Τριτοβάθμια Εκπαίδευση: Η κυβερνητική επίθεση προ των πυλών
Της Μαρίας Λούκα
Στα πλαίσια της νέας ευρωπαϊκής ανταγωνιστικής οικονομίας, οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις με σταθμούς τη Μπολώνια, την Πράγα και το Βερολίνο πέτυχαν το συντονισμό τους με στόχο την αναμόρφωση του χάρτη της ευρωπαϊκής εκπαίδευσης, έχοντας ως γενικό προσανατολισμό να δυσχεράνουν τη θέση των φοιτητών και αυριανών εργαζομένων προς όφελος της εργοδοσίας. Σ’ ένα συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα (2010) προβλέπεται η δημιουργία του Κοινού Ευρωπαϊκού Χώρου Ανώτατης Εκπαίδευσης ( ΚΕΧΑΕ ) που θα σηματοδοτήσει τη σύγκλιση των ευρωπαϊκών εκπαιδευτικών συστημάτων και προγραμμάτων με βάση το αγγλοσαξονικό πρότυπο.
Οι κυβερνήσεις του ΠΑ.ΣΟ.Κ. επιδίωξαν την προηγούμενη περίοδο να υλοποιήσουν τις νεοφιλελεύθερες αντιμεταρρυθμίσεις αλλά διάφοροι παράγοντες λειτούργησαν ανασταλτικά ως προς αυτό. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. έρχεται να εξαπολύσει μια συνολική επίθεση στην υγεία, την παιδεία, τις εργασιακές σχέσεις και εν γένει σε ότι έχει απομείνει από το «κοινωνικό κράτος».
Η προώθηση της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης αποτελεί κεντρική και επιτακτική αναγκαιότητα για την κυβέρνηση , ώστε να ανακτηθεί το «χαμένο έδαφος» του προηγούμενου διαστήματος. Επιθυμώντας, όμως, να δώσει μια επίφαση «κοινωνικής συμφωνίας» στην προώθηση της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης, η κυβέρνηση αποφάσισε την έναρξη του «εθνικού διαλόγου» για την παιδεία με την ανασυγκρότηση του Εθνικού Συμβουλίου για την Παιδεία (ΕΣΥΠ), με σκοπό να διερευνηθούν και να διαμορφωθούν οι όροι για την ομαλή ενσωμάτωση μιας σειράς αντιδραστικών αλλαγών στην ελληνική εκπαιδευτική πραγματικότητα.
Η πρώτη συνεδρίαση του ΕΣΥΠ πραγματοποιήθηκε, κεκλεισμένων των θυρών, στις 21 Ιανουαρίου και συμμετείχαν εκπρόσωποι των κοινοβουλευτικών κομμάτων ( πλην του ΚΚΕ ), της εκκλησίας, της ΓΣΕΕ, του ΣΕΒ, των πρυτανικών αρχών, η γραφειοκρατική ηγεσία της ΠΟΣΔΕΠ, της ΔΟΕ, της ΟΛΜΕ κλπ. Στην ουσία πρόκειται για έναν «πλαστό διάλογο» αφού καλείται να επικυρώσει ήδη ειλημμένες αποφάσεις. Το Υπουργείο Παιδείας έχει ήδη διαμορφώσει δυο νομοσχέδια, τα οποία θα καταθέσει προς ψήφιση τις επόμενες μέρες.
Το ένα αφορά τα Ινστιτούτα Δια Βίου Εκπαίδευσης (ΙΔΒΕ) και ειδικότερα προβλέπει την ίδρυση ΙΔΒΕ για κάθε ΑΕΙ και ΤΕΙ που θα παρέχουν υπηρεσίες βασικά σε απόφοιτους ανώτατης εκπαίδευσης και θα λειτουργούν με δίδακτρα. Οι διασπάσεις σχολών διαμέσου της κατάτμησης γνωστικών αντικειμένων έρχονται να καλύψουν την ανάγκη του κεφαλαίου για ειδίκευση. Την αντίφαση μεταξύ της ανάγκης για ειδίκευση και της ανάγκης για κινητικότητα των εργαζομένων έρχονται να επιλύσουν τα ΙΔΒΕ, στα οποία ο εργαζόμενος θα μπορεί να καταφεύγει εφόρου ζωής για να επανακαταρτίζεται σύμφωνα με τις τεχνολογικές εξελίξεις και τις μεταβαλλόμενες ανάγκες της παραγωγής. Το γεγονός δε, ότι θα επωμίζεται ο ίδιος ο εργαζόμενος το κόστος της επανακαταρτισης του, απαλλάσσοντας τον εργοδότη, καθιστά ακόμη πιο επισφαλή την εργασιακή του θέση, καθώς διευκολύνεται η διαδικασία της απόλυσης και μη επαναπρόσληψης.
Το άλλο νομοσχέδιο προβλέπει την κατάργηση του ΔΙΚΑΤΣΑ και την ίδρυση του Οργανισμού Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης (ΟΑΤΑΠ), που θα έχει τη δυνατότητα να παρέχει τίτλους «ισοτιμίας με αντιστοιχία» ή «ισοτιμίας χωρίς αντιστοιχία» με ελληνικό τίτλο, αρκεί στο πανεπιστήμιο του εξωτερικού να έχει γίνει το 1/3 του προγράμματος σπουδών ( κάτι που συμβαίνει και στα ΚΕΣ ). Ουσιαστικά, αναγνωρίζει τίτλους σπουδών τριετούς διάρκειας του εξωτερικού (σύντομα και του εσωτερικού με την αναγνώριση των ΚΕΣ) ως ισότιμα με τα πτυχία τετραετούς ή πενταετούς διάρκειας που παρέχουν τα ελληνικά πανεπιστήμια, στην κατεύθυνση διαμόρφωσης ενός ενοποιημένου πρώτου κύκλου και περαιτέρω απαξίωσης των πτυχίων.
Ωστόσο, κεντρικός στόχος της κυβέρνησης με ορίζοντα τη σύνοδο των υπουργών παιδείας το Μάιο του 2005 στη Νορβηγία και ζήτημα που παραπέμφθηκε ως «κατεπείγον» στην πρώτη συνεδρίαση του ΕΣΥΠ (μολονότι τελικά δε συζητήθηκε), αποτελεί η αξιολόγηση όλων των βαθμίδων της εκπαίδευσης (με προτεραιότητα την τριτοβάθμια εκπαίδευση). Η αξιολόγηση έρχεται να παίξει ένα διπλό ρόλο: αφενός να γεφυρώσει το χάσμα που προκύπτει από το δομικό διαχωρισμό εκπαίδευσης- παραγωγής και αφετέρου να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης για την ενσωμάτωση μιας σειράς αλλαγών και θωράκισης τους σύμφωνα με τις εντολές του Υπουργείου, που αποτελούν συμπύκνωση των αναγκών του κεφαλαίου. Η αξιολόγηση θα διενεργείται με κριτήρια όπως ο βαθμός ικανοποίησης της εργοδοσίας από τους απόφοιτους των τμημάτων, οι υποδομές των ιδρυμάτων, ο βαθμός εντατικοποίησης των φοιτητών, η ικανότητα των προγραμμάτων σπουδών να αναπροσαρμόζονται σύμφωνα με τις εκάστοτε επιταγές των επιχειρήσεων. Διαπερνά και τις τρεις λειτουργίες του πανεπιστημίου (εκπαίδευση -έρευνα- διοίκηση) οδηγώντας σταδιακά στην επιχειρηματικοποίηση τους. Φορέας της αξιολόγησης θα είναι ένα όργανο «ανεξάρτητο» διορισμένο από την κυβέρνηση, στο οποίο ενδέχεται να εμπλέκονται άμεσα ή έμμεσα οι επιχειρήσεις – όπως άλλωστε συμβαίνει στις ευρωπαϊκές χώρες που έχει εφαρμοσθεί η αξιολόγηση. Η σύνδεση της επίσημης ή ανεπίσημης κατάταξης των ιδρυμάτων με βάση την αξιολόγηση με τη χρηματοδότηση είναι δεδομένη και συν τοις άλλοις θα λειτουργήσει προωθητικά στην κατεύθυνση της οικονομικής και διοικητικής αυτοτέλειας των πανεπιστημίων. Πρόκειται για μια συνολική ρύθμιση που στοχεύει στην απαξίωση των πτυχίων, την υπονόμευση της εργασιακής προοπτικής των αποφοίτων και τη μετακύλιση του ανταγωνισμού μεταξύ των ίδιων των φοιτητών και αυριανών εργαζομένων. Το concept του κατακερματισμού των εργασιακών δικαιωμάτων και της ατομικής διαπραγμάτευσης στην αγορά εργασίας ολοκληρώνεται με την αντικατάσταση των ενιαίων πτυχίων από ατομικούς φακέλους πιστωτικών μονάδων. Τέλος, οποιαδήποτε θέση προκρίνει μια άλλη «ακαδημαϊκή» αξιολόγηση, υπονοεί ότι το πανεπιστήμιο αποτελεί έναν ανεξάρτητο χώρο μέσα σε μια ταξική κοινωνία, οπότε θα μπορούσε εντός του να διενεργηθεί μια αξιολόγηση ανεπηρέαστη από αντικρουόμενα κοινωνικά συμφέροντα και αντιθέσεις. Μια τέτοια θέση είναι εξαρχής λαθεμένη και αποπροσανατολιστική.
Διάφορα άλλα ζητήματα, όμως, που άπτονται της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης τίθενται εκ νέου διαμέσου διάφορων φορέων που εμπλέκονται στη διαδικασία. Στις δηλώσεις του προέδρου του ΕΣΥΠ Θ. Βερέμη διαφαίνεται ότι η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων αποτελεί έναν κεντρικό στόχο για την ελληνική αστική τάξη σ’ ένα βάθος χρόνου. Η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων θα δώσει τη δυνατότητα σε μερίδες του κεφαλαίου για άμεση κερδοφορία στο χώρο της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και ταυτόχρονα θα λειτουργήσουν ως μοχλός πίεσης προς τα κρατικά πανεπιστήμια για την ομαλή αφομοίωση των αναδιαρθρώσεων, στα πλαίσια της ανταγωνιστικότητας.
Ένα άλλο ζήτημα που θίγει ο Βερέμης είναι η δωρεάν διανομή συγγραμμάτων. Συγκεκριμένα προτείνει την κατάργηση της δωρεάν διανομής με πρόσχημα την ανάγκη για πολλαπλό σύγγραμμα, κόστος το οποίο δε μπορεί όμως να καλύψει το δημόσιο και αναπόφευκτα θα πρέπει οι ίδιοι οι φοιτητές να επωμιστούν το οικονομικό βάρος. Το πολλαπλό σύγγραμμα μπορεί να λειτουργήσει θετικά από τη σκοπιά των συμφερόντων της πλειοψηφίας των φοιτητών, μόνο όταν όλα τα συγγράμματα διανέμονται δωρεάν σε όλους τους φοιτητές. Η πρόταση του Βερέμη οξύνει τους ταξικούς φραγμούς στην εκπαιδευτική λειτουργία και λειτουργεί διασπαστικά ως προς την ενιαιότητα των σπουδών, καθώς μια μικρή μειοψηφία φοιτητών (αυτή που προέρχεται από ανώτερα κοινωνικά στρώματα) θα έχει τη δυνατότητα να αγοράσει όλα τα ενδεικνυόμενα συγγράμματα για κάθε μάθημα.
Τέλος, το θέμα της «αιώνιας φοίτησης» κρίνεται ως μείζον για τον πρόεδρο του ΕΣΥΠ και προτείνεται να οριστούν τα 6 χρόνια ως maximum για την απόκτηση πτυχίου. Η πρόταση αυτή κινείται στην κατεύθυνση της περαιτέρω εντατικοποίησης των σπουδών και δυσχεραίνει τη διαδικασία απόκτησης πτυχίου για την οικονομικά ασθενέστερη μερίδα των φοιτητών που εργάζεται κατά τη διάρκεια των σπουδών.
Αρκετά αντιδραστικές είναι και οι αλλαγές που προτείνει το ΑΠΘ: εκτός των άλλων θέτει σε αμφισβήτηση τη θεμελιώδη κατάκτηση του φοιτητικού κινήματος που αφορά το ακαδημαϊκό άσυλο, προτείνει να καταργηθεί ο θεσμός των μετεγγραφών και να μειωθεί η φοιτητική συμμετοχή στα όργανα συνδιοίκησης.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΥΝΔΙΚΑΤΩΝ
Το ΠΑ.ΣΟ.Κ. στο δρόμο της σοσιαλφιλελεύθερης μετάλλαξης του, έχει ταχθεί υπέρ της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης ακόμα και όσον αφορά την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Η αντιπολιτευτική του δράση είναι στενά περιορισμένη στο ψέλλισμα κάποιων ενστάσεων δια στόματος Δαμανάκη που αφορούν τη διαδικασία της συνεδρίασης του ΕΣΥΠ. Ο Συνασπισμός επέλεξε την πάγια τακτική του διπλού παιχνιδιού: και με τα κινήματα στους δρόμους και στα επίσημα θεσμοθετημένα όργανα, κινούμενος στη λογική ενσωμάτωσης των αντιστάσεων. Έτσι, ενώ η νεολαία ΣΥΝ (μέσα από τα σχήματα ΔΑΡΑΣ) διαδήλωνε έξω από το Ζάππειο, ο πρόεδρος του ΣΥΝ Αλαβάνος έκανε δηλώσεις μέσα στο Ζάππειο αναφερόμενος γενικά στην ανάγκη για «ποιότητα σπουδών» και σε κάποιες τροποποιήσεις του εκπαιδευτικού συστήματος δευτερευούσης σημασίας. Το ΚΚΕ κράτησε την πιο συνεπή στάση από τα κοινοβουλευτικά κόμματα, αρνούμενο να λάβει μέρος σ’ έναν στημένο διάλογο. Σε επίπεδο κινήματος όμως, επέλεξε πάλι το δρόμο του σεχταρισμού συγκροτώντας αντιστάσεις γύρω από τον εαυτό του.
Σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις θα διαδραματίσει η στάση που θα τηρήσουν τα συνδικάτα (ΔΟΕ, ΟΛΜΕ, ΠΟΣΔΕΠ-ΑΕΙ, ΟΣΕΠ-ΤΕΙ). Η βάση των συνδικάτων αντιδρά στις προωθούμενες αλλαγές και ασκεί πιέσεις για κινητοποιήσεις. Η ηγεσία των συνδικάτων τηρεί στάση αναμονής εκφράζοντας όμως επιφυλάξεις για τη λειτουργία του ΕΣΥΠ. Η Σύνοδος των Πρυτάνεων απ’ την άλλη, έχοντας ταυτίσει τα συμφέροντα της με αυτά του κεφαλαίου, έχει εναρμονιστεί πλήρως με τις προτάσεις της κυβέρνησης.
Η επόμενη συνεδρίαση του ΕΣΥΠ έχει οριστεί για τις 16 Φεβρουαρίου, όπου θα διαμορφωθεί και η θεματολογία. Τα σχήματα της ΕΑΑΚ πρέπει να ξεπεράσουν τις αδυναμίες τους και σε ενιαιομετωπική δράση με όλα τα αγωνιζόμενα κομμάτια της εκπαίδευσης να αναχαιτίσουν την επερχόμενη επίθεση της κυβέρνησης.