Το φοιτητικό κίνημα στις συμπληγάδες των Συντονιστικών
του Χρήστου Τζιτζεκλή
Ο χώρος της εκπαίδευσης, κομβικό πεδίο εκτύλιξης των σχεδιαζόμενων νεοφιλελεύθερών αντιμεταρρυθμίσεων της κυβέρνησης της ΝΔ, βρίσκεται ήδη σε αναβρασμό. Οι προθέσεις της Υπουργού Παιδείας είναι για τους παροικούντες την Ιερουσαλήμ από καιρό γνωστές και το φοιτητικό κίνημα στοχεύει από τώρα στη συγκρότηση αποφασιστικών κοινωνικών αντιστάσεων θέτοντας τέρμα σε αυτήν την παρατεταμένη περίοδο χάριτος. Το παρακάτω κείμενο σκοπό έχει να καταγράψει, εν συντομία, τις μέχρι σήμερα εξελίξεις και να αναδείξει κατά το δυνατόν μια σειρά παρατηρήσεων κρίσιμων για την συνέχεια αυτού του κινήματος.
Εάν για την Δεξιά το ζήτημα «τι είδος διακυβέρνησης;» παρουσιάζεται ακόμη και σήμερα, ένα χρόνο σχεδόν μετά την εκλογική της επικράτηση και λίγο μετά την ομαλή εκλογή προέδρου της Δημοκρατίας, ένα ζήτημα επιλογής ανάμεσα σε μια περισσότερο «αποφασιστική» διαχείριση (τύπου Μητσοτάκη) και μια «λελογισμένης» ήπιας προσαρμογής (όπως μας «εγγυάται» ο Αλογοσκούφης), ο χώρος της εκπαίδευσης έρχεται να αποκαλύψει τις ψευδεπίγραφες αντιθέσεις αυτού του διλήμματος. Η κυβέρνηση της ΝΔ αναλαμβάνοντας χωρίς περιστροφές το σύνολο των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ για την τριτοβάθμια εκπαίδευση, απέδειξε τα όρια της «κοινωνικής ευαισθησίας» της με την ανακοίνωση προτού καν συγκροτήσει το περίφημο Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας τόσο των αποφάσεων αυτού του συμβουλίου, όσο και των συγκεκριμένων χρονοδιαγραμμάτων επί των οποίων θα κινηθεί. Στρατηγικός ορίζοντας είναι ο Μάιος του 2005 και το συμβούλιο των ευρωπαίων Υπουργών Παιδείας στο Μπέργκεν της Νορβηγίας και αντικειμενικός στόχος η εναρμόνιση μέχρι τότε με τη «Διακήρυξη της Μπολόνια» στην κατεύθυνση της ενοποίησης των εκπαιδευτικών συστημάτων της Ανώτατης Παιδείας των ευρωπαίων χωρών, και πιο συγκεκριμένα της θεσμοθέτησης της αξιολόγησης των πανεπιστημίων.
Η διαμόρφωση των νέων συσχετισμών στο χώρο της εκπαίδευσης
Εάν όλα τα παραπάνω περιγράφουν με τρόπο ικανοποιητικό τις πολιτικές στοχεύσεις της νέας κυβέρνησης, είναι απολύτως αναγκαίο να αναγνωρίσουμε την έκταση των νέων κοινωνικών συμμαχιών που ανασυντάσσονται γύρω από αυτές τις πολιτικές στο εσωτερικό της πανεπιστημιακής κοινότητας. Με μια πρώτη ματιά οφείλουμε να καταγράψουμε τους δυσμενέστερους για το φοιτητικό κίνημα συσχετισμούς που ξεδιπλώνονται σ’ αυτήν την κρίσιμη μάχη που έχουμε μπροστά μας. Η περσινή αποτυχία της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ να περάσει το νομοσχέδιο για την αξιολόγηση οφείλεται στον αναβρασμό που επικρατούσε στα μέλη ΔΕΠ λόγω των μισθολογικών τους διεκδικήσεων και κυρίως των λίγων πολιτικών καυσίμων του ΠΑΣΟΚ ενόψει των εκλογών. Οι πρυτάνεις όμως ήταν και είναι έτοιμοι να την δεχτούν και ενδιαφέρονται κυρίως να διαπραγματευτούν καλύτερες θέσεις για τους ίδιους στη διαδικασία της αξιολόγησης. Ειδικά η αξιολόγηση των πανεπιστημίων έχει εδραιωθεί ιδιαίτερα μετά και τη ραγδαία στροφή προς τα δεξιά του ΠΑΣΟΚ στα εκπαιδευτικά ζητήματα, που συμβολίζεται από την υποστήριξη πια των ιδιωτικών πανεπιστημίων και εκφράζεται με μια επιθετική νεοφιλελεύθερη ρητορική για την εκπαίδευση. Όλα αυτά διαμορφώνουν μια ατμόσφαιρα απομόνωσης για εκείνους οι οποίοι θέλουν στο επόμενο διάστημα να αντιπαλέψουν τις κυβερνητικές πολιτικές.
Μια σύντομη αποτίμηση των μέχρι σήμερα κινητοποιήσεων
Στο χώρο του πανεπιστημίου συγκροτήθηκαν ήδη από την αρχή της ακαδημαϊκής χρονιάς οι πρώτες αντιστάσεις απέναντι σε Υπουργείο Παιδείας και Πρυτάνεις, επικεντρωμένες στο χαρακτήρα των μέτρων φοιτητικής μέριμνας που προσανατολίζονταν σε μια λογική ανταποδοτικότητας μ’ επιλεκτικό ορισμό των φοιτητών που δικαιούνται τις όποιες παροχές. Υπήρξε ένας αρχικός πανελλαδικός συντονισμός κινητοποιήσεων που κορυφώθηκε με ένα δεύτερο γύρο κινητοποιήσεων στις 17 Νοέμβρη. Ένας τρίτος γύρος κινητοποιήσεων με άξονα περισσότερο κεντρικά αιτήματα που αναδείκνυαν την τρέχουσα πολιτική συγκυρία των ΙΔΒΕ και των νομοσχεδίων για την αξιολόγηση και την κατάργηση του ΔΙΚΑΤΣΑ αναπτύχθηκε με ορόσημο ένα πανελλαδικό συλλαλητήριο στις 10 Δεκέμβρη στην Αθήνα. Η κινητοποίηση, που αρχικώς «άνοιξε» από τον συντονισμό της ΠΚΣ, αποτέλεσε τμήμα ενός συνολικότερου σχεδιασμού των δυνάμεων του ΚΚΕ για το προγραμματισμό μιας σειράς γεγονότων πανελλαδικής εμβέλειας (όπως το συλλαλητήριο του ΚΚΕ στις 9 Οκτώβρη) πάντα κάτω από μια σεκταριστική ομπρέλα (συλλαλητήριο του ΠΑΜΕ στις 9 Δεκέμβρη, μία βδομάδα πριν την αναβληθείσα τελικά κινητοποίηση των ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ) και των ιδιότυπων «συντονιστικών» του.
Παρ’ όλα αυτά η πορεία στις 10 Δεκέμβρη κατάφερε να αποκτήσει έναν πανεκπαιδευτικό χαρακτήρα με την κινητοποίηση αφενός μεν των φοιτητικών συλλόγων που δεν εντάχθηκαν κάτω από το καπέλο του Συντονιστικού αφετέρου δε των μαθητών και μαθητριών των σχολείων της Αθήνας, όπως επίσης και της συμμετοχής των Ομοσπονδιών Δασκάλων και Καθηγητών. Κατέληξε τελικά σε ένα από τα μαζικότερα συλλαλητήρια του χώρου της εκπαίδευσης τα τελευταία χρόνια.
Το ζήτημα του συντονισμού στην προβληματική των ΕΑΑΚ
Στο παναθηναϊκό συντονιστικό της ΕΑΑΚ στις 17 Ιανουαρίου ήταν διάχυτη μια ατμόσφαιρα αμηχανίας. Οι κεντρικές τοποθετήσεις, αν και κινούνταν σε γνώριμα μοτίβα καλώντας τους αγωνιστές και τις αγωνίστριες των ΕΑΑΚ να μελετήσουν ακόμη περισσότερο την έτσι και αλλιώς σωστή γραμμή, ήταν παρόλα αυτά αυτή τη φορά περισσότερο μετρημένες. Και ήταν προφανές πως ο γενικός συσχετισμός που είχε αναπτυχθεί το προηγούμενο διάστημα στο εσωτερικό του φοιτητικού κινήματος δεν επέτρεπε μεγαλόστομες ρητορείες και γενικόλογες καταγγελίες. Έχει ενδιαφέρον όμως να παρατηρήσουμε τις αποστάσεις αυτών των τοποθετήσεων από τις πρώτες τοποθετήσεις, είτε του διημέρου του Νοέμβρη είτε παλιότερων συντονιστικών. Θυμίζουμε πως στο εσωτερικό των ΕΑΑΚ πριν από την πορεία της 10ηςΔεκέμβρη διατυπώνονταν προτάσεις-πυροτεχνήματα για την προπαγάνδιση του αιτήματος της διήμερης κατάληψης των σχολών ή κάπως μετριοπαθέστερες – μα τελικώς το ίδιο ανέξοδες και επιφανειακές – εκτιμήσεις σύμφωνα με τις οποίες το συντονιστικό της ΠΚΣ ήταν πράξη οπορτουνιστική είτε και αριστερίστικη! Και εάν οι παραπάνω εκτιμήσεις συνιστούσαν, σε ένα προηγούμενο διάστημα όπου το φετινό φοιτητικό κίνημα βρισκόταν στα πρώτα στάδια συγκρότησης του, ένα πλαίσιο θέσεων ενάντια στο συντονισμό που πρόκρινε η ΠΚΣ η κριτική των ΕΑΑΚ όφειλε, λόγω των συσχετισμών που αναδύθηκαν στο φοιτητικό κίνημα., να μεταφερθεί σε ένα άλλο επίπεδο σύμφωνα με το οποίο απέναντι στο συντονιστικό της ΠΚΣ χρειάζεται να αντιτείνουμε ένα «συντονισμό στον οποίο θα αναγνωρίζουν όλα τα πολιτικά υποκείμενα τον εαυτό τους».
Στην πραγματικότητα πίσω από αυτές τις αντιλήψεις εμφανίζονται με ξεκάθαρο τρόπο τα σεχταριστικά αντανακλαστικά των ΕΑΑΚ και η απροθυμία – τουλάχιστον των κυρίαρχων οργανώσεων που δραστηριοποιούνται στο εσωτερικό τους – να αντιμετωπίσουν τις πραγματικές διαστάσεις του ζητήματος του συντονισμού του φοιτητικού κινήματος, συντονισμό δηλαδή των πολιτικών συνιστωσών αυτού.
Συντονισμός: ζήτημα επιλογής ή αναγκαιότητα;
Συζητώντας για το ζήτημα του συντονισμού χρειάζεται πρώτα από όλα να συμφωνήσουμε στο εξής: μέσα σε ένα συντηρητικότερο πολιτικό πλαίσιο, όπως επιγραμματικά στοιχειοθετήθηκε, το ζήτημα του συντονισμού των επιμέρους συνιστωσών του φοιτητικού κινήματος δεν αποτελεί άλλη μια – μεταξύ πολλών – επιλογή αλλά αναγκαιότητα. Εάν μας ενδιαφέρει πραγματικά η συγκρότηση μιας αποφασιστικής απάντησης στις επιθέσεις που σχεδιάζει το Κράτος, είναι αναγκαία η κοινή δράση των πολιτικών δυνάμεων που εκφράζουν το φοιτητικό κίνημα, αρχίζοντας πρώτα από όλα από τις ίδιες τις σχολές που κατεβαίνουμε, σε κρίσιμες περιόδους, διασπασμένα. Μπορεί βέβαια στην αντίληψη ορισμένων συντρόφων η ανάπτυξη αποφασιστικών αντιστάσεων να ταυτίζεται απλώς και μόνο με την ισχυροποίηση των ΕΑΑΚ στο εσωτερικό του φοιτητικού κινήματος, εάν όμως δεν θέλουμε να ταυτίσουμε μέσα και σκοπούς ιεραρχώντας ως μεγάλης σημασίας μικροπαραταξιακές τελικά λογικές θα χρειαστεί σε πρώτη φάση τουλάχιστον να αναγνωρίσουμε τη σημασία της ανάπτυξης μιας συμμαχίας που θα αναδείξει μια κοινωνική πλειοψηφία μέσα στις σχολές πάνω σε συγκεκριμένες πολιτικές στοχεύσεις και αιχμές, πλειοψηφία ευρύτερη της απλής άθροισης των επιμέρους δυνάμεων των ΠΚΣ και ΕΑΑΚ.
Καθώς η έννοια του συντονισμού έχει μάλλον αλλοιωθεί μέσα σε ένα αδυσώπητο συνδικαλιστικό μέτωπο χαρακωμάτων έχει σημασία να επαναβεβαιώσουμε το περιεχόμενο της. Συντονισμός δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση αυτό που αντιτείνει η ΠΚΣ, την συσπείρωση δηλαδή γύρω από ένα πολιτικό πλαίσιο που διεκδικεί να αποτυπώσει μια ορισμένη πολιτική τοποθέτηση στη συγκυρία ή και γενικότερα. Ο συντονισμός δεν νοείται ως προβολή μιας συνολικής ανάλυσης και μ’ αυτή την έννοια δεν διεκδικεί ως προαπαιτούμενο μια πολιτική συμφωνία αντίστοιχης αυτής που εντοπίζεται στο πυρήνα διαφορετικών πολιτικών σχηματισμών. Δεν είναι όμως και η υπεράσπιση (όπως τάσεις μέσα στα ΕΑΑΚ διακηρύσσουν) μιας άλλης πολιτικής συμφωνίας με τρόπο που να χωρά μέσα σε μέσους όρους και τη δική μας συνολική πολιτική ανάλυση. Όποιος λοιπόν προκρίνει έναν άλλο συντονισμό στον οποίο θα αναγνωρίζει η κάθε πολιτική συνιστώσα τον εαυτό της, εκτός του ότι δυστυχώς αντιπαλεύει το συντονιστικό της ΠΚΣ με τους δυσμενέστερους για εκείνον όρους αφού δεν αμφισβητεί το πυρήνα της λανθασμένης λογικής των δυνάμεων του ΚΚΕ, τελικά εμφανίζεται να επιδιώκει έναν επίσης στημένο από τα πάνω, ουσιαστικώς γραφειοκρατικό, συντονισμό διαφορετικών πολιτικών πλαισίων.
Συντονισμός κατά την γνώμη μας θα έπρεπε να σημαίνει κοινή (και ως εκ τούτου minimum) πολιτική συμφωνία απέναντι σε συγκεκριμένες αιχμές της επιθετικής κυβερνητικής πολιτικής. Ο συντονισμός δεν προϋποθέτει την κατάκτηση μιας ανώτερης πολιτικής συμφωνίας και αντίστοιχα δεν λαμβάνει ως προαπαιτούμενο την αυτοκατάργηση των διαφορετικών πολιτικών δυνάμεων του φοιτητικού κινήματος σε μια κόλλα χαρτί οποιουδήποτε καλέσματος, αλλά αντιδιαστέλλει μια ενιαιομετωπική λογική παρέμβασης όπου τα ανεξάρτητα αντικαπιταλιστικά σχήματα μπορεί και πρέπει να βαδίζουν ξεχωριστά από τους ρεφορμιστές, κτυπούν όμως μαζί τους. Αποτελεί τακτική ανάπτυξης του ίδιου του φοιτητικού κινήματος, μέθοδος εμφάνισης και καταγραφής των πλειοψηφιών εκείνων που απελευθερώνουν την δυναμική αγώνων και σε ένα επόμενο στάδιο επιτρέπουν την ανάδυση των αντιφάσεων αυτού του μετώπου επιτρέποντας στο ίδιο το σώμα των φοιτητών – που εντωμεταξύ θα βρίσκεται εν κινήσει – να τοποθετηθεί υπέρ των πλέον ριζοσπαστικών μορφών πάλης. Και για την πραγματοποίηση όλων αυτών χρειάζεται η πρόκριση των κοινών κατεβασμάτων στις γενικές συνελεύσεις. Όχι της διάχυσης σε κοινά πλαίσια στο βαθμό που η κάθε συνιστώσα του συντονισμού οφείλει να διατηρεί την πολιτική της ανεξαρτησία – μέσα από το δικό της πλαίσιο – αλλά την συσπείρωση αγωνιστικών δυνάμεων σε πλαίσια που θα προπαγανδίζουν αγωνιστικές κινητοποιήσεις.
Τέλος και στην προοπτική ανάπτυξης ενός νικηφόρου εκπαιδευτικού κινήματος θα χρειαστεί η ΕΑΑΚ να εστιάσει στην δυνατότητα εμφάνισης μιας συμμαχίας με τμημάτων πανεπιστημιακών. Αφήνοντας πίσω μας ιδιόμορφες αναλύσεις σύμφωνα με τις οποίες οι καθηγητές είναι από την φύση τους τμήματα μιας μεσοαστικής ή μικροαστικής τάξης (αναλύσεις που βρίσκονται σε σύγκρουση με την αναγνώριση των πραγματικών κοινωνικών διεργασιών που δρομολογούν οι νεοφιλελεύθερες αναδιαρθρώσεις) ή ελιτίστικες εκτιμήσεις για τις οποίες οι αγώνες με βάση οικονομικά αιτήματα είναι δήθεν «μερικοί» (παραγνωρίζοντας δηλαδή πως οι αγώνες της ίδιας της εργατικής τάξης έχουν πάντοτε στο πυρήνα τους οικονομικά αιτήματα), θα πρέπει να αναζητήσουμε έναν συντονισμό αγωνιστικών κινητοποιήσεων με τις συνδικαλιστικές ομοσπονδίες των πανεπιστημιακών με κύριο αίτημα την εναντίωση στο νομοσχέδιο της αξιολόγησης και μια ανώτερης μορφής πολιτική συμφωνία με τμήματα των πανεπιστημιακών, όπως η Συσπείρωση Πανεπιστημιακών.
Τα ΕΑΑΚ, με μια πλούσια εμπειρία οργάνωσης πετυχημένων αγώνων και μαχητικών καταλήψεων, ως μια από τις μαζικότερες πολιτικές συνιστώσες αντικαπιταλιστικής αναφοράς σ’ ολόκληρη την Ευρώπη έχουν αποδείξει και στο παρελθόν την δυνατότητα τους να αποτελέσουν την ατμομηχανή του φοιτητικού κινήματος. Είναι γι’ αυτό το λόγο αναγκαία σήμερα μια τακτική παρέμβασης που θα ξεπερνά παλιότερα λάθη τακτικής και συντονισμού, λάθη πολιτικά στην ανάπτυξη πλαισίων και συμμαχιών, για την αντιμετώπιση των προκλήσεων που βρίσκονται μπροστά μας.