πράγματι τρομαχτικό: το τσουνάμι «χτύπησε» οκτώ ασιατικές και πέντε αφρικανικές χώρες, πάνω από 200.000 νεκροί, 500.000 τραυματίες, πέντε εκατομμύρια άστεγοι, κίνδυνοι επιδημιών και υποσιτισμού εκατομμυρίων ανθρώπων.
Η «φυσική καταστροφή» συμπληρώθηκε από τις κοινωνικές συνθήκες των χωρών που επλήγεισαν. Εκατομμύρια άνθρωποι στεγάζονταν σε άθλιες κατοικίες σε (παράκτιες) περιοχές υψηλού κινδύνου. Το συμπέρασμα: η φτώχια (και το άπληστο κυνήγι του κέρδους) σκοτώνουν και όχι μόνο η ίδια η «φυσική καταστροφή».
Η σύγκριση «φυσικών καταστροφών» μεταξύ «υποανάπτυξη» και αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών είναι από μόνη της εύγλωττη. Στις 26 Δεκεμβρίου 2003 ένας σεισμός 6,8 Ρίχτερ στο Μπαμ του Ιράν σκοτώνει περισσότερους από 30.000 ανθρώπους. Ωστόσο, λίγο πριν, στις 26 Σεπτεμβρίου του 2003, ένας σεισμός 8 Ρίχτερ στη νήσο Χοκάιντο της Ιαπωνίας δεν προκάλεσε ούτε ένα θύμα. Η διαφορά δεν βρίσκεται μόνο στα «ακριβά» αντισεισμικά κτίρια και τη γενικότερη υποδομή.
Η γρήγορη εκβιομηχανοποίηση των «φτωχών κρατών» στηρίζεται στο ξεζούμισμα εκατομμυρίων ανθρώπων χωρίς στοιχειώδη δικαιώματα και μέτρα ασφάλειας. Εκατομμύρια στοιβάζονται σε «τενεκεδούπολεις», σε άθλιες κατοικίες, σε πεδιάδες που κινδυνεύουν από πλημμύρες, σε παραθαλάσσιες περιοχές που η στάθμη τους είναι σχεδόν στο επίπεδο της θάλασσας (όπου δάση και δέντρα που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν προστατευτικά έχουν κοπεί), σε διαβρωμένα εδάφη που εύκολα κατολισθαίνουν. Με δεδομένο το «φαινόμενο του θερμοκηπίου» που προκαλεί (με αυξανόμενη συχνότητα) «ακραία καιρικά φαινόμενα» το ανθρώπινο κόστος αυξάνει διαρκώς. Κάθε χρόνο πλήττονται από «θεομηνίες» περί τα 211 εκατομμύρια άνθρωποι στις «υποανάπτυξη» χώρες. Πρόκειται για ένα γιγαντιαίο τσουνάμι, σε «αργή κίνηση», που συμβαίνει κάθε χρόνο.
Εξωτερικό χρέος και «βοήθεια»
Σ’ όλα αυτά προστίθεται, και πολλαπλασιάζει την καταστροφή, το ξεζούμισμα αυτών των χωρών από τις αναπτυγμένες ιμπεριαλιστικές χώρες. Το εξωτερικό χρέος πέντε χωρών από όσες χτυπήθηκαν από το τσουνάμι, ξεπερνά τα 300 δισεκατομμύρια δολάρια. Η «εξυπηρέτηση» του χρέους υπερβαίνει τα 32 δισ. το χρόνο (δέκα φορές η συνολική «βοήθεια» που συγκεντρώθηκε μετά την καταστροφή). Μόνο για την Ινδονησία το κόστος ανοικοδόμησης υπολογίζεται σε 14 δισ. δολάρια, ωστόσο το εξωτερικό της χρέος ανέρχεται σε 140 δισ. δολάρια, το 65% του ΑΕΠ της χώρας.
Συνολικά, οι «φτωχές» χώρες πληρώνουν για την εξυπηρέτηση του χρέους τους κάθε χρόνο περί τα 230 δισ. δολάρια προς τις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες. Αυτό λοιπόν που επιβάλλεται δεν είναι η απλή αναστολή του χρέους, που «προσέφεραν» οι πιστώτριες χώρες, αλλά:
- i) Η πλήρης διαγραφή του χρέους των «φτωχών» κρατών. Σύμφωνα με το Πρόγραμμα των Ηνωμένων Εθνών για την Ανάπτυξη (UNDP) χρειάζονται μόλις 80 δισ. δολάρια το χρόνο για να καλυφθούν «οι βασικές ανάγκες κάθε κατοίκου της υδρογείου»- καθαρό πόσιμο νερό, ασφαλής στέγη, διατροφή, βασική εκπαίδευση και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
- ii) Χρειάζεται ένα παγκόσμιο σύστημα προειδοποίησης φυσικών καταστροφών και «ακραίων καιρικών φαινομένων», το οποίο επιβάλλεται να πληρώσουν κατά κύριο λόγο οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
iii) Επιβάλλεται οι αναπτυγμένες χώρες, που κυρίως ευθύνονται για το «φαινόμενο του θερμοκηπίου», να πιεσθούν από το παγκόσμιο κίνημα να αναλάβουν το κόστος για τη συνολική και ριζική αντιμετώπιση του προβλήματος.
Από τα παραπάνω γίνεται ξεκάθαρο γιατί δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την ουσία του προβλήματος εκστρατείες τύπου «παγκόσμια φιλανθρωπία», που είδαμε μετά το τσουνάμι.
Πολλά από τα χρήματα που μαζεύτηκαν θα χαθούν λόγω διαφθοράς των τοπικών κυβερνήσεων και των αξιωματούχων τους. Επιπλέον, χρειάζονται συνολικότερες αναδιαρθρώσεις στις παγκόσμιες σχέσεις, που το υψηλό τους κόστος δεν μπορεί να καλυφθεί εθελοντικά.
Ωστόσο, δεν πρέπει κανείς να υποτιμήσει το παγκόσμιο κύμα αλληλεγγύης των απλών ανθρώπων μετά το τσουνάμι. Στην Ελλάδα ήταν πράγματι συγκινητική η ανταπόκριση των εργαζομένων. Σε μια περίπτωση βρέθηκε σε «κουτί εράνου» ολόκληρος ο φάκελος από τη σύνταξη ενός συνταξιούχου. Ένα από τα πλέον συγκινητικά γεγονότα σε παγκόσμια κλίμακα, έγινε στη Μαλαισία όταν 800 φυλακισμένοι, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και 18 θανατοποινίτες, έδωσαν όλες τις οικονομίες τους για να βοηθήσουν τα θύματα από το τσουνάμι.
Αυτό σημαίνει (και πρέπει να υπογραμμιστεί) ότι η ουσία της καπιταλιστικής ιδεολογίας, το κυνήγι του κέρδους πατώντας ακόμη και επί πτωμάτων, δεν αγγίζει τα μυαλά και τις ψυχές των απλών εργαζομένων και αυτό αποτελεί γεγονός τεράστιας σημασίας.
Πολύ περισσότερο αναδεικνύεται το γεγονός αυτό, αν αντιπαραθέσουμε τον τρόπο με τον οποίο αντέδρασαν οι εργαζόμενοι των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών με αυτόν των κυβερνήσεων. Ο Μπους δεν διέκοψε καν τις διακοπές του μετά την καταστροφή, έκανε απλώς μια δήλωση «συμπαράστασης» τρεις μέρες αργότερα, ενώ αρχικά «υποσχέθηκε» ως βοήθεια το εξευτελιστικό ποσό των 15 εκατομμυρίων δολαρίων. Κάτω από την πίεση της αμερικανικής κοινής γνώμης αύξησε το ποσό αυτό αρχικά στα 35 εκατομμύρια και αργότερα στα 350 εκατομμύρια.
Ωστόσο και αυτό το ποσό είναι στην πραγματικότητα εξευτελιστικό. Ο ετήσιος στρατιωτικός προϋπολογισμός των ΗΠΑ ανέρχεται στα 400 δισ. δολάρια. Την ίδια στιγμή, οι ΗΠΑ «προσφέρουν» συνολικά κάθε χρόνο για «ανθρωπιστική βοήθεια» σε διάφορες χώρες μόλις 2,4 δισ. δολάρια, ποσό που αντιστοιχεί στα έξοδα μιάμισης βδομάδας κατοχής του Ιράκ.
Η Βρετανική κυβέρνηση υποσχέθηκε αρχικά το γελοίο ποσό των δυο εκατομμυρίων δολαρίων για να το φτάσει τελικά (φυσικά κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης) στα 94 εκατομμύρια δολάρια.
Αλλά ακόμα και αυτή η πενιχρή (στην πραγματικότητα) «βοήθεια» δεν πρόκειται ποτέ να φτάσει ολόκληρη στις πληγείσες περιοχές. Πρόσφατα ο Ιρανός πρόεδρος Χαταμί παραπονέθηκε ότι ενώ οι δυτικοί είχαν υποσχεθεί μετά τον καταστροφικό σεισμό του 2003 βοήθεια ύψους 1,1 δισ. δολαρίων, από αυτό το ποσό έχουν φθάσει μέχρι σήμερα μόλις 17 εκατομμύρια δολάρια. Μετά τον τυφώνα που χτύπησε την Κεντρική Αμερική το 1998, οι κυβερνήσεις είχαν υποσχεθεί συνολικά 9 δισ. δολάρια προς τις πληγείσες χώρες. Σχεδόν εφτά χρόνια αργότερα, έχει φτάσει σε αυτές τις χώρες λιγότερο από το 1/3 αυτού του ποσού.
Ακόμα χειρότερα: οι κυβερνήσεις που προσφέρουν αυτή τη «βοήθεια» κάθε άλλο παρά την προσφέρουν δωρεάν. Αντίθετα μάλιστα, πρόκειται στην πραγματικότητα για επιδότηση των δικών τους οικονομιών. Με τα χρήματα που προσφέρουν απαιτούν να αγοράζονται φάρμακα, αγροτικά και βιομηχανικά προϊόντα από τη χώρα που προσφέρει τη «βοήθεια» και αυτό μάλιστα ανεξάρτητα από το κόστος (αν δηλαδή στη διεθνή αγορά μπορούν να βρεθούν τα ίδια προϊόντα σε πιο φθηνές τιμές), και ακόμα, ανεξάρτητα αν τα ίδια προϊόντα παράγονται από την τοπική οικονομία.
Ιμπεριαλιστική επέμβαση
Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη ότι η «φυσική καταστροφή» επιδεινώνεται από τις άμεσες επεμβάσεις των ιμπεριαλιστικών κρατών. Το Ατσεχ είναι μια επαρχία στο βόρειο άκρο της Ινδονησίας, στην οποία υπάρχουν από τα μεγαλύτερα αποθέματα φυσικού αερίου στον κόσμο. Την εκμετάλλευση των κοιτασμάτων έχει αναλάβει η αμερικανική Exxon Mobil. Το τσουνάμι έπληξε σκληρά το Ατσεχ (ήταν κοντά στο επίκεντρο του σεισμού), οι νεκροί υπερβαίνουν τους 100.000 ενώ χιλιάδες αγνοούνται. Οι πρώτες ανακοινώσεις τόσο της Exxon όσο και της Ινδονησιακής κυβέρνησης, ήταν ότι οι εγκαταστάσεις άντλησης του φυσικού αερίου «δεν έχουν υποστεί σοβαρές ζημίες»…
Από το 1976 υπάρχει το Απελευθερωτικό Κίνημα του Ατσεχ που επιδιώκει την ανεξαρτησία από την Ινδονησία. Οι αμερικανικές κυβερνήσεις (υπερασπίζοντας και τα συμφέροντα της Exxon) αποτελούν τον κύριο προμηθευτή όπλων για τον ινδονησιακό στρατό (η Ινδονησία αποτελεί τον κύριο σύμμαχο των ΗΠΑ στην περιοχή). Το τελικό αποτέλεσμα ήταν στο Ατσεχ τα τελευταία σχεδόν τριάντα χρόνια να διεξάγεται μια από τις πλέον βάρβαρες και αιματηρές γενοκτονίες του πλανήτη με δεκάδες χιλιάδες άμαχους νεκρούς και αγνοούμενους. Κάτω από την πίεση της παγκόσμιας κατακραυγής, οι ΗΠΑ είχαν επιβάλει ένα (μέτριο) εμπάργκο όπλων προς την Ινδονησία.
Μετά το τσουνάμι η κυβέρνηση του Μπους, και με πρόσχημα την «αποτελεσματική ανθρωπιστική βοήθεια», ζητάει από το κογκρέσο των ΗΠΑ την άρση του εμπάργκο! Για την Ινδονησιακή κυβέρνηση (και τους αμερικανούς συμμάχους της) η καταστροφή που επέφερε το τσουνάμι αποτελεί μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για να τελειώνουν με «το πρόβλημα» που τους προκαλεί το αυτονομιστικό κίνημα. Ανθρωπιστικές και Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) καταγγέλλουν ότι η ινδονησιακή κυβέρνηση (με πλήρη γνώση των ΗΠΑ) δεν προσφέρει καμιά βοήθεια σε δεκάδες χιλιάδες κατοίκους του Ατσεχ αφήνοντας τους στη λιμοκτονία. Ότι έχουν δημιουργηθεί στρατόπεδα προσφύγων τα οποία η ινδονησιακή κυβέρνηση τα διαχειρίζεται σαν στρατόπεδα συγκέντρωσης πολιτικών κρατουμένων. Απαιτούνται από τους πληγέντες «πιστοποιητικά κοινωνικών φρονημάτων» για να λάβουν τη (διεθνή!) βοήθεια, ενώ οι απαγωγές και οι εκτελέσεις «υπόπτων» αποτελούν καθημερινά φαινόμενα…
Το «ηθικό επιμύθιο» μετά την καταστροφή που έπληξε τις ασιατικές (αλλά και αφρικανικές) χώρες: Δεν είναι μόνο η φύση που προκαλεί καταστροφές και ανθρώπινες απώλειες. Πολύ περισσότερες προκαλεί η κτηνωδία των καπιταλιστών και του ιμπεριαλισμού.
Ένθετο
ΜΚΟ και «διεθνής βοήθεια»
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού», και η συνακόλουθη κρίση της Αριστεράς, οδήγησε πολλούς αγωνιστές στις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) ως μια διέξοδο δράσης και κοινωνικής προσφοράς. Είναι επίσης δεδομένο, ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μελών των ΜΚΟ δουλεύουν σ’ αυτές με προσωπική πολλές φορές αυτοθυσία και χωρίς υστεροβουλίες.
Ωστόσο η «εποχή της αθωότητας» έχει προ πολλού παρέλθει για τις ΜΚΟ. Δυο είναι, κυρίως, τα προβλήματα. Πρώτον, επειδή (έστω και αν αρνούνται ότι «κάνουν πολιτική» – στο τέλος, σε αυτόν τον κόσμο, όλα είναι πολιτική) συσπειρώνουν στο εσωτερικό τους σχεδόν όλες τις πολιτικές δυνάμεις από τη Δεξιά έως την Αριστερά, στο τέλος λειτουργούν με τη λογική του «μέσου όρου», που στην πράξη σημαίνει ότι πολλές φορές δίνεται η δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν από τις κυρίαρχες αστικές πολιτικές δυνάμεις. Χαρακτηριστική περίπτωση ήταν η εκδίωξη του ελληνικού τμήματος των «Γιατρών Χωρίς Σύνορα» από την διεθνή οργάνωση (MSF) στη διάρκεια της ιμπεριαλιστικής επέμβασης στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Τότε το ελληνικό τμήμα (ακολουθώντας την ελληνική εξωτερική πολιτική) λειτουργούσε στο Κόσοβο «φιλοσερβικά», ενώ οι υπόλοιποι (ακολουθώντας επίσης τις κυβερνήσεις τους) «φιλοαλβανικά». Μετά τη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας και τη δημιουργία κρατών-προτεκτοράτων του ιμπεριαλισμού (υπό το «φύλλο συκής», τον ΟΗΕ) οι ΜΚΟ ενεπλάκησαν ενεργά στο μηχανισμό διεύθυνσης αυτών των προτεκτοράτων. Επομένως δεν εκπλήσσει το γεγονός ότι το State Department των ΗΠΑ έχει επανειλημμένως εκφραστεί με «τα καλύτερα λόγια» για αρκετές ΜΚΟ, δηλώνοντας μάλιστα ευθαρσώς ότι «αποτελούν χρήσιμο εργαλείο για την αμερικανική εξωτερική πολιτική».
Η ίδια σοβαρή αδυναμία εκφράστηκε και στην περίπτωση με το τσουνάμι. Η όλη επιχείρηση της αποστολής της βοήθειας στην Ελλάδα διεξήχθη υπό ΜΚΟ που βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο της Εκκλησίας (της γνωστής διεφθαρμένης Εκκλησίας του ακροδεξιού Χριστόδουλου) με προφανή σκοπό την προβολή των αργυρώνητων παπάδων αλλά και της ελληνικής κυβέρνησης. Η τελευταία χειρίστηκε την όλη υπόθεση ως θέμα «εξωτερικής πολιτικής», πράγμα που το αντελήφθη ο Ερντογάν, το ενέταξε στους γενικότερους ελληνοτουρκικούς ανταγωνισμούς, και σε λόγο στο τουρκικό κοινοβούλιο επεσήμανε τον «κίνδυνο» να ξεπεράσει σε «βοήθεια» η Ελλάδα την Τουρκία…
Δεύτερον, όσο δυνάμωναν οι ΜΚΟ κάποιες βρέθηκαν να διαχειρίζονται πολύ μεγάλα χρηματικά ποσά (από χρήματα που δεν προέρχονται μόνο από απλούς εργαζόμενους αλλά και από μεγαλοκαπιταλιστές. Το αποτέλεσμα ήταν να εμφανιστεί το «θείο βρέφος» του καπιταλισμού: η διαφθορά. Το ελληνικό τμήμα των «Γιατρών Χωρίς Σύνορα» συνταράσσεται το τελευταίο διάστημα από φοβερές καταγγελίες: κακοδιαχείριση στην εργολαβία της ανακαίνισης του κτηρίου της οργάνωσης, αναθέσεις εργασιών/projects σε συγκεκριμένους προμηθευτές με απευθείας ανάθεση χωρίς αξιολόγηση, υποστήριξη (εν κρυπτώ) στην τελευταία προεκλογική περίοδο υποψήφιου βουλευτή, και άλλα πολλά.
Το πώς θα μπορούσε η «ανθρωπιστική βοήθεια» να διατεθεί χωρίς να καταστεί υποχείριο των κυβερνήσεων, αλλά και χωρίς να κατασπαταληθεί λόγω διαφθοράς είναι θέμα εξαιρετικά δύσκολο (έως ανέφικτο υπό τις παρούσες συνθήκες). Ωστόσο θα ήταν χρήσιμο να κάνει κάποιος μια σύγκριση: να αντιπαραθέσει ενέργειες υπό την αιγίδα κυβερνήσεων και φιλανθρωπικών οργανώσεων, με υποτίθεται «απολίτικη» στάση, με αυτές του κινήματος. Το Ευρωπαϊκό Φόρουμ (που παρά τις ποικίλες πολιτικές δυνάμεις που το αποτελούν είναι ξεκάθαρα χώρος της Αριστεράς) είχε στείλει ακτιβιστές να λειτουργήσουν σαν ασπίδα προστασίας του Αραφάτ στην Παλαιστίνη. Το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικά επιτυχημένο. Και απέτρεψε τη δολοφονία του Αραφάτ από τους σιωνιστές και προώθησε, με την παγκόσμια προβολή της, την υπόθεση των Παλαιστινίων. Θα ήταν ευχής έργο να μπορούσε το Παγκόσμιο Φόρουμ να διαθέσει με ακτιβιστές τη βοήθεια προς τις πληγείσες χώρες. Με τις σημερινές συνθήκες κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο. Παρ’ όλα αυτά μόνο κινηματικές διαδικασίες θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν διαφάνεια στη διανομή της βοήθειας.