Οι ιρακινές εκλογές και τα αδιέξοδα της κατοχής
Του Ανδρέα Κλόκε
Ο Μπους, οι δυτικές κυβερνήσεις και τα δυτικά ΜΜΕ πανηγυρίζουν για τη «μεγάλη επιτυχία» των εκλογών στο Ιράκ, τα «σημαντικά βήματα προς τη δημοκρατία» και τη σχετικά μαζική συμμετοχή στις εκλογές που, αν και κανείς δεν ξέρει πόσο μεγάλη πραγματικά ήταν, μπορεί να ανήλθε στο 50%. Η αμερικάνικη κυβέρνηση και οι «σύμμαχοί» τους προσπαθούν έτσι να προβάλουν μια νέα δικαιολογία, έστω και εκ των υστέρων, για τις καταστροφές, τη μιζέρια και το θάνατο –ο ακριβής αριθμός είναι άγνωστος- 100 έως 200 χιλιάδων ανθρώπων που είναι μέχρι σήμερα οι συνέπειες της ιμπεριαλιστικής εισβολής του 2003.
Σκοπός είναι ο ιρακινός λαός κι όλος ο κόσμος να «ξεχάσουν» ότι η πραγματική στρατιωτική και οικονομική εξουσία παραμένει σχεδόν αποκλειστικα στα χέρια των κατοχικών δυνάμεων και της αμερικάνικης πρεσβείας του σφαγέα J. Negroponte έτσι ώστε η νέα, εγχώρια πολιτική εξουσία, η «συντακτική συνέλευση», θα έχει πολύ περιορισμένες αρμοδιότητες και εκ των πραγμάτων δε θα μπορέσει παρά να παίξει το ρόλο ενός βοηθητικού οργάνου των κατοχικών δυνάμεων, κυρίως στον αγώνα ενάντια στην υποτιθέμενη «τρομοκρατία», δηλαδή την ένοπλη αντίσταση. Όπως ο P. Cockburn επεσήμανε, «κάποιες εκλογές θα εντυπωσιάσουν τη διεθνή κοινή γνώμη αλλά στο άμεσο μέλλον δε θα αλλάξουν πολλά πράγματα στο Ιράκ. Ο κόσμος είναι γεμάτος εκλεγμένα κοινοβούλια αλλά η εξουσία παραμένει στα χέρια του στρατού, των υπηρεσιών ασφαλείας ή, όπως στην περίπτωση του Ιράκ, μιας ξένης κατοχικής δύναμης.»
Πραγματικά «ελεύθερες» εκλογές δεν μπορούσαν να γίνουν κάτω από συνθήκες, όπου, σύμφωνα μ’ έναν ανταποκριτή της BBC, «οι μόνοι θεσμοί με πραγματική εξουσία είναι ο αμερικάνικος και βρετανικός στρατός». Εξίσου παραβλέπεται σκόπιμα ότι οι εκλογές, εξαιτίας της γενικής ανασφάλειας και της σχεδόν πλήρους έλλειψης δημοκρατικών συνθηκών, από καμία άποψη δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως ελεύθερες και δημοκρατικές.
Παρ’ όλ’ αυτά είναι αναμφισβήτητο ότι μεγάλα στρώματα του πληθυσμού, κυρίως οι σιίτες και οι Κούρδοι, προσπάθησαν στις εκλογές του Γενάρη να εκφράσουν με την ψήφο τους τη δική τους θέληση να εγκατασταθεί μια ανεξάρτητη, δική τους πολιτική εξουσία που να βασιστεί επιτέλους κατά κάποιο τρόπο στη θέληση του λαού, ενώ οι σουνίτες, θύματα των χειρότερων δολοφονικών επιθέσεων των αμερικάνικων στρατευμάτων στις προηγούμενες βδομάδες, μποϊκοτάρισαν τις εκλογές.
Ο Άγγλος δημοσιογράφος Robert Fisk εξήγησε τη σημασία των εκλογών ως εξής: «Οι σιίτες επιχειρούν να διεκδικήσουν την εξουσία τους στη χώρα που δικαιούνται.Γι’ αυτό ο αγιατολάχ Αλί αλ-Σιστάνι τους κάλεσε να ψηφίσουν – και αλίμονο στους Αμερικάνους και Βρετανούς αν δε θα την πάρουν. (…) Οι εκλογές στην πραγματικότητα δεν ήταν μια διαδήλωση ανθρώπων που απαιτούν δημοκρατία, αλλά αυτό που θέλουν είναι η ελευθερία διαφορετικού είδους, η ελευθερία να ψηφίσουν αλλά επίσης η απελευθέρωση από την ξένη κατοχή. Κι αν εξαπατηθούν σ’ αυτό, τότε θα κοίταξουμε κάποια στιγμή πίσω και θα μετανοιώσουμε τις αθετημένες υποσχέσεις.» Απ’ αυτήν την άποψη είναι ολοφάνερο ότι το γεγονός και η, έστω και πολύ περιορισμένη, νομιμότητα των εκλογών υποσκάπτει και αντικειμενικά τη συνεχιζόμενη κατοχή της χώρας.
Οι σχέσεις των κατοχικών δυνάμεων με τους Ιρακινούς, όπως τελευταία έχουν διαμορφωθεί, και ο δουλικός τρόπος που τα περισσότερα δυτικά ΜΜΕ ενημερώνουν για τα γεγονότα περιγράφονται εύστοχα από τον Αμερικάνο συγγραφέα Seymour Hersh σε μια πρόσφατη ραδιοφωνική του συνέντευξη: «Από τότε που στις 28-6-04 εγκαθιδρύσαμε την κυβέρνηση ανδρεικέλων, αυτόν τον άνθρωπο, τον Αλλαουί που ήταν μέλος της Μουκαμπαράτ, της μυστικής αστυνομίας του Σαντάμ, κάθε μήνα ένα πράγμα συνέβη: ο αριθμός των επιθέσεων ενός βομβαρδιστικού όπως και ο αριθμός του τοννάζ που ρίχθηκε έχουν μεγαλώσει σε τεράστιο βαθμό. Βομβαρδίζουμε αυτήν τη χώρα συστηματικά. Δεν υπάρχουν ‘συνοδοί-ανταποκριτές’ στο αεροπλανοφόρο Harry Truman, που είναι η βάση των βομβαρδιστικών. Δεν υπάρχει αντιαεροπορική άμυνα. Είναι απλά σα να πυροβολείς πέρδικες. (…) Ουσιαστικά, το Ιράκ –κάποιοι από σας θυμούνται το Βιετνάμ- μετατρέπεται σε μια περιοχή ελεύθερων βομβαρδισμών μπροστά από τα μάτια μας.»
Σε αυτήν την κατάσταση, η αντιφατικότητα της αμερικανικής πολιτικής στον Περσικό Κόλπο αυξάνεται ακόμα και περισσότερο και παίρνει σχεδόν παράλογες διαστάσεις:
– Η Condoleezza Rice ανακοίνωσε πρόσφατα ότι το Ιράν βρίσκεται στην πρώτη θέση στη μαύρη λίστα των χωρών που μπορούν να γίνουν στόχοι προληπτικών πολέμων των ΗΠΑ, αυτήν τη φορά απλά για «την εξάπλωση της ελευθερίας και της δημοκρατίαςσ’ όλο τον κόσμο.» Ταυτόχρονα όμως, οι νικητές των ιρακινών εκλογών, η γεσία των σιιτών, είναι οι φυσιολογικοί σύμμαχοι της ιρανικής ηγεσίας αλλά ακριβώς αυτοί, χωρίς τη συνεργασία των οποίων οι Αμερικάνοι δε θα μπορέσουν να επιβάλουν οποιαδήποτε τάξη στο Ιράκ – κι όλ’ αυτά σε μι κατάσταση όπου το μίσος σε όλο τον αραβικό κόσμο απέναντι στους Αμερικάνους εγκληματίες πολέμου μεγαλώνει ασταμάτητα και ήδη δεν μπορεί πια να διορθωθεί.
– Τα δύο μεγάλυτερα κούρδικα κόμματα που κυριαρχούν το βόρειο Ιράκ, που ήδη έχει γίνει ανεξάρτητο από την υπόλοιπη χώρα, θέτουν τους δικούς τους όρους για την, τουλάχιστον επίσημη παραμονή των Κούρδων στο ιρακινό κράτος. Είναι σαφές ότι οποιαδήποτε μελλοντική ιρακινή κρατική ηγεσία πρέπει να κάνει τεράστιες παραχωρήσεις στους Κούρδους που θα αφορέσουν και στον οικονομικό τομέαόπως τα πετρέλαιο του Κιρκούκ για να αποτρέψει την κρατική απόσχιση αυτού του τμήματος της χώρας. Η αυξανόμενη αυτοπεποίθηση των Κούρδων φαίνεται και από διάφορες δηλώσεις ηγετών τους που άρχισαν να αποκαλούν το κούρδικο βόρειο Ιράκ «Νότιο Κουρδιστάν» προκαλώντας έτσι το Ιράν αλλά κυρίως την οργή του τούρκικου καθεστώτος. Είναι ολοφάνερο ότι η αμερκάνικη ηγεσία πολιτική δεν μπορεί να ικανοποιήσει ταυτόχρονα και τις δημοκρατικές επιδιώξεις των Κούρδων –όχι μόνο του Ιράκ- για εθνική ανεξαρτησία και τη φιλοδοξία της Τουρκίας να παίξει ηγεμονικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή. Έτσι γίνεται εντελώς κατανοητή η δήλωση του Ερντογκάν ότι οι ιρακινές εκλογές «δεν έγιναν με δημοκρατικό τρόπο.
– Και η ικανοποίηση των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για «τα θετικά βήματα του Ιράκ προς τη δημοκρατία» έχει το δικό της νόημα στο φως των νέων εξελίξεων. Δεν ξέφυγε της προσοχής των Ευρωπαίων «φιλανθρωπιστών» ιμπεριαλιστών το ότι οι αντιφάσεις της αμερικάνικης πολιτικής στον Περσικό Κόλπο τείνουν να γίνουν μεσοπρόθεσμα αδιέξοδες. Έτσι οι κυβερνήσεις του Βερολίνου και του Παρισιού σπεύδουν να αναπτύξουν τις καλύτερες δυνατό σχέσεις με τις ντόπιες δυνάμεις στο Ιράκ που μια μέρα κατά πάσα πιθανότητα θα αναναλάβουν την κρατική εξουσία. Τα συμφέροντα των Αμερικάνων και Βρετανών εισβολέων από τη μια και του «γαλλογερμανικού άξονα» από την άλλη δε διαφέρουν πολύ ως προς τις εσωτερικές πολιτικές δύναμεις και τις συμμαχίες στο Ιράκ. Τις θέλουν «φιλειρηνικές» και ουσιατικά υποταγμένες στα ιμπεριαλιστικά κράτη – με ή, αργότερα ίσως και χωρίς κατοχή. Το Βερολίνο και το Παρίσι απλά ελπίζουν ότι οι Αμερικάνοι κάποια μέρα θα είναι ανγκασμένοι να κάνουν υποχωρήσεις, έτσι ώστε και τα ίδια θα μπορέσουν να πάρουν μέρος στην εκμετάλλευση του τόσο σημαντικού φυσικού πλούτου του Ιράκ. Αυτή η πολιτική των κυρίαρχουν κρατών της Ε.Ε. δεν αποτελεί από καμία άποψη μια στροφή σχετικά με την κριτική που άσκησαν πριν δύο χρόνια στην εισβολή και μετά στον τρόπο που οι κατοχικές δυνάμεις διατηρούν την εξουσία τους.
– Σε αυτήν την κατάσταση, ο μόνος πραγματικά θετικός παράγοντας για τον Μπους και την ακροδεξιά συμμορία πολεμοκάπηλων και ανώμαλων υποστηρικτών «νόμιμων» βασανιστηρίων, που είναι τώρα οι περισσότεροι υπουργοί του, είναι το αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα στους σουνίτες (20% του πληθυσμού) και τους σίιτες (60%) που τη μέρα των εκλογών έγινε τόσο φανερό. Πρόκειται για μια σίγουρα επικίνδυνη εξέλιξη που είχε ήδη εκδηλωθεί στην παθητικότητα των σιιτικών ηγεσιών κατά την ισοπέδωση της Φαλλούτζα από τα αμερικάνικα στρατεύματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι μόνο η ενότητα των σουνιτικών και σιιτικών δυνάμεων θα μπορέσει να ανοίξει ένα δρόμο που τελικά θα εξαναγκάσει τα κατοχικά στρατεύματα να φύγουν. Σίγουρο είναι ότι όσοι αποφάσισαν στις 30-1 να υποστηρίξουν με την ψήφο τους τη μια ή την άλλη λίστα, σε καμία περίπτωση δεν τάχθηκαν υπέρ της υποτιθέμενης αναγκαιότητας η κατοχή να διατηρηθεί.
Προβλέπεται από τώρα ότι, όποιες και θα είναι οι πολιτικές ηγεσίες των σιιτών, των σουνιτών και των Κούρδων στο μέλλον, θα συναντήσουν τεράστιες δυσκολίες να κρατήσουν τους υποστηρικτές τους σε ένα πολιτικό πλαίσιο που δε θα ισοδυναμούσε με την άμεση αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων. Η ένοπλη αντίσταση ούτως ή άλλως θα συνεχιστεί. Το καινούργιο είναι ότι η νομιμότητα των πολιτικών, μη στρατιωτικών μορφών της αντίστασης ενισχύεται, ενώ όλες οι δικαιολογίες της κατοχής γίνονται όλο και περισσότερο αβάσιμες.
Το καθήκον του διεθνούς κινήματος αλληλεγγύης με το Ιράκ είναι να υποστηρίξει όλες τις, ένοπλες ή πολιτικές, δυνάμεις που στην πράξη αντιστέκονται στην κατοχή, με εξαίρεση την ομάδα του αλ-Ζαρκαούι που αδιάκριτα εκτελεί αμάχους και παρέχει εύκολες δικαιολογίες για τη δήθεν «δημοκρατικότητα» των κατοχικών δυνάμεων και δοσιλόγων τύπου Αλλαουί. Η σοσιαλιστική και διεθνιστική πτέρυγα αυτού του κινήματος είναι πέρα απ’ αυτό υποχρεωμένη να συμπαρασταθεί στις, έστω και μέχρι στιγμές αρκετά μειοψηφικές δυνάμεις στο Ιράκ, που τάσσονται υπέρ της οικοδόμησης ταξικά ανεξάρτητων συνδικάτων και αντικαπιταλιστικών οργανώσεων όπως και υπέρ της προστασίας των γυναικείων δικαιωμάτων και της κοινωνικής απελευθέρωσης των γυναικών.